Απολογία

world-war-21.jpg

Πάει καιρός που τέλειωσαν οι πόλεμοι
κι ας μην τελειώνουν. Πάει καιρός
που έφυγαν να κλέψουν άλλα σπίτια
αφήνοντας το δικό μας ανοικτό
ζωή που χρωστά στο πεπρωμένο.
Πάει καιρός που γύρισαν και οι τελευταίοι
λαθρεπιβάτες άγονης πληγής
στο λασπωμένο δειλινό μιας αυταπάτης.
Πάει καιρός που τέλειωσαν οι πόνοι
κι ας μην τελειώνουν. Πάει καιρός
κι αίμα δεν μάθαμε τι πάει να πει.

Παίξαμε κι εμείς και πέσαμε
καθένας κυνηγώντας κι ένα φως
μα δεν χτυπήσαμε? με δανεικό κερί
ποια προσευχή ν’ ανάψεις;
Μεταλαβαίνοντας ένδοξα νεκροί
οι ψυχωμένοι πότες του καημού
μεθούσαν τη σκιά διδάσκοντας τον ήλιο.
Και πόνος δεν μάθαμε τι πάει να πει.

Παίξαμε κι εμείς, ναυλώσαμε
υπερωκεάνια από χαρτί
μα δεν βουλιάξαμε? οι γέροι ναυτικοί
οργωμένοι απ’ τον αφρό
με μάτια σάπια απ’ τον καιρό
στις ενοχές μας έριξαν άγκυρα?
και τρίζοντας το σώμα τους γελούσαν.
Ναυάγιο δεν μάθαμε τι πάει να πει.

Παίξαμε κι εμείς και κλάψαμε
γράφοντας κήπους στα κορίτσια
μα δεν ανθίσαμε? οι παλιοί κατακτητές
κατά μέτωπο στον ήλιο εραστές
δεινοί κολυμβητές ονείρων
σκίζοντας τον ουρανό σαν φόρεμα
έβρεξαν πάνω μας τα πάθη.
Κι έρωτας δεν μάθαμε τι πάει να πει.

Πάει καιρός που τέλειωσαν οι έρωτες
κι ας μην τελειώνουν. Πάει καιρός
κι έσχατος έρωτας ήταν ο θάνατος?
με μια σφαίρα από τη μνήμη
από το Αουσβιτς που δεν ζήσαμε.
Γιατί στη γη που μεγαλώσαμε
δεν προλαβαίναμε το δάκρυ.
Χρωστώντας τη ζωή απ’ ό,τι ζήσανε
όνειρα ψιλικατζίδικα μετράμε
πόσα-τόσα και πατσίζοντας γερνάμε
νωθροί σαν τα χαράματα
στα βρόμικα σοκάκια.

Εξω από τον πόνο, την ιδέα, την ψυχή
στο ορφανό περίσσευμα του κόσμου
υποχωρούμε, ανάμεσα τρεκλίζοντας
σ’ άσους και μηδενικά, κοιτώντας
με διάπλατες οθόνες το κενό
ζητώντας διά παντός ν’ αποσυρθούμε
στη φρεναπάτη μιας επίλεκτης σιωπής
να παύσουμε ζητούμε, να καταδικαστούμε
στον ώμο της ωραίας κοιμωμένης
που δίπλα σ’ ένα παράθυρο ψυχρό
μ’ όλο του το αλάβαστρο υπερασπίζει το φεγγάρι.

Μα θα μιλήσουμε? όχι για γενιές και πεπρωμένα
αλλά για ό,τι μέσα μας ρέει και πνίγεται.
Για το πικρό που κυλά χωρίς ένα δέλτα θανάτου.
Για την πληγή που δεν άνοιξε θα μιλήσουμε
για ό,τι μας χρέωσαν και τώρα θεριεύει
στο σκληρό μας σκοτάδι ξεσπώντας.
Για την ολιγωρία μας θα μιλήσουμε
για το αδιέξοδο αίμα του κόσμου.

Θα μιλήσουμε. Δεν είναι αργά.
Πάει καιρός μα δεν περάσαμε.
Στο κάτω-κάτω της πληγής
η ομορφιά γεννά το αύριο.

Σωτήρης Σελαβής