kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Παρανοήσεις Ιουλιανού για την πτώση.

Συγγραφέας: kantonopou στις 5 Δεκεμβρίου, 2014

Πρόσφατα, διάβασα κάποια πράγματα για τον αυτοκράτορα Ιουλιανό που έμεινε στην ιστορία ως «Αποστάτης» και «Παραβάτης». Προσωπικά, θα συμφωνούσα με τον πρώτο χαρακτηρισμό, και θα διαφωνούσα με τον δεύτερο. Θεωρώ, ότι καλώς χαρακτηρίστηκε ως «Αποστάτης», μιας και υπήρξε ένα μικρό διάστημα της ταραγμένης ζωής του, Χριστιανός, αλλά κακώς χαρακτηρίστηκε ως «Παραβάτης», μιας και ο κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα στην ζωή του να διαλέγει τι θέλει να είναι, και να προσπαθεί να βάζει σε εφαρμογή την ιδεολογία του, έστω και αν αυτή είναι η επαναφορά της αρχαίας εθνικής θρησκείας, δεδομένου ότι ο Ιουλιανός δεν κυνήγησε άμεσα τον Χριστιανισμό, όπως οι πρότεροι μη Χριστιανοί αυτοκράτορες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Δεν θα μπορούσε άλλωστε, μιας και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είτε είχε ασπαστεί τον Χριστιανισμό, είτε έδειχνε αδιαφορία ως προς τα θρησκευτικά πράγματα. Αυτά, θα τα δούμε από τα ίδια τα γραπτά του Ιουλιανού, σε επόμενα άρθρα. 

Προσωπικότητα ταραγμένη (και σε αυτό έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης και το συγγενικό του περιβάλλον), αλλά συνάμα ανήσυχη και φιλομαθής. Την μητρική φροντίδα δεν την γνώρισε ποτέ, μιας και η μητέρα του πέθανε λίγο καιρό μετά την γέννησή του. Ο πατέρας του δολοφονήθηκε όταν ο Ιουλιανός ήταν επτά χρονών. Εικάζεται, όπως αναφέρει ο σχολιαστής της μετάφρασης των Απάντων του Ιουλιανού του οποίου διάβασα το βιβλίο, ότι η δολοφονία έγινε με την ενθάρρυνση του εξαδέλφου του, του αυτοκράτορα Κωνστάντιου, για πολιτικούς λόγους. Λίγο αργότερα, την μόρφωση του Ιουλιανού αναλαμβάνει ο θείος του και επίσκοπος, ο Ευσέβιος Νικομηδείας, που ήταν θερμός οπαδός του Άρειου. Κατά την είσοδό του στην εφηβεία, ο Ιουλιανός βαπτίζεται Χριστιανός, και χειροτονείται «αναγνώστης», με την αρμοδιότητα να διαβάζει εντός του ναού διάφορες περικοπές της Αγίας Γραφής. Παρά ταύτα, ο Ιουλιανός δεν γνωρίζει καλά την Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη ούτε την βιώνει (κάτι το οποίο φαίνεται και από την ρηχότητα των επιχειρημάτων του κατ’ αυτής), αρχίζει να κρατά απόσταση, ενώ παράλληλα ελκύεται από την διδασκαλία του Λιβάνιου, και εν συνεχεία γίνεται Νεοπλατωνικός. Πνεύμα φιλομαθείας αλλά ταυτόχρονα και δεισιδαίμων (κάτι το οποίο προκύπτει αβίαστα από σημεία των επιστολών του), άνθρωπος που θέλει να παρουσιάζεται ως ανεξίθρησκος αλλά ταυτόχρονα με μίσος κατά της Χριστιανικής διδασκαλίας, αντιφατικός μέσα στον λαβύρινθο της ψυχής του, αφήνει το στίγμα του μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. Σε αυτήν την σειρά αναρτήσεων «Ιουλιανός ο Αποστάτης», θα απαντήσουμε στις ενστάσεις που προβάλει ο Ιουλιανός, οι οποίες παράλληλα είναι ενστάσεις που επαναλαμβάνουν και σήμερα ορισμένοι. Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο Ιουλιανός δεν πρωτοτυπεί στα επιχειρήματά του, αλλά επαναλαμβάνει τον Πορφύριο του 3ου αιώνα και τον Κέλσο του 2ου. Στο σημερινό, θα δούμε το αν ο Θεός απαγόρευσε την γνώση στον στον άνθρωπο.
Γράφει ο Ιουλιανός στο έργο του «Κατά Γαλιλαίων Λόγος Α’»:
«Το σπουδαιότερο είναι ότι ο θεός απαγόρευσε στον άνθρωπο να γευτεί τη φρόνηση, από την οποία πιο πολύτιμο δε θα μπορούσε να υπάρχει για τον άνθρωπο. Διότι είναι βέβαια φανερό ακόμη και στους ανόητους ότι η διάκριση του καλού από το χειρότερο είναι έργο της φρόνησης· επομένως το φίδι είναι περισσότερο ευεργέτης και όχι καταστροφέας του ανθρωπίνου γένους. Για τους  λόγους αυτούς ο θεός πρέπει να χαρακτηρίζεται φθονερός. Διότι, όταν είδε ότι ο άνθρωπος μετέχει στην φρόνηση, για να μην απολαύσει, λέει, το ξύλο της ζωής, τον έδιωξε από τον παράδεισο λέγοντάς του κατηγορηματικά· ‘’Ιδού, Αδάμ γέγονεν ως εις εξ ημών του γινώσκειν καλόν και πονηρόν. Και νυν μήποτε εκτείνη την χείρα και λάβη από του ξύλου της ζωής και φάγη και ζήσεται εις τον αιώνα’’» [1]
Ας δούμε πρώτα το επίμαχο απόσπασμα: «Και εφύτευσε Κύριος ο Θεός παράδεισον εν τη Εδέμ κατά ανατολάς και έθεσεν εκεί τον άνθρωπον, τον οποίον έπλασε. Και Κύριος ο Θεός έκαμε να βλαστήση εκ της γης παν δένδρον ώραίον εις την όρασιν και καλόν εις την γεύσιν· και το ξύλον της ζωής εν μέσω του παραδείσου και το ξύλον της γνώσεως του καλού και του κακού [..] Προσέταξε δε Κύριος ο Θεός εις τον Αδάμ λέγων, Από παντός δένδρου του παραδείσου ελευθέρως θέλεις τρώγει, από δε του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού δεν θέλεις φάγει απ’ αυτού· διότι καθ’ ην ημέραν φάγης απ’ αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει» (Γένεση, 2:8-9. 16-17).
Όπως παρατηρούμε από την αφήγηση του Μωυσή, τόσο το «δέντρο» της ζωής, όσο και το «δέντρο» της γνώσης του κακού και του καλού, ο Θεός έκανε ώστε να βλαστήσει. Αυτό σημαίνει, ότι το «δέντρο της γνώσης» είναι δημιούργημα του Θεού, συνεπώς δεν είναι κακό η γνώση, διότι ο Θεός δεν δημιουργεί κανένα κακό. Όμως, λέει στον Αδάμ να μην φάει από αυτό το «δέντρο». Σύμφωνα με την διδασκαλία της Εκκλησίας, αυτή η εντολή είχε προσωρινό χαρακτήρα. Δεν ήταν ακόμη ώριμος πνευματικά ο Αδάμ για να γευθεί τον καρπό του. Όταν θα ωρίμαζε, τότε ο Θεός θα έδινε σε αυτόν και την Εύα.
Ο άνθρωπος πλάστηκε δεκτικός (βάση της προαιρέσεώς του) και με την προοπτική να γίνει τέλειος (τελειοποιημένος πνευματικά), αφού ομοιώνονταν κατά χάρη με τον Θεό, δια των ακτίστων ενεργειών του Θεού και δια της υπακοής. Ο Θεόφιλος Αντιοχείας, στο δεύτερο βιβλίο «Προς Αυτόλυκον», αναφέρει:
«Θεις δε ο θεός τον άνθρωπον, καθώς προειρήκαμεν, εν τω παραδείσω εις το εργάζεσθαι και φυλάσσειν αυτόν, ενετείλατο αυτώ από πάντων των καρπών εσθίειν, δηλονότι και από του της ζωής, μόνου δε εκ του ξύλου του της γνώσεως ενετείλατο αυτώ μη γεύσασθαι.Μετέθηκεν δε αυτόν ο θεός εκ της γης, εξ ης εγεγόνει, εις τον παράδεισον,διδούς αυτώ αφορμήν προκοπής, όπως αυξάνων και τέλειος γενόμενος, έτι δε και θεός αναδειχθείς, ούτως και εις ουρανόν αναβή [..]» [2].
Η είσοδος του Αδάμ στον επίγειο παράδεισο της Εδέμ, είχε σκοπό παιδαγωγικό, και «αφορμή προκοπής», ώστε να αυξηθεί και να γίνει τέλειος.
Συνεπώς, το κακό δεν βρίσκονταν στο «δέντρο» αυτό, αλλά στην ανυπακοή. Σχολιάζει πάλι ο Θεόφιλος Αντιοχείας·
«Το μεν ξύλον το της γνώσεως αυτό μεν καλόν και ο καρπός αυτού καλός. Ου γαρ, ως οίονται τινές, θάνατον είχεν το ξύλον, αλλ’ η παρακοή. Ου γαρ τι έτερον ην εν τω καρπώ η μόνον γνώσις. Η δε γνώσις καλή, επάν αυτή οικείως τις χρήσηται. Τη δε ούση ηλικία όδε Αδάμ έτη νήπιος ην· διό ούπω ηδύνατο την γνώσιν κατ’ αξίαν χωρείν. Και γαρ νυν, επάν γενηθή παιδίον, ουκ ήδη δύναται άρτον εσθίειν, αλλά πρώτον γάλακτι ανατρέφεται, έπειτα κατά πρόσβασιν της ηλικίας και επί την στερεάν τροφήν έρχεται. Ούτως αν γεγόνει και τω Αδάμ. Διό ουχ ως φθονών αυτώ ο θεός, ως οίονται τινές, εκέλευσεν μη εσθίειν από της γνώσεως. Έτι μην και εβούλετο δοκιμάσαι αυτόν, ει υπήκοος γίνεται τη εντολή αυτού [..] Ούτως και τω πρωτοπλάστω η παρακοή περιεποιήσατο εκβληθήναι αυτόν εκ του παραδείσου· ου μέντοι γε ως κακού τι έχοντος του ξύλου της γνώσεως, δια δε της παρακοής ο άνθρωπος εξήντλησεν πόνον, οδύνην, λύπην, και το τέλος υπό θάνατον έπεσεν. Και τούτο δε ο θεός μεγάλην ευεργεσίαν παρέσχεν τω ανθρώπω, το μη διαμείναι αυτόν εις τον αιώνα εν τη αμαρτία όντα» [3].
Ο διάβολος δια του όφεως, όχι μόνο δεν ήταν ευεργέτης του ανθρώπου, αλλά αντιθέτως, στάθηκε αφορμή της πτώσης του, εφόσον ο Αδάμ και η Εύα (με την θέλησή τους σαφώς), δέχτηκαν την εισήγηση του εχθρού, ότι δήθεν θα έφταναν στην κατά χάρη θέωση όχι μένοντας και υπακούοντας σε αυτό που τους είπε ο Δημιουργός, αλλά ακούγοντας αυτόν που τους σύστησε την αυτό- θέωση.
Γράφει σχετικά ο π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος: «Ο όφις έβαλε πονηρό λογισμό στην Εύα, ότι μπορούσε να φθάσει στο ‘’καθ’ ομοίωση’’ και στην ‘’γνώση’’, όχι ακολουθώντας το δρόμο του Θεού, αλλά απορρίπτοντας το Θείο θέλημα και υψώνοντας το προσωπικό θέλημα πάνω από την βούληση του Θεού [..] ήταν πράξη εγωιστική, τροφή που η βρώση της ήταν καταδικασμένη να είναι κοινωνία μόνο με τον εαυτό του ανθρώπου, όχι με τον Θεό» [4].
Και για να μην μείνει το κακό αθάνατο, για αυτό ο Θεός επιτρέπει τον θάνατο «προς καιρόν». Επιτρέπει και παραχωρεί προς ευεργεσία. Δεν τον έφτιαξε ο θεός τον θάνατο. Είναι σαφές αυτό στην Αγία Γραφή: «ο Θεός έκτισε τον άνθρωπον επ’ αφθαρσία και εικόνα της ιδίας ιδιότητος εποίησεν αυτόν· φθόνω δε διαβόλου θάνατος εισήλθεν εις τον κόσμον» (Σοφία Σολομώντος 2: 23-24). «Ότι ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν, ουδέ τέρπεται επ’ απωλεία ζώντων. Έκτισε γαρ εις το είναι τα πάντα, και σωτήριοι αι γενέσεις του κόσμου» (Σοφία Σολομώντος 1:13-14).
Ομοίως και το κακό, το οποίο δεν έχει ουσία και υπόσταση, αλλά βρίσκεται στην προαίρεση και είναι έλλειψη.
Ενδιαφέροντα είναι τα σχόλια και του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου·
«Εις αυτά ανήκε το δέντρο της γνώσεως, το οποίο ούτε φυτεύτηκε από την αρχή με κακό σκοπό, ούτε απαγορεύτηκε από φθόνο –ας μη φθάσουν μέχρι εκεί οι γλώσσες των εχθρών του Θεού, και ας μην μιμηθούν τον όφιν. Αλλά ήταν μεν καλό εάν το δοκίμαζε κανείς στον κατάλληλο καιρό, διότι το δέντρο, κατά την άποψή μου, ήταν η θέα του Θεού, την οποία μπορούσαν να πλησιάσουν χωρίς να κινδυνεύουν μόνο εκείνοι οι οποίοι είχαν τελειοποιηθεί με την άσκηση, αλλά δεν ήταν καλό για τους αδοκίμαστους ακόμη και τους πιο λαίμαργους ως προς την επιθυμία, όπως η σκληρή τροφή δεν είναι ωφέλιμη για εκείνους οι οποίοι είναι ακόμα αδύνατοι και έχουν ανάγκη από γάλα» [5].
«Μας παραδόθηκε ο παράδεισος για να τρυφήσουμε. Λάβαμε την εντολή, για να δοξασθούμε αφού την φυλάξουμε, όχι επειδή αγνοούσε ο Θεός εκείνο το οποίο θα γίνονταν, αλλά επειδή ήθελε να μας παραχωρήσει το αυτεξούσιο. Έχουμε εξαπατηθεί, επειδή μας φθόνησαν. Έχουμε πέσει, επειδή έχουμε παραβεί την εντολή, έχουμε αναγκασθεί σε νηστεία επειδή δεν νηστεύσαμε και μας κατανίκησε η επιθυμία της γεύσεως του καρπού του δέντρου της γνώσεως. Διότι η εντολή ήταν παλαιά και σύγχρονος με μας, ένα μέσο διαπαιδαγωγήσεως της ψυχής και σωφρονισμού από τις απολαύσεις.Την λάβαμε εύλογα για να την απολαύσουμε, αφού την τηρήσουμε [..]» [6].
Ο Θεός διόρθωσε το λάθος του ανθρώπου και ξανά έδωσε στον άνθρωπο την δυνατότητα να φτάσει στην κατά χάρη ομοίωση, γινόμενος άνθρωπος (θεάνθρωπος) το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, ο Θεός Λόγος. Για αυτό, η σωτηρία δεν έχει νομικό χαρακτήρα (όπως και η πτώση που δεν έχει νομικό χαρακτήρα), αλλά καθαρά οντολογικό. Σώζεται ο άνθρωπος από την φθορά και τον θάνατο. Η σωτηρία έγινε, εφόσον η ανθρώπινη φύση στο πρόσωπο του θεανθρώπου Χριστού, νίκησε τον διάβολο και την αιχμαλωσία της πτώσεως. Ένα μόνο μένει, που εναπόκειται στον άνθρωπο· η θεραπεία της θελήσεώς του. 
Πηγές
[1] Άπαντα Ιουλιανού, εκδόσεις Ζήτρος, τόμος 3, μετάφραση Θ. Μαυρόπουλου, σελ. 173
[2] ΒΕΠΕΣ 5, σελ. 38
[3] ΒΕΠΕΣ 5, σελ. 38-39
[4] Η Ορθοδοξία μας, σελ. 113
[5] ΕΠΕ 5, σελ. 55
[6] ΕΠΕ 5, σελ. 231

Αφήστε μια απάντηση