Έρευνα της UNICEF στο Ελληνικό Εκπαιδευτικό Σύστημα

 

Οι οικονομικές και γεωπολιτικές αλλαγές που συντελούνται στην Ευρώπη κατά την τελευταία δεκαετία δεν ήταν δυνατό να αφήσουν ανέπαφη τη χώρα μας. Η Ελλάδα που παραδοσιακά ήταν χώρα “εξαγωγής” μεταναστών μεταβλήθηκε σε χώρα “υποδοχής” όλων όσοι εγκατέλειψαν τις εστίες τους για να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη.

Τα πολυπολιτισμικά στοιχεία που προσέδιδαν στην ελληνική κοινωνία οι τσιγγάνοι και οι μουσουλμάνοι Έλληνες πολίτες, και αργότερα οι παλιννοστούντες, πολλαπλασιάστηκαν με την έλευση μεγάλου αριθμού οικονομικών μεταναστών από διάφορες χώρες που πλέον εργάζονται και ζουν μόνιμα στη χώρα μας.

Η εκπαίδευση ως η βασικότερη διαδικασία διαμόρφωσης του χαρακτήρα, των στάσεων και της συμπεριφοράς του ατόμου, είναι ίσως το καταλληλότερο εργαλείο διαχείρισης αυτής της νέας πολυπολιτισμικής πραγματικότητας της ελληνικής κοινωνίας.

Με την παρούσα έρευνα κοινής γνώμης επιχειρείται η καταγραφή των απόψεων, του βαθμού ανοχής και αποδοχής των μαθητών, των εκπαιδευτικών και των γονέων, ως προς τη διαφορετικότητα των αλλοδαπών μαθητών που φοιτούν στις ελληνικές σχολικές κοινότητες.

  • Οι μαθητές που προέρχονται από άλλες χώρες φοιτούν στη μεγάλη πλειοψηφία των σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ η μεγαλύτερη συχνότητα φοίτησης αλλοδαπών μαθητών εμφανίζεται στο δημοτικό σχολείο.
  • Σε πολλές περιπτώσεις, τα σχολεία αποτελούν χώρο διακρίσεων εις βάρος των αλλοδαπών μαθητών, που γίνονται τόσο από τους υπόλοιπους μαθητές και τους γονείς όσο και από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς και τις διευθύνσεις των σχολείων.
  • Υψηλά καταγράφονται τα ποσοστά ξενοφοβικής συμπεριφοράς και απόψεων που απέχουν κατά πολύ από τις έννοιες της ισότητας και του σεβασμού της διαφορετικότητας, σε όλα τα κοινά που συνθέτουν την εκπαιδευτική κοινότητα.
  • Οι φορείς κοινωνικοποίησης των μαθητών, δάσκαλοι, καθηγητές και γονείς, εμφανίζονται στις απαντήσεις τους πιο αρνητικοί τόσο απέναντι στην παρουσία των παιδιών των μεταναστών στα ελληνικά σχολεία, όσο και εν γένει απέναντι στην παρουσία των αλλοδαπών στη χώρα μας, σε σχέση με το υποκείμενο της κοινωνικοποίησης, τους μαθητές της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ιδιαίτερα οι μαθητές του δημοτικού εμφανίζουν την καλύτερη γνώμη και συμπεριφορά απέναντι στους αλλοδαπούς συμμαθητές τους.

Σύμφωνα με τη συγκριτική ανάλυση των στοιχείων της έρευνας, η ξενοφοβική συμπεριφορά παρουσιάζει ισχυρή σχέση εξάρτησης με τις εξής μεταβλητές:

Το βαθμό Γνωριμίας / Συναναστροφής:
Όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός προσέγγισης Ελλήνων και αλλοδαπών τόσο μειώνονται οι ξενοφοβικές αντιλήψεις. Το στοιχείο αυτό είναι ιδιαίτερα ορατό στους μαθητές του δημοτικού από τους οποίους όσοι συνυπάρχουν, στην τάξη, με αλλοδαπούς μαθητές εμφανίζουν πολύ μεγαλύτερα ποσοστά αποδοχής και ανεκτικότητας του “διαφορετικού” από εκείνους που πηγαίνουν στο ίδιο σχολείο με τα παιδιά των μεταναστών, και ακόμη μεγαλύτερα από όσους μαθητές δεν γνωρίζουν – και δεν συναναστρέφονται – παιδιά από άλλες χώρες.

Το μορφωτικό επίπεδο:
Μόρφωση και ξενοφοβία είναι μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα. Όπως προκύπτει από την έρευνα στο κοινό των γονέων, οι γονείς με ανώτερη / ανώτατη μόρφωση εμφανίζουν χαρακτηριστικά περιορισμένη ξενοφοβική συμπεριφορά από τους γονείς με στοιχειώδη μόρφωση.
Η διαφορά αυτή αντανακλάται και στα παιδιά τους: τα παιδιά γονέων με υψηλότερο επίπεδο μόρφωσης είναι εμφανώς πιο δεκτικά στη διαφορετικότητα από τα παιδιά γονέων με χαμηλό επίπεδο μόρφωσης.

Το φύλο:
Σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς την αποδοχή των αλλοδαπών μαθητών εμφανίζονται με βάση το φύλο των ερωτηθέντων στην έρευνα. Μητέρες και γυναίκες εκπαιδευτικοί φαίνεται να έχουν αντιλήψεις διακρίσεων σε μεγαλύτερο βαθμό από τους πατέρες και τους άντρες εκπαιδευτικούς. Ωστόσο, η διαφορά αυτή αντιστρέφεται στο μαθητικό κοινό, όπου οι μαθήτριες είναι πολύ περισσότερο δεκτικές έναντι των αλλοδαπών συμμαθητών τους, από τους μαθητές.

Την εκπαιδευτική βαθμίδα:
Οι γονείς των παιδιών του δημοτικού και οι δάσκαλοι είναι πιο ανήσυχοι και πιο επιρρεπείς στις διακρίσεις εις βάρος των αλλοδαπών μαθητών αλλά και των αλλοδαπών εν γένει, από τους γονείς των παιδιών των γυμνασίων και λυκείων και τους καθηγητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Εντούτοις, και στο σημείο αυτό, η διαφορά αντιστρέφεται στο μαθητικό κοινό όπου οι μαθητές του δημοτικού είναι πολύ περισσότερο ανοιχτοί στην πολυπολιτισμικότητα συγκριτικά με τους μαθητές των γυμνασίων και των λυκείων.

  • Ένα άλλο συμπέρασμα που προκύπτει από την έρευνα είναι το γεγονός ότι τα σχολεία λειτουργούν ως καθρέφτης της κοινωνίας στον οποίο προβάλλονται τα ξενοφοβικά στερεότυπα για τον ” αλλοδαπό μετανάστη”, στερεότυπα που, ωστόσο, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Παρά την ανησυχία γονέων και καθηγητών σχετικά με την παρουσία των αλλοδαπών μαθητών στα σχολεία, τα προβλήματα που δημιουργούν οι μαθητές αυτοί είναι, κατά την κρίση τους, περιορισμένα.
  • Ένα κοινό σημείο των τριών κοινών της έρευνας αφορά στη φύση των προβλημάτων που εκτιμάται ότι αντιμετωπίζουν ή προκαλούν οι αλλοδαποί μαθητές. Πρόκειται κυρίως για μαθησιακά προβλήματα, αλλά και προβλήματα ένταξης και συμπεριφοράς των αλλοδαπών μαθητών.
  • Αυτό το τελευταίο στοιχείο κάνει ακόμη πιο επιτακτικό το ρόλο της εκπαίδευσης στην καταπολέμηση των διακρίσεων και στην προσπάθεια αρμονικής ένταξης των αλλοδαπών μαθητών. Η εκπαίδευση δεν αφορά μόνο στους μαθητές αλλά και στους εκπαιδευτικούς, όπου οι ίδιοι εκτιμούν ότι δεν είναι επαρκώς καταρτισμένοι για να διδάξουν τους αλλοδαπούς μαθητές.
  • Την ανάγκη καλύτερης κατάρτισης των εκπαιδευτικών υπογραμμίζουν και οι γονείς που εκτιμούν ότι είναι το κλειδί για την καλύτερη ένταξη των αλλοδαπών μαθητών στις σχολικές κοινότητες, και δευτερευόντως η ευαισθητοποίηση γονέων και μαθητών στις έννοιες της ισότητας και του σεβασμού της διαφορετικότητας.
  • Τα παραπάνω συμπεράσματα καθίστανται ακόμη πιο σοβαρά αν αναλογιστούμε την ίδια γενική εκτίμηση γονέων και εκπαιδευτικών για την ολοένα και αυξανόμενη – κατά την επόμενη πενταετία – παρουσία αλλοδαπών μαθητών στα σχολεία της χώρας μας.

 

 

(Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Περίοδος διεξαγωγής: Η συλλογή των στοιχείων έγινε από 6 έως 13 /03/2001

Περιοχή διεξαγωγής: Στα δύο μεγαλύτερα αστικά κέντρα της Ελλάδας, λεκανοπέδιο Αττικής και Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης, όπου συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ποσοστό των αλλοδαπών που διαμένουν μόνιμα στη χώρα μας.

Πληθυσμός: Γονείς μαθητών που φοιτούν σε Δημοτικά, Γυμνάσια και Λύκεια. Δάσκαλοι και Καθηγητές, καθώς επίσης και μαθητές που φοιτούν στις τρεις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού, σε Γυμνάσια και Λύκεια.

Δείγμα: 2343 συνεντεύξεις.

Τεχνική συλλογής πληροφοριών: Η συλλογή των στοιχείων έγινε με 2 τρόπους. Με την μέθοδο των συνεντεύξεων βάσει ηλεκτρονικού ερωτηματολογίου, με το ειδικό λογισμικό CTIS (Computer Telephone Interview System) και με την μέθοδο των προσωπικών συνεντεύξεων βάσει έντυπου ερωτηματολογίου, κατόπιν επίσκεψης των ερευνητών σε αντιπροσωπευτικά επιλεγμένα σχολεία. Για κάθε ένα από τα τρία κοινά (γονείς, εκπαιδευτικοί, μαθητές ) σχεδιάστηκε ειδικό ερωτηματολόγιο με κλειστές και ανοιχτές ερωτήσεις. Μέρος των ερωτηματολογίων ήταν κοινό ώστε να εξασφαλιστεί η συγκριτική ανάλυση των απόψεων και οι τυχόν διαφοροποιήσεις σε βασικές παραμέτρους. Για την συλλογή των στοιχείων της έρευνας εργάσθηκαν 93 ερευνητές ( 88 συνεντευκτές και 5 επόπτες/ ελεγκτές).

Μέθοδος δειγματοληψίας: Τυχαία πολυσταδιακή δειγματοληψία με χρήση quota ανάλογα με τα αντιπροσωπευτικά χαρακτηριστικά του κάθε κοινού.

Η ΚΑΠΑ RESEARCH Είναι μέλος της ESOMAR και του ΣΕΔΕΑ και τηρεί τους κώδικες δεοντολογίας για την διεξαγωγή και δημοσιοποίηση ερευνών κοινής γνώμης).

 

Πηγή:http://www.unicef.gr/reports/racism.php

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *