Γιατί σουβλίζουμε αρνί την Κυριακή του Πάσχα;
Το σούβλισμα του οβελία είναι ίσως το χαρακτηριστικό πασχαλινό έθιμο για εμάς τους Έλληνες. Το “ηρωικό γύρισμα” στη σούβλα αποτελούσε αρχικά κατεξοχήν έθιμο της Ρούμελης και της Πελοποννήσου.
Έχετε αναρωτηθεί, όμως, ποτέ πώς ξεκίνησε αυτό το έθιμο, το συνδεδεμένο με μεγάλη γιορτή και χαρά;
Το έθιμο του σουβλίσματος του αρνιού, προέρχεται από το εβραϊκό Πάσχα και σχετίζεται με την έξοδο τους από την Αίγυπτο.
Πριν ξεκινήσουν για την μεγάλη έξοδο ο Θεός μέσω του Μωυσή, τους είπε να συγκεντρωθούν σε μικρές ομάδες και να θυσιάσουν όλες οι οικογένειες από ένα αρνί. Με το αίμα έπρεπε να βάψουν τους παραστάτες των θυρών των σπιτιών τους για να μην εξολοθρευτούν από τον άγγελο του Θεού που εκείνο το βράδυ θα έφερνε θανατικό στα πρωτότοκα κάθε οικογένειας που δεν θα είχε με αυτό το αίμα του αρνιού σημαδέψει την είσοδο του σπιτιού του. Μετά βγήκαν περίπου ένα εκατομμύριο λαός από την Αίγυπτο με εντολή του ίδιου του Φαραώ.
Εκείνο το βράδυ, της εξόδου, κάθε οικογένεια πρόσφερε ως θυσία στο Θεό ένα αρνί για τη σωτηρία όλου του λαού. Το έφαγαν, χωρίς να σπάσουν τα κόκαλά του, μαζί με άζυμο ψωμί και πικρά χόρτα. Με το αίμα του έβαψαν πόρτες τους
Την έξοδό τους από την Αίγυπτο οι Ισραηλίτες τη γιορτάζουν κάθε χρόνο στις 14 του μήνα Νισάν (μεταξύ Μαρτίου και Απριλίου) και την ονομάζουν Πάσχα που σημαίνει πέρασμα, διάβαση, γιατί με τη διέλευση της Ερυθράς Θάλασσας πέρασαν από τη σκλαβιά της Αιγύπτου στην ελευθερία. Η γιορτή του Πάσχα (στα εβραϊκά Πεσάχ) είναι η μεγαλύτερη γιορτή των Εβραίων και διαρκεί μαζί με την Εβδομάδα των Αζύμων οκτώ μέρες.
Το έθιμο λοιπόν προέρχεται από το πρώτο Εβραϊκό Πάσχα, κατ΄ αναπαράσταση της τρομερής εκείνης νύχτας Εξ. 12, 1-28).
Ο Συμβολισμός του Αμνού
Ο αμνός συμβολίζει τον Χριστό, διότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής είχε παρομοιάσει τον Ιησού με τον αμνό θεού που θα πάρει στις πλάτες του τις αμαρτίες του κόσμου. (Ιω. 1, 29)
Οι Εβραίοι ποιμένες ήταν αυτοί που έσφαζαν και προσέφεραν τα αρνιά ως θυσία στο Θεό για να τον τιμήσουν και να τον ευχαριστήσουν. Στη συνέχεια όμως οι Χριστιανοί καθιέρωσαν το Πάσχα ως δική τους εορτή.
Μια ακόμη σύνδεση μπορεί να υπάρξει με τον αμνό του Προφήτη, ο οποίος Το σούβλισμα του αρνιού, συμβολίζει τον Χριστό που θυσιάστηκε σαν τον αμνό για την δική μας σωτηρία. «Ο αμνός ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου».
Όταν ο Ιησούς ονομάζεται «Αμνός του Θεού» στο κατά Ιωάννη 1:29 και 1:36, αναφέρεται σ΄ Αυτόν ως την τέλεια και υπέρτατη θυσία για την αμαρτία. Για να καταλάβουμε ποιος ήταν ο Ιησούς και τι έκανε, πρέπει να ξεκινήσουμε με την Παλαιά Διαθήκη, που περιλαμβάνει προφητείες σχετικά με τον ερχομό του Χριστού ως «προσφορά περί αμαρτίας» (Ησαΐα 53:10). Στην πραγματικότητα, ολόκληρο το σύστημα προσφοράς θυσιών που δόθηκε από τον Θεό στη Παλαιά Διαθήκη, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τον ερχομό του Ιησού Χριστού, που είναι η τέλεια θυσία που ο Θεός θα πρόσφερε ως εξιλέωση για τις αμαρτίες των ανθρώπων Του (Ρωμαίους 8:3, Εβραίους 10).
Ο συμβολισμός όμως επεκτείνεται στην συμπεριφορά του αμνού. Ο Χριστός, όπως και ο αμνός, οδηγούνται στη θυσία αθώοι, σιωπηλοί και πρόθυμοι:
«Βασανιζόταν κι όμως ταπεινά υπέμενε, χωρίς παράπονο κανένα. Σαν πρόβατο που τ’ οδηγούνε στη σφαγή, καθώς το αρνί που στέκεται άφωνο μπροστά σ’ αυτόν που το κουρεύει, ποτέ του δεν παραπονέθηκε. Κακόπαθε, καταδικάστηκε και οδηγήθηκε μακριά· ποιος στη γενιά του ανάμεσα σκέφτεται τι ν’ απόγινε; Τον εξαφάνισαν από των ζωντανών τον κόσμο, για τις αμαρτίες μας χτυπήθηκε απ’ το θάνατο». (Ης. 53, 7-8).
Και μιας και αναφέραμε περί αμνού, ας μην λησμονήσουμε, πως και ο συγγενής του κριός-τράγος καλείται στην Παλαιά Διαθήκη να παίξει τον ρόλο του εξιλαστήριου θύματος. Το έθιμο τηρούσαν οι Ισραηλίτες της εποχής, όπως περιγράφεται στο 16ο κεφάλαιο του Λευιτικού. Επέλεγαν ένα κριάρι και το θυσίαζαν στον βωμό, εναποθέτοντας σε αυτό όλες τις αμαρτίες και τις κακοτυχίες της φυλής. Έτσι απαλλάσσονταν συμβολικά από ό,τι κακό κουβαλούσαν στη ζωή τους.
Σύμφωνα με άλλη απόδοση της τελετής, υπήρχαν δύο κριάρια. Έσφαζαν ένα προς τιμήν του Κυρίου και στο άλλο φόρτωναν τις αμαρτίες τους διώχνοντάς το να χαθεί στην έρημο. Η τακτική αυτή όμως έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα. Η εκδίωξη των δεινών μέσω της μεταφοράς τους (με μαγικό τρόπο) σε άλλα πρόσωπα, ζώα, φυτά ή ακόμα και άψυχα αντικείμενα ευδοκίμησε στην αρχαία Αίγυπτο (με το αποδιοπομπαίο γαϊδούρι), τη Βαβυλωνία και τη Ρώμη, ενώ τη γνώριζαν και οι Άραβες.
Είναι σαφές, πως τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου αναλαμβάνει στην παράδοση ο Ιούδας. Το κάψιμό του εμπερικλείει την ίδια ανάγκη για απελευθέρωση από τις ενοχές και τη μετάθεση του βάρους των σφαλμάτων ή της κατάρας.
Κάθε γωνιά της Ελλάδας αυτή τη μέρα γιορτάζει με το δικό της τρόπο:
Στη Λιβαδειά οι κάτοικοι στήνουν σε σειρά υπαίθριες σούβλες και συγκεντρώνονται γύρω τους πίνοντας και τρώγοντας για ώρες.
Στην Κύθνο σερβίρονται τα «αληφόνια», άγρια και πικρά ραδίκια αλλά και τα περίφημα «τσιμπητά» -μυζηθροπιτάκια με κανέλα και μέλι!
Στη Ρόδο, συνηθίζουν να σφάζουν στο σπίτι τους το αρνάκι τους και το λένε Πασκάτη ή Λαμπριώτη. Το γεμίζουν με χοντρό σιτάρι αλεσμένο στον μύλο και το ψήνουν στον φούρνο. Το έθιμο αυτό συνηθίζεται και στη Σάμο, την Ικαρία και τη Λέσβο.
Στην Κάρπαθο, το αρνί γίνεται στον φούρνο με ρύζι, πλιγούρι και εντόσθια.
Στην Άνδρο, τo αρνάκι λέγεται Λαμπριάτης και μαγειρεύεται στο φούρνο με λαχανικά και ρύζι.
Στη Σίφνο το αρνάκι ψήνεται στο «Μαστέλο», δηλαδή σε πήλινο δοχείο με άνηθο και κόκκινο κρασί.
Στη Νάξο συνηθίζεται το παραδοσιακό «Μπατούδο», δηλαδή κατσικάκι γεμιστό με εντόσθια, λαχανικά, ρύζι, αυγά και τυρί ψημένο στο φούρνο.
Σε Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία, συνηθίζουν να γεμίζουν την μπόλια του αρνιού με εντόσθια και χορταρικά και να την ψήνουν στο φούρνο.
Ταινία “Πασχαλινή Ιστορία”
Η «Πασχαλινή ιστορία» είναι ένα διήγημα του Παντελή Καλιότσου με περιεχόμενο αυτό ακριβώς που λέει ο τίτλος, μια πασχαλινή ιστορία, στην οποία ο πρωταγωνιστής καλείται να κάνει αυτό ακριβώς που προτρέπει το σατιρικό τραγουδάκι «Αρνήσου τ’ αρνί σου»
Ένας τριτοπρόσωπος αφηγητής αφηγείται εύθυμα ένα συμβάν από την ζωή του Διονυσάκη Γκολφινόπουλου, του πρωταγωνιστή του διηγήματος.
Ο κυρ Διουνσάκης μένει στις παρυφές κάποιας απροσδιόριστης πόλης (η Αθήνα ίσως , αν υπολογίσουμε την συχνότητα των δρομολογίων του τρένου και υποθέσουμε ότι είναι ο Ηλεκτρικός) σε κάποιο ακαθόριστο χρόνο (κάπου μεταξύ της δεκαετίας του ’30 και της δεκαετίας του ’50-αλλά για προφανείς λόγους όχι κατά τη διάρκεια του Πολέμου- αν υπολογίσουμε ότι ο ήρωας πολέμησε στη Μικρασιατική Εκστρατεία, στο Εσκί Σεχίρ, άρα τότε θα ήταν τουλάχιστον 20 χρονών, και έχει αρκετά μικρά παιδιά ώστε να κλαίνε με τη σφαγή του αρνιού).
Και παρόλο που διατείνεται ότι είναι άτυχος, κερδίζει ένα αρνί σε μια λαχειοφόρο αγορά που διοργανώνει ένα φίλος του κουρέας.
Ή μήπως τελικά είναι άτυχος; Γιατί ο κουρέας υπόσχεται ότι θα πάει να σφάξει εκείνος το αρνί το Πάσχα, καθώς ο κυρ Διονυσάκης δηλώνει ορθά κοφτά ότι δεν έχει σκοτώσει ποτέ ζωντανό. Όμως ξεχνάει την υπόσχεση του και φεύγει διακοπές. Ο κυρ Διονυσάκης αποφασίζει να υπερνικήσει τη δυσκολία του αυτή και να σφάξει ο ίδιος το αρνάκι, όμως την κρίσιμη στιγμή κάνει πίσω.
Την εξέλιξη αυτή προλέγει καθόλη την διάρκεια της ιστορίας η φράση «Πρέπει να ξέρεις όμως ότι εγώ ποτέ στην ζωή μου δεν έχω σηκώσει μαχαίρι σε ζωντανό», η οποία λειτουργεί σαν ένα είδος λάιτ μοτίφ και παράλληλα δίνει ένα σασπένς στην ιστορία, με την έννοια ότι ο αναγνώστης αναρωτιέται συνεχώς μήπως τελικά ο πρωταγωνιστής αναγκαστεί να εκτελέσει το αιματηρό καθήκον του.
Κατά βάση όμως ξέρει ότι το αρνάκι θα τη γλιτώσει, το προοικονομεί και η συμπεριφορά των υπολοίπων καθόλη την διάρκεια της ιστορίας απέναντι στον κυρ Διονυσάκη. Από τη σβερκιά που τρώει από τον φίλο του όταν κερδίζει το λαχνό, μέχρι τα γέλια της γυναίκας του στο τέλος. Το φανερώνει και το ίδιο το υποκοριστικό με το οποίο τον αποκαλούν.
Όλα αυτά αποτελούν στοιχεία που μαρτυρούν ότι πρόκειται για έναν καλοκάγαθο άκακο ανθρωπάκο, τόσο άκακο που γίνεται συχνά στόχος των ενίοτε λιγότερο αθώων πειραγμάτων των φίλων του.
Στο διήγημα χρησιμοποιείται συχνά ο διάλογος ο οποίος μαζί με τις ζωντανές περιγραφές δίνει ζωντάνια και παραστατικότητα στο κείμενο και επιτρέπει να αναβλύζει αβίαστα το χιούμορ με το οποίο είναι μπολιασμένό το ελαφρά γελοιογραφικό αλλά ανάμεικτο με συμπάθεια πορτρέτο του πρωταγωνιστή της ιστορίας. Οι δυο βασικές κωμικές καταστάσεις από τις οποίες προκύπτει το χιούμορ είναι τα φιλοζωικά αισθήματα του πρωταγωνιστή και οι έμφυλες στερεοτυπικές αντιλήψεις της εποχής.
Στην πρώτη περίπτωση, ο πρωταγωνιστής έρχεται αντιμέτωπος με μια κατάσταση για την οποία δεν είναι προετοιμασμένος και προσκρούει στα φιλοζωικά του συναισθήματα, για τα οποία γίνεται μνεία σε όλο το διήγημα και τονίζονται, όπως είπαμε, με τη φράση που επαναλαμβάνει συνεχώς ο ήρωας και γίνεται το μοτίβο του διηγήματος. Η διάσταση αυτή ανάμεσα σε αυτό που νοιώθει και αυτό που πρέπει να κάνει ο πρωταγωνιστής είναι το σημείο έναρξης της πλοκής του διηγήματος αλλά και το βασικό στοιχείο της εξέλιξής του, καθώς ουσιαστικά είναι ένας είδος οδύσσειας, μια περιπλάνηση που απηχεί την προσπάθεια του ήρωα να διαχειριστεί αυτήν την κατάσταση και να επιλύσει το πρόβλημα χωρίς να εξαναγκαστεί να σφάξει ο ίδιος το ζώο.
Στη δεύτερη περίπτωση, στο διήγημα γίνεται αντικατοπτρισμός των σεξιστικών αντιλήψεων της εποχής στην οποία εκτυλίσσεται η ιστορία.
Θεωρείται αυτονόητο ότι ο πρωταγωνιστής ως άντρας πρέπει να είναι εκείνος ο οποίος θα αναλάβει το σφάξιμο του αρνιού, καθώς “είναι αντρική δουλειά”, οι άντρες σφάζανε παλιά τα ζώα σε κάθε σπίτι, δεν υπήρχαν σφαγεία.
Για αυτό και η γυναίκα του είναι εκείνη η οποία την Κυριακή του Πάσχα τον ρωτάει, επιτιμώντας τον ουσιαστικά, «ηθελα να ‘ξερα τι περιμένεις», πιέζοντάς του να σφάξει το ζώο μιας και είναι “δική του δουλειά“.
Και ο ίδιος ο κυρ Διονυσάκης, άλλωστε, παρά την αταλάντευτη αποφασιστικότητα με την οποία αντιμετωπίζει την απόφαση του να μην σφάξει κανένα ζώο, γνωρίζει ότι η συμπεριφορά του αυτή είναι παρέκκλιση από τις κοινωνικές νόρμες και κάθε φορά που την παραδέχεται αισθάνεται παράλληλα και λίγη ντροπή. Επιπλέον και κείνος όταν δεν έρχεται ο κουρέας όπως είχε υποσχεθεί, ζητάει βοήθεια από τον γείτονά του. Γιατί υποθέτει ότι μιας και είναι άντρας θα έχει την ικανότητα να επιτελέσει το «αντρικό καθήκον» το οποίο ο ίδιος αδυνατεί και αρνείται: να σφάξει το αρνί! Για να λάβει βέβαια αρνητική απάντηση με την ίδια φράση που έλεγε κι αυτός, μέσα σε μια απογείωση του χιούμορ: «Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω σηκώσει χέρι σε ζωντανό».
Έτσι, σε όλη την ιστορία έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο που ουσιαστικά παλεύει ανάμεσα στις δικές τους επιθυμίες και στα πρέπει που του υπαγορεύει η κοινωνία. Και έχει τον αμέριστο σεβασμό μου που αντιστάθηκε μέχρι το τέλος.
Η ταινία μικρού μήκους «Πασχαλινή Ιστορία» του Νίκου Βαρβέρη, με τον Βαγγέλη Καζάν απολαυστικό στον πρωταγωνιστικό ρόλο, βασίζεται στο διήγημα του Καλιοτσου.
Ο σεναριογράφος δενε κουράστηκε καθόλου! Οι μοναδικές διαφορές με το διήγημα είναι η σκηνή στο τρένο με τον Μάνο Βακούση, η οποία δεν έχει κάποιον ουσιαστικό λόγο και πιθανότατα υπάρχει για να μην είναι πολύ μικρή η ταινία, και οι συχνές αναφορές του κυρ Διονυσάκη στην αξία του τρεξίματος, οι οποίες υ πιθανότατα είναι προσθήκη του Καζάν.Ο Καζάν υπήρξε από τους πρωτοπόρους του δρομικού κινήματος και πιθανότατα βρήκε ευκαιρία μέσω της ταινίας ώστε, με την ανοχή του σκηνοθέτη, να προπαγανδίσει τις ιδέες του για την αξία του τρεξίματος. (Μόνο που οι παραινέσεις αυτές απευθύνονται στους γιούς… Μόνο! Διότι ο κυρ Διονυσάκης μπορεί να μη σφάζει ζώα ο ίδιος, αλλά το μερτικό του στον σεξισμό το έχει κι αυτός!)
Απολαύστε την…
Δημιουργικές εργασίες παλιών μας μαθητών με αφορμή το διήγημα εδώ, κι εδώ
πηγή: https://afterschoolbar.blogspot.com/2021/04/blog-post_11.html#more
Αυτή η εργασία έχει άδεια χρήσης Creative Commons Αναφορά δημιουργού4.0.