Ήταν και είναι μια αναγνωστική σταθερά. Τα βιβλία των Ρώσων κλασικών γοήτευσαν και εξακολουθούν να γοητεύουν όσους αγαπούν τη λογοτεχνία. Στο ελληνικό κοινό έγιναν ευρέως γνωστά όταν ο Κώστας Γκοβόστης, από τη δεκαετία του ?30 ακόμα, κυκλοφόρησε βιβλία των Ρώσων κλασικών, με την υπογραφή της Αθηνάς Σαραντίδη, που μετάφραζε κατευθείαν από τα ρωσικά. Ακολούθησαν οι μεταφράσεις του Αρη Αλεξάνδρου (επίσης από τα ρωσικά), που έμειναν για πολλά χρόνια κλασικές και εμβληματικές.Το τελευταίο διάστημα έχουν πυκνώσει πάλι οι μεταφραστές ρωσικών έργων, κλασικών, αλλά και νεότερων, συγγραφέων. Νέοι μεταφραστές καταπιάνονται πάλι με τα μεγάλα έργα των Ρώσων κλασικών, ενώ βλέπουν το φως και βιβλία άλλων συγγραφέων, εξίσου σημαντικών, που όμως ήταν αμετάφραστοι στην Ελλάδα, ή νεότερων, που καταγράφουν τις μεταβολές της ρωσικής κοινωνίας μετά το 1989.Η «Κ» μίλησε με τρεις μεταφραστές, που ανανεώνουν το ενδιαφέρον για τα ρωσικά γράμματα: την Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, την Ελένη Μπακοπούλου και τον Δημήτρη Τριανταφυλλίδη. Μας μίλησαν για τις διαδρομές τους στα ρωσικά κείμενα και μας έδωσαν τις ερμηνείες τους για τη νέα άνθηση της ρωσικής λογοτεχνίας.
Δημήτρης Τριανταφυλλίδης
Με τη μετάφραση υποχωρεί το εγώ και γίνεσαι καλύτερος
Ο Δημήτρης Τριανταφυλλίδης σπούδασε Φιλοσοφία στη Μόσχα και από τότε, φοιτητής ακόμα, ξεκίνησε να μεταφράζει. Και δεν έχει σταματήσει. Τα τελευταία χρόνια δουλεύει ως δημοσιογράφος στον δημοτικό ραδιοσταθμό 104,4. Ζει στο Μεταξουργείο και είναι άνθρωπος εξωστρεφής και πληθωρικός: «Σε δύο ανθρώπους πρέπει να σκύψουμε ευλαβικά το γόνυ: στον Αρη Αλεξάνδρου και στον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο. Αυτοί μας έμαθαν να διαβάζουμε και ν? αγαπάμε τη ρωσική λογοτεχνία». Αλλά αναγνωρίζει και τον ρόλο των σύγχρονων, του Σπύρου Τσακνιά, της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου, της Ελένης Μπακοπούλου, της Σταυρούλας Αργυροπούλου, για τη γνωριμία του Ελληνα αναγνώστη με Ρώσους συγγραφείς.Μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί περίπου 40 μεταφράσεις του και έχει στο συρτάρι άλλα 20 βιβλία. «Η μετάφραση σου δίνει τη δυνατότητα να υποχωρείς από το εγώ σου, να μπορείς να δεις από απόσταση τον εαυτό σου και να τον κάνεις καλύτερο», λέει και αισθάνεται τυχερός ως μεταφραστής γιατί προτείνει ο ίδιος βιβλία στους εκδότες. Το μόνο επί παραγγελία βιβλίο που μετέφρασε είναι το «Μια μέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς» του Σολτζενίτσιν, που θα κυκλοφορήσει σύντομα από τον «Πάπυρο». Ομολογεί ότι μπορεί να αισθάνεται δέος με κάποιους συγγραφείς ή με κάποια βιβλία αλλά θέλει πολύ να τα μεταφράσει. Οπως την «Πετρούπολη» του Αντρέι Μπέλι, «το οποίο ο Ναμπόκωφ χαρακτήρισε το μανιφέστο του μοντερνισμού. Το παιδεύω τέσσερα χρόνια. Είναι ένα βιβλίο χιλίων σελίδων και έχει χίλιες υποσημειώσεις». Οσο για το μόνο βιβλίο που έχει ζηλέψει και θα ήθελε πολύ να το έχει μεταφράσει είναι «Τα προβλήματα της ποιητικής» του Μπαχτίν (μετ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδ. Πόλις). Μέσα στο 2009 θα κυκλοφορήσουν 15 ακόμα μεταφράσεις του, από τις εκδόσεις Scripta, Καστανιώτης, Αρμός. Ανάμεσά τους κείμενα των Αχμάτοβα, Στβετάγιεβα, Πάστερνακ, Πλατώνωφ, Αντρέι Μπέλι, Μαντελστάμ, Πάβελ Φλορένσκι, Σαλάμωφ, Μπερντιάγιεφ. Από φέτος διδάσκει στο ΕΚΕΜΕΛ λογοτεχνική μετάφραση από τα ρωσικά.
Ελένη Μπακοπούλου
Τα ρώσικα βιβλία είναι λίγο μόδα
Η Ελένη Μπακοπούλου σπούδασε, στην τότε Σοβιετική Ενωση, Ιστορία και έκανε μεταπτυχιακά στη Γαλλία. Τα τελευταία χρόνια δουλεύει ως συντονίστρια ύλης στην εφημερίδα Athens Voice. Είναι άνθρωπος χαμηλών τόνων. Ζει εδώ και 25 χρόνια στο κέντρο της Αθήνας και εκεί συναντηθήκαμε. «Τα ρώσικα βιβλία είναι λίγο μόδα. Πριν από δέκα χρόνια ήταν δύσκολο να βρεις εκδότη που να θέλει να βγάλει ρώσικα βιβλία. Πολλά από τα βιβλία που τώρα εκδίδονται στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στη Γαλλία κυρίως, έχουν κυκλοφορήσει εδώ και 10-15 χρόνια. Είναι η γενιά των Ρώσων συγγραφέων μετά την πτώση του καθεστώτος. Πολλά από αυτά τα βιβλία είναι διαμάντια. Οι νέοι Ρώσοι συγγραφείς γράφουν πατώντας στη μεγάλη τους παράδοση, χωρίς να μένουν εκεί. Νομίζω ότι ξαναγυρνάμε στους κλασικούς, επειδή γνωρίσαμε τους νεότερους Ρώσους συγγραφείς».Η Ελένη Μπακοπούλου έχει μεταφράσει περίπου 25-30 βιβλία, κυρίως από τα ρώσικα και ελάχιστα από τα γαλλικά. Ασφαλώς και πιστεύει ότι υπάρχει η ανάγκη της ανανέωσης των μεταφράσεων «γιατί η γλώσσα αλλάζει». Παρ? όλα αυτά η επανέκδοση των μεγάλων ρωσικών μυθιστορημάτων δεν ήταν δική της πρωτοβουλία, αλλά του εκδότη της «Ινδίκτου», Μανώλη Βελιτζανίδη. Και φυσικά όταν μεταφράζει συμβουλεύεται τις προϋπάρχουσες μεταφράσεις των ίδιων έργων.Στη μετάφραση βρίσκει χαρά και της αρέσει πάρα πολύ. «Είναι το ?χόμπι? μου. Γιατί βοηθάει σε μια ανάγνωση. Είμαι μεσάζων. Είναι μια δημιουργία, όχι αυτή του συγγραφέα βέβαια». Μια δημιουργία που θέλει αυτοσυγκέντρωση και αφοσίωση, και συχνά θα ήθελε να μπορεί να δουλεύει απερίσπαστα. Υπάρχουν πολλά βιβλία που ονειρεύεται να μεταφράσει. Κυρίως την αγαπημένη της περίοδο, τους φουτουριστές. «Την έχω μελετήσει αρκετά, μ? ενδιαφέρει πολύ, αλλά κάποιοι είναι αμετάφραστοι. Ολοι είχαν ζήσει μαγικές ζωές. Ηταν ζωές που θα ήθελα να ζήσω κι εγώ και όλοι μας. Οι φουτουριστές είχαν οραματιστεί πράγματα που είναι πιο μπροστά και από την εποχή μας. Οραματίστηκαν, έφαγαν τα μούτρα τους, αλλά έζησαν έντονα και γεμάτα».Με τον μόνο που δεν θέλει να καταπιαστεί είναι ο Πούσκιν. «Δεν τον έχω μεταφράσει και δεν θέλω να το κάνω. Γιατί η ποίηση θέλει άλλη αφοσίωση. Απόλυτη». Αυτή την περίοδο μεταφράζει τις «Ιστορίες της Κολιμά» του Βλ. Σαλάμωφ, που πέρασε 20 χρόνια στα γκουλάνγκ, για την «Ινδικτο», ενώ για τις εκδόσεις «Τόπος» ετοιμάζει το «Τι να κάνουμε;» του Τσερνισέφσκι.
Αλεξάνδρα Ιωαννίδου
Ηθελημένη παράλειψη στην ελληνική βιβλιογραφία
Η Αλεξάνδρα Ιωαννίδου είναι η μόνη που δεν σπούδασε στη Ρωσία. Εμαθε ρωσικά στο Λύκειο από χόμπι, και ενώ είχε περάσει στο Αρχαιολογικό, πήγε στη Γερμανία και έκανε Σλαβικές Σπουδές. Δεν μεταφράζει μόνο, αλλά διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, στη Σχολή Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών. Θεωρεί αυτή την έκρηξη ευτύχημα, «γιατί υπάρχει ένα μεγάλο κενό και μία παράλειψη στην ελληνική βιβλιογραφία, ηθελημένη. Τους αντιφρονούντες συγγραφείς τούς αφήσαμε εκτός. Στην Ελλάδα έφταναν συγγραφείς που ακολουθούσαν τις επιλογές του ρωσικού καθεστώτος, δηλαδή οι νομιμόφρονες ή οι κλασικοί. Υπάρχουν τόσα πολλά καλά βιβλία που δεν έχουν μεταφραστεί. Εκτός από τον Σολτζενίτσιν υπάρχει κι ένας Σαλάμωφ που δεν τον ξέρουμε. Και δέκα άνθρωποι συγχρόνως να μεταφράζουν ασταμάτητα ρωσικά και πάλι δεν θα προλάβουμε».Μεταφράζει κυρίως νεότερους Ρώσους (Μακάνιν, Πελέβιν, Ουλίτσκαγια) στις εκδόσεις «Καστανιώτης», αλλά την ενδιαφέρουν πολύ οι νεότεροι κλασικοί, αυτοί που δεν γνωρίζουμε. «Αυτό που μ? ενδιαφέρει στην προβληματική αυτών των συγγραφέων είναι η σχέση του κράτους με τη διανόηση. Νομίζω είναι κάτι διαχρονικό κι έχει να πει πολλά για το τι κάνεις, πώς αντιστέκεσαι σ? ένα κράτος. Το να γράφεις για το συρτάρι, όπως έκαναν εκείνοι, γνωρίζοντας ότι δεν θα τα δημοσιεύσουν ποτέ, το θεωρώ ηρωικό. Αν το έπαιρναν στα σαμιζντάτ, εκείνα τα παράνομα φυλλάδια, που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι, έχει καλώς. Αλλιώς στο συρτάρι. Το θεωρώ απίστευτη αντίσταση. Ταυτοχρόνως, είναι σελίδες αληθινής, καταπληκτικής λογοτεχνίας». Πιστεύει ότι οι Ρώσοι έχουν τεράστια παράδοση στη λογοτεχνία. «Αν πεις δυο στίχους από οποιονδήποτε ποιητή, μπορεί οποιοσδήποτε να συνεχίσει ν? απαγγέλλει το ποίημα». Γιατί οι Ρώσοι κλασικοί έχουν πάντα αναγνώστες; «Τα κλασικά βάζουν συγκεκριμένα ερωτήματα που είναι πάντα σύγχρονα. Είναι βαθιά φιλοσοφημένοι συγγραφείς». Πηγή :http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_21/12/2008_296523
Υποβλήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου, 2008 στις 7:29 μμ και βρίσκεται κάτω από ΒΙΒΛΙΑ.
.
Μπορείς να παρακολουθείς τα σχόλια για το άρθρο χρησιμοποιώντας RSS 2.0 τροφοδότης (feed).
Μπορείς να πας στο τέλος και να αφήσεις σχόλιο. Το Pinging προσωρινά δεν επιτρέπεται.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.