kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου… Η προσευχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

Συγγραφέας: kantonopou στις 27 Φεβρουαρίου, 2012

Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου… Η προσευχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

Τοῦ Ἀρχιμανδρίτου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Μακαρίου Γρινιεζάκη.

«Ἰδοῦ καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδοῦ καιρός μετανοίας».

Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή, εἶναι περίοδος μεταμόρφωσης. Ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται καθημερινά «τόν καλόν ἀγώνα», πού ἀποβλέπει στήν ἀλλαγή, στήν ὁλοκληρωτική πνευματική ἀλλοίωση τῶν αἰσθήσεων, τῶν ἐπιθυμιῶν τῶν ἀναγκῶν καί τῆς σάρκας. Μέσα ἀπό μιά θαυμάσια, ἄνετη, εἰρηνική, μυσταγωγική καί προσευχητική διαδικασία ὅλα μεταμορφώνονται κατά τήν περιόδο αὐτή. Γι᾽ αὐτό ὁ καιρός τοῦ κατανυκτικοῦ Τριωδίου, «καιρός εὐπρόσδεκτος καιρός μετανοίας», εἶναι ξεχωριστός, γίνεται γιά ὅλους μας «ὁ εὐλογημένος καιρός» μέσα στήν τραγικότητα τῆς ἱστορίας μας, ἀφοῦ ἀναζητοῦμε τό ἄλλο, τό διαφορετικό ἀπό αὐτό πού ἐπαγγέλεται ὁ κόσμος, ἀφοῦ καλλούμαστε νά  χορτάσουμε πνευματικά, ἐνῶ θά πεινοῦμε σωματικά, ἀφοῦ αἰσθανόμαστε τό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐκουσίως πορεύεται πρός τή σταύρωση, ἀφοῦ τέλος, προσπαθοῦμε νά γίνουμε κοινωνοί τῆς χαρᾶς τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς ὡραιότητας Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας. Μιᾶς ὡραιότητας μοναδικῆς καί ἀνεπανάληπτης πού βιώνεται μόνο ὅταν ὑπάρχει τό πνεῦμα καί τό ἦθος τῆς Σαρακοστῆς, τό ὁποῖο μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ ὡς «πόθος ψυχῆς δρυμίς καί ἀφόρητος» γιά τό Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας μας Ἰησοῦ Χριστό.

Ἡ εὐχή τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου πού ἐπανειλημμένα θά ἀκούγεται τήν περίοδο αὐτή χαρακτηρίζεται ὡς ἡ προσευχή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, γιατί ἀκριβῶς συνοψίζει ὅλο τό πνεῦμα καί τό ἦθος αὐτῆς τῆς περιόδου, πού εἶναι ἀσκητικό καί προσευχητικό[1].

Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή καθίσταται στάδιο ἀγώνα προσωπικοῦ καί ἡ εὐχή τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ ἀποτελεῖ ἕνα κανόνα ἐλέγχου, ἕνα μέτρο ἀξιολόγησης τοῦ προσωπικοῦ μας ἀγώνα, ὁ ὁποῖος ἀποβλέπει στό νά μᾶς ἀπελευθερώσει ἀπό κάποιες βασικές πνευματικές ἀσθένειες, πού διαμορφώνουν τή ζωή μας καί μᾶς κάνουν πραγματικά ἀνίσχυρους, ἐνῶ προσδοκᾶ νά μᾶς ὁδηγήσει στή μετάνοια, στήν ἐλευθερία, στήν ἐμπειρία τῶν ἀρετῶν, πού θά μεταμορφώσουν τελικά τή χριστιανική μας ζωή τόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό, ἀλλά καί τόν σύμπαντα κόσμο[2].

Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου.

Ἡ εὐχή τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ξεκινᾶ μέ μιά ἐπίκληση στό Θεό, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ πονεμένου καί ταλαιπωρημένου ἀνθρώπου: «Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου». Μέ αὐτή τήν ἐπίκληση ἤ ἄν θέλετε μέ αὐτή τήν ἐσωτερική κραυγή συντριβῆς καί ἀγωνίας ὁ ἄνθρωπος δηλώνει τή μηδαμηνότητά του, καταθέτει ἐνώπιον τοῦ «Κυρίου καί Δεσπότου» τῆς ζωῆς του ὅτι αἰσθάνεται τήν ἁμαρτωλότητά του καί τήν ἀδυναμία του, ἐνῶ ἐμμέσως πλήν σαφῶς ἀναγνωρίζει τόν ἑαυτό του ὡς δούλο ἔναντι τοῦ Κυρίου του. Ἔτσι ὁ Χριστός γιά τόν προσευχόμενο δέν καθίσταται ἁπλᾶ καί μόνο ἕνας Θεός ἤ ἕνας σπουδαῖος ἄνθρωπος πού πέρασε ἀπό τήν ἱστορία τοῦ κόσμου ἤ ἀκόμη ἕνας μεγάλος φιλόσοφος, ὁ ὁποῖος πραγματοποίησε τεράστιες κοινωνικές τομές καί μεταρρυθμίσεις, ἀλλά ὁ Χριστός γίνεται ὁ «Κύριος καί Δεσπότης τῆς ζωῆς του». Ἀπό τήν ἀρχή, ἑπομένως, τῆς προσευχῆς αὐτῆς δίδεται τό στίγμα τοῦ προσευχομένου ἀνθρώπου, ὅτι ἀφενός ἀνήκει στήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός τόν ὁποῖο ἐπικαλεῖτε, καί ἀφετέρου ὅτι ἀποδέχετε τήν κυριότητα τοῦ Χριστοῦ στή ζωή του ἀποκαλύπτοντας διά τῆς ἐπικλήσεως αὐτῆς τήν πίστη καί τήν ἀφοσίωση στή θεότητά Του[3].

Ἡ ἀποδοχή τοῦ Χριστοῦ ὡς «Κυρίου καί Δεσπότου τῆς ζωῆς μας» ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιά ὅλους μας κυρίως ὅμως γι᾽ αὐτούς οἱ ὁποῖοι, ἔχοντας τήν τάση τῆς αὐτονομίας καί αὐτοειδωλοποιήσεως, πολλές φορές χωρίζουν τήν ζωή τους ἀπό τό Θεό, ἀπομονώνονται καί ἀπομακρύνονται, γεγονός πού δηλώνει ὅτι κατ᾽ οὐσίαν δέν Τόν ἀναγνωρίζουν ὡς «Κύριο καί Δεσπότη τῆς ζωῆς τους». Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἔχοντας τή ροπή τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τολμᾶ μέ θράσσος μέσα στήν καθημερινότητά του, νά αὐτοανακηρύσσεται Θεός γιά νά ἔχει ἔτσι τήν δυνατότητα νά γνωρίσει τά πάντα καί νά γευτεῖ ὅλους τούς καρπούς, δίχως ἀναστολές καί ἠθικούς ἐνδοιασμούς, ἀφοῦ «χωρίς Θεό ὅλα ἐπιτρέπονται».

Δέν χρειάζεται βέβαια πολύς χρόνος γιά νά διαπιστώσει κανείς ὅτι αὐτή ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τό Θεό καί ἡ προσωπική αὐτονόμηση ὄχι μόνο δέν προσφέρει στόν ἄνθρωπο χαρά καί ἐσωτερική πληρότητα ἀλλά καταθλιπτικά περιορίζει καί συνθλίψει τή ζωή του. Γι᾽ αὐτό ὁ αὐτονομημένος καί ἐγωιστής ἄνθρωπος, ὁ αὐτοθεούμενος καί αὐτολατρευόμενος καταντᾶ νά ζεῖ ἀνελεύθερα. Οἱ ἀπολαύσεις του γίνονται πόνος. Οἱ ἠδονές του καταλήγουν σέ ὀδύνες. Οἱ χαρές του εἶναι ἄγευστες. Ἡ ζωή του ὅλη εἶναι μιά κατάθλιψη χωρίς νόημα καί ἐνθουσιασμό.

Μέ ἄνεση κατανοοῦνται οἱ παραπάνω ἀλήθειες ἐάν προχωρήσουμε στά λόγια τῆς εὐχῆς τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, τά ὁποῖα μᾶς παρουσιάζουν ἕνα σύμπλεγμα παθῶν, ἀρνητικῶν στοιχείων τῆς πνευματικῆς ζωῆς, πού ἀπομακρύνουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ὁδό τοῦ Εὐαγγελίου καί τήν ἐργασία τῶν ἀρετῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σημειώνει, ἐπικαλούμενος τόν «Κύριο καί Δεσπότη τῆς ζωῆς του», ὁ ὅσιος πατήρ: «Πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας μή μοι δῷς», δηλαδή μή μοῦ δώσεις Κύριε πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας.

Ὅπως εὔκολα διαπιστώνουμε τά πάθη αὐτά: ἡ ἀργία, ἡ περιέργεια, ἡ φιλαρχία, καί ἡ ἀργολογία, εἶναι πάθη τῆς καρδιᾶς καί ὄχι τοῦ σώματος. Κι αὐτό πρέπει νά τό προσέξουμε ἰδιαίτερα, ἀποδεχόμενοι ὅτι τό κείμενο τῆς Εὐχῆς τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, καθώς καί ὁλόκληρη ἡ παράδοση τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, δέν δίνει πρωτεύουσα σημασία στά ἁμαρτήματα τῆς σάρκας, ὅπως λανθασμένα νομίζουμε, ἀλλά στά ἁμαρτήματα τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς. Ἐκεῖ δίδονται οἱ λεπτές πνευματικές μάχες καί ἀπό τή διάκριση αὐτή ἐξαρτᾶται τό δράμα τῆς ἀπώλειάς μας ἤ ἡ ὀμορφιά τῆς σωτηρίας μας[4].

Πνεῦμα ἀργίας…. μή μοι δῷς.

Ἡ πρώτη πρός ἀποφυγή πνευματική ἀσθένεια πού παρουσιάζεται εἶναι ἡ ἀργία, ἡ ὁποία ὅπως μᾶς διδάσκουν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἡ πηγή κάθε κακίας καί ἡ θύρα ἀπό τήν ὁποία μπαίνουν οἱ δαίμονες στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Γι᾽ αὐτό ἐν ἐπιγνώσει παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μήν μᾶς δώσει πνεῦμα ἀργίας, πού αὐτόματα σημαίνει ὅτι δέν ἐπιθυμοῦμε νά γίνομε ἄπρακτοι, ὀκνηροί, νωθροί, ἀδρανεῖς ἤ ἀδιάφοροι[5].

Ἡ ἀργία, ὅπως καί κάθε πνευματικό παράπτωμα, μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τό Θεό, κυρίως ὅμως συνιστᾶ μιά βασική ἄρνηση τῆς κλήσεώς μας καί ἀπόρριψη τῆς εὐθύνης μας νά διακονήσουμε ὡς συνδημιουργοί τοῦ Θεοῦ. Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσίν Του. Ἑπομένως, ὁ ἄνθρωπος, ἐπί τῇ βάσει τῶν προδιαγραφῶν του, δημιουργεῖ καί ἐργάζεται ὅπως τόν Δημιουργό Θεό. Ὁ χριστιανός δέν ζεῖ ἀπλά μέσα στή δημιουργία, ἀλλά ἐργάζεται γι᾽ αὐτήν, τή φροντίζει καί ἔχει ἀναλάβει τήν διαχείρησή της, μιά εὐθύνη ἀρκετά ὑψηλή καί ἐπίπονη, παράλληλα ὅμως καί τιμητική ἐφόσον κανένα ἄλλο δημιούργημα δέν ἔχει αὐτό τό ἰδιαίτερο χάρισμα.

Μέ αὐτά τά δεδομένα ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι κάθε παθητικότητα καί ἀδράνεια, κάθε μορφῆς ἀργία καί ἀδιαφορία εἶναι φαινόμενα ξένα πρός τό πνεῦμα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀλλά καί πρός τό ἦθος τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας. Ὁ χριστιανός ὀφείλει νά καταθέτει καθημερινά τήν μαρτυρία του, πού πρέπει νά εἶναι μαρτυρία δυναμική, ἔμπρακτη, δημιουργική, συμμετοχική στό δημιουργικό ἔργο τοῦ Θεοῦ. Πόσο δυσάρεστο εἶναι τό γεγονός νά ἐπιτρέπουμε ἤ νά ἀποδεχόμαστε ὡς πρόσωπα ἀλλά καί ὡς κοινωνία ἡ ἀργία νά γίνεται τρόπος ζωῆς. Ὡς πρόσωπα, δυστυχῶς, δέν ἐπιθυμοῦμε νά ἐργαζόμαστε, δέν χαιρόμαστε τή δουλειά, δέν ἔχουμε τόν πόθο νά μετέχουμε στήν δημιουργία τοῦ κόσμου καί στήν ζωή τοῦ πλησίον. Κι αὐτό συμβαίνει σέ τέτοια βαθμό ὥστε τό μεγάλο ἀστικό πρόβλημα πού παρουσιάζεται σήμερα εἶναι τό τί θά κάνουμε τίς ἐλεύθερες ὥρες μας, γεγονός πού δηλώνει ὅτι ταυτίζουμε τή ζωή μας μέ τήν ξεκούραση, τήν ἀργία καί τήν ἀπόλαυση[6].

Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἡ καταναλωτική κοινωνία μας ἔχει τήν τάση νά μειώνει τήν ἐργασία, νά αὐξάνει τήν ἀπόλαυση, νά ἐξαφανίζει σχεδόν τήν δημιουργηκότητα τοῦ ἀνθρώπου καί τό χειρότερο νά μεταποιεῖ τίς ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας μας σέ ἀργίες, πού λειτουργοῦν ὡς εὐκαιρίες ξεκούρασης, ἐκτόνοσης, διασκέδασης καί ἀπόλαυσης. Ἔτσι μέ πολλή λύπη διαπιστώνουμε ὅτι ἡ Κυριακή καί σχεδόν ὅλες οἱ ἐκκλησιαστικές ἑορτές γιά πολλούς ἀπό τούς συνανθρώπους μας ἔχουν χάσει τό σκοπό καί τό νοημά τους, ἀφοῦ ἀργούμε ἀλλά δέν ἑορτάζουμε, ξεκουραζόμαστε σωματικά ἀλλά ἀσθενούμε πνευματικά. Καί βέβαια ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἑορτάζει ἀλλά δέν ἀργεῖ γιατί ἡ ἀργία εἶναι σημεῖο ἀπομόνωσης, ἐγωισμοῦ καί ἐσωστρέφειας ἐνῶ ἡ ἑορτή εἶναι κοινωνία μέ τή χαρά τοῦ Θεοῦ, τή χαρά τῶν Ἁγίων καί τῆς Ἐκκλησίας[7].

Πνεῦμα περιεργείας…. μή μοι δῷς.

Ἡ ἀργία ὡς ἀπραξία ἀναπόφευκτα ὁδηγεῖ στήν περιέργεια. Ἤδη ἀπό τά ἀποστολικά χρόνια ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καυτηριάζει τήν περίπτωση τῶν γυναικῶν ἐκείνων πού εἶχαν περιέργεια σημειώνοντας ὅτι «καί ἀργαί…. οὐ μόνον δέ ἀργαί, ἀλλά καί φλύαροι καί περίεργοι, λαλοῦσαι τά μή δέοντα»[8]. Εἶναι σαφές καί μόνο ἀπό τούς λόγους τοῦ Ἀποστόλου ὅτι ἡ περιέργεια εἶναι ἕνα πάθος πού ἐκφράζει τήν ἐσωτερική ἀκαταστασία καί ἀταξία αὐτοῦ πού τό ἔχει. Γιατί ὁ περίεργος εἶναι συνεχῶς συγχυσμένος, ἀνήσυχος καί ταραγμένος. Διακατέχεται ἀπό ἐπιπολαιότητα, ἀταξία, ἀνευθυνότητα, παραμονή στήν ἐπιφάνεια τῶν πραγμάτων καί τῶν καταστάσεων. Ὁ περίεργος χάνει τήν προσοχή του, διασπᾶ καί ἐκδαπανᾶ τό νοῦ καί τήν καρδιά του σέ ἀλλότρια καί μή σπουδαῖα πράγματα, μέ ἀποτέλεσμα νά χάνει τήν πορεία του πρός τόν οὐρανό, νά ἐκτροχιάζεται ἀπό τό δρόμο τοῦ Εὐαγγελίου, νά ματαιοπονεῖ, καί νά ἐγκλωβίζει τήν καρδιά του σέ ἀνούσια καί ἀνώφελα θέματα[9].

Πέραν τοῦτων ὅμως ἡ περιέργεια δηλώνει ὅτι ὡς ἄνθρωποι δέν ἔχουμε γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας, γι᾽ αὐτό μέ ἄνεση ἐγκαταλείπουμε τά δικά μας θέματα, τά προβλήματά μας, τά πάθη μας καί τίς ἁμαρτίες μας, τίς ὑποχρεώσεις μας καί τίς ἐργασίες μας καί μέ τρόπο αὐθάδη καί κυνικό εἰσερχόμαστε στή ζωή τῶν ἄλλων. Ἔτσι, τό πάθος αὐτό τῆς ψυχῆς μᾶς αἰχμαλωτίζει στόν πειρασμό τῆς κρίσεως καί τῆς κατακρίσεως, τοῦ χλευασμοῦ καί τῆς γελειοποιήσεως τῶν ἄλλων, ἀφοῦ δέν ἐργαζόμαστε γιά τούς ἄλλους, ἀλλά περιεργαζόμαστε τούς ἄλλους[10].

Πνεῦμα φιλαρχίας…. μή μοι δῷς.

Τό νά ἐγκαταλείπει κανείς τόν ἑαυτό του καί νά ἀσχολεῖται μέ ἀλλοτρια πράγματα εἶναι καθαρά δεῖγμα ἐγωισμοῦ. Γιά τό λόγο αὐτό τό ἐπόμενο πάθος πού παρακαλοῦμε τόν «Κύριο καί Δεσπότη τῆς ζωῆς μας» νά ἀπαλλαγοῦμε εἶναι ἡ φιλαρχία. «Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας μή μοι δῷς».

Ἡ φιλαρχία εἶναι ἡ οἴηση, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ φιλοδοξία γιά ἀρχηγία, ἡ δίψα γιά ἐξουσία καί ἡ ἀγωνία γιά καταδυνάστευση. Πρόκειται γιά ἕνα πάθος πού κυριεύει τόν ἄνθρωπο ὅταν αὐτός χάσει τήν αὐτογνωσία του καί τήν κυριαρχία πάνω στόν ἑαυτό του. Μάλιστα ἡ φιλαρχία συνιστᾶ τό ἀποτέλεσμα τῶν δύο παθῶν πού ἀναφέρθηκαν προηγουμένως: τῆς ἀργίας καί τῆς περιεργείας, γιατί οἱ ἀργοί καί οἱ περίεργοι ἐπιθυμοῦν νά καλύψουν τήν ἔνδειά τους καί τά ἐσωτερικά τους κενά μέ τό νά θέλουν νά γίνουν φίλαρχοι. Αἰχμαλωτίζονται σέ μιά ζωή πού φθείρεται στήν ἀργία καί τήν ὀκνηρία, ἐνῶ παράλληλα ἐγκλωβίζονται στήν περιέργειά τους γιά τά θέματα τῶν ἄλλων κι αὐτή ἡ νοσηρή κατάσταση ἀναπόφευκτα ὁδηγεῖ στήν ἀπομόνωση, στήν εὐτέλεια, στήν ὑπερηφάνεια, στόν ἐγωισμό, στήν φιλαυτία καί στήν φιλαρχία[11].

Ἡ ἀργία, ἡ περιέργεια καί ἡ φιλαρχία κλονίζουν τή σχέση μας μέ τό Θεό καί τόν πλησίον. Κι ὅταν αὐτή ἡ σχέση διαστρέφεται «τότε ἀναγκαστικά ὠθούμαστε νά ἀναζητήσουμε ἀντιστάθμισμα σέ μιά ριζικά λανθασμένη στάση ἀπέναντι στά πρόσωπα τῶν ἄλλων καί στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ἡ ζωή μας χωρίς Θεό ἤ δίχως ἄφθαρτα ἀγαθά, ἐκ τῶν πραγμάτων θά γίνει ἐγωιστική καί ἐγωκεντρική καί αὐτό σημαίνει ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι θά πρέπει νά γίνονται τά μέσα γιά τή δική μας αὐτοϊκανοποίηση ἤ φιλοδοξία. Ἄν ὁ Θεός δέν εἶναι ὁ Κύριος καί Δεσπότης τῆς ζωῆς μας, τότε τό ἐγώ μας εἶναι αὐτό πού θά γίνει ὁ Κύριος καί Δεσπότης τῆς ζωῆς μας, τό ἀπόλυτο κέντρο τοῦ κόσμου μας, τό μοναδικό μέτρο ὅλων τῶν πραγμάτων, μέ βάση τίς δικές μας ἀνάγκες, ἰδέες, ἐπιθυμίες καί κρίσεις. Ἔτσι ἡ ἐπιθυμία τῆς φιλαρχίας γίνεται ἡ βασική μας ἁμαρτία στίς σχέσεις μας μέ τούς ἄλλους, ἀφοῦ συνήθως ἀπαιτοῦμε τήν ὑποταγή τῶν ἄλλων σέ μας»[12].

Ὡστόσο, ἡ φιλαρχία συνιστᾶ τελείως διαφορετική ἔννοια ἀπό αὐτήν τῆς ἀρχῆς. Ἡ φιλαρχία εἶναι ἡ νοθευμένη καί διεστραμμένη μορφή τῆς ἀρχῆς. Γιατί ἡ ἀρχή εἶναι χάρισμα πού προέρχεται ἀπό τήν κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Κατά τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία τό νά ἄρχουμε εἶναι διακονία, εἶναι θυσία εἶναι προσφορά καί εὐλογία. Ὁ ἄρχων χαίρεται τούς καρπούς τοῦ πόνου καί τῆς θυσίας καί ὄχι τή δόξα τοῦ ἀξιώματός του, ἐνῶ ἐπιδιώκει τή φροντίδα καί τή μέριμνα γιά ὅλους τούς ἄλλους ἀγνοώντας τήν δική του ἀπόλαυση, ἄνεση καί ξεκούραση[13]. Γι᾽ αὐτό πολύ σοφά θά σημειώσει ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός: «Οὐκ ἔστι κακόν τό ἄρχειν, ἀλλ᾽ ἡ φιλαρχία, οὐδέ ἡ δόξα ἀλλ᾽ ἡ φιλοδοξία καί χείρων ταύτης κενοδοξία»[14].

Πνεῦμα ἀργολογίας…. μή μοι δῷς.

Τό τελευταῖο πνευματικό ἐμπόδιο πού ἀναφέρεται στήν εὐχή τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου εἶναι ἡ ἀργολογία. Καί ἀναφέρεται στό τέλος τῶν πρός ἀποφυγήν παθῶν ὄχι διότι εἶναι ὑποδεέστερο τῶν ἄλλων ἀλλά ἀκριβῶς διότι ἡ ἀργολογία εἶναι τό πιό διαδεδομένο πνευματικό νόσημα τῶν ἀνρθώπων, ἀκόμη καί τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας.

«Ἀργολογία σημαίνει νά φλυαροῦμε ὑπέρμετρα ἤ ἀπεριόριστα, νά ἐκστομίζουμε λέξεις πού δέν εἶναι λόγοι καρδιᾶς, νά λέμε λόγους κενούς, μάταιους, μωρούς, εὐτράπελους, κατακριτικούς, ἄσαρκους καί ἀνεύθυνους, χωρίς ἐπίγνωση καί σεβασμό στόν ἄνθρωπο καί τή ζωή του. Ὁ λόγος ἀσφαλῶς εἶναι ἀπό τά πιό χαρακτηριστικά θεῖα χαρίσματα τοῦ ἀνθρώπου, πού μπορεῖ ὅμως νά διαστραφεῖ καί νά μεταστραφεῖ σέ τρομακτικό κίνδυνο, σέ ὅπλο καταστροφικό, ἀφοῦ μπορεῖ νά γίνει συκοφαντία, κατάκριση, ὕβρη, βλασφημία, αἵρεση κι ἔτσι νά ὁδηγήσει στήν πτώση καί τήν καταδίκη τόν ἄνθρωπο. Ὁ λόγος ὅταν δέν χωρίζεται ἀπό τήν θεία καταγωγή καί τό θεῖο σκοπό του εἶναι λόγος παρακλήσεως, ἐπικλήσεως, ἱκεσίας, δοξολογίας καί εὐχαριστίας, ὅταν ὅμως χωριστεῖ ἀπό τό Θεό τότε μπορεῖ νά καταντήσει λόγος ἀργός καί νά γίνει ἀκριβῶς ἀργολογία»[15].

Οἱ πατέρες τῆς Ἐκλκησίας μας καί κυρίως οἱ πατέρες τῆς ἀσκήσεως ὄχι μόνο δέν ἀγαπούσαν τήν ἀργολογία ἀλλά ἀντιθέτως χρησιμοποιούσαν τόν λόγο ὅταν αὐτό πού ἐπρόκειτο νά ποῦν ἦταν πιό πολύτιμο ἀπό τή σιωπή. Γι᾽ αὐτό ἐκείνο πού ἐκφράζει τήν ὀρθόδοξη παράδοση δέν εἶναι ἡ διδασκαλία τῶν λόγων ἀλλά ἡ διδασκαλία τῶν ἔργων, δηλαδή ἡ μαρτυρία τῆς ζωῆς μας τήν ὁποία τόσο ἔχει ἀνάγκη ἡ σημερινή κοινωνία μας.

Ἡ παράκληση πού ἀπευθύνουμε στό Θεό: «Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας μή μοι δῷς» προσβλέπει στό νά μᾶς εἰσαγάγει στήν ἐμπειρία καί στό βίωμα τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι στή θεωρία καί στό στεγνό συναίσθημα, πού δέν ἀναζωογονοῦν τήν ψυχή καί δέν μεταμορφώνοῦν τόν ἄνθρωπο. Γι᾽ αὐτό στή συνέχεια τῆς εὐχῆς παρακαλοῦμε τό Θεό, τόν «Κύριο καί Δεσπότης καί Βασιλέα τῆς ζωῆς μας», νά μᾶς χαρίζει «πνεῦμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης», στοιχεῖα ἀπαραίτητα γιά τήν ἐν Χριστῷ μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου.

Πνεῦμα σωφροσύνης… χάρησαί μοι τῷ σῷ δούλῳ.

Ἡ πρώτη ἀπό αὐτές τίς ἀρετές πού προτείνεται εἶναι ἡ σωφροσύνη που σημαίνει «νά ἔχει κανείς σῶο φρόνημα, σεμνότητα, κοσμιότητα, νηφαλιότητα, σοφία, ἐγκράτεια, ἀκεραιότητα, ἁγνότητα ψυχῆς καί σώματος. Ἡ σωφροσύνη εἶναι τό ἀντίδοτο τῆς ἀλογίας, τῆς παραφροσύνης, τῆς ἀθεΐας, τῆς ἀκολασίας, τῆς ρυπαρότητας καί τῆς ἀθλιότητας, μέ τά ὁποῖα εἶναι πλήρης ὁ οἶκος τοῦ ἄφρονος ἀνθρώπου καί δι᾽ αὐτοῦ πλήρης ὁ οἶκος τῆς ἀλόγου κοινωνίας μας»[16].

Ὁ σημερινός κόσμος φαίνεται νά ἀπεχθάνεται τήν σωφροσύνη, γι᾽ αὐτό ἐπιδιώκει μόνο τήν ἄνεση, ἐπικροτεῖ τόν πολιτισμό τῶν ἀπολαύσεων, τῆς εὐμάρειας καί τῆς εὐημερίας, ἐπιδιώκει σκανδαλωδῶς τίς ἠδονές τῆς σάρκας καί ἀνέχεται τήν διαστροφή τοῦ καταναλωτισμοῦ. Λείπει παντελῶς ἀπό τόν κόσμο μας ἡ ἐγκράτεια, ἡ νηστεία, τό μέτρο, δηλαδή ἡ σωφροσύνη. Γι᾽ αὐτό ὁ ἄνθρωπος καλεῖται διά τῆς ἐπικλήσεως: «Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου χάρισαί μοι τῷ δούλῳ πνεῦμα σωφροσύνης», πού σημαίνει ὅτι «καλεῖται νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό ἀκάθαρτους καί αἰσχρούς λογισμούς, ἀπό σαρκικές ἐπιθυμίες καί ἡδονές, ἀπό κάθε μολυσμό σαρκός καί πνεύματος, ἀπό κάθε ἀπρεπές βλέμμα καί ἄτακτο γέλιο, ἀπό κάθε ἀκολασία καί ἀφροσύνη καρδιακή». Καί τονίζεται ἰδιαίτερα ἡ ἀποχή ἀπό κάθε ἀκολασία καί ἀφροσύνη καρδιακή διότι ὅπως προαναφέρθηκε ἡ εὐχή τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἔχει νά κάνει μέ τήν καλλιέργεια τοῦ ἔσω ἀνθρώπου. Ἐξάλλου, σωφροσύνη δέν εἶναι μόνο ἡ ἀποχή ἀπό τήν πορνεία καί τά σαρκικά ἁμαρτήματα, ἀλλά ἡ ἀποχή ὅλων τῶν κακῶν ἐπιθυμιῶν καί παθῶν, ὅπως εἶναι ἡ φιλοχρηματία, ἡ φιλαργυρία, ἡ πλεονεξία, ἡ ἐσωστρέφεια καί γενικά ὅλα τά πάθη πού μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τό Θεό καί μειώνουν τήν ἀγάπη μας γιά τόν πλησίον[17].

Πνεῦμα ταπεινοφροσύνης… χάρησαί μοι τῷ σῷ δούλῳ.

Γιά νά ὑπάρξει σωσφροσύνη πρέπει ἀπαραίτητα νά ὑπάρχει ὡς βάση ἡ ταπεινοφροσύνη καί ἀντίθετα δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ταπεινοφροσύνη δίχως τήν προϋπόθεση τῆς σωφροσύνης. Εἶναι δύο ἀρετές ἀλληλένδετες καί ἄμεσα συνδεδεμένες ὅπως τό φῶς μέ τή θερμότητα. Ὅπου ὑπάρχει φῶς ὑπάρχει καί θερμότητα καί ὅπου ὑπάρχει θερμότητα ὑπάρχει καί φῶς.

Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ δεύτερη στή σειρά τῶν ἀρετῶν πού ἐπικαλούμαστε διά τῆς εὐχῆς τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ: «Πνεῦμα δέ σωφροσύνης καί ταπεινοφροσύνης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ». Πρόκειται γιά τό ἀντίθετο τῆς ὑπερηφανείας, τῆς ἀλαζονείας, τῆς ἐπάρσεως, τῆς οἰήσεως, τῆς κενοδοξίας, τῆς αὐτοδικαιώσεως, τοῦ ἑωσφορικοῦ ἐγωισμοῦ. Ἡ ταπεινοφροσύνη ταυτίζεται μέ τήν ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ μας, μέ τό αἴσθημα τῆς ἁμαρτωλότητάς μας, μέ τό ταπεινό φρόνημα, πού ἐκφράζεται καί συνοδεύεται ἀπό συντριβή καί μετάνοια γιά τά λάθη καί τίς ἁμαρτίες μας[18].

Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ ἀρετή πού προσελκύει τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἀφοῦ «ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν»[19]. Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας μέ σαφήνεια μᾶς διδάσκουν ὅτι ταπεινοφροσύνη δέν εἶναι ἁπλῶς καί μόνο ἡ κακουχία τοῦ σώματος, τήν ὁποία μπορεῖ νά ἔχουν κάποιοι ἀλλά παράλληλα νά μήν εἶναι ταπεινοί. Ταπεινοφροσύνη δέν ἔχει κάποιος ὅταν ἀπό ἀνάγκη ἤ ἀπό συμφέρον ταπεινώνεται, ἀκόμη δέν εἶναι ταπεινοφροσύνη τό νά μεμψημιρεῖ κανείς μέ τόν ἑαυτό του νομίζοντας ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, ἐνῶ τήν ἴδια στιγμή ἐπιμένει νά εἶναι ἀμετανόητος γιά τίς ἁμαρτίες του καί τά λάθη του. Καί βέβαια ταπεινοφροσύνη δέν εἶναι ἡ ταπεινοσχημία, δηλαδή τό νά ὑποδύεται κανείς τήν ταπείνωση. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι φρόνημα καρδιακό, πού σημαίνει ὅτι ὁ ταπεινός ἄνθρωπος ἀναγνωρίζει τίς ἀρετές του καί τά χαρίσματά του καί τά ἀνάγει στό Θεό παράλληλα ὅμως ἀντιλαβμάνεται τίς ἀδυναμίες του καί τά λάθη του τά ὁποῖα δίχως καμιά δυσκολία ἀποδίδει στόν ἑαυτό του[20].

Πνεῦμα ὑπομονῆς… χάρησαί μοι τῷ σῷ δούλῳ.

Καρπός τῆς ταπεινοφροσύνης εἶναι ἡ ὑπομονή γιατί ἄν δέν ἔχεις ταπεινοφροσύνη δέν μπορεῖς νά ὑπομείνεις, νά μείνεις ἀτάραχος καί σταθερός, νά ἐλέγχξεις τίς δυνάμεις σου ἀλλά καί τίς ἀδυναμίες σου. Ὁ ὑπομένων εἶναι αὐτός πού καρτερικά ἀφήνεται στό Θεό καί ἀναμένει νά ἔρθει ἡ ὥρα τοῦ Θεοῦ γιά νά ἐκπληρωθεῖ τό θέλημά Του, πού εἶναι πρός τό συμφέρον τῆς ψυχῆς του. Κι ἡ ὥρα αὐτή τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά καθυστερήσει καί νά χρειαστεῖ πολλή ὑπομονή.

Μέ ἄνεση κατανοεῖται αὐτή ἡ μεγάλη ἀλήθεια ἄν μάλιστα θυμηθοῦμε τήν περίπτωση τοῦ παραλύτου τῆς Βηθεσδᾶ, ὁ ὁποῖος γιά τριανταοκτώ ὁλόκληρα χρόνια ὑπέμεινε τό σταυρό τῆς δοκιμασίας του. Ὅμως μετά ἀπό τόσα χρόνια ὑπομονῆς ἔφτασε ἡ ὥρα τοῦ Θεοῦ. Ἡ εὐχή τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου παρακαλεῖ τόν «Κύριο καί Δεσπότη τῆς ζωῆς μας» νά μᾶς χαρίσει, μετά ἀπό τήν σωφροσύνη καί τήν ταπεινοφροσύνη, τήν ὑπομονή. Γιατί ἡ ὑπομονή εἶναι ἡ δύναμη πού θά βοηθήσει τόν καθένα ἀπό μᾶς νά ἀναμένει καρτερικά τήν ὥρα τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία μπορεῖ νά εἶναι μετά ἀπό τριανταοκτώ χρόνια ὅπως συναίβει στόν Παράλυτο, μπορεῖ νά εἶναι αὔριο, μπορεῖ νά εἶναι τώρα, ἀλλά μπορεῖ νά εἶναι καί πέντα λεπτά πρίν σφραγίσουμε τά μάτια μας σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο[21].

Ἐξάλλου ὅλοι γνωρίζουν ἀπό προσωπική ἐμπερία ὅτι ἡ ὑπομονή δοκιμάζεται στίς δύσκολες περιστάσεις τῆς ζωῆς, στίς ἀσθένειες, στόν καρκίνο, στίς θλίψεις καί τίς δοκιμασίες, σέ κάθε στιγμή πού καλούμαστε νά σηκώσουμε τό σταυρό μας καί νά ἀκολουθήσουμε τό δρόμο τοῦ Θεοῦ πού εἶναι σταυρικός, στενός, ἐνδεχομένως τεθλιμένος καί σίγουρα ὄχι ἄνετος.

Πνεῦμα ἀγάπης… χάρησαί μοι τῷ σῷ δούλῳ.

Ἡ ὑπομονή οἰκοδομεῖ. Εἶναι στοιχεῖο καλῆς ἐπικοινωνίας, συμβάλει στήν προαγωγή τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων κυρίως ὅμως ἐνισχύει τό σύνδεσμο τῆς ἀγάπης. Οἱ ἀρετές γιά τίς ὁποίες ἤδη ἀναφερθήκαμε κορυφώνονται καί τελειώνονται μέ τήν ἀγάπη πού εἶναι ἡ τελευταία στήν ἐπίκληση τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ. «Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου πνεῦμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ». Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἀρχή καί τό τέλος τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Χωρίς αὐτήν ὁ ἀγώνας μας εἶναι ἀτελής, δέν ἐπιφέρει καρπούς πνευματικούς.

Ἡ ἀγάπη εἶναι τό τελευταῖο χάρισμα πού ζητᾶ ὁ πιστός ἀλλά οὐσιαστικά ἐπειδή αὐτή ἀποτελεῖ τό ἐπιστέγασμα τῶν ἀρετῶν ἔρχεται στό τέλος γιά νά κατανοήσουμε προσευχητικά ὅτι ὅλες οἱ ἀρετές εἶναι χριστιανικές καί καρποφόρες ἀνάλογα μέ τό βαθμό πού μετέχουν καί ἐκφράζουν τήν ἀγάπη.

Κύριο γνώρισμά της εἶναι ἡ ἄνευ ὅρων θυσία τοῦ ἑνός γιά τόν ἄλλο. Θυσία σέ τέτοιο βαθμό πού μόνο ὁ θάνατος μπορεῖ νά περιορίσει. Ἀκόμη καί τό πρόσωπο τοῦ ἐχθροῦ πρέπει νά ἀγαπήσουμε, ἀφοῦ ὁ ἀγαπών ἄνθρωπος παραιτήται ἀπό κάθε δικαίωμα καί κάθε διεκδίκηση καί ἀξίωση γιά τόν ἑαυτό του. Στήν ἀσκητική φιλοσοφία ἡ διεκδίκηση τοῦ δικαιώματος μᾶς χωρίζει ἀπό τό Θεό καί μᾶς ἐγκλωβίζει στόν ἑαυτό μας γιατί ἀποτελεῖ ἔκφραση ἐγωισμοῦ. Καί βέβαια εὔκολα ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ὁ κόσμος πού διεκδικεῖ μετά μανίας τά λεγόμενα ἀνθρώπινα δικαιώματα, στό βάθος ἀγωνίζεται γιά τήν ἀνισότητα. Ἔτσι παρατηροῦμε ὅτι οἱ ἰσχυροί τῆς Γῆς σήμερα μιλοῦν γιά ἰσότητα, εὐημερία καί εἰρήνη ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη ἀνέχονται ἤ στή χειρότερη περίπτωση οἱ ἴδιοι δημιουργοῦν τήν ἔνδοια, τήν φτώχεια, τήν πείνα, τό ρατσισμό, τήν σπατάλη, τόν πόλεμο, τόν καπιταλισμό καί τόν πλουτισμό. Μιλοῦν γιά ἀνθρώπινα δικαιώματα ἀλλά προσπαθοῦν νά ἐπιβάλλουν τή δικαιοσύνη μέ τή θυσία τῶν ἄλλων ἀλλά ὄχι τή δική τους.

Τίποτε δέν ὑπάρχει στήν Ἐκκλησία καί στή Θεολογία πού νά μήν πηγάζει ἀπό τήν ἀγάπη. Ὁ Θεός κυρίως καί πρωτίστως εἶναι ἀγάπη[22]. Ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ δηλώνει τήν κενωτική Του ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο. Ὁ σταυρός εἶναι δεῖγμα θυσιαστικῆς ἀγάπης. Ἡ ὕπαρξη καί ἡ σύσταση τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι δεῖγμα προνοητικῆς ἀγάπης. Ἡ κάθοδος τοῦ Παναγίου Πνεύματος δηλώνει τήν χαρισματική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο καί στόν ἄνθρωπο.

Ἐμεῖς ἁγιαζόμαστε καί σωζόμαστε κατά χάριν μόνο ὅταν μετέχουμε στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία πρέπει νά τονίσουμε δέν συνιστᾶ ἕνα ἰδίωμα ἤ μιά ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἀλλά τό Εἶναι Του. Γι᾽ αὐτό ἡ Εὐαγγελική ἀγάπη συνίσταται στό νά δίνεις κυρίως τόν ἑαυτό σου στόν ἄλλο. «Ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν»[23] σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης καί προσθέτει παρακάτω ὅτι «μείζονα ταύτης οὐδείς ἔχει, ἵνα τίς τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ»[24]. Ἡ ἀγάπη δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει στήν ἀπομόνωση ἀλλά προϋποθέτει τόν ἄλλο, τόν πλησίον. Κι ὅποιος ἀγαπᾶ προσλαμβάνει τόν πλησίον, ἐνστερνίζεται τή ζωή του καί δίνει αὐτό πού εἶναι καί ὄχι αὐτό πού ἔχει[25].

Δώρησαί μοι τοῦ ὁράν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου.

Γιά νά ἀποκτήσει κάποιος τήν ἀγάπη πρέπει νά ἀρχίσει νά βλέπει τόν ἑαυτό του εἰς βάθος καί νά σταματήσει νά ἀσχολεῖται μέ τούς ἄλλους. «Ναί Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι τοῦ ὁράν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου» εἶναι τό τελευταίο μέρος τῶν ἱκεσιῶν πρός τό Θεό τῆς προσευχῆς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἡ ἀναφορά αὐτή εἶναι μία ἔμεση νύξη γιά μετάνοια καί συγχώρηση. Δέν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο τό γεγονός ὅτι ἡ εὐχή τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ, ἀκούγεται γιά πρώτη φορά στόν Κατανυκτικό Ἑσπερινό, τήν Κυριακή τῆς Τυρινῆς, πού εἶναι γνωστή σέ ὅλους τούς χριστιανιούς ὡς ἡ Κυριακή τῆς συγχώρησης.

Εἶναι σαφές ὅτι ἡ στροφή στόν ἑαυτό μας ἡ ὁποία πραγματοποιείται μέ τήν ὅραση τῶν ἐμῶν πταισμάτων, ἀποτελεῖ τήν ἀρχή τῆς σωτηρίας, γιατί βλέποντας τόν πραγματικό μας ἑαυτό πού εἶναι ἁμαρτωλός, γεμάτος πάθη καί ἀδυναμίες, συνειδητοποιοῦμε ὅτι τό μόνο πού μπορεῖ νά μᾶς σώσει εἶναι τό ἔλεος καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος ἁγνοεῖ τά δικά του σφάλματα εἶναι τυφλός πνευματικά. Ὁποιος κατακρίνει τόν ἀδελφό του σημαίνει πως βλέπει μόνο τά σφάλματα τοῦ πλησίον καί ὄχι τά δικά του καί ἑπομένως ἔχει φρόνημα φαρισαϊκό. Ἀκόμη κι ἄν διαπιστώνουμε λάθη καί ἀδυναμίες στόν ἄλλο, δέν πρέπει νά διαφεύγει τῆς προσοχῆς μας ὅτι ὁ πλησίον δέν εἶναι ὁ ἄγνωστος, ὁ ξένος, ὁ ἐχθρός, ὁ ἀντίδικος ἀλλά ὁ ἀδελφός μας, ὁ φίλος μας. Εἶναι ἡ χαρά μας. Ὁ πλησίον εἶναι τό μέσο γιά νά δοῦμε τό Θεό καί νά γευτοῦμε τήν τρυφή τοῦ Παραδείσου. Ἡ κρίση καί ἡ κατάκριση ἐκφράζουν ἑωσφορικό ἐγωισμό καί ἐσωτερική ἀκαταστασία. Εἶναι δεῖγμα αὐθάδειας καί ἐλειψης σεβασμοῦ πρός τό Δημιουργό, ἀφοῦ ἐμεῖς ἐπιχειροῦμε νά οἰκειοποιηθοῦμε τό ἔργο τῆς κρίσεως πού ἀνήκει στό Θεό, ἕνα ἔργο τό ὁποῖο γίνεται ἐγκληματικό ὅταν περιορίζεται στά ὅρια τῆς ἀνθρώπινης δικαιοσύνης. Γιατί ὁ Θεός εἶναι μέν κριτής, ἀλλα στήν κρίση Του ὑπερισχύει ἡ ἀγαθότητα καί ὄχι ἡ δικαιοσύνη[26].

Κατά συνέπεια τό βάρος σύμφωνα μέ τόν συγγραφέα τῆς εὐχῆς πέφτει στό νά βλέπουμε τά δικά μας πταίσματα καί ὄχι τοῦ πλησίον πού εἶναι ὁ ἀδελφός μας. Πρωταρχικό καί ἐπείγον εἶναι νά ἀποκτήσουμε ἐπίγνωση καί αὐτομεμψία, νά ἀποκτήσουμε τήν εὐλογημένη ἀρετή τοῦ αὐτοελέγχου τῶν ἀδυναμιῶν καί ἁμαρτιῶν μας. Εἶναι σωτήριο νά μήν κατακρίνουμε. Ἀκόμη καί ἄν μέ τά ἴδια μας τά μάτια δοῦμε κάποιον νά ἁμαρτάνει ἄς μήν τον καταδικάσουμε ἀλλά ἄς καλύψουμε στοργικά καί σιωπηλά τό σφάλμα τοῦ ἀδελφοῦ μας. Εἶναι χαρακτηριστική ἐν προκειμένῳ ἡ ἀναφορά τοῦ Γεροντικοῦ: «Ἔλεγον περί τοῦ Ἀββᾶ Μακαρίου ὅτι γέγονε θεός ἐπίγειος, ὅτι ὥσπερ ἐστίν ὁ Θεός σκεπάζειν τόν κόσμον, οὕτω γέγονεν ὁ Ἀββᾶς Μακάριος, σκεπάζειν τά ἐλαττώματα, ἅ ἔβλεπεν ὡς μή βλέπων καί ἅ ἤκουεν ὡς μή ἀκούων».

Ὅτι εὐλογητός εἶ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Ἡ προσευχή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς θά ἀκούγεται καθημερινά στούς Ὀρθόδοξους ναούς μας πολλοί δέ ἀπό μας θά τήν ψελλίζουν μέ τό στόμα καί θά τήν αἰσθάνονται μέ τήν καρδιᾶ τους. Ἡ εὐχή αὐτή ἐκφράζει τό ἀσκητικό φρόνημα πού πρέπει νά ἔχουμε αὐτή τήν περίοδο καί περικλείει τό ὀρθόδοξο ἦθος τῆς Ἐκκλησίας μας. Θά πορευθοῦμε μέχρι τή Ἀνάσταση ἔχοντας συντροφιά αὐτή τήν εὐχή καί καθημερινά θά παρακαλοῦμε τό Θεό νά μᾶς ἐλεήσει μέ τήν ἀπαλλαγή τῶν παθῶν καί νά μᾶς εὐλογήσει μέ τή δωρεά τῶν ἀρετῶν.

Ἡ εὐχή ὁλοκληρώνεται μέ τήν προσφορά τῆς εὐχαριστίας πρός τόν Θεό: «ὅτι εὐλογητός εἶ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Καί εἶναι σά νά λέει ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ: μετά τήν ἱκεσία μου νά ἀπαλλαγῶ ἀπό τά πάθη τῆς ἀργίας, τῆς περιεργείας, τῆς φιλαρχίας καί τῆς ἀργολογίας, μετά ἀπό τή θερμή μου παράκληση νά βιώσω τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς μου με σωφροσύνη, ταπεινοφροσύνη, ὑπομονή καί ἀγάπη, καί ὅταν τελικά καταφέρω νά ἔλθω εἰς ἑαυτόν καί ἀρχίσω νά βλέπω τά ἐμά πταίσματα δίχως νά κατακρίνω τόν ἀδελφό μου, τότε θά εἶμαι ἔτοιμος ἐν εὐγνωμοσύνῃ πολλῇ νά εὐχαριστήσω καί νά δοξολογήσω τό Θεό λέγοντας «ὅτι εὐλογητός εἶ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων».

Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Κύριος καί Δεσπότης καί Βασιλεύς τῆς ζωῆς μας, εἶναι ὅμως καί «ὁ εὐλογητός τῶν αἰώνων». Κι αὐτό εἶναι σημαντικό διότι γιά νά φτάσει κάποιος νά χαρακτηρίζει ἔτσι τό Θεό σημαίνει ὅτι ἔχει ἀρχίσει τήν πνευματική του ἐργασία καί πορεύεται σταυρωαναστάσιμα, μετανοόντας γιά τά πλήθη τῶν πεπραγμένων του δεινῶν. Ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἡ εὐχή ἀρχίζει ἀλλά καί τελειώνει μέ τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι καί ὁ κάθε πιστός ἀρχίζει τήν ἐν ἐπιγνώσει πορεία του πρός τό Θεό, μέ τό Θεό, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς βεβαιότητας καί ἐλπίδα γιά τή σωτηρία του.

Τόν Θεό φωνάζουμε, Αὐτόν ποθοῦμε, ἐπιθυμοῦμε νά μᾶς ἀποκαλυφθεῖ, προσβλέπουμε νά γίνει ὁ ἐλευθερωτής μας, παρακαλοῦμε νά πλουτίσει τή φτώχεια μας καί νά μᾶς γεμίσει μέ χαρά ἀνεξάντλητη, ὅπως εἶναι ἡ χαρά τῆς Ἀναστάσεως, γιατί Αὐτός εἶναι «ὁ εὐλογητός εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων».

Ἀμήν.


[1] Καρδαμάκη π. Μιχαήλ, «Κεφάλαια Κατανυκτικά», Ἐκδόσεις Ἀκρίτας, Ἔκδοση 1η, Ἀθήνα, Μάρτιος 1988, σελ. 43.

[2] Καρδαμάκη π. Μιχαήλ, «Κεφάλαια Κατανυκτικά», ὅπ. π., σελ. 44.

[3] Δομπραράκη Γεωργίου Πρωτοπρεσβυτέρου,  «Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου….», Ἐκδόσεις Ἀρχονταρίκι, Γ´ Ἔκδοση, Νέα Σμύρνη 2005, σελ. 11.

[4] Καρδαμάκη π. Μιχαήλ, «Κεφάλαια Κατανυκτικά», ὅπ. π., σελ. 53.

[5] Καρδαμάκη π. Μιχαήλ, «Κεφάλαια Κατανυκτικά», ὅπ. π., σελ. 54.

[6] Καρδαμάκη π. Μιχαήλ, «Κεφάλαια Κατανυκτικά», ὅπ. π., σελ. 57.

[7] Καρδαμάκη π. Μιχαήλ, «Κεφάλαια Κατανυκτικά», ὅπ. π., σελ. 58.

[8] Β´ Τιμ. 5, 13.

[9] Καρδαμάκη π. Μιχαήλ, «Κεφάλαια Κατανυκτικά», ὅπ. π., σελ. 59.

[10] Καρδαμάκη π. Μιχαήλ, «Κεφάλαια Κατανυκτικά», ὅπ. π., σελ. 60.

[11] Καρδαμάκη π. Μιχαήλ, «Κεφάλαια Κατανυκτικά», ὅπ. π., σελ. 61.

[12] Σμέμαν π. Ἀλεξάνδρου. Βλέπε και: Καρδαμάκη π. Μιχαήλ, «Κεφάλαια Κατανυκτικά», ὅπ. π., σελ. 62.

[13] Καρδαμάκη π. Μιχαήλ, «Κεφάλαια Κατανυκτικά», ὅπ. π., σελ. 62.

[14] Καρδαμάκη π. Μιχαήλ, «Κεφάλαια Κατανυκτικά», ὅπ. π., σελ. 63.

[15] Καρδαμάκη π. Μιχαήλ, «Κεφάλαια Κατανυκτικά», ὅπ. π., σελ. 63.

[16] Καρδαμάκη π. Μιχαήλ, «Κεφάλαια Κατανυκτικά», ὅπ. π., σελ. 72.

[17] Καρδαμάκη π. Μιχαήλ, «Κεφάλαια Κατανυκτικά», ὅπ. π., σελ. 75.

[18] Καρδαμάκη π. Μιχαήλ, «Κεφάλαια Κατανυκτικά», ὅπ. π., σελ. 76.

[19] Α´  Πέτρου 5, 5.

[20] Δομπραράκη Γεωργίου Πρωτοπρεσβυτέρου,  «Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου….», ὅπ. π., σελ. 41.

[21] Νικολάου Μητροπολίτου Μεσογαίας κάι Λαυρεωτικῆς, Ἐκεῖ πού δέν φαίνεται ὁ Θεός, Ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς, Γ´ Ἔκδοση, 2010, σελ. 29.

[22] Α´ Ἰωάν. 4, 16.

[24] Ἰωάν. 15, 12-13.

[25] Καρδαμάκη π. Μιχαήλ, «Κεφάλαια Κατανυκτικά», ὅπ. π., σελ. 87.

[26] Καρδαμάκη π. Μιχαήλ, «Κεφάλαια Κατανυκτικά», ὅπ. π., σελ. 90.

Αρχιεπισκοπή Κρήτης.

Αφήστε μια απάντηση