kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Τα Τίμια Δώρα. (+Διονυσίου, Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης)

Συγγραφέας: kantonopou στις 17 Ιουνίου, 2012

«…ως απαρχάς της ημετέρας ζωής τω Θεώ αφιερούμεν ταύτα τα δώρα τροφήν ανθρωπίνην όντα, δι’ ης η σωματική ζωή συνέστηκε.»

(Ως πρωτογεννήματα της ζωής μας αφιερώνουμε στο Θεό αυτά τα δώρα, που είναι ανθρώπινη τροφή με την οποία συντηρείται η ζωή.)

Όλες οι ερμηνείες της Θείας Λειτουργίας, παλαιότερες και νεώτερες, αρχίζουν από την πρόθεση των τιμίων δώρων. Αλλά και οι λειτουργικές φυλλάδες τοποθετούν την πρόθεση στην αρχή και πριν από το «Ευλογημένη…», σαν μια ξεχωριστή ακολουθία. Δεν είναι όμως έτσι, και μόνο για ευκολία και οικονομία χρόνου η πρόθεση επικράτησε να γίνεται το πρωί, όταν ψάλλεται η ακολουθία του Όρθρου. Η πρόθεση λέγεται και προσκομιδή, αλλ’ αυτό δεν είναι σωστό, καθώς θα εξηγήσουμε στα επόμενα. Άλλο είναι η πρόθεση κι άλλο η προσκομιδή· εκείνο που συνηθίζουμε να λέμε προσκομιδή είναι η πρόθεση, κι εκείνο που λέμε πρόθεση είναι η προσκομιδή. Εμείς  λοιπόν   σήμερα  θα   μιλήσουμε για την πρόθεση των τιμίων δώρων.

Μετά την ευχή του Χειρουβικού, ο ιερέας έρχεται στην πρόθεση, για να ετοιμάσει τον άρτο και τον οίνο για τη θεία Ευχαριστία. Πρόθεση λέγεται η θέση μέσα στο Ιερό Βήμα στα δεξιά της αγίας Τράπεζας, πρόθεση λέγεται και η πράξη του ιερέα. Δεν μας ενδιαφέρει τώρα να πούμε πώς γίνεται η ετοιμασία· αυτό είναι έργο των Ιερέων· Μας ενδιαφέρει να πούμε τί γίνεται κάθε φορά και να εξηγήσουμε γιατί γίνεται· όσο για το πώς γίνεται αυτό ενδιαφέρει τους ίδιους τους ιερείς.

Τα δώρα που προσφέρουμε για τη θεία Ευχαριστία είναι ο άρτος και ο οίνος. Στα λόγια που βάλαμε στην αρχή της ομιλίας, ο αγ. Νικόλαος Καβάσιλας μας ομιλεί για τη σημασία που έχει το γεγονός. Προσφέρομε, λέει, ψωμί και κρασί, γιατί αυτά τα δύο είναι η πρώτη τροφή, με την οποία συντηρείται η σωματική μας ζωή. Ο ίδιος εξηγητής της θείας Λειτουργίας ψάχνει να βρει έναν βαθύτερο λόγο· ποιά είναι, λέει, η αιτία και ποιός είναι ο λόγος, για τον οποίο εμείς άπρεπε να προσφέρουμε για δώρα στο Θεό την πρώτη τροφή της ζωής μας; «Όχι ζωήν ημίν ο Θεός αντιδίδωσι τούτων των δώρων»· επειδή, αντίδωρο γι’ αυτά τα δώρα, ο Θεός μας προσφέρει ζωή. Είναι, αλήθεια, τόσο απλά, μα και τόσο τίμια τα δώρα που προσφέρουμε στο Θεό για την αναίμακτη θυσία! Είναι καρπός της εργασίας και του κόπου μας, γέννημα της γης και «γέννημα της αμπέλου». Και είναι πραγματικά τίμια δώρα, γιατί αυτά θα γίνουν το σώμα και το αίμα του Κυρίου, μα και γιατί τα έχουμε δικά μας με τον κόπο και τον ιδρώτα μας.

Αλλά βέβαια όχι γιατί το λέει ο Καβάσιλας και το επαναλαμβάνουμε εμείς, αλλά γιατί ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, σύμφωνα με παλαιούς προφητικούς τύπους στην Παλαιά Διαθήκη, έκανε την πρώτη θεία Λειτουργία με ψωμί και με κρασί. Αυτό μαρτυρούν τα θεία Ευαγγέλια κι αυτό γράφει ο μεγάλος Απόστολος, ότι ο Ιησούς Χριστός, εκείνο το βράδυ στο μυστικό δείπνο, ευλόγησε τον άρτο και τον οίνο και είπε· «Λάβετε, φάγετε…» και «Πίετε εξ αυτού πάντες…». Αν οι πιστοί προσφέρουν κι άλλα δώρα, αλλά ο ιερέας για τη θεία Ευχαριστία κρατάει μόνο το ψωμί και το κρασί. Σε παλαιούς καιρούς αλλά και σήμερα φέρνουν στην Εκκλησία καρπούς και οπωρικά και κρέατα, όλα όμως αυτά δεν έχουν θέση στην πρόθεση και στην αγία Τράπεζα, δηλαδή στη θεία Ευχαριστία. Γι’ αυτό η Εκκλησία τα απαγορεύει, καθώς βλέπομε στον τρίτο κανόνα των αγίων Αποστόλων «Μη εξόν δε έστω προσάγεσθαί τι έτερον προς το θυσιαστήριον, ή έλαιον εις την λυχνίαν και θυμίαμα τω καιρώ της άγιας προσφοράς»· δεν επιτρέπεται να προσφέρεται τίποτε άλλο στο θυσιαστήριο για τη θεία Λειτουργία, εκτός από το ψωμί και το κρασί, παρά μόνο λάδι για τα καντήλια και θυμίαμα. Αυτό κάνουν πάντα μέχρι σήμερα οι πιστοί· φέρνουν στην Εκκλησία για τη θεία Λειτουργία ψωμί, κρασί, λάδι κερί και θυμίαμα. Ό,τι δηλαδή χρειάζεται για τη θεία Κοινωνία, για το φωτισμό και για το αρωματισμό του ναού.

Το ψωμί, που προσφέρεται για τη θεία Λειτουργία, στη γλώσσα της Εκκλησίας λέγεται άρτος ή ευλογία ή προσφορά ή απαρχή. Και το κρασί λέγεται νάμα, κι είναι ο φυσικός χυμός του σταφυλιού, το «γέννημα της αμπέλου», όπως λέει ο Ιησούς Χριστός στο Ευαγγέλιο. Ο καθένας το καταλαβαίνει πως η προσφορά και το νάμα, που προσφέρουμε για τη θεία Κοινωνία πρέπει να είναι ετοιμασμένα με κάθε επιμέλεια και ευλάβεια. Δεν είναι χωρίς σημασία ποιός θα ζύμωση το ψωμί και πώς θα το ζυμώσει, και ποιός θα κάνει το κρασί και πώς θα το κάνει, για να είναι η προσφορά και το νάμα κατάλληλα για τη θεία Λειτουργία. Αλλά δεν μπορούμε να είμαστε καθόλου ικανοποιημένοι με τον τρόπο που πολλοί καταλαβαίνουν σήμερα αυτά τα πράγματα. Καλά τι μπορεί να γίνεται στις πόλεις, αλλά και στα χωριά μας, που οι άνθρωποι έχουν το σιτάρι και το κρασί δικό τους, σπάνια βλέπομε στην Εκκλησία μια προσφορά καλά ζυμωμένη και νάμα κατάλληλο για τη θεία Κοινωνία. Δεν μπορούμε όμως  τώρα  να διδάξουμε  αυτά τα πράγματα.

Η προσφορά για τη θεία Λειτουργία όχι μόνο γίνεται από εκλεκτό και καθαρό σιταρίσιο αλεύρι, αλλά και έχει έναν ορισμένο τύπο· έχει τυπωμένη επάνω τη σφραγίδα με τις λέξεις «Ιησούς Χριστός νικά», με τη μερίδα της υπεραγίας Θεοτόκου και τις μερίδες των Αγίων. Η σφραγίδα με τις λέξεις «Ιησούς Χριστός νικά» είναι ο «αμνός», ο Υιός του Θεού, που γεννήθηκε άνθρωπος από την υπεραγία Θεοτόκο και προσφέρθηκε θυσία για τη σωτηρία του κόσμου. Γι’ αυτό την προσφορά «εις τύπον της πανυμνήτου Θεοτόκου πιστώς δεχόμεθα και δοξάζομεν»· καθώς από την υπεραγία Θεοτόκο γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός, έτσι από την προσφορά βγαίνει ο αμνός για την αναίμακτη θυσία. Και ο οίνος στο άγιο Ποτήριο είναι το αίμα και το νερό, που έτρεξε από την πλευρά του σταυρωμένου Ιησού Χριστού, όταν με την λόγχη τον κέντησε ο στρατιώτης. Γι’ αυτό στην πρόθεση τώρα που ετοιμάζει ο ιερέας προσφέρεται οίνος «ύδατι μεμιγμένος», οίνος δηλαδή ανακατεμένος με νερό, που αυτό ακριβώς είναι το κρασί.

Αλλά δεν είναι χωρίς σημασία και ποιοί μπορούν να προσφέρουν και ποίων τα δώρα δέχεται η Εκκλησία για τη θεία Λειτουργία. Σήμερα δεν το προσέχομε αυτό, αλλά βέβαια δεν κάνουμε καλά, γιατί έτσι χάνουμε σιγά-σιγά την πίστη μας και δεν ξέρουμε τί είναι η Εκκλησία και τί είμαστε εμείς σαν μέλη της Εκκλησίας και τί είναι η αμαρτία μας όχι μόνο για μας προσωπικά, αλλά και για την Εκκλησία, που είναι το σώμα του Χρίστου και η κοινωνία των αγίων. Οι ιερείς έχουν χρέος να μη δέχονται τα δώρα των «προδήλως αμαρτανόντων», εκείνων δηλαδή που φανερά και προκλητικά αμαρτάνουν και εκείνων «οι την αμαρτίαν ανέδην διενεργούσα»), που ελεύθερα δηλαδή και με όλη τους την άνεση ζουν όπως θέλουν κι όπως δεν ταιριάζει σε χριστιανούς. Από τέτοια δυστυχώς παραδείγματα είναι γεμάτη η ζωή μας, και το θεωρούμε πια σαν αδύνατο να μπορέσουμε να σταματήσουμε τέτοιες αταξίες που ζημιώνουν την Εκκλησία και την εκθέτουν στα μάτια των εχθρών της. Όποιος έχει λόγο να μην κοινωνεί, και να προσφέρει δεν μπορεί.

Οι πιστοί προσφέρουν τα δώρα τους, το ψωμί, το κρασί, το λάδι, το κερί και το θυμίαμα, και ο ιερέας κρατάει στην πρόθεση την προσφορά και το νάμα για τη θεία Κοινωνία. Μια προσφορά κρατάει κι αύτη είναι για όλες τις προσφορές που φέρνονται κάθε φορά. Γιατί όλες οι προσφορές στην Εκκλησία γίνονται μία προσφορά, όπως όλοι οι πιστοί μέσα στη σύναξη είναι ένας άνθρωπος, καθώς το γράφει ο Απόστολος, ότι «εις Άρτος εν σώμα οι πολλοί έσμεν». Ο Ιησούς Χριστός πρόσφερε τον εαυτό του κι οι πιστοί προσφέρουν τα δώρα τους, και μέσα στη μια προσφορά και θυσία του Ιησού Χριστού όλες οι δικές μας προσφορές γίνονται μία προσφορά, κοινή λατρεία και θυσία στο Θεό. Μέσα στο δισκάριο και το ποτήριο της ιερής πρόθεσης, που ο ιερέας ετοίμασε τα αντίτυπα του σώματος και του αίματος του Χριστού, είναι όλη η Εκκλησία· ο Ιησούς Χριστός, η Παναγία, οι Άγιοι, οι ζώντες και οι κεκοιμημένοι. Μαζί και η υλική κτίση, στα δώρα που προσφέρουμε, στον άρτο και στον οίνο, που είναι η τροφή μας, «δι’ ης η σωματική ζωή συνέστηκεν». Αμήν.

(+Διονυσίου, Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης, «Η Θεία Λειτουργία», εκδ. Αποστ. Διακονίας) Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

Αφήστε μια απάντηση