kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

H Παλαιά Διαθήκη Πολεμούμενη και Απολογούμενη (Β)

Συγγραφέας: kantonopou στις 28 Οκτωβρίου, 2008

******** Σεβ. Ιερεμίου Φούντα Μητρ. Γόρτυνος Μεγαλουπόλεως

2. Επειδή έχει τάχα σκανδαλώδεις διηγήσεις και παρουσιάζει τον Θεό ως αυστηρό δήθεν και πολεμοχαρή

Ένας δεύτερος λόγος για τον οποίο, σύμφωνα με όσα ακούομε, υποτιμάται η Παλαιά Διαθήκη και μάλιστα θεωρείται και ως μη ωφέλιμη η ανάγνωσή της, είναι το ότι αυτή περιέχει κάποιες σκανδαλώδεις διηγήσεις, όπως του Αβραάμ και της Σάρρας στην Αίγυπτο (Γεν. 12,10-20) και αυτών των ιδίων πάλι και του Ισαάκ με την γυναίκα του στα Γέραρα (Γεν. 20,1-18. 26, 1-14), όπως, ακόμη περισσότερο, της αιμομιξίας του Λωτ με τις θυγατέρες του (Γεν. 19,30-38) ή του Ρουβήμ με την παλλακίδα του πατέρα του Ιακώβ (Γεν. 35,21), όπως του αίσχους των Σοδομιτών (Γεν. 19,1 εξής) και της σκανδαλώδους πράγματι ιστορίας του Ιούδα και της Θάμαρ (Γεν. 38,1-30) κ.ά. κ.ά.

Ομοίως πάλι ? λέγουν – ότι γεμάτη είναι η Παλαιά Διαθήκη από πολέμους και φόνους και παριστάνεται ο Θεός ως να διατάσσει τους πολέμους αυτούς. Και στα ηθικά της ? λέγουν – η Παλαιά Διαθήκη έχει στενότητα αντιλήψεων γιατί με τις πολλές της εντολές και τις απειλές περί τιμωριών σε περίπτωση παραβάσεων και τις πλύσεις και καθάρσεις που διατάσσει για αποκατάσταση, δημιουργεί θρησκευτικές φοβίες και τρόμους.

Και τι λατρεία Θεού – λέγουν πάλι – είναι αυτή που θέλει η Παλαιά Διαθήκη, λατρεία με κνίσσα θυσιών, όπως την ζητούν τα βιβλία της, η Έξοδος και το Λευϊτικό;Είναι κατανοητές οι αντιρρήσεις αυτές των αντιφρονούντων και μάλιστα διατυπώνονται και από πολλούς ιδικούς μας ως απορίες. Και πάλι εδώ όμως θα πούμε αυτό που είπαμε προηγουμένως, ότι τα πράγματα πρέπει να ερμηνεύονται θεολογικά, αλλά και επιστημονικά θα προσθέσουμε εδώ.α).

Στα παραπάνω έχουμε κατά πρώτον να απαντήσουμε αυτό το γενικό, ότι η Παλαιά Διαθήκη παραλαμβάνει πεσμένο τον άνθρωπο και με τις, όπως φαίνονται, σκανδαλώδεις αυτές διηγήσεις της του μιλάει στην γλώσσα του για να τον ανορθώσει σταδιακά. «Της ασθενείας των δεχομένων τους νόμους ην τα λεγόμενα τότε», λέγει ο ιερός Χρυσόστομος για το θέμα μας.

Και συνεχίζει λέγοντας: «Βλέπουμε για παράδειγμα στην Παλαιά Διαθήκη τον Θεό να δέχεται λατρεία από κνίσσα θυσιών αυτό είναι πολύ ανάξιο για τον Θεό, αλλά συγκατέβηκε στην ατέλεια των ανθρώπων των χρόνων εκείνων? »14 . H συμβάσα πτώση έφερε τον άνθρωπο σε μία παρά φύση κατάσταση και απ΄ αυτή την κατάσταση η Παλαιά Διαθήκη θέλει να τον φέρει στο κατά φύση, για να τον παραλάβει έπειτα από αυτή την κατάσταση η Καινή Διαθήκη και να τον φέρει στο υπέρ φύση.15 Έτσι, λοιπόν, στην αρχή ο Θεός επιτρέπει τον γάμο και μεταξύ αδελφών, γιατί δεν μπορούσε να γίνει και διαφορετικά. Στην συνέχεια απαγορεύει την αδελφομιξία, επιτρέπει όμως την πολυγαμία με ξένες προς την οικογένεια γυναίκες.

Και έτσι βλέπουμε τον Αβραάμ, κατά τα κρατούντα τότε, να τεκνοποιεί από την Άγαρ, την δούλη της γυναικός του Σάρρας (Γεν. 16,4), αλλά και αργότερα να παίρνει και άλλη γυναίκα, την Χεττούρα, από την οποία μάλιστα γεννάει έξι παιδιά (Γεν. 25,1-20) και ο Ιακώβ έλαβε και αυτός δύο γυναίκες, την Λεία και την Ραχήλ, αλλά και ετεκνοποίησε και από δούλες των γυναικών του (βλέπε Γεν. Κεφ. 30 και περίπτωση του Ελκανά, του πατέρα του Σαμουήλ εις Α? Βασ. 1,2). Είναι το ανδροκρατικό πολυγαμικό σύστημα που ίσχυε τότε και δεν υπήρχε απαγορευτικός νόμος γι΄αυτό.16 Από την πολυγαμία όμως έπειτα μεταβαίνουμε στην μονογαμία και απ΄ αυτήν στην εγκράτεια στον γάμο (Σοφ. Σειρ. 23,6). Και ύστερα από την προηγηθείσα αυτή προπαρασκευή στην εγκράτεια μεταβαίνουμε στην παρθενία, που αποκαλύπτεται κυρίως στην Καινή Διαθήκη.

Και η παρθενία είναι πράγματι μία υπέρ φύση κατάσταση.17 Στο ερώτημα, λοιπόν, γιατί τα τόσα σκανδαλώδη στην Παλαιά Διαθήκη απαντούμε πρώτον γενικά ότι η Παλαιά Διαθήκη μιλάει για την πτώση (βλέπε Γεν. Κεφ. 3) και τα οδυνηρά αποτελέσματα της πτώσεως.

Η αμαρτία του ανθρώπου έγινε πολύ αμαρτωλή, – ας το πω έτσι – έγινε «καθ? υπερβολήν αμαρτωλός», όπως το λέγει ο Απόστολος Παύλος (Ρωμαίους 7,13), και επειδή η Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται στην αμαρτωλή αυτή κατάσταση του ανθρώπου, γι? αυτό και διαβάζουμε σ΄ αυτήν για πτωτικά και σκανδαλώδη πράγματα, που η αναφορά τους όμως κρύβει ένα μυστικό μάθημα που σκοπεύει στην ανόρθωση του ανθρώπου.18

β) Και το πλήθος των νόμων, των εντολών και των διατάξεων της Παλαιάς Διαθήκης, που σκανδαλίζει και αυτό πολλούς, έχει και αυτό την χριστολογική του ερμηνεία δοθείσα μάλιστα από τον Απόστολο Παύλο στις επιστολές του προς Γαλάτας και περισσότερο στην προς Ρωμαίους.

Η Παλαιά Διαθήκη, που όπως είπαμε προηγουμένως μιλάει για την πτώση και τα οδυνηρά της αποτελέσματα (γι? αυτό και οι σκανδαλώδεις διηγήσεις της), θέλει να πείσει τους ανθρώπους ότι είναι αμαρτωλοί. Στον Νόμο του Μωυσέως με τις πολλές του εντολές ήταν γραμμένο ότι οποίος εφήρμοζε όλες ανεξαιρέτως τις διατάξεις του θα σωζόταν: «Ο ποιήσας αυτά άνθρωπος ζήσεται εν αυτοίς» (Λευϊτ. 18,5 βλέπε Και Ρωμαίους 10,5). Αλλά δεν ήταν δυνατόν να εφήρμοζε κανείς όλες τις διατάξεις του Νόμου, τις τόσες πολλές.

Επομένως δεν μπορούσαν να δικαιωθούν οι άνθρωποι από τον Νόμο της Παλαιάς Διαθήκης, γιατί σε κάποια εντολή του θα γίνονταν οπωσδήποτε παραβάτες. Από κάπου αλλού, λοιπόν, έπρεπε να ζητήσουν την σωτηρία τους: από τον Ιησού Χριστό, που η Παλαιά Διαθήκη προφήτευε ότι θα έρθει, αλλά και ήδη τον παρουσίαζε στους δικαίους ανθρώπους της υπό τον αγγελο Κυρίου (Mal?ak Jahve).

Ο σκοπός, λοιπόν, του Νόμου της Παλαιάς Διαθήκης ήταν να κάνει τους ανθρώπους του να κατανοήσουν ότι με τις παραβάσεις των εντολών του είναι αμαρτωλοί και ένοχοι για τις παραβάσεις τους αυτές, μη δυνάμενοι να σωθούν απ? αυτόν τον Νόμο, ο καθένας τους να κραυγάσει: Κύριε Ιησού Χριστέ, έλα να με σώσεις τον αμαρτωλό! Αυτή υπόβαθα ήταν η προσευχή του κόσμού της Παλαιάς Διαθήκης!

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος δίνει και την ερμηνεία ότι για την απείθεια και την σκληρότητα του Ιουδαϊκού λαού δόθηκε σ΄ αυτούς ο Νόμος, γιατί πράγματι οι Ιουδαίοι είχαν ανάγκη αυστηρού ελέγχου. Και αυτό λέγει «ου κατηγορία του Θεού, ουδέ έγκλημα του Νόμου, αλλά των αφηνιαζόντων Ιουδαίων, σφοδροτέρου δεηθέντων χαλινού».

Και απόδειξη αυτού, κατά τον Χρυσόστομο πάλι, είναι το ότι και σ? αυτήν την Παλαιά Διαθήκη συναντούμε πολλά πρόσωπα, τα οποία έζησαν αγία ζωή, χωρίς τον φόβο και την απειλή περί τιμωρίας και κολάσεως, όπως ο Άβελ, ο Νώε, ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Μωυσής, ο Ηλίας κ. ά.19 γ) Πολύ θα βοηθήσει για την κατανόηση πολλών μυστικών και περιέργων στην Παλαιά Διαθήκη η έννοια ότι διακρίνουμε σ? αυτήν δύο γραμμές, δύο γενεές ανθρώπων: την καλή και την κακή γενεά. Από την αρχή βλέπουμε την διάκριση αυτή την καλή γενεά με αρχηγό τον Άβελ και την κακή γενεά με αρχηγό τον Κάϊν.

Και η μία γενεά μάχεται την άλλη. Είναι το «έχθραν θήσω ανά μέσον σου και ανά μέσον της γυναικός και ανά μέσον του σπέρματός σου και ανά μέσον του σπέρματος αυτής» (Γεν. 3,15). Όταν εμίχθησαν οι δύο αυτές γενεές (Γεν. Κεφ. 6) έγινε ο φοβερός κατακλυσμός.

Ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη σαν να καλλιεργεί το κηπάριό του. Και όταν το κηπάριό του δίνει τον πιο ωραίο και γλυκό καρπό, την Παναγία, τότε ο Θεός τον κόπτει και απεργάζεται την σωτηρία του κόσμού με την σάρκωση του Υιού Του από την Παναγία20 . Με βάση αυτή την ιδέα απαντούμε τώρα σε προηγούμενες απορίες. Γι΄ αυτό αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη οι θεωρούμενες ως σκανδαλώδεις διηγήσεις για την διάσωση από τον μιασμό της Σάρρας στην Αίγυπτο η της Σάρρας πάλι και της Ρεβέκκας στα Γέραρρα: για να φανεί η φροντίδα του Θεού για την διατήρηση της καθαρότητας της μητέρας του λαού από τον οποίο θα προέλθει ο Μεσσίας.

Γι? αυτό η Χαναναία Θάμαρ το διακινδύνευσε με πολλή θυσία να συλλάβει από τον Ιούδα και να αποκτήσει παιδί απ? αυτόν (Γεν. 38,1-30), για να υπαχθεί και αυτή στο ευλογημένο γένος του Αβραάμ, στο οποίο δόθηκαν οι επαγγελίες περί γεννήσεως του Μεσσίου (Γεν. Κεφ. 15. 17,19. 21).Και για να στιγματισθεί η κακή γενεά, γι? αυτό η Παλαιά Διαθήκη αναφέρει τις σκανδαλώδεις πάλι διηγήσεις περί της βδελυράς καταγωγής των Μωαβιτών και των Αμμωνιτών από την αιμομιξία του Λωτ με τις θυγατέρες του (Γεν. 19,30-38) ή μνημονεύει άλλα κακόφημα περί του Ησαύ (Γεν. 26,34-35. 25,29-34) για να φανεί και τονισθεί ότι δικαίως αποκόπτονται αυτοί από την καλή γραμμή, από την οποία θα προέλθει ο Μεσσίας.δ)

Στην παράγραφο αυτή θέλουμε να απαντήσουμε στην άλλη απορία, που αναφέραμε ήδη στην αρχή της παρούσης ενότητας, τα περί πολέμων στην Παλαιά Διαθήκη και περί του Θεού ως αρχηγού των πολέμων. Σ? αυτό λέγομε ότι το πράγμα έχει αυτή την απλή και φυσική του ερμηνεία: Μας είναι γνωστό ότι ο Μωυσής κλήθηκε από τον Θεό για να απελευθερώσει τον Ισραήλ από την Αίγυπτο. Το έργο αυτό, το να εμψυχώσει, δηλαδή, κανείς έναν τόσο ταλαιπωρηθέντα επί αιώνες λαό και να τον πείσει να τολμήσει την φυγή του από την χώρα της τυραννίας του και να αποφασίσει να βαδίσει μακρά και σκληρά οδό δια μέσου χωρών άλλων ισχυρών λαών για να εγκατασταθεί στην δική του χώρα, την χώρα των πατέρων του, την Χαναάν, αυτό το έργο, λέγω, δεν ήταν καθόλου εύκολο αλλά ο Μωυσής αποδείχθηκε ευφυέστατος και ικανώτατος ηγέτης λαού και τον έπεισε να το τολμήσει.

Αυτόν τον υπόδουλο λαό, που είχε μεν κοινή καταγωγή, αλλά αποτελείτο από διάφορες σκορπισμένες φυλές, πέτυχε να τον συνενώσει και να του δημιουργήσει την συνείδηση της εθνικής του ενότητος με την πίστη στον ίδιο Θεό, τον Θεό των Πατέρων του (Έξοδος 3,6. 13. 15-16) και με την κοινή νομοθεσία.

Με την θρησκεία, δηλαδή, ο Μωυσής πέτυχε την ενότητα του υποδούλου έθνους του και την εξέγερσή του για απελευθερωτικό αγώνα. Αυτόν τον Θεό ο Μωυσής, τον Θεό Γιαχβέ (Έξοδος 3,14), τον Θεό των πατέρων τους Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ (Έξοδος 3,6. 13. 15-16), από αίτημα της ιστορικής αυτής ανάγκης, για την συνένωση, δηλαδή, του υποδούλου Ισραηλιτικού λαού και την πίστη του στην απελευθέρωσή του, αυτόν τον Θεό, λέγω, ο Μωυσής τον ανεκήρυξε σε εθνικό Θεό του Ισραήλ.

Και ασφαλώς από τώρα, με την ανακήρυξη αυτή, ο μεν Γιαχβέ λέγεται καταχρηστικώς ότι είναι «Θεός του Ισραήλ», ο δε Ισραήλ λέγεται ότι είναι «λαός του Θεού» (Έξοδος 3,67. 10. 5,1. 3. 6,7. 8,12. 20,2 κ. ά. ). Η πίστη δε αυτή του Ισραήλ στον εθνικό, όπως τον θεωρούσε, Θεό του, του ενέπνεε την πεποίθηση για νικηφόρο έκβαση του απελευθερωτικού του αγώνα, γιατί ο Θεός του είναι αυτός που είδε την κάκωσή του (Έξοδος 3,7) και είναι Θεός που τον εξελάμβανε ως αόρατο αρχηγό του (Έξοδος 14,14).

Η ανάληψη υπό του Ισραήλ αγώνος κατά των Αιγυπτίων και πολέμων προς κατάκτηση της Χαναάν συνετέλεσαν ώστε ο Θεός, που εθεωρείτο τώρα ο εθνικός τους Θεός και ο αόρατος αρχηγός τους, όπως είπαμε, συνετέλεσαν, λέγω, ο Θεός κατά την Μωσαϊκή περίοδο να προσλάβει πολεμικό χαρακτήρα, που δεν είχε κατά την προηγούμενη πατριαρχική εποχή. Έτσι οι πόλεμοι του Ισραήλ χαρακτηρίζονται τώρα ως «πόλεμοι του Γιαχβέ»21 (Αριθμ. 2,14. Α? Βασ. 18,17), και οι εχθροί του Ισραήλ χαρακτηρίζονται εχθροί του Γιαχβέ (Α? Βασ. 30,26), όχι ότι πραγματικά ο Θεός κάνει πολέμους και εχθρεύεται ανθρώπους, γιατί ο Θεός είναι αγάπη και δεν εχθρεύεται κανένα έθνος αλλά λέγονται οι εκφράσεις αυτές έτσι από την πλευρά του Ισραήλ από εθνική υπερηφάνεια.

Ο Θεός θεωρείται απ? αυτόν να παρευρίσκεται αοράτως στις μάχες του, γι΄ αυτό και σ΄ αυτόν αποδιδόταν η νίκη (Κριτ. 5,4). Ακόμη περισσότερο το χωρίο εξής 15,3 χαρακτηρίζει με υπερηφάνεια τον Γιαχβέ «άνδρα πολέμου» (κατά το εβραϊκό), το δε εξής 7,4 χαρακτηρίζει τον Ισραηλιτικό στρατό «στρατό του Γιαχβέ» (κατά το εβραϊκό). Ακριβώς δε λόγω της θεωρουμένης παρουσίας του Γιαχβέ στις μάχες και το στρατόπεδο έπρεπε να είναι καθαρό από κάθε μολυσμό (βλέπε Αριθμ. 5,1 εξής), αλλά και οι πολεμιστές υπεβάλλοντο σε εξαγνισμό (κατά το Α΄ Βασ. 14,24 προηγείτο νηστεία) και όλο το διάστημα του πολέμου απέφευγαν κάθε τι που θα τους εμόλυνε (βλέπε Β΄ Βασιλέων 11,10 -11).22

Μετά την παραπάνω εξήγηση δεν πρέπει να νομίζουμε ότι υπάρχει σκανδαλισμός από σχετικές εκφράσεις της Παλαιάς Διαθήκης, ότι τάχα ο Θεός είναι αρχηγός των πολέμων του Ισραήλ κατά των άλλων εθνών, γιατί οι εκφράσεις αυτές λέγονται καταχρηστικώς σε εμπόλεμο περίοδο και απορρέουν από την ιδέα της υπό του Μωυσέως ανακηρύξεως του Γιαχβέ ως εθνικού Θεού του Ισραήλ.23 ε)

Εδώ, με αφορμή τις αναφερθείσες στην ενότητά μας αυτή σκανδαλώδεις διηγήσεις της Παλαιάς Διαθήκης, θέλω να γράψω κάτι γενικό, που πρέπει, νομίζω, να το έχουμε υπόψιν για μια σωστή ερμηνεία και αυτών και άλλων διηγήσεων της Παλαιάς Διαθήκης: Οι διηγήσεις της Γενέσεως, αλλά και άλλων ιστορικών βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης, δεν έχουν συνταχθεί έτσι, ώστε να είναι δεμένες μεταξύ τους και να δίνουν μια πλήρη ιστορική εικόνα.

Περιγράφουν με απλότητα και διηγηματική χάρη κάποιο περιστατικό, έχουν δική τους εισαγωγή και τέλος, και αν αποσπαστούν από το κείμενο δεν διαταράσσουν την συνάφειά του. Επίσης συμβαίνει ορισμένες διηγήσεις να φέρονται και διπλές. Όλα αυτά και άλλα ακόμη μας πείθουν ότι πολλές διηγήσεις της Παλαιάς Διαθήκης είναι στοματικές παραδόσεις, ότι ελέγοντο από τον λαό, ότι τις διηγούντο πριν ακόμη καταγραφούν στην Παλαιά Διαθήκη.

Οι Ισραηλίτες στις σκηνές τους, στις πηγές και στα φρέατα ή στα διάφορα ιερά, όπου συγκεντρώνονταν για να λατρεύσουν τον Θεό, θα διηγούντο τα κατορθώματα ή τα διάφορα περιστατικά της ζωής των προγόνων τους. Τις διηγήσεις αυτές, που απετέλεσαν την παράδοση του Ισραηλιτικού λαού, οι ιεροί συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης τις σεβάστηκαν τις παρέλαβαν, έτσι όπως ήταν με την λαϊκή τους απλότητα, και τις καταχώρησαν στο ιερό τους κείμενο.

Έτσι οι πέντε απλές διηγήσεις περί του προφήτου Ηλία (Γ? Βασ. Κεφ. 17-18. 19,1 και εξής Κεφ. 17-19. Α΄ Βασιλέων 1,2-17. 2,1-12), που είναι η μόνη αναφορά περί αυτού, είναι στοματικές παραδόσεις του λαού, γι? αυτό και οι διηγήσεις αυτές ομιλούν για θαύματα και περιστατικά μόνο της ζωής του προφήτου και δεν μας λέγουν την διδασκαλία του, επειδή ο λαός δεν είχε την δύναμη να συγκρατήσει την υψηλή θεολογική διδασκαλία ενός προφήτου. Θα εποίκιλλαν δε οι διηγήσεις αυτές, οι στοματικές αυτές παραδόσεις του λαού, θα εποίκιλλαν κατά τόπους και φυλές και έτσι τώρα εξηγείται το ότι αυτές φέρονται στα κείμενά μας διπλές, όπως εξηγείται και η απλότητά τους και η αυτοτέλειά τους με ιδιαίτερη εισαγωγή και τέλος, γιατί προέρχονται από τον απλό λαό και ελέγοντο – ίσως και ετραγουδούντο – ως ιδιαίτερο περιστατικό και γεγονός.

Με την θεωρία αυτή περί διηγήσεών τινών της Παλαιάς Διαθήκης ως στοματικών παραδόσεων, θεωρία που γίνεται οπωσδήποτε δεκτή από τους παλαιοδιαθηκολόγους, ημετέρους και ξένους, ερμηνεύεται η ελευθερία των εκφράσεων σ΄ αυτές τις διηγήσεις, εκφράσεων που θεωρούνται ως σκανδαλώδεις από μερικούς, όπως και εξηγείται και η ίδια η αναφορά των διηγήσεων αυτών στο κείμενο, ως σεβαστών παραδόσεων, θεωρουμένων όμως υπό το θεολογικό πρίσμα των ιερών συγγραφέων η σύνθετων του ιερού κειμένου.

Για την σωστή δε ερμηνεία του κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης είναι αναγκαιοτάτη η γνώση και των άλλων λαϊκών εκφράσεων και ρήσεων που απαντώνται σ΄ αυτό.24

Συνέχεια στο H Παλαιά Διαθήκη Πολεμούμενη και Απολογούμενη (Γ)

Trackbacks/Pingbacks

  1. Ανώνυμος

Αφήστε μια απάντηση