Για την πατρίδα
Συγγραφέας: kantonopou στις 8 Νοεμβρίου, 2013
που τα `ντυσε με φύλλα η καρδιά και τ’ άφησε ν’ ανθίζουν μες την πέτρα
Δεν έκανα ταξίδια μακρινά, οι άνθρωποι που αγάπησα ήταν δάση
οι φίλοι μου φεγγάρια ήταν, νησιά που δίψασε η καρδιά μου να τα ψάξει
Το πιο μακρύ ταξίδι μου εσύ η νύχτα, εσύ το όνειρο της μέρας,
μικρή πατρίδα, σώμα μου κι αρχή, η γη μου εσύ, ανάσα μου κι αέρας
Δεν έκανα ταξίδια μακρινά, ταξίδεψε η καρδιά κι αυτό μου φτάνει
σε όνειρα, σ’ αισθήματα υγρά, τον μυστικό τον κόσμο ν’ ανασάνει
Το πιο μακρύ ταξίδι μου εσύ η νύχτα, εσύ το όνειρο της μέρας,
μικρή πατρίδα, σώμα μου κι αρχή, η γη μου εσύ, ανάσα μου κι αέρας
Δεν έκανα ταξίδια μακρινά: Η έννοια της πατρίδας έχει περάσει από πολλά στάδια κατά την εξέλιξη της ζωής μας. Τα τελευταία χρόνια ήταν περιφρονημένη. Όταν γινόταν λόγος γι’ αυτήν, θεωρούνταν κακό. Ταυτιζόταν με την υπερηφάνεια για το παρελθόν, για τα σύνορα που χωρίζουν τους ανθρώπους, για την ιστορία που μας κάνει να θυμόμαστε τις περήφανες στιγμές μας και να λησμονούμε τα λάθη και τα πάθη μας, ενώ όποιος θεωρούσε τον εαυτό του πατριώτη, ταυτιζόταν με εκείνους που μισούσαν τους άλλους λαούς, που θέλανε τον πόλεμο και όχι την ειρήνη. Η πατρίδα δεν ήταν η προτεραιότητα, αλλά ο εαυτός μας. Γνώμονας του κόσμου το «εγώ». Η πατρίδα ταυτίστηκε με το κράτος. Και το κράτος, κατά την θεώρηση που επικράτησε, υπήρχε κι υπάρχει για να υπηρετεί τους ανθρώπους, οι οποίοι είναι πολίτες ή υπήκοοί του, όχι όμως μέλη του, που μπορούμε να είμαστε περήφανοι και χαρούμενοι γι’ αυτό. Γι’ αυτό και ο πατριωτισμός θεωρήθηκε ξεπερασμένη αντίληψη. Το τραγούδι ξεκινά με την έννοια της πατρίδας ως τόπου και όχι ως κράτους. Δεν είναι όμως μία τυπική γεωγραφική έκταση, στην οποία κανείς κάνει ταξίδια μακρινά. Έχει ρίζες, έχει δέντρα. Πατρίδα είναι η ιστορία στο βάθος του χρόνου. Είναι οι παραδόσεις και οι αξίες. Τα ήθη και τα έθιμα. Κυρίως όμως αυτό που κάνει την καρδιά κάποιου να νιώθει ότι είναι συνέχεια ενός ιστορικού παρελθόντος. Η παράδοση ντύνεται με φύλλα, όχι μόνο για να σκεπάζεται και να προστατεύεται από τη φθορά, αλλά γιατί τα φύλλα έχουν ομορφιά. Την ίδια στιγμή τα φύλλα κρύβουν τη γύμνια που οι ιστορικές συνθήκες κάποτε φέρνουν, αν οι άνθρωποι που είμαστε μέλη της πατρίδας ξεχνάμε ότι μπορούμε να βγάλουμε καρπούς και παραδιδόμαστε στο χειμώνα της απουσίας αξιών, στο χειμώνα του πατρίδας που γίνεται κράτος. Κι όλα αυτά μέσα στην πέτρα. Η πατρίδα μας δεν έχει πολύ νερό. Πετυχαίνει όμως να ανθίσει ακόμη και μέσα στην πέτρα. Κάνει και ζει το θαύμα να ξεπερνά τις εξωτερικές συνθήκες, όπως φάνηκε και στα αρχαία χρόνια με τους Περσικούς πολέμους και την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αλλά και στους νεώτερους χρόνους με το 1821 και το 1940, οπότε και άνθισε μέσα στην πέτρα των λιγοστών δυνάμεων, της δύναμης και της επίθεσης των εχθρών μας. Γι’ αυτό δε χρειάζεται κάποιος να ταξιδεύει απ’ άκρου εις άκρον της Ελλάδας, της πατρίδας για να την συναντήσει. Αν πιστεύει σ’ αυτήν, την βρίσκει στην καρδιά του.
Οι άνθρωποι που αγάπησα ήταν δάση: η πατρίδα είναι οι άνθρωποι και το τοπίο, η ομορφιά που φαίνεται σ’ αυτό. Είναι τα δάση, οι φεγγαράδες, τα νησιά που σε κάνουν να νιώθεις οικείος. Σου ξυπνάνε ένα αίσθημα διαφορετικότητας. Ότι είναι ξεχωριστά. Και η πατρίδα μας έχει μοναδικές τέτοιες ομορφιές. Προικίστηκε από το Θεό με ένα περιβάλλον που πολλοί έρχονται να αποθαυμάσουν. Και ζούμε οι άνθρωποι μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον και καλούμαστε να μοιραστούμε την ομορφιά του, να την αφήσουμε να μας εμπνεύσει. Αν αυτό δεν συμβαίνει πάντοτε, ιδίως ανάμεσα στους νέους, είναι γιατί ταυτίσαμε και πάλι την πατρίδα με το κράτος. Νιώθουμε ότι ένας απρόσωπος μηχανισμός πρέπει να προστατεύει κι εμείς έχουμε δικαίωμα να καταστρέφουμε όχι μόνο με την μόλυνση, αλλά και με το χτίσιμο χωρίς σεβασμό στην ιστορία, την παράδοση και την ομορφιά του τοπίου, γενικότερα με το να μην αισθανόμαστε οργανικά μέλη του τοπίου. Όμως μέσα σ’ αυτό είναι οι φίλοι μας και γινόμαστε φίλοι. Καλούμαστε λοιπόν να αγαπήσουμε τον τόπο μας, αφήνοντας την καρδιά μας να ψάξει τις ομορφιές του, βρίσκοντας έναν σεβασμό που αποτελεί το ελάχιστο στον τόπο και την ιστορία του.
νύχτα, όνειρο της μέρας, μικρή πατρίδα, σώμα μου κι αρχή, η γη, ανάσα, αέρας: το αληθινό ταξίδι που γίνεται μακρινό είναι μέσα στην μικρή πατρίδα της καθημερινότητάς μας. Τη νύχτα και τη μέρα της. Τον ίδιο μας τον εαυτό. Την ανάσα μας. Τον αέρα που μυρίζουμε και γευόμαστε. Και η πατρίδα είναι οι άνθρωποι με τους οποίους συναναστρεφόμαστε. Αυτοί που αγαπάμε. Είναι ο εαυτός μας. Είναι ο τόπος και το τοπίο μας. Είναι οι ιστορίες και οι παραδόσεις μας. Αν δεν ξεκινήσουμε από την μικρή πατρίδα μας, τότε είναι αδύνατον να κατανοήσουμε την αξία της μεγάλης. Συνήθως στο σχολείο μαθαίνουμε για την ιστορία της Ελλάδας και αδιαφορούμε όχι μόνο για την ιστορία του τόπου στον οποίο ζούμε, αλλά και για την ίδια μας την καθημερινότητα. Φορτωνόμαστε γνώσεις για το ένδοξό μας παρελθόν, κάτι που είναι βεβαίως απαραίτητο, αλλά ξεχνούμε ότι οι γνώσεις δεν έχουν ουσιαστικά καμία χρησιμότητα αν δεν προσπαθήσουμε να τις ζήσουμε στο σήμερα, να τις μεταφράσουμε ο καθένας μας στις μικρές πατρίδες του.
ταξίδεψε η καρδιά κι αυτό μου φτάνει: στην ελληνορθόδοξη παράδοσή μας το κέντρο του ανθρώπου δεν είναι το μυαλό, ο νους, παρότι ουδόλως περιφρονείται και συνεχώς καλλιεργείται (γιατί το μυαλό και η καρδιά αποτελούν τον ένα, τον συνολικό άνθρωπο). Κέντρο της ύπαρξης είναι η καρδιά, όχι μόνο λόγω των συναισθημάτων και των επιθυμιών που καθορίζουν την πορεία μας και τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο, αλλά και γιατί σ’ αυτήν κατοικεί ο Θεός και την φωτίζει το Άγιο Πνεύμα. Η καρδιά μας κάνει να ταξιδεύουμε«ολόθυμα», από όλη μας την ύπαρξη, χωρίς αμφιβολίες και ερωτηματικά. Η καρδιά μας δίνει ενθουσιασμό. Την ίδια στιγμή η καρδιά μας κάνει να αγωνιζόμαστε για την αρετή, να νικούμε πάθη και κακίες. Η καρδιά είναι αυτή που μπορεί να μας οδηγήσει στη γενναιότητα, το θάρρος, την αγωνιστικότητα, αλλά και τη συγχωρητικότητα. Την ίδια στιγμή η ακαλλιέργητη καρδιά μας σπρώχνει στη δειλία, στο φόβο, την κακία, την τεμπελιά, την αμαρτία. Γι’ αυτό χαρακτηριστικό του Έλληνα ήταν ο συνδυασμός νου και καρδιάς, τόσο στους αρχαίους χρόνους, όπου ο νους είχε προτεραιότητα στους φιλοσόφους, ενώ η καρδιά στους καθημερινούς ανθρώπους, όσο και στα χρόνια του Βυζαντίου, όπου η καρδιά πρυτάνευε τόσο στους μορφωμένους που ήταν οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι Άγιοι, όσο και στους καθημερινούς ανθρώπους, οι οποίοι κράτησαν ζωντανή μια αυτοκρατορία σχεδόν 1100 χρόνια, χωρίς όμως ο νους να τίθεται στο περιθώριο. Η καρδιά είχε να κάνει με την χριστιανική πίστη και το κράτος ερχόταν να στηριχτεί στην πίστη για να παραμείνει ζωντανό και δυνατό. Στη συνέχεια έχουμε την παράλληλη παρουσία αυτών των χαρακτηριστικών, τα οποία λειτουργούν ισορροπημένα χωρίς να υπάρχει κράτος. Οι μορφωμένοι όμως θα διαλέγουν το νου, το μυαλό, ενώ ο απλός κόσμος θα πορεύεται με την καρδιά. Όταν μπορούμε να ισορροπήσουμε ανάμεσα στα δύο, τότε έχουμε δυνατότητες τα ταξίδια μας να είναι ουσιαστικά. Σήμερα επικράτησε ο νους των μορφωμένων, αλλά νους χωρίς καρδιά δεν μπορεί να σταθεί και να χτίσει κοινωνία. Μόνο που η καρδιά χρειάζεται να αγωνίζεται να είναι καθαρή και να έχει πίστη, γιατί αλλιώς είναι έρμαιο του πολιτισμού μας, ο οποίος θεοποίησε το μυαλό του ανθρώπου και παρέδωσε την καρδιά του στην αμαρτία και τη διαφθορά.
όνειρα, υγρά αισθήματα, ανάσα του μυστικού κόσμου: η καρδιά ξεκινά και πάλι από την μικρή πατρίδα της καθημερινότητάς μας. Από τα όνειρα για πρόοδο τα οποία καλούμαστε να κάνουμε και να μην συμβιβαζόμαστε σε ό,τι μας παρουσιάζουν ότι μας επιτρέπουν να ονειρευτούμε (πραγματικότητα της απογοήτευσης και τεχνητή-εικονική πραγματικότητα των υπολογιστών και της οθόνης). Από τα αισθήματα του έρωτα και της αγάπης που δροσίζουν την ψυχή και το σώμα μας, αλλά και μας καθιστούν ευαίσθητους. Από την δυνατότητα να ανασάνουμε με την δύναμη και τον τρόπο του μυστικού κόσμου. Από την δύναμη να ανακαλύψουμε ποιο είναι το νόημα της ζωής και να πιστέψουμε σ’ αυτό, όπως και στον εαυτό μας αληθινά. Στα αισθήματα, τα όνειρα και τις δυνάμεις που έχουμε, αλλά και υπάρχουν στον κόσμο. Κι εδώ η Εκκλησία αναφέρεται στον μυστικό κόσμο του Θεού που κρύβεται πίσω από κάθε άνθρωπο, πίσω από κάθε πατρίδα και εξαρτάται από εμάς να τον ανακαλύψουμε και να τον καταστήσουμε όχι «μένουσαν πόλιν, αλλά μέλλουσαν», δηλαδή να μη μένουμε μόνο στο σήμερα και στον κόσμο αυτό, αλλά να θυμόμαστε ότι η μόνιμη πατρίδα μας είναι η Βασιλεία του Θεού, η κοινωνία μας μαζί Του. Και από την κοινωνία με το Θεό προχωρούμε και ζούμε την κοινωνία με τον άνθρωπο. Πατρίδα άλλωστε είναι η συνάντηση όλων των ανθρώπων που πιστεύουν σ’ αυτήν. Γι’ αυτό χαρακτηριστικό της πατρίδας είναι το ΕΜΕΙΣ και όχι το ΕΓΩ. Από αυτήν ξεκινώντας οι πρόγονοί μας αγωνίστηκαν και νίκησαν κάτω από δύσκολες συνθήκες, άντεξαν και μας έφτασαν στο σήμερα. Γιατί είχαν πίστη!
Σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, χρειάζεται να ξαναβρούμε το αληθινό νόημα της πατρίδας μας. Δεν πρέπει να την ταυτίζουμε με το κράτος, το οποίο μάλλον θα συνεχίσει να μας πληγώνει. Ήδη πολλοί νέοι σκέπτονται ή έχουν ξεκινήσει να μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Ανεξάρτητα από το αν οι δυνατότητες κάποιων ανθρώπων είναι για παραπέρα, η στάση απογοήτευσης ή περιφρόνησης απέναντι στην πατρίδα δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Κάποιος μπορεί να φύγει, αλλά χρειάζεται μέσα στην καρδιά του να κρατά ζωντανή την αγάπη προς την πατρίδα του και να προσπαθεί να την βοηθήσει όσο γίνεται. Δεν είναι το κράτος το κέντρο της ζωής μας, αλλά η πατρίδα που χρειάζεται την αγάπη μας, ακόμη κι αν δεν είναι όπως τη θέλουμε.
Για να γίνει αυτό αξίζει να θυμηθούμε ότι πατρίδα είναι ο τόπος, η καθημερινότητα, οι παραδόσεις μας, η ιστορία μας. Την ίδια στιγμή είναι και ο συνολικός χώρος στον οποίο ανήκουμε. Είναι ο λαός και η Ιστορία του. Πρωτίστως όμως είναι η πίστη μας, όπως διασώθηκε και διέσωσε τον Ελληνισμό. Είναι το μυαλό και η καρδιά μας. Επειδή όλα αυτά μας ανήκουν και είμαστε εμείς, ας μην ξεχνούμε ότι τελικά η πατρίδα είμαστε και εμείς. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να μισούμε τις πατρίδες των άλλων ή να νομίζουμε ότι όλος ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από εμάς. Κάτι τέτοιο αποτελεί μία καταστροφική νοοτροπία που έχει μέσα της αρρώστια.
Η Εκκλησία δεν απορρίπτει την πατρίδα στο όνομα της Βασιλείας των Ουρανών. Ζητά από τον καθέναν μας να δοξάζει το Θεό που επέτρεψε να ανήκουμε σε κάποια πατρίδα, να την τιμάμε και να την σεβόμαστε. Την ίδια στιγμή ζητά από μας με όπλο την πίστη και την καρδιά που αγωνίζεται να γίνει καθαρή να προσφέρουμε ό,τι μπορούμε και στην πατρίδα και στους συνανθρώπους μας. Και να ξαναβρούμε αρχές και αξίες που μας κράτησαν ζωντανούς στην Ιστορία μας, αλλά και να μη μένουμε μόνο στη γνώση. Αγαπά κάποιος αληθινά την πατρίδα του όταν την συνδυάζει με το ήθος, την αγάπη για τους συνανθρώπους του και την πίστη και όχι όταν λειτουργεί με κριτήριο μόνο τον εαυτούλη του. Όταν νιώθει ότι ταξιδεύοντας στην πατρίδα του συναντά το Θεό στα πρόσωπα των άλλων ανθρώπων και όταν σκέπτεται το συνολικό καλό και όχι μόνο το καλό του εαυτού του. Για να φτάσουμε όμως σ’ αυτό το σημείο, χρειάζεται να ξεκινήσουμε από μέσα μας. Να καταλάβουμε τι είναι για μας η πατρίδα. Δύσκολος δρόμος, αλλά ο μοναδικός που μπορεί να μας βγάλει από την κρίση
ΝΕΑΝΙΚΗ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ-ΛΥΚΕΙΟΥ
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ 4
26.10.2013
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.