Από τις φυσικομαθηματικές επιστήμες

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΑΣΚΟΥ

LEONARD SUSSKIND, Ο πόλεμος της μαύρης τρύπας, μετάφραση: Σοφία Νικολαΐδου

εκδόσεις Κάτοπτρο, σελ. 600 

Γεμάτος είναι ο Ουρανός και η Γη, Οράτιε, από πράγματα που η φιλοσοφία σου ούτε στο όνειρό της μπορεί να δει

Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ΑΜΛΕΤ

Κοσμικές καταβόθρες;

Ο Leonard Susskind είναι ένας από τους πιο σημαντικούς θεωρητικούς φυσικούς των τελευταίων τριάντα χρόνων. Με μεγάλο έργο και πολύ ενδιαφέρουσα προσωπική βιογραφία, που χαρακτηρίζεται έντονα από την κοινωνική του προέλευση και την εμπειρία εργατικής δουλειάς, για μεγάλο διάστημα, στα νεανικά του χρόνια. Στοιχείο το οποίο σε διάφορα στιγμιότυπα, που αφηγείται, εμφανίζεται με τρόπο που υποδηλώνει ένα είδος ταξικής περηφάνιας – όχι, όμως, με τρόπο κραυγαλέο, που θα το έκανε γραφικό. Διακριτικά το κάνει και γι’ αυτό οι συνδηλώσεις είναι πολύ αποτελεσματικές για τον προσεκτικό αναγνώστη.

Συνεχίστε την ανάγνωση

Βιβλιοπαρουσίαση                                                                                                                                                   28.06.2015


Η απάτη (;) των χορδών

LEE SMOLIN, Θεωρία Χορδών: Όλα ή τίποτα; μετάφραση: Κωνσταντίνος Σίμος
εκδ. Τραυλός, σελ. 612

Φανταστείτε ότι σας χαρίζω μια καρέκλα, εξηγώντας σας ότι προς το παρόν είναι χωρίς πόδια και ότι το κάθισμα, η πλάτη και η θέση για τα χέρια θα έρθουν μάλλον σύντομα. Άραγε, αυτό το κάτι που σας έδωσα μπορεί ακόμα να χαρακτηριστεί ως καρέκλα;
Γκέραρντ ‘τ Χουφτ

Ο Λη Σμόλιν, στην Θεωρία Χορδών, παρουσιάζει μια συντριπτική κριτική της περισσότερο προβεβλημένης (;) φυσικής θεωρίας των τελευταίων 30 χρόνων. Αυτής που υποσχέθηκε να επιλύσει τα χρονίζοντα προβλήματα της βασικής θεώρησής μας για τον κόσμο στηριγμένη σε μια πολύ κομψή και απλή ιδέα: την ιδέα, δηλαδή, πως τα έσχατα συγκροτητικά στοιχεία του Σύμπαντος δεν είναι σωμάτια, αλλά χορδές με συγκεκριμένη έκταση, των οποίων οι παλμοί είναι που δημιουργούν όλες τις ιδιότητες του φυσικού κόσμου1. Και η αλήθεια είναι πως το κάνει με εξαιρετικά εμβριθή, αλλά και έντιμο τρόπο. Πράγμα που αποδεικνύεται από το απλό γεγονός πως αφιερώνει το μεγαλύτερο τμήμα του βιβλίου προκειμένου να παρουσιάσει σχεδόν εξαντλητικά την θεωρία που κρίνει.Συνεχίστε την ανάγνωση

του Στράτη Μυριβήλη

Προσφυγικά κάλαντα της Πρωτοχρονιάς του 1915.

Όλοι έχουμε πει τα κάλαντα όταν ήμασταν παιδιά. Βεβαίως, εκτός από τη διατήρηση του εθίμου, περιμέναμε και την οικονομική ενίσχυση από τους αφέντες του κάθε σπιτιού. Μόνο που μερικές φορές οι αφέντες ήταν σφιχτοχέρηδες και μεις τους αποπαίρναμε. Ένα τέτοιο καλάντισμα περιγράφει στο χρονογράφημά του «Αμήν!…» ο Στράτης Μυριβήλης, δημοσιευμένο στις 3 Ιανουαρίου 1915 στην εφημερίδα Σάλπιγξ της Λέσβου. Ο Μυριβήλης είναι, τότε, νεαρός δημοσιογράφος. Μόλις τον προηγούμενο Μάιο έχει αρχίσει να δημοσιογραφεί στην εφημερίδα, και τον Φεβρουάριο του 1915 κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων Κόκκινες ιστορίες. Την ίδια περίοδο στη Μυτιλήνη έχουν αφιχθεί οι μικρασιάτες πρόσφυγες του Πρώτου Διωγμού και προσπαθούν με κάθε τρόπο να επιβιώσουν. Κάποιοι έφηβοι πρόσφυγες για να ενισχύσουν το ατομικό και οικογενειακό τους εισόδημα ψάλουν τα κάλαντα κάπου κοντά στο σπίτι του Μυριβήλη, στην παλιά γειτονιά της Επάνω Σκάλας. Την απροθυμία της σπιτονοικοκυράς να προσφέρει τον απαραίτητο οβολό παρουσιάζει ο χρονογράφος.Από δεξιά: Στράτης Μυριβήλης, Νίκος Πασαλής (λόγιος), Μιχαήλ Φραγκίδης (βιβλιοδέτης Κόκκινων ιστοριών), Μυτιλήνη 1915. Η φωτογραφία δημοσιεύθηκε στο περ. «Νέα Εστία», τχ. 1033, 15.7.1970, σ. 959.

Αριστείδης Καλάργαλης

Από δεξιά: Στράτης Μυριβήλης, Νίκος Πασαλής (λόγιος), Μιχαήλ Φραγκίδης (βιβλιοδέτης Κόκκινων ιστοριών), Μυτιλήνη 1915. Η φωτογραφία δημοσιεύθηκε στο περ. «Νέα Εστία», τχ. 1033, 15.7.1970, σ. 959.

 

Μια παρέα εφήβων προσφύγων εσταμάτησε κάτω από ένα πλουσιόσπιτο της γειτονιάς μου και άρχισε να λέει τα κάλαντα, τη συνοδεία μιας θορυβώδους τραμπούκας. Η βροχή έπεφτε ψυχρή και επίμονη, και οι νεαροί ψάλτες είχανε τα μελανιασμένα χέρια χωμένα στις τσέπες, τα κασκέτα χωμένα ως τα αυτιά, και οι μύτες κοκκίνιζαν ως ρεπανάκια.

Αφού εξύμνησαν τα κάλλη της κυράς λιγνής, κυράς ψηλής, κυράς καμαροφρύδας, η οποία εντούτοις εις την πραγματικότητα παρουσίαζε σωματικήν διάπλασιν εντελώς αντίθετην προς την περιγραφήν των ωραίων στίχων, και αφού έκαναν τον ίδιον πανηγυρικόν και για την κόρη, την οποίαν παρέστησαν πεντάμορφην σαν βασιλοπούλαν των παραμυθιών, χωρίς το καημένο το κορίτσι να διαμαρτυρηθεί διά το κατάφωρον ψεύδος το οποίον επέρριπτον επί της ξυλοκοπτοειδούς σιλουέτας την οποίαν ο ειλικρινής καθρέπτης παρουσίαζεν επί τω αντικρύσματί της, ηυχήθησαν χρόνια πολλά και περίμεναν την πληρωμήν των διά τας μουσικάς ευχάς που εσκόρπισαν πλούσια επί του ευπορούντος σπιτιού.

Συνεχίστε την ανάγνωση

ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΥΣΙΚΟΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

 
CHARLES SEIFE, Μηδέν, η βιογραφία μιας επικίνδυνης ιδέας, Μετάφραση: Ανδρομάχη Καραγιαννίδου, εκδόσεις Λιβάνη, σελ. 292
     Στους πρώτους χρόνους ζούσε ο Ιμίρ:
    δεν υπήρχε ούτε θάλασσα ούτε ξηρά ούτε αλμυρά κύματα,
                    ούτε γη υπήρχε εκεί ούτε από πάνω ουρανός,
                                            αλλά ένα άδειο τίποτε και πουθενά πράσινα πράγματα
 Ισλανδική Έντα, έτος 1220
Οι περισσότεροι αρχαίοι λαοί πίστευαν πως πριν από τον Κόσμο δεν υπήρχε παρά κενό και χάος. Καλύτερα, κενό, δηλαδή χάος. Έτσι, σύμφωνα με τους Έλληνες, από το Χάος γεννήθηκαν το Έρεβος και η Νύχτα και από κει τα υπόλοιπα. Οι Εβραίοι, αντίστοιχα, πριν από τη Δημιουργία τοποθετούσαν μια κενή πραγματικότητα, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, την οποία ο Θεός γέμισε με Φως, μορφοποιώντας τη στο Σύμπαν. Αλλά και πολύ παλιότερα, ήδη ίσως από το 1700 π.Χ., η ινδουιστική Ριγκ Βέδα αποφαίνονταν κι αναρωτιόταν: «Τότε δεν υπήρχε ούτε ύπαρξη ούτε ανυπαρξία, δεν υπήρχε ούτε η κυριαρχία του χώρου ούτε ο ουρανός που είναι πιο πέρα. Τι ανασάλευε; Πού;»
Ας σκεφτούμε λίγο πόσο ριζική είναι η συγκεκριμένη διατύπωση: δεν υπήρχε ούτε ύπαρξη ούτε ανυπαρξία. Δεν υπήρχε τίποτε. Και μάλιστα αυτό το πρωταρχικό μηδέν ήταν τόσο ριζικό, να ξαναπώ τη λέξη, που δεν περιελάμβανε ούτε την ανυπαρξία. Πώς, λοιπόν, «ανασάλευε»; Και «πού»; Ερωτήματα παράδοξα, μα νόμιμα, σχεδόν αναγκαστικά: γιατί εμείς ξέρουμε πως τώρα κι από κάποιον καιρό, τουλάχιστον, κάτι υπάρχει. Το πρωταρχικό μηδέν, συνεπώς, «κάποτε ανασάλεψε» κι έτσι έχουμε το τωρινό κάτι. Αλλιώς πώς; Για τους ινδουιστές στην αρχή βρίσκεται το απόλυτο κενό, το υπέρτατο τίποτα. Από αυτό γεννήθηκε «το Σύμπαν, το ίδιο και το άπειρο». Ο κόσμος τους είναι άπειρος σε έκταση, πέρα από το δικό μας Σύμπαν υπάρχουν αμέτρητα άλλα. Την ίδια στιγμή, η επιστροφή στην αρχή, στο μηδέν και την ανυπαρξία θα πρέπει να είναι ο απώτατος στόχος της ανθρωπότητας. Δεν μπορεί να υπάρξει πιο λογική στάση για τον χιντού από τη λαχτάρα για την ανυπαρξία, για το τίποτε –από την προσμονή της επιστροφής στην αρχική κενότητα, από την οποία προήλθαν όλα. Η ευτυχία, η κατάσταση της νιρβάνα, δεν είναι παρά αυτή η διάχυση της ψυχής μου στην άπειρη ψυχή που κατακλύζει τον κόσμο, παντού και πουθενά.

19.10.2014

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΑΣΚΟΥ

DAVE GOLDBERG – JEFF BLOMQUIST, Οδηγός Χρήσης του Σύμπαντος, Μετάφραση: Αυγή Σαράφη, εκδόσεις Κλειδάριθμος, σελ. 334

Μπορώ να φτιάξω μια χρονομηχανή; Να είμαι σε δύο μέρη ταυτόχρονα;

Παραδοξόνια που μεγαλώνουν μέχρι να πνίξουν τον κόσμο! Οδηγίες για την κατασκευή μιας φοβερής μηχανής τηλεμεταφοράς και τη μετατροπή της έπειτα σε χρονομηχανή! Εικασίες για την πιθανότητα αφανισμού μας (κι ακόμα πιο απίστευτες εικασίες για την πιθανότητα να βρισκόμαστε σε δύο μέρη ταυτόχρονα)!

Με αυτές τις αναφορές στη θεματική του βιβλίου των Γκόλντμπεργκ – Μπλόμκουιστ το συστήνει ένθερμα ο φυσικός Τζόναθαν Γουάινερ. Και, μ’ αυτόν τον τρόπο, μας πληροφορεί πως πρόκειται για κάτι που μοιάζει απολύτως με πόνημα επιστημονικής φαντασίας.

Συνεχίστε την ανάγνωση

14.07.2013
Σύμφωνα με μια θεωρία, αν ανακαλύψει ποτέ κανείς για ποιο σκοπό ακριβώς υπάρχει και σε τι εξυπηρετεί, το Σύμπαν θα εξαφανιστεί αμέσως και θα αντικατασταθεί από κάτι ακόμη πιο παράξενο και μυστηριώδες. Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία, αυτό έχει ήδη συμβεί.

Βιβλιοπαρουσίαση

Ένας Κόσμος δίχως Χρόνο
Μετάφραση: Έλενα Πισσία,Εκδ. Τραυλός, σελ. 312

Ο τίτλος του κειμένου δείχνει με τρόπο σαφή την υπαρξιακή διάσταση της ενασχόλησης όλων των ανθρώπινων όντων με τον χρόνο. Παρμένο, μάλιστα, από ένα κείμενο σχετικό με την φιλοσοφία του Χάιντεγκερ, μεταφέρει την έγνοια του μεγάλου γερμανού διανοητή για το ζήτημα των ζητημάτων, αυτό το χρόνου, του πιο «αν-όριστου» από όλα τα σημαντικά –κι ίσως γι’ αυτό του πιο σημαντικού. Εμείς οι άνθρωποι, τα «εδώ –να –είναι» όπως μας λέει ο Χάιντεγκερ, είμαστε τόσο πολύ χρονικά όντα, τόσο εν χρόνω και τόσο τρομαγμένα από τον χρόνο, δηλαδή τον θάνατο, που ανεξαιρέτως φιλοσοφούμε με αυτό το αντικείμενο, ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιούμε. Κάποιοι, βέβαια, φιλοσοφούν καλύτερα και πιο συστηματικά από τους άλλους. Κι ας μην είναι κι αυτοί επαγγελματίες φιλόσοφοι, αλλά φυσικοί ή μαθηματικοί. Από ένα σημείο και ύστερα –ή από ένα σημείο και πριν;- κάτι τέτοιο γίνεται υποχρεωτικό. Αυτό συνέβη με τον Αϊνστάιν, ο οποίος με την Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας πέτυχε ταυτόχρονα δύο πράγματα σε σχέση με την αντίληψη του χρόνου, που έμελλε να επαναφέρουν στο προσκήνιο, με μεγαλύτερη από ποτέ ένταση, αντινομίες πολύ δύσκολα διαχειρίσιμες και άρα φιλοσοφικά ιδιαίτερα διεγερτικές. Από τη μία, μετέτρεψε τον τρισδιάστατο χώρο σε τετραδιάστατο χωροχρόνο, το νέο τετραδιάστατο χώρο της σχετικότητας, δίνοντας στους φυσικούς τη δυνατότητα να χειρίζονται τον χρόνο ως γεωμετρικό αντικείμενο –κάτι, δηλαδή, απόλυτα στέρεο και μονοσήμαντο. Από την άλλη, με την ίδια κίνηση, έδειξε πως ο χρόνος μετριέται διαφορετικά ανάλογα με το σύστημα αναφοράς στο οποίο μετέχει ο παρατηρητής: αλλιώς ειπωμένο, ο χρόνος δεν είναι οικουμενικός κι απόλυτος, όπως πίστευε ο Νεύτωνας, αλλά τοπικά καθορισμένος και σχετικός. Π.χ., δύο γεγονότα που φαίνονται ταυτόχρονα σε έναν παρατηρητή, εμφανίζουν χρονική απόσταση μεταξύ τους για έναν άλλο που, απλώς, κινείται σχετικά με τον πρώτο –και μάλιστα ομαλά.
Και το κυριότερο: και οι δύο, κατά τον Αϊνστάιν, έχουν δίκιο. Αν είναι έτσι, όμως, -που είναι- ποιό είναι το ρολόι που μετράει τον «αντικειμενικό» χρόνο; Φανερά, τέτοιο ρολόι δεν υπάρχει, κανένα ρολόι σε ολόκληρο το σύμπαν δεν έχει το προνόμιο να μετράει «απόλυτα». Τότε, όμως, όπως ο καθένας κατανοεί, δύσκολα αποκτάει νόημα ο ισχυρισμός πως το σύμπαν ξεκίνησε την εξέλιξή του πριν από 13,7 δισεκατομμύρια χρόνια. Ποιό ρολόι τον μέτρησε αυτόν τον χρόνο; Η διατύπωση της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας, που συνέδεσε ισχυρά το χωροχρόνο με την ύλη του σύμπαντος σε μια ενότητα, υποστηρίζοντας πως ο χωροχρόνος δεν συνιστά το δοχείο εντός του οποίου εξελίσσεται το σύμπαν, αλλά είναι το σύμπαν το ίδιο, έφερε σπουδαία προχωρήματα στην κατανόηση του κόσμου –και μαζί διατήρησε όλες τις σχετικές με τον χρόνο περιπλοκές. Τώρα πια δεν έχουμε μόνο σχετικότητα του χρόνου ως προς τους διαφορετικά κινούμενους αδρανειακούς παρατηρητές, αλλά προβλέψεις εξωτικότατες, όπως στρεβλώσεις και συστροφές τέτοιες, όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες, που μέχρι και για ταξίδια στο χρόνο μπορεί να προϊδεάσουν. Και όχι μόνο. Επιπλέον, ο χρόνος ως μέρος του σύμπαντος επεκτείνεται μαζί του. Αλλά τι σημαίνει πως ο χρόνος επεκτείνεται, αφού οποιαδήποτε επέκταση μόνο «μέσα στο χρόνο» μπορεί να συμβαίνει; Όπως το έθετε ο Αυγουστίνος, τι σημαίνει ότι ο χρόνος ρέει, με δεδομένο πως «ρέω» σημαίνει πως ρέω στον χρόνο;

* * * Το βιβλίο του Yourgrau ασχολείται με την πραγμάτευση του προβλήματος του χρόνου από τον Κουρτ Γκέντελ. Μια συνεισφορά καίρια και λησμονημένη για πολύ καιρό, από κάποιον που έκανε τις δυσκολίες μέρος της λύσης του προβλήματος. Ο Γκέντελ, όταν αποφάσισε να καταπιαστεί με το ζήτημα του χρόνου, είχε ήδη ολοκληρώσει δύο κολοσιαίες συνεισφορές στην επιστήμη. Διατύπωσε και απέδειξε το θεώρημα της μη πληρότητας, σύμφωνα με το οποίο κανένα τυπικό σύστημα, όπως π.χ. αυτό της αριθμητικής, δεν μπορεί να είναι πλήρες. Αποδιάρθρωσε έτσι τις φιλοδοξίες των μαθηματικών για τη δημιουργία ενός συστήματος, που θα παρήγαγε αποδεικτικά «όλες τις μαθηματικές αλήθειες του κόσμου», αποδεικνύοντας πως αυτό είναι αδύνατον. Επιπλέον, αναμετρήθηκε με επιτυχία με την «υπόθεση του συνεχούς», αποδεικνύοντας πως ο κόσμος του απείρου είναι τακτοποιημένος όσο κι αυτός των κοινών αριθμών. Ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ο Κάντορ είχε δείξει πως δεν πρέπει να μιλάμε για άπειρο, αλλά για άπειρα. Έδειξε, δηλαδή, πως υπάρχουν πολλά άπειρα, άλλα μικρότερα και άλλα μεγαλύτερα. Το μικρότερο άπειρο σε αυτήν την κατάταξη είναι αυτό που αντιστοιχεί στο πλήθος των φυσικών αριθμών. Η «υπόθεση του συνεχούς», που απέδειξε ο Γκέντελ, ισχυρίζονταν πως υπάρχει μια ορισμένη μαθηματική σχέση μεταξύ αυτού του «μικρότερου των απείρων» και του αμέσως μεγαλύτερου, που αντιστοιχεί στο πλήθος των σημείων μιας γραμμής, δηλαδή στο πλήθος των πραγματικών αριθμών. Ο Yourgrau επιχειρεί στο βιβλίο του να σπάσει τη «συνωμοσία της σιωπής» που περιβάλλει, όπως ισχυρίζεται, δεκαετίες τώρα μια από τις σημαντικότερες συμβολές όλων των εποχών στη διερεύνηση του ζητήματος του χρόνου. Εν συνόψει πρόκειται για το εξής: «Ο Γκέντελ, αυτός ο συνδυασμός Κάφκα και Αϊνστάιν, απέδειξε για πρώτη φορά στην ιστορία, χρησιμοποιώντας τις εξισώσεις της σχετικότητας, ότι τα ταξίδια στο χρόνο δεν ήταν μια φαντασίωση των φιλοσόφων αλλά μια επιστημονική πιθανότητα. Για μια ακόμη φορά, είχε καταφέρει, ξεκινώντας από τα τρίσβαθα των μαθηματικών, να ρίξει μια βόμβα στα χέρια των φιλοσόφων. Μόνο που το νέφος που ανασήκωσε αυτή η βόμβα ήταν πολύ πιο επικίνδυνο από αυτό που είχε ακολουθήσει το θεώρημα της μη πληρότητας. Ο Γκέντελ έσπευσε να επισημάνει πως, εάν μπορούμε να επισκεφτούμε το παρελθόν, αυτό σημαίνει πως δεν έχει πραγματικά «παρέλθει». Όμως, χρόνος που δεν περνάει δεν είναι χρόνος. Ο Αϊνστάιν κατάλαβε αμέσως ότι αν ο Γκέντελ είχε δίκιο, τότε δεν είχε απλώς εξημερώσει τον χρόνο: τον είχε σκοτώσει. Ο χρόνος, «αυτή η μυστηριώδης και φαινομενικά αυτοαναιρούμενη οντότητα», όπως έλεγε ο Γκέντελ, «που από την άλλη, μοιάζει να αποτελεί τη βάση της ύπαρξής μας και ολόκληρου του κόσμου μας», αποδεικνύεται τελικά η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση» (σελ. 21). Είναι ευτύχημα, πραγματικά, που κάποιος σαν τον Γκέντελ ασχολήθηκε με το θέμα του χρόνου. Η μέθοδός του, όπως και στις προηγούμενες εργασίες του, ήταν η δημιουργία οριακών περιπτώσεων, τόσο ακραίων ώστε να «πιέζεται» η κατάσταση να δώσει καθαρή απάντηση. Τι έκανε, δηλαδή; Επιλέγοντας μια συγκεκριμένη κατανομή ύλης και κίνησης στο σύμπαν κατέληξε σε λύση των εξισώσεων Αϊνστάιν, που αντιστοιχούν σε ένα μοντέλο του κόσμου, όπου υπήρχαν διαδρομές, οι οποίες συνέδεαν κάθε ζεύγος γεγονότων έτσι ώστε, ακόμη κι όταν το Β παρατηρούνταν να συμβαίνει μετά το Α, μπορούσε κανείς ταξιδεύοντας με ένα πολύ γρήγορο διαστημόπλοιο να μεταβεί στο Β προτού φθάσει στο Α. Αυτές οι διαδρομές –που στην ορολογία της σχετικιστικής θεωρίας ονομάζονται κλειστές συνεχείς χρονοειδείς κοσμικές γραμμές- περιγράφουν με καθαρότητα ταξίδια στον χρόνο –στο μέλλον και στο παρελθόν. Όπως γράφει ο Yourgrau, «[o] Γκέντελ είχε καταφέρει να δείξει με θαυμαστό τρόπο ότι το ταξίδι στο χρόνο, με την αυστηρή σημασία του όρου, ήταν συνεπές με την θεωρία της σχετικότητας. Όσοι ενθουσιάζονται με την ιδέα του ταξιδιού στο χρόνο βρίσκουν αυτή την ανακάλυψη συναρπαστική, συχνά όμως δε βλέπουν ότι μια από τις συνέπειές της είναι το αδιάσειστο επιχείρημα ότι, αν είναι δυνατό το ταξίδι στο χρόνο, τότε ο ίδιος ο χρόνος δεν μπορεί να υπάρχει» (σελ. 168). Μόνο που, θα μπορούσε να πει ο προσεκτικός αναγνώστης, όλα αυτά αποδεικνύεται πως ισχύουν σε ένα εξαιρετικά ακραίο και προσεκτικά επιλεγμένο από τον Γκέντελ σύμπαν, όχι στο δικό μας, όπου ο χρόνος είναι «πανταχού παρών». Απλώς, κατά τον Γκέντελ, δεν είναι έτσι. Εφόσον ο χρόνος απουσιάζει από ένα δυνατό σύμπαν, θα πρέπει να συμπεράνουμε πως είναι ανύπαρκτος και στο δικό μας κόσμο! «[Ε]φόσον αυτός ο δυνατός κόσμος διέπεται από τους ίδιους φυσικούς νόμους που ισχύουν και στον πραγματικό κόσμο –και αφού η μόνη διαφορά έγκειται στη μεγάλης κλίμακας κατανομή της ύλης και της κίνησης-, ο χρόνος δεν μπορεί να είναι ανύπαρκτος στον πρώτο και να υπάρχει στο δεύτερο. Όποιος δε δέχεται αυτό το συλλογισμό, έλεγε ο Γκέντελ, είναι σα να λέει ότι «το αν υπάρχει ή όχι αντικειμενική παρέλευση του χρόνου…, εξαρτάται από τη συγκεκριμένη διάταξη της ύλης και της κίνησης σε αυτόν τον κόσμο»… [Μ]πορεί να αποδειχτεί πως ο χρόνος δεν μπορεί να υπάρξει στο σύμπαν Γκέντελ. Άρα, δεν μπορεί να υπάρχει ούτε στο δικό μας. Με την ολοκλήρωση του τελικού βήματος, πέφτει και η αυλαία: ο χρόνος πραγματικά εξαφανίζεται» (σελ. 188). Η δομή του επιχειρήματος, που με απελπιστικά συνοπτικό τρόπο εκτέθηκε, είναι πολύ λεπτή, συνεκτική, αλλά και φιλοσοφικά ενημερωμένη. Το κείμενο ξεκίνησε με αναφορά στο Χάιντεγκερ. Όχι τυχαία: ο Γκέντελ, αλλά και ο Αϊνστάιν, μοιράζονται μαζί του την υποτίμηση της επιστημολογίας μπροστά στην οντολογία και μαζί την απόρριψη του θετικισμού –εδώ, μάλιστα, ο Yourgrau παραπέμπει και στον Λένιν του Υλισμού και Εμπειριοκριτικισμού. Υπάρχει, όμως, και μια επιπλέον σχέση. Παραθέτω, χωρίς περαιτέρω σχολιασμό, σχεδόν σα γρίφο προς επίλυση μέσω της ανάγνωσης του βιβλίου: «[Μ]πορούμε να δεχτούμε έναν κόσμο όπου υπάρχει χρόνος ή έναν κόσμο όπου υπάρχει ύπαρξη –όχι όμως και τα δύο. Ο Γκέντελ έκανε τη μόνη δυνατή επιλογή: διάλεξε έναν κόσμο χωρίς χρόνο» (σελ. 190).
Ένας κόσμος δίχως χρόνο, λοιπόν, ο κόσμος μας. Διευκολυνόμαστε, άρα, να δούμε τη ζωή μας sub specie aeternitatis («από την σκοπιά της αιωνιότητας»), όπως μας καλεί ο καλός Σπινόζα, μια και, επιπλέον, ο θάνατος δεν μας είναι γνωστός παρά μόνο «εξ ασαφούς εμπειρίας». Δεν είναι τυχαίο πως τελειώνω με αναφορά στο Σπινόζα –ήταν ο αγαπημένος φιλόσοφος του Αϊνστάιν και είναι βάσιμη η υποψία πως η Γενική Θεωρία της Σχετικότητας χρωστάει φιλοσοφικά πολλά στην «Ηθική» του Σπινόζα. Και αυτό δεν είναι μια άλλη ιστορία ….


Χ. Λάσκος
Αναδημοσίευση απο τις “Αναγνώσεις” της εφημερίδας “Αυγή” , 2-11-2008