Όσον αφορά τα όνειρα… Του Φερνάντο Πεσσόα
Αγαπάω, τα αργόσυρτα καλοκαιρινά βράδια, την ησυxία της κάτω πόλης, και προπάντων την ησυxία που η αντίθεση την κάνει ακόμη εντονότερη στα μέρη που την ημέρα σφύζουν από κίνηση.
Η Ρούα ντου Αρσενάλ, η Ρούα ντα Αλφάντεγκα, οι θλιβεροί δρόμοι που εκτείνονται προς τα ανατολικά, μετά το τέρμα της Ρούα ντα Αλφάντεγκα, οι έρημες αποβάθρες σε ευθεία γραμμή, όλα αυτά με ανακουφίζουν από τη μελαγχολία μου, αν κάποιο από εκείνα τα βράδια εισxωρήσω στη μοναξιά των διαδρομών τους. Ζω σε μια εποχή παλαιότερη από αυτή στην οποία ζω. Απολαμβάνω να νιώθω πως είμαι σύγχρονος του Σεζάριο Βέρδε, κι έχω μέσα μου όχι άλλους στίχους σαν τους δικούς του, αλλά την ίδια ουσία από την οποία είναι φτιαγμένοι οι στίχοι του. Περιφέρω, μέχρι να πέσει η νύχτα, μια αίσθηση ζωής ίδια με αυτών των δρόμων.
Τη μέρα είναι γεμάτοι από φασαρία που δεν σημαίνει τίποτα. Τη νύχτα είναι γεμάτοι από έλλειψη φασαρίας, που πάλι δεν σημαίνει τίποτα. Εγώ τη μέρα είμαι ένα τίποτα, αλλά τη νύχτα είμαι εγώ. Δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα σε μένα και τους δρόμους από την πλευρά της Αλφάντεγκα, εκτός από το ότι αυτοί είναι δρόμοι και εγώ ψυχή, το οποίο μπορεί να μην έχει καμιά σημασία μπροστά στην ουσία των πραγμάτων. Υπάρχει ένα κοινό πεπρωμένο, καθότι αφηρημένο, για τους ανθρώπους και τα πράγματα – ένας εξίσου αδιάφορος ορισμός στην άλγεβρα του μυστηρίου.
Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμα… Εκείνες τις αργές και άδειες ώρες ανεβαίνει από την ψυχή στο πνεύμα μου μια θλίψη ολόκληρου του είναι μου, η πίκρα ότι όλα είναι μια αίσθηση δική μου και συνάμα ένα πράγμα εξωτερικό, που δεν είναι στο χέρι μου να το αλλάξω. Αχ, πόσες φορές τα όνειρά μου υψώνονται μπροστά μου σαν πράγματα, όχι για να υποκαταστήσουν την πραγματικότητα, αλλά για να μου πουν ότι της μοιάζουν στο ότι δεν τα θέλω, στο ότι εμφανίζονται ξαφνικά απ’ έξω, όπως το τραμ που κάνει στροφή στο βάθος του δρόμου ή όπως η φωνή του νυχτερινού ντελάλη -τι να διαλαλεί αραγε;-, που ξεχωρίζει, αραβική μελωδία, σαν απρόσμενο σιντριβάνι, στη μονοτονία του δειλινού.
Περνούν μέλλοντα ζευγάρια, περνούν μοδιστρούλες δυο δυο, περνούν νεαρoί στο κατόπι της ηδονής, καπνίζουν στο αιώνιo πεζοδρόμιό τους οι συνταξιούχοι των πάντων, πού και πού βγαίνουν στην πόρτα τους για λίγο οι ακίνητοι αλήτες που λέγονται μαγαζάτορες. Αργοί, γεροδεμένοι και καχεκτικοί, οι νεοσύλλεκτοι υπνοβατούν σε παρέες άλλοτε πολύ θορυβώδεις, άλλοτε παραπάνω κι από θορυβώδεις. Πότε πότε εμφανίζεται και κάποιος φυσιολογικός άνθρωπος. Τούτη την ώρα τα αυτοκίνητα δεν είναι πολλά. Αυτά εδώ είναι μουσικά. Στην καρδιά μου υπάρχει μια αγωνιώδης ειρήνη, και η ηρεμία μου είναι καμωμένη από παραίτηση.
Όλα περνούν και τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μου λέει τίποτα, όλα είναι ξένα στο πεπρωμένο μου, ξένα στο ίδιo τους το πεπρωμένο -ανεμελιά, βρισιές απρόβλεπτες, όταν η μοίρα πετάει πέτρες, αντίλαλοι αγνώστων φωνών-, συλλoγική σαλάτα της ζωής.
Αντιμετωπίζω με ηρεμία, χωρίς τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι είναι για την ψυχή ένα χαμόγελο, το ενδεχόμενο να κλείσω για πάντα τη ζωή μου σ’ αυτή τη Ρούα ντος Ντοραδόρες, σ’ αυτό το γραφείο, σ’ αυτή την ατμόσφαιρα τούτων των ανθρώπων. Νά ‘χω κάτι για να τρώω και να πίνω, και κάπου να μένω, και λίγο ελεύθερο χρόνο για να ονειρεύομαι, να γράφω, να κοιμάμαι’ τι άλλο μπορώ να ζητήσω από τους θεούς ή να ελπίσω από τη μοίρα;
Είχα μεγάλες φιλοδοξίες και υπέρμετρα όνειρα – αλλά τα ίδια είχαν και το παιδί για τα θελήματα και η μοδίστρα, γιατί όνειρα έχει όλος ο κόσμος. Αυτό που μας διαφοροποιεί είναι η δύναμη να τα υλοποιούμε ή η τύχη να τα βλέπουμε να υλοποιούνται για μας.
Όσον αφορά τα όνειρα, είμαι όμοιος με το παιδί για τα θελήματα ή τη μοδίστρα. Το μόνο στο οποίο διαφέρω είναι ότι ξέρω να γράφω. Ναι, είναι μια πράξη, μια δική μου πραγματικότητα που με κάνει να διαφέρω από αυτούς. Στην ψυχή είμαι όμοιός τους.
(Απόσπασμα από Το βιβλίο της ανησυχίας (του Μπερνάντο Σοάρες) – Τόμος Α – εκδ. Εξάντας, 2004, δημοσιευμένο στο http://k-m-autobiographies.blogspot.gr. Αποσπάσματα προδημοσιεύθηκαν στο περιοδικό ΠΟΙΗΣΗ – τ.23, 2004. Η μετάφραση είναι της Μαρίας Παπαδήμα)
—
Ο Φερνάντο Αντόνιο Νογκέιρα Πεσσόα (1888-1935), γεννήθηκε στη Λισαβόνα στις 13 Ιουνίου 1888 και πέθανε στις 30 Νοεμβρίου 1935. Την παραμονή του θανάτου του, σημειώνει από την κλίνη του νοσοκομείου: “I Know not what tomorrow will bring”. Αυτό που το μέλλον έφερε αναμφισβήτητα είναι η καταξίωση του ως ενός από τους σημαντικότερους ποιητές του εικοστού αιώνα. Ο Πεσσόα είναι ταυτόχρονα ποιητής και μύθος ποιητικός. Έζησε τη ζωή του στα όρια της ανυπαρξίας, δημοσίευσε ελάχιστο μέρος του τεράστιου έργου του, ενός έργου ανολοκλήρωτου και πολλαπλού, το οποίο κληροδότησε στις μέλλουσες γενιές κλεισμένο στο περίφημο μπαούλο, εξασφαλίζοντας έτσι την υστεροφημία του.
Ελάχιστα γεγονότα συνθέτουν τη βιογραφία του: θάνατος του πατέρα του, μετακίνηση μαζί με τη νέα του οικογένεια στο Ντέρμπαν της Αφρικής, αγγλική παιδεία, επιστροφή στη Λισαβόνα, βιοπορισμός ως αλληλογράφος σε εμπορικούς οίκους, ένας λευκός έρωτας, πολλή μοναξιά.
Η πολυσχιδής ποιητική ζωή του βρίσκεται στους αντίποδες της βιογραφίας του. Ο Πεσσόα, ο οποίος υπογράφει το έργο του με το όνομα του αλλά και με τα 72 καταγεγραμμένα ετερώνυμά του, συνιστά μοναδικό παράδειγμα στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Κύριοι συντελεστές σε πρωτοτυπία αλλά και παραγωγικότητα οι εξής τέσσερις ετερώνυμοί του: ο δάσκαλος όλων Αλμπέρτο Καέιρο, ποιητής του “Φύλακα των κοπαδιών”, ο εκκεντρικός ναυπηγός μηχανικός Άλβαρο ντε Κάμπος, ποιητής της “Θαλασσινής ωδής” και του “Καταστήματος φιλικών”, ο επικούρειος, στωικός κλασικιστής συνθέτης ωδών Ρικάρντο Ρέις και, τέλος, ο Μπερνάρντο Σοάρες, συγγραφέας του “Βιβλίου της ανησυχίας”. Αριστοτεχνικός διευθυντής αυτής της ιδιόμορφης ορχήστρας ο ίδιος ο Φερνάντο Πεσσόα, ο ποιητής του “Μηνύματος”, ο διηγηματογράφος του “Αναρχικού τραπεζίτη”, ο ακάματος δοκιμιογράφος επί παντός του επιστητού, ο θεατρικός συγγραφέας ενός ανολοκλήρωτου “Φάουστ”, ο οποίος ορίζει την τέχνη του λέγοντας: “Προσποίηση είναι του ποιητή η τέχνη”.
αναδημοσίευση από tvxs
Μια νύχτα καλοκαιρινή, υγρή στη Λισσαβόνα,
ονειροπόλος ποιητής χαϊδεύει τη σιωπή·
-ο φόρος της διάνοιας πληρώνεται μ’ αγρύπνια-
αγρίμι είναι και κρύβεται σε σώμα λογιστή.
Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο κοιτά τους άδειους δρόμους.
Τη μέρα ειν’ ένα τίποτα. Το βράδυ ειν’ «εγώ»,
που κάθεται καρτερικά στην έρημη αποβάθρα,
να πάρει την κλινάμαξα που πάει στην άβυσσο.
Ανακαλεί τη θλίψη του, την αστραπή της γνώσης,
για κάθε του παρόρμηση που άφησε κρυφή
κι απ’ το βιβλίο του Ιώβ χειροκροτά τη φράση:
«Κουράστηκε η ψυχή μου απ’ τη ζωή».
Γλυκά θ’ ανοίξει η κλειδαριά της πόρτας για το Σύμπαν,
ο υπάλληλος Πεσόα θ’ αφήσει τις σκιές
και μένα, που ξαγρύπνησα, με πιάνει η ανησυχία,
αν είναι οι αναμνήσεις μου ψεύτικες ή σωστές.