
Αρχεία για 'ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ'
ΔΙΨΑΣΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΛΙΓΗ ΛΑΜΨΗ ΟΡΟΥΣ ΘΑΒΩΡ
Συγγραφέας: kantonopou στις 8 Αυγούστου 2013

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (6 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ)
Συγγραφέας: kantonopou στις 5 Αυγούστου 2013
Μία από τις μεγάλες Δεσποτικές λεγόμενες εορτές είναι η Μεταμόρφωση του Κυρίου: εκεί που στο όρος Θαβώρ ο Κύριος, έχοντας πάρει μαζί Του τους «προκρίτους των μαθητών», τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, «μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών», δηλαδή το πρόσωπό Του έλαμψε σαν τον ήλιο, τα ενδύματά Του έγιναν λευκά σαν το φως, δίπλα Του φάνηκαν οι προφήτες Μωϋσής και Ηλίας, ενώ ακούστηκε άνωθεν, από τον ουρανό, η φωνή του Θεού Πατέρα, η οποία έλεγε «Ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, αυτού ακούετε». Όλη αυτή η θεοφάνεια, η οποία βεβαίως θυμίζει και το «σκηνικό» της Βάπτισης του Κυρίου, πραγματοποιήθηκε μέσα σε ένα νέφος το οποίο περιέλαμψε τους μαθητές, οι οποίοι μη αντέχοντας το θέαμα έπεσαν πρηνείς, ενώ κάποια στιγμή ο Πέτρος, «μη ειδώς ο ελάλει», βλέποντας και τους Μωϋσή και Ηλία να συνομιλούν με τον Κύριο, είπε σ’ Αυτόν: «Κύριε, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι». Μετά από λίγο, το συγκλονιστικό αυτό θέαμα και άκουσμα τελείωσε, κι ο Κύριος παίρνοντας τους έκθαμβους μαθητές τούς είπε να μην ειπούν τίποτε, έως ότου αναστηθεί εκ των νεκρών, προλέγοντας ταυτοχρόνως και τα γεγονότα του Πάθους Του.
Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Η μεταμόρφωση του Χριστού και η σημασία της για μας
Συγγραφέας: kantonopou στις 5 Αυγούστου 2013
Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Λόγοι Αγίων Πατέρων για το Άγιο Πνεύμα
Συγγραφέας: kantonopou στις 25 Ιουνίου 2013
Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Κυριακή της Πεντηκοστής -Το Άγιο Πνεύμα και η δόξα
Συγγραφέας: kantonopou στις 23 Ιουνίου 2013

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Γιατί δεν απεικονίζεται η Θεοτόκος στην Ορθόδοξη εικόνα της Πεντηκοστής.(Λ. Οὐσπένσκυ)
Συγγραφέας: kantonopou στις 22 Ιουνίου 2013
Η εικόνα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος αντιστοιχεί πλήρως προς τα λειτουργικά κείμενα της Πεντηκοστής μεταφέροντας ολοκληρωμένα την σημασία της· το δογματικό περιεχόμενο της εικόνας δεν επιδέχεται κανένα είδος επέμβασης, όπως αυτή της Παρθένου. Η εισαγωγή της Θεοτόκου στον αποστολικό κύκλο θα έθετε το ερώτημα: τι σημαίνει η παρουσία Της; Ποιά τροποποίηση φέρνει στην σημασία της εικονογραφίας της Πεντηκοστής; Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις για την παρουσία Της· ας την δούμε καλύτερα.
Στο έργο που ήδη αναφέραμε, ο L. Reau εκφράζει την παρακάτω σκέψη: «Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η Παρθένος σημαίνει, εδώ, ο,τι και στην Ανάληψη· συμβολίζει την Εκκλησία. Οι απόστολοι σχηματίζουν κύκλο γύρω από την Παρθένο που προεδρεύει της σύναξης χωρίς να μετέχει στο θαύμα».
Αυτό όμως δεν είναι ακριβές από ορθόδοξη άποψη: η Θεοτόκος μετέχει του θαύματος. Δεν συμμετέχει στα άμεσα αποτελέσματα και δεν παίζει κάποιο ενεργό ρόλο στο κήρυγμα και στα μυστήρια. Γιά ο,τι αφορά στον συμβολισμό της Εκκλησίας μέσα από το Πρόσωπο της Παρθένου μία ανάλογη εκτίμηση διατυπώθηκε από τους ορθοδόξους στην διάρκεια της συζήτησης: «Η Θεοτόκος είναι μία εικόνα της Εκκλησίας, πράγμα που σημαίνει ότι η χάρη του Αγίου Πνεύματος αναπαύεται όχι μόνο στους δώδεκα αλλά σ᾿ ολόκληρη την Εκκλησία»).
Αυτός ο συλλογισμός, όπως και του L.Reau, συγκροτείται βάσει αναλογίας με την εικόνα της Αναλήψεως. Δεν είναι δυνατόν όμως να χαράζεται με τέτοιο μηχανικό τρόπο μία αναλογία ανάμεσα σε δυό εικόνες των οποίων η σημασία είναι πολύ διαφορετική. Αν κατανοήσουμε με τον ίδιο τρόπο την παρουσία της Παρθένου, η Εκκλησία εικονίζεται δυό φορές: απ᾿ αυτήν την ίδια την Θεοτόκο και από τους δώδεκα αποστόλους, εκτός κι αν βλέπει κανείς τους αποστόλους ως αντιπροσώπους της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Είναι σωστό ότι η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος συντελέσθηκε για όλη την Εκκλησία. Οι πύρινες γλώσσες όμως τοποθετήθηκαν πάνω σε κάθε πρόσωπο που ήταν παρόν κατέβηκαν χωριστά για καθένα μέλος της Εκκλησίας, όπως και για την Θεοτόκο ως ανθρώπινο πρόσωπο. Ο αγιασμός του Αγίου Πνεύματος δεν δόθηκε σ᾿ ένα πρόσωπο μέσω άλλου, αλλά άμεσα στο καθένα ως μέλος της Εκκλησίας. Γι᾿ αυτό και η κάθοδός Του στην Θεοτόκο δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως μια κάθοδος στο σύνολο της Εκκλησίας μέσω του προσώπου Της. Μιά προσωποποίηση δεν θα είχε κανένα νόημα εδώ. Η Θεοτόκος μπορεί να προσωποποιήσει την Εκκλησία ως δοχείον περιέχον την θεότητα αλλά όχι ως το σύνολο των ανθρώπων που συνιστούν το σώμα της Εκκλησίας. Κανένα συγκεκριμένο πρόσωπο δεν μπορεί να προσωποποιήσει ένα άλλο, η ένα σύνολο ανθρώπων. Γενικά μπορούμε να προσωποποιήσουμε ο,τι τα πρόσωπα εκείνα έχουν κοινό, όπως την ανθρώπινη φύση, πεπτωκυία πριν από την Σάρκωση, καθαγιασμένη μετά απ᾿ αυτήν.
Η Πεντηκοστή είναι το δώρο της αγιότητας πάντα μοναδικό και προσωπικό και που δεν αντικαθίσταται από κανέναν άλλον· η αγιότητα του προσώπου της Θεοτόκου είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση και δεν μπορεί να συγκριθεί με άλλη περίπτωση. Είναι αλήθεια ότι κατά την Πεντηκοστή, κατά την θέωση δηλαδή του ανθρώπου, η Παναγία βρίσκεται πρώτη και υψηλότερα από κάθε άλλο αγιασμένο πιστό. Γιά τον λόγο αυτό μερικοί βλέπουν στην απεικόνισή Της στην Πεντηκοστή. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι η Εκκλησία εξαίρεσε από την ακολουθία της Πεντηκοστής το θέμα της θέωσης μεταφέροντας το σε μία άλλη ημέρα: την πρώτη Κυριακή μετά την Πεντηκοστή. Η ημέρα αυτή αφιερώθηκε στον εορτασμό των αποτελεσμάτων της Πεντηκοστής· μετά Πάντων των Αγίων η Θεοτόκος τιμάται ιδιαίτερα: «Προ δε πάντων και εν πάσι και μετά πάντων την των Αγίων Αγίαν, την υπεραγίαν και αυτών υπερσυγκρίτως κρείττονα των αγγελικών ταγμάτων, την Κυρίαν ημών και Δέσποιναν Θεοτόκον, Μαρίαν την αειπάρθενον» (Συναξάριον της Κυριακής των Αγίων Πάντων).
Δεν υπάρχουν, όπως είπαμε, θεολογικές μελέτες της εικονογραφίας της Πεντηκοστής. Βρίσκουμε όμως αναφορές, όπως αυτή του επισκόπου Κασσιανού και του M. Spassky. Ο π. Σέργιος Μπουλγκάκωφ δεν αναφέρεται στην εικονογραφία της Πεντηκοστής αλλά εξηγεί την παρουσία της Θεοτόκου στην αποστολική σύναξη. Κατ᾿ αυτόν «η Θεοτόκος είχε δεχθεί την προσωπική της Πεντηκοστή κατά τον Ευαγγελισμό όταν το Άγιο Πνεύμα κατήλθε επ᾿ Αυτήν (κατά την μαρτυρίαν της εικονογραφίας πήρε μορφή περιστεράς όπως και κατά την Βάπτιση) και είχε ήδη προσωπικά τέλεια καθαγιασθεί και χαριτωθεί…», όμως «όφειλε μ᾿ ολόκληρη την ανθρωπότητα και την κτίση να δεχθεί το Άγιο Πνεύμα την Πεντηκοστή, που θα σήμαινε για Εκείνην την «σωτηρία», δηλαδή την κατάργηση της δύναμης του προπατορικού αμαρτήματος σ᾿ ολόκληρη την κτίση κι Εκείνην προσωπικά. την εικόνα του πρώτου ανθρώπου που ενώθηκε με τον Θεό.
Η Θεοτόκος ΗΤΑΝ ΠΑΡΟΥΣΑ στην σύναξη της Πεντηκοστής και εδέχθη πύρινη φλόγα για Εκείνην προσωπικά και για ολόκληρη την δημιουργία».
Βλέπουμε εδώ μια αναλογία ανάμεσα σε δυό γεγονότα θεμελιωδώς διαφορετικά: τον Ευαγγελισμό – την συγκατάθεση και την υποδοχή του Θεού από την Παρθένο Μαρία εκ μέρους ολόκληρης της κτίσης (όρος της σωτηρίας μας, διαφορετικά ο Ευαγγελισμός θα σήμαινε μία εξατομικευμένη υπόθεση) και την Πεντηκοστή, δηλαδή την κάθοδο του Τρίτου Προσώπου του Θεού πάνω σε κάθε άνθρωπο, σε κάθε μέλος της Εκκλησίας.
Αν η Θεοτόκος συγκεφαλαιώνει εδώ, όπως και στον Ευαγγελισμό, ολόκληρη την κτίση, για την οποία θα λάβαινε το Άγιο Πνεύμα, η κάθοδος του Παρακλήτου στ᾿ άλλα μέλη της Εκκλησίας γίνεται ακατανόητη.
…Αν παραμείνουμε στην παραδοσιακή σύνθεση της εικόνας της Πεντηκοστής και εισαγάγουμε μόνο την Παρθένο δημιουργείται διαφωνία ανάμεσα στην εικόνα και την ακολουθία της εορτής. Επί πλέον, όποια κι αν είναι η εξήγηση της παρουσίας της Θεοτόκου μέσα στην εικόνα διπλασιάζει, κάτι η κάποιον: αν πούμε ότι προσωποποιεί την κτίση η την αντιπροσωπεύει, τότε σε τι χρησιμεύει η απεικόνιση του «Κόσμου»;
Αν πούμε ότι δηλώνει την «καινή κτίση», την Εκκλησία, τότε γιατί να υπάρχουν οι απόστολοι; Η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος συγχρόνως σ᾿ Εκείνη που εκπροσωπεί τα μέλη της Εκκλησίας και στα μέλη που εκπροσωπούνται διά της παρουσίας Της δεν είναι το ίδιο ακατανόητο;
Γεγονός είναι ότι η εικόνα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος και της Θεοτόκου είναι τόσο πλούσιες η καθεμιά από το δικό της περιεχόμενο, που δεν μπορούν να συζευχθούν. Μπορούμε να πούμε ότι η εικόνα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος με την παρουσία της Θεοτόκου είναι όχι μόνο λανθασμένη, αλλά παύει να είναι εικόνα της Πεντηκοστής.
Δεν είναι ζήτημα συνύπαρξης δυό εικονογραφιών της Πεντηκοστής με η χωρίς την Παρθένο.
Την περίοδο παρακμής της εικονογραφίας, στα τέλη του ΙΣΤ´ και κατά τον ΙΖ´ αιώνα, άρχισαν στην Ρωσία να εικονίζουν την Παρθένο στις εικόνες της Πεντηκοστής.
Δεν έμειναν όμως εκεί. Από την εποχή αυτή, κατά την βαθυστόχαστη παρατήρηση ενός σύγχρονου ιστορικού της τέχνης, οι εικονογράφοι «αρχίζουν να σκέφτονται». Αρχίζοντας λοιπόν να σκέφτονται, θυμήθηκαν ότι ο απόστολος Παύλος ήταν απών από την σύναξη. Τον καταργούν λοιπόν. Στην συνέχεια περιβάλλουν την Θεοτόκο με τις μυροφόρες γυναίκες, αφού ήταν παρούσες, και προσθέτουν μερικούς πιστούς. Ο «Κόσμος» καταργείται. Σύμφωνα με την περιγραφή των Πράξεων η σύνθεση γεμίζει αταξία και ποικιλία. Μ᾿ άλλα λόγια αναπαρέστησαν ο,τι έβλεπαν άνθρωποι ξένοι προς την Εκκλησία κι όχι αυτό που βλέπει η Εκκλησία, αυτό από το οποίο ζεί, αυτό στο οποίο μας καλεί. Ολόκληρη η σύνθεση της εικόνας αποσυντέθηκε στην κυριολεξία, χάνοντας την αρμονία και τον ρυθμό της, με τρόπο που το εκκλησιολογικό της νόημα και το περιεχόμενό της εξαφανίσθηκαν. Έτσι η εικόνα της Πεντηκοστής μεταμορφώθηκε σ᾿ ένα πίνακα ιστορικού θέματος φθάνοντας, στην καλύτερη περίπτωση, να χρησιμεύει ως εικονογράφηση του χωρίου των Πράξεων, αλλά αδυνατώντας πλέον να μεταδώσει το νόημα της εορτής.
Αν παρατηρήσουμε τους σύγχρονους εικονογράφους, θα δούμε ότι αυτοί που εισάγουν την Θεοτόκο στην εικόνα της Πεντηκοστής ακολουθούν τον ίδιο δρόμο σε γενικές γραμμές. Είναι αδύνατο να μη διακρίνουμε μία λογική συνέπεια.
Η εισαγωγή της Θεοτόκου οδηγεί στην τροποποίηση ολόκληρης της σύνθεσης της εορτής και στην εξαφάνιση του δογματικού της χαρακτήρα καθώς και του πλούτου του περιεχομένου της. Λογική αναγκαιότητα απαιτεί την κατάργηση του «Κόσμου» κι η εικόνα από τριαδολογική γίνεται εικόνα της Θεοτόκου, της παράστασής Της ανάμεσα στους αποστόλους παρόμοια μ᾿ εκείνη του Χριστού ανάμεσα στους αποστόλους.
…Γιατί λοιπόν μία εικόνα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος παύει να είναι εικόνα της Πεντηκοστής όταν εισαγάγουμε την Παρθένο; Το ερώτημα επανέρχεται και για την ακολουθία της Πεντηκοστής, όπου η Θεοτόκος δεν αναφέρεται ανάμεσα στα πρόσωπα και τιμάται μόνο μέσα στα χριστολογικά πλαίσια.
Στην Ανάληψη, είδαμε ότι η Παρθένος εικονίζεται γιατί η εικόνα της εορτής αυτής είναι εικόνα της Εκκλησίας και η πληρότητά της βρίσκεται στον εικονισμό της Κεφαλής της, του Ιησού Χριστού, της Μητρός Του, των αποστόλων και των αγγέλων.
Αντίθετα, στην εικόνα της Πεντηκοστής, που είναι επίσης μια εικόνα της Εκκλησίας, η πληρότητα βρίσκεται ακριβώς στην παρουσία μόνο των αποστόλων χωρίς κάποιο πρόσωπο στην κεφαλή του κύκλου τους. Η Θεοτόκος είναι απούσα όχι γιατί, επαναλαμβάνουμε, δεν ήταν στην σύναξη, αλλά γιατί η παρουσία Της δεν ταιριάζει σε ο,τι η Εκκλησία θέλει να μας αποκαλύψει διά της εικόνος και της Λειτουργίας της Πεντηκοστής.
Μέσα στην σειρά των μεγάλων εορτών η Πεντηκοστή έχει μία ιδιαίτερη σημασία, γιατί πανηγυρίζει την αρχή της οικονομίας του Τρίτου Προσώπου, του Αγίου Πνεύματος.
Στην Ανάληψη ολοκληρώθηκαν τα σωματικά έργα του Χριστού, «τα σωματικά του Χριστού πέρας έχει, μάλλον δε τα της σωματικής ενδημίας». Τι αναφέρεται στον Χριστό; ρωτάει.
«Η Παρθένος, η γέννηση, η φάτνη…» δηλαδή ο,τι συνδέεται άμεσα με την Μητέρα Του, πρόσωπο που πραγμάτωσε την Σάρκωση μεταδίδοντας στον Χριστό τον χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης μας. Με την Πεντηκοστή «αρχίζουν τα έργα του Πνεύματος» συνεχίζει ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, η επίγεια οδός της Εκκλησίας μέσα στην πληρότητα της ζωής της, μέσα στην Χάρη.
Η Πεντηκοστή είναι πάνω απ᾿ όλα πνευματική γέννηση του ανθρώπου εν Αγίω Πνεύματι. «Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να γίνει ο άνθρωπος Θεός». Κατά την ενανθρώπηση ο Θεός γεννάται μέσα στην σάρκα, γίνεται άνθρωπος. Από την Πεντηκοστή κι ύστερα ο άνθρωπος διά της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος μπορεί να θεωθεί. Διά του Αγίου Πνεύματος «ο Θεός Λόγος του Πατρός εμβαίνει και εις ημάς», λέει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, «καθώς και εις την κοιλίαν της Αειπαρθένου, τον οποίον τον δεχόμεθα διδασκόμενοι την ευσέβειαν και ευρίσκεται μέσα εις ημάς, ωσάν σπόρος… και ημείς συλλαμβάνομεν αυτόν όχι σωματικώς, καθώς συνέλαβεν αυτόν η Παρθένος και Θεοτόκος Μαρία, αλλά πνευματικώς μεν, ουσιωδώς δε».
Μιλώντας στην συνέχεια για την πνευματική γέννηση του ανθρώπου ο άγιος Συμεών υπογραμμίζει την διαφορά από την εν σαρκί γέννηση του Χριστού:
«Ότι άλλη είναι η ένσαρκος γέννησις του Θεού Λόγου οπού έγινεν από την Θεοτόκον και άλλη εκείνη όπου γίνεται πνευματικώς από ημάς. Διατί η σαρκική γέννησις, όπου εγέννησε τον Υιόν και Λόγον του Θεού όπου εσαρκώθη, εγέννησε το μυστήριον της αναπλάσεως του ανθρωπίνου γένους, και την σωτηρίαν όλου του κόσμου, όπου είναι ο Κύριος ημών και Θεός Ιησούς Χριστός, όπου ένωσε με τον εαυτόν του τα χωρισμένα, ήγουν τον Θεόν και τον άνθρωπον, και εβάστασε την αμαρτίαν του κόσμου. Αυτή δε η πνευματική γέννησις όπου γεννά πάντοτε με την χάριν του Αγίου Πνεύματος τον Λόγον της γνώσεως του Θεού εις τας καρδίας μας, τελειώνει το μυστήριον της ανακαινουργώσεως των ανθρωπίνων ψυχών και κάμνει την κοινωνίαν και ένωσιν ημών με τον Υιόν και Λόγον του Θεού και Θεόν».
Η κατά χάριν «μητρότης» είναι επομένως ένα καθήκον προορισμένο για κάθε άνθρωπο. Μέσα σ᾿ αυτά τα πλαίσια η Θεοτόκος είναι ένα ανθρώπινο ον μοναδικό και ξεχωριστό. Κατά την Πεντηκοστή το Άγιο Πνεύμα δίδεται σ᾿ Εκείνην, στο Πρόσωπό Της, για να καταστεί το μέσον της θεώσεως Της· ο δρόμος όμως της ένωσής Της με τον Χριστό είναι δρόμος μοναδικός, γιατί, θα πεί ο άγιος Συμεών «ότι ανίσως εκείνη τον εγέννησε σωματικώς, όμως βεβαιότατα τον είχεν όλον και πνευματικώς μέσα της, και τον έχει και τώρα και πάντοτε ομοίως αχώριστον». Γιά τον λόγο αυτό κανένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα δεν μπορεί να τοποθετηθεί στην ίδια θέση, όποια κι αν είναι η αγιότητά του, ακόμα και η αποστολική του αγιότητα. Επομένως η εικόνα της Πεντηκοστής είναι μία εικόνα της Εκκλησίας με τα μυστήρια της, την διδασκαλία της, τους θεσμούς της, την αγιότητά της, δηλαδή τις δομές που η Εκκλησία μας προτείνει.
Η Εκκλησία θεμελιώθηκε στην διπλή έλευση του Λόγου και του Πνεύματος μέσα στον κόσμο. Όπως γνωρίζουμε, η οικονομία του Δευτέρου Προσώπου του Θεού, καθώς και του Τρίτου Προσώπου, έχει καθεμιά τον δικό της χαρακτήρα και νόημα. Είναι αδιαίρετες μεταξύ τους και γι᾿ αυτό στον κανόνα του όρθρου την Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος επαναλαμβάνουμε τον ειρμό της Γέννησης του Χριστού. Πράγματι στο φως του Αγίου Πνεύματος μας αποκαλύπτεται η Θεότητα του Χριστού και η Γέννησή Του ως γέννηση του Θεανθρώπου. Οι δυό αυτές οικονομίες δεν μπορούν, κατά τον ίδιο τρόπο, να αναμειχθούν. Τα λόγια του αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του αγίου Συμεώνος του Νέου Θεολόγου δείχνουν ξεκάθαρα ότι η Εκκλησία χαράζει ανάμεσά τους ένα όριο αρκετά καθαρό. Μήπως δεν είναι γι᾿ αυτό που στην Πεντηκοστή εξαιρείται από την εικόνα ο χαρακτήρας της εν σαρκί οικονομίας του Χριστού, δηλαδή η Παρθένος, και δεν παρουσιάζεται ανάμεσα στα πρόσωπα που έλαβαν το Άγιο Πνεύμα;
Η Θεοτόκος δεν συνδέθηκε με την οικονομία του Τρίτου Προσώπου του Θεού, με τα «έργα του Πνεύματος», το ίδιο άμεσα, όπως έγινε με την ενανθρώπηση του Υιού του Θεού. Κατά την οικονομία της σωτηρίας μας ο κυρίαρχος ρόλος Της, δηλαδή ως συμμετεχούσης στην απολύτρωση, είναι πέραν της Πεντηκοστής. Όσον αφορά στην οικονομία του Αγίου Πνεύματος, ο πλήρης αγιασμός της Παρθένου αποτελεί έναν από τους σκοπούς του, αναμφίβολα τον πρώτο, ωστόσο η Παναγία δεν αποτελεί ένα μέσον της σωτηρίας μας, όπως συνέβαινε κατά την οικονομία του Λόγου. Δεχόμενη η Θεοτόκος το Άγιο Πνεύμα, όπως και οι άλλοι, δεν το μεταδίδει σε κανέναν, γιατί αποτελεί την προσωπική δωρεά της θέωσής της. Η παρουσία της μέσα στην εικόνα παριστά μία ειδική περίπτωση προσωπικής θέωσης. Καμμία εικόνα, όμως, λειτουργική δεν μπορεί να περιορίζεται σε μία ειδική περίπτωση. Γι᾿ αυτό μόνο οι απόστολοι εικονίζονται, και δεν πρόκειται στο σημείο αυτό περί ενός αριθμητικού συμβολισμού· επειδή οι απόστολοι δεν είναι μόνο άνθρωποι που έλαβαν την θέωση αλλά και συνεχιστές του έργου του Χριστού.
Η παρουσία της Θεοτόκου απαλείφει τα όρια ανάμεσα στην οικονομία του Υιού και του Πνεύματος.Συγχέει ο,τι χαρακτηρίζει το μυστήριο «της αναπλάσεως του ανθρωπίνου γένους» με το μυστήριο της «ανακαινίσεως των ανθρωπίνων ψυχών διά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος»· συγχέει δηλαδή ο,τι αφορά στην φύση με ο,τι αναφέρεται στα πρόσωπα. Η Πεντηκοστή γίνεται μ᾿ άλλα λόγια μία απλή συνέχεια της σάρκωσης.
Η Θεοτόκος παίρνει την κεντρική θέση σε μία τριαδική εικόνα. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια αντινομία: η εικόνα της Πεντηκοστής είναι μία καθαρά τριαδική εικόνα και κατ᾿ αυτήν την έννοια ξεπερνά την εικόνα της Θεοτόκου.
Η παρουσία Της καλύπτει το ουσιαστικό στοιχείο της εικόνας – την Αγία Τριάδα. Όσο βαθιά και αν είναι η προσκύνηση της Θεοτόκου μέσα στην Ορθοδοξία δεν μπορεί να επικαλύψει την προσκύνηση των Τριών Προσώπων του Θεού. Η εικόνα της Πεντηκοστής, όπως είδαμε, είναι και εικόνα της Εκκλησίας· μας δίνει τους κανόνες της θέωσης του ανθρώπου. Υπ᾿ αυτή την έννοια είναι υποδεέστερη της εικόνας της Θεοτόκου γιατί η Θεοτόκος ξεπερνά κάθε κανόνα και η παρουσία της εδώ θα ελαχιστοποιούσε την μοναδική της αξία. Θέλοντας να τιμήσουμε την Παναγία θα καταλήγαμε στο αντίθετο αποτέλεσμα.
Απόσπασμα από το άρθρο “Η εικόνα στο φως της Ορθόδοξης ερμηνείας¨”
Επιμέλεια κειμένου.π.Δημ.Αθανασίου.
Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΘΕΟΤΟΚΟΣ, ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Πεντηκοστή -Το σημείο που ξεκινά η Αποστολική Διαδοχή και Διδαχή
Συγγραφέας: kantonopou στις 22 Ιουνίου 2013
Γράφει ο Ἀρχ. Ἰωήλ Κωνστάνταρος Ἱεροκήρυκας – Γενικός Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης
Στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἑορτῆς, θὰ πρέπει νὰ προσέξουμε πῶς ἀκριβῶς ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, περιγράφει τὸ μοναδικὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς. Ἀλλὰ καὶ μόνοι μας εἶναι ἀνάγκη νὰ μελετήσουμε τὴ συνέχεια τοῦ Β΄ κεφαλαίου τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, γιὰ νὰ δοῦμε τὸν Ἄπ. Πέτρο στὴν πρώτη του ὁμιλία πρὸς τὰ πλήθη, νὰ ἑρμηνεύει τὴν καταπληκτικὴ προφητεία τοῦ Πρ. Ἰωήλ, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται τὴν ἡμέρα αὐτὴ τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ θέμα τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι ἀνεξάντλητο, ἀρκεῖ καὶ μόνο κανείς, νὰ ρίξει μίαματιὰ στὸν θησαυρὸ τῶν πατερικῶν κειμένων ποὺ…. κατέχουμε ὡς εὐλογημένη κληρονομιὰ στὰ χέρια μας…
Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Γιατί γονατίζουμε τρεις φορές στον Εσπερινό της Πεντηκοστής;
Συγγραφέας: kantonopou στις 22 Ιουνίου 2013
Μητροπολίτου Προικοννήσου Ιωσήφ
(Μητροπολίτου Προικοννήσου Ιωσήφ, «Οσμή ζωής», εκδ. Άθως)/πηγή
Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
Συγγραφέας: kantonopou στις 21 Ιουνίου 2013

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Θεολογική ερμηνεία της εικόνας της Αναλήψεως.
Συγγραφέας: kantonopou στις 13 Ιουνίου 2013
Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Η Ανάληψη του Χριστού.
Συγγραφέας: kantonopou στις 12 Ιουνίου 2013

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Η Ανάληψη του Κυρίου
Συγγραφέας: kantonopou στις 12 Ιουνίου 2013

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
«Τί μητρός συμπαθέστερον;»(Γρηγόριος Θεολόγος)
Συγγραφέας: kantonopou στις 3 Φεβρουαρίου 2013
«Τί μητρός συμπαθέστερον;» (Γρηγόριος Θεολόγος)
Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Ἡ ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς προσφέρει λαμπρές εὐκαιρίες νά κάνωμε γόνιμες σκέψεις πάνω σέ πολλά θέματα. Ἔτσι λοιπόν, καθώς πλησιάζομε στήν ἱερά Εἰκόνα ἡ ὁποία παρουσιάζει τήν σκηνή πού ἡ Παναγία μας προσφέρει στόν Ναό τόν Ἰησοῦ, βρέφος τεσσαρακονθήμερο, ὁ νοῦς μας, ἡ καρδιά μας, ἡ ὕπαρξή μας ὁλόκληρη συγκλονίζεται μπροστά στό μεγαλεῖο τῆς μάνας, ἀφ’ ἑνός μέν τῆς Θεοτόκου ἡ ὁποία ἔφερε στόν κόσμο τήν Ζωή, ἀφ’ ἑτέρου δέ τῆς κάθε μάνας ἡ ὁποία κρατάει στά χέρια της τό παιδί της καί τό μεγαλώνει μέ κόπους καί μόχθους πολλούς.
Εὐλογήθηκε πολύ ἡ γυναῖκα ἀπό τόν Θεό. Δημιουργήθηκε ἰσότιμη μέ τόν ἄνδρα καί τοποθετήθηκε σέ βάθρο ὑψηλό, γιά νά τιμηθῇ ὡς σύζυγος, ὡς μητέρα, ὡς μοναχή καί συνελόντ’ εἰπεῖν, ὡς παράγων καί μοχλός ἀπαραίτητος τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ρόλος, ὁ ὁποῖος ἰδιαίτερα συγκινεῖ καί συγκλονίζει, εἶναι ὁ ρόλος της ὡς μάνας.
Ἔχει εὔστοχα εἰπωθῇ γι’ αὐτό τό θέμα: «Εἶσαι ἡ μάνα, τῆς ζωῆς ὑφάντρα, τεχνήτρα, φρουρός».
Στά σπλάχνα τῆς μάνας ὑφαίνεται ἡ ζωή, μέ τήν χάρη καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ συλλαμβάνεται ὁ ἂνθρωπος, ἐκεῖ κυοφορεῖται τρεφόμενος ἀπό τό αἷμα της. Ἐκεῖ προσλαμβάνει τίς πρῶτες παραστάσεις, ἐκεῖ «ἀκούει» τόν κόσμο, ὅπως μεταφέρεται ὁ ἦχος του ἀπό τήν ζωή ἐκείνης, πού κυοφορεῖ στά σπλάχνα της μιά καινούρια ζωή.
Εἶναι ἐπιστημονικῶς ἀποδεδειγμένο, ὅτι οἱ ἐξωτερικές παραστάσεις, ἡ ψυχολογία, καί ἡ ἐν γένει πνευματική κατάσταση στήν ὁποία εὑρίσκεται ἡ μητέρα, ἐπηρεάζουν ἄμεσα τό ἔμβρυο. Εὐλογημένοι τῆς κοιλίας καρποί ἐξῆλθαν ἐξ εὐσεβῶν καί ἁγίων μητέρων, οἱ ὁποῖες ζοῦσαν μέ προσευχή, ἐκκλησιασμό καί Μυστηριακή ζωή. Ἔτσι δικαιολογεῖται κατά ἕνα τρόπο τό, «ἡγιασμένος ἐκ κοιλίας μητρός», καί εὐκόλως γι’ αὐτές τίς γαστέρες θά ἠδυνάμεθα νά χρησιμοποιήσωμε τά λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς, παρ’ ὅτι ἐλέχθησαν γιά τό μοναδικό πρόσωπο τῆς Παναγίας μας: «Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καί μαστοί οὕς ἐθήλασας» (Λουκ. κα’, 27).
Στήν αγκαλιά τῆς μάνας τεχνουργεῖται ἡ ζωή. Ἃγια κρατάει στά χέρια της. Ἐνθυμοῦμαι ὅταν ὑπηρετοῦσα ὡς Ἱεροκήρυξ στήν Ἀρκαδία, μετά τήν Θεία Λειτουργία σέ κάποιο χωριό, ἦλθε νά μέ χαιρετήσῃ μιά εὐσεβής μητέρα, κρατῶντας τό παιδί της στά χέρια της. Ἦταν-δέν ἦταν ἐκεῖνο τριῶν ἐτῶν. Δείχνοντας στόν μικρό τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, τόν ρώτησα: «Γιά πές μου, ποιά εἶναι Αὐτή;». Καί τό μικρό παιδί, μέ τήν ψυχή τήν καθάρια, μοῦ ἀπήντησε: «Ἡ μαμά μου καί ἐγώ». Συγκλονίστηκα στήν κυριολεξία. Τέτοια ἀπάντηση ἀπό βρέφος; Εἶναι δυνατόν; Ναί, εἶναι! Στά μάτια τῆς Παναγίας πού βλέπει σπλαχνικά τά παιδιά της, τό βρέφος εἶδε τήν γλυκύτητα τῶν ματιῶν τῆς δικῆς του μάνας. Στό φωτεινό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου, εἶδε τό ἱλαρό πρόσωπο ἐκείνης πού τόν ἒφερε στόν κόσμο. Τά ἄχραντα χέρια τῆς Παναγίας, τά ταύτισε μέ τά χέρια τῆς δικῆς του μητέρας, πού προστατευτικά τόν ἀγκάλιαζαν καί τοῦ προσέφεραν τήν θαλπωρή τῆς μητρικῆς ἀγάπης καί στοργῆς. Ἀλλά καί στοῦ Χριστοῦ τήν θέση εἶδε τόν ἑαυτό του. Μικρός ὁ Κύριος, νηπιάσας γιά τόν ἄνθρωπο, κρατημένος στά πανάγια χέρια τῆς Θεοτόκου, καλεῖ τόν ἄνθρωπο νά νηπιάσῃ ὡς πρός τά πάθη, νά καθαρθῇ: «Ἐάν μή γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ιη’, 3).
Ποτέ μου δέν λησμόνησα αὐτή τήν σκηνή καί αὐτή τήν συνομιλία μέ τό ἄδολο ἐκεῖνο βρέφος. Ἐκήρυξε στόν Ἱεροκήρυκα μέ τό δικό του βαθύ, ἀγγελικό, οὐράνιο τρόπο.
Στά χέρια τῆς Παναγίας ἑνώνεται ὁ οὐρανός μέ τήν γῆ. Ἐκεῖ ἀσπάζεται ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό, καί γλυκοφιλεῖ ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο.
Στά χέρια κάθε μάνας λικνίζεται καί γαλουχεῖται ἡ κοινωνία ὁλόκληρη. Ἡ μάνα κρατάει τίς τύχες τῆς κοινωνίας. Αὐτή σφραγίζει μέ τήν δική της ἰδιότυπη καί πρωτότυπη σφραγῖδα, τοῦ παιδιοῦ της τήν ψυχή. Αὐτή γράφει πάνω στήν ὁλόλευκη, χαριτωμένη, φωτεινή, ἄγραφη πλάκα τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου τοῦ παιδιοῦ της, γράμματα ἀγάπης καί θεοδίδακτες, θεοστάλακτες γραφές. Αὐτή τυπώνει ἀγγέλους…
Ἔτσι θέλομε τήν μάνα, καί αὐτό πιστεύομε ὅτι ἔκανε καί κάνει ὑπακούοντας στοῦ Θεοῦ τά κελεύσματα, στό μητρικό της ἔνστικτο γιά τό καλό τῶν παιδιῶν της, στήν κραυγή τῆς κοινωνίας, πού εἶναι κρεμασμένη στά δικά της μητρικά χέρια.
Συγκινούμεθα ὅταν βλέπωμε τίς μανάδες νά φέρνουν στόν Ἱερό Ναό τά παιδιά τους, γιά νά «σαραντίσουν». Ποιός δέν αἰσθάνεται ἐκείνη τήν ὥρα τό μεγαλεῖο τῆς δωρεᾶς καί τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ; Ὁ ἄνθρωπος ἔγινε -γίνεται – θά γίνεται πάντα, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος συνδημιουργός τοῦ Θεοῦ. Τό παιδί ἀφήνεται στοῦ Ἱερέως τά χέρια. «Ἐκκλησιάζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ…. ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ…. εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος…». Κλαῖνε οἱ γονεῖς ἀπό χαρά. Συναντιοῦνται τῆς μάνας τά μάτια, μέ τῆς Παναγίας μας τούς γλυκυτάτους ὀφθαλμούς. Ποιός ξέρει πόσα θά ποῦν οἱ δυό τους, στήν συνέχεια! Πόσους καημούς, πόσους στεναγμούς καί πόνους θά πῇ ἡ μάνα γονατιστή μπροστά στῆς Παναγιᾶς τήν μορφή τήν ἁγιασμένη! Ἔχουν τήν δική τους μυστική γλῶσσα οἱ μανάδες μας, μέ τοῦ Θεοῦ τήν πανακήρατη Μάνα. Ὁ δίκαιος Συμεών ὁ Θεοδόχος, εἶπε στήν Θεομήτορα: «Καί Σοῦ δέ αὐτῆς τήν ψυχήν διελεύσεται ρομφαία…(Λουκ. β,35)». Πόσες φορές ρομφαία διέρχεται τῆς κάθε μάνας τήν καρδιά!
Κάθε ἡμέρα ἡ μάνα μας ὀδυνᾶται, ἀγωνιζόμενη ὄχι μόνο γιά μᾶς, ἀλλά γιά τόν κόσμο ὅλο, ἀφοῦ τό παιδί της εἶναι γι’ αὐτή ὁ κόσμος ὁλόκληρος.
Γι’ αὐτό εἴπαμε στήν ἀρχή γιά τήν κάθε μάνα, ὅτι εἶναι «τῆς ζωῆς ὑφάντρα-τεχνήτρα-φρουρός».
Σήμερα, παρά ποτέ, ἔχομε ἀνάγκη ἀπό ΜΑΝΑΔΕΣ. Γυναῖκες πού νά μυρίζουν Χριστό καί λιβάνι. Προσωπικότητες ὑπεύθυνες, πού μέσα ἀπό τόν οὐράνιο θεόσδοτο ρόλο τους, θά δώσουν νόημα στήν ζωή τοῦ κόσμου, ἐλπίδα καί στήριγμα στήν κοινωνία.
Κάθε φορά πού βλέπω τίς μητέρες στήν Ἐκκλησία μέ τά παιδιά τους, δοξολογῶ τόν Θεό καί μυστικά παρακαλῶ γι’ αὐτές καί τά βλαστάρια τους. Οὐράνια εἰκόνα, νά βλέπῃς μπροστά στήν Ὡραία Πύλη νά προσάγουν τά βρέφη νά κοινωνήσουν τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Σ’ αὐτά τά πρόσωπα τῶν γυναικῶν τά τόσο γλυκά, τά εὐεργετικά τοῦ κόσμου, βλέπομε τίς μανάδες, πού στό παρελθόν ἀγωνίστηκαν μέ φτώχεια, ἀνέχεια, δυσκολίες νά χτίσουν σπιτικά καί οἰκογένειες ἁγιασμένες. Ἀναγνωρίζομε τόν ἀγῶνα τῶν μητέρων πού πύργωσαν στίς ψυχές τῶν παιδιῶν τους τήν ἀλήθεια γιά τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, πού ἔλεγαν πρῶτα ἀπ’ ὅλα στά παιδιά τους: «θέλω νά γίνῃς ἄνθρωπος!…». Δῶστε ἐσεῖς τήν ἑρμηνεία σ΄ αὐτό τόν λόγο καί εἶμαι βέβαιος ὅτι θά κατανοήσετε τί εἶχαν οἱ μανάδες αὐτές στόν νοῦ τους, λέγοντας αὐτή τήν φράση.
Σ΄ αὐτά τά πρόσωπα βλέπομε τίς μητέρες, τίς γυναίκες πού σώσανε καί θά σώσουν τήν Ἑλλάδα, μέσα ἀπό τόν ἀγῶνα τους τόν ἁγιασμένο.
Ὑποκλινόμεθα μπροστά στίς ἡρωίδες αὐτές τῆς ζωῆς, στίς πονεμένες καί βασανισμένες γιά νά ἀναστήσουν τόν κόσμο, καί ταπεινά φιλῶντας τους τό χέρι τίς εὐχαριστοῦμε γιά τήν προσφορά τους.
Ἡ γιορτή τῆς Ὑπαπαντῆς εἶναι ἡ δική τους ἡμέρα. Τίς προβάλλομε ὡς παραδείγματα στίς σύγχρονες ἤ καί τίς μέλλουσες μητέρες, οἱ ὁποῖες ἔχουν τόν δικό τους δρόμο καί κάνουν τόν δικό τους ἀγῶνα. Θαυμάζομε καί ἐπαινοῦμε τίς σημερινές μητέρες καί τίς στηρίζομε μέ τίς προσευχές μας καί τήν ἀγάπη μας τήν ἐκδηλουμένη καθ’ οἱονδήποτε τρόπο. Στίς σύγχονες μητέρες, ἀλλά καί τίς μέλλουσες, ἀπευθυνόμεθα μέ στοργή, μέ ἀγάπη πατρική καί τούς λέμε:
«Μήν πτοεῖσθε! Ἀφήσατε τήν ζωή σας καί τά παιδιά σας στοῦ Θεοῦ τά χέρια. Μήν κάνετε τό λάθος νά παρασυρθῆτε ἀπό τά σύγχρονα ἀπατηλά ρεύματα, πού θέλουν τήν μάνα ἐξωστρεφῆ, μακρυά ἀπό τόν ἄνδρα της, τό σπίτι της, τά παιδιά της. Ἅγια κρατᾶτε στά χέρια σας. Θησαυρό στήν ἀγκαλιά σας βαστάζετε. Δῶρο Θεοῦ κατέχετε. Δῶστε τόν ἑαυτό σας γιά νά τεχνουργήσετε, ὅ,τι καλύτερο σᾶς ἔχει ἐμπιστευθῇ ὁ Θεός. Τόν παράδεισο ἐπί τῆς γῆς. Μήν παρασύρεσθε ἀπό τίς σύγχρονες σειρῆνες, πού θέλουν μιά κοινωνία διαλελυμένη, σάπια, γεμάτη στό τέλος μέ πόνο καί δάκρυα. Ἡ ὀμορφιά τῆς ζωῆς βρίσκεται στόν ἀγῶνα…»
Μανάδες εὐλογημένες, ἄν κάποιες ἀπό σᾶς νοιώσατε πίκρα ἀπό τά παιδιά σας τά ἴδια, γιατί κάπου παραπάτησαν, λησμόνησαν… μή λυπῆσθε. Θά ἔλθῃ ἡ ὥρα πού θά ἀπολαύσετε τήν μεγάλη στιγμή. Μοναδική… Χάρισμα δικό σας… Ἀπό τό παιδί σας… Κυρίως ὅμως ἀπό τόν Θεό.
Ἡ παρακάτω ἱστορία ἀπό τό βίο τῶν Νεομαρτύρων, πολύ θά σᾶς ἐνισχύσῃ.
-Ξεκίνησε ὁ ἐξωμότης Παναγιώτης Πανουτσόπουλος, ἀπό τήν Τριπολιτσά μέ τά πόδια, ὅταν ἔμαθε ὅτι ἡ μάνα του πέθανε ἀπό τήν στενοχώρια της γιά τά «κατορθώματά» του, καί πῆγε στό χωριό του, στό Σοπωτό (σημερινή Ἀροανία) τῶν Καλαβρύτων, ὅπου γονατιστός καί βρέχοντας τό νιοσκαμμένο μνῆμα της μέ δάκρυα τῆς ἔλεγε: «Μανούλα μου, συγχώρα με. Σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι μέ τό αἷμα μου θά ξεπλύνω τήν μεγάλη ντροπή». Προσπαθεῖστε, νά συλλάβετε, μέ τό μυαλό σας, τήν συγκλονιστική σκηνή.
Αὐτό τό παιδί γύρισε μετά ἀπό λίγα χρόνια, ὡς μοναχός Παῦλος, στήν Τρίπολη καί μαρτύρησε γιά τοῦ Χριστοῦ τήν ἀγάπη, τιμώμενος ἀπό τήν Ἐκκλησία πλέον ὡς Ἅγιος καί Νεομάρτυς στίς 22 Μαΐου κάθε χρόνο. Πόσο χαίρεται τώρα ἡ φτωχή Ἀντώνα, ἡ μάνα του, στόν Οὐρανό!
Μάνα… νά εἶσαι σίγουρη ὅτι κι ἄν ἔτσι ἔλθουν τά πράγματα, κάποια στιγμή, ἔστω καί ἄν ἔχῃς κλειστά τά μάτια σου, ναί κάποια στιγμή, πάνω στό χῶμα πού θά καλύπτῃ τό ἁγιασμένο ἀπό τούς ἀγῶνες σκήνωμά σου, ἄν δέν προφτάσῃς νά τό ἀκούσῃς σ’ αὐτό τόν κόσμο, θά ἔρθῃ παιδί γονατιστό, μέ σεβασμό, μέ δάκρυα, μέ ἀγάπη… Κερί θ’ ἀνάψῃ εὐγνωμοσύνης καί θά πῇ σέ σένα πού τό ἀνάστησες:«Μανούλα μου σ’ εὐχαριστῶ!»
Τί ἄλλο θά ἤθελες νά ἀκούσῃς μάνα γλυκειά, «τῆς ζωῆς ὑφάντρα, τεχνήτρα, φρουρέ»;
Σέ σένα ἐλπίζομε. Σέ σένα προσβλέπομε. Ἀπό τά χέρια σου ἡ κοινωνία κρέμεται! Μήν ἀργεῖς… Κάνε τώρα πού σ’ ἔχομε ἀνάγκη τό θαῦμα σου… μέ τήν ἀγάπη σου. Δῶσε αἷμα καί πνεῦμα.
Μάνα σέ εὐχαριστοῦμε καί μαζί μέ τόν θεῖο τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλο Ἁγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγοἐπαναλαμβάνομε μέ δέος: «Τί μητρός συμπαθέστερον;» καί ἀπό τά τρίσβαθα τῆς ψυχῆς μαςἀναφωνοῦμε: «Οὐδέν μητρός θαυμασιώτερον».
http://www.i-m-patron.gr/
Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΘΕΟΤΟΚΟΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Συγγραφέας: kantonopou στις 1 Φεβρουαρίου 2013
http://www.agiameteora.net/index.php/ypapantis/539-logos-eis-tin-ypapanti-tou-kyriou-imon-iisou-xristou
Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΘΕΟΤΟΚΟΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ – Μικρό σχόλιο στη βυζαντινή εικόνα
Συγγραφέας: kantonopou στις 1 Φεβρουαρίου 2013
02 Φεβρουαρίου, η εν τω ναώ Υπαπαντή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού – Μικρό σχόλιο στη βυζαντινή εικόνα της εορτής, Υμνολογική εκλογή.
«Λέγε Συμεών, τίνα φέρων εν αγκάλαις, εν τω ναώ αγάλλη;», ερωτά υμνογραφώντας ο άγιος Γερμανός, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στο πρώτο Στιχηρό ιδιόμελο του Εσπερινού της Υπαπαντής, ήχου α. Η βυζαντινή εικόνα της Υπαπαντής του Κυρίου, αποτολμά ν’ απαντήσει στο υμνολογικό αυτό ερώτημα μ’ ένα άλλο είδος τέχνης, περισσότερο προσιτό στο ευρύτερο σώμα των πιστών.
Η σκηνή εικονίζει την εκπλήρωση του εβραϊκού έθους. Του έθους που καθόρισε η απαίτηση του ίδιου του Θεού, «παν άρσεν το την μήτραν διανοίγον», να αφιερώνεται σ’ Αυτόν. ( Εξοδ. ιγ´ 2), όπως εμφατικά σημειώνεται και στον Ειρμό της εννάτης ωδής της Υπαπαντής. Αυτή την πραγματοποίηση του «ειθισμένου, κατά το ειρημένον του νόμου» (Λουκ. Β. 24, 27), ιστορεί η εικόνα της Υπαπαντής. Πέντε πρόσωπα απαρτίζουν την σύνθεση. Η Υπεραγία Θεοτόκος με τον Ιωσήφ φέρνουν στον ναό τον τεσσαρακονθήμερο Ιησού Χριστό. Τα δύο άλλα πρόσωπα είναι πρόσωπα του ναού, και συναντούν τους προσερχομένους εντός του ιερού χώρου. Ο Συμεών ο πρεσβύτης, άνθρωπος χαριτωμένος απ’ το Πνεύμα του Θεού, «δίκαιος και ευλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν του Ισραήλ» (Λουκ. β´ 25), και η αγία Άννα η προφήτιδα, θυγατέρα Φανουήλ, σε προχωρημένη ηλικία και αυτή. Λαμπάδα λιωμένη στην υπηρεσία του ναού από τη νεότητά της, από τότε που χήρευσε. Στα χέρια της, που τόσα χρόνια διακόνησαν τις ανάγκες του ναού, κρατεί ειλητάριο με λόγους προφητικούς, που αναφέρονται στο πρόσωπο του προσφερομένου βρέφους Ιησού. «Τούτο το βρέφος, ουρανόν και γην εστερέωσεν».
Ο εικονογράφος δεν επιλέγει να ισορροπήσει τη σύνθεση σ’ ένα από τα εικονιζόμενα πρόσωπα, παρόλο που κεντρική θέση έχουν κατά βάση δύο. της Υπεραγίας Θεοτόκου, και του βρέφους Ιησού. Το κέντρο της εικόνας κατέχει το ιερό, στηριζόμενο σε τέσσερις κολώνες, στεφανωμένες από μια σινδόνη. Το ιερό με τη σινδόνη μοιάζουν να διαιρούν την εικόνα στα δύο. Άλλωστε το όλο συμβάν της Υπαπαντής του Κυρίου ενώνει δύο σαφέστατα διαφορετικούς χώρους. Το χώρο της Παλαιάς με την Καινή Διαθήκη. Της προσδοκίας των αιώνων, με Τον Προσδοκώμενο. Της φθοράς του γήρατος και του θανάτου, με την αφθαρσία και τη ζωή του βρέφους Ιησού.
Δεν σημαίνονται όμως μόνο συνθετικά οι δύο κόσμοι που ενοποιούνται από το γεγονός που περιγράφει η εικόνα, αλλά και υφολογικά υποδηλώνεται το διττό μήνυμα της εορτής. Η χαρά και η λύπη. Η χαρά εκπεφρασμένη από τον πρεσβύτη Συμεών. Τον γέροντα που με τρεμάμενα από το βαθύ γήρας χέρια, προσδέχεται Αυτόν που ανέμενε αιώνες η παλαιοδιαθηκική ευσέβεια, και διψούσε ο ιουδαϊκός λαός: τον λυτρωτή του κόσμου. Τον Συμεών, που αξιώνεται να γίνει θεοδόχος! Τα πόδια του λυγίζουν από ευλάβεια. Τα μάτια του κοιτούν με δέος «το σωτήριον φως» (Λουκ. Β. 30, 32) του θεανθρωπίνου Βρέφους. Τα χέρια του, σκεπασμένα από συστολή και σεβασμό με μια άκρη του ενδύματός του, γίνονται θρόνος. Θρόνος όχι για να υποδεχθούν ένα κοινό βρέφος, αλλά για να κρατήσουν Αυτόν που κρατεί ολόκληρη την οικουμένη. Τα χέρια του πρεσβύτου Συμεών, που με τόση ευλάβεια κρατούν το θείο Βρέφος πάνω από το θυσιαστήριο του ναού, θυμίζουν τόσο πολύ την εικόνα των λειτουργών ιερέων που προβάλλουν ενώπιόν μας το θυσιασμένο και αναστημένο Σώμα και Αίμα του Κυρίου Ιησού. Όλες οι γραμμές του σώματος του αγίου Συμεών, μαζί με τις πτυχώσεις των ενδυμάτων του τείνουν προς τον Κύριο. Λυγίζουν, και με μια καμπυλόγραμμη κίνηση υποτυπώνουν το δοχείο που πληρούται από το περιεχόμενό του, που δεν είναι τίποτε άλλο εν προκειμένω από τη θεία Χάρη.
Αλλά αν η χαρά και η ανέκφραστη αγαλλίαση αφορούν και αποτυπώνονται στον πρεσβύτη Συμεών, η Υπεραγία Θεοτόκος ενσαρκώνει τον πόνο και την θλίψη. Πόνο γιατί προσφέρει και αποχωρίζεται τον Υιό της. Τα χέρια της διατηρούν μια κίνηση σαν να κρατούν ακόμη τον Ιησού Χριστό, σαν να μην θέλουν να Τον αποχωρισθούν. Και ο Υιός της, φαίνεται να ανταποκρίνεται στα μητρικά της αισθήματα. Απλώνει κι αυτός το χέρι του σε μια προσπάθεια να μην αποχωρισθεί την Παναγία μητέρα Του. Μια έκφραση των αισθημάτων της τελείας ανθρωπίνης φύσεώς Του.
Ανάμεσα στην Υπεραγία Θεοτόκο και τον θεοδόχο Συμεών, υψώνεται το ιερό, το οποίο βρίσκεται στο κέντρο της εικόνας, σχηματίζοντας ένα φράγμα απαγορευτικό. Η Θεομήτωρ στερείται τον Υιό της, και η θλίψη της επιτείνεται από τα προφητικά λόγια του αγίου Συμεών «και σου την καρδίαν διελεύσεται ρομφαία» (Λουκ. Β. 35). Η Παναγία πλέον αρχίζει να στρατεύεται στον δρόμο του σταυρού, που είναι το δώρο του Υιού της σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Το δώρο αυτό που χαρίζεται και στην ίδια, με μια διπλή επίπτωση. Της χαράς, της σωτηρίας και της λυτρώσεως από τη μια, και από την άλλη, της θλίψεως της μητρικής καρδιάς της μπροστά στην άρνηση αποδοχής από τον κόσμο του υιού και Θεού της. Άρνηση που θα φθάσει μέχρι τον σταυρικό θάνατο.
« Ανοιγέσθω η πύλη του ουρανού σήμερον), όπως ψάλλεται και στο Δοξαστικό των εκεκραγαρίων του Εσπερινού της Υπαπαντής, σε ήχο πλ. Του β. γι’ αυτό και ο εικονογράφος ιστορεί τα κτήρια και τις στέγες τους να συγκλίνουν σ’ Αυτόν που αγιάζει ολόκληρη την κτίση. Αυτόν που είναι «φως διασκεδάζον των απίστων εθνών την σκοτόμαιναν, και δόξαν του νεολέκτου Ισραήλ», όπως τονίζεται και στο ιδιόμελο της Λιτής της Υπαπαντής, που ψάλλεται σε ήχο α. Λυτρωτής τόσο του εθνικού ειδωλολατρικού κόσμου, όσο και του ισραηλιτικού λαού. Και το λυτρωτικό αυτό μήνυμα που αφορά όλο τον κόσμο, υποδηλώνεται από τα δύο περιστέρια, τα οποία προσφέρει ο Ιωσήφ στον ναό. Δεν ανταποκρίνονται μόνο στην καθορισμένη προσφορά, αλλά συμβολίζουν και τους δύο κόσμους, για τους οποίους προσφέρεται η θυσία του Κυρίου μας. Τον κόσμο των εθνικών και της ειδωλολατρίας, και τον κόσμο του ευεργετηθέντος Ισραήλ.
Υπαπαντή! Σημαίνει συνάντηση του Κυρίου με την προσδοκία του κόσμου.
Υπαπαντή! Καθ’ ην «Χορός αγγελικός,
εκπληττέσθω το θαύμα!
βροτοί δε ταις φωναίς,
ανακράξωμεν ύμνον,
ορώντες την άφατον
του Θεού συγκατάβασιν», όπως θαυμάσια προτρέπει το Κάθισμα της πρώτης στιχολογίας του Όρθρου της εορτής, ήχου α., και μέσα από την περιγραφική, συμβολική, αγία και ιεροπρεπή τέχνη της βυζαντινής εικονογραφίας. Ας προσκυνήσουμε λοιπόν το ιστορούμενο γεγονός. Ας προσκυνήσουμε τον νηπιάσαντα και βρεφοκρατούμενο Σωτήρα και Λυτρωτή μας.
http://www.agiameteora.net/index.php/ypapantis/542-i-ypapanti-mikro-sxolio-sti-vyzantini-eikona
Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΘΕΟΤΟΚΟΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
O αγιάζων και οι αγιαζόμενοι (Ομιλία εις τα άγια Θεοφάνεια)
Συγγραφέας: kantonopou στις 6 Ιανουαρίου 2013
(†) Μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος Βαλληνδράς
Όταν γίνεται λόγος περί αγιασμού, είναι φανερόν ότι προϋποτίθεται αγιάζων και αγιαζόμενοι. Η πράξις του αγιασμού προϋποθέτει εκείνον ο οποίος ενεργεί και εκείνους διά τους οποίους ενεργείται. Δεν πρόκειται διά τον αγιασμόν των υδάτων, αλλά περί της ουσίας του αγιασμού, δηλαδή περί της αγιοποιήσεως των ανθρώπων. (Άλλωστε, υπέρ του αγιασμού ημών τελείται ο αγιασμός των υδάτων) Ο απόστολος Παύλος εξηγεί σχετικώς ποίος είναι ο αγιάζων και ποίοι οι αγιαζόμενοι. Και είναι επίκαιρον σήμερον, ομολογουμένως, να ομιλήσωμεν περί του αγιάζοντος και τωναγιαζομένων.
1. «Ο αγιάζων και οι αγιαζόμενοι εξ ενός πάντες». Ο αγιάζων, φυσικά, είναι ο Χριστός και αγιαζόμενοι, προφανώς, είναι οι πιστοί εις Αυτόν, οι χριστιανοί. Όμως ο Χριστός είναι υιός του Θεού, τέκνα δε Θεού, κατά χάριν, είναι και οι διά του Χριστού «την υιοθεσίαν απολαύοντες». Και διά τούτο ο Παύλος λέγει, ότι είναι «εξ ενός (Πατρός) πάντες».
Ο αγιάζων: Εκεί εις τον Ιορδάνην ποταμόν παρουσιάσθη ο αγιάζων Κύριός μας. Και το Πνεύμα το άγιον, εμφανισθέν εν είδει περιστεράς, και η φωνή του Πατρός συγχρόνως τον παρουσίασαν εις τους ανθρώπους: «ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ώ ηυδόκησα». Πρέπει δε να γνωρίζωμεν ότι ο αγιάζων Χριστός έχει τρεις ιδιότητας: είναι προφήτης, βασιλεύς και αρχιερεύς.
Παρουσιάσθη τω όντι ο Κύριος με το προφητικόν του αξίωμα, εν πρώτοις. Ως διδάσκαλος δηλαδή, διδάσκων τας υψίστας αληθείας και διαφωτίζων τα μεγάλα εκείνα ζητήματα, τα οποία όσον και αν ανιχνεύη ο άνθρωπος, τα ψηλαφά μόνον, χωρίς να δύναται να τα γνωρίση πληρέστερον. Ο Κύριος είναι, διά την γνώσιν των ζητημάτων αυτών, «η οδός και η αλήθεια». Κατήλθεν εκ του ουρανού, διά να φέρη εις ημάς την γνώσιν της αληθείας· της αληθείας εκείνης η οποία δεν είναι ξηρά γνώσις, αλλά κατευθύνει και καθοδηγεί εις ζωήν ανάλογον και αγίαν, διά να γίνη πραγματικότης εκείνο το οποίον είπε εν τη προσευχή του προς τον ουράνιον Πατέρα ο Κύριος: «αγίασον αυτούς τη αληθεία σου· ο λόγος ο σός αλήθεια εστιν». Αγίασέ τους διά της αποκαλυφθείσης αληθείας σου, ώστε να έχουν την αλήθειαν αυτήν ως γνώμονα και οδηγόν της ζωής των.
Αλλά παρουσιάσθη ο Κύριος και ως Βασιλεύς: «και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος». Αυτός είναι «ο βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων». Αυτός είναι ο βασιλεύς, ο Άρχων της «βασιλείας των ουρανών», της οποίας οι χριστιανοί εκλήθησαν να είναι πολίται. Είναι ο ηγεμών, ο οποίος κελεύει και ημείς ως υπήκοοί του οφείλομεν να εκτελώμεν πιστώς τον νόμον και τας εντολάς του.
Ενεφανίσθη ακόμη ο Σωτήρ και ως Αρχιερεύς. Είναι ο «αρχιερεύς ο μέγας ο διεληλυθώς τους ουρανούς». Όλοι οι ιερείς της Παλαιάς Διαθήκης κυριώτερον έργον είχον να προσφέρουν εις τον Θεόν θυσίας. Αλλά ο Κύριος προσέφερεν την ανεκτίμητον θυσία του Εαυτού του· και δι’ αυτό είναι ο μέγιστος Αρχιερεύς.
Αυτός λοιπόν είναι ο αγιάζων, ο Ιησούς Χριστός, Όστις διά τον άνθρωπον είναι ο κατεξοχήν Προφήτης (δηλαδή διδάσκαλος), Βασιλεύς και Αρχιερεύς.
2. Και οι αγιαζόμενοι ημείς, πρέπει να ανταποκριθώμεν εις τας τρεις αυτάς ιδιότητας του Κυρίου.
Εάν Εκείνος είναι ο κατ’ εξοχήν διδάσκαλος, ημείς οφείλομεν να είμεθα οι μαθηταί του, οι δεχόμενοι τους λόγους του με υπακοήν και διάθεσιν συμμορφώσεως προς αυτούς. Τότε είμεθα όντως αγιαζόμενοι. Εάν όμως ο Κύριος διδάσκη και ημείς δεν θέλομεν να τον υπακούσωμεν, τότε δεν έχομεν μετ’ Αυτού σχέσιν ως αγιαζόμενοι. Ο αγιάζων και οι αγιαζόμενοι συναντώνται εις το αυτό σημείον: ο αγιάζων διδάσκει την αλήθειαν και οι αγιαζόμενοι την ακολουθούν.
Και ως βασιλεύς ο Χριστός θα διατάσση και οι αγιαζόμενοι θα δέχωνται τας εντολάς του και θα τας εφαρμόζουν. Εκείνος με το βασιλικόν αξίωμα θα διευθύνη τους πάντας· και τα πάντα θα ανήκουν εις την δικαιοδοσίαν του. Υπό τας προϋποθέσεις δε αυτάς και ο χριστιανός καθίσταται μέτοχος του βασιλικού αξιώματος του Κυρίου. Δεν θα παρουσιάζη δηλαδή αδυναμίαν να χαλιναγωγήση τον εαυτόν του. Χριστιανός ο οποίος οικειοποιείται τας θείας αληθείας της διδασκαλίας του Κυρίου και θέλει να έχη τον Χριστόν άρχοντα εις την ζωήν του, γίνεται ικανός να κυριαρχή επί της προσωπικότητός του και να ηγεμονεύη επ’ αυτής, με την χάριν του Αγιάζοντος, αξιοποιούσαν τας ατομικάς του προσπαθείας.
Διότι, μη λησμονώμεν, τέλος, ότι ο Χριστός, παρουσιαζόμενος και ως Αρχιερεύς ημών, προσέθεσεν εις την προσευχήν Του: «υπέρ αυτών εγώ αγιάζω εμαυτόν, ίνα και αυτοί ώσιν ηγιασμένοι εν αληθεία». Εγώ θυσιάζω, λέγει, τον εαυτόν μου, και η πράξις αυτή πρέπει να έχη συνέπειαν και συνέχειαν, τ.έ., πρέπει και οι αγιαζόμενοι, ενισχυόμενοι από την αγιαστικήν χάριν και δύναμιν που πηγάζει εκ της θυσίας ταύτης, να θυσιάζουν κάθε τι το κακόν και αμαρτωλόν επί του βωμού της προσπαθείας, ώστε και αυτοί να είναι «ηγιασμένοι εν αληθεία». Κατ’ αυτόν τον τρόπον πράγματι ο πιστός επωφελείται της θυσίας του Κυρίου και μετέχει ως «βασίλειον ιεράτευμα» της αρχιερατικής ιδιότητος του Χριστού.
Αγαπητοί! Αυτό είναι το νόημα του αγιασμού, τον οποίον εν συνεχεία θα τελέσωμεν. Εθεωρήσαμεν σκόπιμον να εκτεθούν επικαίρως σήμερον αι απόψεις αύται, διά να καταλάβωμεν, ότι εάν ποθώμεν τον αγιασμόν ημών, απαιτείται να παρακολουθήσωμεν, όπως ανεπτύχθη, τας τρεις ιδιότητας του Κυρίου, ο Οποίος ενεφανίσθη εις ημάς ως Προφήτης, ως Βασιλεύς και ως Αρχιερεύς.
Είθε να τον ακολουθήσωμεν πράγματι, ώστε και οι αγιαζόμενοι να ευρεθώμεν μαζύ με τον αγιάζοντα εις την βασιλείαν των ουρανών, και να Του αναπέμπωμεν δόξαν, συν τω Πατρί και τω αγίω Πνεύματι.
[Απόσπασμα από το βιβλίο «Εόρτια Μηνύματα», εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι, 4η έκδ., σ. 292-295]
Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
“Σήμερον των υδάτων αγιάζεται η φύσις….”Σχετικές διδακτικές διηγήσεις του Γέροντος Δανιήλ του Κατουνακιώτη
Συγγραφέας: kantonopou στις 6 Ιανουαρίου 2013
Έλεγε ό Γέρο – Δανιήλ ότι, στην Ιερά Σκήτη του Ξενοφώντος, ό Γέροντας της Καλύβας «Εισοδια της Θεοτόκου» Γρηγόριος Ιερομόναχος, είχε υποτακτικό πολύ απλό, αγαθό και άκακο, Θεοφύλακτο ονομαζόμενο.
Ό Μοναχός Θεοφύλακτος, κατά την εορτή των Θεοφανίων, πού γίνεται ό μεγάλος Αγιασμός, όταν άκουσε τα τροπάρια και τίς ευχές πού ψάλλει ή Εκκλησία μας και τα όποια λένε: «Σήμερον αγιάζεται ή φύσις των υδάτων…», του φάνηκε κάπως περίεργο και όταν τελείωσε ή τελετή, ρώτησε το Γέροντα του Παπα – Γρηγόρη : «Γέροντα, άκουσα στα τροπάρια και στις ευχές να λέτε πώς «Σήμερον αγιάζεται ή φύσις των υδάτων…», πώς γίνεται αυτό το πράγμα και όλα τα νερά αγιάζονται; Αγιάζονται και τα νερά της θαλάσσης;»
Ό Γέροντας του Παπα – Γρηγόρης σ’ αυτά απάντησε:
— Αδελφέ Θεοφύλακτε, ό Πανάγαθος θεός, με τίς προσευχές των ανθρώπων, πού γίνονται με ταπείνωση, από αδιάκριτη και ακλόνητη πίστη, με την επιφοίτηση της χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, επενεργεί επί των εμψύχων και αψύχων ακόμη μεταβάλλει αυτά και τα αγιάζει, για να καθαρίσει και αγιάσει μ’ αυτά τους πιστούς δούλους Του.
Όπως, επί παραδείγματι, αγιάζει το νερό και το λάδι στο Βάπτισμα, και απαλλάσσει τον άνθρωπο, και καθαρίζει αυτόν από το προπατορικό αμάρτημα και από κάθε είδους άλλης αμαρτίας και έτσι βγαίνει από την άγια Κολυμβήθρα αγνός, καθαρός και τέλειος χριστιανός.
Όπως μεταβάλλει το ψωμί και το κρασί, πού προσφέρει θυσία των χριστιανών ό Ιερεύς και με την επιφοίτηση του Παναγίου Πνεύματος, τα κάνει από ψωμί – Σώμα κι από κρασί – Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτηρος ημών Ιησού Χριστού και γίνονται τα Τίμια Δώρα, που μεταλαμβάνουν οι πιστοί, και μ’ αυτά όταν άξιοι και καθαροί, με τη μετάνοια και εξομολόγηση τα παίρνουν, αγιάζονται και θεοποιούνται.
Όπως μεταβάλλει το λάδι του ευχελαίου και γίνεται θεραπευτικό μέσο στους μετά πίστεως χριωμένους. Έτσι, αγαπητέ Θεοφύλακτε, μεταβάλλεται με τη χάρι του Αγίου Πνεύματος και ή φύση των υδάτων.
Ό Μοναχός Θεοφύλακτος για δεύτερη φορά ρώτησε το Γέροντα του και είπε:
Πάτερ και το νερό της θαλάσσης αγιάζεται κι αυτό;
Ναι αδελφέ, άκουσε και γι’ αυτό: Όταν ό πρωτάγγελος Εωσφόρος, από την υπερηφάνεια του, ξέπεσε από τους ουρανούς και σαν αστραπή βρέθηκε στα κατώτερα μέρη, στα κατάβαθα της γης, εκεί πού είναι τα τάρταρα του Αδη, τότε πέφτοντας αυτός, παρέσυρε με την πτώση του το ένα τρίτο (1/3) από τους Αγγέλους, πού κι αυτοί έγιναν όπως κι ό αρχηγός τους Δαίμονες.
Πέφτοντας αυτοί, οι πρώην άγγελοι, από τους ουρανούς προς τη γη και επειδή εξακολουθούσαν να πέφτουν συνέχεια κι άλλοι άγγελοι, τότε στάθηκε στην πύλη του ουρανού ό μέγας Αρχάγγελος Μιχαήλ με την πύρινη ρομφαία, φώναξε προς όλους τους Αγγέλους και είπε: «Στώμεν καλώς, Στώμεν μετά φόβου Θεού» και με τη φωνή αύτη συνήλθαν οι Άγγελοι και σταμάτησαν να πέφτουν.
Εκείνοι όμως πού είχαν πέσει, με το πρόσταγμα αυτό του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, σταμάτησαν εκεί πού βρέθηκαν, άλλοι στον αέρα κι έγιναν τα εναέρια Τελώνια, άλλοι στη γη, κι έγιναν οι πειρασμοί και εξουσιαστές της γης, κι άλλοι στα ύδατα των ποταμών τής Γης και• της θαλάσσης, οπού πειράζουν, δοκιμάζουν και πνίγουν τους διερχόμενους επειδή, κατά το λόγο του Κυρίου «Άπ’ αρχής, ό διάβολος ανθρωποκτόνος εστί» (Ίωάν. Η’ 44).
Όταν όμως ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, όπως λέγουν οι άγιοι Απόστολοι και το ιερό Ευαγγέλιο, και ό Υιός και Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος, με το μέγα και ανερμήνευτο μυστήριο της θείας ενσάρκου αυτού οικονομίας, με την κάθοδο Του από τους ουρανούς αγίασε τον αέρα, τη γη, τη θάλασσα, τα ύδατα και πάντα «τα εν αυτοίς», και με τον αγιασμό και τη χάρι του Αγίου Πνεύματος κατήργησε την δύναμη και την εξουσία του Σατανά πού είχε, πριν να σαρκωθή ό Δεσπότης Χριστός επάνω στους ανθρώπους, στα ζώα και στα στοιχεία της φύσεως, και έτσι ό αέρας, ή γη και το νερό αγιάστηκαν, από την παρουσία του Δεσπότη Χριστού του Θεού ημών.
Ή ήμερα αυτή των Θεοφανίων, πάτερ Θεοφύλακτε, όπου γίνεται ό Μεγάλος Αγιασμός, γίνεται ή ανάμνησης της του Χριστού παρουσίας και της Θεοφανείας του τρισυπόστατου και τρισηλίου Θεού των χριστιανών, του Ποιητού και Δημιουργού των όλων, πού σαν σήμερα στη βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό, παρουσιάστηκε ό ουράνιος Πατέρας με τη φωνή και ό οποίος με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, πού το έστειλε σαν ένα περιστέρι επάνω στο κεφάλι του Χριστού, μ’ αυτό δείχνοντας μας το Χριστό, είπε: «Ούτος εστίν ό υιός μου ό αγαπητός ενώ ηυδόκησα…» δηλαδή αυτό είναι το αγαπημένο μου παιδί, ό μονογενής, με τον όποιον, όπως δημιουργήσαμε μαζί μ’ αυτόν και το Αγιον Πνεύμα τον κόσμο όλον, έτσι και τώρα ευδόκησα, μέσον Αυτού να σωθεί ό κόσμος και να αναγεννηθεί ανακαινιζόμενος με το άγιο Βάπτισμα.
Γλυκύτερο το νερό της θάλασσας.
Εάν λοιπόν θέλεις να δοκιμάσεις την αλήθεια όλων αυτών πού σου είπα, πήγαινε πάτερ Θεοφύλακτε, κάτω στη θάλασσα σήμερα, να ιδείς πώς το νερό είναι γλυκό και πίνεται.
Ό απλός κι αγαθός Μοναχός Θεοφύλακτος, παρ όλο τον κόπο της αγρυπνίας, μόλις άκουσε αυτά τα πράγματα για να βεβαιωθεί, πήρε ένα μικρό δοχείο και πήγε αμέσως στη θάλασσα, ή οποία από τη Σκήτη αυτή απέχει περισσότερο από μια ώρα πεζοπορία, έσκυψε με ταπείνωση και τυφλή υπακοή, πήρε νερό από τη θάλασσα, ήπιε και μετά θαυμασμού είδε πώς το νερό ήταν γλυκό και πίνονταν με ευχαριστήσει. Γέμισε το δοχείο του και γύρισε στο Γέροντα του, τον όποιον αφού ευχαρίστησε του έδωκε να πιει κι αυτός από το νερό της θάλασσας, ήπιε κι εκείνος και δόξασαν «τον θαυμαστόν Θεόν εν τοις έργοις και τοις αγίοις αυτού» (Ψαλμ. ΞΖ’ 36).
Πέρασαν περισσότερα από τριάντα χρόνια, ό Γέροντας Παπα-Γρηγόρης, πλήρης ήμερων, αρρώστησε λίγο και κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο. Ό υποτακτικός του Θεοφύλακτος συνέχιζε να παίρνει κάθε χρόνο την ήμερα των Θεοφανίων, νερό από τη θάλασσα και συνεχίζονταν το ίδιο θαύμα, το νερό να είναι γλυκό και πόσιμο.
Τρία χρόνια μετά το θάνατο του γέροντα του, ό Πάτερ θεοφύλακτος, μετά την αγρυπνία των Θεοφανίων, όταν βγήκαν οι Πατέρες από το «Κυριάκο» βλέπουν τον αδελφό θεοφύλακτο να πηγαίνει περισσότερο κάτω από την Καλύβα πού έμενε. Οι άλλοι Πατέρες της Σκήτης τότε τον ρώτησαν: — Για που πηγαίνεις πάτερ Θεοφύλακτε; Δε θα πας να ξεκουραστείς στο σπίτι σου;
Ό πάτερ Θεοφύλακτος για απάντηση, τους φανέρωσε το μέχρι τότε άγνωστο στους άλλους Πατέρες της Σκήτης θαύμα, πώς δηλαδή την ήμερα του μεγάλου Αγιασμού το νερό της θαλάσσης γίνεται γλυκό και πίνεται.
Οι Πατέρες, επειδή γνώριζαν πώς ό αδελφός αυτός ήταν απλός και άκακος, δεν πίστεψαν στα λόγια του και τον ειρωνεύτηκαν. — Άιντε καημένε να ξεκουραστείς και πας μετά να μας φέρεις κι εμάς να πιούμε… θάλασσα! Ό πάτερ Θεοφύλακτος δεν έδωκε καμιά σημασία στα λόγια τους, πήγε στη θάλασσα ήπιε, όπως έκανε μέχρι τότε, νερό πού ήταν γλυκό, γέμισε και το δοχείο του και το πήγε να πιουν και οι άλλοι Πατέρες.
Εκείνοι με ειρωνεία και δυσπιστία πήραν το νερό αυτό να πιουν, αλλά το μέχρι κείνη τη στιγμή γλυκό νερό, για την απιστία τους έγινε αλμυρότερο και πολύ πικρότερο από το νερό της θάλασσας.
Τότε ό αδελφός Θεοφύλακτος τους φανέρωσε πώς επί τριάντα και πλέον χρόνια πίνανε με το Γέροντα του το γλυκύτατο και νοστιμότατο, για την ήμερα εκείνη νερό της θάλασσας. Και έτσι από την ήμερα εκείνη για την απιστία των Πατέρων σταμάτησε να γίνεται το θαύμα αυτό!
Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Η ΒΑΠΤΙΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ Η ΠΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Συγγραφέας: kantonopou στις 5 Ιανουαρίου 2013
Ο ευαγγελιστής Ματθαίος καταγράφει έναν διάλογο μεταξύ του Χριστού και του Προδρόμου λίγο πριν την βάπτιση του Κυρίου μας στον Ιορδάνη ποταμό. Ο διάλογος αυτός ερμηνεύει γιατί ο Χριστός θέλησε να βαπτιστεί στον Ιορδάνη, ακολουθώντας την οδό των ανθρώπων που ήταν αμαρτωλοί και εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους στον προφήτη της Βασιλείας του Θεού άγιο Ιωάννη και λαμβάνοντας με συμβολικό τρόπο την κάθαρση από τον Θεό δια του βαπτίσματος. Ο Χριστός δεν είχε αμαρτίες. Δεν είχε ανάγκη να καθαριστεί από κάποιον ρύπο. Ο Υιός του Θεού ήταν ο Ίδιος που συγχωρούσε τους ανθρώπους για τις αμαρτίες τους. Πώς λοιπόν καταδέχεται το φως να φωτιστεί από το λυχνάρι και αυτός που δημιούργησε τον άνθρωπο να αγγίζεται και να ευλογείται από το δημιούργημά Του; «Άφες άρτι . ούτω γαρ πρέπον εστίν ημίν πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην» (Ματθ. 3, 15). «Άφησε κάθε προβληματισμό στην άκρη», λέει ο Χριστός στον Πρόδρομο. «Πρέπει και οι δύο μας να εκπληρώσουμε ό,τι προβλέπει η δικαιοσύνη του Θεού». Και πείθει τον Πρόδρομο να Τον βαπτίσει.
Τι σημαίνει άραγε αυτός ο λόγος του Χριστού;
Όταν οι άνθρωποι ακούμε την έννοια «δικαιοσύνη», η σκέψη μας πηγαίνει στην απονομή του δικαίου. Στην εκπλήρωση του νόμου, κοσμικού και ηθικού, αλλά και πνευματικού. Δίκαιο είναι ότι ταιριάζει σ’ αυτόν που νομοθετεί. Και στο Θεό το μόνο αληθινά δίκαιο που ταιριάζει είναι η τελειότητα. Επομένως, η έννοια της δικαιοσύνης για το Θεό έχει να κάνει με την απόλυτη υπακοή στο θέλημά Του. Την απόλυτη αρετή. Την μίμηση του τρόπου της ύπαρξής Του. Την παράδοση του ανθρώπου στη σχέση μ’ Εκείνον χωρίς περισπασμούς. Την φανέρωση ενός ανθρώπου θεοποιημένου μέσα από τη σχέση με το Χριστό και τον πλησίον, στον παρόντα χρόνο. Κάθε τι λιγότερο από αυτό, δεν εκπληρώνει την δικαιοσύνη του Θεού και τους νόμους Του. Το ερώτημα είναι εύλογο. Αν αυτός είναι ο ορισμός της δικαιοσύνης του Θεού υπάρχει άνθρωπος που μπορεί να την εκπληρώσει;
Η απάντηση φαίνεται αυτονόητα αρνητική. Υπάρχει όμως ένα σημείο, το οποίο δίνει μία άλλη διάσταση στην έννοια της δικαιοσύνης. Είναι η αγάπη.
Δικαιοσύνη για το Θεό είναι η αγάπη. Είναι απόλυτη αυτή η αγάπη. Χωρίς μέτρο και όριο. Αποτυπώνεται στη δημιουργία του κόσμου. Αποτυπώνεται στην ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού. Αποτυπώνεται στην φανέρωση της Βασιλεία των Ουρανών μέσα από τη ζωή της Εκκλησίας. Αποτυπώνεται στην πορεία του Χριστού προς το Σταυρό, την Ταφή και την Ανάσταση. Αποτυπώνεται στον ανακαινισμένο τρόπο ύπαρξης του ανθρώπου, ο οποίος αποφασίζει να σχετιστεί με τον Θεό στο πρόσωπο του Χριστού και στη ζωή της Εκκλησίας. Αποτυπώνεται με τον αγιασμό του κόσμου, της ύλης και της κτίσης που προσφέρει ο Θεός εν Χριστώ. Αποτυπώνεται στην κάθαρση από κάθε εμπαθή ρύπο και κάθε αμαρτία που προσφέρει ο Θεός στον άνθρωπο που μετανοεί. Και αυτή η αγάπη αποτελεί τον τρόπο εκείνον που δίδει μία άλλη απάντηση στο ερώτημα της δικαιοσύνης. Είναι δίκαιος ο Θεός επειδή αγαπά.
Και η αγάπη είναι το μέγιστο θαύμα, η συνεχής προσφορά ανακαίνισης στον άνθρωπο και στον καθέναν μας.
Σημείο της δικαιοσύνης που είναι η αγάπη αποτελεί το γεγονός της Βάπτισης του Χριστού.
Ο Χριστός γίνεται ο οδοποιός για κάθε ανθρώπινη σάρκα (Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου) της αρχής της καινούριας ζωής.
Στον Ιορδάνη βαπτίζει ολόκληρη την ανθρώπινη φύση όχι απλώς στο φυσικό νερό αλλά «εν ύδατι και Πνεύματι». Το Άγιο Πνεύμα λούζει και καθαρίζει όλον τον άνθρωπο στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Ίδιος δεν το έχει ανάγκη, γιατί έχει γεννηθεί και υπάρχει «δίχα αμαρτίας». Η ανθρώπινη φύση όμως το έχει ανάγκη, γιατί βρίσκεται συνεχώς σε έναν διάλογο με την αμαρτία και υπόκειται σε πτώση εξ αιτίας της και διαπράττοντάς την. Κι έτσι ο Χριστός δείχνει στον άνθρωπο και στον κόσμο ότι έχει ανάγκη την κάθαρση της ύπαρξης «εν ύδατι και Πνεύματι Αγίω». Το Άγιο Πνεύμα μας καθαρίζει και σημείο της κάθαρσης είναι το δικό μας βάπτισμα στην κολυμβήθρα κατά την είσοδό μας στην Εκκλησία με το μυστήριο του Βαπτίσματος. Και το Άγιο Πνεύμα επαναβεβαιώνει την κάθαρσή μας δια του λουτρού της μετανοίας, όταν εξομολογούμαστε τις αμαρτίες μας και λαμβάνουμε την άφεση.
Το Βάπτισμα δεν είναι μία κίνηση που έχει αρχή και τέλος. Δεν περιορίζεται κατά τη στιγμή του μυστηρίου. Είναι μία κίνηση που ξεπερνά το πεπερασμένο του χρόνου όταν ο άνθρωπος προσλαμβάνει τον τρόπο με τον οποίο ενεργεί ο Θεός και τον εφαρμόζει στη ζωή του. Και αυτός ο τρόπος είναι η αγάπη. Κάθε φορά που αγαπούμε, που αφηνόμαστε στην αγάπη και το έλεος του Θεού από την μία και δείχνουμε αγάπη με τον τρόπο του Αγίου Πνεύματος, την συγχωρητικότητα, την ταπείνωση, την θυσία, στην προσφορά υλικά και πνευματική, την προσευχή, την ελπίδα και την πίστη στο Θεό και την δυναμική ένταξή μας στο σώμα του Χριστού που είναι η Εκκλησία, επαναβεβαιώνουμε το βάπτισμά μας. Το καθιστούμε ενεργό και την ίδια στιγμή εκπληρώνεται και στη ζωή μας η δικαιοσύνη του Θεού, η αγάπη Του προς τον καθέναν μας, η οποία εκφράζεται δια της σωτηρίας που μας δόθηκε εν Χριστώ.
Η Βάπτιση του Χριστού προσφέρει σε όλη την κτίση τον αγιασμό. Από εκεί που η κτίση συστέναζε και συνώδινε με τον άνθρωπο, τώρα συγχαίρει και συναγιάζεται με την παρουσία του Χριστού. Και είναι στο χέρι του ανθρώπου να συνεχίζει να μεταδίδει αυτόν τον αγιασμό δια της αγάπης και προς τον κόσμο. Εκπληρώνεται έτσι η δικαιοσύνη του Θεού, ο Οποίος δίδει στον κόσμο το αρχικό περιεχόμενο της αποστολής του, που ήταν να λειτουργεί ευχαριστιακά και δοξολογικά προς τον Δημιουργό του, αλλά και να υπηρετεί την ανθρώπινη επιβίωση με καταδεκτικότητα και ταπείνωση. Την ίδια στιγμή όμως, ο αγιαζόμενος άνθρωπος προσφέρει την αγάπη που λαμβάνει από τον Θεό και στον συνάνθρωπο και στην κτίση ολόκληρη, χρησιμοποιώντας την ευχαριστιακά και δοξολογικά προς τον Δημιουργό του, αλλά και αξιοποιώντας την για την επιβίωσή του, χωρίς να την καταστρέφει και να την ταλαιπωρεί.
Ο δρόμος της Εκκλησίας δεν εφαρμόζεται από την πλειονοψηφία του κόσμου και των ανθρώπων. Το Βάπτισμά μας καθίσταται ανενεργό από την μία εξαιτίας της αδιαφορίας για την αγάπη τόσο προς τον Θεό όσο και προς τον πλησίον, αλλά και της επιλογής μας να δικαιολογούμε τους εαυτούς μας για την αμαρτωλότητά μας, μη επιδιώκοντας και μη αγωνιζόμενοι για την κάθαρσή μας από τα πάθη και την κακία, και από την άλλη με την εκμετάλλευση της κτίσης και την παντελή απουσία σεβασμού προς αυτήν. Ενίοτε προστίθεται στην κατάσταση αυτή και η υποκρισία, αποτέλεσμα της απουσίας του Αγίου Πνεύματος από τη ζωή μας, καθώς νομίζουμε ότι η όποια πρόοδός μας στην εκκλησιαστική μας πορεία είναι καρπός των δικών μας χαρισμάτων και ικανοτήτων, χωρίς την βοήθεια και παρουσία του Χριστού.
Αν θέλουμε να εκπληρωθεί και στη δική μας ζωή η δικαιοσύνη του Θεού, η αγάπη Του δηλαδή προς τον καθέναν μας προσωπικά, είναι ανάγκη να ξαναδούμε τον χρόνο και την πορεία μας στην προοπτική του αγιασμού μας εν Πνεύματι Αγίω και στην κάθαρσή μας δια του λουτρού του ύδατος της μετανοίας. Και να ξαναβρούμε αυτή την αγαπητική, ευχαριστιακή και δοξολογική διάσταση στη σχέση μας με τον συνάνθρωπο και τον κόσμο. Ο Χριστός μας άνοιξε το δρόμο με την Βάπτισή Του υπό των του Προδρόμου χειρών στον Ιορδάνη. Ας συνεχίσουμε αυτή την πορεία του αγιασμού μας στην Εκκλησία Του.
Κέρκυρα, 6 Ιανουαρίου 2013
π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός
http://themistoklismourtzanos.blogspot.gr/2013/01/blog-post.html
Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
15 πίνακες ζωγραφικής που απεικονίζουν την Βάπτιση του Σωτήρος Χριστού.
Συγγραφέας: kantonopou στις 4 Ιανουαρίου 2013
Δείτε παρακάτω διάφορους πίνακες ζωγραφικής που απεικονίζουν την Βάπτιση του Σωτήρος Χριστού.
Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Η Περιτομή του Κυρίου (1 Ιανουαρίου)
Συγγραφέας: kantonopou στις 1 Ιανουαρίου 2013
Την όγδοη ημέρα από την εορτή της Γεννήσεως, η οποία συμβαίνει επίσης να είναι και η πρώτη του νέου έτους, η Εκκλησία εορτάζει την Περιτομή του Κυρίου κατά την οποία έλαβε το όνομα Ιησούς, το οποίο σημαίνει σωτήρας, πράγμα που επίσης εορτάζει η Εκκλησία.
Την ημέρα αυτή είναι επίσης η επέτειος του θανάτου του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, του οποίου η μνήμη αποτελεί μέρος της ακολουθίας της εορτής.
«Ο Κύριος των όλων υπομένει περιτομή και τα αμαρτήματα των θνητών περιτέμνει ως αγαθός. Παρέχει τη σωτηρία σήμερα στον κόσμο, χαίρεται δε στα ουράνια και του Κτίστου ο ιεράρχης, το φεγγοβόλο αστέρι και θείος Μύστης του Χριστού, ο Βασίλειος.»
Σύμφωνα με την ακολουθία της Εκκλησίας, ο Κύριος υπέστη περιτομή με το σκοπό να εκπληρώσει το νόμο του Μωυσή, τον οποίο κανείς δεν ήταν ικανός να εκπληρώσει πριν. Εκτελώντας «άπαντα κατά τον νόμον» (Λουκ. 2:39), ο Μεσσίας θεωρεί πρέπον «πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην» (Ματθ. 3:15). Υπ’ αυτή την έννοια Αυτός είναι η εκπλήρωση του Νόμου και των προφητών, όχι μόνο εκτελώντας ό,τι είναι γραμμένο περί Αυτού, αλλά ακόμη πράττοντας όλα εκείνα τα πράγματα που θα έπρεπε να κάνουν όλοι αν αληθινά εκπλήρωναν το λόγο του Θεού.
«Δεν ντράπηκε ο Πανάγαθος Θεός να περιτμηθεί σαρκικά, αλλά πρόσφερε τον εαυτό Του ως τύπο και παράδειγμα σε όλους μας να σωθούμε. Διότι ο δημιουργός του Νόμου εκπληρώνει τα προστάγματα του Νόμου και αυτά που κηρύχθηκαν από τους προφήτες γι’ αυτόν. Εσύ που τα πάντα περιέχεις μέσα στη χούφτα Σου και που τυλίχθηκες με σπάργανα, Κύριε δόξα σε Σένα.»
Εκτελώντας ο Κύριος τα πάντα ακριβώς σύμφωνα με το Νόμο, δείχνει ότι έχει έλθει για να υπηρετήσει και να ταυτίσει τον εαυτό Του απόλυτα με τα αμαρτωλά δημιουργήματά Του. Αυτή είναι η θεία ταπείνωση του Θεού, η υπερβολικά μεγάλη Του στοργή και συμπάθεια, η άρρητη και ανείπωτη ταπείνωση και συγκατάβασή Του σ’ εμάς που είμαστε χαμένοι. Γιατί όχι μόνο βρέθηκε «εν σχήματι ως άνθρωπος» αλλά και εκένωσε Εαυτόν από τη θεϊκή Του δόξα, παίρνοντας «μορφή δούλου» (Φιλ. 2:7-8), παραδίδεται στο μαχαίρι του αρχιερέα, υπομένοντας το σημείο αυτό της απόλυτης υποταγής στο Θεό, την πράξη η οποία εκφράζει την ολοκληρωτική αδυναμία των ανόσιων δημιουργημάτων ενώπιον του Αγίου τους Δημιουργού. Οι λέξεις δεν μπορούν να αποδώσουν την συγκατάβαση του Κυρίου και την προθυμία Του να περιτμηθεί. Είναι μια πράξη κενωτικής ταπεινώσεως, η οποία είναι τελείως άρρητη.
Επιτρέποντας να περιτμηθεί ο ίδιος, λυτρώνει το λαό Του ο Κύριος από την κατάρα του Νόμου και τον απελευθερώνει από τα τελετουργικά σύμβολα της βασισμένης στο Νόμο διαθήκης. Ο Νόμος του Θεού δεν είναι αφ’ εαυτού κατάρα, παρόλο που κάποιες Χριστιανικές θεολογίες εμφανίζονται να διδάσκουν κάτι τέτοιο. Ο Απόστολος Παύλος λέει ότι «ο μεν νόμος άγιος, και η εντολή αγία και δικαία και αγαθή» (Ρωμ. 7:12). Το πρόβλημα είναι ότι κανείς δεν μπορεί να τηρήσει το Νόμο. Αν έμελλε να κριθούμε από τα έργα του Νόμου, θα χανόμασταν όλοι. Για τον λόγο αυτό έρχεται ο Μεσσίας, να κάνει μέσα από τη θνητή σάρκα εκείνα τα οποία κανένας άλλος δε θα μπορούσε να κάνει έτσι, ώστε διά της πίστεως σε Αυτόν όλοι εκείνοι που πιστεύουν να μπορούν να δικαιωθούν ενώπιον του Θεού.
Η ίδια η περιτομή δόθηκε ως απάντηση της πίστεως. Ήταν η ένδειξη ότι ανήκεις πιστά στον Κύριο. Ακόμα και στο αρχικό νόημα και μορφή της, δεν ήταν κάτι απλά σωματικό, αλλά κάτι πνευματικό· ένα θέμα όχι μόνο της σάρκας, αλλά και της καρδιάς.
Εξαιτίας της ολικής του δικαιοσύνης, τελετουργικής και ηθικής, σωματικής και πνευματικής, νομικής και ηθικής, ο Ιησούς ο Μεσσίας ελευθερώνει το λαό Του από οτιδήποτε ανήκει σ’ αυτόν τον κόσμο και φανερώνει σ’ αυτούς τη ζωή του μέλλοντος αιώνος της Βασιλείας του Θεού. «Εν γαρ Χριστώ Ιησού ούτε περιτομή τι ισχύει ούτε ακροβυστία, αλλά πίστις δι’ αγάπης ενεργούμενη» (Γαλ. 5:6).
Εορτάζοντας το Πάσχα του χειμώνα, οι πιστοί φτάνουν από μόνοι τους να γνωρίσουν ότι στ’ αλήθεια «ει τις εν Χριστώ, καινή κτίσις τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά τα πάντα» (Β’ Κορ. 5:17).
«Το να περιτεμνόμαστε έληξε αφ’ ότου ο Χριστός θεληματικά περιτμήθηκε, σώζοντας τα πλήθη των εθνών διά της χάριτος.»
«Η όγδοη ημέρα, εικονίζουσα την αιώνια ζωή, από τη δική Σου Χριστέ λαμπρύνεται και αγιάζεται με θεληματική φτώχεια. Διότι κατ’ αυτήν περιτμήθηκες κατά το Νόμο σαρκικά.»
«Περιτέμνεται σαρκικά Αυτός που από τον Πατέρα χωρίς διαχωρισμό και απώλεια ύλης γεννήθηκε κατά τρόπο θαυμαστό ως Λόγος Του. Και που έμεινε χωρίς αλλοίωση της Θεότητάς Του ως Θεός από το Θεό. Αυτός που είναι πάνω από το Νόμο, νομίμως ελευθερώνει όλους από την κατάρα του Νόμου και δωρίζει την άνωθεν ευλογία. Έτσι λοιπόν την υπεράγαθή Του συγκατάβαση εγκωμιάζοντας υμνούμε και γεμάτοι ευχαρίστηση δοξάζουμε ικετεύοντας Αυτόν να δώσει στις ψυχές μας το μέγα έλεος.»
(π. Thomas Hopko, «Χειμωνιάτικη Πασχαλιά», εκδ. Ακρίτας, σ. 206-213)- vatopaidi
Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Η εορτή των Χριστουγέννων – Θεοφανείων
Συγγραφέας: kantonopou στις 27 Δεκεμβρίου 2012
Από την ιστορικοθεολογική μελέτη μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι εορτές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων μέχρι τον Δ΄ αιώνα εορτάζονταν από κοινού. Το 330 για πρώτη φορά στη Ρώμη άρχισε να εορτάζεται στις 25 Δεκεμβρίου η Γέννηση του Κυρίου ξεχωριστά από την εορτή των Θεοφανείων, η οποία συνέχισε να εορτάζεται στις 6 Ιανουαρίου και έλαβε έκτοτε χαρακτήρα χαρισματικό. Σταδιακά μέχρι τα μέσα του ΣΤ΄ αιώνα όλες οιοι τοπικές υιοθέτησαν οριστικά αυτή τη διάκριση του εορτασμού.
Η ανάλυση των πατερικών ομιλιών γι’ αυτές τις δύο εορτές δείχνει ότι το κέντρο της λατρείας της Εκκλησίας, κατά τον Δ΄ τουλάχιστον αιώνα, ήταν το γεγονός της ενανθρωπήσεως του Ιησού Χριστού, το οποίο συνοψιζόταν στην ομολογία ότι ο Θεός Λόγος «ενηνθρώπησεν ίνα ημείς θεοποιιηθώμεν». Οι ιεροί Πατέρες εκστασιασμένοι μπροστά στο μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως διδάσκουν τους πιστούς τη θεολογία του μυστηρίου.
Το ιδεολογικό πλαίσιο της εποχής απαιτούσε αντιμετώπιση των αιρετικών και ειδωλολατρών. Ο πανηγυρισμός των δύο μεγάλων αυτών εορτών αποτέλεσε την κατάλληλη ευκαιρία να εκθέσουν εμμέσως πλην σαφώς την πίστη της Εκκλησίας στη Σύνοδο της Νικαίας, απαντώντας έτσι στους διάφορους αιρετικούς. Τους ειδωλολάτρες αντιμετώπισαν με αυστηρότητα αλλά και με οικοδομητική διάθεση, αφού ο Θεός Λόγος σαρκώθηκε για τη σωτηρία ολόκληρης της ανθρωπότητας. Πάνω απ’ όλα όμως οι Πατέρες απαιτούσαν καθαρότητα ζωής, απαραίτητη για την οικείωση όσων πρόσφερε ο ενανθρωπήσας Χριστός.
Οι εορτές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων δεν προσφέρονται για σκέψεις ευσεβείς και αναλύσεις συναισθηματικές, αλλά για να συνειδητοποιήσουμε τη ζωτική σημασία τους και να μετάσχουμε στα εορταζόμενα γεγονότα· να βιώσουμε ότι ο Θεός έγινε άνθρωποςγια τη δική μας σωτηρία, ότι μας έδωσε μια νέα ζωή, που είναι οι δυνατότητα να γίνουμε θεοί κατά χάριν.
Κάθε εκκλησιαστή εορτή είναι ανάμνηση ενός θείου γεγονότος, ανάμνηση όμως που ενώ έγινε στο παρελθόν εφάπαξ, φανερώνεται, βιώνεται και εορτάζεται μυστηριακώς στο παρόν και μας δίνει τη δυνατότητα να μετέχουμε βιωματικά σ’ αυτό, δηλαδή ως αυτόπτες μάρτυρες. Και εν προκειμένω μπορούμε να γίνουμε μάρτυρες της θείας Επιφανείας, να γίνουμε οι ίδιοι «θεοφανικό γεγονός», πράγμα άλλωστε που αποτελεί και το σκοπό της θείας ενανθρωπήσεως.
Γι’ αυτό, ας κλείσουμε με τα λόγια του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Αδελφοί και πατέρες «τοίνυν εορτάζωμεν, μη πανηγυρικώς, αλλά θεϊκώς· μη κοσμικώς αλλ’ υπερκοσμικώς· μη τα ημέτερα, αλλά τα του ημετέρου, μάλλον δε τα του δεσπότου· μη τα της ασθενείας, αλλά τα της ιατρείας· μη τα της πλάσεως, αλλά τα της αναπλάσεως».
Επίλογος από την εισήγηση “Η εορτή των Χριστουγέννων – Θεοφανείων”, στο Η’ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων, “Το Χριστιανικόν Εορτολόγιον”, Βόλος 18-20 Σεπτεμβρίου 2006, έκδ. Πρακτικών Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Λειτουργικής Αναγεννήσεως Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, σ. 168-9.
Αρχιμ. Νικόλαος Ιωαννίδης
pemptousia.gr
Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Το θείο Βρέφος
Συγγραφέας: kantonopou στις 25 Δεκεμβρίου 2012
«Δι’ ημάς γαρ εγεννήθη παιδίο νέον ο προ αιώνων Θεός». Ένας από τους κυριότερους ύμνους των Χριστουγέννων καταλήγει σ’ αυτά τα λόγια, ταυτίζοντας το Βρέφος που γεννήθηκε στο σπήλαιο της Βηθλεέμ με τον «προ αιώνων Θεό». Ο ύμνος αυτός συνετέθη τον 6ο αιώνα από τον περίφημο Βυζαντινό υμνογράφο Ρωμανό το Μελωδό:
Η Παρθένος σήμερον, τον υπερούσιον τίκτει και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει· άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι· μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι· δι’ ημάς γαρ εγεννήθη παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός. (Κοντάκιον Χριστουγέννων)
Το παιδί ως Θεός, ο Θεός ως παιδί… Γιατί δημιουργείται αυτή η ζωηρή συγκίνηση την περίοδο των Χριστουγέννων όταν οι άνθρωποι, ακόμη και αυτοί με χλιαρή πίστη ή ακόμη και οι άθεοι, παρατηρούν αυτό το μοναδικό, ασύγκριτο θέαμα της νεαρής μητέρας να κρατά το παιδί στην αγκαλιά της, και γύρω τους οι «Μάγοι οι από Ανατολών», οι ποιμένες, δροσεροί από τη νυχτερινή τους σκοπιά στους αγρούς, τα ζώα, ο ανοιχτός ουρανός, ο αστέρας; Γιατί είμαστε τόσο βέβαιοι, αλλά και συνεχώς ανακαλύπτουμε, πως σ’ αυτόν το θλιβερό πλανήτη μας δεν υπάρχει τίποτε ομορφότερο και πιο χαρμόσυνο απ’ αυτό το θέαμα, που το πέρασμα των αιώνων αποδείχτηκε ανίκανο να ξεριζώσει από τη μνήμη μας; Επιστρέφουμε σ’ αυτό το θέαμα οποτεδήποτε δεν έχουμε άλλο καταφύγιο, οποτεδήποτε έχουμε βάσανα στη ζωή, και αναζητούμε αυτό που θα μας ελευθερώσει.
Όμως στην ευαγγελική διήγηση για τη γέννηση του Ιησού Χριστού, η μητέρα και το παιδί δε λένε ούτε μία λέξη, ωσάν οι λέξεις να είναι περιττές, επειδή καμιά λέξη δεν μπορεί να ερμηνεύσει, να ορίσει ή να εκφράσει το νόημα όσων έλαβαν μέρος και εκπληρώθηκαν εκείνη τη νύχτα. Και παρ’ όλα αυτά χρησιμοποιούμε λέξεις εδώ, όχι για να εξηγήσουμε ή να ερμηνεύσουμε, αλλά επειδή, όπως η Γραφή λέει, «εκ γάρ του περισσεύματος της καρδίας το στόμα λαλεί» (Ματθ. 12, 34). Είναι αδύνατο κάποιος, που ξεχειλίζει η καρδιά του, να μη μοιραστεί με άλλους τα βιώματά του.
Οι λέξεις «παιδίον» και «Θεός» είναι οι πλέον αποκαλυπτικές για το μυστήριο των Χριστουγέννων. Κατά κάποιο τρόπο, είναι ένα μυστήριο που απευθύνεται στο παιδί που συνεχίζει να ζει μυστικά μέσα σε κάθε ενήλικα, στο παιδί που συνεχίζει να ακούει ό,τι ο ενήλικας έχει πάψει να ακούει, και που ανταποκρίνεται με μια χαρά, που ο ενήλικας, μέσα στον γήινο, υπερώριμο, κουρασμένο και κυνικό κόσμο που ζει, αδυνατεί να νιώσει. Μάλιστα, τα Χριστούγεννα είναι μια γιορτή για τα παιδιά, όχι μόνο εξαιτίας του χριστουγεννιάτικου δένδρου που διακοσμούμε και φωτίζουμε, αλλά μ’ έναν πολύ βαθύτερο τρόπο, και μόνο τα παιδιά δεν ξαφνιάζονται για το ότι, όταν ο Θεός κατέρχεται στη γη, έρχεται ως παιδί.
Αυτή η εικόνα του Θεού ως παιδιού συνεχίζει να λάμπει μέσα από τις εικόνες και τα αναρίθμητα έργα τέχνης, φανερώνοντας πως ό,τι είναι ουσιαστικότερο και πλέον χαρμόσυνο στο Χριστιανισμό βρίσκεται ακριβώς εδώ, σ’ αυτήν την αιώνια παιδικότητα του Θεού. Οι ενήλικες, ακόμη και αυτοί που «συμπαθούν περισσότερο τα θρησκευτικά θέματα», περιμένουν και προσδοκούν από τη θρησκεία να δώσει εξηγήσεις και αναλύσεις· τη θέλουν έξυπνη και σοβαρή. Οι αντίπαλοί της είναι εξίσου σοβαροί, και, τελικά, τόσο βαρετοί, καθώς αντιμετωπίζουν τη θρησκεία μ’ ένα χαλάζι από «ορθολογικές» σφαίρες. Στην κοινωνία μας δεν υπάρχει καμιά φράση που να μεταφέρει καλύτερα την περιφρόνησή μας από το να χαρακτηρίσουμε κάτι λέγοντας πως «είναι παιδιάστικο». Μ’ άλλα λόγια, δεν είναι για τους ενήλικες, τους έξυπνους και σοβαρούς. Έτσι τα παιδιά μεγαλώνουν και γίνονται εξίσου σοβαρά και βαρετά. Ο Χριστός όμως είπε, «γένησθε ως τα παιδία» (Ματθ. 18,3). Τι σημαίνει αυτό; Τι λείπει από τους ενήλικες, ή καλύτερα, τι έχει στραγγαλισθεί, καταπνιγεί, εκμηδενισθεί από ένα παχύ στρώμα ενηλικιότητας; Δεν είναι πάνω απ’ όλα αυτή η ικανότητα, η τόσο χαρακτηριστική των παιδιών, να θαυμάζουν, να αγαλλιούν και το πιο σπουδαίο να είναι γνήσια στη χαρά και στη λύπη; Η ενηλικίωση στραγγαλίζει επίσης την ικανότητα να εμπιστεύεσαι, να αυτοεγκαταλείπεσαι, να αφήνεσαι τελείως στην αγάπη και να πιστεύεις με όλη σου την ύπαρξη. Τελικά τα παιδιά παίρνουν στα σοβαρά ό,τι οι ενήλικες δεν μπορούν πλέον να αποδεχθούν: τα όνειρα, αυτά που διασπούν την καθημερινή μας εμπειρία και την κυνική μας καχυποψία, αυτό το βαθύ μυστήριο του κόσμου και κάθετι που αποκαλύπτεται στους αγίους, στα παιδιά και στους ποιητές.
Έτσι μόνο όταν εισχωρήσουμε στο παιδί που ζει κρυμμένο μέσα μας, μπορούμε να κάνουμε δικό μας το χαρμόσυνο μυστήριο του Θεού που έρχεται προς εμάς «ως παιδίον». Το παιδί δε διαθέτει ούτε κύρος ούτε εξουσία· όμως η απουσία ακριβώς κύρους το αναδεικνύει σε βασιλιά· πηγή της βαθιάς του δύναμης είναι η ανικανότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του και η τρωτότητά του. Το παιδί σ’ αυτή τη μακρινή σπηλιά της Βηθλεέμ δεν έχει επιθυμία ώστε να το φοβόμαστε· εισέρχεται στις καρδιές μας χωρίς να μας εκφοβίζει, χωρίς να επιδεικνύει το κύρος και τη δύναμή του, αλλά μόνο με την αγάπη. Μας δίνεται ως παιδί, και μόνο ως παιδιά μπορούμε με τη σειρά μας να το αγαπήσουμε και να δοθούμε σ’ αυτό. Ο κόσμος κυβερνάται από τη δύναμη και την εξουσία, από το φόβο και την κυριαρχία. Το «παιδίον Θεός» μάς απελευθερώνει απ’ όλα αυτά. Το μόνο που επιθυμεί από μας είναι η αγάπη μας, που προσφέρεται με ελευθερία και χαρά· το μόνο που επιθυμεί από μας είναι να του δώσουμε την καρδιά μας. Και τη δίνουμε σ’ ένα ανυπεράσπιστο παιδί, που εμπνέει όμως τεράστια εμπιστοσύνη.
Με τη γιορτή των Χριστουγέννων η Εκκλησία μάς αποκαλύπτει ένα μυστήριο χαράς: το μυστήριο μιας ελεύθερα προσφερόμενης αγάπης που δεν επιβάλλεται σε κανέναν. Μιας αγάπης ικανής να δει, να αναγνωρίσει και να αγαπήσει το Θεό στο πρόσωπο του θείου Παιδιού, και να γίνει έτσι δώρο μιας νέας ζωής.
Από το: Εορτολόγιο. Ετήσιος Εκκλησιαστικός Κύκλος, τόμ. Β΄, εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 1997, σ. 61-64.
pemptousia
Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »