Από την ελευθερία δεν μπορείς να κόψεις ούτε ένα κομματάκι, γιατί αμέσως όλη η ελευθερία συγκεντρώνεται μέσα σ’ αυτό …
Η ελευθερία ως προσωπική επιλογή και ως κοινωνική κατάσταση.
Ο Eduardo Galeano: Γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάη, το 1940 . Είναι Ουρουγουανός συγγραφέας και δημοσιογράφος, γνωστός για το έργο του «Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής», ένα μανιφέστο ενάντια στην εκμετάλλευση της Λατινικής Αμερικής από τις ξένες δυνάμεις από τον 15ο αιώνα..
Του έχει απονεμηθεί το βραβείο Stig Dagerman, και θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας. Ο Γκαλεάνο μέλος μίας οικογένειας με ευρωπαϊκή καταγωγή, ανήκε στη μεσαία τάξη και ήταν καθολική. Όταν ήταν νέος είχε δουλέψει ως εργάτης εργοστασίου, ελαιοχρωματιστής, ταχυδρόμος, δακτυλογράφος και άλλα. Στα 14 του πούλησε την πρώτη του πολιτική γελοιογραφία στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Ελ Σολ» του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ουρουγουάης. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως δημοσιογράφος στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ως συντάκτης του «Μάρτσα», ένα εβδομαδιαίο περιοδικό .Στο πραξικόπημα της 27ης Ιουνίου 1973, ο Γκαλεάνο φυλακίστηκε και αναγκάστηκε να αφήσει την Ουρουγουάη. Το βιβλίο του «Οι ανοιχτές πληγές της Λατινικής Αμερικής» λογοκρίθηκε από τα στρατιωτικά δικτατορικά καθεστώτα της Ουρουγουάης, της Αργεντινής και της Χιλής. Έζησε στην Αργεντινή όπου ίδρυσε το πολιτιστικό περιοδικό «Κρίσις». Το 1976, προστίθεται στη λίστα αυτών που θα αντιμετώπιζαν το εκτελεστικό απόσπασμα του Χόρχε Ραφαέλ Βιδέλα, ο οποίος ανέλαβε την κυβέρνηση μετά από πραξικόπημα. Πηγαίνει στην Ισπανία, όπου γράφει τη διάσημη τριλογία του, «Μνήμες Φωτιάς», το 1984.Στις αρχές του 1985, ύστερα από την πτώση της δικτατορίας, επιστρέφει στο Μοντεβιδέο. Τον Ιανουάριο του 2006, ο Γκαλεάνο, μαζί με διεθνείς προσωπικότητες όπως ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες υπογράφουν τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Πουέρτο Ρίκο.
Ο ίδιος είχε αρνηθεί ότι ήταν ιστορικός συγγραφέας, λέγοντας πως «είμαι ένας συγγραφέας που θα ήθελε να συνεισφέρει στη διάσωση της απηχθείσας μνήμης όλης της Αμερικής, αλλά πάνω από όλα της Λατινικής Αμερικής, πατρίδα περιφρονημένη και αγαπητή. […] Έχουμε κόψει τη μνήμη σε κομμάτια και γράφω προσπαθώντας να ανακτήσω την αληθινή μας μνήμη, τη μνήμη της ανθρωπότητας που είχε ακρωτηριαστεί από αλαζονεία, από ρατσισμό, από τον μιλιταρισμό και πολλούς άλλους “ισμούς”, που σκότωσαν με τρομερό τρόπο το μεγαλείο μας και την ομορφιά» είχε δηλώσει. Απεβίωσε στις 13 Απριλίου 2015 στο Μοντεβιδέο, σε ηλικία 74 ετών.
«Πριν από εκατό χρόνια, η Αλίκη, μετά το ταξίδι της στην χώρα των θαυμάτων, μπήκε σε ένα καθρέπτη για να ανακαλύψει τον κόσμο απ’ την ανάποδη. Αν η Αλίκη ξαναγεννιόταν στις μέρες μας δεν θα χρειαζόταν να περάσει μέσα από τον καθρέπτη, θα ήταν αρκετό να ρίξει μια ματιά έξω από το παράθυρο.» Ο Εντουάρντο Γκαλεάνο, αυτή την λογική υπηρέτησε σε όλη του την ζωή. Ο κόσμος, αυτός που μας μάθανε να τον κοιτάμε με το κεφάλι κάτω και τα πόδια ψηλά μόνο αν τον δούμε ανάποδα θα τον δούμε όπως έχει, θα το κατανοήσουμε ως πραγματικότητα, μια ματιά έξω από το παράθυρο, όπου το μακελειό συντελείται ενώ ονομάζεται “έτσι έχουν τα πράγματα”
. Στο βιβλίο του «Μέρες και Νύχτες αγάπης και πολέμου» γράφει :
Το 1976, σε μια φυλακή με το όνομα «Ελευθερία»…
Οι πολιτικοί κρατούμενοι της Ουρουγουάης δεν μπορούν να μιλούν χωρίς άδεια, να σφυρίζουν, να χαμογελούν, να τραγουδούν, να βαδίζουν γρήγορα ή να χαιρετούν άλλον κρατούμενο.
Ούτε μπορούν να ζωγραφίζουν ή να λαμβάνουν ζωγραφιές με εγγύους γυναίκες, ζευγάρια, πεταλούδες, αστέρια ή πουλιά.
Ο Ντιντοσκό Πέρες, δάσκαλος, που βασανίστηκε και φυλακίστηκε επειδή είχε «ιδεολογικές ιδέες», δέχεται μια Κυριακή επίσκεψη της κόρης του Μιλάι, πέντε ετών.
Το κορίτσι του φέρνει μια ζωγραφιά με πουλιά. Οι λογοκριτές τη σχίζουν στην είσοδο της φυλακής.
Την επόμενη Κυριακή, η Μιλάι του φέρνει μια ζωγραφιά με δέντρα. Τα δέντρα δεν απαγορεύονται και η ζωγραφιά περνάει.
Ο Ντιντοσκό την παινεύει για το έργο της και την ρωτά για τους μικρούς χρωματιστούς κύκλους που φαίνονται πάνω στα δέντρα. Πολλοί μικροί χρωματιστοί κύκλοι ανάμεσα στα κλαδιά:
– Είναι πορτοκάλια; Τι φρούτα είναι;
Η μικρή τον κάνει να σωπάσει.
– Σσσστ.
Και συνωμοτικά του εξηγεί:
– Χαζούλη, δε βλέπεις ότι είναι μάτια; Τα μάτια των πουλιών που σου έφερα κρυφά.
Από το βιβλίο του Εντουάρντο Γκαλεάνο Días y noches de amor y de guerra (Μέρες και Νύχτες αγάπης και πολέμου, 1976).
Το συγκεκριμένο απόσπασμα μας δίνει το έναυσμα για να σκεφτούμε τη σύγχρονη ζωή και τη νεανική κουλτούρα και να ανατοποθετήσουμε τις σκέψεις μας στο θέμα «Πόσο ελεύθεροι είμαστε;»
Ο παράδεισος της ανάπτυξης και της προόδου
Από το βιβλίο του Εντουάρντο Γκαλεάνο “Ένας κόσμος ανάποδα”.
Μία γέφυρα δίχως ποτάμι. Ψηλές προσόψεις κτιρίων δίχως τίποτε από πίσω. Ο κηπουρός ποτίζει το πλαστικό γρασίδι. Κυλιόμενες σκάλες που δεν οδηγούν πουθενά. Ο αυτοκινητόδρομος που μας δίνει την δυνατότητα να γνωρίσουμε τόπους, που εξ αιτίας του έχουν καταστραφεί. Η οθόνη της τηλεόρασης δείχνει μία τηλεοπτική συσκευή που περιέχει μίαν άλλη τηλεοπτική συσκευή μέσα στην οποία υπάρχει μία τηλεοπτική συσκευή…
Αυτός ο πολιτισμός δεν αφήνει κανέναν να κοιμηθεί, ούτε τα λουλούδια, ούτε τις κότες ούτε τους ανθρώπους. Το χειμώνα τα λουλούδια τοποθετούνται κάτω από συνεχή φωτισμό, ώστε να μεγαλώνουν πιό γρήγορα. Στα ορνιθοτροφεία η νύχτα είναι απαγορευμένη για τις κότες. Και οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι στην αϋπνία, λόγω της αγωνίας τους να αγοράσουν και του άγχους τους να πληρώσουν.
Εδώ ο ουρανός ποτέ δεν συννεφιάζει, εδώ δεν βρέχει ποτέ.Σ’αυτή τη θάλασσα κανείς δεν διατρέχει τον κίνδυνο να πνιγεί, αυτή η πλάζ προστατεύεται από την κλοπή. Δεν υπάρχουν μέδουσες να σε τσιμπήσουν, ούτε αχινοί να σου καρφώνονται στο πόδι, ούτε κουνούπια να σε τρελαίνουν. Με τον αέρα πάντα στην ίδια θερμοκρασία και το νερό θερμαινόμενο αποφεύγονται τα κρυώματα και οι πνευμονίες.
Τα βρομερά νερά των λιμανιών θα φθονούσαν αυτά τα διάφανα νερά, αυτός ο αμόλυντος αέρας χλευάζει το δηλητήριο που αναπνέουν οι ανθρωποι στην πόλη.
Η είσοδος δεν είναι ακριβή, 30 δολάρια το άτομο, αν και πρέπει να πληρώσεις επί πλέον τις καρέκλες καί τις ομπρέλες. Στο ίντερνετ λέει : «Τα παιδιά σας θα σας μισήσουν αν δεν μας τα φέρετε…» Wild blue, ή κλειστή με κρυστάλλινους τοίχους πλάζ της Γιοκοχάμα είναι ένα μεγαλειώδες έργο της γιαπωνέζικης βιομηχανίας. Τα κύματα έχουν το ύψος που τους δίνουν οι κινητήρες. Ο ηλεκτρονικός ήλιος βγαίνει και κρύβεται σύμφωνα με τη θέληση της επιχείρησης, προσφέροντας στην πελατεία εντυπωσιακά τροπικά ξημερώματα και κατακόκκινα δειλινά πίσω από τις φοινικιές. Είναι τεχνητό –λέει ένας επισκέπτης. Γι’ αυτό μας αρέσει.
Λιχουδιές από πλαστικό, όνειρα από πλαστικό. Πλαστικός είναι και ο παράδεισος που υπόσχεται η τηλεόραση σε όλους αλλά παρέχει σε λίγους. Είμαστε όλοι στις διαταγές της.
Σ’ αυτόν τον πολιτισμό όπου τα πράγματα αποκτούν συνεχώς μεγαλύτερη αξία και οι άνθρωποι μικρότερη, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας καθορίζουν τους κανόνες: δεν αγοράζεις εσύ τα πράγματα, αυτά σε αγοράζουν, το αυτοκίνητο σε χρησιμοποιεί., ο υπολογιστής σε προγραμματίζει, η τηλεόραση σε παρακολουθεί.
Η έκρηξη της κατανάλωσης στον σύγχρονο κόσμο δημιουργεί μεγαλύτερο θόρυβο από όλους τους πολέμους και προκαλεί μεγαλύτερο πανδαιμόνιο από όλα τα καρναβάλια.
Όπως λέει μία παλιά τουρκική παροιμία, όποιος πίνει με πίστωση μεθάει διπλά. Το γλέντι ζαλίζει και θολώνει την όραση, αυτό το μεγάλο παγκόσμιο μεθύσι μοιάζει να μην έχει ούτε χρονικά ούτε χωρικά όρια. Αλλά ο πολιτισμός της κατανάλωσης είναι κενός σαν το ταμπούρλο γι’ αυτό και κάνει τόση φασαρία. Την ώρα της αλήθειας, όταν ο σαματάς σταματήσει και τελειώσει η γιορτή, ο μεθυσμένος ξυπνάει μόνος, συντροφιά με τη μοίρα του και τα σπασμένα που οφείλει να πληρώσει.
Οι καταναλωτικές μάζες δέχονται τις εντολές σε παγκόσμια γλώσσα.
Η διαφήμιση κατάφερε να κάνει αυτό που ήθελε να κάνει η εσπεράντο αλλά δεν μπόρεσε. Όπου και να βρεθούμε όλοι καταλαβαίνουμε τα μηνύματα που μεταδίδει η τηλεόραση. Το τελευταίο τέταρτο του αιώνα οι δαπάνες για την διαφήμιση έχουν διπλασιαστεί. Χάρη στις διαφημίσεις τα φτωχά παιδιά πίνουν ολοένα περισσότερη coca cola και ολοένα λιγότερο γάλα και ο χρόνος της σχόλης γίνεται σιγά σιγά χρόνος υποχρεωτικής κατανάλωσης.
Ελεύθερος χρόνος, φυλακισμένος χρόνος. Στά σπίτια των πολύ φτωχών μπορεί να μην υπάρχει κρεβάτι, υπάρχει όμως τηλεόραση και η τηλεόραση έχει τον πρώτο λόγο. Αγορασμένο με δόσεις, αυτό το ζωάκι, αποδεικνύει τή δημοκρατική ροπή της προόδου. Δεν ακούει κανέναν αλλά μιλάει γιά όλους. Έτσι πλούσιοι και φτωχοί γνωρίζουν τα προσόντα του τελευταίου μοντέλου των αυτοκινήτων και, πλούσιοι και φτωχοί, ενημερώνονται για τα πλεονεκτικά επιτόκια που προσφέρει κάθε τράπεζα.
Εκσυγχρονισμός, μηχανοκρατία: Ο θόρυβος από τους κινητήρες των μηχανών σκεπάζει τις φωνές που καταγγέλλουν αυτό τον τεχνητό πολιτισμό, ο οποίος μας κλέβει την ελευθερία κι ύστερα έρχεται να μας την πουλήσει. Εξασθενίζει τα πόδια μας για να μας υποχρεώσει στη συνέχεια να αγοράσουμε αυτοκίνητα και μηχανήματα γυμναστικής.
Ο εφιάλτης των πόλεων, όπου τα αυτοκίνητα έχουν τον πρώτο λόγο, έχει επιβληθεί στον κόσμο σαν το μοναδικό δυνατό πρότυπο ζωής. Οι πόλεις της Λατινικής Αμερικής ονειρεύονται να γίνουν σαν το Λός Άντζελες, όπου οκτώ εκατομμύρια αυτοκίνητα ορίζουν τους ανθρώπους. Ελπίζουμε να γίνουμε κάποτε μία γκροτέσκα απομίμηση αυτής της τρέλας. Πέντε αιώνες τώρα, αντί να δημιουργούμε εξασκούμαστε στην απομίμηση. Αφού λοιπόν είμαστε καταδικασμένοι στην απομίμηση, ας επιλέγουμε με λίγο μεγαλύτερη προσοχή τα πρότυπά μας. \ Αν συμμορφωθούμε προς τας υποδείξεις τότε εγγυημένα θα βλέπουμε όλοι τις ίδιες εικόνες, θα ακούμε όλοι τους ίδιους ήχους, θα φοράμε τα ίδια ρούχα, θα τρώμε όλοι τα ίδια χάμπουργκερ και θα είμαστε όλοι μόνοι μες στην ίδια μοναξιά, μέσα σε σπίτια ίδια, σε γειτονιές ίδιες, σε πόλεις ίδιες, όπου όλοι θα αναπνέουμε την ίδια βρώμα και θα υπηρετούμε τα αυτοκίνητά μας με την ίδια προσήλωση και θα ανταποκρινόμαστε στις διαταγές των ίδιων μηχανών σε έναν κόσμο που θα είναι θαυμαστός για όποιον δεν έχει πόδια, ούτε φτερά, ούτε ρίζες…
Οι περισσότεροι άνθρωποι χρεώνονται για να αποκτήσουν αγαθά και τελικά δεν τους μένουν παρά χρέη, για να πληρώσουν άλλα χρέη τα οποία δημιουργούν καινούργια χρέη. Καταλήγουν να καταναλώνουν φαντασιώσεις, που για να τις πραγματοποιήσουν καμιά φορά καταφεύγουν στο έγκλημα. Η μαζική διάδοση της πίστωσης, προειδοποιεί ο κοινωνιολόγος Τόμας Μούλιαν, έδωσε τη δυνατότητα στην καθημερινή ζωή της Χιλής, να περιστρέφεται γύρω από τα σύμβολα της κατανάλωσης, δηλαδή, την εξωτερική εμφάνιση ως πυρήνα της προσωπικότητας, το τεχνητό τρόπο ζωής, την ουτοπία σε σαρανταοκτάμηνες δόσεις.
Η καταναλωτική κοινωνία είναι μια παγίδα για τους κουτούς. Αυτοί που κρατάνε τα ηνία παριστάνουν ότι το αγνοούν αλλά όποιος έχει μάτια μπορεί να δεί ότι η ύπαρξη της λίγης φύσης που μας έχει απομείνει διασφαλίζεται επειδή η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων καταναλώνει λίγο, πολύ λίγο, και μόνο τα αναγκαία.
Η κοινωνική αδικία δεν είναι πλέον ένα σφάλμα που πρέπει να διορθωθεί, ούτε ένα ελάττωμα που πρέπει να ξεπεραστεί: έχει γίνει θεμελιώδης αναγκαιότητα. Δεν υπάρχει φύση που να μπορεί να θρέψει ένα shopping center στο μέγεθος του πλανήτη. Αυτό το μοντέλο ζωής το οποίο μας παρουσιάζουν σαν τον οργασμό της ζωής κι’ αυτή η καταναλωτική φρενίτιδα που λένε ότι είναι η φρενίτιδα της ευτυχίας, αρρωσταίνουν το σώμα μας, δηλητηριάζουν τη ψυχή μας και μας αφήνουν ανέστιους: χωρίς εκείνη την εστία που κάποτε ήθελε να γίνει ο κόσμος μας.
Αυτή η εργασία έχει άδεια χρήσης Creative Commons Αναφορά δημιουργού4.0.