kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

π. Δημήτριος Στανιλοάε, Τα είδη των Εικόνων διά μέσου των οποίων αποκαλύπτεται ο Θεός

Συγγραφέας: kantonopou στις 18 Ιουνίου, 2013

π.Δημ.Στανιλοάε

Ο Αγγλικανός θεολόγος Austin Farrer, ο πρώτος στη Δύση που ξανανακάλυψε την σημασία των εικόνων ως μέσων αποκαλύψεως, λέει: «Υπάρχει ένα διαδεδομένο και πάρα πολύ ανόητο δόγμα ότι το σύμβολο προκαλεί συγκίνηση και ο ακριβής πεζός λόγος δηλώνει πραγματικότητα. Τίποτε δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από αυτό από την αλήθεια: ο ακριβής πεζός λόγος αποσπά από την πραγματικότητα, το σύμβολο την παρουσιάζει. Και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, τα σύμβολα έχουν κάτι από την πολυμέρεια της άγριας φύσεως.

Ο σκοπός των συμβόλων είναι να κατανοούνται αμέσως, ο σκοπός της εξηγήσεώς του είναι να αποκαταστήσει και ενδυναμώσει μια τέτοια κατανόηση. Αυτό είναι έργο κάποιας λεπτότητας. Ο συγγραφέας δεν είχε ενσυνείδητα σκεφθεί κάθε έννοια, κάθε διασύνδεση των εικόνων του. Είχαν εργασθεί στη σκέψη του, δεν τα είχε σκεφθεί. Εάν προσπαθήσουμε να τα εκθέσουμε, θα εμφανισθούμε ότι υπερδιανοητικοποιούμε την διαδικασία του μυαλού του, ότι παρουσιάζουμε μία φανταστική γέννηση ως συλλογιστικό κατασκεύασμα. Μία τέτοια παρουσίαση δεν εκθέτει απλώς, καταστρέφει επίσης την πίστη, διότι κανένας δεν μπορεί να πιστεύει στη διαδικασία όταν έτσι παρουσιάζεται.

Κανένα μυαλό, διαπιστώνουμε, δεν θα μπορούσε να σκέπτεται με τέτοια πολυπλοκότητα, χωρίς να καταστρέφει τη ζωή του προϊόντος της σκέψεως… Ας λεχθεί άπαξ διά παντός ότι δεν θα ληφθεί κατά γράμμα ο κανόνας της διανοητικοποιήσεως. Δεν υποκρινόμαστε όταν κάνουμε διάκρισή μεταξύ αυτού που ασυνάρτητα σκέφθηκαν και αυτού που διαισθητικά συνέλαβαν στο μυαλό που διαπέρασε τις εικόνες του με νοημοσύνη και ρίζωσε τις διανοητικές του πράξεις στη φαντασία». Ό,τι λέει ο Farrer εδώ είναι πολύτιμο, αλλά δεν εξηγεί επαρκώς την γέννηση των εικόνων.

Είναι πεποίθησή μας ότι οι εικόνες της αποκαλύψεις παράγονται αναπόφευκτα στο σημείο όπου συναντώνται πνεύμα και ορατή μορφή. Επειδή ο ίδιος ο άνθρωπος Είναι ενσαρκωμένο πνεύμα· δεν μπορεί να συλλαμβάνει και να εκφράζει το πνεύμα σ’ όλη του την καθαρότητα· πρέπει να χρησιμοποιεί την οθόνη της ορατής μορφής. Το ίδιο το ανθρώπινο πνεύμα είναι εκ φύσεως συνηθισμένο σε μια τέτοια οθόνη και είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένο με ολόκληρο τον κόσμο των ορατών μορφών διά μέσου των οποίων γνωρίζει και εκφράζει την δική του γνώση και αντανάκλαση. Ιδιαίτερα η πνευματική πραγματικότητα δεν μπορεί να συλληφθεί και διατυπωθεί όπως είναι αυτή καθ’ εαυτή από τον άνθρωπο που είναι ενσαρκωμένο πνεύμα. Η υλική πραγματικότητα μέσω της οποίας καμία πνευματική παρουσία δεν λάμπει δεν μεταφέρεται από τον άνθρωπο διά μέσου εικόνων αλλά άμεσα ή επιστημονικά. Μόνον όταν καλείται να βοηθήσει να μεταφέρει μία πνευματική πραγματικότητα μία ορατή μορφή λαμβάνει τη λειτουργία της εικόνας.

Η θεία πραγματικότητα, όπως η πνευματική πραγματικότητα par excellence, λόγω της φύσεώς της, δεν μπορεί να κατανοηθεί και να διατυπωθεί στην ακριβή ουσία της. Αυτό συμβαίνει ακριβώς επειδή η κάβε προσέγγιση του ανθρώπου στη θεία πραγματικότητα και κάθε ανθρώπινη επαφή του με αυτήν είναι μία επαφή που γίνεται από αυτόν που αντιλαμβάνεται και εκφράζει το δικό του πνεύμα και κάθε πνευματική πραγματικότητα με μορφές που δανείζονται από τον ορατό υλικό κόσμο. Μόνον μία πλήρως αποφατική θεολογία, δηλαδή μία θεολογία σιωπής, της αρνήσεως κάθε διατυπώσεως για τον Θεό, είναι ελεύθερη από εικόνες.

Αλλά ας εξετάσουμε πρώτα τα είδη των εικόνων που χρησιμοποιούνται στην αποκάλυψη. Στο επίπεδο της αποκαλύψεως υπάρχουν διάφορες κατηγορίες εικόνων. Μερικά είναι οντολογικά, δηλαδή είναι συγκεκριμένες ενότητες που συγκροτήθηκαν από την πραγματική και οριστική ενοίκηση του Αγίου Πνεύματος σε μία ορατή μορφή. Αυτό είναι κάπως ανάλογο με το ανθρώπινο πρόσωπο ή σώμα που είναι εικόνα του πνεύματος που είναι οριστικά ενωμένο με αυτό. Αυτές οι εικόνες είναι τα αποτελέσματα, ορισμένων πράξεων από τις στιγμές αποκαλύψεως. Με αυτήν την έννοια, η πιο πραγματική ζωτική και οντολογική εικόνα του Θεού ήταν το ανθρώπινο στοιχείο του Χριστού, μία εικόνα που ήρθε στην ύπαρξη με την πράξη της ενσαρκώσεως. Η εικόνα, που τόσο τιμάται στην Ορθοδοξία, είναι η καλλιτεχνική μετάδοση αυτής της εικόνας του Θεού, που ο Υιός του Θεού προσέλαβε. Ο Χριστός ως άνθρωπος είναι η ανθρώπινη εικόνα του εαυτού του ως Θεού αφού συγχρόνως είναι ο ίδιος ο Θεός. Η ενσάρκωση δεν είναι μύθος, ούτε υποκειμενικό ανθρώπινο δημιούργημα· έχει πραγματοποιήσει μία πραγματική και οριστική ένωση θείας πνευματικότητας και ορατής ανθρώπινης πραγματικότητας. Δεν έχουμε στον Χριστό την θεία πραγματικότητα πλήρως αποκαλυμμένη, και συνεπώς δεν μπορούμε να την αντιληφθούμε και να την εκφράσουμε στην πληρότητα της άπειρης πολυπλοκότητας και πλούτου της. Αλλά δεν κρύβει πλήρως την θεία πραγματικότητα ούτε η ζωντανή εικόνα, που είναι το ανθρώπινο στοιχείο του· στην πραγματικότητα την αποκαλύπτει μέχρι του σημείου εκείνου που είναι δυνατόν για τους ανθρώπους να την συλλάβουν.

Στην αναστημένη του κατάσταση ο Χριστός ως άνθρωπος είναι ομοίως μία ανθρώπινη εικόνα της θείας ζωής ανίκητης από τον θάνατο, μία εικόνα στην οποία η θεότητα είναι ακόμη περισσότερο διαφανής. Ακόμη και τώρα, ως Θεός, ο αναστημένος Χριστός δεν εγκαταλείπει τον χαρακτήρα του ως εικόνα διότι τότε θα εγκατέλειπε το ίδιο το ανθρώπινό του στοιχείο. Και αυτή η ανθρώπινη εικόνα της θείας ζωής, ανίκητης από τον θάνατο, ήταν που έδειξε στους Αποστόλους.

Κατά τον ίδιο τρόπο η Ανάληψη του Χριστού στους ουρανούς είναι μία εικόνα της εξυψώσεως του αναστημένου ανθρωπίνου στοιχείου στον Χριστό στο επίπεδο της θείας δόξας. Πάλι, ο άνθρωπος δεν μπορεί να συλλάβει ή να εκφράσει αυτό που είναι η θεία δόξα. Οι Απόστολοι την είδαν στην εικόνα του σώματος του Κυρίου που αναλήφθηκε και που έλαμψε πιο λευκό από το χιόνι στο όρος Θαβώρ. Όλα αυτά είναι θεανθρώπινες πραγματικότητες, στάδια αυξανόμενης πνευματοποιήσεως του ανθρώπινου που ελκύεται προς το θείο. Δεν είναι μύθοι, δηλαδή υποκειμενικά δημιουργήματα κενά περιεχομένου.

Μεταδίδουν πραγματικότητες που είναι πέραν από την νόησή μας και συνεπώς πρέπει να προσέχουμε μήπως τις αντιλαμβανόμαστε πάρα πολύ στενά, μήπως τις υποβιβάσουμε στο επίπεδο των αντικειμένων, σ’ αυτό που μπορούμε να δούμε μόνον. Αυτές οι πραγματικότητες έχουν απροσμέτρητα πνευματικά βάθη και όμως τα βάθη τους τα εκφράζουν σωστά αν και πολύ περιεκτικά οι οροί: ενσάρκωση, ανάσταση, ανάληψη, κ.λπ.

Στην Παλαιά Διαθήκη, όμως, πριν από την εποχή του Χριστού, ο Θεός δεν διέμενε σε μία δημιουργημένη ανθρώπινη μορφή σε τόσο πλήρη και οριστικό βαθμό. Εμφανιζόταν μόνο φευγαλέα, στη μία ή στην άλλη από τις ενέργειές του, μέσα σε ορατή μορφή. Αυτά ήσαν διαφορετικά είδη εικόνων της θείας αποκαλύψεως, επί παραδείγματι: η νεφέλη ή η στύλη πυρός που οδηγούσε τους Ισραηλίτες στην έρημο (Εξοδος ιγ ‘ 21-22), ή η φωτιά που κατέφαγε την θυσία του Ηλία ή η γαλήνια και μικρή φωνή που αποκαλύφθηκε στον ίδιο προφήτη (Α’ Βασ. ιη’ 38-39, ιθ’ 11-13). Μερικοί από τους τρόπους αυτούς του θείου ήσαν περισσότερο διαρκείς, αλλά ακόμη κι αυτοί ήσαν μόνον απόμακρες εμφανίσεις της θείας δυνάμεως, όχι προσωπικές ενσαρκώσεις που να κάνουν δυνατή μία συνεχή φανέρωση του Θεού με σαφείς προσωπικές πράξεις. Μια τέτοια παρουσία ήταν η ενοίκηση του Θεού στην κιβωτό του Νόμου, στους τόμους που περιείχε η κιβωτός και μέσα σ’ ολόκληρη τη Σκηνή του Μαρτυρίου (η ίδια μία εικόνα του Θεού) που ο Μωΰσης έχει δει στο Σινά. Όμοιες μ’ αυτή ήσαν ορισμένες απεικονίσεις που περιείχαν μία ακόμη περιορισμένη θεία παρουσία, και που είχαν τον χαρακτήρα εικόνων, διότι ήσαν τα προϊόντα θείων ενεργειών, η παραστατική διατύπωση ορισμένων μέσων ικανοποιήσεως πνευματικών αναγκών ή επειδή ήσαν σημεία της καλωσύνης του Θεού, όπως το νερό από την πέτρα, το μάννα κ.λπ.

Όλες αυτές οι εικόνες ήσαν φευγαλέες σκιές συγκρινόμενες με την σταθερή εικόνα του ανθρώπινου στοιχείου του Χριστού (Εβρ. ι’ 1) στην οποία βρίσκεται πλήρως ο Υιός του Θεού κατά τρόπο και προσωπικό και οριστικό. Ο χαρακτήρας τους ήταν προφητικός. Μόνες τους δεν είχαν καμία πλήρη θεία πραγματικότητα, αλλά ήσαν προαγγελίες μιας θείας πραγματικότητας που επρόκειτο να έλθει. Ο Θεός, που στην αποκάλυψή του τις εδήλωνε ως εξεικονίσεις, αποκάλυπτε επίσης διά μέσου αυτών ένα σχέδιο, που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στο μέλλον, ένα σχέδιο για να ολοκληρωθεί ιστορικά. Μέσω αυτών των εξεικονίσεων ο Θεός δημιούργησε μία ιστορική και ιεραποστολική συνείδηση στον λαό του τον Ισραήλ, μία προσδοκία, ή ακριβέστερα μία μεσσιανική ένταση. Ο λαός εγνώριζε ότι εκινείτο ή καθοδηγείτο διά μέσου της ιστορίας προς έναν ανώτερο πνευματικό σκοπό και ότι οι προαγγελίες, που περιείχαν ένα εχέγγυο της παρουσίας του Θεού σε μικρογραφία, στο μέλλον θα έδιναν τη θέση τους στην πλήρη πραγματικότητα αυτής της παρουσίας. Η μυθολογία αντιθέτως δεν ακολουθεί κανένα σχέδιο. Είναι μία κυκλική επανάληψη, διότι οι θεοί της είναι οι προσωποποιήσεις των κυκλικών επαναλήψεων της φύσεως και των παθών κατά κάποια έννοια δεν είναι ελεύθεροι, και δεν έχουν την ικανότητα να επιδιώκουν ποικίλους στόχους.

Λόγω της ελλείψεως αυτής της πληρότητας της παρουσίας του Θεού στις εξεικονίσεις της Παλαιάς Διαθήκης, και ως εκ τούτου και στους ανθρώπους των χρόνων της Παλαιάς Διαθήκης, οι ίδιες οι εικόνες ελήφθησαν από τα στοιχεία της φύσεως και ακόμη από τον ζωικό κόσμο. Η ανάπτυξη του ανθρώπου δεν του επέτρεψε ακόμη να κάνει χωρίς την χρησιμοποίηση ορισμένων φυσικών στοιχείων ως εικόνων του Θεού. Είναι σωστό εάν πούμε ότι γενικά οι εικόνες αυτές δεν εξεπλήρωναν τον σκοπό τους μόνες τους, αλλά δυνάμει μιας ειδικής θείας ενέργειας — σαφής ένδειξη της διακρίσεως μεταξύ του Θεού και αυτών των εξεικονίσεων. Συνεπώς, όπως ακριβώς στη Γένεση, στον Δανιήλ και την Αποκάλυψη, ο Υιός του Ανθρώπου εμφανίζεται αφού έχουν εμφανισθεί τα άγρια ζώα (Γεν. α’ 26, Δανιήλ ζ’ 13, Αποκάλ. ιδ’ 14), έτσι στο αποκορύφωμα της αποκαλύψεως ο Θεός προσλαμβάνει την εικόνα του ανθρώπου αφού έχει ήδη χρησιμοποιήσει τα στοιχεία ως φευγαλέα και ατελή σύμβολα. Η ιστορία της αποκαλύψεως συνδέεται με την ιστορία του ανθρωπίνου γένους. Καθώς ο άνθρωπος προοδεύει πνευματικά ή αυξάνει στην επίγνωση της ανωτερότητάς του έναντι της φύσεως, φθάνει στη συνειδητοποίηση ότι ο ίδιος ο άνθρωπος είναι η πιο επαρκής εικόνα του Θεού και έτσι ο άνθρωπος γίνεται πράγματι αυτή η εικόνα. Εφ’ όσον δεν καταλάβαινε το δικό του μεγαλείο και φοβόταν την επιβλητική φύση και τη δύναμη των στοιχείων, αδυνατούσε ν ’ απεικονίσει τον Θεό αντάξια υπεράνω της φύσεως. Σαφώς κυριαρχία επί των αγρίων ζώων δεν σήμαινε μόνον κυριαρχία πάνω σ’ αυτά ως ζωολογικών ειδών· περιελάμβανε επίσης επιβολή πάνω στον άνθρωπο που συνέχιζε να διατηρεί πολύ από τον τρόπο ενέργειας των ζώων. Όταν ο άνθρωπος συνειδητοποίησε ότι ήταν η εικόνα του Θεού και όταν σ ’ αυτό το επίπεδο ο Θεός εν Χριστώ αληθινά μορφοποίησε την πιο ικανοποιητική εικόνα του από την ανθρώπινη φύση, άρχισε η ανάπτυξη του ανθρώπινου στοιχείου σε κάθε τι που είναι ειδικά ανθρώπινο, κάθε τι που διακρίνει τον άνθρωπο από το ζώο. Και έτσι άρχισε επίσης η αιώνια και διαρκώς περισσότερο τέλεια κυριαρχία του ανθρώπου, ή του ανθρώπινου στοι¬χείου πάνω σ’ ολόκληρο το σύμπαν και πάνω σε κάθε τι που είναι ζωώδες. Ο σκοπός που επιδιώκει αυτή η κυριαρχία, και η δύναμη που την ελκύει και την διαπερνά, είναι ο αναστημένος και εξυψωμένος Χριστός. Τίποτε δεν μπορεί να είναι περισσότερο εξαϋλωμένο Από άνθρωπο που είναι πνεύμα (αν και ο παράγοντας αυτής της διαδικασίας είναι προφανώς ο ενσαρκωμένος Θεός), και κανένας δεν μπορεί να θέσει την σφραγίδα της πνευματικότητας πάνω σ’ όλα τα πράγματα περισσότερο κατηγορηματικά από τον άνθρωπο. Και ο Θεός είναι εκείνος που θέλει αυτήν την κυριαρχία.

Όταν αυτή η εικόνα του Θεού και υπέρτατος τύπος ανθρώπινης υπάρξεως που είναι ο Χριστός υψώθηκε μπροστά στα μάτια του ανθρώπου, ο σκοπός των προφητικών και άστατων εξεικονίσεων, οι παρατυπώσεις, τελείωσαν (Εβρ. ι’ 1). Τώρα υπάρχει ένα πρότυπο που συνδέεται οντολογικώς με κάθε άνθρωπο και που εξασκεί πραγματική δύναμη πάνω σ’ όλους τους ανθρώπους. «Η σκιά του Νόμου παρήλθε» για να μπορεί να φαίνεται η ουσία της πραγματικότητας, πλήρης αποτελεσματικής δυνάμεως πάνω σ’ ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. «Τα μέλλοντα αγαθά» μπορούσαν ν’ αποκαλυφθούν μόνον από μακρυά με στοιχεία προσεκτικά δανεισμένα από την φύση. Αλλά για να μπορούν να κατανοηθούν ευκολώτερα με την απερίγραπτη ωραιότητά τους, μία ωραιότητα που δεν έχει το αντίστοιχό της στην παρούσα πραγματικότητα, αυτά «τα αγαθά», η Παλαιά Διαθήκη χρησιμοποίησε επίσης «οράματα». Τα οράματα αυτά συνδύαζαν κάποιες πλευρές της παρούσας πραγματικότητας κατά παράδοξο και αντιφατικό τρόπο και τις πρόβαλαν σε γιγαντιαίες διαστάσεις για να δείξουν ότι τα μέλλοντα αγαθά δεν είναι ακριβώς όμοιες μ’ αυτές τις πλευρές, αφού οι δεύτερες πιο συχνά αντλούνται από την φύση και τα πάθη, αλλά ότι είναι ένα είδος απερίγραπτης διαστάσεως αυτών των συστατικών στοιχείων και έχουν μία προοπτική που υπερβαίνει όλες τις γνωστές διαστάσεις. Όμως με την έλευση του Χριστού στον όποιον αυτά τα οράματα εκπληρώθηκαν και μάλιστα ξεπεράστηκαν σ’ όλη τους την έκταση, τα ίδια τα οράματα δεν είχαν πλέον κανέναν σκοπό. Όταν δίδεται οποιαδήποτε περιγραφή αυτών των «αγαθών» στην τελική πλήρη επέκτασή τους σ’ όλους τους ανθρώπους, το σημείον αφετηρίας είναι πάντοτε η πραγματικότητα του Χριστού, και με λέξεις μεταδίδεται η έννοια αυτής της γενικής επεκτάσεως. Αυτό συμβαίνει συχνά με τον Απ. Παύλο ( Εφεσ, α ‘ 3 – 4). Μόνος ο Αγ. Ιωάννης χρησιμοποιεί οράματα, επιμένοντας και στην παγκόσμια εμφάνιση της ένδοξης παρουσίας του Χριστού και επίσης στην απόσταση που ήδη διανύθηκε προς την κατεύθυνση του σκοπού αυτού. Αλλά ακόμη κι αυτά τα οράματα συγκεντρώνονται γύρω από τον Χριστό τον Αμνό που σφαγιάστηκε, τον Υιό του Ανθρώπου που θα κερδίσει την τελική νίκη, τον Νυμφίο που θα εορτάσει το γαμήλιο δείπνο με την νύμφη που είναι η παγκόσμια Εκκλησία.

Ο Αγ. Γρηγόριος Νύσσης λέει κάπου ότι οι άγγελοι δεν έχουν καθόλου ανάγκη από φαντασία, διότι η θεία πραγματικότητα πού βλέπουν υπερβαίνει πολύ κάθε γέννημα φαντασίας. Ίσως αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον οι πνευματικοί Πατέρες (ο Διάδοχος Φωτικής επί παραδείγματι) εφιστούν την προσοχή έναντι όλων των εξεικονίσεων, εικόνων και οραμάτων, διότι στον Χριστό οι χριστιανοί έχουν περισσότερα από ό,τι θα μπορούσαν να βρουν σ’ οποιοδήποτε δημιούργημα φαντασίας. Οι Πατέρες ακόμη εφιστούν την προσοχή έναντι απεικονίσεων ή οραμάτων που έχουν ως αντικείμενό τους τον Χριστό, διότι γνωρίζουμε περισσότερα από την πίστη και από την εμπειρία από τα θεανδρικά βάθη του Χριστού παρά από όσα γνωρίζουμε με οποιαδήποτε βοήθεια μπορούμε να έχουμε διά μέσου απεικονίσεων ή οπτικών παραστάσεων του.

Ο Farter μιλά για ένα είδος αναγεννήσεως των εικόνων» διά μέσου του Χριστού και, εν είδει παραδείγματος, προβάλλει το κήρυγμα και τα κείμενα των Αποστόλων. Ο Fairer κάνει καλά που περιορίζει αύτη την αναγέννηση στους Αποστόλους· παρ’ όλα αυτά, είναι άποψή μας ότι η αναγέννηση αυτή πρέπει να νοείται κατά ορισμένους συγκεκριμένους τρόπους. Ο πρώτος από αυτούς είναι ότι ο Χριστός γίνεται η αληθινή εικόνα του Θεού, και ο δεύτερος είναι ότι Εκείνος είναι το κέντρο όλων των λεκτικών εικόνων. Θα δούμε πιο κάτω επί πλέον διαστάσεις αυτής της αναγεννήσεως, αλλά δεν θα βρούμε πουθενά την ιδέα ότι μετά την εποχή του Χριστού και των Αποστόλων οποιαδήποτε δραστηριότητα της φαντασίας με την έννοια των οραμάτων και των δημιουργημάτων της φαντασίας είτε άμεσα για τον Χριστό είτε για άλλα πράγματα ανεξάρτητα από αυτόν πρέπει να ενθαρρύνεται.

Ο Χριστός έχει προκαλέσει μίαν αναγέννηση εικόνων πρώτον διότι έδωσε ένα πραγματικό χαρακτήρα στην εικόνα του Θεού και δεύτερον διότι όλα τα λόγια μας για τον Θεό τώρα δεν έχουν κανένα άλλο έργο από το να περιγράφουν τον Χριστό, που είναι η αληθινή εικόνα του Θεού. Όπως σ’ ολόκληρη την ιστορία της αποκαλύψεως, έτσι στην αποκάλυψη του Χριστού, ο Λόγος παραμένει απαραίτητος, αλλά ο κύριος σκοπός του «είναι να περιγράφει την ανθρώπινη εικόνα με τις διάφορες ενέργειές της, διά μέσου των οποίων ο Θεός αποκάλυψε τον εαυτόν του εν Χριστώ. Χωρίς αυτή την εικόνα και τις ενέργειες που ανήκουν σ’ αυτή οι λέξεις θα αδυνατούσαν να περιγράψουν τον πλούτο και την δύναμη της θεότητας που αποκαλύπτεται. Και αντιστρόφως, χωρίς την βοήθεια των λόγων, οι ενέργειες, οι εικόνες και οπτικές παραστάσεις της εν Χριστώ αποκαλύψεως θα παρέμεναν, στις περισσότερες περιπτώσεις, απαρατήρητες και ακατανόητες. Γενικά οι λόγοι, που μεταδίδουν τις θείες ενέργειες και την θεία παρουσία, που φανερώνονται με απεικονίσεις και οπτικές παραστάσεις, φέρουν μέσα τους το αποτύπωμα της φανταστικής διατυπώσεως, και πάντα είναι κατώτεροι από αυτό που οι ίδιες οι ενέργειες και απεικονίσεις περιέχουν. Ο λόγος «ο Θεός είναι δυνατός» είναι μία φανταστική διατύπωση, διότι κάποια πράξη του ισχυρού τρόπου ενέργειας του Θεού βιώθηκε. Βεβαίως η θρησκευτική σκέψη μερικές φορές απόσπασε τον φανταστικό λόγο από την εικόνα την ίδια ή την οπτική παράσταση, και είναι πιθανό κατά την περίσταση, ο Θεός να έκανε αυτοαποκάλυψη περιγράφοντας τον εαυτόν του με αυτό το είδος της φανταστικής γλώσσας. Παρ’ όλα αυτά, είναι δύσκολο να βρει κανείς μία μοναδική λέξη για τον Θεό που να μην έχει έναν φανταστικό χαρακτήρα ή κάποια αισθητή μορφή ως σημείο αφετηρίας του.

Λόγοι επίσης συνοδεύουν την εν Χριστώ αποκάλυψη του Υιού του Θεού που είναι η συνεπής, λεπτομερής και οριστική εικόνα του θείου Προσώπου. Και αυτοί οι λόγοι αντανακλούν τον φανταστικό χαρακτήρα της εν Χριστώ αποκαλύψεως του Θεού. Αλλά οι λέξεις αυτές καθ’ εαυτές που περιγράφουν την αποκάλυψη του Θεού στην εικόνα του ανθρώπινου στοιχείου που προσωπικά προσέλαβε μπορούν ν’ αλλάξουν· δεν είμαστε υποχρεωμένοι να παραμένουμε αποκλειστικά με τις λέξεις του Ιησού ή των Αποστόλων, αν και πρέπει πάντα να τις θεωρούμε ως πρότυπες.

Με αυτήν την έννοια συνεπώς δεν μπορούμε να δεχθούμε την φράση του Farrer ότι έλαβε χώρα εν Χριστώ μία «αναγέννηση εικόνων». Μπορεί να γίνει δεκτή με την έννοια ότι όλοι οι λόγοι μας βασίζονται στην πραγματική εικόνα του Θεού εν Χριστώ, στην περιγραφή του ανθρώπινου ως της πιο επαρκούς εικόνας του Θεού, μία εικόνα που πληρούται με τον Θεό. Νοούμενη κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορεί ακόμη να γίνει μία προσαρμογή των λέξεων που χρησιμοποιούνται για τον Χριστό σ’ οποιονδήποτε δεδομένο χρόνο· ποικίλα διαφορετικά σύμβολα και λεκτι-κές εικόνες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να μεταδώσουν την εικόνα ή τις θεμελιώδεις και οριστικές εικόνες του Θεού εν Χριστώ. Αυτό που δεν μπορεί να γίνει δεκτό, όμως, χωρίς να εγκαταλείψουμε τον Χριστιανισμό πλήρως, είναι οποιαδήποτε απόπειρα να καταργήσουμε πλήρως αυτές τις θεμελιώδεις εικόνες. Θεολογική πρόοδος συνίσταται μόνον στην εξήγηση αυτών των εικόνων με την χρησιμοποίηση άλλων λέξεων. Αλλά αυτό δεν είναι πλέον αποκάλυψη, για να ακριβολογούμε, διότι δεν υπάρχει καμία πρόσθετη αποκάλυψη οποιωνδήποτε ουσιαστικών νέων εικόνων του Θεού, εικόνων που κάνουν απηρχαιωμένη την εικόνα του ανθρώπινου στοιχείου του Χριστού.

Οι λόγοι πρέπει πάντα να είναι εδραιωμένοι στην τέλεια εικόνα του Θεού, που είναι το ανθρώπινο στοιχείο του Χριστού, δηλαδή, ο Χριστός ως άνθρωπος. Οι εικόνες του Χριστού εξυπηρετούν αυτόν τον ίδιο σκοπό. Οι Προτεστάντες, που έχουν καταργήσει τις εικόνες του Χριστού, έχουν στερήσει τους Λόγους τους από ένα στήριγμα και έναν σταθερό οδηγό. Θα μπορούσε να φαίνεται ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ της φράσεως των Πατέρων ότι οι πιστοί πρέπει να προσέχουν να μην επιβάλλουν τον σχηματισμό μιας εικόνας του Χριστού μέσα στην φαντασία τους, και της επιβεβαιώσεως της αξίας των εικόνων. Πράγματι, ο χριστιανός είναι εκτεθειμένος στον κίνδυνο να εισαγάγει υποκειμενικά στοιχεία, παρμένα από την δική του εσωτερική φαντασία, στην εικόνα του Χριστού, και αυτά μπορεί θαυμάσια να αντιπροσωπεύουν μία κατάπτωση από την αληθινή εικόνα του Χριστού. Γι’ αυτόν τον λόγο οι εικόνες πάντα ζωγραφίζονται σύμφωνα με καθορισμένους κανόνες που δεν επιτρέπουν την προσθήκη ακόμη και του ελάχιστου υποκειμενικού στοιχείου.

Αυτή η αφοσίωση στον Χριστό, το ανθρώπινο στοιχείο του οποίου είναι η πραγματική και οριστική εικόνα του Θεού, και η διάπλαση των πιστών σύμφωνα με αυτήν την εικόνα και διατηρούνται και επιτυγχάνονται διά της μιμήσεως των πράξεών του μέσα στα μυστήρια και με την όλη προσπάθεια που οι χριστιανοί καταβάλλουν να ζουν μία ζωή όμοια με τη ζωή του Χριστού. Η μίμηση αυτών των πράξεών του αντιπροσωπεύει και μία επιθυμία γι’ αυτόν και μία προσπάθεια για μίμησή του. Και μέχρις ορισμένου σημείου επιτυγχάνει ό,τι αποσκοπούσαν οι δικές του ενέργειες, ακόμη περισσότερο αφού η προσπάθεια ενισχύεται από δύναμη που εκπέμπεται από αυτόν που οι πιστοί επιθυμούν να μιμηθούν και που ήδη υπάρχει σ’ εκείνη την αναστημένη κατάσταση στην οποία οι πιστοί ποθούν να συμμετέχουν αντιγράφοντας με τις πράξεις τους το πρότυπο των δικών του πράξεων,

Οι εικόνες και τα μυστήρια συνεπώς διατηρούν την πραγματική, οντολογική εικόνα του Θεού, που είναι ο Χριστός, ή ακριβέστερα το ανθρώπινο στοιχείο του Χριστού, πάντα παρόν και ενεργό στη συνείδηση και τη ζωή των πιστών. Είναι τρόποι με τους οποίους η κεντρική και οριστική εικόνα της αποκαλύψεως εξασκεί μία συνεχή επίδραση πάνω στη ζωή του ανθρώπου.

Ο λόγος του κηρύγματος πρέπει να βρίσκεται σε πολύ στενό σύνδεσμο με τις εικόνες και τα μυστήρια, όπως στην περίοδο που ο Θεός πρωτοαποκάλυψε τον εαυτόν του μέσω της κεντρικής του εικόνας και μέσω των διαφορετικών της στιγμών, ενεργειών και σταδίων.

Επειδή ο Προτεσταντισμός δεν διατήρησε αυτήν την εικόνα ζωντανή και ενεργό με την χρησιμοποίηση των εικόνων και την μίμηση των διαφόρων σταδίων της μέσα στα μυστήρια, και μ’ αυτόν τον τρόπο κράτησε μόνον τον λόγο αποκομμένο από την πρακτική ενέργεια της εικόνας, δεν αποτελεί έκπληξη που μερικοί Προτεστάντες θεολόγοι έχουν υιοθετήσει ακόμη και την ιδέα της αντικαταστάσεως της ίδιας της θεμελιώδους εικόνας, διότι θεωρούν την ενσάρκωση του Υιού του Θεού ως καθαρό μύθο.

(+Δημητρίου Στανιλοάε, «Θεολογία και Εκκλησία», εκδ. Τήνος, σ. 124-133).

.pemptousia.gr

Αφήστε μια απάντηση