Ο αιρετικός απολλιναρισμός.
Συγγραφέας: kantonopou στις 24 Δεκεμβρίου, 2014
Τα στοιχεία ελήφθησαν από τον δεύτερο τόμο της Πατρολογίας του καθηγητή Στυλιανού Παπαδόπουλου, σελ. 530-541.
Ο απολλιναρισμός αναπτύχθηκε στα πλαίσια απόπειρας απάντησης του Απολλινάριου κυρίως στους οπαδούς του Αρείου και των Ανομοίων, στο «πως» έγινε η ενανθρώπιση του Θεού Λόγου. Προσπάθησε δηλαδή, θεολογικά, να ερμηνεύσει το«μυστήριο της ευσεβείας» κατά τον απόστολο Παύλο (Ά Τιμοθέου, 3:16). Όμως, η απάντησή του όχι μόνο θεολογική δεν ήταν, αλλά αντίθετη από αυτά που περιγράφονται τόσο στην Παλαιά Διαθήκη όσο και στην Καινή, σχετικά με την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου. Και τούτο, διότι δεν θεολόγησε βάση της εμπειρίας του δοξασμού, αλλά στοχάστηκε ανθρωπίνως βάση της φιλοσοφίας, που άκριτα δέχονταν. Αυτά που δίδασκε δεν συμφωνούσαν με την εν Αγίω Πνεύματι εμπειρία των θεούμενων, τόσο στην εποχή της Παλαιάς Οικονομίας όσο και της Νέας. Αποτέλεσμα ήταν να νοθεύσει την Πίστη που «άπαξ παραδόθηκε», ξεφεύγοντας από τα ορθόδοξα οροθέσια. Έτσι, έπεσε σε χριστολογικές κακοδοξίες, οι οποίες ακύρωναν το σωτήριο έργο του Χριστού, και οι οποίες καταδικάστηκαν επίσημα από την μεριά της Εκκλησίας, στην τοπική σύνοδο της Ρώμης το 377, στην τοπική σύνοδο της Αλεξάνδρειας το 378, στην τοπική σύνοδο της Αντιόχειας το 379, στην Β’ Οικουμενική το 381/382, και ξανά στην τοπική σύνοδο της Ρώμης το 382. Όπως αναφέρει ο Σωζομενός στην Εκκλησιαστική του Ιστορία, «[..] ετάραξε την Εκκλησίαν, και δογμάτων καινότητι την ειρημένην αίρεσιν εισήγαγεν [..](6:25:13).
Πνευματικός κόσμος του Απολλινάριου.
Ο Απολλινάριος, ήταν προσκολλημένος στην ελληνική κλασσική παιδεία και φιλοσοφία. Για αυτό, τα ποιητικά του κείμενα τα έγραφε σε αρχαιοελληνικά μέτρα, παρότι το γλωσσικό αισθητήριο της εποχής του ήταν ξένο ως προς την αρχαία προσωδία. Αυτό, δεν είναι απαραίτητα κακό. Το κακό είναι ότι προσπάθησε με φιλοσοφικό τρόπο και χωρίς διάκριση, να ερμηνεύσει τα μυστήρια της πίστεως. Όμως, οι Άγιοι Πατέρες, ποτέ δεν ασχολήθηκαν με την λογική ερμηνεία των μυστηρίων της πίστεως. Διότι και αυτά, δεν παραδόθηκαν στην Εκκλησία ως σωτήρια και ιερή παρακαταθήκη μέσω λογικής επεξεργασίας, αλλά μέσω θείας Αποκάλυψης και θεοφανειών. Ότι και αν είπαν, το είπαν στα πλαίσια της απάντησής τους στα μέλη εκείνα που μπήκαν στον πειρασμό να εξηγήσουν λογικά κάποια πράγματα, που όμως σε τελική ανάλυση, αυτά στα οποία κατέληγαν έρχονταν σε αντίθεση με την Αποκάλυψη, όπως αυτή εκφράζεται από το Ορθόδοξο βίωμα. Ο καθηγητής Ν. Ματσούκας, γράφει: «[..] η Εκκλησία εν μέσω ωδίνων και οδυνών θεσπίζει τον περιώνυμο δογματικό όρο, όπου η λύση του προβλήματος απλώς συνίσταται στην περιγραφή και προστασία του δόγματος της ενανθρώπησης, και όχι βέβαια στην ουσιαστική του ανάλυση και εξήγηση» (Γ’ τόμος, «Δογματική και Συμβολική Θεολογία», σελ. 248). Αυτή, είναι γενική θέση της Εκκλησίας. Οι θεούμενοι, οι Πατέρες και οι Διδάσκαλοι, εξετάζουν πάντα στο που οδηγεί κάποια θέση που ακούγεται για πρώτη φορά. Και αναλόγως, παίρνουν θέση επισήμως συνοδικά, απαντώντας στο γιατί δεν αποδέχονται την θέση αυτή. Ποτέ όμως δεν μπαίνουν στην διαδικασία να εξηγήσουν λογικά αυτά τα θέματα.
Ο ιστορικός Σωκράτης ο Σχολαστικός, διηγείται την προσκόλληση του Απολλινάριου και του πατέρα του σε έναν σοφιστή και εθνικό ιερέα, τον Επιφάνιο. Όταν ο επίσκοπος Λαοδίκειας, ο Θεόδοτος, διέκρινε ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά (ο πατέρας ήταν πρεσβύτερος και ο γιός ήταν αναγνώστης τότε), τους εμπόδιζε να φοιτούν σε αυτόν. Ωστόσο, δεν τον άκουσαν.
«Άμφω δε όμως τότε συνήκμαζον Επιφανίω τω σοφιστή, και γνήσιοι όντες φίλοι συνεκρότουν αυτόν. Δείσας δε Θεόδοτος ο της Λαοδικείας επίσκοπος μη τη συνεχεί τανδρός ομιλία προς τον Ελληνισμόν αποκλίνωσι, διεκώλυε φοιτάν παρ’ αυτόν· οι δε, μικρά του επισκόπου φροντίσαντες, την του Επιφανίου φιλίαν ησπάζοντο» (Εκκλ. Ιστορία Σωκράτους, 2:46).
Το αμβλύ εκκλησιαστικό αισθητήριο του Απολλινάριου, πιστοποιείται και από το περιστατικό κατά το οποίο ο Απολλινάριος και ο πατέρας του, παρέστησαν σε τελετουργία εθνικών, όπου όταν ζητήθηκε από τον εθνικό ιερέα Επιφάνιο, οι αμύητοι να εξέλθουν, εκείνοι παρέμειναν.
Αφηγείται ο ιστορικός Σωζομενός:
«[..] έτι γαρ Θεοδότου του προ αυτού την Λαοδικέων εκκλησίαν ιθύνοντος, κατ’ εκείνο καιρού διαπρεπών Επιφάνιος ο σοφιστής ύμνον εις τον Διόνυσον παρήει· διδασκάλω δε αυτώ χρώμενος Απολινάριος (έτι γαρ νέος ην) παρεγένετο τη ακροάσει συν τω πατρί· ομώνυμος δε ην αυτώ, γραμματικός ουκ άσημος. Επει δε του λόγου αρχόμενος Επιφάνιος, ως έθος τοις τα τοιάδε επιδεικνυμένοις λέγειν, τους αμυήτους και βεβήλους εξιέναι θύραζε εκέλευεν, ούτε δε Απολλινάριος ο νέος ούτε ο πρεσβύτης ούτε έτερος τις των παρόντων Χριστιανών της ακροάσεως απεχώρησε [..]» (Εκκλ. Ιστορία Σωζομενού, 6:25).
Η διδασκαλία του Απολλινάριου και τα τρωτά σημεία της.
Ο Απολλινάριος επιχείρησε να απαντήσει στο «πως» της ενανθρώπησης του Θεού Λόγου. Ποια ήταν δηλαδή η σχέση της θεότητας και της ανθρωπότητας στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Απολλινάριος προβάλλει μεν ένα και μοναδικό Υιό που είναι φύσει Θεός, όμως είχε αρνηθεί συνειδητά ότι ο Θεός Λόγος προσέλαβε συγχρόνως την σάρκα και την ψυχή του ανθρώπου. Εκείνος έλεγε ότι ο Θεός Λόγος προσέλαβε σάρκα και άλογη ψυχή. Η δε λογική ψυχή ( ο νους) ήταν ο Λόγος. Διέκρινε δηλαδή την ψυχή σε λογική και σε άλογη, κατά τα Πλατωνικά πρότυπα. Δηλαδή, ο Χριστός δεν είχε ολοκληρωμένη ανθρώπινη φύση, εφόσον έλειπε από αυτήν η λογική ψυχή. Συνεπώς, η σωτηρία δεν ήταν ολοκληρωμένη. Βάση της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη και του Δημόκριτου, θεώρησε ότι δύο τέλεια δεν γίνονται ένα. Διότι, για τον Απολλινάριο, δύο τέλειες φύσεις σημαίνει δύο υποστάσεις. Θέλοντας λοιπόν να αποδώσει μία υπόσταση στον Χριστό, και θεωρώντας την θεία φύση τέλεια, «κουτσούρεψε» την ανθρώπινη, προκειμένου να «ταιριάξει» στην σκέψη του την ένωση. Ο Υιός και Λόγος του Θεού κατά την ενανθρώπηση προσέλαβε μόνο το σώμα και την άλογη ψυχή του ανθρώπου, ενώ την θέση της λογικής ψυχής (ή του νου) κατέλαβε ο Λόγος. Επίσης, ταύτισε την φύση με το πρόσωπο. Ο τέλειος θείος Νους δεν θα μπορούσε ποτέ, κατ’ αυτόν, να συνυπάρξει με έναν ατελή και τρεπτό νου όπως τον ανθρώπινο. Το λάθος του εδώ, είναι ότι δεν κατάλαβε ότι ο Χριστός ως προς την ανθρωπότητα είχε την ανθρώπινη φύση πριν αυτή πέσει. Για αυτό και ο απόστολος Παύλος κάνει σαφώς λόγο για«ομοίωμα σαρκός αμαρτίας» (Ρωμαίους 8:3), κάτι που δείχνει ότι η ανθρώπινη φύση του Κυρίου δεν είχε ροπή στην αμαρτία. Για αυτό εξάλλου, το πρωτευαγγέλιο κάνει λόγο για «σπέρμα γυναικός» που θα συνέτριβε την κεφαλή του «όφεως» (Γένεση 3:15). Ως γνωστόν, η γυναίκα δεν έχει σπέρμα. Εδώ εννοείται η εκ παρθένου γέννηση. Η άσπορη γέννηση. Εφόσον ο Χριστός γεννάται από την Παρθένο άνευ μεσολάβησης ανδρός, αυτό σημαίνει ότι δεν κληρονομείται η φθορά και ο σκοτισμός του νου του Αδάμ. Με άλλα λόγια, η ανθρώπινη φύση του Χριστού δεν κληρονομεί την φθορά του Προπατορικού.
Ο νους ταυτίζεται με την υπόσταση στην φιλοσοφική σκέψη του Απολλινάριου. Η σάρκα, άνευ του νου, δεν έχει υπόσταση δική της, συνεπώς ο Λόγος ως Νους παίρνει την θέση της λογικής ψυχής. Έτσι, η σάρκα δεν έχει υπόσταση και θέλημα άνευ του νου, συνεπώς μπορεί να προσληφθεί από τον Θεό Λόγο. Όπως έλεγε, έχουμε «σύνθεσιν Θεού προς σώμα ανθρώπινον». Μετά την ένωση Λόγου και σάρκας, ο Απολλινάριος είδε μία φύση στον Χριστό. Παρόλα αυτά, ενώ οδηγεί η σκέψη του στον Μονοφυσιτισμό, διαφέρει από αυτόν στο σημείο ότι ο Απολλινάριος αφήνει απρόσληπτη την φύση του ανθρώπου, ενώ ο Μονοφυσιτισμός την θεωρεί απορροφημένη από την θεία φύση.
Είναι προφανές, ότι ο Απολλινάριος δεν είχε καταλάβει την φύση της σωτηρίας του Χριστού. Κατά βάθος, δεν είχε κατανοήσει γιατί ο Θεός Λόγος ενανθρώπησε. Οι άγιοι Πατέρες, σε αυτό ακριβώς στηρίχθηκαν προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις φλυαρίες του. Εξάλλου, σε κανένα σημείο της Αγίας Γραφής, δεν παρουσιάζεται ο Χριστός, με λειψή την ανθρώπινη φύση του. Απεναντίας, παρουσιάζεται ως πλήρης άνθρωπος (κατά την ανθρωπότητά του), ο οποίος προκόβει σε σοφία και σε ηλικία. Αν είχε δίκιο ο Απολλινάριος, η σοφία του Ιησού δεν θα αυξάνονταν, εφόσον η Σοφία του Θεού είναι άπειρη και δεν έχει ανάγκη αυξήσεως. Αναφέρει ο ευαγγελιστής Λουκάς: «και Ιησούς προέκοπτεν εν σοφία και ηλικίακαι χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις» (Λουκάς, 2:52). Δεν πρόκοβε μόνο στην ηλικία (που αφορά την σάρκα), αλλά και στην σοφία (που αφορά την λογική ψυχή). Αν η λογική ψυχή είναι ο Λόγος, θα αναγκαστούμε να δώσουμε τροπή στον Λόγο και αλλοίωση, τα οποία είναι άτοπα. Πέρα από αυτά, όταν αναφέρεται η ανθρώπινη φύση του, πάντα «άνθρωπος» αναφέρεται. Άνθρωπος κανονικός.
Οι προσποιήσεις και οι παραχαράξεις του Απολλινάριου.
Ο Απολλινάριος, αντιλαμβανόμενος ότι οι θέσεις του δεν θα γίνονταν δεκτές, αντί να αναθεωρήσει, προχώρησε με αντιχριστιανικά μέσα. Κύρια πηγή για την μελέτη της πορείας του Απολλινάριου, είναι τρία έργα του: α) «Ομολογία προς τον αυτοκράτορα Ιοβιανό», β) «Επιστολές προς τους εν Διοκαισαρεία επισκόπους», και γ) «Προς Σεραπίωνα».
Η «Προς τον αυτοκράτορα Ιοβιανό», είναι επιστολή του Απολλινάριου στον αυτοκράτορα, που συντάχθηκε το 363, αναλύει τα χριστολογικά άρθρα του Συμβόλου της Νικαίας, αντικαθιστά τον όρο «ενανθρωπήσαντα» με κακόδοξες φράσεις, όπως το «γεγεννήσθαι κατά σάρκα». Αυτό σαφώς το έκανε εν γνώσει του, διότι ένα χρόνο πριν, το 362, αυτές οι απόψεις είχαν καταδικαστεί. Ο Απολλινάριος όμως επιμένει στις κακοδοξίες του. Το «ενανθρωπήσαντα» που αναφέρει το Σύμβολο και που αποτελεί την ομολογία των Ορθοδόξων, σημαίνει ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού προσέλαβε τον όλο άνθρωπο (ψυχή και σώμα), και όχι μέρος του ανθρώπου (μόνο το σώμα) όπως πίστευε ο Απολλινάριος. Εκείνος λοιπόν, το αντικατέστησε με το «γεγεννήσθαι κατά σάρκα», όπου στην σκέψη του «σάρκα» σημαίνει μόνο το σώμα άνευ της ψυχής. Αλλά και στις άλλες δύο, κάνει παρόμοιες παραχαράξεις. Ενώ δηλώνει αφοσίωση στον Αθανάσιο και στην σύνοδο του 362, εντούτοις αλλοιώνει την απόφαση της συνόδου. Ενώ η σύνοδος αναφέρεται σε σάρκωση και ενανθρώπηση και ότι ο Λόγος γίνεται άνθρωπος για μας, προσλαμβάνοντας όλη την ανθρώπινη φύση για να την θεραπεύσει, εκείνος παρουσιάζει το κείμενο ως δήθεν να λέει ότι ο Λόγος έγινε σάρκα χωρίς να αναλάβει ανθρώπινο νου, δηλαδή χωρίς να αναλάβει ψυχή λογική. Πρόκειται περί προσπάθειας εξαπάτησης του απατεώνα Απολλινάριου.
Μερικές από τις απαντήσεις των Αγίων Πατέρων.
Ας δούμε όμως μερικές από τις απαντήσεις των Αγίων Πατέρων, στο ζήτημα που έθεσε ο Απολλινάριος με την προβληματική «θεολογία»του.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, στην επιστολή του προς τον Κληδόνιο, γράφει: «Να μην σε ξεγελούν οι άνθρωποι μήτε να τους ξεγελάς, όταν δέχονται τον Κυριακό, όπως αυτοί λένε, αλλά μάλλον τον Κύριό μας και Θεό, δίχως νου ανθρώπου. Γιατί βέβαια δεν χωρίζομε τον άνθρωπο από την θεότητα, αλλά μιλούμε για έναν και τον αυτόν, που δεν ήταν άνθρωπος πρώτα αλλά μονάχα Θεός και Υιός προαιώνιος, καθαρός από σώμα και ότι το σωματικό και τελικά και άνθρωπος που έγινε για την σωτηρία μας με παθητή σάρκα και απαθή θεότητα, περιορισμένος στο σώμα, απεριόριστος στο πνεύμα, ο ίδιος επίγειος συνάμα και ουράνιος, ορατός και νοητός, χωρητός και αχώρητος, ώστε με το αυτό θείο και ανθρώπινο όλο να αναπλαστεί όλος ο άνθρωπος που έπεσε στην αμαρτία» (ΕΠΕ 7, σελ. 179).
Σε άλλο σημείο στην ίδια επιστολή, γράφει:
«Όποιος στηρίζει τις ελπίδες του σε δίχως νου άνθρωπο, είναι ανόητος στα αλήθεια και ολότελα ανάξιος να σωθεί. Γιατί ότι δεν προσλαμβάνεται είναι αθεράπευτο· ενώ όποιο έχει ενωθεί με τον Θεό αυτό είναι που σώζεται. Αν ο Αδάμ αμάρτησε κατά το μισό του, το μισό είναι και εκείνο που έχει προσληφθεί και έχει σωθεί. Αν αμάρτησε ολόκληρος, τότε έχει ενωθεί ολόκληρος, έτσι όπως σαν σύνολο έχει γεννηθεί και σώζεται στο σύνολό του» (σελ. 183).
Ο Μ. Βασίλειος, στην επιστολή του «Προς τους Δυτικούς», γράφει: «Δεύτερος μετά από αυτόν είναι ο Απολλινάριος που προκαλεί στενοχωρίαν όχι μικράς εκτάσεως εις τας Εκκλησίας. Διότι με την άνεσιν που έχει εις την συγγραφήν και διαθέτων γλώσσαν ικανήν δια κάθε θέμα εγέμισε την οικουμένην με τα συγγράμματά του, παρακούσας εις την παραίνεσιν του λέγοντος ‘’να αποφύγεις να συγγράψεις βιβλία πολλά’’. Πράγματι είναι φανερόν ότι με το πλήθος αυτών έχει υποπέσει εις πολλάς πλάνας. [..] τα περί σαρκώσεως του Υιού διδάγματά του τόσην ταραχήν προεκάλεσαν εις τους αδελφούς, ώστε ολίγοι από εκείνους που τα ανέγνωσαν διατηρούν τον αρχαίον χαρακτήρα της ευσεβείας· οι δε πολλοί, δίδοντες προσοχήν εις τας καινοτομίας, έχουν εκτραπεί εις αναζητήσεις και ισχυρογνώμονας διερευνήσεις των ανωφελών τούτων λόγων» (ΕΠΕ 2, σελ. 49-51).
Ο καθηγητής Β. Φειδάς, αναφέρει στην «Εκκλησιαστική Ιστορία», Α’ τόμος σελ. 587, τα εξής, όσον αφορά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης: «Ο Γρηγόριος Νύσσης αναίρεσε τη διδασκαλία του Απολλιναρίου, υποστηρίζοντας ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού προσέλαβε κατά τη σάρκωσή του ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, η οποία κατά την ‘’ανάκρασίν’’ της με την θεία φύση του Λόγου ‘’μεταστοιχειώθηκε’’ και ‘’θεώθηκε’’, χωρίς βέβαια να απορροφηθεί ή και να εξαφανισθεί στην απειρότητα της θείας φύσεως με οποιαδήποτε μορφή ‘’συγχύσεως’’ ή ‘’τροπής’’».
Ο άγιος Αμφιλόχιος Ικονίου, με ακρίβεια στις εκφράσεις του, διατυπώνει ως εξής τις χριστολογικές διατυπώσεις του, στην επιστολή προς τον Σέλευκο:
«Ούτω Θεόν και άνθρωπον τον Χριστόν ομολογούμεν, τον Υιόν του Θεού, ένα Υιόν, δύο φύσεων, παθητής τε και απαθούς, θνητής τε και αθανάτου [..]. Ένα Υιόν, δύο φύσεων φημί, ασυχγύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως. Πάσχειν τοίνυν ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, ου θεότητι, αλλ’ ανθρωπότητι [..] αλλ’ επειδή εις εν πρόσωπον συντελούσιν αι φύσεις, η απαθής τα της παθητής οικειούται [..] Αναθεματισθήναι χρη τους την εκ μήτρας ένωσιν φύσεων λύοντας, έτι μην και κατά σύγχυσιν ή τροπήν νοούντας την άρρητον ένωσιν. Ώσπερ γαρ το την ένωσιν χωρίζειν της ορθοδοξίας αλλότριον και έξω της αληθείας και της ζωής, ούτω και το συγχέειν τας φύσεις της θεότητος και της ανθρωπότητος, αλλότριον Χριστιανισμού» (PG 39, 113).
Ο Θεοδώρητος Κύρου, μας πληροφορεί ότι στην Β’ Οικουμενική: «Ωσαύτως δε και την Απολλιναρίου καινοτομίαν προφανώς απεκήρυξαν ειρηκότες· ‘’και τον ‘’της ενανθρωπήσεως δε του Κυρίου λόγον αδιάστροφον σώζομεν, ούτε ‘’άψυχον ούτε άνουν ή ατελή την της σαρκός οικονομίαν παραδεχόμενοι’’. (Εκκλησιαστική Ιστορία, 294).
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.