Σχολικός σκοταδισμός;

PENCIL Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της «Άλφα-Βήτα» (www.alfavita.gr) τον Ιούλιο του 2008.

Σκέψεις με αφορμή την πανελλήνια εξέταση του μαθήματος «Νεοελληνική Γλώσσα» της Γ΄ τάξης Ημερήσιων Γενικών Λυκείων.

 

Φέτος, για μία ακόμη φορά, η Επιτροπή Εξε­τά­σε­ων του Υ­πουργείου Εκπαίδευσης κατάφερε με τις ε­πι­λογές της, κατά την εξέταση του μαθήματος «Νε­ο­ελ­ληνική γλώσ­σα» της Γ΄ τάξης Γενικού Λυκείου (20-05-2008), να στρέ­ψει πά­νω της τα βέλη της κρι­τι­κής τόσο από μέρους σχο­λι­κών όσο και από μέρους πα­νεπι­στη­μι­ακών δα­σκά­λων. Η πλέ­ον καίρια κρι­τική, εξ όσων γνωρίζω, προ­ήλ­θε από το χα­νιώ­τη συ­νά­δελ­φο Γ. Μαρ­γιού­λα και δημοσιεύ­θη­κε μέσω Δι­αδικτύ­ου.[1] Νο­μίζω πως ο αξιόλογος συ­νά­δελ­φος πέτυχε στο άρθρο του να εκ­φρά­σει τις σκέ­ψεις και την πι­κρί­α πολ­λών από εμάς που α­γω­νι­ζόμαστε ― πάντα α­πό μει­ο­νε­κτι­κή θέ­ση ― προ­κει­μέ­νου να προσδώ­σου­με στη σχο­λι­κή διδα­σκα­λία του συ­γκε­κριμένου μα­θήματος το νό­ημα που οφείλει να έχει. Ας μου ε­πι­τραπεί εδώ να δοκιμάσω να εξω­θή­σω λίγο πα­ρα­πέ­ρα τη διαμαρτυρία του.

 

Οι επιδιώξεις του σχολαστικού λόγου

 

Δε θα αναφερθώ αναλυτικά στα στοιχεία κακο­με­τα­χεί­ρι­σης (βλέπε: βιασμού) του σεφερικού κει­μέ­νου που χρη­σιμοποιήθηκε στην εξέταση, αυ­τό πι­στεύ­ω ότι έ­χει επισημανθεί με ε­πάρ­κει­α από άλ­λους. Θα στα­θώ κυρίως στις συνθήκες παραγωγής του υπό εξέταση λό­γου και στην ιδεολογική μετα­χεί­ρισή του ― ή μάλ­λον στην ιδεολογική του εκ­με­τάλ­λευ­ση.

Όπως εύστοχα παρατήρησε ο Γ. Μαργιούλας, το α­πόσπασμα που δόθηκε στους μαθητές ήταν κομ­μέ­νο-ραμμένο έτσι ώστε η εν­νοιο­λο­γι­κή του αναφορά ― η οποία αρχικά αφο­ρού­σε τους ό­ρους της «λο­γο­τε­χνικής παράδο­σης» ― να ολισθαίνει στο πε­ρισ­σό­τε­ρο αφηρημένο και ακαθό­ρι­στο πε­δίο της «πα­ρά­δο­σης», προκειμένου να εξυ­πη­ρε­τή­σει τις επι­δι­ώ­ξεις των εξεταστών. Ποιες ήταν άραγε αυτές οι επι­δι­ώ­ξεις; Ας προσπαθήσουμε να τις διακρίνουμε.

 

Επιδίωξη πρώ­τη: Μια με­τα­τόπιση προς τη γενι­κο­λο­γία προάγει α­κριβώς την παρα­γω­γή της α­φη­ρη­μέ­νης εννοιο­λόγησης, αποδίδοντας γραπτό λόγο δο­κι­μι­α­κού χαρα­κτήρα, είδος που καλ­λι­ερ­γεί­ται και δι­α­κι­νείται χρό­νια τώρα, τόσο στο σχο­λειό όσο και στο φρο­ντι­στή­ριο, κυ­ρί­ως στις τάξεις του Λυκείου. Ε­σχά­τως μάλιστα το εί­δος αυτό έχει αποκτήσει και την ιδιό­λε­κτό του, η ο­ποία αποτε­λεί­ται από περι­σπού­δα­στους όρους, ό­πως: επιπροσθέτως, μαζο­ποί­η­ση, παθογένεια,  κ.λπ., οι οποίοι έρχονται και επα­νέρ­χονται σε κά­θε «φροντισμένο» μαθητικό γρα­πτό. Α­λίμονο, αναλογίζεται κανείς συμπάσχων, πόσο επι­τυ­χημένα και πρω­τό­τυ­πα μπορεί να εν­νοιολογήσει σε α­φη­ρημένο επίπεδο ένας δεκαοκτάχρονος μα­θη­τής, ο οποίος συνάμα προσπαθεί να πειθαρχή­σει και στην αυ­θε­ντία των δα­σκά­λων του; Το πιθανότερο εί­ναι να οδηγηθεί στη χρήση μιας ανούσιας και κού­φιας διαλεκτικής. Σπά­νιο χάρι­σμα, εξάλλου, η ικανό­τη­τα του προ­σω­πι­κού ύ­φους στον γραπτό λόγο, συν­θήκη που ισχύει εξίσου και για το μαθητή και για το δά­σκαλο… Κατά συνέπεια, η πλει­ονό­τη­τα των μα­θη­τών φροντίζει να συμ­μορ­φώνεται προς τας υπο­δεί­ξεις, οι ο­ποί­ες πα­ρέχονται πλέον σε φω­τοτυπη­μέ­να σοφολογιότατα κα­τεβα­τά, με φυσικό παρεπόμενο την πνευ­μα­το­τυφλία, φαι­νό­μενο άλλωστε ουκ ασύ­νη­θες στην πα­ρα­γωγή λό­γου, από αρ­χαι­ο­τά­των χρό­νων. Από την άλ­λη πλευ­ρά, κα­τά τη δι­όρ­θω­ση των μαθητικών δοκιμίων στις πα­νελ­λήνιες εξετάσεις, πα­ρο­τρυνόμαστε και ε­μείς οι δι­δάσκο­ντες να συμ­μορ­φω­νόμαστε με τις υ­πο­δεί­ξεις των ει­σηγητών, μη ανε­χό­με­νοι τυχόν προ­σω­πι­κές ερμηνείες από πλευ­ράς του μα­θητή, πα­ρά τη δι­α­κηρυγμένη «υ­πο­κει­με­νι­κό­τη­τα» του δοκιμι­α­κού λό­γου. Τίθεται και εδώ ζή­τημα βαθμολογικής ο­μοι­ομορφίας και γνωστικής αυ­θεντίας. Κα­τα­λή­γει έ­τσι να θε­ρα­πεύ­ε­ται απ’ ό­λες τις πλευρές αυτή η ι­δι­ά­ζου­σα ρητορική, με βα­σι­κό στοι­χείο της το ε­πι­δε­κτι­κό κω­δικοποίησης, εκ­μη­χα­νι­σμού και αποστήθισης, προς α­πο­λαβήν κοι­νού ο­φέ­λους. Διευκολύνονται, ού­τως ει­πείν, απα­ξά­πα­ντες: διδάσκοντες και μα­θη­τές, διό­τι ι­δού, καθί­στα­ται απτή, τιθασευμένη και εύ­πεπτος η κα­θι­ε­ρω­μένη, σχο­λα­στι­κή μέ­θοδος σύν­θε­σης γραπτού λό­γου, μέ­θο­δος στην ο­ποία οι μαθητές εγκλιματίζονται και ε­θί­ζονται προοδευτικά. Ή μή­πως νο­μίζουμε ότι είναι η πε­νιχρή ε­ξά­σκη­ση των μαθη­τών στο γρά­ψι­μο στα πλαί­σια της σχο­λικής τάξης (δη­λαδή από τον Οκτώ­βρη ως τον Α­πρί­λη, έξω οι κα­τα­λήψεις και οι δια­κο­πές) αυτή που κα­θο­ρίζει όψιμα το ύφος και τους όρους εκφοράς του γραπτού τους λό­γου; Βό­δι τρα­νό πατάει τη γλώσσα τους…

 

Επιδίωξη δεύτερη: Όσον αφορά το περιε­χό­με­νο του θέματος που ζητήθηκε, η γενική εννοιο­λο­γι­κή στό­χευση της «πα­ρά­δο­σης» δι­ευκόλυνε την ε­πι­τρο­πή να διοχε­τεύ­σει τα δι­κά της μηνύματα κοι­νω­νικού συ­ντη­ρη­τι­σμού, με τη μέ­θοδο της έμ­με­σης ιδεολο­γι­κής προ­πα­γάνδας. Το μή­νυμα που εισπράττουν οι μα­θητές (και το οποίο ο Γ. Μαρ­γιούλας ανέγνωσε με αν­θρω­πολογικούς ό­ρους) είναι πως αν θέλουν να πε­τύ­χουν και να ε­ντα­χθούν στο κοινωνικό στρώμα των εκπαιδευμένων, θα πρέ­πει να πλέ­ξουν το ε­γκώ­μιο αυ­τής της ακαθό­ρι­στης «πα­ρά­δο­σης» ― άρα και της ιδεολογίας που κα­κήν κα­κώς την προ­πα­γαν­δίζει.

Η παραποίηση ενός κειμένου αποτελεί βεβαίως πα­ραχά­ρα­ξη, η οποία εκθέ­τει ηθικά και επιστη­μο­νι­κά τα μέ­λη της επιτροπής ― ο Δ. Μαρωνίτης δε μά­ση­σε επ’ αυτού τα λόγια του.[2] Θα ήθελα όμως να παρα­τη­ρήσω ότι η συστηματικά ασκούμενη ιδεολο­γι­κή προ­πα­γάνδα συνιστά ένα αδίκημα πολύ πιο σο­βα­ρό και χρόνιο, για το ο­ποίο οι φωνές των καθ’ ύ­λην αρ­μό­διων συνα­δέλ­φων δεν υψώνονται τόσο στε­ντό­ρει­ες. Εξηγούμαι: Αν εγκύψει κανείς αναδρομικά στα θέματα (σκέ­­λος Γ) που προτάθηκαν για α­νά­πτυ­ξη στις απο­λυ­τήριες εξετάσεις Ενιαίων και Γε­νι­κών Λυ­κείων με το ισχύον σύ­στη­μα, θα καταλάβει πο­λύ κα­λά τι εννοώ: από το 2000 έως και το 2004 η α­νά­πτυ­ξη των θεμάτων α­παι­τεί από τον μαθητή να ε­πι­δεί­ξει μια στάση κοι­νω­νικής κριτικής, εντο­πί­ζο­ντας προ­βλήμα­τα και προ­τείνοντας λύσεις. Από το 2005 και ε­ντεύ­θεν, οι ιδεολογικές προϋποθέσεις των θε­μά­των αλ­λά­ζουν: αυτό που α­­παι­­τεί­ται πλέον από το μα­θητή είναι εν­δο­σκό­πη­ση και αυτο­κρι­τική. Υπο­πτεύ­ομαι ότι, κά­που εκεί στο 2004, οι περισότερο α­νή­συχοι Πράσινοι ε­ξε­τα­στές α­ντι­καταστάθηκαν από τους θεοσεβείς Βέ­νετους, οι ο­ποί­οι επέβαλαν τη δι­α­φοροποίηση στο περιε­χό­με­νο της προπαγάνδας. Προ­σωπικά μπο­ρεί να επικροτώ την κοινωνική κριτι­κή, ενοχλούμαι ωστόσο από το γε­γο­νός ότι ο μηχα­νι­σμός της προπα­γάν­δας, βρέξει χιονίσει, παραμένει ά­θικτος. Μήπως πρό­κει­ται για κάτι επουσιώδες; Όχι και τόσο, αν σκε­φτεί κα­νείς ότι αποτελεί το κέρατο του βοδιού: ο ιδεολογικός συντονισμός είναι ευ­ρύ­τε­ρος και, άλλωστε, στο μή­κος κύματος της εκά­στο­τε Ε­πι­τρο­πής θα κι­νη­θούν οι υποδείξεις καθηγη­τά­δων και φρο­ντι­στάδων, οι ο­ποίοι θα κορ­δα­κιστούν και πάλι στην αγο­ρά ότι «πέ­τυ­χαν και φέτος το θέ­μα» κλπ. κλπ. Επομένως οι ταλαίπωροι μα­θη­τές περι­ο­ρίζονται καθ’ εκά­στην να διαδραματίζουν το ρό­λο της ορ­χουμένης άρ­κτου.

 

Το ιδεολόγημα του μαθήματος της «γλώσσας»

 

Περνάω τώρα στο ψητό της υπόθεσης: Συνήθως οι α­ντι­δράσεις σε συμπτώματα μαθητικής κα­κο­γρα­φί­ας προέρ­χονται αποκλει­στι­κά από φιλολο­γί­ζοντες, οι ο­ποίοι καταδικάζουν ή υ­πε­ρα­σπί­ζο­νται τη λεκτική ι­κανότητα των ελληνο­παί­δων και σπά­νια α­σχολού­νται με τους μηχανισμούς προ­πα­γάν­δας και χει­ρα­γώ­γησης που αναπτύσσει το εκ­παι­δευ­τικό σύ­στη­μα. Στη χειρότερη ― και καθόλου σπάνια ― περί­πτω­ση, η θέ­ση του φιλολογίζοντος προβάλλει ως πανά­κεια στα δει­νά της «απαιδευσίας» την περαιτέρω εμπέ­δω­ση της αρχαίας ελ­λη­νι­κής. Σημαντική δε με­ρί­δα των συ­να­δέλ­φων ασμένως θα υ­πο­στή­ριζε ότι «ου­δε­μί­α μορφή ιδεολογικής χειρα­γώ­γη­σης δεν α­σκεί­ται δι­α­μέσου του μαθήματος της γλώσ­σας». Πώς συμ­βαί­νει τότε, αγαπητοί συνάδελφοι, και οι μαθητές έ­χουν τόσο έντονο το αίσθημα της υ­πο­κρισίας, όταν κα­λούνται να αναπτύξουν θέμα­τα σαν αυτά που τους ζητάμε; Σου το πετάνε κατάμου­τρα, με το που λαμ­βάνουν γνώση του πράγματος, ότι «γράφω έτσι για να κάνω το καλό παιδί».[3] Αν εί­σαι τίμιος δά­σκα­λος, οφείλεις τότε να αποκαλύψεις τις εξουσια­στι­κές ορίζουσες του λόγου, στις πιέσεις των οποίων δι­απλέκεσαι τό­σο εσύ, ως σοφιστής, ό­σο και ο μα­θη­τής, ως σο­φι­ζό­με­νος. Αν όχι, τότε συ­μπράτ­τεις σε μια μορφή σκοταδισμού, του σκοτα­δι­σμού της πα­ρα­παι­δείας, στον οποίο επιδίδεται τόσο η δημόσια όσο και η ιδιωτική εκπαίδευση (φρο­ντι­στή­ρια και ιδιω­τι­κά σχολεία). Χαρακτηριστικά αυτής της σκοτα­δι­στι­κής μεθόδευσης είναι η αχρήστευση της πηγαίας κρι­τικής διά­νοιας και η παράδοσή της στις επιταγές της καθιε­ρω­μένης ρητορείας.

Θα συμφωνούμε, φαντάζομαι, ότι η οποιαδήποτε μορ­φή ά­σκη­σης προπαγάνδας δεν αφορά στη δια­μόρ­φωση ε­λεύ­θερων και σκεπτόμενων πολιτών αλ­λά στη διά­πλα­ση μελών της ευθυνόφοβης μάζας, την οποία πελατεύεται κά­θε καιροσκοπούσα εξου­σία. Θεωρώ ότι δε θα πρέπει να έχει κανείς μας πλέ­ον την αυ­ταπάτη ότι προσφέρει παι­δεί­α στους μαθη­τές του. Η παιδεία, επιτέλους, θα πρέπει να εί­ναι μια δι­εκ­δίκηση γνω­στικής ελευθερίας η οποία έγκειται στην προσω­πι­κή ευ­θύ­νη του καθενός. Θα πρέπει ό­μως να έχουμε την α­παίτηση από τον εαυτό μας να προ­σφέ­ρουμε ορθή εκ­παίδευση, ταιριάζο­ντας όσο μπο­ρούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, γιατί μό­νον έτσι τα σώζουμε. Αν υ­πο­χρε­ωνόμαστε να δι­δά­ξου­με στους μαθητές μας τη Ρη­το­ρική, ας το κά­νου­με απο­κα­λύπτοντας και τηρώ­ντας ορισμένους βα­σικούς κανόνες. Η α­πο­φυγή της ά­μεσης ή έμ­με­σης επιβολής θέσεων και η δια­λε­κτι­κή α­ντι­πα­ρά­θε­ση απόψεων θα ήταν, πιστεύω, ανά­με­σα σ’ αυτούς. Με την επισήμανση πάντοτε ότι προ­σπα­θού­με να σκα­ρώ­σουμε τεχνικά πλασμένους λό­γους, οι οποίοι δεν έχουν να κάνουν τόσο με την α­λή­θεια όσο με το εύ­λογο (εικός), εν είδει εξάσκησης.

Έχοντας αυτά κα­τά νου, δε χο­λο­σκά­ω, αγαπητοί συνάδελφοι, που οι μα­θητές μου δεν κατέχουν πέ­ντε λέ­ξεις πα­ρα­πάνω. Χο­λοσκάω ό­μως που υπακούν ξεροκέφαλα στο νόθο λό­γο της α­γο­ράς, τον μπα­σταρ­δεμένο δηλαδή από τις επιβολές της πο­λιτικής και εκπαιδευτικής αυ­θε­ντί­ας, μακριά από ε­πι­χει­ρή­μα­τα και αντίλογο, δίχως το απαραίτητο κρι­τικό έρ­μα. Να για­τί τείνω προ­σω­πι­κά προς την ά­πο­ψη ότι απο­τελεί δείγμα εκπαιδευ­τι­κής αρτη­ριο­σκλή­ρωσης η ύπαρξη του μαθήματος «Νε­οελ­λη­νι­κή γλώσ­­σα» στο Λύκειο. Αν πρόκειται να συ­νεχιστεί με ο­ποιον­δή­ποτε τρόπο η διδασκαλία της Ρη­το­ρι­κής στη μέση εκ­παίδευση, ας γίνει με τρό­πο απρο­κά­λυ­πτο, αρμό­ζο­ντα και κατάλληλα δο­μη­μέ­νο, λαμβάνο­ντας πε­ρισ­σό­τερο υπόψη τις εμπράγματες συνθήκες της κοι­νω­νικής πα­ρα­γω­γής και διακίνησης του λόγου, όπως είναι η απαιτούμενη προφορικότητα, οι συνθήκες λο­γι­κής αντιπαλότητας και ανισηγορίας, τις οποίες θα αντιμετωπίσουν εντονό­τε­ρα οι αυ­ρι­α­νοί πο­λί­τες. Ο­πωσ­δήποτε, ένα τέτοιο σχέ­διο δεν μπορεί να εκ­τε­λε­στεί α­πο­κλει­στικά από γλωσ­σολό­γους και φι­λο­λο­γί­ζοντες και μάλιστα στα α­σφυκτικά χρονικά πλαίσια που θέτει σήμερα το δη­μό­σιο σχολείο. Ιδού η Ρό­δος της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης…

 

Το παιδευτικό έλλειμμα

 

Τα ζη­τή­ματα που προσπάθησα να θί­ξω φοβάμαι ότι αποτελούν συμπτώ­μα­τα του ευ­ρύτερου πολιτι­σμι­κού και παιδευτικού ελλείμ­μα­τος, τα οποία αντα­να­κλούν στον ευαίσθητο χώρο της εκπαίδευσης. Έχω την πεποί­θη­ση ότι οι θεωρητικές σπουδές α­πο­τε­λούν, α­λίμο­νο, όχι την κορωνίδα, αλλά έναν α­δι­ά­ψευ­στο δεί­κτη, έ­να είδος βαρόμετρου για την πνευ­μα­τική ευ­ρωστία ε­νός λαού. Να πώς το ζή­τη­μα κατα­λή­γει ολοφάνερα να είναι και πο­λι­τικό, διότι η επι­μέ­ρους αντιμε­τώ­πι­σή του κα­νο­νί­ζε­ται από ιδεολο­γή­ματα και συμφέρο­ντα που ο­ρί­ζουν τόσο τη μοίρα της ταλαίπωρης εκ­παί­δευσης όσο και γενικότερα το σφρίγος της παι­δευ­τικής στάθ­μης σ’ αυτόν τον τό­πο. Επιπλεόν ό­μως, κα­τά τη γνώ­μη μου, ανα­δει­κνύ­ει και κρίνει κυ­ρί­ως τις επιλο­γές των πνευμα­τι­κών ιθυ­νό­ντων, ιδίως ό­σων δια­μορ­φώνουν την κα­τά­σταση στις θεωρη­τι­κές σπου­δές. Εγένετο το θέ­λη­μα Μπα­μπι­νιώτη και ε­πα­νήλ­θαν τα αρχαία στο Γυ­μνά­σιο, ώστε δαπανάμε κόπο και ώρες πάνω στην αρχαία γραμ­ματική και το συντακτικό. Και λοιπόν; Ή μή­πως θα σω­νόταν, για παρά­δειγ­μα, η κατά­στα­ση, αν το μά­θη­μα αναλάμ­βα­ναν να δι­δά­ξουν νε­ο­ελ­λη­νι­στές από­φοι­τοι Φιλο­λο­γίας, όπως θα επι­θυ­μού­σε ο κ. Γε­ωρ­γου­σό­πουλος;[4] Μα ποιος απ’ όλους τους πτυ­χι­ού­χους των θεωρητικών σχολών είναι ο ει­δικό­τε­ρος για να δι­δά­ξει τον πιο ενδόμυχο συ­ντε­λεστή της προ­σωπικής μόρφωσης, δηλαδή τους όρους και τις με­θόδους παραγωγής περιεκτικού λό­γου; Οι υ­πό­λοι­ποι εκπρό­σω­ποι των θεωρητικών επι­στη­μών, φι­λοσο­φού­ντες, παι­δαγωγοί, ι­στο­ρι­κοί και άλ­λοι, α­δυ­να­τούν εξ ορισμού να το πράξουν; Είναι δά­σκαλοι πε­ρι­ο­ρισμένης ευθύνης; Δεν τους αφορά το ζήτημα;

Καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι οι Πα­νελ­λή­νι­ες Ε­ξετάσεις δεν είναι το πρό­βλημα καθαυτό αλ­λά μία α­κόμη προβληματική έκ­φανση του βασικού προ­βλή­μα­τος: το ελληνικό εκ­παι­δευτικό σύστημα πά­σχει α­πό έλλειψη παιδείας και οι αρμόδιοι εκ­πρό­σω­ποι των θε­ωρη­τι­κών σπουδών, βυ­θι­σμέ­νοι στο βαυ­καλισμό, την ι­δε­ο­λη­ψία και την α­τολ­μία μιας κοι­νω­νί­ας που δυ­σανασχετεί απέναντι στον ατόφιο επιστημονικό και θε­ωρη­τι­κό λό­γο, α­δυ­να­τούν να το σώ­σουν. Ε­δώ θα ταιριά­ζαν τα λό­για ε­νός ένθερ­μου θιασώτη της ελ­λη­νι­κής ρη­­τορικής, του Φρει­δε­ρί­κου Νίτσε: «Κα­τα­νάγκη λοι­πόν, αφε­τη­ρία της φι­λο­σο­φίας μας δεν είναι πια ο θαυμα­σμός αλλά η φρί­κη.»

 

Αγρίνιο, 28-06-2008

Χάρης Ταμπάκης


[1] Γ. Μαργιούλας, «Ο Σεφέρης και η παράδοση». Δημοσι­εύ­θηκε στην ιστοσελίδα alfavita.gr.

[2] Τα κείμενα του Δ. Μα­ρω­νίτη, με τους εύγλωττους τί­τλους «Παραχάραξη» και «Λαθροχειρία», δη­μοσιεύθηκαν δι­α­δοχικά από τη στή­λη του στο Βήμα της Κυριακής, στις 15 και 22-06-2008.

[3] Συνοψίζω το πνεύμα διαλόγου που διαμοίφθηκε στα Γιάν­νε­να, σε συνέδριο που διοργάνωσε το εκεί τμήμα Φιλο­λο­γί­ας, για τη Γλώσ­σα στην Εκπαίδευση το 2001.

[4] Κ. Γεωργουσόπουλος, «Λιποβαρής γλώσσα». Άρθρο στην εφημερίδα Τα Νέα της 31-05-2008.

Κατηγορίες: Εκπαιδευτικά, Φιλολογικά | Γράψτε σχόλιο

Οι «πέτρες» και το κεμέρι μας

Το σπίτι με τις Καρυάτιδες στην Πλάκα. Φωτογραφία του Α. Καρτιέ-Μπρεσόν (Αθήνα, 1953).

Το σπίτι με τις Καρυάτιδες στην Πλάκα. Φωτογραφία του Α. Καρτιέ-Μπρεσόν (Αθήνα, 1953). Αντίστιξη τριών πολιτισμικών εποχών.

* Άρθρο που δημοσιεύθηκε στη Ρωγμή τον Απρίλιο του 2006, ως πικρό σχόλιο για τη στάση των Νεοελλήνων απέναντι στην (αρχαία) πολιτιστική κληρονομιά.

 

«O Δ/ντής Aρχαιοτήτων του Yπουργείου Πολιτισμού κ. Λ. Kολώνας αποκάλυψε ότι στην περιοχή της Aλυζίας το άγαλμα της Aθηνάς εκλάπη από το κάστρο με κινηματογραφικό τρόπο, αφού αποκολλήθηκε από το βράχο με ελικόπτερο…» [i]

 

«…O Πρόεδρος της Iστορικής και Aρχαιολογικής Eταιρίας κ. Π. Mοσχονάς ισχυρίστηκε πως το άγαλμα που εκλάπη βρίσκεται σε κάποιο χωράφι, αφού δεν κατορθώθηκε από τους αρχαιοκάπηλους να το βγάλουν από τη χώρα.» [ii]

 

Aναμφίβολα, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός πε­ρι­βάλλεται στις νεοελληνικές μας συνειδήσεις από χο­λυγουντιανής εμβέλειας αίγλη. Δε θα λέγαμε ω­στό­σο το ίδιο και για τις αρχαιότητες, τα θλιβερά αυ­τά απομεινάρια του παρελθόντος, με τα οποία εί­ναι εγκατεσπαρμένη η ελληνική επικράτεια. Σπεύδω αμέ­σως να διευκρινίσω το κατά τα άλλα ενδιαφέρον αυτ­ό οξύμωρο.

Για τους περισσότερους από εμάς, η κεκτημένη ιδέ­α περί αρχαίου πολιτισμού έλκει την καταγωγή της από μια ιδεολογική διεργασία γενικευτικών σχη­μα­το­ποιήσεων, η οποία ενορχη­στρώ­νεται από την Πο­λιτεία και συντελείται κατά τα δι­αδοχικά στάδια της εγκύκλιας εκπαίδευσης. Στις πρώ­τες μάλιστα εκ­παιδευτικές βαθμίδες φαίνεται να ολοκληρώ­νε­ται, κατά μεγάλο μέρος, το μπόλιασμα (ή ακριβέστερα, η στρέ­βλω­ση;) των παιδικών συνειδήσεων με τις πα­γιωμένες ιδέες περί ιστορίας και προγόνων, περί έθνους και γλώσ­σας, περί πα­τρίδος και θρησκείας, οι οποίες έκτο­τε δε μας εγκα­τα­λείπουν εύκολα. Διότι η λάμψη του κοινωνικού δόγματος, με το κύρος του οποίου επενδύονται πλέον αυτές οι ιδέες, γίνεται τό­σο προφα­νής και βέβαιη, τόσο επομένως έντονη, που δύσκο­λα μπορεί κανείς να τις αντικρίσει με γυ­μνά μάτια, δηλαδή με γνώση και λογική.

Έκτοτε το να δεις, να πλησιάσεις ή και να αγγί­ξεις τις «πέτρες» καθίσταται περίπου ακατόρθωτο. Για να το διαπιστώσει κανείς αρκεί να παρατηρήσει την κοινή συμπεριφορά. Περ­νάμε δί­πλα τους σα βο­λί­δες με τα αυτοκίνητά μας και τις αγνο­ούμε. Παρα­χω­ρούμε συνήθως το έργο της επί­σκε­ψης των αρ­χαι­ολογικών χώρων στους ξένους κι εμείς πηγαί­νου­με για καφέ και ούζα. Όταν δεν καραδοκούμε την ευκαιρία να τις εκμεταλλευτούμε οικονομικά ή να τις λη­στέ­ψου­με, τις εγκατα­λεί­που­με στο έλεος της φύσης να λα­γκαδιάζουν και να γκρε­μίζονται. Και μέσα στο ντο­ρό της εκμετάλ­λευ­σης και μέσα στην αδιαφορία, δεν απορούμε βέ­βαια ποτέ ― εν­δόμυχα έστω ― τι να ’ναι αυτές οι λι­γο­στές όρ­θιες κολώνες πάνω στον αττικό βρά­χο, που βλέ­πουμε να πνί­γε­ται και να ασφυκτιά τρι­γυ­ρισμένος από την τσι­με­ντένια πολιτεία. Kαι ούτε που αναρω­τιό­μαστε τι είναι αυτές οι πέ­τρες που ισορ­ρο­­πούν, σαν το ξεχασμένο παι­χνί­δι ενός παιδιού, δί­πλα στη γέφυ­ρα του Aχελώου. Δυ­στυ­χώς ο όποιος προ­βλη­μα­τι­σμός και η απο­ρία εγεί­ρο­νται συ­νήθως υπό το βάρος της συμφοράς για τα «χα­λά­σμα­τα» πάνω στα οποία σκοντάφτουμε αναπάντεχα μέσα στο κτήμα μας.

Όταν ο Νεοέλληνας συναντιέται με τις αρχαιό­τη­τες, διαπιστώνεις πόσο απέχει από αυτές, πόσο πα­ρεί­σακτες είναι στο καρτεσιανό του σύστημα ανα­φο­ράς. Tις περισσότερες φορές οι «πέτρες» αυτές απο­τελούν εμπόδιο στο δρόμο της προόδου: ξεπρο­βάλ­λουν, για παράδειγμα, κατά τις εργασίες διάνοι­ξης ενός δρόμου και σταματούν το έργο. Ή αναδύο­νται κατά την εκσκαφή του οικοπέδου για την ανέ­γερ­ση μιας πολυκατοικίας ή μιας εξοχικής έπαυλης. Προκύπτουν «αιφνιδίως» σε θέσεις όπου θέλουμε να κατασκευάσουμε λιμάνια (βλέπε Πλατυγιάλι A­στα­κού) ή ακόμη και μουσεία (βλέπε Mουσείο A­κρο­πόλεως). Άλλες φορές πάλι χρησιμεύουν ως ευ­και­ρι­ακό οι­κο­νομικό πρόσοδο: είναι δυστυχώς γνω­στό ότι η αρχαιοκαπηλία έχει μακρά παράδοση ανα­σκα­φών στο νομό Αιτωλοακαρνανίας, με κύριο προ­ορι­σμό των κλοπιμαίων τη γειτονική Iταλία αλλά και την Aθήνα.[iii]

Tελευταία μάλιστα, καταβάλλονται και προ­σπά­θειες να διαπιστωθεί κατά πόσο οι αρχαιότητες μπο­ρεί να συμβάλουν «στην ανάπτυξη της περιοχής».[iv] H ανάπτυξη της οποιασδήποτε περιοχής είναι βέβαια στόχος αξιόλογος και θεμιτός, σημαίνει όμως ταυ­τό­χρο­να ότι οι αρχαιότητες, για χρόνια αγνοημένες και εγκαταλειμένες από τις τοπικές κοινωνίες, συ­γκε­ντρώνουν τώρα κάποιο ενδιαφέρον, διότι αναδεικνύονται σε πιθανούς πόλους οικονομικής εκμε­τάλ­λευσης, καθώς «η περιοχή μας περνά δύσκολα χρό­νια λόγω της μείωσης των καλλιεργειών και γε­νι­κά λό­γω της οικονομικής ύφεσης». Aυτό βέβαια ση­μαί­νει ότι πάλι για το κεμέρι μας ενδιαφερόμαστε και κα­ταλήγουμε στις «πέτρες» ως μια εύχερη λύση.

Φοβάμαι λοιπόν πως η πραγματικότητα είναι δει­νή. Όσο κι αν αρεσκόμαστε να εμφανιζόμαστε ως κλη­ρονόμοι ή θεματοφύλακες του αρχαίου πολιτι­σμού, στην αλήθεια ο πολιτισμός αυτός μας είναι ξέ­νος στις πραγματικές και ουσιώδεις του διαστάσεις. Έτσι, ο μόνη πρόσφορη διέξοδος που διαθέτουν οι τοπικές κοινωνίες, προκειμένου να εντάξουν αρ­μο­νι­κά τις «πέτρες» στο ιδεολόγιό τους, είναι ωφελιμι­στι­κού τύπου: η εκμετάλλευση αυτών. Και ο πιο εύ­κο­λος τρόπος εδώ είναι ο τουρισμός, και μάλιστα ο τουρισμός της αρπαχτής, αυτός που δε συνοδεύεται από παράλληλη πολιτισμική και πολιτική προσπάθεια, αυτός που έχει διαλύσει αμαχητί τη φυσιογνωμία και τα ριζώματα πολλών τοπικών κοινωνιών στην Eλλάδα. Η βραχυπρόθεσμη οικονομική ωφέλεια ό­μως στην οποία κατά κανόνα αποσκοπούμε δεν αντα­ποκρίνεται καθόλου σ’ αυτό που λέει το όνομά της: δεν είναι οι­κο-νομική. Με άλλα λόγια, δε νοιά­ζε­ται συνολικά για το νοικοκυριό του τόπου αλλά μό­νο για το κε­μέ­ρι του.

Τζάμπα τόση ιστορία και τόσα αρχαία ελληνικά στο σχολείο, τόσες γιορτές και φανφάρες για το «έν­δοξο παρελθόν» και τον «χρυσούν αιώναν του Πε­ρικλέους». Διαπιστώνουμε εντέλει ότι ακόμη και σή­μερα, με­τά από τόσα χρόνια ύπαρξης του ελληνι­κού κρά­τους, συνεχίζουμε να γυρνάμε μ’ εκείνο το πέ­τρινο κε­φάλι στα χέρια, που μας εξαντλεί τους αγκώ­νες και δεν ξέρουμε πού να το ακουμπήσουμε.[v] Ή μήπως πλέον αυτό τουλάχιστον το έχουμε λύσει;

 

03-04-2006, για τη Pωγμή

 


[i]               Tο Ξηρόμερο. Tριμηνιαία έκδοση της Oμοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων Ξηρομέρου, τεύχος 87 (Aπρίλιος-Iούνιος 2005), σελ. 7.

[ii]               όπ.π..

[iii]               Bλέπε σχετικά το πολύ κατατοπιστικό βιβλίο του B. Παπακωνσταντίνου με τίτλο Eγχειρίδιο αρχαιοκαπηλίας. Aθήνα: Eκδόσεις Περίπλους (2003).

[iv]               Tο Ξηρόμερο… σελ. 1.

[v]               Aναφορά στο Mυθιστόρημα Γ΄ του Γ. Σεφέρη.

Κατηγορίες: Δημοσιογραφία, Πολιτιστικά | Γράψτε σχόλιο

Πουλολόγοι!

 

 

Πουλολόγοι!

Eπεα πτερόεντα, οιωνοσκοπίες και
τηλεοπτικά ικριώματα

Παλιότερα έβλεπες κάθε χρόνο, φθινοπωριάτικα, τα πα­πιά να περνάνε πετώντας πάνω από τις λί­μνες σχη­ματίζοντας στον ουρανό το σήμα της νί­κης (V), κι έλεγες: τι γενναία πετεινά! Yπήρξε όμως έ­να διάστημα στην πρόσφατη ιστορία μας, δεν πά­ει πολύς καιρός, που βλέπαμε τα που­λιά να περ­νά­νε περιφέροντας απειλητικά πά­νω από τα κε­φά­λια μας το σύμβολο της αρ­ρώ­στιας (V-irus).

Eίχαμε τότε έξαφνα γεμίσει πουλολόγους που προ­ειδοποιούσαν για πανδημίες, που ανέ­κρα­ζαν μπρος σε νεκρά πουλιά, που οιωνο­σκο­πούσαν γα­λο­πούλες στο γαλοπουλιό. Tι από­γι­νε; Πού χά­θη­καν οι πουλολόγοι; Tους θυμάται κα­νείς να συ­δαυ­λίζουνε το θυμικό του κόσμου με τα κη­ρύγ­μα­τά τους για πάνδημους κινδύ­νους και θανατερές α­ρρώστιες; Θυμάστε την έκρη­ξη στη ζήτηση εμ­βο­λί­ων που προκάλεσαν; Θυ­μάστε που μετά έβγαι­ναν στο γυαλί τάχα­μου ψύχραιμοι κι έλεγαν πως εί­ναι αδι­και­ολό­γη­τος ο πανικός στις αντιδράσεις του κοι­νού;

Παραφράζοντας έναν ορισμό για την παι­δεία, θα έλεγα ότι σωστή δημοσιογραφία είναι να ξέ­ρεις τι θα διαδώσεις και τι δεν θα δια­δώ­σεις στο κοι­νό. Eκεί φαντάζομαι κρίνεται η στάθ­μη αυτού του είδους δημόσιου λόγου. Aν εί­ναι έτσι, η δη­μο­σιογραφία μας ― και δη η τη­λε­οπτική ― φαί­νε­ται να μη γνωρίζει πλέον μέ­τρο. Ρυθμιζόμενη με βάση α­ξίες της καταναλωτικής αγορ­άς, επιδιώκει να ε­ξυ­πηρετήσει περισ­σό­τε­ρο την αδηφάγο κατανάλωση ― δη­λα­δή την ακρο­α­μα­τι­κό­τητα ― παρά τη νηφάλια πλη­ρο­φό­ρη­ση. Eίναι χα­ρα­κτη­ριστικό το γεγονός ότι τα δελ­τία ειδήσεων έχουν καθημερινά ωριαία δι­άρ­κει­α και περισσεύουν οι δραματικοί τόνοι και οι τραγικοί τίτλοι. Τι αγωνία πίσω από τα γεγονότα! Το δράμα της ζωής σε απευθείας μετάδοση. Διότι δεν πρυ­τανεύει η επιδίωξη σαφούς και ευ­σύνοπτης πλη­ροφόρησης αλλά η παρουσίαση θε­άματος σε συνέχειες. H συνταγή περιλαμβάνει συγκινησιακή παρουσίαση γεγονότων, πληθώρα επα­να­λαμ­βανόμενων και ρηχών από άποψη θέματος ει­κόν­ων, εξαντλητική αναδίφηση λεπτο­με­ρειών και ατέρμονο σχολιασμό με έντονο το συναίσθημα της αγωνίας, της εκκρεμότητας, της εξέλιξης που πρέπει οπωσδήποτε να μεταβληθεί σε πληροφορία, αμέσως μόλις υπάρξει. Όλα αυτά συμπ­τώματα που χαρακτηρίζουν ακόμη και την κρα­τική τη­λε­ό­ρα­ση, την οποία εμείς οι φορο­λο­γούμενοι τρο­φο­δο­τούμε.

Δεν ευθύνονται βέβαια γι’ αυτό αποκλειστικά οι δη­μο­σι­ο­γρά­φοι. Tο κακό ξεκινά από τους υπεύ­θυ­νους, δι­ευ­θυντές σύνταξης και καναλάρχες, οι οποίοι δι­α­μορ­φώνουν το πλαίσιο παρουσίασης και πληρο­φό­ρησης του κοινού, ανάλογα με τον αντα­γω­νι­σμό. Eυθύνονται επίσης όσοι επι­τη­δεύο­υν τη θεα­μα­τική δημοσιογραφία αντλώ­ντας οφέλη από τη δη­μόσια κατακραυγή την οποία πρακτορεύουν, χω­ρίς ουσιαστικό πολι­τει­ακό όφελος. Ευθύνονται βεβαίως και οι καταναλωτές, που καθημερινά εισπράττουν τη δόση τους από την ταραχώδη επικαιρότητα και βιώνουν μέσω αυτής μια πιο πρόσφορη ζωή.

Πρόκειται λοιπόν για την ανάδυση ενός νέ­ου κα­θε­στώ­τος, που καταχράται την ολιγωρία και τη δι­α­φθο­ρά του κράτους για να αντλήσει θέ­ματα από την παραζαλισμένη κοινωνία και να της τα προ­σφέ­ρει ως θεάματα. Mιλώ για κατά­χρη­ση διότι η πρα­κτική αυτή φτάνει να παρα­βιά­σει ανθρώπινα δι­καιώματα, όπως το δικαί­ω­μα της κατά τεκμήριο α­θωότητας. Έτσι, για πα­ράδ­ειγμα, ο κ. Tρι­α­ντα­φυλ­λόπουλος υπόσχεται εσχάτως να μας πα­ρου­σι­άσει στο τηλεοπτικό ικρίωμά του όσους επώ­νυ­μους δι­απράττουν κα­κούργημα! Ποιος όμως τον δι­ό­ρι­σε δικαστή αν­θρώπων; Kαι τι θα προκύψει ε­ντέ­λει από τις κα­τηγορίες του; Mάλλον τίποτα θε­τι­κό… Θα μεί­νει όμως η κατακραυγή, η οποία θα κατα­στή­σει ακόμη πιο διαβόητο τον λειτουργό της, ανακυκλώνοντας τον φαύλο κύκλο.

Tα λόγια είναι φτερωτά, έλεγε ο ποιητής, και τα­ξιδεύουν σαν τα πουλιά. Kι εμείς που πι­στέ­ψα­με τους πουλολόγους και ψάχναμε την αρρώστια στα πουλιά, μάλλον σε λάθος όρνια την ψάχναμε, και μάλλον λάθος αρρώστια!

18-12-2005

Δημοσιεύθηκε στη Ρωγμή

Κατηγορίες: Δημοσιογραφία, Πολιτικά | Γράψτε σχόλιο