Χριστούγεννα στα Αναγνωστικά 1920 – 1980

To Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) ανάρτησε μία σελίδα όπου έχει ανθολογήσει χριστουγεννιάτικα κείμενα αναγνωστικών από το 1929.

Αξίζει να τα διαβάσετε.

76878533

Αναγνωστικό 1929
Αναγνωστικό 1946
Αναγνωστικό 1950
Αναγνωστικό 1952
Αναγνωστικό 1956
Αναγνωστικό 1961
Αναγνωστικό 1965
Αναγνωστικό 1967
Αναγνωστικό 1972
Αναγνωστικό 1977

Φώτης Κόντογλου – Χριστούγεννα στὴ σπηλιά

 

Χριστούγεννα παραμονές. Χριστούγεννα καὶ χιονιᾶς πάντα πᾶνε μαζί. Μὰ ἐκείνη τὴ χρονιὰ οἱ καιροὶ ἤτανε φουρτουνιασμένοι παρὰ φύση. Χιόνι δὲν ἔρριχνε. Μοναχὰ ποὺ ἡ ἀτμόσφαιρα ἤτανε θυμωμένη, καὶ φυσούσανε σκληροὶ βοριάδες μὲ χιονόνερο καὶ μ᾿ ἀστραπές. Καμμιὰ βδομάδα ὁ καιρὸς καλωσύνεψε καὶ φυσοῦσε μία τραμουντάνα ποὺ ἀρμενιζότανε. Μὰ τὴν παραμονὴ τὰ κατσούφιασε. Τὴν παραμονὴ ἀπὸ τὸ πρωΐ ὁ οὐρανὸς ἤτανε μαῦρος σὰν μολύβι, κ᾿ ἔπιασε κ᾿ ἔρριχνε βελονιαστὸ χιονόνερο.

Σὲ μία τοποθεσία ποὺ τὴ λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ἕνα μαντρὶ μὲ γιδοπρόδατα, ἀπάνω σὲ μιὰ πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ ποὺ κοίταζε κατὰ τὸ πέλαγο· τὸ μέρος αὐτὸ ἤτανε ἄγριο κ᾿ ἔρημο, γεμάτο ἀγριόπρινα, σκίνους καὶ κουμαριές, ποὺ ἤτανε κατακόκκινες ἀπὸ τὰ κούμαρα. τὸ μαντρὶ ἤτανε τριγυρισμένο μὲ ξεροτρόχαλο [=ξερολιθιά].

Οἱ τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σὲ μιὰ σπηλιὰ ποὺ βρισκότανε παραμέσα καὶ πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὴ μάντρα καὶ ποὺ κοίταζε κατὰ τὴ νοτιά. Μεγάλη σπηλιά, μὲ τρία – τέσσερα χωρίσματα, κι ἀψηλὴ ὡς τρία μπόγια. Τὰ ζωντανὰ σταλιάζανε κάτω ἀπὸ τὶς χαμηλὲς σάγιες, ποὺ ἔσκυβες γιὰ νὰ μπεῖς μέσα. Σωροὶ ἀπὸ κοπριὰ στεκόντανε ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ, καὶ βγάζανε μία σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, τὸ χῶμα ἤτανε σκουπισμένο καὶ καθαρό, γιατὶ οἱ τσομπάνηδες ἤτανε μερακλῆδες, καὶ βάζανε τὰ παιδιὰ καὶ σκουπίζανε ταχτικὰ μὲ κάτι σκοῦπες κανωμένες ἀπὸ ἀστοιβιές.

Ἀρχιτσέλιγκας ἤτανε ὁ Γιάννης ὁ Μπαρμπάκος, ἕνας ἄνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ἀνάμεσα στὰ γίδια καὶ στὰ πρόβατα. Ἤτανε μαῦρος, μαλλιαρός, μὲ γένεια μαῦρα κόρακας, σγουρὰ καὶ σφιχτὰ σὰν τοῦ κριαριοῦ. Φοροῦσε σαλβάρια κοντὰ ὡς τὸ γόνατο, σελάχι στὴ μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριὰ τζεσμέδια στὰ ποδάρια του· τὸ κεφάλι του τὸ εἶχε τυλιγμένο μ᾿ ἕνα μεγάλο μαντίλι σὰν σαρίκι, κ᾿ οἱ μαρχαμάδες [= τὰ κρόσια] κρεμόντανε στὸ πρόσωπό του. Ἀρχαῖος ἄνθρωπος!

Εἶχε δυὸ παραγυιούς, τὸν Ἀλέξη καὶ τὸν Δυσσέα, δυὸ παλληκαρόπουλα ὡς εἴκοσι χρονῶν. Εἶχε καὶ τρία παιδιά, ποὺ τοὺς βοηθούσανε στ᾿ ἄρμεγμα καὶ κοιτάζανε τὸ μαντρὶ νά ῾ναι καθαρό. Αὐτὲς οἱ ἕξι ψυχὲς ἐζούσανε σὲ κεῖνο τὸ μέρος, κρυφὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀνάρια βλέπανε ἄνθρωπο.

Ἡ σπηλιὰ ἤτανε καπνισμένη κι ὁ βράχος εἶχε μαυρίσει ὡς ἀπάνω ἀπὸ τὴν καπνιὰ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στόμα τῆς σπηλιᾶς. Ἐκεῖ μέσα εἴχανε τὰ γιατάκια τους, σὰν μεντέρια, στρωμένα μὲ προβιές. Στοὺς τοίχους τῆς σπηλιᾶς εἴχανε μπήξει παλούκια μέσα στὶς σκισμάδες τοῦ βράχου, καὶ κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια καὶ μαχαίρια, λὲς κ᾿ ἤτανε λημέρι τῶν ληστῶν. Ἀπ᾿ ἔξω φυλάγανε οἱ σκύλοι, ὅλοι ἄγριοι σὰν λύκοι.

Ἡ ἀκροθαλασσιὰ βρισκότανε ὡς ἕνα τσιγάρο ἀπόσταση ἀπὸ τὴ μάντρα. Ἤτανε ἔρημη, κι ἄλλο δὲν ἀκουγότανε ἐκεῖ πέρα παρὰ μοναχὰ ὁ ἀγκομαχητὸς τοῦ πελάγου, μέρα – νύχτα. Μὲ τὸν βοριὰ ἀπάγκιαζε, καὶ καμμιὰ φορᾶ πόδιζε κανένα καΐκι. Ἀλλιῶς δὲν ἔβλεπες βάρκα πουθενά. Ἀπὸ τὸ μαντρὶ ἀγνάντευε κανένας τὸ πέλαγο ἀνάμεσα στὰ δέντρα, καὶ τὸ μάτι ξεχώριζε καθαρὰ τὰ βουνὰ τῆς Μυτιλήνης.

Τὴν παραμονὴ τὰ Χριστούγεννα, εἴπαμε πὼς ὁ καιρὸς χάλασε, κι ἄρχισε νὰ πέφτει χιονόνερο. Οἱ τσομπάνηδες εἴχανε μαζευτεῖ στὴ σπηλιὰ κι ἀνάψανε μία μεγάλη φωτιὰ καὶ κουβεντιάζανε. Τὰ παιδιὰ εἴχανε σφάξει δυὸ ἀρνιὰ καὶ τὰ γδέρνανε. Ὁ Ἀλέξης ἔβαλε ἀπάνω σ᾿ ἕνα ράφι μυτζῆθρες καὶ τυρὶ ἀνάλατο μέσα στὰ τυροβόλια, ἁγίζι καὶ γιαούρτι. Ὁ Δυσσέας εἶχε μία παλιὰ Σύνοψη, κ᾿ ἐπειδὴ γνώριζε λίγο ἀπὸ ψαλτικὰ κ᾿ ἤξερε καὶ πέντε γράμματα, διάβαζε τὶς Κυριακάδες κι ὅποτε ἤτανε γιορτὴ κανένα τροπάρι καὶ λιγοστὰ ἀπὸ τὸν Ἑξάψαλμο. Ἐκείνη τὴν ὥρα φυλλομετροῦσε τὴ Σύνοψη, γιὰ νὰ δεῖ τί γράμματα ἤτανε νὰ πεῖ.

Θά ῾τανε ὥρα σπερινοῦ. Κείνη τὴν ὥρα ἀκούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πὼς θά ῾τανε τίποτα κυνηγοί· τὸ ἕνα παιδί, ποὺ εἶχε πάγει νὰ φέρει ξύλα μὲ τὸν γάϊδαρο, εἶπε πὼς τὸ πρωὶ εἶχε ἀκούσει τουφεκιὲς κατὰ τὴν ἀπὸ μέσα θάλασσα, κατὰ τὴν Ἁγιὰ-Παρασκευή. Οἱ σκύλοι πιάσανε καὶ γαβγίζανε ὅλοι μαζὶ καὶ πεταχτήκανε ὄξω ἀπὸ τὴ μάντρα.

Σὲ λίγο φανερωθήκανε ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὴ σπηλιὰ δυὸ ἄνθρωποι μὲ τουφέκια, καὶ φωνάζανε τοὺς τσομπάνηδες νὰ μαζέψουνε τὰ σκυλιά, ποὺ χυμήξανε ἀπάνω τους. Ὁ Σκούρης ἄφησε τοὺς ἀνθρώπους κι ἅρπαξε ἕνα ἀπὸ τὰ ζαγάρια πού ῾χανε οἱ κυνηγοὶ καὶ τὸ ξετίναζε νὰ τὸ πνίξει. Ὁ κυνηγὸς ἔρριξε ἀπάνου του, καὶ τὰ σκάγια τὸν πόνεσανε καὶ γύρισε πίσω, μαζὶ μὲ τ᾿ ἄλλα μαντρόσκυλα, ποὺ πηγαίνανε πισώδρομα ὅσο κατεβαίνανε οἱ κυνηγοί. Τέλος πάντων, ἐβγῆκε ὁ Μπαρμπάκος μὲ τοὺς ἄλλους καὶ πιάσανε τὸν Σκούρη καὶ τὸν δέσανε, διώξανε καὶ τ᾿ ἄλλα σκυλιά.

«Ὥρα καλή, βρὲ παιδιά!» φώναξε ὁ Παναγὴς ὁ Καρδαμίτσας, ζωσμένος μὲ τὰ φυσεγκλίκια, μὲ τὸ ταγάρι γεμάτο πουλιά.

Ὁ ἄλλος, ποὺ ἤτανε μαζί του, ἤτανε ὁ γυιός του ὁ Δημητρός.

«Πολλὰ τὰ ἔτη!» ἀποκριθήκανε ὁ Μπαρμπάκος κ᾿ ἡ συντροφιά του. «Καλῶς ὁρίσατε!»

Τοὺς πήγανε στὴ σπηλιά.

«Μωρέ, τ᾿ εἶν᾿ ἐδῶ; Παλάτι! Παλάτι μὲ βασιλοποῦλες!» εἶπε ὁ μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τὶς μυτζῆθρες ποὺ ἀχνίζανε.

Τοὺς βάλανε νὰ καθήσουνε, τοὺς κάνανε καφέ. Οἱ κυνηγοὶ εἴχανε κονιάκι. Κεραστήκανε.

«Βρὲ ἀδερφέ», ἔλεγε ὁ μπάρμπα-Παναγής, «ποιὸς νὰ τό ῾λεγε, χρονιάρα μέρα, πὼς θὰ κάνουμε Χριστούγεννα στὸ σπήλαιο ποὺ ἐγεννήθη ὁ Χριστός! Ἐχτὲς περάσαμε στὴν Ἁγιὰ-Παρασκευή, νὰ κυνηγήσουμε λίγο. Ἔ, δικός μας εἶναι ὁ ἡγούμενος, κοιμηθήκαμε στὸ μοναστήρι, καὶ σήμερα τὴν αὐγὴ βγήκαμε στὸ κυνήγι. Βλέποντας πὼς φουρτούνιασε ὁ καιρός, εἴπαμε πὼς δὲ θὰ μπορέσουμε νὰ περάσουμε τὸ μπουγάζι μὲ τὴ σαπιόβαρκα τοῦ μπάρμπα-Μανώλη τοῦ Βασιλέ. Κ᾿ ἐπειδὴ ξέραμε ἀπ᾿ ἄλλη φορὰ τὸ μαντρί, καὶ μὲ τὸ κυνήγι πέσαμε σὲ τοῦτα τὰ σύνορα, εἴπαμε νὰ ῾ρθουμε στ᾿ ἀρχοντικό σας… Μωρέ, τί σκύλο ἔχετε; Αὐτὸ εἶναι θηρίο, ἀσλάνι καὶ καπλάνι!

Μπρέ, μπρέ, μπρέ! τὸ ζαγάρι τὸ πετσόκοψε! Γιὰ κοίταξε τί χάλια τό ῾κανε!»

Καὶ γύρισε σὲ μία γωνιὰ τῆς σπηλιᾶς, ποὺ κλαμούριζε τὸ σκυλὶ κ᾿ ἔτρεμε σὰν θερμιασμένο.

«Ἔλα δῶ, Φλόξ! Φλόξ!»

Μὰ ἡ Φλὸξ ἀπὸ τὴν τρομάρα της τρύπωνε πιὸ βαθιά.

Ἅμα ἤπιανε δυὸ-τρία κονιάκια, ὁ μπάρμπα-Παναγὴς ἄρχισε νὰ μασᾶ τὰ μουστάκια του, καὶ στὸ τέλος ἔπιασε νὰ τραγουδᾶ:

Καλὴν ἑσπέραν, ἄρχοντες, ἂν εἶναι ὁρισμός σας,

Χριστοῦ τὴν θείαν γέννησιν νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας.

Ὕστερα ὁ Δυσσέας ἔψαλε τὸ «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε».

Ἐκείνη τὴν ὥρα ἀκούσανε πάλι τὰ σκυλιὰ νὰ γαβγίζουνε. Στείλανε τὰ παιδιὰ νὰ δοῦνε τί εἶναι. Ὁ ἀγέρας εἶχε μπουρινιάσει κ᾿ ἔρριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο!

Σὲ λίγο πάψανε τὰ σκυλιά, καὶ γυρίσανε πίσω τὰ παιδιά. Ἀπὸ πίσω τοὺς μπήκανε στὴ σπηλιὰ τρεῖς ἄντρες, ποὺ φαινόντανε πὼς ἤτανε θαλασσινοί, καὶ δυὸ καλόγεροι, βρεμένοι ὅλοι καὶ ξυλιασμένοι ἀπ᾿ τὸ κρύο. Τοὺς καλωσορίσανε, τοὺς βάλανε καὶ καθήσανε.

Μόλις πῆγε κοντὰ στὴ φωτιὰ ὁ πρῶτος, ὁ καπετάνιος, τὸν γνώρισε ὁ Μπαρμπάκος κ᾿ ἔβγαλε μία χαρούμενη φωνή. Ἤτανε ὁ καπετάν-Κωσταντὴς ὁ Μπιλικτσῆς, ποὺ ταξίδευε στὴν Πόλη. Εἶχε περάσει κι ἄλλη φορὰ ἀπὸ τὴ Σκρόφα, κ᾿ εἴχανε δέσει φιλία μὲ τὸν Μπαρμπάκο, ποὺ δὲν ἤξερε τί περιποίηση νὰ τοὺς κάνει· οἱ ἄλλοι δυὸ ἤτανε γεμιτζῆδες κι αὐτοί, ἄνθρωποι τοῦ καϊκιοῦ του.

Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς καλόγερους, ἕνας σωματώδης μὲ μαῦρα γένεια, ὀμορφάνθρωπος, ἤτανε ὁ πάτερ-Σίλβεστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ὁ ἄλλος ἤτανε λιγνός, μὲ λίγες ἀνάριες τρίχες στὸ πηγούνι, σὰν τὸν Ἅγιο Γιάννη τὸν Καλυβίτη. Τὸν λέγανε Ἀρσένιο Σγουρή.

Ὁ καπετάν-Κωσταντὴς ἐρχότανε ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ πῆρε στὸ καΐκι τὸν πάτερ-Σίλβεστρο, ποὺ εἶχε πάγει στὴν Πόλη ἀπὸ τ᾿ Ἅγιον Ὄρος γιὰ ἐλέη, κ᾿ ἤθελε νὰ κάνει Χριστούγεννα στὴν πατρίδα του. Ὁ πάτερ-Ἀρσένιος εἶχε ταξιδέψει μαζί του ἀπὸ τὴ Μονὴ τοῦ Παντοκράτορας στὸ Ὄρος, κ᾿ ἤτανε ἀπὸ τὴ Θεσσαλία.

Ταξιδέψανε καλά. Μὰ σὰν καβατζάρανε τὸν Κάβο-Μπαμπᾶ, ὁ ἀγέρας μπουρίνιασε, κι ὅλη τὴ μέρα ἀρμενίζανε μὲ μουδαρισμένα πανιὰ καὶ μὲ τὸν στάντζο, ὡς ποὺ φτάξανε κατὰ τὸ βράδυ ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὸ Ταλιάνι. Ὁ καιρὸς σκύλιαξε κι ὁ καπετάνιος δὲν μπόρεσε νά ῾μπεῖ στὸ μπουγάζι, νὰ κάνουνε Χριστούγεννα στὴν πατρίδα.

Ἀποφάσισε λοιπὸν νὰ ποδίσει, καὶ πῆγε καὶ φουντάρισε στ᾿ ἀπάγκειο, πίσω ἀπὸ ἕναν μικρὸν κάβο, ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸ μαντρί. Κ᾿ ἐπειδὴ θυμήθηκε τὸν φίλο του τὸν Μπαρμπάκο, πῆρε τοὺς γέροντες καὶ τοὺς δυὸ ἄλλους νοματέους καὶ τραβήξανε γιὰ τὸ ἁγίλι [=μαντρί]. Στὸ τσερνίκι εἴχανε ἀφήσει τὸν μπαρμπ᾿ – Ἀπόστολο μὲ τὸν μοῦτσο.

Σὰν εἴδανε πὼς στὴ σπηλιὰ βρισκότανε κι ὁ κύρ-Παναγὴς μὲ τὸν κύρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρὰ καὶ φασαρία.

«Μωρὲ νὰ δεῖς», ἔλεγε ὁ κύρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε τὸ τροπάρι, κι ἀπάνω ποὺ λέγαμε «ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο…», φτάξατε κ᾿ ἐσεῖς οἱ μάγοι μὲ τὰ δῶρα! Γιατὶ βλέπω μία νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, «σμύρναν, χρυσὸν καὶ λίβανον»!

«Χά! Χά! Χά!» – γελοῦσε δυνατὰ ὁ κύρ-Παναγής, μισομεθυσμένος καὶ ψευδίζοντας, καὶ χάϊδευε τὴν κοιλιά του, γιατὶ ἤτανε καλοφαγᾶς.

Στὸ μεταξὺ ὁ πάτερ – Ἀρσένιος ὁ Σγουρῆς ζωντάνεψε ὁ καϊμένος, κ᾿ εἶπε σιγανὰ χαμογελώντας καὶ τρίβοντας τὰ χέρια του:

«Δόξα σοι ὁ θεός, Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, ποὺ μᾶς ἐλύτρωσες ἐκ τοῦ κλύδωνος!» κ᾿ ἔκανε τὸν σταυρό του.

Ὁ πάτερ-Σίλβεστρος εἶπε νὰ σηκωθοῦνε ὄρθιοι, κ᾿ εἶπε λίγες εὐχές, τὸ «Χριστὸς γεννᾶται», κ᾿ ὕστερα μὲ τὴ βροντερὴ φωνή του ἔψαλε:

«Μεγάλυνον, ψυχή μου, τὴν τιμιωτέραν καὶ ἐνδοξοτέραν τῶν ἄνω στρατευμάτων.

Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον. Οὐρανὸν τὸ σπήλαιον, θρόνον χερουβικὸν τὴν Παρθένον, τὴν φάτνην χωρίον, ἐν ᾧ ἀνεκλήθη ὁ ἀχώρητος Χριστὸς ὁ Θεός, ὃν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνομεν».

Ὕστερα καθήσανε στὸ τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο καὶ χαρούμενο δὲν ἔγινε σὲ κανένα παλάτι. Τρώγανε καὶ ψέλνανε. Καὶ τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα εἶχε ἀπάνω, ἀπὸ τὰ μοσκοβολημένα τ᾿ ἀρνιά, τὰ τυριά, τὰ μανούρια, τὶς μυτζῆθρες, τὶς μπεκάτσες καὶ τ᾿ ἄλλα πουλιὰ τοῦ κυνηγιοῦ, ὡς τὴ λακέρδα καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ πολίτικα ποὺ φέρανε οἱ θαλασσινοί, καθὼς καὶ κρασὶ μπρούσικο.

Ὄξω φυσομανοῦσε ὁ χιονιᾶς, καὶ βογγούσανε τὰ δέντρα κ᾿ ἡ θάλασσα ἀπὸ μακριά. Ἀνάμεσα στὰ βουΐσματα ἀκουγόντανε καὶ τὰ κουδούνια ἀπὸ τὰ ζωντανὰ ποὺ ἀναχαράζανε. Μέσα ἀπὸ τὴ σπηλιὰ ἔβγαινε ἡ κόκκινη ἀντιφεγγιὰ τῆς φωτιᾶς μαζὶ μὲ τὶς ψαλμωδίες καὶ μὲ τὶς χαρούμενες φωνές. Κι ὁ κυρ-Παναγὴς ἔκλεβε κάπου-κάπου λίγον ὕπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κ᾿ ὕστερα ξυπνοῦσε κ᾿ ἔψελνε μαζὶ μὲ τὴ συνοδεία.

Ἀληθινά, ἀπὸ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔλειπε τίποτα. Ὅλα ὑπήρχανε: τὸ σπήλαιο, οἱ ποιμένες, οἱ μάγοι μὲ τὰ δῶρα, κι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἤτανε παρὼν μὲ τοὺς δυὸ μαθητές του, ποὺ εὐλογούσανε «τὴν βρῶσιν καὶ τὴν πόσιν»

Να τα πούμε;

Αγαπημένα κάλαντα, και όχι μόνο, από τη ραδιοφωνική ομάδα της Ε’. Έκτακτη συμμετοχή οι μαθητές του Ολοήμερου!!!

Κάντε κλικ στην εικόνα για να ακούσετε τα κάλαντα και τις ευχές μας.

4194337694_4ffb9ca9f1

Ανακοίνωση

128x128

4ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

           ΡΑΦΗΝΑΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

 

Σας ανακοινώνουμε ότι τη Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013 στις 18:00 θα πραγματοποιηθεί η «Χριστουγεννιάτικη γιορτή μας». Τα παιδιά θα πρέπει να βρίσκονται στο χώρο του σχολείου στις 17:30. Το σχολείο δε θα λειτουργήσει το πρωί , τόσο το πρωινό όσο και το ολοήμερο.

Τα παιδιά της χορωδίας θα πρέπει να φορούν μαύρο παντελόνι, ή φούστα και άσπρο πουκάμισο όχι αθλητικά ρούχα και παπούτσια.

Το σχολείο θα διακόψει τη λειτουργία του για τις διακοπές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς και θα επαναλειτουργήσει την Τετάρτη  8 Ιανουαρίου 2014.

Ο Διευθυντής και οι εκπαιδευτικοί του σχολείου εύχονται σε όλους τους μαθητές και τους γονείς τους, χρόνια πολλά, καλά Χριστούγεννα και ευτυχισμένο το 2014!

256x256

Ραφήνα 20/12/2013

Ο Δ/ντής  του σχολείου

Ανακοίνωση

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΟΝΕΩΝ & ΚΗΔΕΜΟΝΩΝ

1ου & 4ου ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΡΑΦΗΝΑΣ

Αγαπητοί γονείς,

Σας ενημερώνουμε ότι την Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου, θα πραγματοποιηθεί στο χώρο του σχολείου ομαδική φωτογράφηση των μαθητών ανά τμήμα, με σκοπό την έκδοση του ετήσιου σχολικού ημερολογίου.

Με εκτίμηση,

Το Δ.Σ

11η Δεκεμβρίου Παγκόσμια Ημέρα του Παιδιού

Είμαι παιδί…

Δικαιούμαι να έρθω στη ζωή. Δικαιούμαι να υπάρξω.

Δικαιούμαι να μεγαλώσω σε έναν κόσμο χωρίς βία και φτώχεια.

Δικαιούμαι να ζήσω σε έναν κόσμο που σέβεται και προστατεύει το φυσικό περιβάλλον.

Δικαιούμαι να έχω ελεύθερη πρόσβαση στον μαγικό κόσμο της γνώσης.

Δικαιούμαι να έχω ελεύθερο χρόνο και χώρο για να παίζω.

Δικαιούμαι να μάθω τι είναι καλό για την σωματική και ψυχική μου υγεία.

Δικαιούμαι να περνάω αρκετό χρόνο με τους γονείς μου.

Δικαιούμαι να ζήσω με αθωότητα και ανεμελιά τα παιδικά μου χρόνια.

Δικαιούμαι να ζήσω σε μια κοινωνία που προστατεύει τα προσωπικά μου δεδομένα.

Δικαιούμαι έναν κόσμο ανθρώπινο, δίκαιο και ειρηνικό. Έναν  κόσμο στον οποίο θα μεγαλώσουν αύριο τα δικά μου παιδιά.

 

Πηγή

Ευρωπαϊκή πρωτιά για την φωτογραφία της Κ.Μπλέτσα από την φωτογράφο Λένα Μαγκούτα!

 

mpl;etsaΗ δική μας Κατερίνα Μπλέτσα, με μια όμορφη φωτογραφία τραβηγμένη από την Ελένη Μαγκούτα κέρδισε αργά χθες το βράδυ τον Ευρωπαϊκό διαγωνισμό φωτογραφίας για άτομα με σπάνιες παθήσεις . Ο διαγωνισμός εξελίχθηκε σε ντέρμπι, αφού τις τελευταίες δύο ημέρες μια όμορφη κοπελίτσα από την Κροατία, η Μαριέτα, πέρασε τη μέχρι τότε πρώτη σε ψήφους Κατερίνα. Όμως, η κινητοποίηση φίλων, πολλών φίλων, με κοινοποιήσεις μέσω του facebook,την ιστοσελίδα μας ideesmag και το αφιέρωμα που έγινε από πολλά μέσα ,έδωσαν την πρωτιά στην Κατερίνα με 15.051 ψήφους, έναντι 14.814 της μικρής Μαριέτας. Φυσικά, τα συγχαρητήρια αξίζουν και σε εκείνη αλλά και στους συμμετέχοντες/σες από άλλες χώρες της Ευρώπης, που δεν κατάφεραν να πρωτεύσουν, αλλά έγιναν το «μέσο» για το μήνυμα της ισότητας. Το υλικό κέρδος είναι ασήμαντο (ένα ipod), μπροστά στα ηθικά και άλλα κέρδη: συμμετοχή, συμπαράσταση, κατανόηση, διαφορετική αντιμετώπιση πλέον, όσων αντιμετωπίζουν κινητικά ή άλλα προβλήματα.

και μία συνέντευξη που παραχώρησε στο idees:

Είμαι η Κατερίνα Μπλέτσα, ζω στα Τρίκαλα και είμαι δασκάλα ειδικής αγωγής! Α, και είμαι «άτακτη», όπως το λέει και η πάθησή μου (freidreich’s ataxia). Έχω μια εκφυλιστική νευροπάθεια, που σταδιακά απ ‘την εφηβεία μου εκδηλώθηκε με μια μικρή αστάθεια και η οποία εξελίχθητε σε μια σοβαρή αναπηρία. Για το αύριο δεν εγγυάται κανείς το τι θα γίνει. Αλλά η ζωή είναι ωραία και την αντιμετωπίζω με χαμόγελο. Έχω μεγαλώσει με πολλή αγάπη και στήριξη από τους γονείς μου, την οικογένεια μου και απ’ τους φίλους μου, οπότε μου ήταν εύκολο να προχωρήσω στη ζωή μου. Σαφώς και υπάρχουν ‘άσχημες’ στιγμές ,αλλά σημασία δεν έχει πόσες φορές θα πέσεις αλλά πόσες θα σηκωθείς. 

Γιατί πήρες μέρος στο διαγωνισμό φωτογραφίας;

– Εντελώς τυχαία, σερφάροντας στο διαδίκτυο, πήρε το μάτι μου το διαγωνισμό του Ευρωπαϊκού Διαγωνισμού Σπάνιων Παθήσεων, Eurordis photo contest 2013.Σκέφτηκα, λοιπόν, αφού έχω μία σπάνια πάθηση, να στείλω μια φωτογραφία μου για να λάβω μέρος στο διαγωνισμό, παρόλο που ο διαγωνισμός ήταν ήδη σε εξέλιξη ένα μήνα πριν αναρτήσω εγώ τη φωτογραφία μου. Οι φίλοι μου από την αρχή ενθουσιάστηκαν με την ιδέα και άρχισαν να προωθούν τη συμμετοχή μου, κυρίως μέσω του facebook, και μέσα σε λίγες ημέρες η φωτογραφία μου ήταν μία από τις πρώτες ανάμεσα στις συνολικά 250 που έχουν αναρτηθεί στο διαγωνισμό.

Πότε αποφάσισες να οργανώσεις το ψήφισμα;

– Χρόνια τώρα υπήρχε ως ιδέα στο μυαλό μου να κάνω κάτι, εάν μπορώ, ώστε να γίνει πιο εύκολη η προσβασιμότητα στην πόλη στην οποία ζω για τα άτομα που κινούνται με αναπηρικό αμαξίδιο. Όμως, επειδή πάντα είχα και έχω φίλους που βγαίνουμε και με βοηθάνε στη μετακίνησή μου, η ιδέα παρέμενε στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Όταν, λοιπόν, σε μια συζήτηση με φίλη μου, εκείνη μου πρότεινε να «ανεβάσουμε» το ψήφισμα στο διαδίκτυο, ήταν η κατάλληλη στιγμή, δεδομένων και των διαστάσεων που πήρε η προβολή του διαγωνισμού φωτογραφίας, να το κάνουμε.

Γιατί είναι σημαντικό;

– Η συλλογή υπογραφών είναι μια επιπλέον προσπάθεια δραστηριοποίησης και ενημέρωσης των συμπολιτών μου για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε όσοι κινούμαστε με αμαξίδιο. Τα Τρίκαλα είναι μια πόλη επίπεδη, θα μπορούσε να αποτελεί πρότυπο προσβασιμότητας και να λειτουργήσει ως παράδειγμα και για άλλες πόλεις στην Ελλάδα. Θα μπορούσα να έχω τη δυνατότητα που είχα όταν ήμουν όρθια. Η προσβασιμότητα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Το αίτημα με το οποίο ζητώ την υποστήριξή σας είναι το εξής: βοήθησε και εσύ με την υπογραφή σου να φτάσει η φωνή μου στο Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Τρικκαίων και να συζητηθεί σοβαρά και με χρονοδιάγραμμα η έναρξη έργων προς την κατεύθυνση της προσβασιμότητας. Ισοτιμία και δίκαιη αντιμετώπιση σε ένα τόσο απλό αίτημα επιτάσσει την άμεση κινητοποίηση όλων.

 

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση