Μάι 10 2009

Αφιέρωμα: Τα τραγούδια της ζωής μας

Συντάκτης: κάτω από ΜΟΥΣΙΚΗ,Τέχνη και με ετικέτα:

 Εκατό Ελληνες συνθέτες, στιχουργοί και ερμηνευτές -από τη Χάρι Αλεξίου μέχρι τους Imam Baildi κι από τον Θάνο Μικρούτσικο μέχρι τον Mr Minimal- ψάχνουν βαθιά στη δισκοθήκη της καρδιάς τους και μοιράζονται με το «Κ» τα τραγούδια, ελληνικά και ξένα, ροκ και λαϊκά, που τους σημάδεψαν ως ακροατές και ως καλλιτέχνες

Συντονισμός – επιμέλεια: Τασούλα Επτακοίλη/Ρεπορτάζ: Ξένια Γεωργιάδου

Θυμάμαι τους δίσκους του Στέλιου Καζαντζίδη που ακούγαμε, όλη η οικογένεια μαζεμένη στο σαλόνι, πριν μπουν κι αυτοί, μαζί με λιγοστά ακόμα δώρα, στα δέματα που στέλναμε στην Αυστραλία, στον αδελφό του πατέρα μου. Πιτσιρίκι τότε, δυσκολευόμουν να καταλάβω για τι ακριβώς τραγουδούσε η συγκλονιστική φωνή που έκανε το δωμάτιο να τραντάζεται και τα μάτια των γονιών μου να βουρκώνουν: «Ποιος θα μου δώσει δύναμη / τον κόσμο αυτό ν’ αλλάξω / να φτιάξω όμορφες καρδιές / μεγάλες και πονετικές / τις σκάρτες να πετάξω…» – δεν θα την ξεχάσω όμως ποτέ. Ακόμα και την αφή εκείνων των βινυλίων θυμάμαι, σαν να μην έχουν περάσει τόσα χρόνια. Πολύ αργότερα, στην πρώιμη εφηβεία μου, μια κασέτα με τα Μπαράκια του Βαγγέλη Γερμανού πήγαινε μπρος-πίσω στο ξεχαρβαλωμένο μου μαγνητόφωνο, παίζοντας συνεχώς το ίδιο τραγούδι: «Πήρα τη γεύση σου χθες βράδυ / τη μυρωδιά σου που πότισε το γκρι χαρτί / κι έγινε το χαρτί καράβι / κι η μυρωδιά σου τ’ ανοιγμένο του πανί».

Είναι ωραία αίσθηση να μετράς την ηλικία σου με τραγούδια· να θυμάσαι τον «Φάνη» του Χάρη και του Πάνου μαζί με τα ξενύχτια του διαβάσματος στο λύκειο, το «Telegraph road» των Dire Straits και το «River» του Bruce Springsteen ως τις πρώτες μεγάλες μουσικές ανακαλύψεις των φοιτητικών χρόνων, να «μαρκάρεις» τα ταξίδια, τους έρωτες, τους χωρισμούς, τις απογοητεύσεις, τις μικρές και τις μεγάλες νίκες και ήττες σου με μελωδίες και στίχους που σ’ έκαναν να σκιρτήσεις, να νομίζεις πως γράφτηκαν για σένα εκείνη τη δεδομένη στιγμή. Είναι σημαδούρες τα τραγούδια. Κι όποιο αγαπήσαμε πραγματικά, δεν θα το προδώσουμε ποτέ. Ούτε εκείνο θα μας προδώσει…

Μ’ αυτές τις σκέψεις αποφασίσαμε να ζητήσουμε από ανθρώπους του ελληνικού τραγουδιού να μοιραστούν μαζί μας τα 10 τραγούδια της ζωής τους, 5 ελληνικά και 5 ξένα: εκείνα που έχουν συνδέσει με τις πιο σημαντικές στιγμές τους, που τους καθόρισαν ως καλλιτέχνες, εκείνα που θα… διέσωζαν σε μια κιβωτό συναισθημάτων και αναμνήσεων. Δεν ήταν εύκολο. Τι να διαλέξει κανείς και τι ν’ αφήσει έξω από μια τέτοια λίστα; Είναι, πράγματι, «σφαγιαστική» η επιλογή, όπως μας είπε χαρακτηριστικά ο Γιώργος Ανδρέου. «Σας δίνω δέκα τραγούδια αλλά μένουν εκτός άλλα πεντακόσια. Να το ξέρετε!» διαμαρτυρήθηκε, με το δίκιο του, ο Θάνος Μικρούτσικος. Και οι δύο, πάντως, πείστηκαν, τελικά, να συμμετάσχουν σ’ αυτή την ιδιότυπη δημοσκόπηση – όπως 98 ακόμα «συνάδελφοί» τους: συνθέτες, στιχουργοί, ερμηνευτές. Τους ευχαριστούμε όλους που, στην πραγματικότητα, μάς αποκαλύπτουν ένα κομμάτι από τον εαυτό τους.

Χίλια τραγούδια συγκεντρώθηκαν μέσω αυτής της «ψηφοφορίας»: η «Φραγκοσυριανή» του Μάρκου Βαμβακάρη και η «Angie» των Rolling Stones, το «Πουλάκι ξένο» της δημοτικής μας παράδοσης και το «Bird on the wire» του Leonard Cohen, η «Λάθος αγάπη» της Λένας Πλάτωνος και το «Lovesong» των Cure, το «Θα κλείσω τα μάτια» του Ακη Πάνου και το «In your eyes» του Peter Gabriel – ένα πολύχρωμο μωσαϊκό, ένα συναρπαστικό παζλ που θα ξεδιπλωθεί στις επόμενες σελίδες. Τ. Ε.

Για την προσωπική τους σχέση με τα δέκα τραγούδια που συγκέντρωσαν τις περισσότερες ψήφους γράφουν οι τραγουδοποιοί Φοίβος Δεληβοριάς, Kώστας Λειβαδάς, Νίκος Πορτοκάλογλου, Μίλτος Πασχαλίδης, οι συνθέτες Νίκος Ξυδάκης, Ευανθία Ρεμπούτσικα και Γιώργος Καζαντζής, η τραγουδίστρια Ελένη Βιτάλη, o συνθέτης και στιχουργός Νίκος Ζούδιαρης κι ο Οδυσσέας Ιωάννου, στιχουργός και διευθυντής του ΜΕΛΩΔΙΑ FM.

Ο Φοίβος Δεληβοριάς και το «Ζεϊμπέκικο» του Διονύση Σαββόπουλου

«Μια νίκη του δημιουργού πάνω στο χρόνο»

Συνήθως, όταν περιγράφουμε στους άλλους γιατί μας αρέσει ένα τραγούδι, βασιζόμαστε σε κάποιο απ’ τα γνωστά σε όλους μας χαρακτηριστικά των τραγουδιών. Λέμε κάτι για την εισαγωγή, για τη μελωδία, για ένα στίχο που μας μένει, για τον συνολικό ήχο, για το πώς παίζει ένας μουσικός, για τη φωνή εκείνου που το ερμηνεύει.

Κάποια τραγούδια, όμως, προκαλούν σε όλους ανεξαιρέτως τους ακροατές τους μιαν ανατριχίλα που δεν έχει να κάνει με τίποτα απ’ όλα αυτά. Αυτά είναι τραγούδια τα οποία στον περιορισμένο χρόνο τους πετυχαίνουν μια εσωτερική κορύφωση, ανεβαίνουν σε ένα σημείο κρυφό μέσα μας που ελάχιστα πράγματα στη ζωή καταφέρνουν να το ξυπνήσουν, να το αναδείξουν. Το «Ζεϊμπέκικο» είναι ένα από αυτά τα σπάνια παραδείγματα, ένας θρίαμβος της τέχνης του τραγουδιού, μια νίκη του δημιουργού πάνω στον συνηθισμένο χρόνο. Το «Κραταιά ως θάνατος αγάπη» από τον «Μεγάλο Ερωτικό», κάποια σημεία απ’ το «Αξιον Εστί», το «Strawberry Fields forever» είναι μερικά ακόμα τραγούδια που μου έρχονται αμέσως στο μυαλό ως παραδείγματα αυτής της κίνησης. Οταν ακούμε τα λόγια «Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα», συμβαίνει αυτό ακριβώς μέσα μας και όλα -μουσική, λόγος, φωνή, παιξίματα- απλώς υπογραμμίζουν αυτή την έκρηξη. Δεν είμαστε πια μόνο ερωτευμένοι, νοσταλγοί ενός παραδείσου, δεν ερχόμαστε απλώς στο τσακίρ κέφι ή σε μιαν απελπισμένη εκτόνωση. Είμαστε ήδη εκεί, στο σημείο που ενώνει όλα τα σημεία, σε μια μεταθανάτια απελευθέρωση, έχουμε ανοίξει με τα ίδια μας τα χέρια το ίδιο το δώρο της ζωής. Χρόνια θα προσπαθώ να μαντέψω τι συνέβη στον ίδιο τον Σαββόπουλο την ώρα που οδηγούνταν στον πυρετό της ολοκλήρωσης αυτού του τραγουδιού και χρόνια δεν θα βρίσκω την απάντηση. Γιατί η λύση δεν βρίσκεται στο ταλέντο ή στο χαρακτήρα του δημιουργού ούτε στην παράδοση ή στις γύρω του μόδες. Είναι ένα αίνιγμα που τον υπερβαίνει, μια στιγμιαία αποκάλυψη που τον αφήνει εμβρόντητο για χρόνια…

O Κώστας Λειβαδάς και η «Αχάριστη»του Βασίλη Τσιτσάνη

«Μου φέρνει δάκρυα στα μάτια»

Είναι σίγουρα ένα από τα πιο πολυτραγουδισμένα τραγούδια στις απανταχού συνευρέσεις των Ελλήνων. Το να θυμηθώ πότε το πρωτάκουσα είναι εντελώς αδύνατον. Οσο πίσω και να πάω, δεν μπορώ να βεβαιωθώ για το πού και πώς. Η ηχώ της φωνής του Βασίλη Τσιτσάνη -κυρίως λόγω του πατέρα μου που υπήρξε παιδί του ρεμπέτικου και του παλιού, του άλλου λαϊκού- υπήρχε από πάντα μέσα μου και κάθε τόσο επιστρέφει, κοφτερή και δυνατή – αυτό που θα έλεγε κάποιος «κυλάει στο αίμα μου» ή, πιο σοφιστικέ, «είναι εγγεγραμμένη στο DNA μου».

«Με τον Τσιτσάνη θυμόμαστε ότι έχουμε πολιτισμό», δήλωνε ο Τσαρούχης και εννοούσε βέβαια μ’ αυτό το «θυμόμαστε» πως συνειδητοποιούμε πού βρισκόμαστε και πώς ο συγκεκριμένος χώρος και χρόνος, ο ελληνικός, ενώνεται αρμονικά με την ψυχή μας. Αποκτάμε κοινή συνείδηση μέσω ενός παιδιού από τα Τρίκαλα, για το οποίο η τέχνη και ο πολιτισμός ήταν έννοιες μιας παιδείας επίσημης και μακρινής. Ομως, καθόλου μακρινή δεν ήταν γι’ αυτόν η ζωή…

Γιατί, όμως, ειδικά αυτό το τραγούδι με «τσακίζει» όποτε το ακούω, σαν να είναι η πρώτη φορά;

Για την περίφημη εισαγωγή του, βγαλμένη, θαρρείς, από συμφωνικό έργο – ειδικά το πρώτο πολυσυζητημένο γύρισμά της.

Για τον blues χαρακτήρα του ήρωά του, μακριά από τα γνωστά ερωτικά στερεότυπα, που βρίσκεται ακριβώς στην άλλη όψη του νομίσματος από το τραγούδι «Αρχόντισσα». Εκεί, ο πρωταγωνιστής «κουράστηκε για να την αποκτήσει» αλλά την απέκτησε, ενώ εδώ, στην «Αχάριστη», το στοιχείο του πάθους του για εκείνη τον έχει καταδικάσει στον πόνο, θαρρείς για πάντα. Κι όσο κι αν κουράστηκε, μοναδική ανταμοιβή του είναι τα βάσανα, μακριά, μακριά…

Για την αγάπη και τη μαστοριά του Τσιτσάνη στην περιγραφή των θυμάτων και των αναξιοπαθούντων του έρωτα ή, πάλι, για τις περίφημες γυναίκες του, αυτές τις πλάνες, μοιραίες ηρωίδες του, τις γυναίκες του μπελά, που το έγκλημά τους είναι απλώς και μόνο… η ύπαρξή τους. Και όπως εκείνες δεν μπορούν να ξεφύγουν από το πεπρωμένο τους, γίνεσαι κι εσύ αναπόσπαστο μέρος της ζωής τους, χωρίς να το καταλαβαίνεις.

Για τη σπουδαία μελωδία και τα παθιασμένα λόγια του, που το καθιστούν ένα σπουδαίο τραγούδι.

Η συγκίνηση που μου προκαλεί η «Αχάριστη» -το απόλυτο κριτήριο για ένα τραγούδι- είναι τόσο μεγάλη που πολλές φορές, κατά τη διάρκεια εκτελέσεών του ζωντανά, μου φέρνει δάκρυα στα μάτια. Είναι παθιασμένο, είναι μελαγχολικό, έχει κατάνυξη (να, πάλι, η σύνδεση με το Βυζάντιο και τις εκκλησιαστικές μνήμες), αλλά πέρα και από τη συγκίνηση και από τις ιδιαιτερότητές της («Κλάψε και τραγούδα», που λέει κι ο Κραουνάκης), στη σύνδεσή μου με την «Αχάριστη» κρύβεται κάτι απροσδιόριστο, σχεδόν μεταφυσικό. Ευτυχώς, στη ζωή δεν μπορούν να εξηγηθούν κάθε φορά όλα. Κλάψε και τραγούδα, λοιπόν, και ξέχνα τις εξηγήσεις…

Ο Νίκος Πορτοκάλογλου και η «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Βασίλη Τσιτσάνη

«Ενα δυνατό ζεϊμπέκικο που ηχεί σαν βυζαντινή ψαλμωδία»

Είναι από τα τραγούδια που υπήρχαν στα αυτιά μου από πολύ μικρή ηλικία, από τα ραδιόφωνα και τις παρέες που τα τραγουδούσαν… Ωστόσο, η πρώτη φορά που αισθάνθηκα ότι με αφορούσε ο Τσιτσάνης ήταν στα 21 μου, όταν έφυγα από την Ελλάδα για σπουδές στις Βρυξέλλες. Στο σπίτι όπου μια ελληνική οικογένεια με φιλοξένησε τις πρώτες ημέρες, υπήρχαν δυο-τρεις θρυλικοί δίσκοι· οι δύο από αυτούς ήταν του Τσιτσάνη, ο τρίτος του Βαμβακάρη. Μέχρι εκείνη την εποχή εγώ, όπως και ολόκληρη η γενιά μου, είχα μάλλον αρνητικά συναισθήματα σε ό,τι αφορούσε τα δημοτικά και λαϊκά τραγούδια, αφού αυτά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αποτελούσαν το «σάουντρακ» της χούντας. Στο εξωτερικό, όμως, μακριά από αυτή τη φόρτιση, είχα την ευκαιρία να τα ανακαλύψω ξανά.

Από τα πολλά αριστουργήματα του Βασίλη Τσιτσάνη, το συγκεκριμένο τραγούδι κατέχει για μένα ξεχωριστή θέση. Θεωρώ ότι είναι ένα εμβληματικό κομμάτι που λειτουργεί σε πολλά επίπεδα. Είναι ερωτικό και μιλάει για χωρισμό, αλλά ταυτόχρονα είναι και ένα δυνατό ζεϊμπέκικο που ηχεί σαν βυζαντινή ψαλμωδία. Tέλος, απεικονίζει την Ελλάδα στη σκοτεινή εποχή του πολέμου και του εμφυλίου.

Ενα άλλο χαρακτηριστικό της δύναμής του είναι ότι, ενώ οι στίχοι του έχουν δραματικότητα, η μελωδία έχει ανάταση. Δεν πιστεύω ότι βρίσκεται τυχαία στη δεκάδα με τα τραγούδια που άλλαξαν τη ζωή μας. Το ζεϊμπέκικο, άλλωστε, είναι ο βασιλιάς των ρυθμών. Υπάρχει πολύ βαθιά στο DΝΑ μας.

Ο Γιώργος Καζαντζής και το «Strawberry fields forever» των Beatles 

«Δεν είναι τραγούδι, είναι προσευχή»

Ημουν μεγάλος φαν των Beatles. Και λόγω ηλικίας αλλά και λόγω προσωπικής αισθητικής. Οποια ευρωπαϊκή επιρροή έχω στη μουσική μου προέρχεται από εκείνους.

Με γοήτευε το γεγονός ότι χρησιμοποιούσαν πολλές μετατροπίες στην αρμονική δομή των τραγουδιών τους, δεν ακολουθούσαν την πεπατημένη, έκαναν ιδιαίτερες, ευρηματικές ενορχηστρώσεις. Και οι στίχοι τους μου «μιλούσαν» πολύ… Ολα αυτά «αποθεώνονται» στο συγκεκριμένο τραγούδι. Εκείνη την εποχή το γκρουπ είχε αρχίσει να «μπολιάζεται» με στοιχεία ανατολικών φιλοσοφιών. Αναζητούσαν έναν κόσμο ονειρικό. Ετσι, βρέθηκαν σε λιβάδια γεμάτα φράουλες! Δεν είναι τυχαίο ότι λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία του «Strawberry fields forever» ταξίδεψαν στην Ινδία για να συναντήσουν τον Μαχαρίσι Μαχές Γιόγκι.

Οποτε το ξανακούω μου δίνει μια ανάσα, μια ανάταση. Κι όταν σε αγγίζει ένα έργο τέχνης, το συναίσθημα αυτό δεν απέχει από μια στιγμή προσευχής ή διαλογισμού. Αν θα βγουν ποτέ

οι νέοι Beatles; Ποιος ξέρει; Είναι θέμα συγκυριών. Και δεν εννοώ μόνο αν είναι δυνατόν να ξαναβρεθούν τέσσερις ταλαντούχοι μουσικοί που θα δημιουργήσουν μαζί κάτι τόσο σημαντικό. Η συγκυρία έχει

να κάνει και με τον αποδέκτη της μουσικής. Κορεσμένοι όπως είμαστε από τόσες πληροφορίες που μας βομβαρδίζουν, και να βγουν οι επόμενοι Beatles, θα είμαστε σε θέση να τους εκτιμήσουμε;

Ο Νίκος Ζούδιαρης για το «Another brick in the wall» των Pink Floyd

«Μου θυμίζει τα τελευταία αυθόρμητα όνειρά μου»

Τριάντα χρόνια μετά την έκδοση της ροκ όπερας «The Wall» από το προοδευτικό ροκ συγκρότημα των Pink Floyd, που πρωτοπόρησε συνθέτοντας έργα concept, το τραγούδι «Another brick in the wall» παραμένει αξεπέραστο σε σύλληψη και επίκαιρο. Η επιτομή της διαμαρτυρίας κατά της παρεχόμενης παιδείας.

Ο στίχος του Roger Waters στο Μέρος ΙΙ «…we don’t need no education. We don’t need no thought control» σημάδεψε το τραγούδι, το άλμπουμ και ενέπνευσε εκατομμύρια νέων

σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Αμέσως μετά, το 1980, οι εξεγερμένοι μαύροι φοιτητές στη Νότια Αφρική έκαναν το Μέρος ΙΙ ύμνο της διαμαρτυρίας τους κατά της φυλετικής προπαγάνδας και των προκαταλήψεων στο επίσημο πρόγραμμα σπουδών. Αποτέλεσμα; Η απαγόρευση του δίσκου απ’ την κυβέρνηση.

Την ίδια εποχή, και εγώ, εκπνεούσης της αισιοδοξίας που ακολούθησε τη μεταπολίτευση, παιδί ενός καθεστωτικού συστήματος παιδείας -καταστολέα ιδεών-, ξόδευα τα τελευταία αυθόρμητα όνειρά μου και ετοιμαζόμουν να συνειδητοποιήσω τη φρίκη τού να είμαι άλλο ένα τούβλο στον τοίχο. Tον δίσκο τον έλιωσα. Εβγαλα στην κιθάρα πολλά απ’ τα κομμάτια. Προ ολίγου, εξ αφορμής αυτού του μικρού άρθρου, τον ξανάκουσα. Ρίγος και ξεσηκωμός. Σαν να κυκλοφόρησε τώρα! Και αν κάτι έχει αλλάξει από τότε, είναι η ζωή που χειροτέρεψε. Το «The Wall», όμως, εδώ. Ολοζώντανο. Πώς γίνεται; Πώς γράφονται τέτοιοι δίσκοι; Πώς γίνονται τέτοιες παραγωγές; Οχι. Δεν είναι θέμα χρημάτων. Είναι άλλη δομή κριτηρίων. Είναι ζήτημα παιδείας.

Ο Μίλτος Πασχαλίδης και το «Stairway to heaven» των Led Zeppelin

«Ακόμα ανατριχιάζω με τη σπαρακτική κραυγή στο φινάλε»

Κάπου στα μισά του 1978, πέμπτη Δημοτικού και όντας ήδη σπουδαστής κλασικής κιθάρας στο Ελληνικό Ωδείο της Διδότου -τρομάρα μου, η κιθάρα ήταν μεγαλύτερη από μένα, αν την αγκάλιαζα κανονικά, δεν έφτανα να πατήσω στο πάτωμα!- ό,τι άκουγα στο ράδιο και μου άρεσε, προσπαθούσα να το μιμηθώ, παρά τις προτροπές του δασκάλου μου να αφήσω τις σαχλαμάρες και να αφοσιωθώ στις κλίμακες. Το «Stairway to heaven» με παίδεψε ένα εξάμηνο. Είχα πάρει το δίσκο και έπαιζα μαζί με τον κιθαρίστα. Το αργό μέρος το είχα ξεπατικώσει ακριβώς. Το γρήγορο με εκνεύριζε. Ηθελα να παίξω όλη την ορχήστρα μόνο με την κιθάρα, με αποτέλεσμα να στραμπουλάω τα δάχτυλά μου και να σπαω τα νεύρα της μάνας μου που μάλλον είχε ψυλλιαστεί ότι αυτό δεν ήταν ακριβώς μελέτη ασκήσεων κλασικής μουσικής…

Από τα λόγια δεν σκάμπαζα γρι. Ούτε και μ’ ένοιαζε. Ετσι κι αλλιώς, Αγγλικά μάθαμε απ’ τα τραγούδια όχι απ’ τα φροντιστήρια. Μου έφτανε η ατμόσφαιρα του τραγουδιού, το μυθικό όνομα του γκρουπ που μου θύμιζε Γερμανό υπαξιωματικό του Α’ Παγκοσμίου Πόλεμου και η απέλπιδα προσπάθεια του τραγουδιστή -στο δεύτερο μέρος- να ξεριζώσει τις φωνητικές του χορδές. (Νομίζω πως λίγο αργότερα κατάφερε απλώς να καταστρέψει τη μία…)

Τα προσεχή καλοκαίρια, στην παραλία της Ακράτας, διαπίστωσα ότι το κομμάτι είχε μεγάλο σουξέ. Οταν τα βράδια κατέβαζα την κιθάρα στην παραλία, ήταν η βασική παραγγελιά μαζί με το «Temple of the king» και το «Sultans of swing», αν και στο τελευταίο ψιλοαπέφευγα το σόλο – μην ξεφτιλιστούμε και στις εποχικές γνωριμίες…

Στα πρώτα γκρουπ, στο γυμνάσιο, πασχίζαμε να το παίξουμε όσο καλύτερα γινόταν. Ηταν συγκινητικές οι προσπάθειές μας, αν και ομολογουμένως δεν πετυχαίναμε και σπουδαία πράγματα, αλλά τουλάχιστον ιδρώναμε όσο και οι Led Zeppelin. Υστερα το έβαλα στο ράφι με τα άλλα πολύτιμα κειμήλια της εφηβείας.

Το ξεσκονίζω πότε – πότε, άλλοτε μηχανικά και άλλοτε με αληθινή φροντίδα. Δεν είμαι σίγουρος αν το συγκεκριμένο τραγούδι εξακολουθεί να με συγκινεί επειδή είναι ο ορισμός της ροκ μπαλάντας ή γιατί νοσταλγώ την εποχή που το πρωτοάκουσα – το παιδί που υπήρξα τότε. Υποθέτω, έως ένα βαθμό ισχύουν όλα αυτά. Αλλά ακόμα και χωρίς την επίκληση της μνήμης, πάντα ανατριχιάζω με τη σπαρακτική κραυγή στο φινάλε, για εκείνη τη γυναίκα που αγοράζει μια σκάλα ώς τον Παράδεισο…

Η Ελένη Βιτάλη και το «Imagine» του John Lennon 

«Το πιο αγαπημένο μου. Και σήμερα, και αύριο»

Ηταν γύρω στο 1973 -τότε που η χούντα είχε αρχίσει να παραπαίει-, όταν το άκουσα για πρώτη φορά, σε μια τηλεοπτική εκπομπή. Ο Τζον Λένον τραγουδούσε και το κοινό παραληρούσε. Εμεινα να κοιτώ μαγνητισμένη. Αισθάνθηκα αμέσως ένα είδος συγγένειας με τους ανθρώπους αυτούς που τη δεδομένη στιγμή γίνονταν δέκτες ενός τόσο σημαντικού τραγουδιού. Ενιωσα την ψυχή μου να… κραδάζει – όπως συμβαίνει με κάθε σπουδαίο τραγούδι. Από τότε είναι το πιο αγαπημένο μου. Και σήμερα, και αύριο. Για την υπέροχη, απλή αλλά μεστή μελωδία του, για τους ουσιαστικούς στίχους του αλλά και για την υπέροχη ακροβατική φωνητική κατέντσα που τόσο δεξιοτεχνικά κάνει ο Λένον στο τέλος κάθε κουπλέ. Κανείς τραγουδιστής, όσες επανεκτελέσεις κι αν έχουν γίνει από τότε, δεν μπόρεσε -και δεν θα μπορέσει, πιστεύω- να πλησιάσει την «ευλυγισία» της φωνής του Λένον.

Το «Imagine» ήταν η κορυφαία, η πιο ώριμη στιγμή του. Και ήταν ειρωνεία το γεγονός ότι δολοφονήθηκε τη στιγμή που ήταν κατασταλαγμένος, συμφιλιωμένος με τον εαυτό του και τους άλλους και ήθελε να ζήσει μια απλή και ήσυχη ζωή.

Η Ευανθία Ρεμπούτσικα και το «Yesterday» των Beatles

«Mε τη μυρωδιά των παιδικών μου χρόνων»

Το 1965, όταν κυκλοφόρησε το τραγούδι αυτό, ήμουν πολύ μικρή. Ούτε στο δημοτικό δεν είχα πάει ακόμα. Θυμάμαι τον πατέρα μου να φέρνει στο σπίτι ένα 45άρι, να μαζεύει εμένα και τ’ αδέλφια μου στο σαλόνι, να το βάζει στο πικάπ και η μελωδία του να ξεχύνεται και να μας καθηλώνει όλους, μικρούς και μεγάλους. Από τότε, το «Yesterday» έχει για μένα μια έντονη μυρωδιά των παιδικών μου χρόνων. Γι’ αυτό και δεν πρόκειται να παλιώσει ποτέ. Με το πρώτο ακόρντο, συγκινούμαι, ανατριχιάζω. Θυμάμαι τις οικογενειακές συγκεντρώσεις, νοσταλγώ την ανεμελιά εκείνης της εποχής. Οπως βλέπω τα χρόνια να περνούν και ακούω τους ανθρώπους γύρω μου να λένε «κάθε πέρυσι και καλύτερα», σκέφτομαι πως τραγούδια σαν αυτό δεν γράφονται πια εύκολα. Αλλά, από την άλλη, το «Yesterday» έχει τέτοια φρεσκάδα· είναι σαν να γράφτηκε σήμερα. Και αυτό μου αρκεί.

Ο Νίκος Ξυδάκης και το «Βohemian Rhapsody» των Queen 

«Προκλητικό, ασεβές και τόσο γοητευτικό!»

Δεν ήμουν ποτέ φανατικός της ροκ μουσικής. Μου άρεσαν μεμονωμένα τραγούδια για παράξενους λόγους και το «Βohemian Rhapsody» είναι ένα από αυτά. Προκλητικό, ασεβές, εισέπραξε αρκετά αρνητικά σχόλια όταν πρωτοβγήκε, θεωρήθηκε αντιραδιοφωνικό και αντιεμπορικό (λόγω διάρκειας και ύφους), και όμως, εντυπωσιάζει ακόμη και σήμερα. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, συμβαίνει επειδή ό,τι ήθελε να πει το συγκεκριμένο τραγούδι, το κατάφερε με αμιγώς μουσικά μέσα.

Το παλιομοδίτικο λυρικό ύφος του διακόπτεται απότομα από το ροκ στοιχείο με τις κιθάρες. Υπάρχει, δηλαδή, μια ανατροπή στο συναίσθημα. Και ακόμη, είναι αποκαλυπτικό ενός ολόκληρου κόσμου, μιας χώρας, μιας κουλτούρας. Αυτή η συνύπαρξη μουσικών υφών το καθιστά γοητευτικό και, επιπλέον, αντιπροσωπευτικό της πόλης στην οποία γεννήθηκε: του Λονδίνου, που έχει ένα ποιητικό στοιχείο, ενώ την ίδια στιγμή περιβάλλεται και από ένα μυστήριο. Ετσι και το «Βohemian Rhapsody»: δημιουργεί ένα ονειρικό κλίμα -μ’ ένα γοητευτικό πιάνο που ανήκει σ’ άλλη εποχή- και την ίδια στιγμή σε προκαλεί, σε τρομάζει.

Το ροκ σε όλη του την πορεία υπήρξε ενα ρηξικέλευθο μουσικό κίνημα, ακούγοντας ωστόσο το «Bohemian Rhapsody» συνειδητοποιείς ότι είναι βουτηγμένο στην παράδοση. Αλλά, σε τελική ανάλυση, τι είναι επαναστατικό; Να αποζητούμε έντονα κάτι που μας έχει λείψει πολύ, και αυτό το τραγούδι παρότρυνε τους ακροατές του σε εξέγερση έχοντας «γείρει» εξ ολοκλήρου στο παρελθόν, με το λυρικό του στοιχείο να δίνει το στίγμα.

O Οδυσσέας Ιωάννου και το «Like a rolling stone» του Bob Dylan

«Στο ρεφρέν, σου τρυπάει το στομάχι»

Το έγραψε αρχικά σαν μια μικρή ιστορία και αργότερα το έκανε τραγούδι. Λόγω της μεγάλης διάρκειάς του, δεν παιζόταν συχνά στο ραδιόφωνο και, όταν το μετέδιδαν, δεν το μετέδιδαν ολόκληρο. Τα έξι λεπτά δεν θεωρούνται απαγορευτικά -ως διάρκεια- για κάποια ραδιόφωνα σήμερα, αλλά πρέπει να αναλογιστούμε πως εκείνα τα χρόνια τα τραγούδια σπάνια υπερέβαιναν τα τρία λεπτά – οι Βeatles έγραφαν κομμάτια των δυόμισι λεπτών. Τις μεγάλες διάρκειες τις επέβαλλαν τα πιο «λόγια» και πιο ροκ συγκροτήματα.

To τραγούδι κυκλοφόρησε το 1965 ως single και την ίδια χρονιά το περιέλαβε στο δίσκο «Highway 61 Revisited». Ανάμεσα στις επανεκτελέσεις του ξεχωρίζουν εκείνες του Jimmy Hendrix, των Rolling Stones και του Βruce Springsteen. Από αρκετούς φανατικούς φίλους του Dylan είχε θεωρηθεί προδοσία η στροφή του στον ροκ ήχο με αυτό το τραγούδι. Χαρακτηρίστηκε Ιούδας όταν το 1965 άφησε την ακουστική κιθάρα της φολκ για την ηλεκτρική.

Πρόκειται για τραγούδι που συνοψίζει αυτόν τον μεγάλο δημιουργό: μελωδία, νεύρο και σπαρακτική ερμηνεία από αυτήν την απροσδιορίστου ηλικίας έρρινη φωνή. Και βέβαια, ο στίχος. Ο λόγος του, πολυεπίπεδος, στοχαστικός, βαθιά φιλοσοφημένος. Η ποιητική του «προβίβασε» τη ροκ σε πνευματική κατάθεση πέρα από ακατέργαστο αίσθημα. Στο «Like a rolling stone» επιχειρεί να διαχωρίσει τα σημαντικά από τα δευτερεύοντα. Προτρέπει να βρεις νοήματα όταν αισθάνεσαι εντελώς χαμένος στο δρόμο. Στο ρεφρέν, σου τρυπάει το στομάχι.

Πρέπει να το πρωτοάκουσα γύρω στο 1980 με 1982, μαθητής γυμνασίου, στο ραδιόφωνο, όχι από δίσκο φίλου. Μου είχε φανεί ατελείωτο, δεν καταλάβαινα τότε τους στίχους, αλλά μου είχε κολλήσει εκείνο το «How does it feel» του ρεφρέν για μέρες. Περίμενα να το ξαναπετύχω στο ραδιόφωνο, το ηχογράφησα σε μια κασέτα – δεν το πρόλαβα από την αρχή.

Το άκουγα για χρόνια από εκείνη την κασέτα, λειψό, χωρίς εκείνο τον κοφτό «πυροβολισμό» από τα τύμπανα στην αρχή του. Δυναμώνω πάντα το ραδιόφωνο όποτε το ακούω και το φωνάζω.

1.000 τραγούδια, πολλά συμπεράσματα

Στην πρώτη δεκάδα θα δείτε τα τραγούδια που συγκέντρωσαν τις περισσότερες «ψήφους». Επειδή αυτή η εικόνα, όμως, είναι ώς ένα βαθμό αποπροσανατολιτική -αφού οι Queen, για παράδειγμα, έρχονται πρώτοι των πρώτων με το εμβληματικό «Bohemian Rhapsody», εμφανίζονται όμως στις λίστες μόλις με ένα τραγούδι ακόμη-, αξίζει να δούμε τάσεις και… εμμονές που αποκαλύπτει μια δεύτερη, πιο προσεκτική ανάγνωση. Και πιο δίκαια ενδεχομένως…

Μάνος Χατζιδάκις, ο αδιαμφισβήτητος νικητής

Τα 48 τραγούδια του στις λίστες που μας έδωσαν οι εκατό «ομότεχνοί» του (από το «Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι» και το «Είμαι αητός χωρίς φτερά» μέχρι το «Κέλομαί σε Γογγύλα») δεν αφήνουν περιθώριο να αμφισβητηθεί η καθοριστική -και απόλυτη- επιρροή του στις νεότερες γενιές δημιουργών.

Να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα η τρομερή μας η λαλιά

Η τρομερή λαλιά της Σωτηρίας Μπέλου στο «Ζεϊμπέκικο» του Διονύση Σαββόπουλου μας συγκλονίζει πάντα. Αλλά και ο λόγος του Διονύση Σαββόπουλου εξακολουθεί να δείχνει το δρόμο στους νεότερους δημιουργούς: 23 τραγούδια του συγκέντρωσαν πολλές ψήφους, εμπιστοσύνης και έμπνευσης… Ακριβώς όσα φέρουν και την υπογραφή του Μίκη Θεοδωράκη.

Η… επανάσταση των παραδοσιακών

Οι Ελληνες καλλιτέχνες, απ’ όσο δείχνουν οι προτιμήσεις τους, δεν ξεχνούν την ντοπιολαλιά τους, τα τραγούδια που τους συνδέουν με τις ιδιαίτερες πατρίδες και τις οικογενειακές τους καταβολές: 24 πανέμορφα παραδοσιακά τραγούδια, σπουδαίες στιγμές της ανώνυμης δημιουργίας από την Ηπειρο, τη Μικρά Ασία, τα Δωδεκάνησα, τη Μακεδονία, την Κρήτη, δηλώνουν ισχυρή παρουσία. Οσο ισχυρές είναι ακόμα οι μνήμες μας.

Λαϊκοί βάρδοι

Ηταν αναμενόμενο. Τα 9/8 είναι ο ρυθμός που μοιάζει να κυλάει στο αίμα μας. Γι’ αυτό και δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι προπάτορες του λαϊκού μας τραγουδιού από μια τέτοια «καταμέτρηση»: 15 τραγούδια του Τσιτσάνη, 8 του Μάρκου Βαμβακάρη, 8 του Απόστολου Καλδάρα, 3 του Γιάννη Παπαϊωάννου και 8 του Ακη Πάνου -λίγο μεταγενέστερου εκείνων- για όλους τους καημούς και τις χαρές που… χορεύουμε.

Η «ευγενής φασαρία» του ροκ

«Κορεσμένοι όπως είμαστε από τόσες πληροφορίες που μας βομβαρδίζουν, και να βγουν οι επόμενοι Beatles, θα είμαστε σε θέση να τους εκτιμήσουμε;» αναρωτιέται γράφοντας για το αγαπημένο του τραγούδι, το «Strawberry fields forever» ο Θεσσαλονικιός τραγουδοποιός Γιώργος Καζαντζής. Από τη μία πλευρά έχει δίκιο. Από την άλλη, όμως, τι να τους κάνουμε τους «νέους Beatles», όταν τα τραγούδια των Σκαθαριών ξαφνιάζουν ακόμη τους ανυποψίαστους, κερδίζουν τους αυστηρούς, μας παρασύρουν στον ιστό των ιστοριών τους; Είκοσι από αυτά εντοπίσαμε στις λίστες των Ελλήνων καλλιτεχνών – χώρια ο John Lennon στη σόλο δισκογραφία του. Η δυναμική των ροκ καταβολών μας επιβεβαιώνεται κι από τις άλλες αγάπες μας: 9 τραγούδια του Bob Dylan, 6 των Rolling Stones και άλλα πολλά των Pink Floyd, Deep Purple, Dire Straits, Bruce Springsteen, Led Zeppelin.

Ο δίσκος που αγαπάμε πιο πολύ

Οπως οι περισσότεροι δίσκοι που σηματοδότησαν εξελίξεις και προκάλεσαν μικρές ή μεγάλες ανατροπές, τα «Ζεστά ποτά» δεν βρήκαν ανοιχτό τον δρόμο μπροστά τους, τουλάχιστον στην αρχή. Ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας γύριζαν με μια κασέτα στα χέρια από εταιρεία σε εταιρεία και είχαν εισπράξει πολλές αρνητικές απαντήσεις μέχρι που τους άκουσε ο Μανώλης Ρασούλης και ανέλαβε την παραγωγή του δίσκου τους, που κυκλοφόρησε το 1985. Ο χρόνος, όμως, πήρε την εκδίκησή του γι’ αυτή την περιπέτεια. Τα «Ζεστά ποτά», με 7 τραγούδια του άλμπουμ να έχουν συγκεντρώσει πολλές ψήφους, αναδεικνύονται στο πιο αγαπημένο άλμπουμ μας. Θα πυροδοτήσει πολλές εφηβείες ακόμα…

Πηγή: Περιοδικό «Κ»

14 απαντήσεις μέχρι τώρα




Λυπούμαστε αλλά δεν επιτρέπεται η προσθήκη σχολίων προς το παρόν.