Κατηγορία: Γλωσσολογικά Θέματα

Πότε βάζουμε «ν» και άλλα σημαντικά λάθη στην ελληνική γλώσσα

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/4653

Γουστάρω Αιτιατική ΣΕ Λέω !

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/4649

Οι 220 τούρκικες λέξεις που χρησιμοποιούμε καθημερινά

Οι 220 τούρκικες λέξεις που χρησιμοποιούμε καθημερινάΠηγή: Οι 220 τούρκικες λέξεις που χρησιμοποιούμε καθημερινά | Alfavita

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/4597

Ι.Θ. Κακριδής: «Γιατί διδάσκουμε Αρχαία Ελληνικά στα παιδιά»

 Jean_Auguste_Dominique_Ingres_Apotheosis_of_Homer_1827-570x435

Ανέκδοτη ομιλία του Ι.Θ. Κακριδή για τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών*

Κείμενο: Ι.Θ. Κακριδής

Αληθινά λυπούμαι που τον καιρό αυτό είμαι αναγκασμένος να βρίσκομαι μακριά από την Ελλάδα, κι έτσι στερήθηκα τη χαρά να πάρω μέρος στο Συνέδριο αυτό, που σκοπό έχει να μελετήσει τις βασικές αρχές των νέων θεσμών που αποφάσισε το Υπουργείο Παιδείας στην προσπάθειά του ν” ανυψώσει μέσα στ” άλλα και τη Μέση Εκπαίδευση. Τίποτε δεν μπορεί ν” αντικαταστήσει την παρουσία του ανθρώπου. Αν, παρ” όλους τους δισταγμούς, αποφάσισα στο τέλος να καταγράψω μερικές μου σκέψεις και να παρακαλέσω να διαβαστούν μπροστά στην ολομέλεια του Συνεδρίου, αυτό έγινε γιατί δεν ήθελα ν” απουσιάζω ολωσδιόλου από μια τόσο μεγάλη συγκέντρωση συναδέλφων-για ένα θέμα μάλιστα τόσο σημαντικό για τη μελλοντική προκοπή του τόπου μας.

Η αποθέωση του Ομήρου. Στα πόδια του η Ιλιάδα και η Οδύσσεια

Η αποθέωση του Ομήρου. Στα πόδια του η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. Jean Auguste Dominique Ingres, 1827

Επαναστατικό είναι το νέο εκπαιδευτικό σύστημα από πολλές πλευρές. Η πιο επαναστατική από όλες τις καινοτομίες του είναι ίσως η απόφαση, στο τριτάξιο Γυμνάσιο οι αρχαίοι Έλληνες κλασικοί να διδάσκονται από μετάφραση, και μόνο στην τελευταία τάξη να δίνεται μια γενική εισαγωγή στους νόμους του αρχαίου αττικού λόγου. Ο νεωτερισμός αυτός δημιουργεί ένα πλήθος προβλήματα στην πραχτική του εφαρμογή, προκαλεί όμως και καθαρά θεωρητικές απορίες. Το μεγάλο πρόβλημα, που είναι φυσικό να βασανίζει τον καιρό αυτό το φιλόλογο του Γυμνασίου, είναι αν το νέο σύστημα θα μπορέσει ν” ανταποκριθεί στο βασικό σκοπό της διδασκαλίας των αρχαίων Ελληνικών, τη στιγμή που ο αρχαίος λόγος θα πάψει ν” ακούγεται αυτούσιος στο Γυμνάσιο.

Γιατί αλήθεια διδάσκουμε τα αρχαία ελληνικά στα παιδιά που θέλουμε να μορφώσουμε, σε τόσο πολλές ώρες μάλιστα;

Τρεις είναι οι κύριοι λόγοι που μας υποχρεώνουν να βοηθήσουμε τα παιδιά μας να επικοινωνήσουν όσο γίνεται περισσότερο με τον αρχαίο κόσμο.

Πρώτα απ” όλα, γιατί είμαστε κι εμείς Έλληνες. Από τον καιρό του Ομήρου ως σήμερα έχουν περάσει κάπου δυο χιλιάδες εφτακόσια χρόνια. Στους αιώνες που κύλησαν οι Έλληνες βρεθήκαμε συχνά στο απόγειο της δόξας, άλλοτε πάλι στα χείλια μιας καταστροφής ανεπανόρθωτης-νικήσαμε και νικηθήκαμε αμέτρητες φορές· δοκιμάσαμε επιδρομές και σκλαβιές· αλλάξαμε θρησκεία· στους τελευταίους αιώνες η τεχνική επιστήμη μετασχημάτισε βασικά τη μορφή της ζωής μας· και όμως κρατηθήκαμε Έλληνες, με την ίδια γλώσσα-φυσικά εξελιγμένη-, με τα ίδια ιδανικά, τον ίδιο σε πολλά χαραχτήρα και με ένα πλήθος στοιχεία του πολιτισμού κληρονομημένα από τα προχριστιανικά χρόνια. Στον πνευματικό τομέα κανένας λαός δεν μπορεί να προκόψει, αν αγνοεί την ιστορία του, γιατί άγνοια της ιστορίας θα πει άγνοια του ίδιου του ίδιου του εαυτού του. Είμαι Έλληνας, συνειδητός Έλληνας, αυτό θα πει, έχω αφομοιώσει μέσα μου την πνευματική ιστορία των Ελλήνων από τα μυκηναϊκά χρόνια ως σήμερα.

Ο δεύτερος λόγος που μας επιβάλλει να γνωρίσουμε την αρχαία πνευματική Ελλάδα είναι ότι είμαστε κι εμείς Ευρωπαίοι. Ολόκληρος ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός στηρίζεται στον αρχαίο Ελληνικό, με συνδετικό κρίκο τον ρωμαϊκό. Με τους άλλους Ευρωπαίους μας δένει βέβαια και ο Χριστιανισμός, όσο και να μας χωρίζουν ορισμένα δόγματα. Μα και ο Χριστιανισμός έπρεπε να δουλευτεί πρώτα με την Ελληνική σκέψη, για να μπορέσει ν” απλώσει έπειτα στον ευρωπαϊκό χώρο. Η ρίζα του πολιτισμού των Ευρωπαίων όλων είναι ο αρχαίος ελληνικός στοχασμός και η τέχνη, γι” αυτό δεν μπορεί να τα αγνοεί κανείς, αν θέλει να αισθάνεται πως πνευματικά ανήκει στην Ευρώπη.

Thucydides; cast of a renowned bust at Holkham Hall (Pushkin Museum)

Thucydides; cast of a renowned bust at Holkham Hall (Pushkin Museum)

Μα ο κυριότερος λόγος που δεν επιτρέπεται οι νέοι μας ν” αγνοούν την αρχαίαν Ελλάδα είναι άλλος: στην Ελλάδα για πρώτη φορά στα χρονικά του κόσμου ανακαλύφτηκε ο άνθρωπος ως αξία αυτόνομη, ο άνθρωπος που θέλει να κρατιέται ελεύθερος από κάθε λογής σκλαβιά, και υλική και πνευματική. Μέσα στους λαούς που περιβάλλουν τον ελληνικό χώρο στα παλιά εκείνα χρόνια υπάρχουν πολλοί με μεγάλο πολιτισμό, πάνω απ” όλους οι Αιγύπτιοι και οι Πέρσες. Οι λαοί όμως αυτοί ούτε γνωρίζουν ούτε θέλουν τον ελεύθερο άνθρωπο. Το απολυταρχικό τους σύστημα επιβάλλει στα άτομα να σκύβουν αδιαμαρτύρητα το κεφάλι μπροστά στο βασιλέα και στους θρησκευτικούς αρχηγούς. Η ελεύθερη πράξη και η ελεύθερη σκέψη είναι άγνωστα στον εξωελληνικό κόσμο. Και οι Έλληνες; Πρώτοι αυτοί, σπρωγμένοι από μια δύναμη που βγαίνει από μέσα τους και μόνο, την δεσποτεία θα την μεταλλάξουν σε δημοκρατία, και από την άβουλη, ανεύθυνη μάζα του λαού θα πλάσουν μια κοινωνία από πολίτες ελεύθερους, που καθένας τους να νιώθει τον εαυτό του υπεύθυνο και για τη δική του και για των άλλων την προκοπή. Ο στοχασμός είναι κ” αυτός ελεύθερος για τα πιο τολμηρά πετάματα του νου και της φαντασίας. Ο Έλληνας είναι ο πρώτος, που ενώ ξέρει πως δεν μπορεί ατιμώρητα να ξεπεράσει τα σύνορα του ανθρώπου και να γίνει θεός, όμως κατέχεται από μια βαθιά αισιοδοξία για τις ανθρώπινες ικανότητες και είναι γεμάτος αγάπη για τον άνθρωπο, που τον πιστεύει ικανό να περάσει τις ατέλειές του και να γίνει αυτό που πρέπει να είναι ο τέλειος άνθρωπος.

Αυτή η πίστη στον τέλειον άνθρωπο, συνδυασμένη με το βαθύ καλλιτεχνικό αίσθημα που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή, δίνει στον αρχαίον Έλληνα τον πόθο και την ικανότητα να πλάσει πλήθος ιδανικές μορφές σε ό,τι καταπιάνεται με το νου, με τη φαντασία και με το χέρι: στις απέριττες μορφές που σχεδιάζουν οι τεχνίτες στα αγγεία της καθημερινής χρήσης, στη μεγάλη ζωγραφική, στην πλαστική του χαλκού και του μαρμάρου, πάνω απ” όλα στο λόγο τους, και τον πεζό και τον ποιητικό.

Αυτόν τον κόσμο θέλουμε να δώσουμε στα παιδιά μας, για να μορφωθούν· για να καλλιεργήσουν τη σκέψη τους αναλύοντας τη σκέψη των παλιών Ελλήνων· για να καλλιεργήσουν το καλλιτεχνικό τους αίσθημα μελετώντας ό,τι ωραίο έπλασε το χέρι και η φαντασία των προγόνων τους· για να μπορέσουν κι αυτοί να νιώσουν τον εαυτό τους αισιόδοξο, ελεύθερο και υπεύθυνο για τη μοίρα του ανθρώπου πάνω στη γη· προπαντός για να φουντώσει μέσα τους ο πόθος για τον τέλειον άνθρωπο.

Ας γυρίσουμε τώρα στο πρόβλημα που μας απασχολεί: από τη μια έχουμε το παλιό σύστημα, που επιβάλλει τη γνωριμία των αρχαίων κλασικών από τα πρωτότυπα κείμενα· το νέο σύστημα από την άλλη, που θέλει ν” αντικαταστήσει τα πρωτότυπα με τις μεταφράσεις στο νέο Γυμνάσιο, που αντιστοιχεί με τις τρεις πρώτες τάξεις του παλιού. Ποιο από τα δυο εξυπηρετεί πιο πρόσφορα τους σκοπούς του Ανθρωπιστικού σχολείου;

Ποια ήταν τα αποτελέσματα του παλαιού συστήματος; Ας το ομολογήσουμε εμείς πρώτοι, οι φιλόλογοι, που τόσα χρόνια παλεύουμε στο Γυμνάσιο τον σισύφειο αγώνα να φέρουμε τον αρχαίο κόσμο κοντά στα παιδιά μας: Τα αποτελέσματα είναι μηδαμινά, μπροστά μάλιστα στον κόπο που καταβάλλουν και οι καθηγητές και οι μαθητές. Ας βάλουμε το χέρι στην καρδιά κι ας αναρωτηθούμε, σε πόσα παιδιά, απ” αυτά που δεν ήταν να σπουδάσουν φιλολογία στο Πανεπιστήμιο, κατορθώσαμε να μεταδώσουμε τόσην οικείωση με την αρχαία γλώσσα και τόσον ενθουσιασμό για το κάλλος και την πυκνή ουσία του αρχαίου λόγου, ώστε φεύγοντας από το Γυμνάσιο, για να σπουδάσουν μιαν άλλην επιστήμη, θα θελήσουν κάποτε να καταφύγουν στο αρχαίο κείμενο, για να πλουτίσουν τον εσωτερικό τους κόσμο. Ξέρουν οι σύνεδροι φιλόλογοι, ας είναι και δέκα παιδιά καθένας τους, από τις χιλιάδες που πέρασαν από τα χέρια τους; Φοβούμαι πως και ο αριθμός αυτός είναι υπερβολικός. Με ποιο δικαίωμα τότε απασχολούμε αμέτρητες ώρες όλα τα παιδιά της Ελλάδας στο Γυμνάσιο, για να ωφεληθούν ελάχιστοι;

Ο Επίκουρος (341 π.Χ. - 270 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Ίδρυσε δική του φιλοσοφική σχολή, εν ονόματι Κήπος του Επίκουρου, η οποία θεωρείται από τις πιο γνωστές σχολές της ελληνικής φιλοσοφίας.

Ο Επίκουρος (341 π.Χ. – 270 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Ίδρυσε δική του φιλοσοφική σχολή, εν ονόματι Κήπος του Επίκουρου, η οποία θεωρείται από τις πιο γνωστές σχολές της ελληνικής φιλοσοφίας.

Θα μου προβληθεί ίσως μια αντίρρηση στους συλλογισμούς αυτούς: για τις ατελέστατες γνώσεις της αρχαίας ελληνικής παράδοσης που αποκομίζουν τα παιδιά μας από το Γυμνάσιο μπορεί να μη φταίει και τόσο το σύστημα, όπως δεν φταίει για την γενικά ελαττωματική κατάρτιση των μαθητών. Πλήθος άλλοι παράγοντες συντελούν στη θλιβερή αυτή κατάσταση: η πληθώρα των μαθητών μέσα σε μια τάξη· η έλλειψη από μεγάλες αίθουσες διδασκαλίας· η συστέγαση δυο Γυμνασίων σ” ένα χτίριο· η επιβάρυνση των καθηγητών με πολλές ώρες διδασκαλίας και πολλά διορθώματα· η απουσία συστηματικών μεταπανεπιστημιακών επιμορφωτικών σπουδών, έτσι που να μπορούν οι λειτουργοί της Μέσης να συμπληρώνουν τις γνώσεις τους και να κατατοπίζονται στα νέα πορίσματα της επιστήμης τους· η απουσία ερμηνευτικών εκδόσεων και βοηθητικών βιβλίων για τον καθηγητή· τα εξωσχολικά ενδιαφέροντα των παιδιών· ο κινηματογράφος και το ραδιόφωνο, και πολλά έχουν δυσκολέψει αφάνταστα το έργο των εκπαιδευτικών στο σχολείο και γι” αυτό τους είναι αδύνατο ν” αποδώσουν ό,τι μπορούν και θέλουν. Αν τα εμπόδια αυτά βγουν από τη μέση, γιατί να μη κρατηθούμε στο παλιό, καθιερωμένο σύστημα της διδασκαλίας των αρχαίων κλασικών από το πρωτότυπο; Αν πάλι δεν βγουν από τη μέση τι έχουμε να περιμένουμε και με το νέο σύστημα; Το κάτω κάτω εμείς πάλι θα διδάσκουμε με τις μεγάλες ή μέτριες ικανότητές μας.

Η αντίρρηση αυτή είναι σωστή, ως ένα βαθμό όμως μόνο. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πολλοί είναι οι παράγοντες που έχουν συντελέσει στην παρακμή του Γυμνασίου-τόσο μάλιστα, ώστε ελάχιστοι απόφοιτοί του να φεύγουν με μια συγκροτημένη κάπως σκέψη, με τις απαιτούμενες για έναν μορφωμένο άνθρωπο γενικές γνώσεις και με την ικανότητα να διατυπώνουν τους στοχασμούς και τα αισθήματά τους με ειρμό και χωρίς ασυχώρετα ορθογραφικά και συνταχτικά λάθη. Ακόμα δεν υπάρχει αμφιβολία πως το Κράτος, τώρα που συνειδητοποίησε τη σημασία της παιδείας και θέλει να τη βγάλει από το τέλμα, όπου τόσα χρόνια λίμναζε, θα κοιτάζει με κάθε τρόπο να παραμερίσει και τους άλλους παράγοντες που αναστέλλουν την πρόοδο της παιδείας.

Οπωσδήποτε, για να μπορέσουμε να κρίνουμε δίκαια τα δύο συστήματα είναι ανάγκη να αντιπαραθέσουμε τους σκοπούς που επιδιώκουν και τα μέσα που χρησιμοποιούν, με την προϋπόθεση πως εφαρμόζονται σε σχολεία που από κάθε άλλη άποψη λειτουργούν ικανοποιητικά.

Τι χαρακτηρίζει ιδιαίτερα το σύστημα που ίσχυε ως σήμερα; Πρώτα πρώτα βέβαια η πεποίθηση πως οι ανθρωπιστικές σπουδές, για να οδηγήσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα, πρέπει να γίνονται με τη μελέτη των κλασικών από το πρωτότυπο. Δεύτερο χαρακτηριστικό του παλιού συστήματος είναι η επιθυμία να γνωρίσουν οι μαθητές όσο γίνεται περισσότερους κλασικούς. Το αποτέλεσμα είναι να στριμώχνονται μέσα στον ίδιο σχολικό χρόνο τέσσερες και πέντε συγγραφείς, διαφόρων μάλιστα εποχών και συχνά με μεγάλες διαφορές στη γλώσσα. Τι κοινό έχει π.χ. η γλώσσα του Δημοσθένη με του Ομήρου, που ερμηνεύονταν παράλληλα στην Δ” τάξη; Έπειτα, καθώς η ιστορία της ελληνικής γραμματείας δεν διδασκόταν πραγματικά ούτε υπάρχει γυμνασιακό εγχειρίδιο γραμματολογίας, το ανακάτωμα από συγγραφείς που ανήκουν στον 8ο, στον 5ο, και στον 4ο αιώνα είναι φυσικό να μεγαλώνει τη σύγχυση.

Ένα δεύτερο αποτέλεσμα του συστήματος αυτού είναι να ερμηνεύονται στα παιδιά πέντε-δέκα το πολύ σελίδες από κάθε κλασικό, και πριν καλά-καλά κατορθώσουν κάτι να καταλάβουν από τη γλώσσα, την τέχνη και τη σκέψη του ενός να έρχεται να τον εκτοπίσει ο άλλος με τις δικές του δυσκολίες. Και να σκέφτεται κανείς πως πριν από λίγα χρόνια σοφοί παιδαγωγοί είχαν αποφασίσει ν” αυξήσουν τον αριθμό των αρχαίων συγγραφέων που ερμηνεύονται στο Γυμνάσιο με την προσθήκη των επιστημόνων, του Αριστοτέλη, του Θεοφράστου κ.ά.

Απ” τα ίδια τα πράγματα, όσον ιδεώδεις και αν είναι οι άλλοι όροι του σχολείου, όσο ικανός ο καθηγητής, όσο έξυπνα και μελετηρά τα παιδιά του, είναι αδύνατο να καταχτηθούν κατά κάποιο τρόπο μέσα σ” ένα χρόνο ο Αρριανός, ο Ισοκράτης, ο Λυσίας και ο Ηρόδοτος, ή -σε άλλη τάξη- ο Πλάτωνας, ο Θουκυδίδης, ο Όμηρος και ο Ευριπίδης.

Πόσο ακατόρθωτα είναι τα πράγματα που γυρεύει το αναλυτικό πρόγραμμα του παλιού Γυμνασίου το καταλαβαίνει κανείς, άμα σκεφτεί πως για την ερμηνεία του Επιταφίου του Περικλή -ενός από τα πιο δύσκολα κείμενα- δίνει τρεις βδομάδες μόνο καιρό. Τι να πρωτοκάνει μέσα στο διάστημα αυτό ο καθηγητής; Το κύριο έργο του θα πρέπει αναγκαστικά να περιοριστεί στην προσπάθεια να παραμεριστούν κάπως οι γλωσσικές δυσκολίες-αν παραμεριστούν κ” αυτές. Καιρός για εμβάθυνση στο περιεχόμενο, στις πνευματικές, στις ηθικές και στις αισθητικές αξίες δεν βρίσκεται, ή κι αν βρεθεί, θα είναι ελάχιστος.

Το αρχαίο ελληνικό θέατρο της Επιδαύρου

Το αρχαίο ελληνικό θέατρο της Επιδαύρου

Μειονέχτημα του παλαιού συστήματος είναι και ότι με τους πολλούς συγγραφείς που ορίζει από το πρωτότυπο, αποκλείεται να δώσει σύνολα. Φυσικά, κανενός τύπου Γυμνάσιο δεν μπορεί να δώσει ολόκληρο το έργο ενός συγγραφέα, ακόμα λιγότερο ένα λογοτεχνικό είδος σε όλο του το πλάτος. Ο τύπος όμως του Γυμνασίου που ίσχυε ως σήμερα δεν πρόφταινε να δώσει ούτε καν μια μεγάλη ενότητα από ένα συγγραφέα, ούτε καν ένα γραμματειακό είδος στους κύριους εκπροσώπους του. Ακόμα και ο Επιτάφιος, που αποτελεί μια κλειστή θαυμαστή ενότητα, πόσο διαφορετικό χρώμα παίρνει για όποιον διαβάζει τη συνέχεια της ιστορίας του Θουκυδίδη, το ξέσπασμα του θανατικού στην Αθήνα, το θάνατο που Περικλή και τον χαρακτηρισμό του από τον ιστορικό!

Η απαίτηση να γνωρίσουν τα παιδιά μας στο Γυμνάσιο τους κλασικούς από το πρωτότυπο, συνδυασμένη με την επιθυμία να γνωρίσουν όσο γίνεται πιο πολλούς κλασικούς, ένα μόνο αποτέλεσμα μπορεί να έχει: να δίνει μόνο αποσπάσματα, ξεσκλίδια, χωρίς οργανική ενότητα, βιαστικά διαβασμένα, μισοκατανοημένα, αχώνευτα. Είναι λοιπόν ν” απορήσει κανείς αν τα παιδιά μας φεύγοντας από το Γυμνάσιο δεν θέλουν ούτε ν” ακούσουν για τους αρχαίους κλασικούς;

Πόσες μορφές μυθικές του αρχαίου ελληνικού κόσμου φωτίζουν το δρόμο των νέων μας, όταν έχουν αφήσει τα μαθητικά θρανία; Της Αντιγόνης, ναι, αν ο καθηγητής πρόφτασε να δώσει την ερμηνεία ολόκληρης της τραγωδίας, πράγμα αμφίβολο· το ίδιο και της Ιφιγένειας του Ευριπίδη. Ας πάρουμε όμως τον Όμηρο: στον παλιό τύπο του Γυμνασίου ερμηνεύονται μόνο η πρώτη και η έκτη ραψωδία της Οδύσσειας. Ας υποθέσουμε πως ο καθηγητής πρόφτασε να διδάξει και τις δυο ραψωδίες. Στην πρώτη ο μαθητής θα γνωρίσει τον Τηλέμαχο, μοναχά όμως σαν άπραγο ακόμα έφηβο· στην έκτη θα γνωρίσει τον Οδυσσέα, μοναχά όμως σαν ναυαγό· το πολύ να καταλάβει και την εξυπνάδα του κάπως, από το λόγο που απευθύνει στη Ναυσικά-τίποτε άλλο! Ούτε ο Οδυσσέας ούτε ο Τηλέμαχος δίνονται στα παιδιά μας σαν μορφές ολοκληρωμένες.

Στην πέμπτη τάξη του παλιού Γυμνασίου θα διδαχτεί η πρώτη και η έκτη ραψωδία της Ιλιάδας. Στην έκτη δεν γίνεται κανένας λόγος για τον Αχιλλέα. Μένει μόνο η πρώτη, για να γνωρίσει ο μαθητής τη μορφή του μεγάλου ήρωα. Θα τη γνωρίσει όμως μισερή και παραμορφωμένη: έναν Αχιλλέα που το πάθος της εκδίκησης για την αδικία που του έγινε τον σπρώχνει να διαβιβάσει με τη μητέρα του την παράκληση στο Δία να δώσει τη νίκη στους αντίμαχους των Ελλήνων. Δεν ξέρω αν στην τελευταία τάξη προφτάνουν οι συνάδελφοι να διδάξουν κάτι από τις τελευταίες ραψωδίες της Ιλιάδας. Και πάλι όμως, για να ολοκληρωθεί η μορφή του Αχιλλέα θα έπρεπε να διαβάσουν και τις Λιτές στην ένατη ραψωδία, ακόμα όλη την ενότητα που αρχίζει με την έξοδο του Πάτροκλου στον πόλεμο, στη δέκατη έκτη ραψωδία, ως το τέλος της Ιλιάδας, όταν ο Αχιλλέας, συμφιλιωμένος με το βασιλιά της Τροίας, θα του παραδώσει το νεκρό σώμα του Έκτορα, για να το θάψει. Τότε, τότε μόνο ο κατ” εξοχήν Έλληνας ήρωας θα μπορούσε να φωτίσει τις ψυχές των νέων με όλη του την παλικαριά και την μεγαλοφροσύνη.

Ένα ακόμη μειονέχτημα του παλιού συστήματος· ήθελε βέβαια να δώσει όσο πιο πολλούς κλασικούς μπορούσε. Μα οι ώρες της διδασκαλίας των αρχαίων Ελληνικών δεν ήταν και απεριόριστες. Έτσι τα παιδιά μας έφευγαν από το Γυμνάσιο χωρίς να έχουν γνωρίσει τον Ησίοδο, τον Αισχύλο, τον Μένανδρο, τον Πλούταρχο. Καθώς μάλιστα η ιστορία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας δεν διδασκόταν συστηματικά, ο απόφοιτος του Γυμνασίου, κι αν είχε ακούσει κάτι για τον Αισχύλο, μια φορά τους άλλους τους αγνοούσε και ως ονόματα.

Δεν εξαντλήσαμε όμως τα μειονεκτήματα του Γυμνασίου του παλιού τύπου: Οι έξι τάξεις αποτελούσαν στο Γυμνάσιο αυτό μιαν ενότητα· όπως και για τ” άλλα μαθήματα, το πρόγραμμά του για τα αρχαία Ελληνικά ολοκληρωνόταν μόνο όταν ο μαθητής τελείωνε και την τελευταία τάξη. Ποιος όμως συλλογιόταν τα παιδιά που από λόγους διάφορους αναγκαζόταν ν” αφήνουν το σχολειό, πριν ολοκληρώσουν τις γυμνασιακές σπουδές τους; Και δεν ήταν λίγα τα παιδιά αυτά. Από τις επίσημες στατιστικές μαθαίνουμε πως ύστερα από την τρίτη τάξη, μόλις τα πενήντα πέντε στα εκατό συνέχιζαν στην τέταρτη. Ας αφήσουμε τα άλλα μαθήματα κ” ας δούμε γι” αυτά τα μισά σχεδόν παιδιά της Ελλάδας τι αποκόμιζαν από τον αρχαίο κόσμο, όταν άφηναν μισοτελειωμένο το Γυμνάσιο, για να ριχτούν στον αγώνα της ζωής: μια ατελέστατη γνώση της αρχαίας γλώσσας και μερικά σπαράγματα κειμένου από 5-6 πεζογράφους. Για τα 45% από τα παιδιά μας δεν υπάρχει ούτε καν η μικρή ωφέλεια, που έχουν από τους κλασικούς όσοι τελειώνουν τις γυμνασιακές σπουδές τους. Σκοτώθηκαν κι αυτά και οι δάσκαλοί τους, για να μάθουν την αρχαία γλώσσα και για να γνωρίσουν όχι και πολύ σπουδαίους συγγραφείς, έξω από τον Ηρόδοτο: τον Λουκιανό, τον Ξενοφώντα, τον Λυσία, τον Ισοκράτη, ό,τι γνώρισαν και από αυτούς! Και έφυγαν από το σχολείο και αγνοώντας απόλυτα την Ιλιάδα, το Θουκυδίδη, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη, τον Πλάτωνα!

Και το νέο σύστημα; Μια και θα λείψει τώρα η δυσκολία της γλώσσας, τα παιδιά μας θα μπορούν να χαρούν τους παλιούς κλασικούς – πιο σωστά θα έλεγα: να χαρούν ορισμένους κλασικούς σε μεγαλύτερο πλάτος και βάθος. Γιατί, κατά τη γνώμη μου, είναι ολέθριο το σύστημα στην ίδια τάξη να διδάσκονται παράλληλα πολλοί συγγραφείς, που ανήκουν σε διάφορες εποχές και σε διάφορα λογοτεχνικά είδη. Στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου θα έλεγα να διδαχτούν μόνο Οδύσσεια και Ηρόδοτο, όλο το χρόνο, και τίποτε άλλο. Έτσι τα παιδιά θα προφτάσουν να γνωρίσουν από το έργο του Ομήρου τουλάχιστο 10 ραψωδίες· μα και τις υπόλοιπες θα τις διαβάσουν μόνα τους, γιατί θα έχουν αγαπήσει τον ποιητή: πρώτα πρώτα γιατί θα μιλάει στη γλώσσα τους· έπειτα γιατί ο καθηγητής θα έχει τώρα όλο τον καιρό και ιστορικά να τοποθετήσει τον Όμηρο και για τη θρησκεία του να μιλήσει, και για τη μυθολογία του, και για τα ήθη και έθιμα της εποχής του, προπαντός για τη μεγάλη του τέχνη-όλα τα προβλήματα που γοητεύουν τους νέους. Ενώ ως τώρα, τόσο λίγη ύλη που τους δίναμε, ούτε μπορούσαμε, μα ούτε και τον καιρό είχαμε να τους οδηγήσουμε σε τέτοιους προβληματισμούς. Τους βασανίζαμε με την ομηρική, γεμάτη ποικιλία, γραμματική και το λεξιλόγιο, χωρίς να τα μαθαίνουν κι αυτά!

Τώρα θα μπορέσουν να παρακολουθήσουν και όλη την πορεία της «παιδείας» του Τηλέμαχου, από τον πρωτόβγαλτο έφηβο της πρώτης ραψωδίας ως τη στιγμή του, άντρας πια, θα πολεμήσει στο πλευρό του πατέρα του. Και η μορφή του Οδυσσέα θα τους παρουσιαστεί σε όλο της το βάθος και το πλάτος: πώς ο ήρωας παλεύει-με την παληκαριά του και με την εξυπνάδα του-να γλιτώσει τους συντρόφους του από το χαμό· πώς αντιδρά με την πείρα του και την υπομονή του στις συφορές που του σωρεύουν οι θεοί και η μοίρα· πώς κερδίζει το σεβασμό και την αγάπη των Φαιάκων αγνώριστος ακόμα, αυτός που φτάνει στο νησί τους χωρίς να κρατάει τίποτε πάνω του, ούτε καν ένα κουρελιασμένο ρούχο, να κρύψει τη γύμνια του· πώς με την παλικαριά του και την εξυπνάδα του πάλι θα σκοτώσει τους μνηστήρες· πώς θα ξαναγυρίσει στη γυναίκα του ξεπερνώντας τόσες περιπέτειες και τόσους πειρασμούς.

Το ίδιο θα χορτάσουν τώρα Ηρόδοτο τα παιδιά μας· θα τον γνωρίσουν όχι μόνο από τα κεφάλαια που δίνουν περιγραφές μαχών, αλλά και από εκεί που φωτίζει πρόσωπα και πράγματα με τα ατέλειωτα χαριτωμένα ανέκδοτά του. Θα τον χαρούν και όταν περιγράφει μιας χώρας τους θεούς, τους ανθρώπους, τα ζώα, τα βουνά και τα ποτάμια. Θα μπορέσουν ακόμα ως ένα σημείο να παρακολουθήσουν με ποιο τρόπο ο Ηρόδοτος κατόρθωσε να οργανώσει όλη την πολυποίκιλη ιστορική και εθνογραφική ύλη που είχε μαζέψει στα ταξίδια του.

Σε μιαν άλλη τάξη του Γυμνασίου οι μαθηταί θα γνωρίσουν την τραγωδία, και τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη, δυο τρία έργα από τον καθένα, άλλα με περισσότερην ενβάθυνση και άλλα με απλή ανάγνωση.

Παράλληλα-και αυτό το θεωρώ απαραίτητο-θα δοθεί στα χέρια των παιδιών μια αρκετά διεξοδική ιστορία της αρχαίας λογοτεχνίας, γραμμένη απλά και επαγωγά, με άφθονες μεταφράσεις όχι για να τη μάθουν απέξω, αλλά για να μπορέσουν ν” αποχτήσουν μια κάπως ολοκληρωμένη εικόνα της λογοτεχνικής δημιουργίας των αρχαίων Ελλήνων.

Έτσι το Ελληνόπουλο, φεύγοντας από το τριτάξιο Γυμνάσιο θα έχει ανθρωπιστική μόρφωση ασύγκριτα μεγαλύτερη από ό,τι σήμερα. Προπαντός θα έχει αγαπήσει τον αρχαίο κόσμο, και είναι βέβαιο πως θα έρχεται συχνότερα κοντά του από μεταφράσεις.

Μα η μετάφραση υστερεί πάντα μπροστά στο πρωτότυπο έργο. Ειδικά η αρχαία γλώσσα με την ποικιλία της, με την ευστροφία της, με την πλαστικότητά της, με τους πολλούς ονοματικούς προσδιορισμούς που διαθέτει (πτώσεις, μετοχές, απαρέμφατα) είναι αυτή καθ” εαυτή ένα αγαθό μορφωτικό. Έπειτα μορφή και περιεχόμενο στο μεγάλο έργο δεν χωρίζονται, μόνο αποτελούν μια χημική ένωση δυσκολοξεδιάλυτη· ο μεγάλος συγγραφέας εκφράζεται και με τη μορφή.

Την ορθότητα των ισχυρισμών την ξέρω και εγώ πολύ καλά, ίσως καλύτερα από πολλούς. Νομίζω όμως πως ανήκει στη σοφία της ζωής να ξέρεις τι μπορεί να πετύχεις και να πετυχαίνεις, όχι να κυνηγάς τα αδύνατα και να μην κατορθώνεις τίποτε.

Και κάτι άλλο όμως: η μετάφραση έχει πολύ διαβληθεί στον τόπο μας· από τη μια από τους ανθρώπους που πιστεύουν πως ό,τι ευγενικό και ωραίο ειπώθηκε στην αρχαία Ελληνική γλώσσα, όταν μεταφραστεί στη γλώσσα του λαού μας, αναγκαστικά ασχημίζει και εκχυδαΐζεται. Από την άλλη υποπτεύονται τη μετάφραση εκείνοι που χρησιμοποίησαν ή είδαν τα παιδιά τους να χρησιμοποιούν τις φοβερές σχολικές, που λέγονται, μεταφράσεις, όπου δεν ξέρει κανείς τι κακοπαθεί περισσότερο, το νόημα του κειμένου ή η σημερινή μας γλώσσα. Τέλος και οι οργανωμένες σειρές εκδόσεων αρχαίων συγγραφέων από διάφορους λόγους δεν βοήθησαν και πολύ για ν” αγαπηθεί η μετάφραση.

Η αλήθεια είναι πως μια μετάφραση, όταν γίνεται από άνθρωπο που ξέρει και την αρχαία και τη νέα μας γλώσσα καλά, κι ακόμα έχει συναίσθηση της σημασίας του έργου του, -μια καλή μετάφραση, κι αν δεν μπορεί να ισοσταθμίσει το πρωτότυπο, μια φορά δεν είναι και τόσο χωρίς αξία, όσο θέλουν να την παρουσιάζουν μερικοί. Μπορεί να μη δίνει τα 100 στα 100 από τις αξίες του πρωτότυπου έργου-και δεν μπορεί ποτέ να τα δώσει, τα 80 όμως μπορεί να τα δώσει. Αν ο μεταφρασμένος αρχαίος κλασικός δεν ήταν στοιχείο μορφωτικό μεγάλο κι αυτός, αν δεν επαίδευε κι αυτός με το περιεχόμενο που διατηρεί και με τη δική του μορφή, ας είναι και ατελέστερη, δεν θα έχαναν τον πολύτιμο καιρό τους τόσοι και τόσοι κλασικοί φιλόλογοι σε όλο τον κόσμο-στα τελευταία μάλιστα χρόνια οι πιο εκλεχτοί για να μεταφέρουν τ” αρχαία κείμενα στη γλώσσα του καθένας. Αρχαία Ελληνικά, και καλά μάλιστα, δεν μπορεί να μαθαίνει όλος ο κόσμος, ούτε θα ήταν ικανός γι” αυτό, τούτο όμως δεν μας δίνει το δικαίωμα να του στερήσουμε ολωσδιόλου την ανεξάντλητη και αναντικατάστατη πηγή της μόρφωσης, που είναι οι αρχαίοι Έλληνες κλασικοί.

Τα παιδιά μας που δεν θα συνεχίσουν τις σπουδές τους, φεύγοντας από το τριτάξιο Γυμνάσιο, για να ακολουθήσουν ένα επάγγελμα, ανήκουν στον κόσμο, που δεν θα ξέρει τ” αρχαία Ελληνικά. Μα με την οικείωσή τους με τους αρχαίους κλασικούς, ας είναι και από τις μεταφράσεις, θα έχουν αποχτήσει κάτι πολύτιμο. Θα τους έχει ανοιχτεί η αυλαία σ” έναν κόσμο θαυμαστό σε ομορφιά και σε σκέψη, και είμαι βέβαιος πως θα ξαναγυρίζουν σ” αυτόν και αργότερα, πράγμα που δεν γίνεται σήμερα.

Όσοι συνεχίσουν τις σπουδές τους στο Λύκειο, θα γνωρίσουν τους κλασικούς και από το πρωτότυπο, σε περισσότερες μάλιστα ώρες απ” ό,τι σήμερα. Φτάνουν όμως τα τρία χρόνια; Κατά τη γνώμη μου για να μπεις βαθιά στα μυστικά του αρχαίου λόγου, δεν φτάνουν ούτε δέκα χρόνια σπουδής. Ο HERMANN, ο μεγάλος γερμανός φιλόλογος, έλεγε, λίγο πριν πεθάνει: UTINAM ESSEM BONUS GRAMMATICUS! Και όμως είχε φάει όλη του τη ζωή μελετώντας τα γραμματικά φαινόμενα της ελληνικής γλώσσας!

Για τα παιδιά μας που θα σπουδάζουν στο Λύκειο, τα τρία χρόνια φτάνουν· μια φορά θα μαθαίνουν καλύτερα την αρχαία ελληνική γλώσσα από ό,τι τη μαθαίνουν σήμερα. Πρώτα, πρώτα, γιατί θα είναι ωριμότερα, στα χρόνια, κι ακόμα γιατί ο αρχαίος κόσμος θα τους είναι οικείος πια από το Γυμνάσιο· και όχι μόνο οικείος, αλλά και αγαπητός.

Το ξέρουν οι συνάδελφοι πως ένας από τους κυριότερους λόγους που το μάθημα των αρχαίων ελληνικών δεν προκόβει είναι γιατί τα παιδιά μας με τις δυσκολίες που αντικρίζουν στη γλώσσα δεν μπορούν να πλησιάσουν την ουσία των αρχαίων κειμένων και γι” αυτό δείχνουν απόλυτη αδιαφορία, αν όχι και αποστροφή. Τώρα όμως, που ο νέος θα ξέρει από πριν το περιεχόμενο της Οδύσσειας, είναι εύκολο να του κινηθεί το ενδιαφέρον να γνωρίσει και τους αθάνατους στίχους του ίδιου του Ομήρου και να τους συγκρίνει με τους στίχους της μετάφρασης που ξέρει. Το ίδιο, όταν θα του είναι γνωστό το βάθος της σκέψης του Θουκυδίδη, δεν θ” αδιαφορήσει, όταν ο καθηγητής του δείξει στο πρωτότυπο, πώς αυτό το βάθος εκφράζεται και με το μοναδικό ύφος του ιστορικού, με τη στιφνή του σύνταξη, με τη συσσώρευση ονοματικών προσδιορισμών, με τη δημιουργία δικών του λέξεων κ.λπ. Και της γλώσσας του Σοφοκλή θα μπορεί τώρα να εχτιμήσει καλύτερα την ομορφιά, έτσι που δεν θα γνωρίζει για πρώτη φορά τον τραγικό.

Ένας καινούργιος δρόμος χαράζεται για την ελληνική παιδεία, που υπόσχεται πολύ γονιμότερα αποτελέσματα. Χωρίς εμπόδια δεν θα είναι βέβαια και αυτός. Είναι όμως στο χέρι των φιλολόγων να παραμερίσουν τα εμπόδια και να εφαρμόσουν το καινούργιο σύστημα με πίστη και ενθουσιασμό. Και είμαι βέβαιος πώς δεν θα περάσουν πολλά χρόνια, που οι καλόπιστοι άνθρωποι θα ομολογήσουν, κι αυτοί ακόμα που σήμερα στέκουν κάπως δισταχτικοί μπροστά στο νέο σύστημα, πως με τα μέτρα αυτά έγινε ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός στην παιδεία της πατρίδας μας.

*Πηγή: http://www.greek-language.gr/greekLang/portal/blog/archive/2013/09/12/5347.html

Εικόνες: http://en.wikipedia.org/wiki/Homer

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/4181

Οι εφευρετικότατοι νεολογισμοί των πρώτων Ελλήνων που πήγαν στην Αμερική

Πηγή: Newsone | Οι εφευρετικότατοι νεολογισμοί των πρώτων Ελλήνων που πήγαν στην Αμερική | Newsone.gr

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3826

Αραβικές Λέξεις στην Ελληνική Γλώσσα

Αραβικές Λέξεις στην Ελληνική Γλώσσα

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3819

Από πού πήραν την ονομασία τους τα ελληνικά νησιά -Ενα παιχνίδι με την Ιστορία [λίστα]

Για να βρούμε την ετυμολογία των ονομάτων των ελληνικών νησιών θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μια σειρά παραγόντων όπως η ορθογραφία, η γραμματική, η μυθολογία των λαών της Ελλάδας, αλλά και τη γεωμορφολογία του κάθε τόπου.

«Η τελευταία μάλιστα φαίνεται να έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς κατά την αρχαιότητα υπήρχαν περίοδοι μεγάλων γεωλογικών αναταράξεων. Έτσι οι ονομασίες των νησιών εξυπηρετούσαν και την ανάγκη καταγραφής των αναταράξεων αυτών.
Για παράδειγμα το Αγκίστρι, ονομαζόταν Κεκρυφάλεια, και έτσι ο αρχαίος καταλάβαινε ότι επρόκειτο για ύφαλο», επισημαίνει ο κ. Γιώργος Λεκάκης, συγγραφέας του βιβλίου «Αιγαίο-ετυμολογίες νήσων», το οποίο κυκλοφόρησε ως ένθετο της Ελευθεροτυπίας. «Όποιος μπορεί και διαβάζει πίσω από τις λέξεις, θα γνωρίσει την προϊστορία της Ελλάδας. Το όνομα κρύβει μνήμη», προσθέτει.

Η ετυμολογία των ονομάτων τους δεν είναι μοναδική και οι εκδοχές είναι αρκετές.
Κεφαλονιά: Η Κεφαλονιά πήρε το όνομα της από τον ήρωα Κέφαλο, τον πρώτο ηγεμόνα του νησιού, ο οποίος ήταν Αθηναίος αρχηγός και γιος του Διονύσου. Ο Κέφαλος εκδιωχθείς από την Αθήνα για κάποιο φόνο, εξορίστηκε και εγκαταστάθηκε το νησί. Γι’ αυτό μάλιστα και η ορθή ονομασία είναι Κεφαλονιά με ένα λάμδα.

Χίος: Το νησί απέκτησε το όνομά του από την Χιόνη, η οποία ήταν κόρη του Ποσειδώνα. Όταν γεννήθηκε στο νησί έπεσε χιόνι γι’ αυτό το μωρό ονομάστηκε έτσι και εξ’ αυτού το νησί Χίος. Λένε μάλιστα ότι όταν έφτασε ο Ποσειδώνας στο νησί ήταν έρημος και με το χιόνι που έπεσε το έδαφός του έγινε γόνιμο.

Σάμος: Το όνομα προκύπτει από την μηκυναϊκή λέξη «σάμη» ή «σάμος», η οποία σημαίνει ύψωμα δίπλα στην ακτή. Η γεωμορφολογία της Σάμου επιβεβαιώνει αυτήν την ονομασία, αφού το νησί έχει αρκετά βουνά και υψώματα.

Λευκάδα: Το όνομα της νήσου Λευκάδας μας το παραδίδει ο Όμηρος και προέρχεται από το «λευκάς» γιατί ήταν λευκογαία, είχε δηλαδή άσπρο χώμα.

Κως: Από το «Κωfoς» (το f αντιπροσωπεύει το αρχαίο δίγαμμα), το οποίο σημαίνει νήσος με πολλά σπήλαια. Από το «κωfoς» προκύπτει η λέξη cave, στα αγγλικά, καθώς επίσης και το όνομα του καβουριού, το καβούκι του οποίου θυμίζει σπήλαιο.

Τήνος: Το όνομά της προκύπτει από την αρχαία ελληνική ρίζα «ταν», η οποία μας έδωσε το «ταναός» που σημαίνει μακρύς, λόγω του σχήματός του νησιού. Αν και η λέξη «ταναός» δεν χρησιμοποιείται πλέον, παρ’ όλα αυτά από αυτή τη λέξη προκύπτει η «ταινία».

Ιθάκη: Από το «ιθύς», που σημαίνει ευθύς, ίσιος, μακρύς. Η μακρόστενη νήσος. Από το «ιθύς» προκύπτει και ο ιχθύς, το ψάρι, επειδή είναι κι αυτό μακρόστενο.

Σίφνος: Πήρε το όνομά της από τον ήρωα Σίφνο, ο όποιος ήταν γιος του ήρωα Σουνίου και πρωτοκατοίκησε το νησί.

Παξοί: Το όνομά τους το πήραν από τη λέξη «πάθος», το ερωτικό πάθος. Ο Ποσειδώνας έχοντας ερωτευτεί παράφορα τη νύμφη Αμφιτρίτη, μπορούσε να την κάνει δική του μόνο αν της χάριζε μια δική της γη, όπως εκείνη του ζήτησε. Έτσι σήκωσε την κοσμική του τρίαινα, έκοψε ένα κομμάτι από την Κέρκυρα, το οποίο… μετακίνησε λίγο νοτιότερα και εκεί, στους Παξούς, στέγασε τον έρωτά του με τη νύμφη.

Αγκίστρι: Στα αρχαία χρόνια το νησί λεγόταν Κεκρυφάλεια, που σήμαινε κορυφή υφάλου, γιατί πρόκειται για ένα μικρό νησάκι σαν εξοχή υφάλου. Σήμερα ονομάζεται Αγκίστρι γιατί είναι αγκιστρωμένο στην Αίγινα.

Πόρος: Ο Πόρος είναι στην ουσία δύο νησιά. Το ένα λεγόταν Σφαιρία από τον Σφαίρο, ηνίοχο του άρματος του Πέλοπα (ο οποίος σημειωτέον υπήρξε ονοματοδότης της Πελοπονήσου) ο οποίος Σφαίρος πέθανε και τάφηκε στο ένα νησί. Το άλλο νησί ήταν η Καλαυρία και ονομάστηκε έτσι επειδή είχε καλή αύρα. Τα δύο αυτά νησάκια γίνανε ένα και ονομάστηκαν Πόρος γιατί εκεί υπάρχει ένας μικρός πόρος, ένα πέρασμα δηλαδή που χωρίζει το νησί από τον Γαλατά.


Φολέγανδρος: Αρχικά ονομαζόταν «Πολύκανδρος» γιατί είχε πολύ μεγάλο πληθυσμό. Ο πρώτος οικιστής της ήταν ο Φολέγανδρος, γιος του Μίνωα, ο οποίος έφερε στο νησί μεγάλο πληθυσμό Κρητών, χαρίζοντας παράλληλα το όνομά του σε αυτό.

Σέριφος: Το όνομα προκύπτει από τη ρίζα «σερ», η οποία μας έχει δώσει το σέριφον, θαλάσσιο φυτό και διάφορα άλλα ονόματα βοτάνων. Σε συνδυασμό με το άφθονο χρυσάφι που είχε στην αρχαιότητα, σήμαινε ότι αυτά τα βότανα ήταν ισχυρά και ιαματικά. Επομένως, το όνομα Σέριφος, δηλώνει την πλούσια σε ιαματική χλωρίδα νήσο, με πλούσιο υπέδαφος.

Αίγινα: Το κοντινό στην Αττική νησί, οφείλει την ονομασία του στην ελληνική μυθολογία και στην κόρη του Θεού Ασωπού Αίγινα, την οποία ερωτεύτηκε ο Δίας και την… ξεμονάχιασε στο νησί Οινώνη, το οποίο και μετονομάστηκε σε Αίγινα.

Αλόννησος: Το όνομά της προκύπτει από την αρχαία ελληνική λέξη « αλς» (=θάλασσα) συν τη λέξη νησί. Πρόκειται δηλαδή για ένα νησί καταμεσής της θάλασσας. Το αρχαίο της όνομα ήταν Ίκος, ενώ το σύγχρονο της το πήρε επί Όθωνα, το 1838.

Άνδρος: Από τον ήρωα Άνδρο ή Ανδρέα, ο οποίος ήταν περίφημος μάντης, τόσο σπουδαίος που του χάρισε το νησί ο Ραδάμανθης, αδελφός του Μίνωα. Ο Ραδαμάνθης θεωρείτο ο πιο δίκαιος άνθρωπος του κόσμου και όταν πέθανε συνέχισε να είναι δίκαιος γι’ αυτό και έγινε ο κριτής του Κάτω Κόσμου. Αυτός έκρινε ότι ο περιφημότερος μάντης της εποχής ήταν ο Άνδρος και έτσι αποφάσισε να του χαρίσει ένα ολόκληρο νησί.

Αστυπάλαια: Ονομάστηκε έτσι γιατί υπήρξε ένα από τα παλαιότερα άστεα, δηλαδή πόλεις του Αιγαίου. Είναι το νησί που ενώνει τα Δωδεκάνησα με τις Κυκλάδες και βρισκόταν σε κομβικό σημείο για τους ναύτες. Γι’ αυτόν τον λόγο ιδρύθηκε στο νησί μια ολόκληρη πόλη, η οποία μάλιστα ήταν από τους πρώτους ναύσταθμους στο Αιγαίο. Μια άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι το νησί πήρε το όνομα του από την κόρη του Φοίνικα και της Περιμήδης, η οποία υπήρξε αδελφή της Ευρώπης.

Αμοργός: Το όνομά του ατμοσφαιρικού αυτού νησιού προκύπτει από την αμόργη, ένα φυτό από το οποίο οι αρχαίοι έφτιαχναν ένα εξαιρετικό λινάρι, ένα διάφανο λινό ύφασμα. Εξ ου και στην αρχαιότητα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή τα αμοργινά ιμάτια, από τα οποία έφτιαχναν τους καλύτερους χιτώνες.

Εύβοια: Η χώρα με τα καλά βόδια, από τις πολλές αγέλες βοδιών που είχε εκεί. Ως γνωστόν τα βόδια καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες φαγητού και δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν σε μικρό νησάκι. Μάλιστα στα νομίσματα της Εύβοιας στην αρχαιότητα, σύμβολο ήταν η αγελάδα.

Ζάκυνθος: Από τον Ζάκυνθο ο οποίος ήταν γιος του πρίγκιπα Τρώα, γενάρχη των Τρώων. Όταν τέλειωσε η τρωική εκστρατεία, ο Ζάκυνθος με τον λαό του έφυγε από την Τροία και κατοίκησαν σε ένα νησί που πήρε το όνομά του.
Κύθηρα: Το όνομά τους σημαίνει «τα κρυφά» γιατί σε αυτά γεννήθηκε εν κρυπτώ η Αφροδίτη (κεύθω =κρύβω, επομένως Κύθηρα = τα καλά κρυμμένα). Ο μύθος λέει ότι η θεά γεννήθηκε στα κύματα κοντά στην Κύπρο, όμως την έβαλαν σε ένα κοχύλι για να κρατηθεί μυστική η γέννα της και την «έκρυψαν» σε ένα άλλο νησί μέχρι να μεγαλώσει. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι τα Κύθηρα στην αρχαιότητα ήταν ο… top προορισμός για γαμήλια ταξίδια, ένα νησί βαθιά… αφροδισιακό ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο.

Λήμνος: Για το όνομά της υπάρχουν δύο ερμηνείες. Η μία ότι προκύπτει από το ρήμα λείβω που σημαίνει «πλήρης υδάτων», αυτός δηλαδή που έχει πολλά ύδατα (λίμνη, λημνιώνας σήμερα) και η άλλη από το λήιον πεδίον, δηλαδή την πολύ πλούσια πεδιάδα, φράση που πραγματικά αντικατοπτρίζει τη Λήμνο, η οποία ήταν και είναι ο σιτοβολώνας του Αιγαίου. Σήμερα η λέξη «λήιον» έχει αφήσει τα… απομεινάρια της στην λέξη «ληστής», αυτός δηλαδή που πάει να κλέψει κάποιον που έχει λήη, πλούτο.

Μήλος: Πήρε το όνομά της από τον ήρωα Μήλο, ο οποίος κατοίκησε πρώτος το νησί. Ο Μήλος κάποτε πήγε στην Κύπρο, όπου γνώρισε τον Άδωνι και οι δυο νέοι έγιναν φίλοι με παροιμιώδη φιλία. Όταν πέθανε ο Άδωνις, ο Μήλος αυτοκτόνησε κάτω από ένα δέντρο το οποίο έκτοτε ονομάστηκε μηλιά. Αυτός ο Μήλος ήταν και ο πρώτος διδάξας της κουράς των προβάτων, ο πρώτος κτηνοτρόφος θα λέγαμε σήμερα, γι’αυτό και στα ομηρικά έπη «μήλος» σημαίνει πρόβατο.


Νάξος: Στα αρχαία χρόνια το νησί λεγόταν Δία, γιατί είναι η μεγαλύτερη των Κυκλάδων και ως τέτοια πήρε το όνομα του μεγαλύτερου των Θεών. Όταν την αποίκησε ο ήρωας Νάξος, Γιος του Ενδημίωνα του εραστή της Σελήνης, ονομάστηκε από τον ήρωα με το σημερινό της όνομα.

Πάρος: Το όνομα του νησιού σημαίνει «παραλία». Πάρος, λοιπόν, ένα νησί με ωραίες παραλίες. Αμφιβάλλει κανείς;

Σκιάθος: Το όνομά της προκύπτει από την σκιά επειδή είναι πολύ σκιερή νήσος με πολλά δέντρα. Μία άλλη ερμηνεία αναφέρει ότι το όνομα προκύπτει από τη σκιά του Άθου, η οποία «πέφτει» πάνω στο νησί.

Ικαρία: Πήρε το όνομά της από τον Ίκαρο, ο οποίος προσπαθώντας να πετάξει με κέρινα φτερά, έπεσε στη θάλασσα και τα κύματα ξέβρασαν το σώμα του στο νησί.

Κρήτη: Το όνομά της σημαίνει κραταιή, αυτή που είναι κράτος. Κραταιή σημαίνει ισχυρή, δυνατή. Η Κρήτη υπήρξε η μεγαλύτερη θαλασσοκράτειρα του κόσμου και οι πρώτοι της φύλακες ήταν οι Κουρήτες από τους οποίους πήραν το όνομά τους οι Κρήτες.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3408

Λαϊκότητα και Λαϊκισμός : διασάφηση όρων

Λαϊκός: είναι όποιος ανήκει στο λαό ή προέρχεται ή πηγάζει απ’ αυτόν. Πρόκειται για την πηγαία, αυθόρμητη, λαϊκή έκφραση και δικαίωση του λαού.
Λαϊκότητα:συνιστά το γνήσιο λαϊκό στοιχείο με χαρακτηριστικά την απλότητα και τη λιτότητα, που αποσκοπεί στην αναβάθμιση του λαού και τη συμμετοχή του στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι.
Λαϊκισμός:Κίνημα που εκθειάζει το λαό και ό,τι απορρέει απ’ αυτόν. Συνδέεται με οποιαδήποτε μορφή δημαγωγίας και κολακείας των αδυναμιών και ελαττωμάτων του λαού. Φαινομενικά υπηρετεί τα λαϊκά συμφέροντα, όμως στην πραγματικότητα εξαπατά και χειραγωγεί τα λαϊκά στρώματα αποσκοπώντας στην εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπιμοτήτων.
Λαϊκιστής:πρόσωπο (συνήθως του δημόσιου βίου) που κολακεύει το λαό, υιοθετεί ευχάριστες και όχι ωφέλιμες απόψεις για το λαό, αποβλέποντας στην εύνοιά του και την υποστήριξή του.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3373

Η Σοφία και Μουσικότητα της Ελληνικής Γλώσσας

Η Ελληνική φυλή γεννήθηκε ευνοημένη με μία γλώσσα εύηχη, γεμάτη μουσικότητα

Οράτιος 

Η Αγγλική γλώσσα έχει 490.000 λέξεις από τις οποίες 41.615 λέξεις… είναι από την Ελληνική γλώσσα (Bιβλίο Γκίνες).

Η Ελληνική με την μαθηματική δομή της είναι η γλώσσα της πληροφορικής και της νέας γενιάς των εξελιγμένων υπολογιστών, διότι μόνο σ’ αυτήν δεν υπάρχουν όρια.
(Μπιλ Γκέιτς, Microsoft)

Η Ελληνική και η Κινέζικη… είναι οι μόνες γλώσσες με συνεχή ζώσα παρουσία από τους ίδιους λαούς και…..στον ίδιο χώρο εδώ και 4.000 έτη. Όλες οι γλώσσες θεωρούνται κρυφοελληνικές, με πλούσια δάνεια από την μητέρα των γλωσσών, την Ελληνική.
(Francisco Adrados, γλωσσολόγος).

Η Ελληνική γλώσσα έχει λέξεις για έννοιες οι οποίες παραμένουν χωρίς απόδοση στις υπόλοιπες γλώσσες, όπως άμιλλα, θαλπωρή και φιλότιμο Μόνον η Ελληνική γλώσσα ξεχωρίζει τη ζωή από τον βίο, την αγάπη από τον έρωτα. Μόνον αυτή διαχωρίζει, διατηρώντας το ίδιο ριζικό θέμα, το ατύχημα από το δυστύχημα, το συμφέρον από το ενδιαφέρον.

Το εκπληκτικό είναι ότι η ίδια η Ελληνική γλώσσα μας διδάσκει συνεχώς πως να γράφουμε σωστά. Μέσω της ετυμολογίας, μπορούμε να καταλάβουμε ποιός είναι ο σωστός τρόπος γραφής ακόμα και λέξεων που ποτέ δεν έχουμε δει ή γράψει.

Το «πειρούνι» για παράδειγμα, για κάποιον που έχει βασικές γνώσεις Αρχαίων Ελληνικών, είναι προφανές ότι γράφεται με «ει» και όχι με «ι» όπως πολύ άστοχα το γράφουμε σήμερα. Ο λόγος είναι πολύ απλός, το «πειρούνι» προέρχεται από το ρήμα «πείρω» που σημαίνει τρυπώ-διαπερνώ, ακριβώς επειδή τρυπάμε με αυτό το φαγητό για να το πιάσουμε.

Επίσης η λέξη «συγκεκριμένος» φυσικά και δεν μπορεί να γραφτεί «συγκεκρυμμένος», καθώς προέρχεται από το «κριμένος» (αυτός που έχει δηλαδή κριθεί) και όχι βέβαια από το «κρυμμένος» (αυτός που έχει κρυφτεί). Άρα το να υπάρχουν πολλά γράμματα για τον ίδιο ήχο (π.χ. η, ι, υ, ει, οι κτλ) όχι μόνο δεν θα έπρεπε να μας δυσκολεύει, αλλά αντιθέτως να μας βοηθάει στο να γράφουμε πιο σωστά, εφόσον βέβαια έχουμε μια βασική κατανόηση της γλώσσας μας.

Επιπλέον η ορθογραφία με την σειρά της μας βοηθάει αντίστροφα στην ετυμολογία αλλά και στην ανίχνευση της ιστορική πορείας της κάθε μίας λέξης. Και αυτό που μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την καθημερινή μας νεοελληνική γλώσσα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι η γνώση των Αρχαίων Ελληνικών.

Είναι πραγματικά συγκλονιστικό συναίσθημα να μιλάς και ταυτόχρονα να συνειδητοποιείς τι ακριβώς λές, ενώ μιλάς και εκστομίζεις την κάθε λέξη ταυτόχρονα να σκέφτεσαι την σημασία της.

Είναι πραγματικά μεγάλο κρίμα να διδάσκονται τα Αρχαία με τέτοιον φρικτό τρόπο στο σχολείο ώστε να σε κάνουν να αντιπαθείς κάτι το τόσο όμορφο και συναρπαστικό.

Η ΣΟΦΙΑ

Στην γλώσσα έχουμε το σημαίνον (την λέξη) και το σημαινόμενο (την έννοια). Στην Ελληνική γλώσσα αυτά τα δύο έχουν πρωτογενή σχέση, καθώς αντίθετα με τις άλλες γλώσσες το σημαίνον δεν είναι μια τυχαία σειρά από γράμματα. Σε μια συνηθισμένη γλώσσα όπως τα Αγγλικά μπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι να λέμε το σύννεφο car και το αυτοκίνητο cloud, και από την στιγμή που το συμφωνήσουμε και εμπρός να είναι έτσι. Στα Ελληνικά κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Γι’ αυτόν τον λόγο πολλοί διαχωρίζουν τα Ελληνικά σαν «εννοιολογική» γλώσσα από τις υπόλοιπες «σημειολογικές» γλώσσες.

Μάλιστα ο μεγάλος φιλόσοφος και μαθηματικός Βένερ Χάιζενμπεργκ είχε παρατηρήσει αυτή την σημαντική ιδιότητα για την οποία είχε πει «Η θητεία μου στην αρχαία Ελληνική γλώσσα υπήρξε η σπουδαιότερη πνευματική μου άσκηση. Στην γλώσσα αυτή υπάρχει η πληρέστερη αντιστοιχία ανάμεσα στην λέξη και στο εννοιολογικό της περιεχόμενο».

Όπως μας έλεγε και ο Αντισθένης, «Αρχή σοφίας, η των ονομάτων επίσκεψις». Για παράδειγμα ο «άρχων» είναι αυτός που έχει δική του γη (άρα=γή +έχων). Και πραγματικά, ακόμα και στις μέρες μας είναι πολύ σημαντικό να έχει κανείς δική του γη / δικό του σπίτι.

Ο «βοηθός» σημαίνει αυτός που στο κάλεσμα τρέχει. Βοή=φωνή + θέω=τρέχω. Ο Αστήρ είναι το αστέρι, αλλά η ίδια η λέξη μας λέει ότι κινείται, δεν μένει ακίνητο στον ουρανό (α + στήρ από το ίστημι που σημαίνει στέκομαι).

Αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον, είναι ότι πολλές φορές η λέξη περιγράφει ιδιότητες της έννοιας την οποίαν εκφράζει, αλλά με τέτοιο τρόπο που εντυπωσιάζει και δίνει τροφή για την σκέψη.

Για παράδειγμα ο «φθόνος» ετυμολογείται από το ρήμα «φθίνω» που σημαίνει μειώνομαι. Και πραγματικά ο φθόνος σαν συναίσθημα, σιγά-σιγά μας φθίνει και μας καταστρέφει. Μας «φθίνει» – ελαττώνει σαν ανθρώπους – και μας φθίνει μέχρι και τη υγεία μας. Και φυσικά όταν θέλουμε κάτι που είναι τόσο πολύ ώστε να μην τελειώνει πως το λέμε; Μα φυσικά «άφθονο».

Έχουμε την λέξη «ωραίος» που προέρχεται από την «ώρα». Διότι για να είναι κάτι ωραίο, πρέπει να έρθει και στην ώρα του. Ωραίο δεν είναι ένα φρούτο ούτε άγουρο ούτε σαπισμένο, και ωραία γυναίκα δεν είναι κάποια ούτε στα 70 της άλλα ούτε φυσικά και στα 10 της. Ούτε το καλύτερο φαγητό είναι ωραίο όταν είμαστε χορτάτοι, επειδή δεν μπορούμε να το απολαύσουμε.

Ακόμα έχουμε την λέξη «ελευθερία» για την οποία το «Ετυμολογικόν Μέγα» διατείνεται «παρά το ελεύθειν όπου ερά» = το να πηγαίνει κανείς όπου αγαπά . Άρα βάσει της ίδιας της λέξης, ελεύθερος είσαι όταν έχεις την δυνατότητα να πάς όπου αγαπάς. Πόσο ενδιαφέρουσα ερμηνεία…

Το άγαλμα ετυμολογείται από το αγάλλομαι (ευχαριστιέμαι) επειδή όταν βλέπουμε ένα όμορφο αρχαιοελληνικό άγαλμα η ψυχή μας αγάλλεται. Και από το θέαμα αυτό επέρχεται η αγαλλίαση. Αν κάνουμε όμως την ανάλυση της λέξης αυτής θα δούμε ότι είναι σύνθετη από αγάλλομαι + ίαση(=γιατρειά). Άρα για να συνοψίσουμε, όταν βλέπουμε ένα όμορφο άγαλμα (ή οτιδήποτε όμορφο), η ψυχή μας αγάλλεται και ιατρευόμαστε. Και πραγματικά, γνωρίζουμε όλοι ότι η ψυχική μας κατάσταση συνδέεται άμεσα με την σωματική μας υγεία.

Παρένθεση: και μια και το έφερε η «κουβέντα», η Ελληνική γλώσσα μας λέει και τι είναι άσχημο. Από το στερητικό «α» και την λέξη σχήμα μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε τι. Για σκεφτείτε το λίγο…

Σε αυτό το σημείο, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε στην αντίστοιχη Λατινική λέξη για το άγαλμα (που άλλο από Λατινική δεν είναι). Οι Λατίνοι ονόμασαν το άγαλμα, statua από το Ελληνικό «ίστημι» που ήδη αναφέραμε σαν λέξη, και το ονόμασαν έτσι επειδή στέκει ακίνητο. Προσέξτε την τεράστια διαφορά σε φιλοσοφία μεταξύ των δύο γλωσσών, αυτό που σημαίνει στα Ελληνικά κάτι τόσο βαθύ εννοιολογικά, για τους Λατίνους είναι απλά ένα ακίνητο πράγμα.

Είναι προφανής η σχέση που έχει η γλώσσα με την σκέψη του ανθρώπου. Όπως λέει και ο George Orwell στο αθάνατο έργο του «1984», απλή γλώσσα σημαίνει και απλή σκέψη. Εκεί το καθεστώς προσπαθούσε να περιορίσει την γλώσσα για να περιορίσει την σκέψη των ανθρώπων, καταργώντας συνεχώς λέξεις.

«Η γλώσσα και οι κανόνες αυτής αναπτύσσουν την κρίση», έγραφε ο Μιχάι Εμινέσκου, εθνικός ποιητής των Ρουμάνων.

Μια πολύπλοκη γλώσσα αποτελεί μαρτυρία ενός προηγμένου πνευματικά πολιτισμού. Το να μιλάς σωστά σημαίνει να σκέφτεσαι σωστά, να γεννάς διαρκώς λόγο και όχι να παπαγαλίζεις λέξεις και φράσεις.

Η ΜΟΥΣΙΚΟΤΗΤΑ

Η Ελληνική φωνή κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν «αυδή». Η λέξη αυτή δεν είναι τυχαία, προέρχεται από το ρήμα «άδω» που σημαίνει τραγουδώ.

Όπως γράφει και ο μεγάλος ποιητής και ακαδημαϊκός Νικηφόρος Βρεττάκος:

«Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φώς θα ελιχθώ προς τα πάνω, όπως ένα ποταμάκι που μουρμουρίζει. Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα στους γαλάζιους διαδρόμους συναντήσω αγγέλους, θα τους μιλήσω Ελληνικά, επειδή δεν ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε Μεταξύ τους με μουσική».

Ο γνωστός Γάλλος συγγραφεύς Ζακ Λακαρριέρ επίσης μας περιγράφει την κάτωθι εμπειρία από το ταξίδι του στην Ελλάδα: «Άκουγα αυτούς τους ανθρώπους να συζητούν σε μια γλώσσα που ήταν για μένα αρμονική αλλά και ακατάληπτα μουσική. Αυτό το ταξίδι προς την πατρίδα – μητέρα των εννοιών μας – μου απεκάλυπτε έναν άγνωστο πρόγονο, που μιλούσε μια γλώσσα τόσο μακρινή στο παρελθόν, μα οικεία και μόνο από τους ήχους της. Αισθάνθηκα να τα έχω χαμένα, όπως αν μου είχαν πει ένα βράδυ ότι ο αληθινός μου πατέρας ή η αληθινή μου μάνα δεν ήσαν αυτοί που με είχαν αναστήσει».

Ο διάσημος Έλληνας και διεθνούς φήμης μουσικός Ιάνης Ξενάκης, είχε πολλές φορές τονίσει ότι η μουσικότητα της Ελληνικής είναι εφάμιλλη της συμπαντικής.

Αλλά και ο Γίββων μίλησε για μουσικότατη και γονιμότατη γλώσσα, που δίνει κορμί στις φιλοσοφικές αφαιρέσεις και ψυχή στα αντικείμενα των αισθήσεων. Ας μην ξεχνάμε ότι οι Αρχαίοι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν ξεχωριστά σύμβολα για νότες, χρησιμοποιούσαν τα ίδια τα γράμματα του αλφαβήτου.

«Οι τόνοι της Ελληνικής γλώσσας είναι μουσικά σημεία που μαζί με τους κανόνες προφυλάττουν από την παραφωνία μια γλώσσα κατ’ εξοχήν μουσική, όπως κάνει η αντίστιξη που διδάσκεται στα ωδεία, ή οι διέσεις και υφέσεις που διορθώνουν τις κακόηχες συγχορδίες», όπως σημειώνει η φιλόλογος και συγγραφεύς Α. Τζιροπούλου-Ευσταθίου.

Είναι γνωστό εξάλλου πως όταν οι Ρωμαίοι πολίτες πρωτάκουσαν στην Ρώμη Έλληνες ρήτορες, συνέρρεαν να αποθαυμάσουν, ακόμη και όσοι δεν γνώριζαν Ελληνικά, τους ανθρώπους που «ελάλουν ώς αηδόνες».

Δυστυχώς κάπου στην πορεία της Ελληνικής φυλής, η μουσικότητα αυτή (την οποία οι Ιταλοί κατάφεραν και κράτησαν) χάθηκε, προφανώς στα μαύρα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Να τονίσουμε εδώ ότι οι άνθρωποι της επαρχίας του οποίους συχνά κοροϊδεύουμε για την προφορά τους, είναι πιο κοντά στην Αρχαιοελληνική προφορά από ότι εμείς οι άνθρωποι της πόλεως.

Η Ελληνική γλώσσα επεβλήθη αβίαστα (στους Λατίνους) και χάρη στην μουσικότητά της.

Όπως γράφει και ο Ρωμαίος Οράτιος «Η Ελληνική φυλή γεννήθηκε ευνοημένη με μία γλώσσα εύηχη, γεμάτη μουσικότητα».

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3211

Τα αρχαία στο Γυμνάσιο

Εχουμε την πεποίθηση ότι ελάχιστοι συνέλληνες υπάρχουν ακόμη σήμερα που πιστεύουν ότι είναι δυνατό να κατακτηθεί η νεοελληνική μας γλώσσα από τις νέες γενιές της πατρίδας μας και να καρπίσει χωρίς την παράλληλη διδασκαλία στοιχείων της αρχαίας ελληνικής, κατά κύριο λόγο της αττικής διαλέκτου, στο Γυμνάσιο. Γιατί, όπως έχει συχνά τονιστεί, αν περιχαρακωθεί η Νεοελληνική στη συγχρονική της διάσταση μόνο και αποξενωθεί από την αρχαία μητέρα και τροφό της – και γενικότερα από τη λόγια γλωσσική μας παράδοση -, είναι αναπότρεπτο να ατονήσει και βαθμηδόν να συρρικνωθεί σε εκδοχή αποστεωμένη και μονολιθική. Αφού θα έχει αποκοπεί από τον γραμματικοσυντακτικό μηχανισμό παραγωγής και σύνθεσης και από τις ετυμολογικές ρίζες, δηλαδή από τις ζείδωρες πηγές της, θα διδάσκεται αναποφεύκτως στατικά και ρηχά. Αυτό θα εξυπηρετεί βεβαίως τους χρήστες της ώστε να επικοινωνούν μεταξύ τους πληροφοριακά στον καθημερινό βίο, όχι όμως να αποδύονται σε επίτευξη σοβαρής γλωσσικής δημιουργίας, διότι δεν θα μπορούν να αντλούν υλικό από όλα τα κοιτάσματά της, να επωφελούνται από τις δυνατότητες και τον πλούτο της και έτσι να επιτυγχάνουν παραγωγή λόγου απαιτητικότερου και ποιοτικά ανώτερου.
Γράφαμε σε προηγούμενο άρθρο μας στο «Βήμα της Κυριακής» (23.6.2013), υπογραμμίζοντας το χρέος που έχουμε όλοι μας απέναντι στη γλώσσα μας, ότι από τα περίπου 200 ανώμαλα ρήματα της αττικής διαλέκτου όλα σχεδόν χρησιμοποιούνται συνθετικά ή παραγωγικά στη Νεοελληνική και μάλιστα ευρύτατα και συχνότατα. Ετσι, λ.χ., τα νεοελληνικά ρήματα «σέρνω», «πέφτω» και «στέκομαι» πολύ λίγο βοηθούν στη σύνθεση αν δεν προσφύγει κάποιος στα αντίστοιχά τους αρχαιοελληνικά ρήματα «σύρω», «πίπτω» και «ίσταμαι» (πβ. «απο-σύρω», «εκ-πίπτω», «προ-ΐσταμαι» κ.λπ.). Ούτε μπορούμε να διακρίνουμε την έννοια της λέξης λ.χ. «έξαρση» από την έννοια της λέξης «εξαίρεση» αν αγνοούμε την ετυμολογία τους: «εξ-αίρω», «εξ-αιρώ». Με τη γνώση μόνο των νεοελληνικών λέξεων λ.χ. «μάτι», «σιτάρι» και «σπίτι» δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε τη σημασία των επίσης νεοελληνικών λέξεων, λ.χ.: «οφθαλμίατρος», «σιτοβολώνας» και «οικότροφος», αν δεν γνωρίζουμε τις αντίστοιχες αρχαιοελληνικές λέξεις «οφθαλμός», «σίτος» και «οίκος». Εάν δεν κατέχουμε την έννοια των αρχαιοελληνικών επιρρημάτων «ευ» και «λάθρα», είναι αδύνατο να καταλάβουμε λέξεις όπως «ευάριθμος», «λαθραναγνώστης» κ.λπ.
Είναι ευνόητο επίσης ότι χωρίς να έλθουμε σε επαφή με την αρχαία ελληνική, που θα μας εξοικειώσει με τις παραγωγικές ρίζες της γλώσσας μας και θα μας καταστήσει ικανούς να συνάγουμε τη σημασία των λέξεων από την ετυμολογία τους (λ.χ., ανήκουστος < α στερ.+ακούω, ανήκεστος < α στερ.+ακέομαι=γιατρεύω), θα αντιμετωπίζουμε ολοένα και μεγαλύτερες δυσχέρειες στην κατανόηση κειμένων, ειδικότερα από τη λόγια γραμματεία μας (Παπαδιαμάντης, Βιζυηνός, Κάλβος, εκκλησιαστικά κείμενα κ.λπ.), με αποτέλεσμα αναρίθμητα έργα της γραπτής μας παράδοσης να καταστούν σχεδόν απροσπέλαστα στους νέους μας. Εχουμε όμως το δικαίωμα να τους αποξενώσουμε από έναν τόσο μεγάλο και πολύτιμο πνευματικό θησαυρό του Εθνους και του λαού μας; Εξάλλου χωρίς αυτή τη γνώση η Νεοελληνική θα αντιμετωπίζει ανυπέρβλητες δυσκολίες στο να πλάθει νέες λέξεις που απαιτεί αδιάλειπτα η ζωή και, το χειρότερο, θα γίνεται ολοένα και πιο ευένδοτη στην αφόρητη πίεση των ξένων γλωσσών, ειδικότερα της Αγγλικής, και αναπότρεπτα θα αφελληνίζεται, γιατί οι χρήστες της δεν θα έχουν τη δυνατότητα να επινοούν τα ελληνολεκτικά ισοδύναμα των ξένων όρων, αφού θα είναι αποκομμένοι από τις αστείρευτες πηγές της μητέρας-γλώσσας.
Το ότι λοιπόν η διδασκαλία της αρχαίας Ελληνικής στο Γυμνάσιο – που πρέπει να γίνεται παράλληλα και συμπληρωματικά με τη συστηματική διδασκαλία της Νεοελληνικής – κρίνεται απαραίτητη είναι νομίζουμε κάτι το αναμφισβήτητο. Εκεί όμως όπου υπάρχει όντως πρόβλημα είναι στα μέσα και στον τρόπο διδασκαλίας· στα Αναγνωσματάρια, δηλαδή, που πρέπει να εισαχθούν, καθώς και στη μέθοδο διδασκαλίας. Δυστυχώς και στους δύο αυτούς τομείς δεν έχουμε σημειώσει έως τώρα επιτυχίες. Γιατί και τα εγχειρίδια που είναι σήμερα σε χρήση, αλλά και τα προηγούμενα – στη συγγραφή των οποίων είχαμε κι εμείς συμμετάσχει -, καθώς και τα παλαιότερα, είναι, κατά την ταπεινή μας γνώμη, ακατάλληλα γι’ αυτόν τον σκοπό· θα λέγαμε μάλιστα ότι, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, σε αυτά οφείλεται η αποτυχία του μαθήματος και ιδιαίτερα η απέχθεια ενός αριθμού μαθητών προς αυτό. Τα ίδια πρέπει να πούμε και για τις μεθόδους διδασκαλίας τις οποίες εφαρμόζουμε στη συγκεκριμένη περίπτωση, που είναι αναχρονιστικές και απρόσφορες. Αλλά για όλα αυτά ευελπιστούμε ότι θα μας δοθεί η ευκαιρία να μιλήσουμε εκτενέστερα σε κάποιο επόμενο άρθρο μας.

Ο κ. Γεράσιμος Α. Μαρκαντωνάτος είναι διδάκτωρ Κλασικής Φιλολογίας – συγγραφέας.

Πηγή : http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=590044

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2814

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση