Ο κινηματογράφος στην Ελλάδα / Μαθαίνουμε για την ιστορία του

elinikos kinimatografos

movie2

Η κινούμενη εικόνα είναι με διαφορά ένα από τα πιο δημοφιλή μέσα ψυχαγωγίας της εποχής μας. Κάθε ταινία, από τη μικρότερη ανεξάρτητη παραγωγή, μέχρι και το μεγαλύτερο block buster, είναι ένα μικρό θαύμα συνεργασίας δεκάδων ή και εκατοντάδων ανθρώπων και συνδυασμός πολλών διαφορετικών τεχνών.

Κινηματογράφος-ορισμός

Ο κινηματογράφος ή αλλιώς σινεμά αποτελεί σήμερα την αποκαλούμενη και έβδομη τέχνη, δίπλα στη γλυπτική, τη ζωγραφική, το χορό, την αρχιτεκτονική, τη μουσική και τη λογοτεχνία. Αρχικά εμφανίστηκε περισσότερο ως μια νέα τεχνική καταγραφής της κίνησης και οπτικοποίησής της, όπως δηλώνει και ο ίδιος ο όρος (κινηματογράφος = κίνηση + γραφή).

Ο κινηματογράφος μας δίνει αξιομνημόνευτες στιγμές, μας φέρνει σε επαφή με νέες ιδέες και μας προσκαλεί να ταυτιστούμε με τους χαρακτήρες του. Όλοι μας μπορούμε, χωρίς πολλή προσπάθεια, να απαριθμήσουμε μια λίστα από ταινίες που μας ενέπνευσαν, που άλλαξαν τον τρόπο που σκεφτόμαστε και που μας έκαναν να θέλουμε να ζήσουμε μέσα στους κόσμους τους. Σε αυτό το άρθρο θα ανακαλύψουμε την ιστορία του πώς ο κινηματογράφος έφτασε ως εδώ. Θα γνωρίσουμε τις προσωπικότητες που έθεσαν τις βάσεις για την ανάπτυξη μιας νέας μορφής τέχνης, θα παρακολουθήσουμε τη γέννηση νέων τεχνικών και ρευμάτων και θα αναζητήσουμε τη μαγεία που συμβαίνει, όχι στο πανί, αλλά πίσω από τις κάμερες.

images 2 1     images 3 1

wikipedia

Παρίσι, 28 Δεκεμβρίου 1895!  O κινηματογράφος γεννιέται!

Την άνοιξη του 1897 έχουν και οι Αθηναίοι την ευκαιρία να παρακολουθήσουν τις πρώτες κινηματογραφικές απόπειρες, δηλ. ολιγόλεπτες προβολές κινούμενων εικόνων. Οι ταινίες αυτές  προκαλούν ζωηρές αντιδράσεις. Μερικοί λιποθυμούν, πολλοί το βάζουν στα πόδια κι άλλοι λιθοβολούν την  οθόνη. Ο κινηματογράφος γίνεται το μόνιμο θέμα συζητήσεων για πολύ καιρό.

Πριν μάθουμε την ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου ας ασχοληθούμε ακόμη με την άνθηση του κινηματογράφου στην περίοδο της Belle Epoque και θα δούμε πως από την περίοδο του πιονιέρου κινηματογραφιστή φτάνουμε στην εποχή των μεγάλων κινηματογραφικών στούντιο.

Design D 300x57 1

Η  ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου

ellhnikos kinhmatografos

 

Παλιός ελληνικός κινηματογράφος. Αγαπημένες ταινίες σε ασπρόμαυρο και (λιγότερο) έγχρωμο φιλμ, που εξακολουθούν να συγκινούν μικρούς και μεγάλους, περνώντας σαν σκυτάλη από γενιά σε γενιά…

Πόσοι από τους μεγαλύτερους σε ηλικία δεν αναπολούμε τα βράδια του Σαββάτου, όταν μετά τις βραδυνές ειδήσεις δεν καθόμασταν οικογενειακά να δούμε την ελληνική ταινία, σχεδόν σαν ιεροτελεστία;

Πόσες φορές έκτοτε δεν έχουμε δει και ξαναδεί τις ίδιες ταινίες, τους ίδιους πρωταγωνιστές, πόσες φορές δεν ψιθυρίσαμε μαζί τις ατάκες τους, δεν γελάσαμε με την ψυχή μας στο ίδιο καρέ, στο ίδιο ευτράπελο μιας κωμωδίας, ή δεν νοιώσαμε την ίδια αγωνία σε μια δραματική ταινία, σα να ήταν η πρώτη φορά;

Ο ελληνικός κινηματογράφος γαλούχησε αρκετές γενιές Ελλήνων, παίζοντας σημαντικό ρόλο στην παιδεία τους και εξακολουθεί να προσφέρει στον πολιτισμό και γενικότερα στην ιστορική διαδρομή της χώρας μας.

 

Design D 300x57 1

Γενικά στοιχεία 

Η Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου ξεκίνησε στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, με μικρό αριθμό ταινιών μέχρι το 1940 (35 κατά προσέγγιση). Στο ξεκίνημά του, ο ελληνικός κινηματογράφος ήταν «παρακατιανός» ως τέχνη, για τους μεγάλους Έλληνες ηθοποιούς. Η άνθηση του άρχισε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με 4-7 ταινίες το χρόνο μέχρι το 1950 και σταδιακά η παράγωγη αυξήθηκε μέχρι τις 60 ταινίες το 1960. Η χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου ήταν από το 1960 μέχρι το 1973 φτάνοντας μέχρι τις 97 ταινίες το χρόνο (με μέσο ορό 80 ταινίες το χρόνο). Από το 1974 μέχρι σήμερα η παράγωγη κυμαίνεται σε πολύ μικρότερο επίπεδο από 10 ταινίες μέχρι 40 ταινίες το χρόνο.
Παρά την άνθηση που γνώρισε όμως, από τη δεκαετία του ’30 που έκανε τα πρώτα του δειλά βήματα, έως τις αρχές του ’50 που άρχισε η πρωτοφανής 20ετία της ακμής του και διήρκεσε 20 χρόνια μέχρι την εμφάνιση της τηλεόρασης, ελάχιστοι από τους μεγάλους ηθοποιούς της εποχής τολμούσαν να αφήσουν το θεατρικό σανίδι για να παίξουν στον κινηματογράφο. Ειδικά στο Εθνικό Θέατρο κάτι τέτοιο απαγορευόταν “διά ροπάλου” για τους μαθητές.
Ήταν μια θεώρηση που επαναλήφθηκε σε μικρότερο ασφαλώς βαθμό, όταν εμφανίστηκε η τηλεόραση. Οι σταρ και οι ντίβες της εποχής, αδιαφορούσαν  για την  7η τέχνη, μη θέλοντας να αφήσουν τις κινηματογραφικές μηχανές για τα τηλεοπτικά πλατό.
Ήταν μια δύσκολη εποχή για τον ελληνικό κινηματογράφο, η προ του Φίνου εποχή.

kpgojforbv5c63e00daca3c

Καλλιτέχνες με κύρος όπως η Μιράντα Μυράτ, η Βάσω Μανωλίδου ακόμα και η Κατίνα Παξινού, η Αντιγόνη Βαλάκου, η Άννα Συνοδινού, η Ελένη Χατζηαργύρη, ο Αιμίλιος Βεάκης, ο Αλέξης Μινωτής, ο Θύμιος Κωτσόπουλος, ο Κώστας Μουσούρης, ο Κυριάκος Μαυρέας, ο Νικόλαος Ροζάν ή ο Γιώργος Γληνός μετρούν στα δάχτυλα του ενός τους χεριού τις ταινίες στις οποίες έχουν παίξει!!!!!

Μετά τη δεκαετία του ’80 και την κυριαρχία της τηλεόρασης, των βίντεο, των ελεύθερων ιδιωτικών καναλιών, των dvd, των συνδρομητικών καναλιών και του ελεύθερου download από το ίντερνετ, ο ελληνικός κινηματογράφος σταδιακά πήρε τη θέση που έχει σήμερα.

Ας ξεκινήσουμε το ταξίδι μας στην ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου κι ας δούμε αρχικά μια περιληπτική παρουσίαση από το 2ο Γενικό Λύκειο Νίκαιας:



Λήψη αρχείου

Λίγα λόγια για το ξεκίνημα του ελληνικού κινηματογράφου

Είναι αλήθεια, ότι μέχρι το 1920, οι κινηματογραφικές αίθουσες στην Αθήνα ήταν ελάχιστες. Ο κινηματογράφος στην Ελλάδα ήταν κυρίως ένα πολιτιστικό γεγονός ανοιχτού χώρου, οι ταινίες προβάλλονταν σε πανηγύρια, τοπικές εκδηλώσεις, πλατείες χωριών και αστικών συνοικιών, ακόμη και σε καφενεία. Οι πρώτες ταινίες βάδιζαν στα χνάρια των συνταγών που έρχονταν από τις κινηματογραφικές μητροπόλεις. Η Γαλλία ενέπνευσε αλλά και ενίσχυσε με τεχνογνωσία και έμψυχο υλικό την καταγραφή του «πραγματικού», τα πρώτα ελληνικά «επίκαιρα». Ένας Γάλλος οπερατέρ, ο Λεόν είναι ο «πατέρας» της πρώτης κινηματογραφικής καταγραφής της ελληνικής πραγματικότητας το 1906, με την κινηματογράφηση πλάνων από την εμβόλιμη Ολυμπιάδα της Αθήνας. 

Η πρώτη περίοδος

Η Ελλάδα μπαίνει σχετικά νωρίς στην ιστορία του κινηματογράφου. Η πρώτη προβολή κινηματογραφικών εικόνων στην Αθήνα γίνεται στις 28 Νοεμβρίου 1896,  σε ένα μαγαζί της στοάς Κολοκοτρώνη. Με εισιτήριο ακριβό, το πρόγραμμα περιλαμβάνει διάφορα αξιοπερίεργα, όπως άλογα που έτρεχαν στα Ηλύσια Πεδία και χορούς της διάσημης χορεύτριας του αμερικανικού βαριετέ Λόιε Φούλερ.

villers

Η ιστορία διασώζει τα ονόματα των επιχειρηματιών Ψυχούλη και των αδελφών Κασσέλα, την περίοδο δηλαδή που ο κινηματογράφος δεν έχει στέγη και περιφερόταν στις πλατείες και τα καφενεία.

αααα

Από το 1903 έρχονται στην Ελλάδα τα πρώτα κινηματογραφικά μηχανήματα προβολής.

image004229

ceb5ceb9cebacf8ccebdceb12

Ο ελληνικός αλλά και ο Βαλκανικός κινηματογράφος 

manaka

Οι Μανάκια δημιουργούν ένα μοναδικής αξίας αρχείο με πάνω από 60 ταινίες. Η πρώτη σωζόμενη ταινία τους χρονολογείται από το 1905 και αντλεί το θέμα της από το χωριό καταγωγής των Μανάκια, την Αβδέλλα Γρεβενών, πρόκειται για τις «Υφάντρες», με πρωταγωνίστρια την ηλικίας…116 ετών γιαγιά τους, στην αυλή του εξοχικού σπιτιού τους.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι την εποχή αυτή ο Ευάγγελος Μαυροδημάκης, επιχειρηματίας από τη Σμύρνη, ανοίγει κινηματογράφο στη Σμύρνη  και την Αθήνα όπου προβάλλονται  πολλές ελληνικές ταινίες μικρού μήκους.

Οι πρώτες ελληνικές παραγωγές και εταιρείες παραγωγής

Το 1907 ανοίγει ο πρώτος κινηματογράφος στην Αθήνα. Οι αίθουσες προβολών αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται. 

Μετά το 1910, οι ταινίες που παράγονται στις ΗΠΑ αποτελούν τη βασική πηγή έμπνευσης για τους δημιουργούς των πρώτων ελληνικών κωμωδιών και κωμικών σειρών, οι οποίες είναι περισσότερο επηρεασμένες από το αμερικανικό σλάπστικ –την παράθεση χοντροκομμένων γκαγκς με καταδιώξεις και τουρτοπόλεμο– παρά από την ευρωπαϊκή εκδοχή του μπουρλέσκ.

Το 1911, ο Κώστας Μπαχατώρης, παρουσίασε στην οθόνη, το κωμειδύλλιο του Περισιάδη «Γκόλφω», που γνώρισε στο θέατρο μεγάλη επιτυχία.  Πρωταγωνίστρια η βεντέτα του θεάτρου της εποχής Ολυμπία Δαμάσκου. Ήταν η πρώτη μεγάλη ταινία.  Είχε μήκος δύο χιλιάδες μέτρα, διαρκούσε δηλαδή περίπου μια ώρα και δέκα λεπτά, και γυρίστηκε εξ ολοκλήρου σ’ ένα φωτογραφικό στούντιο. Η ταινία είχε πολλά ελαττώματα και λάθη, αλλά ο κόσμος την υποδέχθηκε με ενθουσιασμό, πράγμα που παρακίνησε πολλούς να μιμηθούν τον Μπαχατώρη.

 

Η πρώτη επιχείρηση παραγωγής ταινιών γίνεται το 1912 από τον κωμικό Σπυρίδωνα Δημητρακόπουλο που συστήνει την «Αθήνη φιλμ» και γυρίζει την πρώτη της ταινία ήταν ένα μικρό ντοκιμαντέρ γύρω από τη ζωή των νεαρών Ελλήνων πριγκίπων.

dhmhtrakopoylos


Την χρονική περίοδο μεταξύ 1911-112 γυρίζονται ορισμένες βουβές κωμωδίες μικρού μήκους από τον σκηνοθέτη – ηθοποιό
και συνεχίζει με μερικές κωμωδίες σύντομης διάρκειας (Κβο Βάντι Σπυριντιόν, Σπυριντιόν Χαμαιλέων, Σπυριντιόν Μπέμπης κ.α.), παίζοντας ταυτόχρονα το ρόλο του παραγωγού, του σκηνοθέτη και του πρωταγωνιστή.

Η πρώτη Ελληνική ταινία μεγάλου μήκους

Το 1914 ιδρύεται η κινηματογραφική εταιρία «Αστύ Φιλμ» και αρχίζει η παραγωγή ταινιών μεγάλης διάρκειας. Το ίδιος έτος η «Γκόλφω» του Κώστα Μπαχατόρη είναι η πρώτη ελληνική ταινία μυθοπλασίας μεγάλου μήκους. Στοίχισε 100.000 χρυσές δραχμές, όμως η ανταπόκριση του κόσμου δεν ήταν η αναμενόμενη γεγονός που οδήγησε το Μπαχατόρη στη διάλυση της εταιρίας του.

Ύστερα από αυτό γυρίστηκε μία άλλη ταινία μήκους χιλίων μέτρων με τίτλο «Η τύχη της Μαρούλας», που αποτελούσε την πρώτη ελληνική ταινία με αξιώσεις στοιχειώδους καλλιτεχνικού και τεχνικού επιπέδου και γυρίστηκε από την εταιρεία «Άστυ φιλμ».

 

Σημαντικό χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου, η μετατροπή του θερινού θεάτρου Αττικόν οριστικά σε κινηματογράφο το 1912.

 

ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1920

Στην διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η κινηματογραφική παραγωγή δεν αναστέλλεται εντελώς αλλά περιορίζεται στα πολεμικά επίκαιρα. Παρά τις αντιξοότητες του πολέμου αναδεικνύονται σημαντικοί Έλληνες σκηνοθέτες όπως ο Γεώργιος Προκοπίου και ο Δημήτρης Γαζιάδης που γυρίζουν με λίγα και πρωτόγονα μέσα, σκηνές από το μέτωπο και την Μικρασιατική καταστροφή.

prokopioy

Η πρώτη μεγάλη εμπορική επιτυχία έρχεται το 1920 με το φιλμ «Ο Βιλλάρ στα γυναικεία λουτρά του Φαλήρου», στο οποίο είναι σκηνοθέτης, σεναριογράφος και πρωταγωνιστής ο κωμικός ηθοποιός Βιλλάρ – ψευδώνυμο του κρητικής καταγωγής Νικολάου Σφακιανάκη.

Ο πιο διάσημος κινηματογραφικός αστέρας στα χρόνια του 20 είναι ο Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ που γνώρισε κι αυτός μια πρόσκαιρη δόξα.

mixail

Αξιοσημείωτες είναι οι προσπάθειες του Αχιλλέα Μαδρά που γυρίζει τον “Μάγο της Αθήνας” και τη “Μαρία Πενταγιώτισσα”.

pentagivtisa

Την χρονική περίοδο 1928-1931 μεγαλουργεί η κινηματογραφική επιχείρηση «Νταγκ Φιλμ» που λειτουργούσε ήδη από το 1918 και ασχολήθηκε με ιστορικές ταινίες και την κινηματογράφηση λογοτεχνικών έργων. Ξεχωρίζουν οι ταινίες «Δάφνις και Χλόη» (1931 σε σκηνοθεσία Ορέστη Λάσκου) και «Έρως και κύματα» (1928 σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γαζιάδη). Στην ταινία «Δάφνις και Χλόη» εμφανίζεται το πρώτο γυμνό του Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου. Από αυτή την εποχή αρχίζει μια σοβαρότερη προσπάθεια οργάνωσης και συστηματοποίησης της κινηματογραφικής παραγωγής που όμως θα διακοπεί βίαια από τον πόλεμο.

Ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος  αναστέλλει την ελληνική κινηματογραφική δραστηριότητα  και γυρίζονται άφθονες ταινίες  με παταγώδη αποτυχία. Ορόσημο στην ελληνική κινηματογραφία ωστόσο είναι η ταινία Αστέρω σε σενάριο του Παύλου Νιρβάνα.

Η Αστέρω, βουκολικό δράμα του Δημήτρη Γαζιάδη του 1929, αφηγείται τον απαγορευμένο έρωτα ανάμεσα στην Αστέρω και τον Θύμιο, σε χωριό της Πελοποννήσου. Η ταινία γυρίστηκε βωβή αλλά κατά τη διάρκεια της προβολής της στους κινηματογράφους, ακούγονταν από γραμμόφωνο το τραγούδι «Αστέρω» του Δημήτριου Ρόδιου με τον Ορέστη Μακρή στα φωνητικά. Κόπια της χαμένης Αστέρως βρέθηκε στη Γαλλία, στο πλαίσιο του κοινοτικού προγράμματος Lumiere για τη διάσωση χαμένων ταινιών και αποκαταστάθηκε μέσα από τη συνεργασία της Ταινιοθήκης της Γαλλίας και της Ελλάδας.

Τη μουσική επένδυση της ταινίας ανέλαβε ο Φίλιππος Τσαλαχούρης, από τους πλέον δραστήριους συνθέτες της γενιάς του, έργα του οποίου έχουν παρουσιαστεί σε πάνω από 10 χώρες παγκοσμίως.

Η καθοριστική κίνηση Βενιζέλου

Όταν ο πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος, παρακολούθησε την πρεμιέρα της ταινίας «Αστέρω» του Γαζιάδη το 1929 ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που μείωσε την φορολογία των ελληνικών ταινιών από 30% σε 10%.

ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1930

Ο Ελληνικός κινηματογράφος με… ήχο

Το 1930 η Νταγκ Φιλμς παρουσίασε μια νέα σειρά από ταινίες, που τα σενάριά τους έγραψαν γνωστοί συγγραφείς και ο πρωταγωνιστές τους είχαν επιλεγεί από τους καλύτερους ηθοποιούς του Βασιλικού θεάτρου. Τότε όμως είχε παρέλθει η εποχή του βωβού κινηματογράφου και το κοινό υποδεχόταν με ενθουσιασμό τον ηχητικό κινηματογράφο. Μετά από λίγο χρονικό διάστημα διαλύθηκε, αδυνατώντας να προσαρμόσει τις εργαστηριακές της εγκαταστάσεις στις απαιτήσεις του ομιλούντος κινηματογράφου, που είχε πια καθιερωθεί.

Την ίδια περίοδο στο μεταξύ ιδρύθηκαν άλλες πιο συγχρονισμένες εταιρίες όπως η Ηρώ Φιλμς, η Ακρόπολις Φιλμς και άλλες. Η δεύτερη παρουσίασε μία σειρά μικρές κωμωδίες με πρωταγωνιστή τον Κίμωνα Σπαθόπουλο, έναν πολύ καλό μιμητή του Σαρλώ.

stauopoylos

Τον ίδιο χρόνο (1930), γυρίστηκε το «Δάφνις και Χλόη», που θεωρείται η πρώτη ρεαλιστική ελληνική ταινία.

xloh

Το 1932 παίζεται στους κινηματογράφους η πρώτη ομιλούσα ταινία ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας, της “Ολύμπια Φιλμ” σε σκηνοθεσία Δ. Τσακίρη.

agapitikow boskopoylaw

“Οι Απάχηδες των Αθηνών” που είναι μια μεταφορά της πετυχημένης οπερέτας του Νίκου Χατζηαποστόλου, θεωρείται μια από τις πιο αξιόλογες προσπάθειες του ομιλούντα κινηματογράφου και η προβολή της συνοδεύεται από τα τραγούδια του έργου και κάποιους ήχους γραμμένους σε ένα γραμμόφωνο που κρύβεται πίσω από την οθόνη.

Στην επομένη δεκαετία, αν και δημιουργήθηκαν αρκετές νέες εταιρίες, όπως η Τέλεγκαν, ο Φοίβος κ.ά., ο Ελληνικός Κινηματογράφος περιορίσθηκε αποκλειστικά στα μικρά ντοκιμαντέρ και τις ταινίες επικαίρων . Το 1939 παρουσιάζεται μια ικανοποιητική ελληνική ταινία στον τομέα του ομιλούντος, που γυρίστηκε από τον Φιλοποίμην Φίνο, που εμφανίζεται στο προσκήνιο της Ελληνικής παραγωγής ιδρύοντας μαζί με συνεταίρους το 1939 στο Καλαμάκι τα «Ελληνικά Κινηματογραφικά Στούντιο» . Ήταν το «Το τραγούδι του χωρισμού», με πρωταγωνιστή το Λάμπρο Κωνσταντάρα, τον Αλέκο Λειβαδίτη, τη Λίντα Μιράντα και την Ευτυχία Δανίκα. Η ταινία αυτή ήταν και το πρώτο ελληνικό έργο που γυρίστηκε με συγχρονισμένα μηχανήματα εικόνας και ήχου ενώ ταυτόχρονα αποτελεί  την πρώτη ομιλούσα ελληνική ταινία που ηχογραφήθηκε εξ ολοκλήρου σε ελληνικά στούντιο.

Έτσι τελειώνει η πρώτη περίοδος (του Βωβού κινηματογράφου) και αρχίζει η αποκλειστική και συστηματική παραγωγή ταινιών του Ομιλούντος.

Ο Ελληνικός Κινηματογράφος, στην πρώτη εποχή του, πορεύεται με πανάρχαια, ακατάλληλα τεχνικά μέσα και κινείται σε περιορισμένα οικονομικά περιθώρια. Εκτός από αυτό, χρησιμοποιεί ηθοποιούς του θεάτρου, χωρίς καμιά ιδιαίτερη ειδίκευση και εξοικείωση στον κινηματογραφικό φακό. Παρόλα αυτά, είναι αξιοσημείωτη η υποστήριξη του ελληνικού κοινού.

Πρέπει να παρατηρηθεί ακόμη ότι αν και χρησιμοποίησε στην πρώτη εκείνη εποχή πολλά ελληνικά θέματα, δεν εμφάνισε ελληνικό χαρακτήρα, ούτε καμιά ξεχωριστή πρωτοτυπία. Η πρώτη ελληνική κινηματογραφική παραγωγή στο σύνολό της μιμείται πότε τα γαλλικά και πότε τα αμερικανικά πρότυπα. Η εξήγηση του φαινομένου αυτού δεν είναι δύσκολη αφού το κράτος της εποχής δε θεώρησε την έβδομη τέχνη άξια να ασχοληθεί σοβαρά.

Η πρώτη περίοδος του ελληνικού κινηματογράφου, που καθορίζεται χρονολογικά από το 1906 ως το 1940, χαρακτηρίζεται από τη φιλότιμη αλλά σε χαμηλό επίπεδο δραστηριότητα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, την ανυπαρξία ειδικευμένων τεχνικών και καλλιτεχνών, την αδιαφορία του κράτους και την προχειρότητα των μηχανικών μέσων.

Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1940

Τα χρόνια του πολέμου και της κατοχής 1940-1944 δεν αφήνουν περιθώρια εξέλιξης στον ελληνικό κινηματογράφο, έδωσαν όμως το υλικό και τα θέματά τους στους σεναριογράφους και τους σκηνοθέτες του μεταπολέμου.

Μέσα στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής που ακολουθεί, ο Φίνος ιδρύει τη «Φίνος Φιλμ» (1942) που έμελλε να σφραγίσει την ιστορία του Ελληνικού κινηματογράφου και  κατόρθωσε να παρουσιάσει αξιόλογη δουλειά.

Μέσα στην κατοχή γυρίζονται δύο σημαντικές ταινίες. «Η φωνή της καρδιάς» (1943, σε σκηνοθεσία Ιωαννόπουλου) και «Χειροκροτήματα» (1944, σε σκηνοθεσία Γιώργου Τζαβέλα).

xeirokrothmata

Και στις δύο εμφανίζεται στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση ένας ηθοποιός που θα άφηνε μετέπειτα το στίγμα του στον ελληνικό κινηματογράφο, ο νεαρός πρωταγωνιστής του θεάτρου Δημήτρης Χορν προκαλώντας αίσθηση. Στην ουσία αυτές οι δύο ταινίες είναι που εγκαινιάζουν μια νέα πολύ δημιουργική περίοδο για το ελληνικό σινεμά. Το 1944 η μεγάλη μας τραγωδός Κατίνα Παξινού, τιμάται με το Όσκαρ Β΄ γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της στην ταινία «Για ποιόν χτυπάει η καμπάνα».

Η μεταπολεμική περίοδος

Μετά την απελευθέρωση, η κινηματογραφική παραγωγή ανεβαίνει. Τα στούντιο διαθέτουν πια την αναγκαία έκταση και σύγχρονο εξοπλισμό καθώς και ειδικευμένο τεχνικό προσωπικό.

Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος τελειώνει το 1945, αλλά όχι για τους Έλληνες. Στην ταραγμένη εποχή που ακολουθεί από τα Δεκεμβριανά μέχρι το τέλος του εμφύλιου, οι ταινίες που γυρίζονται είναι πολύ λίγες. Πολλοί καλλιτέχνες ταλαιπωρούνται με διώξεις και εξορίες. Στις λίγες παραγωγές που γίνονται εμφανίζονται ορισμένα αριστουργήματα και αναδεικνύονται μεγάλες ερμηνείες.

Οι εταιρίες παραγωγής γίνονται συνεχώς περισσότερες. Τη Φίνος Φιλμ, που εμφανίστηκε πρώτη, καθώς και τις Ανζερβός, Νοβάκ ακολουθούν οι εταιρίες Παρθενών, Μεσόγειος, Κώστας Καραγιάννης, Αφοί Καρατζόπουλοι, Χρ.Σπέντζος, κ.ά. Οι προσπάθειες των εταιριών υπήρξαν φιλότιμες, χωρίς εν τούτοις να κατορθώσουν να ξεπεράσουν τα όρια της εμπορικής σκοπιμότητας.

Το 1946 πρωτοεμφανίζεται ένας άνθρωπος που έμελλε να γράψει τη δική του ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο. Ο Αλέκος Σακελλάριος με την ταινία «Παπούτσι από τον τόπο σου». Την ταινία έγραψε και σκηνοθέτησε ο ίδιος. Το 1948 γυρίζει την ταινία «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» με τον αξεπέραστο Βασίλη Λογοθετίδη.

oi germanoui janarxontai

Το φιλμ «Μαρίνος Κοντάρας, ο κουρσάρος του Αιγαίου» του Γιώργου Τζαβέλλα (1948) είναι η πρώτη ελληνική ταινία που ταξιδεύει σε διεθνές φεστιβάλ (Νοκ λε Ζουτ, Βέλγιο).

o koyrsarow

Το 1949 ο Τζαβέλας γυρίζει τον «Μεθύστακα» σε μια οσκαρική ερμηνεία του Ορέστη Μακρή.

methistakaw

Ο νεορεαλισμός στον ελληνικό κινηματογράφο

Τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ανέδειξαν τη σημαντικότερη κινηματογραφική τάση της περιόδου, τον “Νεορεαλισμό”, όπως ονομάστηκε, και ο οποίος γεννήθηκε στην Ιταλία περίπου το 1945 και διήρκεσε ως το 1951. Ήταν μια μορφή τέχνης (λογοτεχνία, θέατρο και σινεμά) που παρουσιάστηκε ως φορέας κοινωνικής ανανέωσης. Οι κακές συνθήκες διαβίωσης της εργατικής τάξης και της ζωής στις πόλεις, μπορούσαν, πλέον, να παρουσιαστούν στη μεγάλη οθόνη, με ωμή αλήθεια.

Στον κινηματογράφο ο Νεορεαλισμός καθιερώθηκε από τους μεγάλους Ιταλούς σκηνοθέτες Roberto Rossellini, Luchino Visconti, Vittorio De Sica, Pier Paolo Pasolini, Federico Fellini κ.α. Η τάση επεκτάθηκε σε όλη την Ευρώπη και φυσικά στην Ελλάδα. Στον ελληνικό κινηματογράφο κατά τη μεταπολεμική περίοδο συναντάμε σκηνοθέτες και ταινίες που έγραψαν ιστορία.

 

Τι είναι ο νεορεαλισμός;

Ο Νεορεαλισμός όπως είπαμε, συνδέθηκε με την αποτύπωση της καθημερινότητας και τις κοινωνικές δυσχέρειες. Στην Ελλάδα συγκεκριμένα, η λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το πέρας της τριπλής κατοχής της χώρας, από Γερμανούς, Ιταλούς και Βούλγαρους αλλά και η ολοκλήρωση του Εμφυλίου, σηματοδότησαν την ανάγκη για μία πρώτη προσπάθεια αλλαγής της καλλιτεχνικής έκφρασης. Κάποιοι καλλιτέχνες δημιουργοί στράφηκαν προς την κοινωνία θέλοντας να την αποδώσουν με μια πιο ρεαλιστική ματιά. Θέλησαν να δώσουν ένα τέλος στην μη εξιδανικευμένη πραγματικότητα και ξεκίνησαν να δείχνουν τις κακουχίες της μεταπολεμικής περιόδου, προκαλώντας, πολλές φορές, αμηχανία στο κοινό και πυροδοτώντας την οργή των πολιτικών.

Άφησαν κατ’ αρχήν τα κινηματογραφικά στούντιο, τα οποία άλλωστε είχαν καταστραφεί κατά τη διάρκεια του πολέμου και δεν μπορούσαν να φιλοξενήσουν λαμπερές παραγωγές. Οι κινηματογραφιστές, σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν “ζωντανό” τον εγχώριο κινηματογράφο που πάσχιζε να επιβιώσει, βγήκαν στους δρόμους, προκειμένου να απεικονίσουν την πραγματικότητα. Επίσης άρχισαν να επιλέγουν νέους ηθοποιούς ή ακόμα και κοινούς ανθρώπους για να αποφύγουν την επιτηδευμένη θεατρικότητα.

Η Χρυσή Εποχή 1955-1967

Η Χρυσή Εποχή του ελληνικού κινηματογράφου χαρακτηρίζεται από τη συστηματική παραγωγή, διανομή σε βιομηχανική κλίμακα και τη δημιουργία ενός ισχυρού σταρ σύστεμ, βασισμένου σε ξένα πρότυπα. Στο διάστημα αυτό, ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1960, η Ελλάδα παρήγαγε τις περισσότερες ταινίες κατά κεφαλήν σε παγκόσμιο επίπεδο ή, κατά άλλους, βρισκόταν στη δεύτερη θέση πίσω από το Μπόλυγουντ. Ο ρυθμός αυξανόταν διαρκώς και από το 1960, όταν προβλήθηκαν 57 ταινίες, ο αριθμός έφτασε τις 196 το 1967. Η Φίνος Φιλμ αναδείχθηκε στη μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής. Οι βασικότεροι ανταγωνιστές της ήταν οι Ανζερβός, κυρίως τη δεκαετία του 1950, Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης και Καραγιάννης-Καρατζόπουλος.

Δεκαετία 50

Τα πρώτα σοβαρά βήματα

Κανονική κινηματογραφική παραγωγή ξεκινάει τη δεκαετία του ’50. Ως τις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο ελληνικός κινηματογράφος χαράζει ανοδική πορεία και μεγαλώνει το ενδιαφέρον για τα εγχώρια φιλμ που καθρεφτίζουν την σύγχρονη ζωή.

Εμφανίζονται νέοι σκηνοθέτες και ηθοποιοί που γνωρίζουν την αποδοχή του κινηματογραφικού κοινού όπως  ο Νίκος Τσιφόρος, η Έλλη Λαμπέτη, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, η Ειρήνη Παπά, ο Λογοθετίδης με ταινίες που γυρίστηκαν σε σύγχρονα στούντιο της Αιγύπτου κ.α. Διαπιστώνεται αύξηση της κινηματογραφικής παραγωγής που ξεπερνά τα 60 φιλμ τον χρόνο. Το μεγαλύτερο μέρος των φιλμ ωστόσο ήταν μελοδράματα (μελό) και εμπορικές κατασκοπευτικές περιπέτειες.

apaxides

Ο Γκρεγκ Τάλλας (ψευδώνυμο του Γρηγόρη Θαλασσινού) ήταν ο πρώτος Έλληνας σκηνοθέτης που απέσπασε διεθνές βραβείο. Η ταινία του, «Ξυπόλητο τάγμα», κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Εδιμβούργου 1954.

jipolito tagma

Το 1955 ο Τζαβέλας γυρίζει, μια από τις σπουδαιότερες ελληνικές ταινίες,  την «Η Κάλπικη Λίρα».
Την ίδια χρονιά ξεκινάει την καριέρα της μια από τις μεγάλες κυρίες του ελληνικού κινηματογράφου, η Τζένη Καρέζη με την ταινία «Λατέρνα φτώχεια και φιλότιμο», δίπλα στον Βασίλη Αυλωνίτη και το εμπορικότερο όνομα της εποχής, Μίμη Φωτόπουλο. Ήταν τέτοια η επιτυχία της ταινίας που ο Φίνος έπεισε τον Αλέκο Σακελλάριο, δυο χρόνια μετά, να γυρίσει και την συνέχειά της. Αυτό είναι και το πρώτο σίκουελ στην ιστορία του ελληνικού σινεμά που προβλήθηκε με τίτλο «Λατέρνα, Φτώχεια Και Γαρίφαλο».

ftoxia lataerna

Οι πρώτες απόπειρες ωστόσο, να αποκτήσει η Ελλάδα αναγνωρίσιμη κινηματογραφική ταυτότητα, δοκιμάζεται σε ταινίες όπως η «Στέλλα»(1955) του Μιχάλη Κακογιάννη με τη συγκλονιστική ερμηνεία της Μελίνας Μερκούρη που την καθιέρωσε ως μια από τις κορυφαίες του ελληνικού κινηματογράφου και εμβληματική προσωπικότητα .

stella

Eπίσης ο «Δράκος» (1956) του Κούνδουρου, με το Ντίνο Ηλιόπουλο να πρωταγωνιστεί στο καλύτερο ρόλο της καριέρας του. Η εν λόγω ταινία σημάδεψε την ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου, κι είναι ίσως η καλύτερη όλων των εποχών.

δρακος

Το 1956, θα προβληθεί στους ελληνικούς κινηματογράφους η πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία, «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας», σε σενάριο και σκηνοθεσία Ηλία Παρασκευά και πρωταγωνιστές τους Δημήτρη Παπαμιχαήλ, Καίτη Λαμπροπούλου, Ανδρέα Φιλιππίδη, Στέλλα Γεωργιάδη, Χριστόφορο Νέζερ κ.ά. Ωστόσο, η πρώτη (χρονολογικά) έγχρωμη ελληνική ταινία είναι οι «Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες» (1956) σε σενάριο Ηλία Λυμπερόπουλου και σκηνοθεσία Γιάννη Πετροπουλάκη. Στην ταινία κάνει την πρώτη κινηματογραφική της εμφάνιση η Ρένα Βλαχοπούλου. Η επεξεργασία της ταινίας κράτησε αρκετά, με αποτέλεσμα να κυκλοφορήσει στις αίθουσες δεύτερη, μετά τον «Αγαπητικό της βοσκοπούλας». Πριν αυτών, είχε προηγηθεί το 1931 η πρώτη προσπάθεια για τεχνητή έγχρωμη ελληνική ταινία και ήταν ο «Μάγος της Αθήνας». Γυρίστηκε σε αρνητικό ασπρόμαυρο και χρωματίστηκε καρέ-καρέ στο χέρι. Ήταν παραγωγή της «Aζάξ Φιλμ» του Aχιλλέα Mαδρά σε σκηνοθεσία του ιδίου.

Παρόλο που η πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία θεωρείται το «Καλώς ήρθε το δολάριο» το 1967, κάτι τέτοιο είναι ανακριβές καθώς μια δεκαετία νωρίτερα (1957) έχουμε την πρώτη χρονολογικά έγχρωμη ταινία ελληνικής παραγωγής που είναι οι «Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες» σε σενάριο Ηλία Λυμπερόπουλου και σκηνοθεσία Γιάννη Πετροπουλάκη. Στην ταινία κάνει την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση η Ρένα Βλαχοπούλου. Την ίδια περίοδο ξεκινάει και η κανονική παραγωγή της «Φίνος Φιλμ» που δημιουργεί και το ελληνικό σταρ σύστεμ. Το 1957 ο Σακελλάριος γυρίζει, τη μέχρι εκείνη την περίοδο, μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία, «Η θεία από το Σικάγο», με πρωταγωνίστρια την «ωραιότερη άσχημη» του ελληνικού κινηματογράφου, Γεωργία Βασιλειάδου. Ενώ το 1958 γυρίζει τον «Ηλία του 16ου». Το 1959 θα κάνει πρεμιέρα μια ταινία που θα σηματοδοτούσε την εκτόξευση του άστρου της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Δεν είναι άλλη από το «Ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» κι είναι η απαρχή μιας μυθικής καριέρας με δεκάδες μεγάλες επιτυχίες στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60.

Ορισμένες ταινίες που ξεχωρίζουν αυτή την περίοδο είναι «η ταινία «Πικρό Ψωμί» (1951 σε σκηνοθεσία Γ. Γρηγορίου), η ταινία «Ο Δράκος» (1956 σε σκηνοθεσία Νίκου Κούνδουρου), η ταινία «Στέλλα» (1955, σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη και σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλη).

6 σημαντικές νεορεαλιστικές ταινίες

6 ταινίες της ελληνικής παραγωγής της δεκαετίας του 50 διεκδικούν τον χαρακτηρισμό «νεορεαλιστικές» για τον ελληνικό κινηματογράφο: το “Πικρό ψωμί” (1951) του Γρηγόρη Γρηγορίου, η “Μαύρη Γη” (1952) του Στέλιου Τατασόπουλου, το “Ξυπόλυτο Τάγμα” (1954) του Γκρέγκ Τάλλας, η “Μαγική Πόλις” (1955) του Νίκου Κούνδουρου, η “Στέλλα” (1955) του Μιχάλη Κακογιάννη και η “Συνοικία το Όνειρο” (1961) του Αλέκου Αλεξανδράκη.

Το 1955 ο Νίκος Κούνδουρος γυρίζει την πρώτη του ταινία, “Μαγική πόλις” και μας μεταφέρει στο προσφυγικό και εξαφανισμένο πια Δουργούτι της δεκαετίας του ’50, όπου ένας φτωχός φορτηγατζής προσπαθεί να επιβιώσει μεταξύ δύο διαφορετικών κόσμων. Βρίσκεται μπλεγμένος σε μια παράνομη δοσοληψία με ένα απατεώνα και κάνει αγώνα να βγει αλώβητος από αυτήν την περιπέτεια.

Το σενάριο υπογράφει η συγγραφέας Μαργαρίτα Λυμπεράκη, ενώ την μουσική ο Μάνος Χατζιδάκις.
Πρωταγωνιστούν: Γιώργος Φούντας, Μαργαρίτα Παπαγεωργίου και Στέφανος Στρατηγός. Σε χαρακτηριστικούς ρόλους εμφανίζονται οι ηθοποιοί: Ανδρέας Ντούζος, Ανέστης Βλάχος, Μίμης Φωτόπουλος και οι συγκρατούμενοί του Κούνδουρου στην Μακρόνησο, Μάνος Κατράκης και Θανάσης Βέγγος (η πρώτη του εμφάνιση στο σινεμά).

Finos Film logo.svg

Η «Φίνος Φίλμ» σφραγίζει αυτή την περίοδο τον εμπορικό ελληνικό κινηματογράφο με ταινίες όπως «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», «Η θεία από το Σικάγο», «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» κ.ά.

IMG 20210821 154050

Δεκαετία του ’60
 Ο «χρυσός αιώνας» του ελληνικού κινηματογράφου-

Η άνθιση του Ελληνικού κινηματογράφου και το εγχώριο σταρ σύστεμ

Η ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (ΕΩΣ 1974)

Την δεκαετία του 1960, ο ελληνικός κινηματογράφος μπαίνει σε μια περίοδο μεγάλης ακμής (πληθώρα παραγωγής ταινιών, βραβεύσεις και αριθμητικές συγκρίσεις με διεθνείς παραγωγές). Είναι η δεκαετία που η ελληνική κινηματογραφική παραγωγή αναδεικνύει ινδάλματα, μεγάλους και αξεπέραστους κωμικούς που χάρισαν απλόχερα το γέλιο και τη διασκέδαση στην ελληνική οικογένεια. Ηθοποιοί όπως ο Ανδρέας Μπάρκουλης, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο Αλέκος Αλεξανδράκης, ο Νίκος Κούρκουλος, η Ζωή Λάσκαρη, η Μάρθα Καραγιάννη, η Μαίρη Χρονοπούλου, ο Κώστας Βουτσάς, η Ρένα Βλαχοπούλου, ο Λάμπρος Κωσταντάρας, ο Διονύσης Παπαγιανόπουλος, η Μάρω Κοντού, ο Βασίλης Αυλωνίτης, η Γεωργία Βασιλειάδου, ο Μίμης Φωτόπουλος, ο Ορέστης Μακρής, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Παντελής Ζερβός, ο Χρόνης Εξαρχάκος , ο Νίκος Ρίζος, ο Νίκος Σταυρίδης, ο Κώστας Χατζηχρήστος κι ο κατάλογος δεν έχει τέλος.

κωνστανταρας

λάσκαρη

βλαχοπούλου

καρέζη

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι από το 1959 έως το 1971 γυρίστηκαν περίπου 1.400 ταινίες. Γεγονός που σημαίνει ότι ανά τρεις ημέρες είχαμε μία νέα ταινία στις κινηματογραφικές αίθουσες. Από το 1960 και μετά δημιουργούνται πολλές εταιρίες παραγωγής (Αφοί Ρουσσόπουλοι, Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης, Τζέιμς Πάρις, Καραγιάννης-Καρατζόπουλος) που ανεβάζουν τον αριθμό των ταινιών σε μεγάλο βαθμό. Η αύξηση των παραγωγών οδήγησε στην πτώση της ποιότητας των ταινιών, οι οποίες έγιναν πιο στερεότυπες και βασίζονταν περισσότερο στην αίγλη των πρωταγωνιστών, παρά στην ποιότητα των σεναρίων.

Αρκετές ταινίες αυτής της περιόδου υπέστησαν λογοκρισία. Η Συνοικία το όνειρο (1961) του Αλέκου Αλεξανδράκη αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα κατά τη διάρκειά της παραγωγής, αλλά και στην πρεμιέρα, καθώς σύμφωνα με την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, αποτελούσε δυσφήμηση για την εικόνα της χώρας. Ορισμένες σκηνές της ταινίας κόπηκαν, αλλά ακόμα κι έτσι θεωρείται πλέον μια από τις σπουδαιότερες ελληνικές ταινίες. Ο Αδελφός Άννα (1963) του Γρηγόρη Γρηγορίου λογοκρίθηκε λόγω των αναφορών στα θέματα της παιδοφιλίας και της σεξουαλικής κακοποίησης, ενώ το Αμόκ (1963) του Ντίνου Δημόπουλου θεωρήθηκε πολύ τολμηρό, λόγω του σεξουαλικού περιεχομένου ορισμένων σκηνών.

Επίσης ένα μεγάλο ποσοστό των ταινιών που έγιναν την δεκαετία του 60, ήταν κωμωδίες που δείχνει την επιθυμία να ξεχάσουν τα βάσανα και τις εντάσεις του άμεσου παρελθόντος. Το σενάριο της ταινίας ήταν τυπική κωμωδία αρκετά απλή και έξυπνη και σχεδόν σε κάθε ταινία υπάρχει μια σκηνή από μια βραδινή έξοδο στα μπουζούκια (που ήταν το απαραίτητο βαριετέ). Αυτό έδωσε την ευκαιρία να παίρνουν μέρος στις ταινίες διάσημοι μουσικοί και τραγουδιστές και να αναπτυχθεί η λαϊκή μουσική της εποχής. Από τα πιο δημοφιλή ονόματα που πέρασαν από τις ταινίες αυτής της εποχής ήταν οι μεγάλοι του ελληνικού τραγουδιού όπως ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Μανώλης Χιώτης και η Μαίρη Λίντα, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Πάνος Γαβαλάς και πολλοί άλλοι.

Στις περισσότερες ελληνικές ταινίες, ο παραγωγός ή ο σκηνοθέτης. χρησιμοποιούν συχνά παλαιούς ή νέους δίσκους ή φωνοταινίες με κλασικά ή μοντέρνα κομμάτια. Αυτό δεν είναι βέβαια δημιουργική δουλειά. Στις φροντισμένες όμως ελληνικές ταινίες, η μουσική επένδυση ανατίθεται σε δόκιμους συνθέτες. Τέτοιοι συνθέτες αναδείχθηκαν πολλοί και καλοί στον ελληνικό κινηματογράφο. Ο Μάνος Χατζηδάκης (Ποτέ την Κυριακή, Μανταλένα) και ο Μίκης Θεοδωράκης (Ζορμπάς), με παγκόσμια αναγνώριση, ο Κώστας Καπνίσης (Παπαφλέσσας, Υπολοχαγός Νατάσα), ο Σταύρος Ξαρχάκος (Κορίτσια στον ήλιο, Διπλοπενιές, Λόλα, Τα κόκκινα φανάρια), ο Γιάννης Μαρκόπουλος (Επιχείριση Απόλλων, Ντάμα σπαθί), ο Νίκος Μαμαγκάκης (Η νεράιδα και το παλικάρι, Η αρχόντισσα και ο αλήτης), ο Γιώργος Κατσαρός (Η κόμισσα της Κέρκυρας), ο Μίμης Πλέσσας (Οι θαλασσιές οι χάντρες) κ.ά .

4025

Άλλα είδη ήταν τα ελληνικά γουέστερν όπως ΤΟ ΧΩΜΑ ΒΑΦΤΗΚΕ ΚΟΚΚΙΝΟ, τα βουκολικά-φουστανέλας (Ο ΑΓΑΠΗΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑΣ, ΑΣΤΕΡΩ, κλπ), τα μιούζικαλ που εισήγαγε ο Δαλιανίδης (ΜΕΡΙΚΟΙ ΤΟ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΚΡΥΟ, ΚΑΤΙ ΝΑ ΚΑΙΗ) , τα πολυάριθμα δράματα και μελό,  τα αστυνομικά φιλμ-νουάρ (Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΕΙ, ΑΜΦΙΒΟΛΙΕΣ, ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΑ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ) ενώ πλάθονται χαρακτήρες όπως Καββαδία η κακιά, Μάτσας ο προδότης, Ζαφειρίου η μάνα, Ξανθόπουλος το παιδί του λαού, Βέγγος ως πράκτωρ ΘΒ, Φούντας ο σκληρός , Μακρής ο μεθύστακας κλπ.

Μια “χρυσή” εποχή που έχει σημείο αναφοράς τα ….πάντα:

Και την ΠΟΣΟΤΗΤΑ παραγωγής έργων και την ΠΟΙΟΤΗΤΑ παραγωγής και τους ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ και την ΔΙΕΘΝΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ και τη ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ.

Ο Ελληνικός Κινηματογράφος αυτής της εποχής συναγωνίζεται σε αριθμό στα ίσια με το HOLYWOOD.

Την διετία 1966-1967 είχαμε 118 ταινίες μέσα σε 2 χρόνια…..!

Την περίοδο 1960-1967 έχουμε 450 ταινίες πρώτου επιπέδου.

Στο 1960 μονάχα λειτουργούν 350 Κινηματογραφικές αίθουσες μονάχα στην ΑΘΗΝΑ…!!!

festival kinimatografou thessalonikis 300x230 1

Το 1960 ξεκινάει το φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, με σκοπό να αποτελεί ένα ετήσιο πανόραμα του ελληνικού σινεμά και να βραβεύει τους δημιουργούς του. Η  διοργάνωση της Εβδομάδας Ελληνικού Κινηματογράφου στην Θεσσαλονίκη, που μετεξελίχθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της δεκαετίας του 1960. Παρά τα προβλήματα που κατά καιρούς έχει αντιμετωπίσει, η συνεισφορά του στα κινηματογραφικά πράγματα της Ελλάδας, αλλά και των Βαλκανίων γενικότερα, θεωρείται αξιοσημείωτη.

Την ίδια χρονιά (1960)η Μελίνα Μερκούρη βραβεύεται για την ερμηνεία της στο «Ποτέ την Κυριακή» του Ζιλ Ντασέν στο φεστιβάλ των Καννών και ο Μάνος Χατζιδάκις παίρνει το Όσκαρ τραγουδιού για τα «Παιδιά του Πειραία» για την ίδια ταινία.

μερκούρη

Μερικές από τις πιο δημοφιλείς κωμωδίες του 60, είναι «Τα κίτρινα γάντια» του Αλέκου Σακελλάριου με τους Νίκο Σταυρίδη, Μάρω Κοντού, Μίμη Φωτόπουλο, την Μάρθα Βούρτση, και τον Γιάννη Γκιωνάκη. Το 1963 η ταινία «Της κακομοίρας» του Ντίνου Κατσουρίδη γίνεται μία από τις καλύτερες ελληνικές κωμωδίες με έναν αξέχαστο Κώστα Χατζηχρήστο να παίζει τον καλύτερο ρόλο της καριέρας του σαν «Ζήκος ο μπακαλόγατος».

Το 1964, «Η χαρτοπαίκτρα» του Γιάννη Δαλιανίδη με τη Ρένα Βλαχοπούλου κάνει μεγάλη εισπρακτική επιτυχία. Στη δεκαετία του ’60 ο Θανάσης Βέγγος δημιουργεί φανατικό κοινό με τις ταινίες του όπως «Ο παπατρέχας», «Θου Βου φαλακρός πράκτωρ 000», «Πάρε κόσμε» και πολλές άλλες.

βεγγοσ

Το 1965 η ταινία «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο» του Βασίλη Γεωργιάδη και σενάριο του Νίκου Φώσκολου με τους Νίκο Κούρκουλο, Μαίρη Χρονοπούλου, Γιάννη Βόγλη και Μάνο Κατράκη ήταν υποψήφια για το Όσκαρ της Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.

Με την καθιέρωση του χρώματος στην ελληνική ταινία έχουμε τα πρώτα ελληνικά μιούζικαλ όπως το «Ραντεβού στον αέρα» το 1966 που αποτελεί τη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία μέχρι τότε, με τους Ρένα Βλαχοπούλου, Κώστα Βουτσά, Χλόη Λιάσκου, Γιάννη Βογιατζή, Μάρθα Καραγιάννη και το «Γοργόνες και Μάγκες» το 1968 με τους Μαίρη Χρονοπούλου, Φαίδων Γεωργίτση, Διονύσης Παπαγιαννόπουλο, Νόρα Βαλσάμη, Μάρθα Καραγιάννη. Τις χορογραφίες υπογράφουν οι Βαγγέλης Σειλινός, Μανώλης Καστρινός και Φώτης Μεταξόπουλος.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη συνεχίζει τα μιούζικαλ με τις περίφημες επιτυχίες «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια»«Η Αλίκη στο ναυτικό»«Το πιο λαμπρό αστέρι» και άλλες.
Ωστόσο, δεν ήταν όλες οι ταινίες κωμωδίες. Υπήρχαν αξιόλογα ελληνικά δραματικά φιλμ  με μεγάλους Έλληνες καλλιτέχνες σαν τον Ορέστη Μακρή, Λαυρέντη Διανέλο, Μάνο Κατράκη, Μελίνα Μερκούρη, Γιώργος Φούντα, Έλλη Λαμπέτη, Γκέλη Μαυροπουλου, Δέσπω Διαμαντίδου και πολλούς άλλους. Στα πιο δημοφιλή δράματα της δεκαετίας συγκαταλέγεται το «Παιδί του λαού» με τους Νίκο Ξανθόπουλο, και την μονίμως «ταπεινή και καταφρονημένη» Μάρθα Βούρτση.

Ενδεικτικά αναφέρονται κάποιες από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες της δεκαετίας.

«Η Μανταλένα» (1961)
«Ο κατήφορος» 
(1962)
«Μερικοί το προτιμούν κρύο» 
(1963)

«Κάτι να καίει» (1963)

«Χτυποκάρδια στο θρανίο» (1963)
«Τα κόκκινα φανάρια» 
(1964)
«Κορίτσια για φίλημα» 
(1964)
«Το δόλωμα» 
(1964)
«Η χαρτοπαίχτρα»
 (1964)
«Η σοφερίνα» 
(1965)
«Μια τρελή τρελή οικογένεια»
 (1966)
«Κοινωνία ώρα μηδέν»
 (1966)
«Οι θαλασσιές οι χάντρες»
 (1967)
«Μια κυρία στα μπουζούκια»
 (1968)
«Η αρχόντισσα και ο αλήτης» 
(1969)

Το 1971 «Η υπολοχαγός Νατάσσα» γίνεται η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία και κρατάει αυτή την πρωτιά για 3 δεκαετίες.

Η Χούντα, η λογοκρισία κι η «διάλυση» του ελληνικού κινηματογράφου

Η ανοδική πορεία, ανακόπτεται από τη δικτατορία. Πρώτα από όλα με τη λογοκρισία, αλλά και με τη στασιμότητα που επικρατεί σε όλη την καλλιτεχνική παραγωγή. Πολλοί κινηματογραφικοί συντελεστές φεύγουν στο εξωτερικό. Οι μόνες μεγάλες παραγωγές που γίνονται αυτή τη περίοδο είναι του παραγωγού Τζείμς Πάρις που έχουν ιστορικά, πολεμικά, πατριωτικά θέματα και έχουν την αμέριστη συμπαράσταση της Χούντας των συνταγματαρχών. Όμως δύο φίλμ του Θόδωρου Αγγελόπουλου, η «Αναπαράσταση» (1970), που σαρώνει τα βραβεία στη Θεσσαλονίκη, και οι « Μέρες του ’36» (1972), το «Προξενιό της Άννας» του Παντελή Βούλγαρη και η «Ευδοκία» (1971) του Αλέξη Δαμιανού, δείχνουν από τότε, ότι ο ελληνικός κινηματογράφος έχει μέλλον.

Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1970

Η δεκαετία του 1970 ήταν μια περίοδος προσαρμογής για την ελληνική κοινωνία (Απριλιανή Δικτατορία, απώλεια της μισής Κύπρου, οικονομική δυσχέρεια).

Ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος (ΝΕΚ) ωρίμασε σε αυτό το κλίμα, ενώ ο Παλιός Ελληνικός Κινηματογράφος (ΠΕΚ) παρουσίασε τη μεγαλύτερη κάμψη από την εποχή εμφάνισής του.

Βασικές Διαφορές Μεταξύ Παλαιού και Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου

Οι βασικές διαφορές που παρουσιάζονται στον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο και τον Παλιό Ελληνικό Κινηματογράφο εστιάζονται:

  1. Στον τρόπο παραγωγής των ταινιών.
  2. Στη γλώσσα.
  3. Στο κοινό που παρακολουθεί τις ταινίες.
  4. Στα θέματα και στα είδη που επιλέγουν οι σκηνοθέτες.

Τρόποι Παραγωγής

Στη δεκαετία του 70, οι παραγωγές ήταν κυρίως ανεξάρτητες και αποτελούσαν προσπάθειες καλλιτεχνικής έκφρασης των σκηνοθετών, οι οποίοι αναλάμβαναν συνήθως την οικονομική ευθύνη και επωμίζονταν και την ενδεχόμενη αποτυχία (αν και αρκετές φορές υπήρχαν οι μαικήνες παραγωγοί, όπως ο Γ. Παπαλιός). Επίσης, η διανομή και η εκμετάλλευση της ταινίας δεν ήταν εξασφαλισμένη, αφού οι χρηματοδότες ασχολούνταν μόνο με την παραγωγή. Μετά το γύρισμα της ταινίας, την παρουσίασή της σε κάποιο Φεστιβάλ, ή στο κύκλωμα των κινηματογραφικών λεσχών, το μέλλον της ταινίας ήταν αβέβαιο.

Στον ΠΕΚ, οι εμπορικές επιτυχίες της εποχής ήταν συνήθως παραγωγές μεγάλων εταιρειών (Φίνος Φίλμ, Τζέημ Πάρις, κλπ), όπου ο παραγωγός της ταινίας αποφάσιζε για το θέμα, το σκηνοθέτη, τους γνωστούς ηθοποιούς, αλλά και για όλες τις λεπτομέρειες. Ο χώρος γυρισμάτων ήταν πανομοιότυπος σχεδόν για όλες τις ταινίες, και τα γυρίσματα πραγματοποιούνταν σε στούντιο, ενώ το ντεκόρ επαναλαμβανόταν.

Αντίθετα, οι σκηνοθέτες του ΝΕΚ εγκατέλειψαν τους στεγανούς και τυποποιημένους χώρους των στούντιο και άρχισαν σταδιακά να χρησιμοποιούν πραγματικά, εσωτερικά ή εξωτερικά κτίσματα, τοπία, πόλεις ή και δρόμους

Βασικός στόχος των ταινιών της προηγούμενης δεκαετίας ήταν η προσέλκυση μεγαλύτερου κοινού, που θα έφευγε από τις κινηματογραφικές αίθουσες ευχαριστημένο και χωρίς ίχνος προβληματισμού. Η επικράτηση του «happy end» δημιουργούσε στο θεατή ένα αίσθημα ευφορίας, ο οποίος αντιλαμβανόταν τον κινηματογράφο ως ένα μέσο για την απλή κατανάλωση εικόνων.

Θέματα και Είδη

Ο ΠΕΚ παρουσίασε μια αισθητική ομοιογένεια, μια τυποποίηση και μια μορφική στασιμότητα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ν. Κολοβός, μεταξύ των ταινιών του Α.Σακελλάριου και του Ν.Τσιφόρου δύσκολα μπορούσε ο θεατής να διακρίνει κάποιος διαφορές. Τα θέματα σχετίζονταν με την ελληνική καθημερινή πραγματικότητα αλλά επαναλαμβάνονταν χωρίς αισθητικές διαφοροποιήσεις. Μεταξύ των ταινιών με εμπορική επιτυχία και απήχηση στο κοινό περιλαμβάνονταν μερικά φιλμικά κείμενα που παρουσίασαν διαφοροποιήσεις από τα τυποποιημένα και καθιερωμένα έργα. Στις ταινίες αυτές καταγράφηκε η διάθεση για αλλαγή, η αντιστροφή ή η παράκαμψη ορισμένων παγιωμένων κλισέ, η αμφιθυμία, η ανατροπή του αίσιου τέλους και η ρεαλιστική εικαστική οργάνωση του κάδρου.

Στη δεκαετία 1970-80, παρατηρείται η εγκατάλειψη των θεμάτων του ΠΕΚ (φαρσοκωμωδίες, μελοδράματα, ταινίες εποχής, και Μιούζικαλ) και τα θέματα σχετίζονταν με τους φόβους, τις ανησυχίες και τις αναζητήσεις του ατόμου. Επίσης, πολλές ταινίες άντλησαν τα θέματά τους από τον ιστορικό, φιλοσοφικό και κοινωνικό προβληματισμό.

Συμπεράσματα

Στον κινηματογράφο, τη δεκαετία του 1970 η μυθοπλασία συνάντησε την ιστορία προκειμένου να παρουσιαστεί το αποθαρρυντικό πορτραίτο της ελληνικής κοινωνίας μετά τον εμφύλιο και την χούντα. Οι πολιτικές αναταραχές και οι οικονομικές μεταπτώσεις επέφεραν την αστικοποίηση και την ερήμωση της υπαίθρου, αφού η στασιμότητα της αγροτικής οικονομίας οδήγησε πολλούς- άντρες κυρίως της εργατικής τάξης- να μεταναστεύσουν σε μεγάλα αστικά κέντρα και στο εξωτερικό.

Οι διαφορές μεταξύ του ΠΕΚ και του ΝΕΚ διαγράφονται έντονα αυτή την περίοδο. Για τους δημιουργούς της εποχής, η κινηματογραφική τέχνη δεν ήταν πλέον ένα μέσο πλουτισμού αλλά ανάγκη έκφρασης και προβληματισμού. Ανάμεσα στους σκηνοθέτες που ξεχώρισαν ήταν και ο Θ. Αγγελόπουλος, ο οποίος έδειξε έναν νέο κινηματογράφο, όπου τα γεγονότα, με τη βοήθεια των νέων τεχνολογικών μέσων, μπορούν να θεαθούν με πολλούς τρόπους, γιατί σημασία έχει ο τρόπος προσέγγισής τους, η αφηγηματική γλώσσα και η ματιά του σκηνοθέτη.

Στη δεκαετία του 70 ανθούν πολύ οι ιστορικού και πολεμικού περιεχομένου ταινίες (ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ, ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΝΟΥΣ, ΟΧΙ, ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ, ΟΙ ΓΕΝΝΑΙΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ, ΔΩΣΤΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ)  όπως επίσης και τα κοσμοπολίτικα φιλμ περιπέτειας όπως ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ, ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΣΑΡΚΑ.

Επίσης βγαίνουν αρκετές ταινίες ερωτικού κινηματογράφου, Από το 1970 μέχρι τις αρχές του 1980 έχουμε περίπου 180 Κινηματογραφικές ταινίες του είδους.

Δημιουργός κατ’ εξοχήν του είδους σκηνοθέτης ΟΜΗΡΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗΣ γύρισε τις περισσότερες (ΠΙΟ ΘΕΡΜΗ ΚΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΛΙΟ, ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΟΓΟ κλπ)

  • Ο άνθρωπος που γύρισε απ’τη ζέστη (1972) Λάμπρος Κωνσταντάρας
  • Της ζήλιας τα καμώματα (1971) Λάμπρος Κωνσταντάρας
  • Ο τρελοπενηντάρης (1971) Λάμπρος Κωνσταντάρας
  • Τι 30 , τι 40 , τι 50  (1972) Λάμπρος Κωνσταντάρας
  • Ο Λαμπρούκος μπαλαντέρ (1981) Λάμπρος Κωνσταντάρας
  • Παπαφλέσας (1971) Δημήτρης Παπαμιχαήλ
  • Αγάπη μου παλιόγρια (1972) Κώστας Βουτσάς
  • Ο αισιόδοξος (1973) Κώστας Βουτσάς
  • Τον αράπη κι αν τον πλένεις το σαπούνι σου χαλάς (1973) Κώστας Βουτσάς
  • Ο τρομοκράτης (1975) Κώστας Βουτσάς
  • Θέμα συνειδήσεως (1973) Νίκος Κούρκουλος
  • Πονηρό θηλυκό , κατεργάρα γυναίκα (1980) Αλίκη Βουγιουκλάκη
  • Σ ‘αγαπώ (1971) Αλίκη Βουγιουκλάκη
  • Μία τρελή τρελή σαραντάρα (1970) Ρένα Βλαχοπούλου
  • Μία ελληνίδα στο χαρέμι (1970) Ρένα Βλαχοπούλου
  • Ζητείται επειγόντως γαμπρός (1971) Ρένα Βλαχοπούλου
  • Ο μάγκας με το τρίκυκλο (1971) Μάρθα Καραγιάννη

 

Το σινεμά στα χρόνια της μεταπολίτευσης και ο ρόλος της τηλεόρασης

Το 1974 ιδρύεται η Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών του κινηματογράφου.

Η μεταπολίτευση φέρνει μια αναγέννηση όλων των δημιουργικών δυνάμεων του κινηματογράφου αλλά η μεγάλη παραγωγή της δεκαετίας του 60 δεν πρόκειται να επαναληφθεί. Νέοι κινηματογραφιστές καταθέτουν καινούργιες ιδέες και χαράζουν τη δική τους διαδρομή. Το ελληνικό σινεμά μπαίνει σε μια διαφορετική περίοδο. Τη μεταπολίτευση σφραγίζει ένα αριστούργημα του Θόδωρου Αγγελόπουλου, «Ο Θίασος» το 1975. Όμως αυτή η φόρα που παίρνει ο κινηματογράφος με τη μεταπολίτευση και την είσοδο νέων δημιουργών, δεν κρατάει για πολύ. Η τηλεόραση είναι νέο μέσο για την Ελλάδα και η άνοδος της μουδιάζει το κοινό που αποσύρεται σιγά σιγά από τις κινηματογραφικές αίθουσες. Η τηλεόραση επίσης απορροφάει πολλούς από τους δημιουργούς του κινηματογράφου. Η έλλειψη χρημάτων κάνει την κινηματογραφική παραγωγή να εξαρτάται όλο και περισσότερο από τις κρατικές επιχορηγήσεις.

Το κλείσιμο αυτή της δεκαετίας, σφραγίζεται το 1977 με το κύκνειο άσμα της θρυλικής «Φίνος Φίλμς» και την ταινία «Ο κυρ Γιώργης εκπαιδεύεται» με πρωταγωνιστή τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, η οποία αποτελεί στην ουσία και την ταφόπλακα του κλασικού ελληνικού κινηματογράφου που άνθισε την δεκαετία του 60.

Η διεθνής άνθηση του νέου ελληνικού κινηματογράφου

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, η θεσμοθέτηση του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, άρχισε να προωθεί τον ελληνικό κινηματογράφο στο εσωτερικό της χώρας αλλά και το εξωτερικό.

Στα χρόνια που πέρασαν, το ελληνικό σινεμά βίωσε μεγάλες στιγμές επιτυχίας, όπως εκείνες που σηματοδότησαν οι ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου και του Γιώργου Λάνθιμου. Σήμερα. «μετρά» στο ενεργητικό του μια μεγάλη φετινή ευτυχή συγκυρία, με συμμετοχή ταινιών ελληνικού ενδιαφέροντος σε πολλά τμήματα του φεστιβάλ των Καννών !!!

Ο πρόεδρος του Δ.Σ. του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου Μάρκος Χολέβας, τονίζει ότι «η ελληνική παραγωγή εμπλέκεται πλέον με την ευρωπαϊκή, σε επίπεδο συμπαραγωγών, ενώ διευρύνονται οι ελληνικού ενδιαφέροντος παραγωγές και έτσι είναι σίγουρο ότι η παρουσία του ελληνικού κινηματογράφου κόσμου είναι πιο έντονη και θα είναι πιο σταθερή».

Η δεκαετία του 80
Η «Καθίζηση»

Η Απαρχή της δεκαετίας του 1980 θα συνδεθεί με την εισβολή της εκτός της ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ και του βίντεο στο Ελληνικό σπίτι.

Αρχές της δεκαετίας του ’80 και η Ελλάδα βαριέται. Μέχρι τη στιγμή που μπαίνει στο σπίτι ένα παράξενο μαύρο κουτί. Το λένε βίντεο και θεωρείται μεγάλη υπόθεση να κατέχεις ένα. Οι μαμάδες σιδερώνουν τα πετσετάκια για να το βάλουν στην καλύτερη θέση στο σαλόνι. Οι μπαμπάδες και τα παιδιά τρέχουν να γραφτούν μέλη στις βιντεολέσχες. Αυτό που θα ακολουθούσε ήταν έξω από κάθε φαντασία και πέρα από κάθε περιγραφή.

Τη δεκαετία του ’80 οι κινηματογραφικές αίθουσες ήταν άδειες, η τηλεόραση δεν είχε τίποτα αξιόλογο και έκλεινε νωρίς, το βίντεο γινόταν μόδα, ανέβαινε ως αξία, πίστευες πως σου είναι απαραίτητο. Τα βιντεοκλάμπ ξεφύτρωναν παντού, ήταν τέτοια η ζήτηση που ακόμα και μίνι μάρκετ ή καταστήματα ηλεκτρικών ειδών δημιουργούσαν τμήματα βιντεοκασέτας. Οι αμερικάνικες ταινίες κάθε είδους ήταν περιζήτητες.

Τότε προέκυψε η ανάγκη για διασκέδαση που να μιλά τη γλώσσα του λαού. Οι πρώτοι που έσπευσαν να την καλύψουν ήταν τα ιερά τέρατα της παλαιάς κινηματογραφικής δόξας που βρισκόταν στο σπίτι τους νοσταλγώντας τις παλιές καλές μέρες. Αντιγράφοντας τους αμερικανούς ομολόγους τους σκέφτηκαν πως ίσως δεν ήταν άσχημη κάποια νεανική φαρσοκωμωδία από αυτές που έσκιζαν διεθνώς.

Όταν προβλήθηκε στις αίθουσες το «Βασικά καλησπέρα σας», με ήρωα έναν ραδιοπειρατή με διχτυωτή μπλούζα, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τη συνέχεια. Ήταν όμως συνταρακτική. Οι πρώτες ταινίες κοινωνικού προβληματισμού, με target group στους νέους, είχαν γεννηθεί.

Ενδεικτικά αξίζει κανείς να αναφέρει «Τα Τσακάλια», γύρω από τη μάστιγα των ναρκωτικών, το «Θύρα 7», σχόλιο πάνω στο δαιδαλώδες πρόβλημα του Χουλιγκανισμού, τις «Φυλακές Ανηλίκων» για τη νεανική παραβατικότητα, αλλά και ταινίες όπως το «Ρόδα Τσάντα και Κοπάνα», γιατί και η κωμωδία είναι απαραίτητη.

Η ακμή

Σύντομα άρχιζαν να γυρίζονται οι πρώτες ταινίες αποκλειστικά για χρήση βίντεο, αν και πότε-πότε κάποια από αυτές λοξοδρομούσε για ένα μικρό διάστημα στα σινεμά. Άρχισε επίσης να ξεκαθαρίζει το τι όριζε το σύμπαν της βιντεοκασέτας.

Οι χαρακτήρες σπάνια γνώριζαν άλλη λέξη εκτός από τη γνωστή με τα 3 «α», το όνειρό τους ήταν να αγοράσουν χιλιάρα μηχανή, να κερδίσει η ομάδα τους το πρωτάθλημα, να κάνουν δική τους εκείνη που αγαπούσαν χωρίς ανταπόκριση. Ήταν κοινωνικοί, έβγαιναν το βράδυ, πολλές σκηνές γυρίστηκαν στις ντισκοτέκ “Ντόριαν Γκρέι” και στην “Μπαρμπαρέλα”, ενώ δεν έλειπαν και τα κοινωνικό-πολιτικά σχόλια. Ζητήματα της εποχής, όπως η παιδεία, τα ναρκωτικά, η ανεργία, ο χουλιγκανισμός ήταν θέματα που απασχολούσαν τους ήρωες.

Μια νέα γενιά ηθοποιών άρχιζε να ανεβαίνει στα πράγματα. Η θέα και μόνο του Στάθη Ψάλτη έκανε το κοινό να γελάει. Ο Πάνος Μιχαλόπουλος τρύπωσε σε χιλιάδες κοριτσίστικα όνειρα.ν.

Ο Σταμάτης Γαρδέλης, που είχε κάτι πιο τηνέιτζερ στην εμφάνισή του, λάμπρυνε με την παρουσία του δεκάδες εξώφυλλα στη Σούπερ Κατερίνα. Υπήρχαν κι άλλοι, όπως ο Στηβ Ντούζος, ο Νίκος Πετρόχειλος, που ξεστόμισε μερικές από τις σημαντικότερες ατάκες στα αριστουργήματα του είδους, ο Νίκος Παπαναστασίου που διέπρεψε ως ξενομανής-εισαγόμενος.

Την εποχή της δόξας πολλά από τα ιερά τέρατα του Φίνου όπως Βουτσάς, Μουστάκας, Ρίζος, αναγκάστηκαν να παίξουν στο βίντεο στηρίζοντας εξωφρενικά σενάρια και πλαισιωμένοι από τα καυτά θηλυκά της εποχής.
Μέσα στις ταινίες της ακμής όπως ήταν αναμενόμενο ακούγονταν πολλά τραγούδια καθώς ορισμένοι από τους χαρακτήρες διέθεταν ή πειρατικό σταθμό ή ροκ συγκρότημα. Εκεί δόθηκαν έξοχα δείγματα σύγχρονης στιχουργικής, που από σπόντα έφερε στις βιντεοκασέτες κάτι από την αισθητική της γενιάς του χάους. Τα χρόνια εκείνα ήταν αδύνατο καλλιτέχνες του εμπορικού σινεμά να ξεφύγουν από τη χιονοστιβάδα του βίντεο.

Η παρακμή

Λίγο πριν η εποχή αυτή τελειώσει, νέο αίμα εισέβαλε στον πλανήτη της βιντεοκασέτας, που έμελλε να τη συνοδεύσει μέχρι τέλους.

Το κοινό είχε αρχίσει να κουράζεται ενώ έγινε πραγματικότητα η ιδιωτική τηλεόραση που έφερε επανάσταση στα ελληνικά ήθη και έθιμα. Η θεματολογία κατρακυλούσε προς την αθλιότητα. Μερικοί από τους τότε πρωταγωνιστές εξαφανίστηκαν ενώ κάποιο άλλοι έκαναν στροφή στις επιθεωρήσεις ή τηλεοπτικά σίριαλ …..και αν σε κάποια βιντεοκλάμπ υπάρχει ακόμη το ελληνικό τμήμα της εποχής, μάλλον θα είναι μέσα στη σκόνη.

 Αφού λοιπόν η  δεκαετία του ‘80 στιγματίζεται από την κυριαρχία του βίντεο, έχουμε τη  μεγαλύτερη παραγωγή ταινιών με πολύ κακής ποιότητας υλικό. Είναι η δεκαετία που οι ταινίες διακρίνονται για το καυστικό περιεχόμενο που κέντριζε τα κακώς κείμενα ή για το «ό,τι να’ ναι» περιεχόμενο τους που συνήθως έκανε έξαλλους τους διανοούμενους της εποχής! Οι κινηματογράφοι ο ένας μετά τον άλλο μετατρέπονται σε σούπερ μάρκετ. Το σινεμά μοιάζει να περνάει μια περίοδο νάρκης. Για να ξεκινήσουμε όμως το ταξίδι στον κόσμο του cult , θα χρειαστεί οπωσδήποτε φραπεδιά (όχι καπουτσίνο! χαλάει την ατμόσφαιρα της 80-ίλας). Ταινίες όπως «Ρόδα τσάντα και κοπάνα»«Βασικά καλησπέρα σας»«Τα τσακάλια»«Kαμικάζι… Αγάπη μου» είναι μερικές από τις ταινίες που αναδεικνύουν μια νέα γενιά ηθοποιών όπως ο Πάνος Μιχαλόπουλος, η Καίτη Φίνου, ο Σταμάτης Γαρδέλης, και η Ρένα Παγκράτη. Μουστάκας,  Ντούζος, Μιχαλόπουλος φέρνουν ταινίες κοινωνικού προβληματισμού, σχολείων και ντισκοτέκ, παπαδίστικες κομπανίες.

Ταυτόχρονα καθιερώνονται νέα αστέρια της εποχής όπως ο Στάθης Ψάλτης, ο Μιχάλης Μόσιος, ο οποίος δημιουργεί τον χαρακτήρα του «Ταμτάκου», ο Κώστας Τσάκωνας και ο Xάρρυ Kλυνν που δημιουργεί το χαρακτήρα του «Τραμπάκουλα» στην ταινία «Αλαλούμ» το 1982. Παρόλα αυτά δεν είναι λίγοι οι δημιουργοί που επιμένουν και καταφέρνουν να ξαναβραβευτεί το ελληνικό σινεμά στο εξωτερικό και να φέρουν εκ νέου το κοινό στις αίθουσες.

Γενικά όμως ο  Κόσμος σταδιακά αποτραβιέται από τις Κινηματογραφικές αίθουσες, η Κοινωνία ξεκινάει το μακρύ της ταξίδι στην εσωστρέφεια, οι παλιές γειτονιές της δεκαετίας του 1970 πεθαίνουν σταδιακά και ο Κινηματογράφος αρχίζει να στερείται από το “οξυγόνο” του, που δεν είναι άλλο από τους θεατές.

Μια περίοδος που διαπερνάει όλη τη δεκαετία του 1980 και λειτουργεί σπάζοντας το Κοινό στα δύο: Στο ψαγμένο και απαιτητικό κοινό του Ν.Ε.Κ. και το “ξέγνοιαστο” εύκολο κοινό της Βιντεο-ταινίας η οποία κι αυτή με τη σειρά της δίνει και αρκετά καλά δείγματα και αποκτά φανατικούς θαυμαστές που παραμένουν ακόμα και σήμερα.

Μερικές από τις αξιοπρόσεκτες παραγωγές αυτής της δεκαετίας στον κινηματογράφο, αποτελούν οι ταινίες «Παραγγελιά» που βασίζονταν στην πραγματική ιστορία του Σπύρου Κοεμτζή και η «Λούφα και παραλλαγή» που γυρίστηκε λίγα χρόνια αργότερα και σατίριζε τα τηλεοπτικά πράγματα επί δικτατορίας. Μια ακόμα όαση στην κινηματογραφική ξηρασία της εποχής αυτής, αποτέλεσε και το «Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη.  Ο Βέγγος συνεχίζει να κάνει με επιτυχία περισσότερες κωμωδίες, αλλά αυτή τη φορά προσθέτοντας δραματικά στοιχεία, δείχνοντας ένα πιο κοινωνικό πρόσωπο. Την δεκαετία αυτή σφραγίζει και η κωμωδία του Θόδωρου Μαραγκού «Μάθε παιδί γράμματα», με πρωταγωνιστές τους Βασίλη Διαμαντόπουλο, Νίκο Καλογερόπουλο και Κώστα Τσάκωνα. Ο Βέγγος συνεχίζει με επιτυχία περισσότερες κωμωδίες, αλλά αυτή τη φορά με δραματικά στοιχεία.

Σύγχρονος Ελληνικός Κινηματογράφος

Η δεκαετία του 1990

Από την ανυποληψία στις αρχές της αναγέννησης με στροφή στη θεματολογία

Η γενικότερη κινηματογραφική ανομβρία της δεκαετίας του ‘80 δείχνει έντονα τα σημάδια της και στην επομένη δεκαετία ερχομός της ιδιωτικής τηλεόρασης θα απορροφήσει μεγάλο μέρος των ατόμων που εργάζονται στον χώρο καθώς και θα μονοπωλήσει το ενδιαφέρον του κοινού με την πλειάδα των προγραμμάτων και των τηλεοπτικών σειρών που εισάγει. Η εγχώρια παραγωγή κάνει ωστόσο τα πρώτα συστηματικά ανοίγματά της στην Ευρώπη και στη διεθνή συμπαραγωγή, ενώ εμφανίζεται ολοένα και ισχυρότερος ο θεσμός του ιδιώτη παραγωγού.

Στα τέλη της δεκαετίας του 90′ και μετά από μια χρονική περίοδο «κινηματογραφικής κάμψης» η Ελληνική παραγωγή επαναφέρει τους σινεφίλ στις κινηματογραφικές αίθουσες. Από το 1990 κι έπειτα υποχωρεί όλο και περισσότερο η «ιστορική» θεματολογία και στο στόχαστρο των δημιουργών είναι πλέον ο άνθρωπος με τα προβλήματα και τις ανησυχίες του, ως μέλος της κοινωνίας.

Η Δεκαετία αυτή έρχεται να αμβλύνει τα χαρακτηριστικά του Ν.Ε.Κ. και τις αναζητήσεις του αλλά να κάνει την Ελληνική Κινηματογραφική παραγωγή πιο συστηματική, να κάνει ανοίγματα συμπαραγωγής με τον Ευρωπαϊκό χώρο και συνάμα να σπάει και τα σύνορα της διάκρισης. Οι ελληνικές ταινίες προβάλλονται σε φεστιβάλ όλου του κόσμου, με την στη πλειονότητα τους ωστόσο να είναι μικρά φεστιβάλ.

Στη δεκαετία αυτή, θα εμφανιστούν και με σχετική εμπορική επιτυχία ο Περικλής Χούρσογλου με το «Λευτέρη Δημακόπουλο», ο Σωτήρης Γκορίτσας με το «Βαλκανιζατέρ», η Όλγα Μαλέα με τον «Οργασμό της Αγελάδας», η Κατερίνα Ευαγγελάκου με τον «Ιαγουάρο», ο Αντώνης Κόκκινος με το «Τέλος εποχής».
Ένα νέο είδος που εμφανίζεται έντονα στα τέλη της δεκαετίας είναι η σεξοκωμωδία, που συνδύασε, με σχηματικό τρόπο, την κωμωδία με τον ερωτισμό και πραγματοποίησε μια μαζική, σχεδόν ισοπεδωτική εμφάνιση στο κινηματογραφικό στερέωμα. Οι ταινίες αυτές είναι απλοϊκές και αισθητικά άκομψες, είτε στη σκηνοθεσία, είτε στη σύλληψη. Ενώ θα μπορούσαν να είναι αιχμηρές και ηθικο-ιδεολογικά προκλητικές ταινίες. Η ταινία-φαινόμενο αυτής της τάσης είναι το «Safe sex», των Ρέππα-Παπαθανασίου που ξεπέρασε το 1.000.000 εισιτήρια κι αποτελεί την μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία όλων των εποχών. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ταινία είναι κομβικής σημασίας καθώς σηματοδότησε ουσιαστικά την αναγέννηση του ελληνικού κινηματογράφου.

Ακτίδα φωτός , ο κορυφαίος της περιόδου ο ΘΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ που συνεχίζει την παγκόσμια καθιέρωσή του και το 1998 στο τέλος μιας μεγάλης εποχής βραβεύεται με ΧΡΥΣΟ ΦΟΙΝΙΚΑ στο “ΜΙΑ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ”.  Ο Αγγελόπουλος παραδίδει μια ταινία, ποιητικό στοχασμό, πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη και τα όριά της, αφήνοντας παρακαταθήκη το μεγάλο ερώτημα: τι είναι το αύριο και πόσο διαρκεί.

 Εξίσου σημαντικές ταινίες του:
«Το Μετέωρο βήμα του Πελαργού» (1991) χωρίς να διευκρινίζει την πόλη όπου
τοποθετείται η ταινία, φτιάχνει ένα έργο-μεταίχμιο πάνω στην απελπισία του
τέλους του αιώνα και τη διασταύρωση δύο όμορων πολιτισμών, θεματολογία που
απασχόλησε ιδιαίτερα τον Ελληνικό Κινηματογράφο λόγω της εισροής
μεταναστευτικών πληθυσμών και των κοινωνικών αντιγνωμιών που επέφεραν. Μια
άλλη ταινία του σκηνοθέτη ήταν «Το βλέμμα του Οδυσσέα» το οποίο είχε μια
τεράστια εισπρακτική πορεία σε όλον τον κόσμο και ήταν η πρώτη φορά που ο
Αγγελόπουλος συνεργάστηκε με Αμερικάνους παραγωγούς και με πρωταγωνιστή
τον Harvey Keitel.

Ο Παντελής Βούλγαρης σημαδεύει επίσης αυτήν την δεκαετία με
την ανθρωποκεντρική σπονδυλωτή ταινία του «Όλα είναι δρόμος» του 1998.
Άλλες αξιόλογες προσπάθειες αυτής της δεκαετίας είναι το «Από την άκρη της πόλης» του Κων/νου Γιάνναρη που παρουσιάζει μια παρέα Ρωσσοπόντιων που έρχονται στην
Ελλάδα για μια καλύτερη ζωή και καταλήγουν αντ’ αυτού στο περιθώριο. Ο
Γιάνναρης θέτει διαχωριστικές γραμμές ακόμη και στα άτομα που ανήκουν στην
ίδια κοινότητα. Από τη μια πλευρά οι γονείς που κυνηγούν το μεροκάματο και από
την άλλη οι νέοι που αναλώνουν τη ζωή τους στα ναρκωτικά και την πορνεία. Η
ταινία που προβλήθηκε το 1998, απέκτησε θετικές κριτικές, ενώ συμμετείχε και στο
επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Βερολίνου.

Στο ίδιο φεστιβάλ συμμετείχε και ένα χρόνο νωρίτερα το «My sweet home» του Φίλιππου Τσίτου.
Τέλος ο μικρός πρωταγωνιστής της ταινίας της Πέννυς Παναγιωτοπούλου «Δύσκολοι
αποχαιρετισμοί: ο μπαμπάς μου», Γιώργος Καραγιάννης, απέσπασε το πρώτο
βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο.

Η κρατική επιχορήγηση και γενικότερα η εμπιστοσύνη προς τους νεότερους
σκηνοθέτες παραμένει ένα μεγάλο αγκάθι για τον Ελληνικό Κινηματογράφο.

Ένα νέο είδος που εμφανίζεται έντονα αυτή την δεκαετία είναι η σεξοκωμωδία, που
συνδύασε, με σχηματικό τρόπο, την κωμωδία με τον ερωτισμό και πραγματοποίησε
μια μαζική, σχεδόν ισοπεδωτική εμφάνιση στο κινηματογραφικό στερέωμα,
ιδιαιτέρως, μετά τη διανομή του «Safe sex» (Ρέππας-Παπαθανασίου). Συνήθως οι
σύγχρονες ελληνικές σεξοκωμωδίες ακολουθούν συγκεκριμένους αισθητικούς
κανόνες που αποσκοπούν στη σίγουρη εμπορική επιτυχία, με την χρήση
αθυροστομιών και χοντροκομμένων (τις περισσότερες φορές) σεξουαλικών αστείων.Οι ταινίες αυτές είναι απλοϊκές και αισθητικά άκομψες, είτε στη σκηνοθεσία, είτε
στη σύλληψη.

Παρόλα τα αρνητικά που τους καταλογίζονται, τα φιλμ αυτά κατάφεραν να φέρουν
ένα μεγάλο μέρος του κοινού της τηλεόρασης στις αίθουσες και να
αναζωογονήσουν οικονομικά ένα μέρος των ελληνικών παραγωγών. Έσπρωξαν
νέους θεατές προς τις υπόλοιπες, πιο φιλόδοξες καλλιτεχνικά ελληνικές ταινίες και
προς το διεθνή κινηματογράφο που προβάλλεται στα σινεμά.

Στο παρακάτω αρχείο θα δούμε πληροφορίες για αρκετές από τις προαναφερόμενες ταινίες από τη δεκαετία του 1960 και μετά .Οι ταινίες επιλέχτηκαν σύμφωνα με την διεθνή αναγνώριση, τα βραβεία, τις κριτικές και τέλος από το πόσο αγαπήθηκαν απ’ το κοινό. Όλες οι πληροφορίες βρέθηκαν στο internet καιδεν καλύπτονται από καμιά άδεια χρήσης. Ο συντάκτης Μυλωνόπουλος Θωμάς καθηγητής πληροφορικής ζητά την κατανόησή μας για τις περιορισμένες τεχνικές γνώσεις του, τις αβλεψίες και τις παραλείψεις στο τεράστιο θέμα που προσπάθησε να καλύψει.



Λήψη αρχείου

Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ του 21ου ΑΙΩΝΑ

Το Ελληνικό σινεμά στο μιλένιουμ (2000 έως σήμερα)

O Nέος αιώνας σηματοδοτεί κάποιες σημαντικές αλλαγές στον Ελληνικό Κινηματογράφο, που τώρα πλέον εγκαταλείπει το κλίμα του Ν.Ε.Κ. και την πληθώρα των συντελεστών του και ξανοίγεται σε νέα πεδία. Ορισμένα του χαρακτηριστικά είναι η άμεση βελτίωση των τεχνικών μέσων παραγωγής και η αύξηση της παραγωγής ταινιών.

Οι νέες γενιές και η τεχνολογία απελευθέρωσαν τα μέσα δημιουργίας με αποτέλεσμα να μην είναι πια τόσο εσωστρεφής η ελληνική κινηματογραφική πραγματικότητα και παραγωγή. Αντιθέτως, οι συμπαραγωγές ενθαρρύνονται και ευδοκιμούν και δημιουργείται αυτή η ώσμωση που εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια.

Ο Σύγχρονος Ελληνικός Κινηματογράφος παλινωδεί ανάμεσα σε πρόχειρες εμπορικές παραγωγές που δεν έχουν τίποτα να πουν και μάλιστα θα έλεγε κανείς ότι περισσότερο μοιάζουν στη φιλοσοφία μιας τηλεοπτικής μίνι σειράς και σε σοβαρές προσπάθειες να χτιστεί ένα κύρος και μια συνέχεια ταυτότητας.

Μετά το 2000, η παραγωγή ταινιών αρχίζει σχετικά να σταθεροποιείται και να φτάνει περίπου τις 20 το χρόνο. Αρχίζει σταδιακά να υπάρχει μια άνοδος στην ποιότητα της παραγωγής, με ταινίες που δημιουργούν μια κάποια αίσθηση τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Μέσα σε αυτήν την διαπάλη, που συνεχίζεται και στις μέρες μας, ξεχώρισαν πάρα πολλές ταινίες. Παρότι δε μπορούμε ακόμα να μιλάμε για ελληνικό κινηματογράφο με σταθερή ανοδική πορεία και σοβαρή, αδιάσπαστη εγχώρια παραγωγή, ταινίες όπως η «Πολίτικη κουζίνα» του Τάσσου Μπουλμέτη,  με 1.600.000 εισιτήρια, αριθμός τεράστιος, οι «Νύφες» του Παντελή Βούλγαρη, με 700.000 εισιτήρια και ο “EL GRECO” με 800.000 εισιτήρια αντίστοιχα.

Επίσης το «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη, το «Hardcore» του Ντένη Ηλιάδη, το «Miss Violence» του Αλέξανδρου Αβρανά που βραβεύτηκε με τον Αργυρό Λέοντα στο φεστιβάλ της Βενετίας, αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός δυναμικού δημιουργικού ρεύματος κι ενός ελληνικού κινηματογράφου που απαιτεί να αποκτήσει χαρακτήρα και κύρος.

Βέβαια εδώ να προσθέσουμε πως οι περισσότερες από τις ταινίες αυτής της δεκαετίας ξεφεύγουν από τις κλασσικές «νόρμες» του νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, δημιουργώντας έναν νέο, νέο ελληνικό κινηματογράφο, πιο παγκοσμιοποιημένο, με διαφορετικά άγχη και αγωνίες, αλλά εξίσου ποιοτικό. Παρότι τα προβλήματα παραμένουν τα ίδια, η νέα γενιά δημιουργών επιμένει σε πείσμα των συνθηκών να δημιουργεί έργα υψηλού επιπέδου.

Η πρόσφατη διεθνής επιτυχία των ταινιών «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου, με τη βράβευση στο φεστιβάλ των Καννών, αλλά και την υποψηφιότητα της για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, της «Στρέλλα» του Πάνου Κούτρα στο φεστιβάλ του Βερολίνου και της «Ακαδημία Πλάτωνος» του Φίλιππου Τσίτσου στο φεστιβάλ του Λοκάρνο, ξαναέφερε το ενδιαφέρον του κοινού στο σοβαρό εγχώριο κινηματογράφο και αναμένεται να παίξει κάποιο ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις. Όπως και να έχει, έχοντας μπει πλέον στην επόμενη δεκαετία φαίνεται αναγκαία πια, μια ριζική αλλαγή στο πως έχουν τα πράγματα καθώς το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου ακόμα φαντάζει ασαφές.

Γενικευμένο ενδιαφέρον αλλά και μεγάλο ενδιαφέρον για ντοκιμαντέρ

Σε ό,τι αφορά τα είδη που γνωρίζουν άνθηση, η κ. Καρτάλου σημειώνει ότι «υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για ντοκιμαντέρ μικρού μήκους και μεγάλους μήκους αλλά και για τη μυθοπλασία, ωστόσο η δραστηριότητα είναι γενικευμένη και όχι μια τάση – μονόδρομος». Αναφέρει ακόμη ότι το είδος ξεφεύγει πλέον από το δίπολο δραματικής ή μελοδραματικής έκτασης και θεωρεί ότι το πιο ισχυρό είδος στο ελληνικό σινεμά είναι το φεστιβαλικό καθώς οι ελληνικές ταινίες έχουν πολύ καλή διείσδυση στα φεστιβάλ όλου του κόσμου, γεγονός που ισοδυναμεί μια μια απόδειξη ποιότητας.

220602CannesStudioGreece02

Στο ίδιο μήκος κύματος και η κ. Jalladeau εκτιμά ότι «η δυναμική που έχει αναπτυχθεί δεν εξαντλείται στις ταινίες μυθοπλασίας, αλλά χάρη στις διεθνείς συμπαραγωγές τα ελληνικά ντοκιμαντέρ ανεβαίνουν διαρκώς επίπεδο, αποκτώντας πρόσβαση και απήχηση σε διεθνές κοινό».

Η γενική διευθύντρια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Εlise Jalladeau, υπογραμμίζει ότι «η ελληνική παρουσία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών είναι εξαιρετικά σημαντική και έχει αντίκτυπο σε παγκόσμιο επίπεδο, ωστόσο αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής για την ενίσχυση και την προβολή του ελληνικού κινηματογράφου που το Φεστιβάλ αναπτύσσει διαρκώς».

Η ίδια τοποθετεί την έναρξη της πορείας αυτής στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας και τονίζει: «τα τελευταία δέκα χρόνια, το ελληνικό σινεμά έχει γνωρίσει μια άνθηση που έχει “αγγίξει” τα όρια της πολιτισμικής επανάστασης. Μια ολόκληρη γενιά από νέους σκηνοθέτες έχουν κάνει την εμφάνισή τους τόσο στον χώρο του ντοκιμαντέρ όσο και στη μυθοπλασία και μπορώ με περηφάνια να πω ότι το Φεστιβάλ έχει διαδραματίσει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο σε αυτή την έκρηξη μέσα από τις αναπτυξιακές δράσεις της Αγοράς, που έχουν ευθεία διασύνδεση με τη βιομηχανία του σινεμά».

220602CannesPalaisDuFestival

Όταν όλα ήταν κλειστά, ανοιχτά ήταν μόνο τα σούπερ μάρκετ, τα φαρμακεία και τα μέρη για γυρίσματα

Η γενική διευθύντρια του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου Αθηνά Καρτάλου επισημαίνει, εξάλλου, τις αισιόδοξες προοπτικές του κινηματογραφικού κλάδου, αναφέροντας ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όταν όλα ήταν κλειστά, ανοιχτά ήταν μόνο τα σούπερ μάρκετ, τα φαρμακεία και τα μέρη για γυρίσματα. Μέσα σε αυτό το κλίμα διαμορφώνονται ανάγκες για όλες τις ειδικότητες που έχουν να κάνουν με το κινηματογραφικό συνεργείο, προοπτικές για εξειδικεύσεις γύρω από τα κινηματογραφικά αντικείμενα και ευκαιρίες για ανθρώπους που επιθυμούν να μάθουν περισσότερα για το επάγγελμα αυτό δουλεύοντας στην πράξη. Απευθυνόμενη σε γονείς, σημειώνει ότι «θα μπορούσε ένας γονιός που το παιδί του επιλέγει κάτι τέτοιο να μην νιώσει απελπισμένος» και θεωρεί ως την καλύτερη λύση «την απόκτηση ενός εξειδικευμένου μεταπτυχιακού μετά από το βασικό πτυχίο», με προϋπόθεση πάντα να αγαπά κανείς με πάθος το σινεμά.

Το ζητούμενο για το αύριο

Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Χολέβας τονίζει ότι το ζητούμενο για το αύριο είναι η εξασφάλιση σταθερών πόρων ώστε να είναι εφικτός ο προγραμματισμός των φορέων του οπτικοακουστικού τομέα, ενώ ιδιαίτερη σημασία αποδίδει και στην «καλλιτεχνική μαγιά» της χώρας που μπορεί να προσφέρει την ανανέωση στο χώρο και να διαμορφώσει τις νέες τάσεις του μέλλοντος.

Την ανάγκη ενίσχυσης της κινηματογραφικής εκπαίδευσης επαγγελματιών υπογραμμίζει και η κ. Jalladeau, με στόχο, όπως λέει, την ενδυνάμωση των κινηματογραφικών παραγωγών. Σημειώνει, τέλος, ότι «στη μετά – covid εποχή είναι σημαντικό να ενισχυθεί η κινηματογραφική αίθουσα, και γι’ αυτόν τον σκοπό θα πρέπει να υπάρχουν συνεργασίες με διανομείς και αιθουσάρχες διεθνώς, ώστε να δημιουργηθεί ένα κινηματογραφικό οικοσύστημα, με δράσεις που θα κάνουν τη θέση στην αίθουσα ξανά ελκυστική για το κοινό…».

Πάμε λοιπόν να δούμε τις πιο εμπορικές ταινίες του Ελληνικού Κινηματογράφου:

#32 – Το Κλάμα Βγήκε απ’ τον Παράδεισο (2001) 500.000 εισιτήρια
#31 – Μικρά Αγγλία (2013) με 500.000 εισιτήρια

#30 – Η Νήσος / Νήσος (2009) με 510.343 εισιτήρια
#29 – Ένα Αστείο Κορίτσι (1970) με 549.614 εισιτήρια
#28 – Το Δόλωμα (1964) με 557.303 εισιτήρια
#27 – Τζένη Τζένη (1966) με 587.323 εισιτήρια
#26 – Το χώμα βάφτηκε κόκκινο (1965) με 588.101 εισιτήρια
#25 – Χτυποκάρδια στο θρανίο (1963) με 591.675 εισιτήρια

#25 – Κοινωνία ώρα μηδέν (1966) με 596.298 εισιτήρια
#24 – Αν… (2012) με 600.000 εισιτήρια
#23 – ΟΧΙ (1969) με 602.264 εισιτήρια
#22 – Μια κυρία στα μπουζούκια (1968) με 615.483 εισιτήρια
#21 – Ραντεβού στον Αέρα (1966) με 617.423 εισιτήρια

#20 – Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο (1980) με 618.533 εισιτήρια
#19 – Κορίτσια για Φίλημα (1965) με 619.236 εισιτήρια
#18 – Η Νεράιδα και το Παλικάρι (1969) με 625.540 εισιτήρια
#17 – Οι Γενναίοι του Βορρά (1970) με 626.676 εισιτήρια
#16 – Τι Έκανες στον Πόλεμο, Θανάση; (1971) με 640.471 εισιτήρια

#15 – Ορατότης Μηδέν (1969) με 640.720 εισιτήρια
#14 – Το Πιο Λαμπρό Αστέρι (1967) με 652.661 εισιτήρια
#13 – Η Κόρη Μου Η Σοσιαλίστρια (1966) με 659.671 εισιτήρια
#12 – Κάτι να Καίει (1964) με 660.791 εισιτήρια
#11 – Ένας Άλλος Κόσμος (2015) με 663.940 εισιτήρια

#10 – Στα Σύνορα της Προδοσίας (1968) με 710.995 εισιτήρια
#9 – Η Δασκάλα με τα Ξανθά Μαλλιά (1969) με 739.001 εισιτήρια
#8 – Λούφα και Απαλλαγή Αϊ Φορ (2008) με 750.000 εισιτήρια
#7 – Νύφες (2004) με 750.000 εισιτήρια
#6 – Η Αρχόντισσα και ο Αλήτης (1968) με 750.380 εισιτήρια

#5 – Υπολοχαγός Νατάσσα (1970) με 751.117 εισιτήρια
#4 – ElGreco (2007) με 1.200.000 εισιτήρια
#3 – Λούφα και Παραλλαγή: Σειρήνες στο Αιγαίο (2005) με 1.370.000 εισιτήρια
#2 – SafeSex (1999) με 1.500.000 εισιτήρια
#1 – Πολίτικη Κουζίνα (2003) με 1.560.000 εισιτήρια

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ έχει τεράστια καλλιτεχνική και πολιτιστική προσφορά όλα αυτά τα χρόνια της ύπαρξής του.

Έχει γαλουχήσει εκατομμύρια Ελλήνων, έχει γίνει κτήμα ζωής, έχει γίνει τρόπος ζωής και κουβέντας.

Και σίγουρα έχει υποτιμηθεί διεθνώς καθώς, αν είχε είτε περισσότερα μέσα αλλά και πιο οργανωμένη στήριξη θα είχε διεκδικήσει την έτσι κι αλλιώς μεγαλύτερη διάκριση που δικαιούται. Εμείς είμαστε εδώ για να τον ζούμε, να τον αγαπάμε, να συνοδεύει τις στιγμές μας.

Μέχρι σήμερα έχουν επίσημα προβληθεί 2751 ταινίες (η τελευταία το 1968). Από το 1980 δε βρήκαν αίθουσα περίπου 280 ταινίες.

Επιπλέον εκπαιδευτικό υλικό 

1.Δείτε την  ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου online, από τη σελίδα της Φίνος Φιλμ! 

Στη νέα της ιστοσελίδα υπάρχει σπάνιο υλικό του ελληνικού κινηματογράφου. Πατήστε στον σύνδεσμο: www.finosfilm.com,
Η καινούρια ιστοσελίδα της εταιρίας περιλαμβάνει λεπτομερή στοιχεία για τις 187 ταινίες της, 3000 σπάνιες φωτογραφίες, καθώς και πάνω από 200 βιογραφίες συντελεστών. Όπως μας ενημερώνει η ίδια η εταιρεία «το δύσκολο εγχείρημα της έρευνας, συλλογής και επεξεργασίας του σπάνιου αυτού υλικού ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια, με στόχο να προσφέρει στο κοινό έναν ψηφιακό τόπο που θα τιμά τόσο τον εμπνευστή και δημιουργό της Finos Film, Φιλοποίμενα Φίνο, όσο και όλους τους καλλιτέχνες που αποτέλεσαν την “ψυχή” των ταινιών της εταιρίας. Ο σχεδιασμός του νέου ιστότοπου βοηθά στην εύκολη πλοήγηση των χρηστών, με προχωρημένα εργαλεία αναζήτησης, ενώ παράλληλα επιτρέπει την ανάρτηση υλικού στο Facebook. Οι πιο θερμοί υποστηρικτές της FF μπορούν να γίνουν μέλη της FFανατικής κοινότητας, για να βαθμολογούν τις ταινίες και να μαθαίνουν πρώτοι τα νέα της εταιρίας. Το περιεχόμενο της ιστοσελίδας θα εμπλουτίζεται τακτικά με νέες βιογραφίες, αφιερώματα και κριτικές ταινιών, ενώ σύντομα θα προστεθεί και video υλικό.

2. Kastalia:
Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος όπως δεν τον έχετε …ξαναδεί

Μέσα από το youtube και το κανάλι Kastalia, ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος αναλύεται καρέ – καρέ, από ανθρώπους με αγάπη και μεράκι, όπου με κόπο επιμονή και υπομονή, επιχειρούν μια “βουτιά” στα άδυτα των ταινιών αυτών, των κινηματογραφικών στούντιο που γυρίστηκαν, στα μέρη όπου έγιναν τα εξωτερικά γυρίσματα, προσφέροντας ένα μοναδικό έργο που αγκαλιάζουν καθημερινά ολοένα και περισσότεροι λάτρεις του ελληνικού κινηματογράφου όλων των ηλικιών. Πρόκειται για ένα κανάλι που φιλοδοξεί να ασχοληθεί με αγάπη και σεβασμό με το θέατρο, τις ελληνικές ταινίες, τον κινηματογράφο γενικώς αλλά και την ιστορία.  Και το καταφέρνει με ένα μοναδικό τρόπο!

Ακούστε ΕΔΩ την εκπομπή η “Ώρα της Παιδείας” με θέμα τον Ελληνικό Κινηματογράφο

Μεγάλο μέρος του άρθρου  από τον ιστότοπο : “Ώρα της Παιδείας”

Αυτή η εργασία έχει άδεια χρήσης Creative Commons Αναφορά δημιουργού4.0.

Σχετικά με ΤΣΑΟΥΣΙΔΟΥ ΜΑΙΡΗ

Γεια σας,Ονομάζομαι Τσαουσίδου Μαίρη.  Υπηρετώ εδώ και 29 έτη  ως εκπαιδευτικός Φυσικής Αγωγής (ΠΕ11) στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση Ανατολικής Θεσσαλονίκης.  Ευελπιστώ να δημιουργήσω αλλαγές στον εαυτό μου και στη συνέχεια και στο περιβάλλον μου για το κοινό καλό, μέσα από το θετικό μετασχηματισμό στις σύγχρονες κοινωνίες, ειδικά σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή που βιώνουμε όλοι μας πλανητικά.

Είμαι παντρεμένη και έχω δυο παιδιά και ένα σκύλο και 2  γάτους!!!!! Μου αρέσει το θέατρο, τα ταξίδια, η κωπηλασία και το διάβασμα.
Αγαπώ πολύ τα παιδιά και εύχομαι να έχουμε ένα συναρπαστικό ταξίδι γνώσεων! Καλή αρχή σε όλους!

Αγαπημένο ρητό: «Το να ξεστομίζεις μια λέξη είναι σαν να χτυπάς μια νότα στο πληκτρολόγιο της φαντασίας.
Για όσα δεν μπορείς να μιλήσεις πρέπει να σωπαίνεις.»
Ludwig Wittgenstein


Περισσότερες πληροφορίες
Κατηγορίες: Κινηματογραφική παιδεία, Παγκόσμια & τοπική Πολιτιστική Κληρονομιά. Ετικέτες: . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.