kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Ο άγιος Ιερομάρτυς Φιλέας, Επίσκοπος Θμούεως

Συγγραφέας: kantonopou στις 10 Ιανουαρίου, 2013

Μια από τις βασικές πηγές της αγιολογικής παραγωγής της πρώιμης χριστιανικής γραμματείας που αφορά τους Μάρτυρες των μεγάλων διωγμών αποτελούν οι Πράξεις Μαρτύρων. Με τον όρο Πράξεις Mαρτύρων εννοούμε τις περιλήψεις δικών και εκτελέσεων που υπέστησαν ένας ή περισσότεροι χριστιανοί ενώπιον των ρωμαϊκών αρχόντων εξ αιτίας της χριστιανικής τους πίστης. Τα κείμενα αυτά τις περισσότερες φορές έχουν σαν κύρια και πρωταρχική πηγή τα επίσημα πρωτόκολλα ή πρακτικά της δίκης (acta proconsoularia), τα οποία καταγράφονταν στα ρωμαϊκά δικαστήρια από ειδικούς ταχυγράφους (notarri ή censuales), περιελάμβαναν τις ερωτήσεις των δικαστών, τις απαντήσεις των κατηγορουμένων και την απόφαση του δικαστηρίου και φυλάγονταν σε κρατικά αρχεία (instrumentum provinciae) από όπου μπορούσαν να ζητηθούν αντίγραφα. Στα κείμενα των Πράξεων Μαρτύρων διατηρούνται οι ερωταποκρίσεις προς και από τον μάρτυρα, η απόφαση του δικαστηρίου καθώς και ο τρόπος της εκτελέσεως. Ωστόσο, οι Πράξεις Μαρτύρων αποτελούν οπωσδήποτε κείμενα που προέρχονται από γραφίδα χριστιανού συγγραφέα και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να τα θεωρήσουμε ως επίσημα έγγραφα της γραφειοκρατικής παραγωγής των ρωμαϊκών δικαστηρίων παρά το γεγονός ότι παρουσιάζουν μεγάλη εξάρτηση από αυτά. Ο θαυμασμός και οι αγάπη για τους Μάρτυρες ήταν ο λόγος που παρακινούσε του σύγχρονούς τους Χριστιανούς να συλλέξουν και να διαφυλάξουν κάθε τι που είχε σχέση με το Μαρτύριο τους. Συνεπώς με τον ίδιο ζήλο που προσπαθούσαν να διασώσουν τα λείψανα των Μαρτύρων, κατέβαλλαν και ιδιαίτερες φροντίδες για να αποκτήσουν τις γραπτές πηγές που είχαν σχέση με τους Μάρτυρες. Έπειτα από μικρή επεξεργασία οι γραπτές αυτές πηγές διαμορφώνονταν σε αγιολογικά κείμενα με σκοπό όχι μόνο την τιμή της μνήμης του Μάρτυρα αλλά και την πνευματική οικοδομή των πιστών.

α) Οι Πράξεις Φιλέα

Με τον όρο Πράξεις Φιλέα εννοούμε την περίληψη της δίκης και του μαρτυρίου του Φιλέα, επισκόπου Θμούεως στην Βόρεια Αίγυπτο, το οποίο έλαβε χώρα περί το 306. Το κείμενο παραδίδεται σε τρεις διαφορετικές εκδοχές: α) δυο γραμμένες στα ελληνικά που σώζονται σπαράγματα παπύρων με προέλευση την Αίγυπτο, χρονολογούνται στο πρώτο μισό του 4ου αι. και παρουσιάζουν ενδιαφέρουσες διαφοροποιήσεις[1] και β) μία τρίτη στα λατινικά που αποτελεί ως επί το πλείστον μετάφραση από ελληνικό πρωτότυπο, το οποίο δυστυχώς έχει χαθεί.[2] Η λατινική εκδοχή που χρονολογείται σίγουρα τον 5ο αι. περιλαμβάνει στο τέλος της διήγησης μια προσθήκη, το Μαρτύριο του Φιλόρωμου, που προέρχεται πιθανότατα από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ρουφίνου.

Οι Πράξεις Φιλέα περιλαμβάνουν το μαρτύριο του Φιλέα, εγγάμου χριστιανού της Αιγύπτου, που διακρίθηκε για την ευρύτητα της παιδείας του και τη διοικητική του ικανότητα ως αξιωματούχος της ρωμαϊκής διοίκησης και ο οποίος έγινε επίσκοπος της Θμούεως. Στο όνομα του Φιλέα σώζονται από τον εκκλησιαστικό ιστορικό Ευσέβιο αποσπάσματα επιστολών που έγραψε προς το ποίμνιο του ενώ βρισκόταν στη φυλακή κατά διάρκεια των διωγμών, τα οποία αποτελούν σπουδαία πηγή της ιστορίας των διωγμών καθώς περιγράφουν τις συνθήκες των φυλακών και τα βασανιστήρια που υπέφεραν οι χριστιανοί σε αυτών. Επιστολή από τη φυλακή προς τον επίσκοπο Μελίτιο με την υπογραφή του Φιλέα και άλλων επισκόπων σώζεται και στα λατινικά, στην οποία οι φυλακισμένοι επίσκοποι λαμβάνουν θέση υπεράσπισης των μετανοούντων στη σχετική διαμάχη για τη αποδοχή ή όχι στην εκκλησιαστική κοινωνία χριστιανών που αρνήθηκαν την πίστη τους κατά τη διάρκεια κάποιου διωγμού. Έπειτα από μια μακρά δικαστική διαδικασία ενώπιον του έπαρχου της Αιγύπτου Κλαυδίου Κουλκιανού καταδικάστηκε σε αποκεφαλισμό εξ αιτίας της χριστιανικής του πίστης. Η ακριβής χρονολογία του μαρτυρίου δεν παραδίδεται από την άμεση γραπτή παράδοση ωστόσο πιθανότατα τοποθετείται στο τελευταίο έτος της θητείας του Κλαυδίου Κλουκιανού. Σύμφωνα με παράδοση που στηρίζεται στο φερόμενο Μαρτυρολόγιο του Ιερωνύμου (6ο αι.) το Μαρτύριο έλαβε χώρα στις 4 Φεβρουαρίου του 306. Ο Φιλέας, επομένως, υπήρξε ένα από τα θύματα του Μεγάλου και τελευταίου Διωγμού (303-312) που εφαρμόστηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα στην Ανατολή, πριν από το περίφημο Διάταγμα των Μεδιολάνων (313) που θέσπισε το δικαίωμα της ανεξιθρησκίας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

β) Η πόλη Θμούις και ο Κλαύδιος Κουλκιανός

Η Θμούις[3] ήταν κατά την αρχαιότητα μια μικρή πόλη της Κάτω Αιγύπτου δηλαδή του ανατολικού τμήματος του Δέλτα του Νείλου. Σε τοποθεσία πολύ κοντινή με την ξακουστή αρχαία πόλη Μένδητα, βορειο-ανατολικά του Δέλτα, κατάφερε κατά τη ρωμαϊκή περίοδο να την υπερκεράσει σε πληθυσμό και θα αποτελέσει ακόμα και διοικητικό κέντρο της Κάτω Αιγύπτου. Ο ρωμαίος ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος (330-371) στο έργο του Rerum gestarum απαριθμεί τη Θμούη ανάμεσα στις πιο σημαντικές αιγυπτιακές πόλεις της εποχής του μαζί με την Οξύρρυγχο, την Άθλιβη και την Μέμφιδα[4]. Κατά τη χριστιανική περίοδο αναφέρεται συχνά ως έδρα επισκοπής. Αρκετοί επίσκοποι της Θμούεως, όπως ο Φιλέας, διακρίθηκαν όχι μονό για τη μόρφωση τους αλλά  και για τον αγώνα τους για την υπεράσπιση της ορθής πίστης εναντίον των αιρετικών. Αξιοσημείωτη παρουσία υπήρξε αυτή του επισκόπου Σεραπίωνα, στο οποίο αποδίδεται μεταξύ άλλων και ένα σύγγραμμα με τίτλο Βίβλος κατά Μανιχαίων.

O Κλαύδιος Κουλκιανός[5] υπήρξε έπαρχος Αιγύπτου (praefectus Aegypti), δηλαδή αντιπροσώπευε τη ύψιστη διοικητική και δικαστική εξουσία στη ρωμαϊκή επαρχία της Αιγύπτου περίπου από το 301 μέχρι και το 306. Αποτέλεσε χαρακτηριστικό παράδειγμα ρωμαίου αξιωματούχου που διακρίθηκε στη σκληρότητα και τη βιαιότητα στους διωγμούς εναντίων των χριστιανών. Ο Ευσέβιος Καισαρείας αναφέρει σχετικά με αυτόν:

«Κουλκιανός τε ὠσαύτως διὰ πάσης ἀρχικῆς προελθὼν ἐξουσίας, ὁ καὶ αὐτὸς μυρίοις τοῖς κατ’ Αἴγυπτον Χριστιανῶν ἑλλαμπρυνάμενος αἵμασιν[6]»

Παρόμοιες περιγραφές μπορεί να βρει κανείς και σε Μαρτυρολόγια, δηλαδή διηγήσεις μαρτυρίων, της ίδιας εποχής στην Αίγυπτο, όπως για παράδειγμα στο Μαρτύριο Διοσκόρου.

γ) Το Μαρτύριο του Φιλέα στους αρχαίους εκκλησιαστικούς συγγραφείς

Έμμεσες πηγές σχετικές με το Μαρτύριο του Φιλέα επισκόπου Θμούεως αποτελούν οι αναφορές αρχαίων εκκλησιαστικών συγγραφέων που επιβεβαιώνουν την ιστορικότητα της διήγησης των Πράξεων Φιλέα. Πρώτος χρονικά συγγραφέας που μας πληροφορεί για το μαρτύριο και το θάνατο του Φιλέα είναι ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος, επίσκοπος Καισαρείας. Αφού πρώτα περιέγραψε με λεπτομέρειες τους διωγμούς και τα βασανιστήρια που είχαν υποστεί οι χριστιανοί στην περιοχή της Θηβαΐδος, στην Άνω Αίγυπτο, συνεχίζει:

«Εκείνοι μεν είναι αληθινά άξιοι θαυμασμού, ιδιαίτερο όμως θαυμασμό αξίζουν και αυτοί, οι οποίοι ενώ ήσαν διακεκριμένοι σε πλούτο, ευγενή καταγωγή, φήμη, ευφράδεια λόγου και παιδεία, έθεσαν τα πάντα σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην αληθινή πίστη στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Τέτοιος υπήρξε ο Φιλόρωμος, στον οποίο είχε ανατεθεί από τη διοίκηση της επαρχίας της Αλεξάνδρειας μια όχι τυχαία θέση χάρη στη οποία κάθε μέρα εκδίκαζε υποθέσεις περιτοιχισμένος από ρωμαίους στρατιώτες. Τέτοιος υπήρξε επίσης και ο Φιλέας, επίσκοπος της πόλης Θμούις που είχε διαπρέψει τόσο στις διοικητικές υποθέσεις της γενέτειρας του όσο και για την φιλοσοφική του παιδεία. Τη στιγμή που αναρίθμητοι συγγενείς και φίλοι τους παρακαλούσαν και ενώ άλλοι αξιωματούχοι, ακόμα και ο ίδιος ο δικαστής, τους εξόρκιζαν να δείξουν έλεος στον εαυτό τους, στις συζύγους τους και τα παιδιά τους, παρά τις επίμονες πιέσεις από πολλούς ανθρώπους, εκείνοι σε καμία περίπτωση δεν θέλησαν να προτιμήσουν την επίγεια ζωή και να περιφρονήσουν τις εντολές του Κυρίου μας Ιησού Χριστού που σχετίζονται με την ομολογία και την άρνηση. Αλλά αφού αντιστάθηκαν σε όλες τις απειλές και τα υβριστικά λόγια του δικαστή όχι μόνο με πνεύμα ανδρείας σύμφωνα με την καλλιεργημένη παιδεία τους αλλά πολύ περισσότερο με ευσεβές και φιλόθεο ψυχικό σθένος, στη συνέχεια και δυο αποκεφαλίστηκαν[7]».

Η συγκεκριμένη μαρτυρία του Ευσεβίου παρά τη σύντομη μορφή της έχει πολύ μεγάλη αξία. Το όγδοο βιβλίο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, στο οποίο περιλαμβάνεται το απόσπασμα, γράφτηκε πιθανότητα στο δεύτερο μισό του 311, δηλαδή μόλις 5 χρόνια μετά το μαρτύριο του Φιλέα. Ο Ευσέβιος, σύμφωνα με εσωτερικές μαρτυρίες ενδεχομένως θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμα και αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων. Εάν αφήσουμε κατά μέρος τις πολύτιμες βιογραφικές πληροφορίες σχετικά με τους δυο μάρτυρες που μας παρέχει, μπορούμε να εστιάσουμε την προσοχή μας σε κάποια ιδιαίτερα σημεία. Ο Ευσέβιος περιγράφει τη δίκη και τα Μαρτύρια του Φιλόρωμου και του Φιλέα με τρόπο παράλληλο και διακριτό. Το μαρτύριο του Φιλόρωμου, του οποίου το αξίωμα δεν προσδιορίζεται στο κείμενο, αλλά θα πρέπει οπωσδήποτε να αναζητηθεί στο διοικητικό τομέα της επαρχίας της Αιγύπτου, προηγείται χρονικά. Σύμφωνα με τους όρους με τους οποίους περιγράφεται η δίκη, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Ευσέβιος υπήρξε με κάποιο τρόπο ενήμερος σχετικά με την εξέλιξη της διαδικασίας, μέσω είτε κάποιων αυτοπτών μαρτύρων είτε των πρακτικών της δίκης.

Σύντομη αναφορά στο μαρτύριο του Φιλέα παρέχει και ο Ιερώνυμος (348-420) στο έργο του De viris illustribus που χρονολογείται το 392, όπου διαβάζουμε σχετικά:

«Ο Φιλέας, ο οποίος προερχόταν από μια πόλη της Αιγύπτου που ονομάζεται Θμούις, ευγενούς καταγωγής και όχι στερημένος υλικών αγαθών, αποδέχθηκε το αξίωμα του επισκόπου και έγραψε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο με τίτλο Εγκώμιο εις Μάρτυρας. Αφού υπερασπίστηκε τις πράξεις του ενώπιον του δικαστή, ο οποίος ήθελε να τον υποχρεώσει να θυσιάσει, αποκεφαλίστηκε για την αγάπη του Χριστού από τον ίδιο  διώκτη των χριστιανών στην Αίγυπτο όπως ο Λουκιανός στη Νικομήδεια[8]».

Από τη σύντομη αυτή αναφορά αξίζει να υπογραμμίσουμε δυο σημεία: α) ο Ιερώνυμος δεν κάνει καμία αναφορά στην ύπαρξη λατινικών Πράξεων και β) φαίνεται πως στηρίζεται αποκλειστικά στη διήγηση του Ευσεβίου. Πράγματι η αναφορά στο βιβλίο του Φιλέα, πρέπει να προέρχεται από την περίφημη επιστολή του Φιλέα που περιλαμβάνει τις περιγραφές των βασανιστηρίων των χριστιανών στις διάφορες φυλακές, την οποία διασώζει ο Ευσέβιος[9]. Σχετικά με τον Λουκιανό που μαρτύρησε στη Νικομήδεια το 312, ο Ιερώνυμος θεωρεί και γι’ αυτό το Μαρτύριο υπεύθυνο τον Καίσαρα της Ανατολής Μαξιμίνο Δάια (303-314). Το σημαντικότερο στοιχείο ωστόσο παραμένει το γεγονός ότι δεν κάνει καμία σύνδεση του μαρτυρίου του Φιλέα με εκείνο του Φιλόρωμου.

Η τελευταία μαρτυρία σχετικά με τον Φιλέα προέρχεται από τον λατίνο εκκλησιαστικό συγγραφέα Ρουφίνο από την Ακυληία (345-411), μεταφραστή και συνεχιστή της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Ευσεβίου. Ο Ρουφίνος διασκευάζει περί το 403 το απόσπασμα του Ευσεβίου που παραθέσαμε παραπάνω παραθέτοντας επιπρόσθετες πληροφορίες:

«Ω, σμήνος αγίων αξιομνημόνευτο και άξιο κάθε τιμής, φάλαγγα ανδρών ισχυρών, λαμπρός στέφανος της δόξας του Χριστού! Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια πέτρα πιο πολύτιμη από όλες τις άλλες μαζί, το πιο ευγενές μαργαριτάρι, στολίζει αυτό το στεφάνι. Προεξάρχει της φάλαγγας ένας λαμπρός στρατηγός$ ένας ποιμένας ακόμα πιο ευγενής κοσμεί αυτό το σμήνος. Το όνομα του είναι Φιλέας και είναι επίσκοπος μια πόλης που λέγεται Θμούις. Της πρώτης τάξεως ευγενική του καταγωγή την έλκει από τον ουρανό χάρη στις ψυχικές του αρετές αλλά και σε ότι αφορά τα ζήτημα της επίγειας μάταιης ζωής  έχει λάβει από το ρωμαϊκό κράτος τις πιο υψηλές τιμητικές θέσεις. Στις γνώσεις των ελευθέρων τεχνών αλλά και σε όλες τις πρακτικές αρετές που έχουν να κάνουν με την ψυχική δύναμη είναι εξαιρετικά επιδέξιος. Εκείνη τη νέα φιλοσοφία που ξεπερνά όλες τις άλλες, δηλαδή στη φιλοσοφία που έχει για αρχή της το Θεό, την ενστερνίστηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Και ενώ είχε πάρα πολλούς στενούς φίλους και συνεργάτες ανάμεσα στους αξιωματούχους της ίδιας του της πόλης, εν τούτοις τον οδήγησαν αρκετές φορές ενώπιον του έπαρχου, ενώ ταυτόχρονα πολλοί και ισχυροί συγγενείς τον εξόρκιζαν να συγκατανεύει στις παραινέσεις και προσπαθούσαν να τον πείσουν να λυπηθεί τη γυναίκα του και να δείξει συμπόνια στα παιδιά του ωστέ να μην επιμείνει σε αυτό που εκείνοι θωρούσαν οίηση. Μα εκείνος σταθερός όπως ο βράχος που δέρνεται από τα θαλάσσια κύματα, αγνοούσε τα λόγια των φλυαρούντων. Η προσοχή του ήταν στραμμένη στον ουρανό, είχε μπροστά στα μάτια του μόνο το Θεό, θεωρούσε φίλους και συγγενείς του μόνο τους αγίους Μάρτυρες και τους Αποστόλους. Υπήρχε λοιπόν τότε ένας άνδρας με το όνομα Φιλόρωμος που είχε το πρόσταγμα σε μια ομάδα ρωμαίων στρατιωτών.  Αυτός βλέποντας τον Φιλέα περιτριγυρισμένο από τους δακρύβρεχτους συγγενείς που δεν μπορούσαν να τον επηρεάσουν, να τον μετακινήσουν από την απόφασή του και να τον μεταπείσουν, αναφώνησε: “Γιατί προσπαθείτε μάταια και χωρίς αποτέλεσμα να επηρεάσετε την σταθερότητα αυτού του ανθρώπου; Γιατί θέλετε να κάνε άπιστο κάποιον που διατηρεί την πίστη του στο Θεό; Γιατί τον πιέζετε να αρνηθεί τον Θεό και να συγκατανεύσει στους ανθρώπους; Δεν αντιλαμβάνεστε ότι τα αυτιά του δεν ακούν τα λόγια σας και τα μάτια του δεν βλέπουν τα δάκρυά σας; Πως θα μπορούσε κάποιος που τα μάτια του αναμένουν την ουράνια δόξα να συγκινηθεί ποτέ από επίγεια δάκρυα;” Μετά από αυτά τα λόγια η δυσφορία όλων έπεσε πάνω στον Φιλόρωμο και απαίτησαν να υποστεί και εκείνος την ίδια ακριβώς τιμωρία με τον Φιλέα. Τότε ο δικαστής αποδεχόμενος με προθυμία τις παροτρύνσεις τους έδωσε εντολή να αποκεφαλιστούν και οι δύο[10]».

Αν συγκρίνουμε το γεμάτο ρητορικά σχήματα, υφολογικούς εκλεπτυσμούς και επιτηδευμένη χρήση λέξεων παραπάνω απόσπασμα του Ρουφίνου με το αντίστοιχο του Ευσεβίου θα μπορούμε να υποθέσουμε ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ολωσδιόλου νέα εκδοχή, λαμβάνοντας υπόψη και τη στενή σχέση του μαρτυρίου του Φιλέα με εκείνο του Φιλόρωμου, όπως ακριβώς περιγράφεται στη λατινική εκδοχή τωνΠράξεων. Πολλοί ερευνητές έθεσαν μέχρι τώρα το ερώτημα αν ο Ρουφίνος από δική του πρωτοβουλία τροποποίησε και συνέδεσε τα δυο επεισόδια που αναφέρονται ξεχωριστά από τον Ευσέβιο, αποδίδοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στον Φιλέα και μόνο συμπληρωματικό στον Φιλόρωμο ή αν στηρίχθηκε στη λατινική εκδοχή των Πράξεων. Δεδομένου ότι για πολλά χρόνια η λατινική εκδοχή των Πράξεων θεωρούνταν από πολλούς προγενέστερο κείμενο από εκείνο του Ρουφίνου αποτελούσε κοινή θέση ότι ο τελευταίος αντλούσε τις πληροφορίες του από αυτό. Υπό το φως όμως σχετικά πρόσφατων παπυρολογικών ανακαλύψεων που περιέχουν τις δυο ελληνικές εκδοχές των Πράξεων είναι δύσκολο να υποστηριχθεί πλέον η υποτιθέμενη προτεραιότητα της λατινικής εκδοχής. Το κείμενο του Ρουφίνου στο σύνολο του παρουσιάζεται περισσότερο ως υφολογική επεξεργασία του κειμένου του Ευσεβίου παρά των λατινικών Πράξεων Φιλέα. Εξάλλου οι ρητορικές διανθήσεις που απαντώνται σποραδικά στις λατινικές Πράξεις είναι πολύ πιο κοντά στο ζωηρό ύφος του Ρουφίνου παρά στην αυστηρή δομή ενός πρακτικού δίκης. Κατά συνέπεια θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως πιθανότατα η σύνδεση των μαρτυρίων Φιλέα-Φιλόρωμου αποτελεί ρητορική επινόηση του Ρουφίνου, η οποία επηρέασε τη μεταγενέστερη λατινική εκδοχή των Πράξεων Φιλέα.

Σημειώσεις:

[1] Για τις δυο ελληνικές εκδοχές βλ. V. MARTIN, Paryrus Bodmer XX. Apologie de Phileas eveque de Thmouis, [Bibliotheca Bodmeriana], Geneve 1964 και AL. PIETERSMA, The Acts of Phileas Bishop of Thmuis (Including Fragments of the Greek psalter). P. Chester Beatty XV (with a New Edition of P. Bodmer XX, and Halkin’s Latin Acta) edited with Introduction, Translation and Commentary, [Chahiers d’Orientalisme VII], Geneve 1984.

[2] Για τη λατινική εκδοχή βλ. F. HALKIN, «L’Apologie du martyr Phileas de Thmuis (Papyris Bodmer XX) et les Actes latins de Phileas et Philoromus», Analecta Bollandiana81 (1963) pp. 19-27.

[3] Για την πόλη της Θμούεως κατά την ύστερη αρχαιότητα βλ. Α. Η. Μ. JONES, The Cities of the Eastern Roman Provinces, Oxford 1971, σσ. 337 και 343.

[4] AMMIANUS MARKELINNUS, Rerum  gestarum, ΚΒ΄, κεφ. 16, στ. 6.

[5] Για τον Κλαύδιο Κουλκιανό βλ. Α. Η. Μ., JONES, The Prosopography of the Later Roman Empire, τόμ. Α΄, Cambridge 1971, σσ. 233-234.

[6] ΕΥΣΕΒΙΟΣ, Εκκλησιαστική Ιστορία, Θ΄, κεφ. 11, στ. 4.

[7] ΕΥΣΕΒΙΟΣ, Εκκλησιαστική Ιστορία, H΄, κεφ. 9,  στ. 6-8: «Θαυμάσιοι μὲν οὖν καὶ οὗτοι, ἐξαιρέτως δ’ ἐκεῖνοι θαυμασιώτεροι οἱ πλούτωι μὲν καὶ εὐγενείαι καὶ δόξηι λόγωι τε καὶ φιλοσοφίαι διαπρέψαντες, πάντα γε μὴν δεύτερα θέμενοι τῆς ἀληθοῦς εὐσεβείας καὶ τῆς εἰς τὸν σωτῆρα καὶ κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν πίστεως, οἷος Φιλόρωμος ἦν, ἀρχήν τινα οὐ τὴν τυχοῦσαν τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν βασιλικῆς διοικήσεως ἐγκεχειρισμένος, ὃς μετὰ τοῦ ἀξιώματος καὶ τῆς Ῥωμαϊκῆς τιμῆς, ὑπὸ στρατιώταις δορυφορούμενος, ἑκάστης ἀνεκρίνετο ἡμέρας, Φιλέας τε τῆς Θμουϊτῶν ἐκκλησίας ἐπίσκοπος, διαπρέψας ἀνὴρ ταῖς κατὰ τὴν πατρίδα πολιτείαις τε καὶ λειτουργίαις ἔν τε τοῖς κατὰ φιλοσοφίαν λόγοις· οἳ καὶ μυρίων ὅσων πρὸς αἵματός τε καὶ τῶν ἄλλων φίλων ἀντιβολούντων, ἔτι μὴν τῶν ἐπ’ ἀξίας ἀρχόντων, πρὸς δὲ καὶ αὐτοῦ τοῦ δικαστοῦ παρακαλοῦντος ὡς ἂν αὐτῶν οἶκτον λάβοιεν φειδώ τε παίδων καὶ γυναικῶν ποιήσοιντο, οὐδαμῶς πρὸς τῶν τοσούτων ἐπὶ τὸ φιλοζωῆσαι μὲν ἑλέσθαι, καταφρονῆσαι δὲ τῶν περὶ ὁμολογίας καὶ ἀρνήσεως τοῦ σωτῆρος ἡμῶν θεσμῶν ὑπήχθησαν, ἀνδρείωι δὲ λογισμῶι καὶ φιλοσόφωι, μᾶλλον δὲ εὐσεβεῖ καὶ φιλοθέωι ψυχῆι πρὸς ἁπάσας τοῦ δικαστοῦ τάς τε ἀπειλὰς καὶ τὰς ὕβρεις ἐνστάντες, ἄμφω τὰς κεφαλὰς ἀπετμήθησαν».

[8] HIERONYMUS, De viris illustribus, κεφ. 78: «Phileas, de urbe Aegypti, quae vocatur Thmuis, nobili genere et non parvis opibus, suscepto episcopatum elegantissimum librum “de martyrum laude” composuit et disputatione actorum habita adversus iudicem, qui eum sacrificare cogebat, pro Christo capite truncatur eodem in Aegypto persecutionis auctore que Lucianus Nicomediae».

[9] ΕΥΣΕΒΙΟΣ, Εκκλησιαστική Ιστορία, Η΄ κεφ.10,  στ. 2-10.

[10] RUFINUS, Historia Hecclesiastica, κεφ. 759, στ. 1-30: «O vere mirabilis et omni veneratione dignus grex ille beatorum turma virorum fortium, corona splendoris gloriae Christi. Hanc sane coronam pretiosior omnium lapis et gemma nobilior decorabat. Phileas huic nomen est, qui erat episcopus urbis ipsius, quae appellatur Thmuis. Hic nobilitatem primi generis secundum animi virtutem de caelestibus trahebat, de terrenis vero, quantum ad saeculum pertinet, primis in Romana re rubrica fuerat honoribus functus, eruditione quoque liberalium litterarum et omnibus quae ad animi virtutem pertinent exercitiis ad prime eruditus, novissimam hanc, quae prior est omnium, secundum deum philosophiam ita suscepit, ut omnes que praecesserant, anteiret. Cumque plurimos propinquo set consanguineos nobiles viros in eadem urbe haberete frequenter ad praesidem ducebatur euisque monitis acquiescere tot et tantis propinquis exorantibus, respectum habere uxoris et contemplationem suadebatur suscipere liberorum, neque in coepta prassumptione persistere. Ille vero velut si saxum immobile unda adlideretur, garrientium dicta respuere, animo ad caelum tendere, Deum in oculis habere, parentes et propinquos sanctos martyres et apostolos ducere. Aderat tunc quidam vir agens turmam militum Romanorum, Philoromus nomine. Qui cum videret Phileam circumdatum lacrimis propinquorum, et praesidis calliditate fatigari, nec tamen flecti aut infringi ulla tenus posse, exclamat : Quid inaniter et superfluo constantiam viri temptatis? Quid eum, qui fidem deo servat, infidelem vultis efficere? quid eum cogitis negare Deum ut hominibus acquiescat? Non videtis quod aures eius vestra verba non audiunt? Quod oculi eius vestras lacrimas non vident? Quomodo potest terrenis lacrimis flecti, cuius oculi caelestem gloriam contuentur? Post haec dicta, cunctorum ira in Philoromum versa; unam eamdemque eum cum Philea subire sententiam poscunt. Quibus libenter adnuens iudex, utrumque plecti capite iubet».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

α) Πηγές

AMMIANUS MARCELINNUS, Rerum gestarum = AMMIANUS MARCELINNUS, Rerum gestarum libri qui supersunt (ed. W. SEYFARTH), Leipzig 1978.

ΕΥΣΕΒΙΟΣ, Εκκλησιαστική Ιστορία = SCHWARZ E. – MOMMSEN T., Eusebius Werke II. 1-3: Die Kirchengeschichte, Leipzig 1903-1909.

HALKIN F., «L’Apologie du martyr Phileas de Thmuis (Papyris Bodmer XX) et les Actes latins de Phileas et Philoromus», Analecta Bollandiana 81 (1963) pp. 19-27.

HIERONYMUS, De viris illustribus = HERDING W., Hieronymi ‘de viris illustribus’ liber, Leipzig 1923.

MARTIN V., Paryrus Bodmer XX. Apologie de Phileas eveque de Thmouis, [Bibliotheca Bodmeriana], Geneve 1964.

PIETERSMA AL., The Acts of Phileas Bishop of Thmuis (Including Fragments of the Greek psalter). P. chester Beatty XV (with a New Edition of P. Bodmer XX, and Halkin’s Latin Acta) edited with Introduction, Translation and Commentary, [Chahiers d’Orientalisme VII], Geneve 1984.

RUFINUS, Historia Ecclesiastica = SCHWARZ E. – MOMMSEN T., Eusebius Werke II.2, Leipzig 1908, σσ. 960-1040.

β) Βοηθήματα

EMMETT A. A. – PICKERING S. R., «The Importance of P. Bodmer XX, The ‘Apology of Phileas’ and its Problems», Prudentia 7 (1975) pp. 95-103.

JONES A. H. M., The Prosopography of the Later Roman Empire, vol. I, Cambridge 1971.

JONES A. H. M., The Cities of the Eastern Roman Provinces, Oxford 1971.

KNIPFING J. R., «The Date of the Acts of Phileas and Philoromus», Harvard Theological Review 16 (1923) pp. 198-203.

ΚΟΪΝΙΔΗΣ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ αρχιμ., «Ιερομάρτυς Φιλέας, επίσκοπος Θμούεως», Εκκλησιαστικός Φάρος 40 (1941) 29-45.

LE BLANT E., “Note sur les Actes de Saint Phileas”, Nuovo bullentino di archeologia christiana 2 (1896) 27-33.

MARAVAL Ρ., Actes et passions des martyrs chrétiens des premiers siècles, Introduction, traduction et notes, Sagesses chrétiennes, Paris 2010.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤ., Πατρολογία, τόμ. Β΄, Αθήνα 1995 σσ. 59-60.

ΠΑΣΧΟΣ Π. Β., Άγιοι οι φίλοι του Θεού. Εισαγωγή στην Αγιολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, [Υμναγιολογικά κείμενα και μελέτες 2], Αθήνα 1995.

ROBERTS C. H., «The Apology of Phileas: two notes», The Journal of Theological Studies, 18 (1967) 437-438.

ΤΣΑΜΗΣ Δ., Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1999.

ΧΡΗΣΤΟΥ Π., Ελληνική Πατρολογία, τόμ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 917-9

Υπ. Δρ. Θεολογίας Νικόλαος Κουρεμένος

pemptousia.

Αφήστε μια απάντηση