Η γιορτή της Αποκριάς και η σχέση της με την διονυσιακή λατρεία

God is Dionysus 2 786x524

karnavali2

Παρότι θρησκειολογικές έρευνες και μελέτες των τελευταίων αιώνων έχουν αποδείξει ότι η διαμόρφωση του Χριστιανικού εορτολογίου βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στις γιορτές των αρχαιότερων θρησκειών, υπάρχει μια γιορτή που άντεξε στο χρόνο και διατηρείται αναλλοίωτη από τις αρχαίες εποχές.

Απόκριες, γιορτή πιο αρχαία κι απ’ τους Έλληνες

«Το καρναβάλι (με την έννοια της μεταμφίεσης) υπάρχει από τα προϊστορικά χρόνια και συναντάται σε όλες σχεδόν τις ηπείρους» σημειώνει ο Γιώργος Χατζηκυριάκος. «Κρατά από την εποχή του τοτεμισμού, τότε που οι άνθρωποι λάτρευαν τα ζώα και τα θεωρούσαν προστάτες τους. Αργότερα, τα ζώα έδωσαν τη θέση τους σε ανθρωπόμορφους θεούς, οι οποίοι όμως είτε συνέχισαν να έχουν κάποιο κτηνώδες χαρακτηριστικό (πόδια, κεφάλι, κέρατα, φτερά) είτε εμφανίζονταν στους ανθρώπους με τη μορφή του ζώου που τους αντιστοιχούσε. Όπως και να ‘χει, τα ζώα συνέχισαν να έχουν λατρευτικό χαρακτήρα και να αποτελούν σύμβολα πόλεων, λαών και πολιτισμών. Σε σχετικές τελετές οι άνθρωποι μεταμφιέζονταν σε ζώα, φορώντας το δέρμα τους και μιμούμενοι τα χαρακτηριστικά τους, επιδιώκοντας έτσι την ταύτιση.»

Πρωτεργάτης στη γιορτή και τα έθιμα της Αποκριάς ήταν ο θεός Διόνυσος, γιος του Δία και της Σεμέλης. Οι αρχαίοι του απέδιδαν πολλές ιδιότητες. Δεν ήταν μόνο θεός του κρασιού και του γλεντιού αλλά και θεός του θεάτρου, της τρέλας, της γονιμότητας, της θάλασσας, του θανάτου και της αναγέννησης. Η λατρεία του ξεκίνησε στη Θράκη και εξαπλώθηκε στη Στερεά Ελλάδα. Οι Αθηναίοι, παρότι συντηρητικοί, ασπάστηκαν τη λατρεία του, αφιερώνοντας του μεγάλες και πολυήμερες γιορτές.

Οι γιορτές αυτές έδωσαν τη σκυτάλη στα Βακχανάλια της Ρώμης, τα οποία συνδέθηκαν με τα Λουπερκάλια που γιορτάζονταν τον Φεβρουάριο και είχαν παρόμοια έθιμα ποιμενικής προέλευσης. Έπειτα ταξίδεψαν στη Δύση, όπου ενώθηκαν με άλλες τοπικές γιορτές που είχαν κοινό λατρευτικό χαρακτήρα.  Για άλλη μια φορά, σύμφωνα με τον κ. Χατζηκυριάκο, ο Διόνυσος, το πνεύμα του κεφιού και της χαράς, κατέκτησε τον κόσμο, όπως έκανε παλιότερα εκστρατεύοντας στα βάθη της Ασίας, έχοντας το κρασί για όπλο και τους γλεντοκόπους για στρατό.

Τα δρώμενα της αποκριάς έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία Ελλάδακαι στη λατρεία του Διονύσου αναφέρει και ο Αλέξης Τότσικας, «και σήμερα αποτελούν ένα ψηφιδωτό ιστορίας και λαογραφίας με ήθη και έθιμα σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Θεωρείται κατεξοχήν περίοδος εκτόνωσης, κατά την οποία οι άνθρωποι ξεφεύγουν από την καθημερινότητα και εξωτερικεύουν τα πάθη τους με τη βοήθεια της μεταμφίεσης.»

Οι αποκριές κατάγονται από τα Ανθεστήρια και από τα Μεγάλα Διονύσια. Πρόκειται για γιορτές που ανήκαν στις σημαντικότερες της αρχαίας Αθήνας προς τιμή του θεού Διόνυσου με εύθυμες λατρευτικές πομπές όπου συμμετείχαν χορευτές και τραγουδιστές, μεταμφιεσμένοι σε Σάτυρους και Κένταυρους καθώς και προσωπιδοφόροι άνδρες και γυναίκες. Τα Ανθεστήρια τελούνταν στην Αθήνα πολύ πριν οι Έλληνες εκστρατεύσουν στην Τροία δύο πανσέληνους μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο.

Το διάστημα αυτό θεωρούνταν η εποχή που ο Δίας ζευγάρωσε με τη Σεμέλη ή την Περσεφόνη και συνέλαβε το Διόνυσο, καθώς επίσης, και η εποχή που ο Διόνυσος ενώθηκε με την Αριάδνη. Γιορταζόταν, δηλαδή, η σύλληψη του Διονύσου αλλά
και η άνοδος του από τον Κάτω Κόσμο.
Είναι η εποχή που το κρασί έχει ωριμάσει κι είναι έτοιμο να το ποιούν, αλλά και να κάνουν τις πρώτες προσφορές καρπών για να έχουν καλή σοδειά. Η ίδια εποχή είναι
και η πιο σημαντική γιορτή των νεκρών, όχι μόνο επειδή ανέβηκε από τον Άδη ο Διόνυσος, αλλά και επειδή η Μητέρα Γη μαζί με τους καρπούς που προσέφερε, αγκάλιαζε και τους νεκρούς. Συνδύαζαν λοιπόν τη γιορτή προς τιμήν της ομορφιάς και της καρποφορίας της γης, έπιναν κρασί και γεύονταν κάθε ευχαρίστηση, χαιρετώντας παράλληλα και τους νεκρούς τους.

Οι αποκριές απαγορεύτηκαν από τη Χριστιανική εκκλησία ως παγανιστικό έθιμο.Επρόκειτο, όμως, για ένα βαθιά ριζωμένο στη συνείδηση του λαού έθιμο, για αυτό παρά τα αυστηρά μέτρα που πήρε η εκκλησία, επέζησε μέχρι σήμερα, προσαρμοσμένο στις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες. Οι τρεις μέρες των αρχαίων γιορτών έγιναν τρεις
εβδομάδες γιορτών σήμερα.

 

Η Αρχαία Καταγωγή  

ΔΙΟΝΥΣΟΣ – ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ

Ο Διόνυσος ήταν προπάντων θεός του κρασιού. Όμως κατά τους πρώτους χρόνους η εξουσία του απλώνονταν σ’ ολόκληρη τη φύση. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της λατρείας του είναι κάτι σαν εκστατικό παραλήρημα που κυριεύει τους πιστούς του, που φαντάζομαι μέσα στο μεθύσι τους πως και οι ίδιοι συμμετέχουν στη θεϊκή φύση του γιου της Σεμέλης και του Διός.

Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι ο άνθρωπος μπορεί να αποδώσει τα μέγιστα των δυνατοτήτων του, μόνο μέσω μανίας σε δόση θεϊκά ρυθμισμένη:

“νῦν δὲ τὰ μέγιστα τῶν ἀγαθῶν ἡμῖν γίγνεται διὰ μανίας θείᾳ μέντοι δόσει διδομένης”.

Δικαιολογεί δε τη φαινομενική αυτή παραδοξολογία του με το ότι η μανία είναι “θείο δώρο” και αναφέρει 4 τύπους “μανίας”: α) την προφητική (που εμπνέεται από τον Απόλλωνα), β) τη θρησκευτική (από τον Διόνυσο), γ) την ποιητική (από τις Μούσες) και δ) την ερωτική (από την Αφροδίτη και τον Έρωτα)

Ο Διόνυσος από άλλη άποψη ήταν και ο ευεργέτης της ανθρωπότητας. Τρέλαινε όσους ήταν αντίθετοι στη λατρεία του και δεν ήθελαν να συμμετάσχουν σ’ αυτή, από την άλλη όμως μεριά εξασφάλιζε την ησυχία και τη γαλήνη των πιστών του με τον πλούτο που χαρίζει η γεωργία.
Του απέδιδαν την εφεύρεση του αρότρου, όπου πρώτος αυτός έζεψε βόδια.
Ο Διόνυσος, συνέβαλε στην ανάπτυξη του πολιτισμού -υποβοηθώντας την ύπαρξη αρμονικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων- και την καλή διοργάνωση πόλεων, όπου παρουσιάζεται ως υπερασπιστής των αδυνάτων ενάντια σε όσους τους καταπιέζουν.
Σ’ όλους σχεδόν τους μύθους, ο Διόνυσος παρουσιάζεται ανάμεσα σε μια θορυβώδικη ακολουθία, όπου οι Μαινάδες αποτελούν το θηλυκό στοιχείο και οι Σάτυροι, οι Σειληνοί και ο Πάνας το αρσενικό.

Η Διονυσιακή “μανία” είναι ομαδική και μεταδοτική:

Η μανία του χορού κι η ομαδική υστερία οδηγεί κατευθείαν στην “κάθαρσιν”, δηλαδή: στην απελευθέρωση του ανθρώπου. Κι ο Διόνυσος είναι ο “Ελευθέριος” και ο “Λύσιος” θεός (δηλαδή, ο Απελευθερωτής θεός, που κάνει τον άνθρωπο να πάψει για λίγο να είναι ο εαυτός του και να απολυτρωθεί).

Στην αρχαία κοινωνία, με τις γυναίκες αυστηρά περιορισμένες στην οικογενειακή τους ζωή χωρίς πολιτικές και κοινωνικές δραστηριότητες, οι Μαινάδες ή Βάκχες, οι παράφορες γυναίκες με την εξημμένη φαντασία και τα διεγερμένα νεύρα, φαντάζουν σαν όντα μυθικά. Με θύρσους και λαμπάδες ακολουθούν τον αόρατο θεό και οδηγό τους, ψάλλοντας θρησκευτικούς ύμνους, χορεύοντας ξέφρενα και βγάζοντας άγριες κραυγές. Έτσι, με τη δύναμη του ξέφρενου χορού, την ομαδική υποβολή και την υστερία, γίνεται ο ποθητός διαχωρισμός της ψυχής από το σώμα και η ένωσή της με το θείο` η Διονυσιακή έκσταση πραγματώνει επιτέλους την πλήρη αλλοτρίωση της προσωπικότητας: “το εκτός εαυτού”.

Αυτοί οι “οργιαστικοί” χοροί συνοδεύονταν από αντίστοιχη “οργιαστική” μουσική που την έπαιζαν “οργιαστικά” όργανα, όπως: τα τύμπανα, τα κύμβαλα, τα χάλκινα κρόταλα και ο φρυγικός αυλός

Οι Μαινάδες, που ονομάζονταν επίσης και Βάκχες, ήταν Νύμφες. Οι Νύμφες είχαν αναθρέψει τον Διόνυσο στο βουνό Νύσα. Έγιναν οι πιστές ακόλουθες και συντρόφισσες του θεού του αμπελιού και τις βλέπουμε να καταγίνονται πρόθυμα με τον τρύγο, μαζί με τους Σειληνούς συχνά. Εμψυχωμένες από τον Διόνυσο, από το πνεύμα του θεού, ρίχνονταν αναμαλλιασμένες σε τρελές ορμητικές και ακανόνιστες διαδρομές, σαν με πηδήματα ελαφίνας, που προσπαθεί να ξεφύγει από την καταδίωξη του κυνηγού. Βγάζουν δυνατές κραυγές, χτυπώντας κρόταλα σαν μανιασμένες.

Στεφανωμένες με κληματόφυλλα ή με κισσό, φορούσαν, όπως ο Διόνυσος, νεβρίδα, φόρεμα ελαφρό που δεν θα τις εμπόδιζε να παραδίνονται στο χορό, το αγαπημένο τους γλέντι. Πολύ συχνά τις συνόδευαν ζώα. Γίδες, ελάφια, πάνθηρες, λιοντάρια, έχοντας κάποιες φορές στα χέρια τους και φίδια. Όπως ο ίδιος ο Διόνυσος κρατούν κι αυτές το θύρσο, που τον στολίζουν με κισσό ή και με κληματόφυλλα.
Ο τύπος των Μαινάδων με την επίδραση των ξένων στοιχείων είχε υποστεί βαθιές μεταβολές, καθώς οι τροποποιήσεις αυτές προερχόμενες από τα ξένα στοιχεία προπάντων της Φρυγίας και της Λυδίας είχαν επηρεάσει και τη λατρεία του Διονύσου. . Οι χοροί τους παίρνουν σχεδόν άγριο χαρακτήρα, που τρομάζει τους ασυνήθιστους σ’ αυτά πληθυσμούς.

Μαινάδα

Δίπλα στις Μαινάδες ως συμπλήρωμά τους στη συνοδεία του Διονύσου υπήρχαν όντα ειδικού χαρακτήρα, μισο-άνθρωποι και μισο-ζώα, οι Σάτυροι και οι Σειληνοί, που όντας στην αρχή ξεχωριστοί, κατέληξαν αργότερα να συγχέονται και να θεωρούνται όμοιοι. Είναι ιδιαίτερα γνωστοί από τις πολυάριθμες καλλιτεχνικές απεικονίσεις τους, παρά από λογοτεχνικές πηγές.

Η πατρίδα των Σάτυρων φαίνεται πως ήταν η Πελοπόννησος και ειδικότερα η Αρκαδία, που οι γεωργικοί της πληθυσμοί τους φαντάζονταν ως πνεύματα, δαίμονες που κατά προτίμηση διέμεναν στα δάση και τις κορυφές των βουνών. Τους έπλαθαν με τη φαντασία τους με κέρατα, μακριά ουρά και νύχια γαμψά ή νύχι δίχηλο στα πόδια, με αναλογίες πολλές με τράγους, ακόμα και στο λάγνο χαρακτήρα τους.

Οι Σειληνοί που κατάγονταν από τη Θράκη και τη Φρυγία ξεχώριζαν από τους Σάτυρους, μοιάζοντας πολύ με Κένταυρους. Είχαν αυτιά, ουρά, οπλές και κάποιες μάλιστα φορές και πόδια αλόγου. Παρουσιάζονταν με χαίτη και με ολόκληρο το κορμί τους τριχωτό.

Ο οργιαστικός χαρακτήρας της λατρείας του Διονύσου είναι ολοφάνερος. Η ύπαρξή του για τους πιστούς του είναι μια αδιάκοπη συνέχεια από θορυβώδη γλέντια, που κατέληγαν σε όργια, όπου προπάντων έπαιρναν μέρος οι γυναίκες. Από όπου πέρναγε ο Διόνυσος, συνέβαιναν θαυμαστά φαινόμενα. Πηγές κρασιού και νερού στο έδαφος κι από τα βράχια ανάβλυζαν κι από τα ποτάμια κυλούσε μέλι και γάλα. Κι ήταν τα κορφοβούνια αγαπημένος του τόπος διαμονής, όπου τελούνταν οι γιορτές του, κατά προτίμηση τη νύχτα.
Όμως ο ρόλος του Διονύσου δεν περιορίζεται στο να διώχνει θλίψεις και καημούς από τους ανθρώπους και να τους κάνει να ξεχνούν τις καθημερινές έγνοιες με τα χαρούμενα μεθύσια.

Σάτυρος

Ο Διόνυσος τιμωρούσε τους εχθρούς της λατρείας του, μεταδίδοντάς τους την ίδια φρενίτιδα που έπιανε τις Μαινάδες και σπρώχνοντάς τους σε πράξεις αλλόφρονες κι εξωφρενικές.
Μάλιστα η μανία των Μαινάδων δεν γνώριζε όρια. Ξεσκίζανε ζώα και έτρωγαν ωμές τις σάρκες τους. Δεν γλίτωναν μήτε οι άνθρωποι από τη φονική τους παράκρουση όπως στον μύθο του Ορφέα που τον κατασπάραξαν οι Βάκχες, οι μαινόμενες.

Τα Φαλλοφόρια

Τα Διονύσια ήταν πανελληνίες γιορτές προς τιμή του Διονύσου με σημαντικότερα κέντρα τους την Αθήνα, την Κόρινθο, τη Σμύρνη, την Κέρκυρα, τη Νάξο, τη Δήλο, τη Τήνο, τη Σικυώνα, τη Μίλητο και τη Βοιωτία.
Ο γενικός χαρακτήρας των Διονυσίων περιελάμβανε οινοποσία, ευθυμία, άκρατο ενθουσιασμό, κύμβαλα, τύμπανα, θιάσους, πομπές και διθυράμβους.
Στα «Μικρά» ή «κατ’ αγρούς» Διονύσια οι πανηγυριστές ανταλλάζανε σκώμματα και χειρονομίες με τους περαστικούς, ενώ γίνονταν πομπές κανηφόρων, μεταμφιέσεις, φαλλοφορίες και δραματικοί αγώνες προς τιμή του Θεού, αλλά και συμπόσια με μουσική και χορό. Οι κωμαστές μετά το τέλος του συμποσίου φορούσαν προσωπίδες και στεφάνους, έκαναν αγώνες λαμπαδηφορίας και μετά περιφέρονταν στους δρόμους
χορεύοντας και τραγουδώντας με τη συνοδεία μουσικής.
Στα «Μεγάλα Διονύσια τιμούσαν το Θεό ως «Ελευθερέα», με περιφορά του αγάλματος του Θεού και φαλλοφορία, θυσία ταύρου και θεατρικούς αγώνες στο θέατρο του Θεού, κάτω απ’ την Ακρόπολη.

Ο διθύραμβος, απ’ όπου γεννήθηκε η τραγωδία, είχε αρκετά κωμικά και σατυρικά στοιχεία.
Ήτανε τραγούδια πειραχτικά και βωμολοχικά, που τραγουδούσανε μπουλούκια από μεθυσμένους (κώμοι). Αυτοί περιέφεραν έναν φαλλό τεράστιο, ιερό σύμβολο για να έχει γονιμότητα η φύση. Μια σημερινή Αποκριά, αλλά πολύ πιο ελευθερόστομη. Η κωμωδία, που κατάγεται από τα φαλλικά, φαίνεται και στις φοβερές βωμολοχίες, στο λεγόμενο «κωμωδείν», και στο γεγονός ότι οι υποκριτές στην κωμωδία, οποιοδήποτε πρόσωπο και αν υποκρίνοταν, φορούσαν πάντα κρεμασμένο ένα δερμάτινο φαλλό.

Τα σύγχρονα «Φαλλοφόρια».

Φαλλοφόρια, διονυσιακές γιορτές, που  εξυμνούνε, τραγουδούν ή σχολιάζουνε τον “πρωταγωνιστή” φαλλό, το εξωτερικό ομοίωμα, το γεννητικό όργανο στον άνδρα,  γίνονται σύγχρονα “δρώμενα” τις Απόκριες σε διάφορους τόπους .

Κοινό χαρακτηριστικό σ’ αυτά τ’ αποκριάτικα “δρώμενα” είναι η συμβολική τέλεση της σεξουαλικής πράξης “αφροδισία”, που προκαλεί το γενετήσιο ένστικτο με την αμοιβαία έλξη ανάμεσα στα δύο φύλα. Τα αιδοία, τα εξωτερικά γεννητικά όργανα στον άνδρα ή τη γυναίκα, έχουνε πρωταγωνιστικό ρόλο στον λόγο και στην πράξη, στ’ αποκριάτικα “δρώμενα”.

Τους μασκερεμένους, τ’ αποκριάτικα δαιμονικά, ο Αριστοφάνης ονομάζει “Ονοκώλες”.

Ο λαός μας, εύστοχα, στο πλούσιο λεξιλόγιό του, έδωσε τις πιο χαρακτηριστικές ονομασίες, που φανερώνουν ανάγλυφα κι αδρά τόσο την εμφάνιση όσο και τη φασαριόζικη  παρουσία τους. Σε κάθε τόπο λέγονται διαφορετικά, όπως: Γιανίτσαροι, Κουδουνάτοι, Μωμόεροι, Κουκούγεροι, Καμουζέλες, Μούσκαροι, Κουδουνάδες, Τράγοι, Προσώπεια, Μουτζούνες και πιο κοινά Μασκαράδες και Καρνάβαλοι, που φοράνε βραδινά κέρατα, μάσκες και γιδοπροβιές, πολλά κουδούνια στη μέση και στον λαιμό, κι ένα κουδούνι φαλλικό ανάμεσα στα σκέλια τους, που πηδάνε και χορεύουνε και φέρνουν πραγματικό πανδαιμόνιο.

Είναι ακόμα οι: Κούκεροι, Χούχουτοι, Σταχτάδες, Μπέηδες, Κιοπεκμπέηδες, Πιτεράδες, κι αυτοί που έχουνε γυναικείο μασκάρεμα: Απλετώ, Βυζώ, Γελώ, Βαρδένα, Μαρμάρω, Πετασιά, Χαμοδράκαινα, Παιδοπνίχτρα, Στρίγγλα κι άλλα πολλά, που, εκτός από τη σωματική τους σκιαγράφηση, φανερώνουνε και τις απόκρυφες διαθέσεις που έχουν οι μασκαρεμένοι γιορταστές.

Ανάμεσα στα φαλλικά “δρώμενα” είναι: Τα “εξ αμάξης” στη λεσβιακή Αγιάσο, στην Ελασσόνα, στο Ρέθυμνο, στην Όλυμπο Καρπάθου, ο “Καλόγερος” στην Αγία Ελένη Σερρών και στο Διδυμότειχο, το “πανωπροίκι” στη Θήβα, η “σοπανίκα” στην Ξάνθη, “Πώς το τρίβουν το πιπέρι…” στη Σκιάθο, το “μπουρανί” στον Τύρναβο, ο “Μπέης” στο Διδυμότειχο, στις Καστανιές, στο Πεντάλοφο και τα Ρίζια Αλεξανδρούπολης, ο “Καντής” σε χωριά στο Ρέθυμνο, τα “ζευγάρια” στην Άνδρο, ο “τρίφτης” και η “τσαμπούνα” στη Σάμο, τα “σκάλιθρα” στη λεσβιακή Άντισσα, ο “πίρονας” και τα ερωτικά “φεστίνια” στη Ζάκυνθο, τα “φαλλοτράγουδα” στην Κήρυνθο Εύβοιας, ο “φανός” στην Κοζάνη, τα “ερωτόπαθα” στη Σέριφο και η “καμήλα” στη Σίφνο.

Στα Φαλλοφόρια δεν τιμάται ο αρχαίος θεός, γιος του Δία και της Σεμέλης, αλλά ο σύγχρονος Διόνυσος, που ταυτίζεται με τον Βάκχο, τον προστάτη στην αμπελουργία, στο κρασί, στο θέατρο και γενικά στην παραγωγό δύναμη που έχει η γη.  Υπάρχουν και οι διονυσιοκόλακες, αυτοί που κολακεύουν τον Διόνυσο, τον ναό ή το άγαλμα για τον Διόνυσο, το σημερινό τσουκάλι με τη φασολάδα ή το “μπουρανί” και τον φαλλό, χλευάζονται για τις ηθικολογίες τους. Τα αιδοία έχουν τον φυσιολογικό τους προορισμό, άσχετα από θρησκευτική ή άλλη προκατάληψη.

Τα αφροδίσια, οι σαρκικές ηδονές, τελούνται στο “αφροδίσιο”, στον ναό ή στο άγαλμα για την Αφροδίτη, που είναι τα αποκριάτικα “δρώμενα” με το τελετουργικό και τα σκεύη τους. Η σύγχρονη Αφροδίτη μετονομαστικά είναι η σαρκική απόλαυση, η ηδονή, ο ακράτητος πόθος, η μεγάλη ευχαρίστηση, το θέλγητρο, η χάρη, η τραβηχτική ομορφιά για έρωτα, όπως τη βλέπουν οι σύγχρονοι γιορταστές στην Αποκριά.

Γλέντι, τραγούδι, χορός, φαγοπότι,  ασυδοσία, παραλυσία και, πάνω απ’ όλα, έρωτας, ή περισσότερο διονυσιασμός, είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά στα αποκριάτικα “δρώμενα” στους περισσότερους τόπους μας.

Τις Αποκριές, άντρες και γυναίκες, άνθρωποι που συνηθίζουν να μετρούνε με το υποδεκάμετρο ακόμα και την παραμικρή χειρονομία τους και την πιο ασήμαντη κουβέντα τους, καθώς τρώνε φασολάδα, “μπουρανί” και πίνουν μπόλικα ποτήρια κρασί ή τσίπουρο, είναι πρόθυμοι για όλα, φτάνει να βρούνε κατάλληλη συντροφιά. Και συνηθίζεται να τη βρίσκουν. Όλα τα τελούμενα έχουν κοινά δύο βασικά γνωρίσματα: την παλλαϊκή συμμετοχή και την έξαρση για ερωτική δραστηριότητα. Αυτές άλλωστε είναι οι βασικές προϋποθέσεις για πραγματικά αποκριάτικα “δρώμενα”.

Τα ήθη, τα έθιμα, τα τραγούδια, οι χοροί, οι γιορτές και οι παραδόσεις μας είναι ο κρίκος που ενώνει τον αρχαίο, βυζαντινό και σημερινό ελληνισμό. Έχουν βαθιά τις ρίζες τους στην πατρική γη. Έτσι και οι Αποκριές έχουν την καταγωγή τους και σχετίζονται με τις αρχαιοελληνικές γιορτές.

Συγκεκριμένα:

Οι αρχαίοι Έλληνες γιορτάζανε τα “Διονύσια” για να τιμήσουν τον Διόνυσο, τον προστάτη στις γονιμοποιές δυνάμεις στη γη και ξεχωριστά στ’ αμπέλι και στο κρασί, που φανερά συνδυάζει την ορμή που έχουν το υγρό στοιχείο και η φωτιά, σμίγουν και γονιμοποιούν. Ο θεός πίστευαν πως ζούσε σε σπηλιά, περιπλεγμένη με κληματαριά. Όταν ωριμάσανε τα σταφύλια, έκοψε και γεύτηκε τον χυμό τους. Ευχαριστήθηκε γεύση και μέθυσε. Πρόσφερε στους αγρότες, στους βοσκούς, στις νύμφες – βοσκοπούλες. Ήπιανε και νιώσανε να λύνονται οι κόποι, οι θλίψεις, οι αγωνίες, οι φροντίδες τους. Ξεκίνησε ο ωραίος και εύθυμος θεός. Τον ακολούθησαν παράφορα, στεφανωμένοι με κλήματα, όσα γεύτηκαν τον μούστο. Χοροπηδούσαν και φώναζαν “ευοί, ευάν”, χτυπούσαν κύμβαλα και τύμπανα, παίζανε σύριγγες κι αυλούς, γυρίζανε παντού και ξαπλώνανε την καλλιέργεια στ’ αμπέλι. Σκορπούσαν την ευθυμία, τη χαρά και την ξεγνοιασιά.

Η Αιτωλία και η Αττική δέχτηκαν πρώτες σαν δώρο το κλίμα. Η αμπελουργία διαδόθηκε, η οινοπαραγωγή αναπτύχθηκε και καθιερώθηκαν  γιορτές για να τιμηθεί ο θεός με το θείο ποτό. Έτσι, για να θυμούνται αυτόν τον θρύλο γίνονταν τα “Διονύσια”.

Τα Μικρά στους Αγρούς, τέλη Δεκέμβρη, τα Λήναια κοντά στον ναό του Διόνυσου και στο θέατρο, στα νότια από την Ακρόπολη, και τα Μεγάλα Διονύσια, τα αστικά, τέλη Μάρτη. Στα Μικρά γίνονταν τα “Πιθοίγια”, μέρος από τη μεγάλη γιορτή, τα “Ανθεστήρια”. Ανοίγανε τα πιθάρια, δοκίμαζαν και άρχιζαν να πίνουν τα νέα κρασιά. Τη δεύτερη μέρα γιόρταζαν τους “Χόες” (ποτήρια χωματένια). Πίνανε, χορεύανε και κάνανε διάφορα διασκεδαστικά παιχνίδια, λέγανε κώμους – αστεία, πειράγματα, σατυρίσματα και παίζανε τ’ “ασκώλια”. Πηδούσαν με το ένα πόδι σε ασκί φουσκωμένο κι αλειμμένο με λάδι, καθώς βαστούσαν χόες, κύπελλα γεμάτα κρασί. Όποιος έπινε περισσότερο και γρηγορότερα χωρίς να του χυθεί το κύπελλο, έπαιρνε έπαθλο το ασκί γεμάτο κρασί.

Δραματικές και κωμικές παραστάσεις κι άλλες ψυχαγωγίες σκορπούσαν ευθυμία, γέλιο, χαρά και ξεγνοιασιά. Την τρίτη μέρα γίνονταν οι “Χύτροι”. Φέρνανε  πήλινες χύτρες και ψημένους καρπούς και χορταρικά, όπως το σημερινό “μπουρανί” στον Τύρναβο και τα λεβέτια με τη φασολάδα στη Ρούμελη, λουλούδια και σπόρια στον Διόνυσο, για τις ψυχές σ’ αυτούς που πεθάνανε (τα σημερινά κόλλυβα στα Ψυχοσάββατα).

Σάτυροι και Μαινάδες

 

Τους Θράκες τους θεωρούσαν κατά την αρχαιότητα ιδρυτές της λατρείας του Διονύσου, που στη χώρα τους ονομάζονταν: Βασσαρέας, Γίγων, Δίαλος, Σαβάτιος, Σάβος. Αυτή η λατρεία είχε οργιαστικό χαρακτήρα. Μέσα σε θόρυβο και αταξία διεξάγονταν οι τελετές κι έπαιρναν προπάντων οι γυναίκες μέρος σ’ αυτές. Και γίνονταν οι θορυβώδεις τελετές πάνω στα βουνά, τη νύχτα, στο φως των πυρσών. Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι για να φτάσουν οι πιστοί στον απαιτούμενο βαθμό της έξαρσης δεν πίνουν μοναχά κρασί αλλά χρησιμοποιούν και παραισθησιογόνα φυτά. Πίστευαν οι οπαδοί του θεού ότι τον πλησιάζουν κι εξομοιώνονταν μ’ αυτόν.

Από την Θράκη η λατρεία του Διονύσου διεισδύει στην Ελλάδα πολύ νωρίς. Στη Βοιωτία η διονυσιακή λατρεία αναπτύχθηκε ταχύτατα και σημαντικά. Ο γενικότερα παραδεκτός μύθος τοποθετούσε τη γέννηση του Διονύσου στη Θήβα. Όμως ο θεός δεν είχε ναό μέσα στην πόλη. Οι γιορτές που τελούνταν κάθε τρία χρόνια, τα ‘”Τριετηρικά”, γίνονταν στις πλαγιές του Κιθαιρώνα. Και ήταν νυκτερινές, στο φως των πυρσών. Λέει ο Jules Girard: “Μόνο γυναίκες έπαιρναν μέρος σ’ αυτές, στεφανωμένες με κισσό, ντυμένες με νεβρίδες (προβιές μικρού ελαφιού), με τα μαλλιά τους ξέπλεκα, κρατώντας θύρσους και χτυπώντας τύμπανα, χόρευαν και έτρεχαν σαν φρενιασμένες στο βουνό, καλώντας το θεό με δυνατές κραυγές”.

Ιδιότυπες θυσίες πρόσφεραν σ’ αυτές τις τελετές, που πιθανόν ήταν κατά ένα μέρος αναπαράσταση των διάφορων μύθων σχετικών με τον Διόνυσο. Σημαντικό μέρος της λατρείας του θεού ήταν ο Ορχομενός. Στο βουνό Λάφυστο τελούνταν τα “Αγριώνια”,σε ανάμνηση των τριών θυγατέρων του Μινύα. Στην τελετή αυτή που γίνονταν νύχτα, ο ιερέας καταδίωκε τις γυναίκες με ένα γυμνό σπαθί στο χέρι, έχοντας το δικαίωμα να σκοτώνει όσες μπορούσε να φτάσει.

Στις κορυφές του Παρνασσού ανάλογες τελούνταν ιεροτελεστίες. Οι γυναίκες που έπαιρναν μέρος σ’ αυτές ονομάζονταν Θυιάδες κι από τους Δελφούς έρχονταν, μα κι από την Αττική. Κρατώντας πυρσούς έτρεχαν στο βουνό εδώ κι εκεί, τη γέννηση του θεού πανηγυρίζοντας, που παριστάνονταν πλαγιασμένος μέσα σ’ ένα πανέρι για το λίχνισμα του σταριού.
Μια άλλη γιορτή που αναφέρονταν στο θάνατο του θεού, τελούνταν κάθε διετία. Στους Δελφούς, κοντά στον τάφο του Διονύσου, μέσα στο ναό του Απόλλωνα, οι Όσιοι τελούσαν μια μυστηριακή γιορτή που δεν έχουμε πληροφορίες γι’ αυτή.

Αν και, ύστερα από μιαν ορισμένη εποχή, τελούνταν “Διονύσια” σε ολόκληρη την Ελλάδα, πουθενά δεν έφταναν σε λαμπρότητα αυτά της Αττικής.

Στις γιορτές του δήμου Ικαρίας κρεμούσαν στα κλωνιά των δέντρων κούκλες, σε ανάμνηση των παρθένων, που ακολουθώντας την Ηριγόνη, κρεμάστηκαν από την απελπισία τους. Αυτές οι γιορτές ονομάζονταν “Αιώρα”. Στον Ικάριο εξάλλου αποδίδουν την ίδρυση των “Ασκωλίων”, μιας γιορτής κατά την εποχή του τρύγου, που κατ’ αυτήν οι αμπελουργοί χόρευαν πάνω σε φουσκωμένους ασκούς με αέρα και αλειμμένους με λάδι. Έλεγαν πως ο Ικάριος σκότωσε έναν τράγο που αφάνιζε τα κλήματά του κι από το δέρμα του έκανε έναν ασκό και πάνω σ’ αυτόν βάλθηκε να χορεύει. Ένας κάτοικος του δήμου Ικαρίας, ο Θέσπις, δημιούργησε αργότερα την τραγωδία από το διθύραμβο.

Στην Αττική τελούνταν προς τιμή του Διονύσου δυο ειδών γιορτές
Τα μικρά και τα μεγάλα “Διονύσια”.

Τα “Μικρά διονύσια” διατηρούσαν πάντοτε ένα χαρακτήρα αγροτικό και ονομάζονταν “Θεοίνια”, δηλαδή γιορτή του θεού του οίνου (του κρασιού). Έλεγαν πως είχαν ιδρυθεί από το βασιλιά Αμφικτύονα και τελούνταν στους δήμους όπου η καλλιέργεια της αμπέλου δεν ήταν αναπτυγμένη. Ο Πλούταρχος λέει, “η πατροπαράδοτη γιορτή των Διονυσίων είχε άλλοτε μια απλή και λαϊκή ευθυμία. Επικεφαλής της πομπής ένας αμφορέας γεμάτος κρασί κι ένα κλαδί από κλήμα, ύστερα ένας τράγος που τον έσερνε κάποιος, ύστερα ένα πανέρι σύκα, που κάποιος άλλος το σήκωνε, και τέλος ο φαλλός”.

Όταν κατά τους Μηδικούς πολέμους οι Πέρσες λεηλάτησαν τη Βραυρώνα, πήραν μαζί τους και το άγαλμα της Άρτεμης. Μετά τη νίκη των Ελλήνων, το ιερό της αδελφής του Απόλλωνα μεταφέρθηκε στην Αθήνα, ενώ στη Βραυρώνα η λατρεία της θεάς αντικαταστάθηκε με τη λατρεία του Διονύσου. Αυτή λοιπόν η λατρεία είχε πάρει στη Βραυρώνα χαρακτήρα ιδιαίτερα οργιαστικό. Οι άνδρες μεθοκοπούσαν αντάμα με εταίρες. Οι γιορτές τελούνταν κάθε πέντε χρόνια κι έστελναν οι Αθηναίοι σ’ αυτές δέκα “ιεροποιούς”. Και γίνονταν διάφοροι αγώνες, που ο γνωστότερος τους ήταν ο διαγωνισμός μεταξύ ραψωδών.

Στα “Μικρά Διονύσια” περιλαμβάνονταν και τα “Οσχοφόρια”, που γιορτάζονταν στην Αθήνα ως πρόλογος του τρύγου. Όφειλαν δε την ονομασία τους στο γεγονός πως κατ’ αυτά περιέφεραν κλαδιά από κλήματα (όσχους) με τσαμπιά σταφύλια. Έλεγαν πως τα Οσχοφόρια τα είχε θεσπίσει ο Θησέας, όταν γύρισε από την Κρήτη, μετά τη νίκη του κατά του Μινώταυρου. Επικεφαλής της πομπής πήγαιναν είκοσι αγόρια από τις καλύτερες οικογένειες της Αθήνας, οι “οσχοφόροι”, κρατώντας κληματόβεργες με τσαμπιά. Κι έρχονταν πίσω τους επτά έφηβοι, σε ανάμνηση των θυμάτων που οι Αθηναίοι ήταν υποχρεωμένοι να στέλνουν στον Μινώταυρο, πριν εξοντωθεί το τέρας από τον Θησέα.
Ακολουθούσαν μετά οι “δειπνοφόρες” μητέρες των είκοσι οσχοφόρων κρατώντας τρόφιμα, σε ανάμνηση των γυναικών που συνόδευαν τα παιδιά τους ως τη μοιραία τριήρη που θα τα πήγαινε στην Κρήτη.
Σ’ όλη την διαδρομή αυτοί που έπαιρναν μέρος στην πομπή έψελνα ύμνους. Οι είκοσι οσχοφόροι παλεύανε μεταξύ τους κατά ζεύγη και στους δέκα νικητές πρόσφεραν ένα ποτό από κρασί, λάδι, μέλι, αλεύρι και τυρί. Σαν έφταναν στο ναό της Σκιράδος Αθηνάς, στο Φάληρο, κατάθεταν εκεί τις κληματόβεργες, που είχαν μεταφέρει οι οσχοφόροι. Στο εσωτερικό του ναού έκαναν τελετουργίες, τα “Σκίρα”. Ανάμεσα στ’ άλλα παράθεταν συμπόσιο, που κατ’ αυτό καταναλώνονταν τα φαγητά που είχαν φέρει οι δειπνοφόρες. Τελικά, η πομπή επέστρεφε στην Αθήνα, ανάμεσα σε κραυγές χαράς του πλήθους.

Τα αρχαία Ανθεστήρια

Στα άγνωρα βάθη του προϊστορικού κόσμου και του πρωτόγονου ανθρώπου, του δεμένου με τη φύση και τους κύκλους της ζωής, βρίσκεται η απαρχή της παράδοσης αυτής, που ταυτίζεται με το Φλεβάρη.
Τον Ανθεστηριώνα, κατά τους αρχαίους Ελληνες, που τον γιόρταζαν με τα τριήμερα Ανθεστήρια, προς τιμήν του Διονύσου – θεού του κρασιού, του θεάτρου, της μεταμφίεσης, της ελευθέριας διακωμώδησης των πάντων.

Τα Ανθεστήρια ήταν πομπή, με άνθη, τραγούδια, μουσικούς και σκώμματα (σατιρικοί αστεϊσμοί, από το ρήμα σκώπτω = κοροϊδεύω, χλευάζω, σατιρίζω), που έλεγαν ντυμένοι ως σάτυροι -ακόλουθοι του Διονύσου, κρατώντας θύρσους κοσμημένους με κισσό (σύμβολο γονιμότητας)- και φορώντας προσωπίδες . Δηλαδή, οι κωμαστές (κωμάζω = γυρίζω με άλλους στους δρόμους, λέγοντας τραγούδια και πειράγματα και κώμος = νυχτερινή έξοδος – πομπή συμποσιαστών στους δρόμους, με προσωπίδες, λαμπάδες, μουσικά όργανα και σατιρικά τραγούδια. Εξ ου και κωμωδία ). Ο κορυφαίος, σε άρμα, όπως κάθε κωμαστής με τα πειράγματά του έσερνε σε άλλους “τα εξ αμάξης”…

Στα Βυζαντινά χρόνια

Οι περισσότερες από τις διονυσιακές γιορτές και έθιμα των αρχαίων Ελλήνων πέρασαν στο Βυζάντιο και έφτασαν μέχρι τα χρόνια μας. Σ’ αυτό βοήθησε και η ανεξιθρησκεία, που κατοχύρωσε ο Μ. Κωνσταντίνος με το διάταγμα των Μεδιολάνων (313 μ.Χ.). Επίσης, πολύ συνετέλεσε στην διάδοση των ειδωλολατρικών εθίμων και ο αυτοκράτορας Ιουλιανός που τάχθηκε υπέρ της ειδωλολατρίας των αρχαίων με διατάγματα.

Ο Θεοδόσιος κυρίως και ο Ιουστινιανός αργότερα, με τα πολύ σκληρά μέτρα που πήραν και τους σχετικούς κώδικες διατάγματα, προσπάθησαν να καταπνίξουν τα ειδωλολατρικά έθιμα, φθάνοντας μάλιστα και σε ακραίες καταστάσεις (σφαγές) για την εδραίωση της ορθοδοξίας.

Πολλά από τα έργα τέχνης του αρχαίου πολιτισμού καταστράφηκαν και έκλεισε η ακαδημία του Πλάτωνα που λειτούργησε για 1.000 περίπου χρόνια. Κατά την διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου, οι αποκριές γιορτάζονταν στον Ιππόδρομο. Στις εκδηλώσεις που γίνονταν δεν έπαιρναν μέρος μόνον οι πλούσιοι, αλλά και ο απλός λαός.
Η αποκριά έγινε θέμα πολλών συνόδων και προπαντός μια αποκριάτικη παράδοση η λεγόμενη «Ημέρα των τρελών και των αθώων».

Γίνεται συνήθως λόγος για δάνεια του χριστιανισμού από τις παλιές παγανιστικές θρησκείες, πρέπει όμως να υπήρχαν και αμφίδρομα φαινόμενα, αφού ειδωλολατρικές θρησκείες επηρεάζονταν επίσης από το σύγχρονό τους χριστιανικό περιβάλλον. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι τέτοιες επιδράσεις διαπιστώνονται και στην τέχνη, όπως μπορούμε να δούμε π.χ. σ’ ένα ψηφιδωτό με το οποίο, γύρω στο 325-250 μ.X., ένας ευκατάστατος ειδωλολάτρης στην Πάφο επέλεξε να διακοσμήσει το δάπεδο της κατοικίας του. Απεικονίζεται ο Διόνυσος, ως θείο βρέφος, με φωτοστέφανο στην κεφαλή του, στα γόνατα του καθήμενου Ερμή, παρουσία, μεταξύ άλλων, και της Θεογονίας, της προσωποποίησης της γέννησης του θεού. H όλη σκηνή θυμίζει εξαιρετικά παραστάσεις που εικονίζουν τη γέννηση του Χριστού.

Είχε από παλιά παρατηρηθεί ότι η διονυσιακή λατρεία παρουσιάζει ορισμένες ομοιότητες με τον χριστιανισμό. H θεϊκή π.χ. καταγωγή του Διονύσου, όπως και του Χριστού, είχε αρχικά αμφισβητηθεί από πολλούς, έτσι ο γιος του Δία έκανε και αυτός θαύματα για να πείσει, ενώ πολλοί ήταν και εκείνοι που τον καταδίωξαν απηνώς, όπως και τους οπαδούς του. Σύμφωνα με μια ορφική παράδοση ο ίδιος ο Δίας όρισε τον γιο του βασιλέα όλων των θεών του κόσμου, ενώ είναι γνωστό ότι ο Διόνυσος συχνά ενσάρκωνε και άλλους θεούς, όπως τον Ηλιο και τον Απόλλωνα.  Στη διαμόρφωση τέτοιων παγανιστικών μονοθεϊστικών αντιλήψεων την εποχή αυτή, είναι αδύνατον να μην είχε συμμετοχή ο χριστιανισμός.

Με τέτοια δεδομένα η σύγκρουση ανάμεσα στους οπαδούς του Χριστού και σ’ αυτούς του Διονύσου ήταν αναπόφευκτη. Οι χριστιανοί δεν δίστασαν να υιοθετήσουν διονυσιακά σύμβολα με πρώτο το κλήμα. «Εγώ ειμί η άμπελος η αληθινή» διακήρυξε ο ιδρυτής της νέας θρησκείας. Ετσι οι απεικονίσεις του κλήματος είναι πολύ συχνές σε τοιχογραφίες κατακομβών, σε ψηφιδωτές παραστάσεις εκκλησιών κ.α. Πρέπει ωστόσο να επισημάνουμε ότι ο χριστιανισμός, αν και οικειοποιήθηκε τα σύμβολα του Διονύσου, τον οποίο και ονομάτισε ως τον μεγαλύτερο εχθρό του, δεν μπόρεσε να απαλλαγεί εύκολα από αυτόν και ας είχε την πλήρη στήριξη της κρατικής εξουσίας.

Γιορτή ανατροπής και αναγέννησης

Στην ιδέα της ανατροπής της τάξης του κόσμου, στην αμφισβήτηση ιεραρχίας και στην κατάργηση καθιερωμένων ορίων, εστιάζεται η φιλοσοφία των αποκριάτικων εθίμων

Από τις λατρευτικές εθιμικές τελετουργίες, που ξεδιπλώνονται στον κύκλο του χρόνου, πιο ανθεκτικές αποδείχτηκαν εκείνες των αγροτικών κοινωνιών, κρατώντας στο βάθος αναλλοίωτο το μαγικοθρησκευτικό τους πυρήνα. Εθιμα, πίσω από τα οποία κρύβονται αρχέγονες δοξασίες και δεισιδαιμονίες, ανεξιχνίαστες για το νου του λαϊκού ανθρώπου, αλλά βαθιά ριζωμένες στην ψυχή και τη συνήθειά του.

Στις γιορτές και ιεροτελεστίες με φανερή παγανιστική αγροτική προέλευση, ανήκει η νεοελληνική αγροτική Αποκριά. Σε μια κρίσιμη καμπή του χρόνου, στο πέρασμα από το χειμώνα στην άνοιξη, οι άνθρωποι με αυτές τις προεαρινές τελετουργίες και το ξέφρενο ξέσπασμα χαράς πανηγύριζαν την ετήσια αναγέννηση του κόσμου.

Η Αποκριά, όπως περίπου διαμορφώθηκε στους Βυζαντινούς χρόνους, περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα παμπάλαιων εθίμων, αποτελώντας, ακόμα και στις μέρες μας, μια γιορτή με ψυχαγωγική, αλλά και κοινωνική διάσταση. Η φιλοσοφία των αμέτρητων αποκριάτικων εθίμων, που συναντάμε στις διάφορες γωνιές της χώρας μας, εστιάζεται στην ιδέα της ανατροπής της τάξης του κόσμου, στην αμφισβήτηση αξιών και ιεραρχίας, στην κατάργηση ορίων και καθιερωμένων νόμων.

Αντίσταση σε κοσμική ή υπερκόσμια καταπιεστική εξουσία

Κορυφαία γιορτή χαράς και ανανέωσης για το λαϊκό άνθρωπο, η Αποκριά παρέμεινε η μόνη καθαρά εξωεκκλησιαστική λατρευτική ψυχαγωγική γιορτή, που τυπικοί μόνο δεσμοί τη συνδέουν με το χριστιανικό εορτολόγιο. Οπως αναφέρει η λαογράφος – εθνολόγος Μιράντα Τερζοπούλου, «με τη συνειδητοποίηση του παράλογου κάθε κοινωνικής διάκρισης και του αυταπόδεικτου της πανανθρώπινης ισότητας, η ανατροπή προκύπτει σαν φυσικό και εύλογο επακόλουθο». Ανατροπή, που σε επίπεδο «εικόνας» συντελείται «μέσα από τις μεταμφιέσεις και τα δρώμενα, όπου τα άτομα δεν μπορούν να καθοριστούν ούτε από φύλο, ούτε από την ηλικία, ούτε καν από το ζωικό είδος τους: Οι άντρες γίνονται γυναίκες, οι γυναίκες άντρες, οι φτωχοί αρχοντάδες, οι παλαβοί βασιλιάδες, οι γριές λεχώνες, οι άνθρωποι ζώα, οι ιερουργίες φάρσες, μέσα σ’ ένα γενικό χαοτικό κλίμα, όπου η τρέλα αντικαθιστά τη σοβαρότητα, η κατάχρηση τη συνήθη λιτότητα, ο αισθησιασμός την εγκράτεια, η ανεξέλεγκτη σεξουαλικότητα τον αυστηρό έλεγχο, η αταξία την τάξη.

Με αντίστοιχο τρόπο συντελείται η ανατροπή και σε επίπεδο «λόγου», που είναι «ο κωμικός λόγος, και κυρίως ο λόγος των τραγουδιών, τα οποία απηχούν όλο το σύστημα ιδεών, αξιών και αναπαραστάσεων για το φυσικό κόσμο και την κοινωνία, ιδωμένο όμως με την οπτική του καρναβαλιού, άρα αντεστραμμένο. Στο πλαίσιο του αντεστραμμένου αυτού συστήματος αξιών, νομιμοποιείται η ελευθεροστομία, η βωμολοχία, η παραβίαση των ισχυρών ταμπού, η βεβήλωση της ιερότητας, η διατυμπάνιση της σεξουαλικής επιθυμίας. Τα παράλογα γίνονται λογικά, το ψέμα διαψεύδει την αλήθεια, τα αντίθετα και αντίπαλα συναντιούνται και συμβιβάζονται. Ανθρωποι που δεν είναι αυτό που φαίνονται τραγουδούν τραγούδια που δεν εννοούν αυτό που λένε. Γιατί, μέσα από τον εύθυμο, ανάλαφρο, περιπαικτικό λόγο και τις κωμικές καταστάσεις και μέσα από το παραπλανητικό μπέρδεμα σημαινόντων και σημαινομένων, αναζητούν τον διφορούμενο κώδικα, με τον οποίο θα εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους για τα κακώς κείμενα, θα δηλώσουν την αντίστασή τους σε κάθε κοσμική ή υπερκόσμια καταπιεστική εξουσία».

Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας οι ανάγκες έκφρασης ήταν διαφορετικές. Εκτός από μια φυσική ροπή των ανθρώπων προς τη χαρά και τη διασκέδαση ακόμα και στις πιο σκοτεινές περιόδους της ιστορίας διακρίνουμε εδώ και την ανάγκη των υποδούλων, να τονώσουν την εθνική τους συνείδηση μέσα από εκδηλώσεις που τους παρείχαν αυτή τη δυνατότητα, είτε γιατί το ανέχονταν οι κατακτητές είτε γιατί δεν το αντιλαμβάνονταν.

Όπως αναφέρει ο Νάσης Αλευράς στην μελέτη του «Ο Φανός στην Κοζάνη», οι Φανοί αποτελούσαν τόπο συγκέντρωσης για του υπόδουλους Έλληνες όπου συνεννοούνταν και έπαιρναν αποφάσεις κατά την επανάσταση του 21 και στο κατοπινό Μακεδονικό Αγώνα. Μάλιστα, σε τούτον τον τελευταίο, κουβαλούσαν και μοίραζαν κρυφά τα όπλα και τα πολεμοφόδια δια τους αντάρτες.

Η θέση της Μεταμφίεσης στον Καρνάβαλο 

Η μεταμφίεση γενικότερα, ανεξάρτητα από το χρόνο και τον χώρο που παρουσιάζεται, αποτελεί συνήθεια που πραγματικά μπορούμε να πούμε ότι χάνεται στα βάθη του παρελθόντος, γνωστή και σε αρχαίους και σε νεότερους λαούς, κάθε πολιτιστικής βαθμίδας.

Η αρχική χρήση της μάσκας, καθώς και η λοιπή μεταμφίεση, πρέπει να σχετίζεται με την λατρεία των προγόνων, όπως αυτή εκδηλώθηκε ήδη στη νεολιθική εποχή και όπως διαπιστώθηκε η ύπαρξή της στη ζωή των λεγόμενων πρωτόγονων λαών. Οι αρχέγονοι λαοί, και μάλιστα οι γεωργικοί, είχαν κάθε χρόνο την ευκαιρία να ζουν το θαύμα της ανανέωσης της ζωής. Ο σπόρος που ρίχνεται στη γη και στη συνέχεια βλαστάνει, είναι ένα συγκλονιστικό βίωμα, που απετέλεσε κεντρικό θέμα θρησκειών και φιλοσοφιών, αφού πρώτα επηρέασε βαθιά τη σκέψη και τη ζωή του ανθρώπου.
Κάτι παρόμοιο με το φαινόμενο αυτό φαντάστηκαν ότι θα συνέβαινε και με τους πεθαμένους προγόνους και αυτούς ακριβώς παρίσταναν οι μεταμφιεσμένοι, προσδοκώντας την εύνοια και την προστασία τους. Εκτός από τους προγόνους οι μάσκες, τουλάχιστον στην αρχική λατρευτική χρήση τους, φαίνεται ότι συμβόλιζαν και τις θεότητες της βλάστησης, τις μορφές εκείνες, που, όπως πίστευαν, παρουσιάζονταν στον θερισμό και σε άλλες γεωργικές ασχολίες και γιορτές, ως ενσάρκωση του πνεύματος του σιταριού και της καρποφορίας γενικότερα. Οι μεταμφιέσεις είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των παγανιστικών αυτών γιορτών και είχαν εισαχθεί σ’ αυτές από την αρχαία ελληνική θρησκεία και μάλιστα από τον διονυσιακό λατρευτικό κύκλο.

 

Η  Αποκριά αποτελεί μέχρι σήμερα, πραγματικά, ένα εθιμικό «μνημείο» για τους λαογράφους, ακριβώς γιατί δε νοθεύτηκε από το χριστιανισμό, και, σε κάθε περίπτωση, μια λυτρωτική «όαση» για το λαό, ο οποίος επιμένει, παρά και ενάντια, ορισμένες φορές, στα ξένα πρότυπα του καρναβαλιού, να εκφράζει τις αγωνίες και τις ελπίδες του με την ανατρεπτική, χιουμοριστική, αθυρόστομη και «μαγική» διάθεση αυτών των ημερών.

Αναβιώνοντας, μάλιστα – και χάρη στους τοπικούς πολιτιστικούς συλλόγους ανά την Ελλάδα – τελετουργικά της γιορτής, που είτε είχαν ξεχαστεί στο πέρασμα του χρόνου, είτε είχαν χάσει την παλιά τους αίγλη προσδίδονται στην Αποκριά ένα σημειολογικό στίγμα, σύγχρονο αυτή τη φορά, αλλά σε άμεση συνάρτηση με το πνεύμα της γιορτής, δηλαδή τη λανθάνουσα επιμονή του λαού μας να αντιστέκεται στην πλαστή, ψεύτικη, εμπορευματοποιημένη αντίληψη για τη διασκέδαση, την ψυχαγωγία και τον πολιτισμό εν γένει.

Βιβλιογραφία:

Γιάννης Κιουρτσάκης, Η Τρελή Σοφία ή Τα Ανίερα Ιερά – Δοκίμιο για το Καρναβάλι και τη Γλώσσα του, εκδόσεις Νεφέλη, 2003
Γιάννης Κιουρτσάκης, Καρναβάλι και Καραγκιόζης – Οι Ρίζες και οι Μεταμορφώσεις του Λαϊκού Γέλιου, εκδόσεις Κέδρος, 1985
Jane Ellen Harrison, Ιερές Τελετές και Αρχαία Τέχνη, εκδόσεις Ιάμβλιχος, 1995
Jane Ellen Harrison, Ο Θεός Διόνυσος, εκδόσεις Ιάμβλιχος, 1995
Jane Ellen Harrison, Αρχαίες Ελληνικές Γιορτές, εκδόσεις Ιάμβλιχος, 1996
Φοίβος Ανωγειανάκης, Το κουδούνι. Αποτρεπτικό Στοιχείο-Ηχητικό Αντικείμενο-Μουσικό Όργανο, έκδοση Μουσείου Ελληνικών Μουσικών Οργάνων, 1996
Ιερή Ελλάδα, Σειρά Μυστική Βιβλιοθήκη, εκδόσεις Αρχέτυπο, 2004
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα (όροι Αποκριά, Καρναβάλι, Καρναβαλιού Τραγούδι)
Εγκυκλοπαίδεια Νέα Δομή, εκδόσεις Δομή, 1996 (όροι Αποκριά, Καρναβάλι)
Περιοδικό Ανεξήγητο – Στα Μονοπάτια της Γνώσης – Τόμος 5, Ανθρωπος & Μάσκα

Αυτή η εργασία έχει άδεια χρήσης Creative Commons Αναφορά δημιουργού4.0.

Σχετικά με ΤΣΑΟΥΣΙΔΟΥ ΜΑΙΡΗ

Γεια σας,Ονομάζομαι Τσαουσίδου Μαίρη.  Υπηρετώ εδώ και 29 έτη  ως εκπαιδευτικός Φυσικής Αγωγής (ΠΕ11) στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση Ανατολικής Θεσσαλονίκης.  Ευελπιστώ να δημιουργήσω αλλαγές στον εαυτό μου και στη συνέχεια και στο περιβάλλον μου για το κοινό καλό, μέσα από το θετικό μετασχηματισμό στις σύγχρονες κοινωνίες, ειδικά σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή που βιώνουμε όλοι μας πλανητικά.

Είμαι παντρεμένη και έχω δυο παιδιά και ένα σκύλο και 2  γάτους!!!!! Μου αρέσει το θέατρο, τα ταξίδια, η κωπηλασία και το διάβασμα.
Αγαπώ πολύ τα παιδιά και εύχομαι να έχουμε ένα συναρπαστικό ταξίδι γνώσεων! Καλή αρχή σε όλους!

Αγαπημένο ρητό: «Το να ξεστομίζεις μια λέξη είναι σαν να χτυπάς μια νότα στο πληκτρολόγιο της φαντασίας.
Για όσα δεν μπορείς να μιλήσεις πρέπει να σωπαίνεις.»
Ludwig Wittgenstein


Περισσότερες πληροφορίες
Κατηγορίες: Εργαστήρια δεξιοτήτων, Παγκόσμιες ημέρες - Αφιερώματα, Παραδοσιακά Ήθη & έθιμα. Ετικέτες: , , , , . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.