του Αριστείδη Καλάργαλη

Πριν εκατό χρόνια, το Πάσχα του 1915, δύο δασκάλες και η ειρηνοδίκης της φιλοπρόοδου κοινότητας Αγίας Παρασκευής Λέσβου παρακολούθησαν την ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής από τις θέσεις των ανδρών. Το γεγονός αυτό σκανδάλισε τους επιτρόπους της εκκλησίας, οι οποίοι προσπάθησαν να απομακρύνουν τις σουφραζέτες και έγινε θέμα στις τοπικές εφημερίδες.

Νικόλαος Λύτρας, «Το ωόν του Πάσχα», 1874-1875

Όπως έγραψε η εφημερίδα Σάλπιγξ, οι δασκάλες είχαν προγυμνάσει τις μαθήτριες του Παρθεναγωγείου για να ψάλουν τα εγκώμια σε τετραφωνία. Οι επίτροποι όμως της εκκλησίας τις διάταξαν «να κενώσωσι τα στασίδια, διότι τα χρειάζεται ο κόσμος», εννοώντας το ανδρικό εκκλησίασμα· συμπληρώνοντας ότι «δεν χρειαζόμεθα εδώ νεωτερισμούς!». Οι τρεις κυρίες δεν πτοήθηκαν, υπέδειξαν στους «επιτρόπους το παγκάριον, και να παρακινήσωσιν αυτούς εις την συνήθη της δεκαρολογίας ασχολίαν των». Για την πράξη των επιτρόπων διαμαρτυρήθηκαν κάτοικοι της κωμόπολης με δημοσίευση επιστολής στην εφημερίδα, όπου σημείωσαν επίσης ότι «δεν διορίσθησαν διά της ψήφου του λαού […] αλλά αγαδικώς και υποκρυφίως […] υπό δύο τριών ομοφρόνων αυτοίς δημογερόντων». Συνεχίστε την ανάγνωση

Με ξίδια, βιταμίνες και ασπιρίνες

Για όσους αγαπούν τις επιστήμες

Υπάρχει στο Bytesize ένα σύντομο βίντεο μιας καθηγήτριας που μπροστά στους μαθητές και στις μαθήτριές της βάζει μερικά άσπρα χαλίκια σε ποτήρια γεμάτα με φυτικές βαφές και ύστερα από λίγο τα βγάζει και είναι το ίδιο άσπρα όπως πριν
Αυτό το κάνει για να συνειδητοποιήσουν πως έχοντας τα χαλίκια την ίδια ασβεστολιθική σύσταση με το κέλυφος του αβγού, λείπει κάτι από τη διαδικασία που τα κάνει να μη βάφονται. Το πρώτο λοιπόν που πρέπει να γνωρίζουμε είναι πως για να βάψει η φυτική ουσία (αλλά και η τεχνητή) το αβγό χρειάζεται ένας ακόμη παράγοντας που λέγεται στερεωτικό (mordant στα αγγλικά, από το λατινικό ρήμα mordere που σημαίνει δαγκώνω). Αυτό λοιπόν που θα κάνει τη βαφή να «δαγκώσει» γερά το κέλυφος είναι ένα οξύ. Μπορεί να είναι ξίδι, χυμός από πορτοκάλι, κιτρικό οξύ, ασπιρίνη (=ακετυλοσαλικυλικό οξύ) ή και ένα αναβράζον δισκίο βιταμίνης C (=ασκορβικό οξύ)! Ναι, όλα αυτά, τα οποία θα πρέπει να προστεθούν στο νερό πριν από τη χρωστική ουσία.
Ενα οξύ όταν έρχεται σε επαφή με το νερό διίσταται. Αυτό σημαίνει πως διασπάται σε δύο τμήματα. Το ένα είναι θετικά φορτισμένα (πρώην) άτομα υδρογόνου που έχουν χάσει το ένα ηλεκτρόνιο που κινούνταν γύρω από τον πυρήνα και πλέον λέμε ότι πρόκειται για θετικά ιόντα υδρογόνου. Αυτά πηγαίνουν και προσκολλώνται στο κέλυφος διότι έλκονται και από τα αρνητικά φορτισμένα τμήματα της διάτρητης πλέον πρωτεϊνικής μεμβράνης. Αλλα πάλι αντιδρούν με το ανθρακικό ασβέστιο που είναι η δομική ουσία για το κέλυφος του αβγού, παράγοντας διοξείδιο του άνθρακα. Επειδή όμως συνολικά προκύπτει ένα θετικά φορτισμένο νέφος γύρω από το αβγό, έλκονται προς αυτό τα αρνητικά τμήματα από τα μόρια της όποια βαφικής ουσίας και έτσι επιτυγχάνεται η κάλυψή του με χρώμα.
Πόσο ισχυρό και πόσο πυκνό;
Μια ερώτηση που προκύπτει αβίαστα είναι φυσικά το αν παίζει ρόλο το πόσο ισχυρό είναι το οξύ και πόσο πυκνό. Δύο πράγματα διαφορετικά μεταξύ τους. Το πόσο ισχυρό είναι ένα οξύ έχει να κάνει με το πόσο διίσταται, όπως λέγεται στη γλώσσα της Χημείας. Δηλαδή όταν ρίχνουμε μια ποσότητα στο νερό σε τι ποσοστό τα μόριά του χωρίζονται στα θετικά ιόντα υδρογόνου και στο υπόλοιπο τμήμα, διότι δεν έχουμε 100% διαχωρισμό. Υπάρχει λοιπόν ένας δείκτης που ονομάζεται σταθερά διαστάσεως και συμβολίζεται με kα. Οσο πιο μεγάλος είναι αυτός ο αριθμός τόσο πιο ισχυρό το οξύ. Για να πάρουμε μια ιδέα, το kα για το ξίδι είναι 4 φορές μικρότερο από το kα για τη βιταμίνη C, 17 φορές πιο μικρό από το κιτρικό οξύ που υπάρχει στα εσπεριδοειδή και 35 φορές μικρότερο από την ασπιρίνη.
Το πόσο πυκνό σχετίζεται με την αναλογία του ως προς τον διαλύτη, που εδώ είναι το νερό. Για όποιον παρορμητικά θα σκεπτόταν να βάλει σκέτο ξίδι (περίπου 5% διάλυμα οξικού οξέος) ή άλλο οξύ, για καλύτερα, θα πρέπει να διευκρινιστεί πως τότε η αντίδραση με το ανθρακικό ασβέστιο στο κέλυφος δίνει παραπάνω από ό,τι πρέπει διοξείδιο του άνθρακα και η επιφάνεια αποσαθρώνεται, οπότε το επίστρωμα της βαφής δεν βγαίνει καλό. Και μια παρατήρηση για το ξίδι: Προτιμήστε το λευκό (το οποίο δεν είναι ξίδι από λευκό κρασί όπως νομίζετε αλλά από κάποιο άλλο προϊόν αλκοολικής ζύμωσης – συνήθως δεν γράφουν στο μπουκάλι από πού), διότι το ξίδι από κόκκινο κρασί και χρώμα έχει και ουσίες που κάπως μπορεί να επηρεάσουν το τελικό αποτέλεσμα.
Για όποιον θέλει να είναι ακριβής υπάρχει και ένα ειδικό χαρτί-δείκτης του pH, το οποίο υπάρχει σε φαρμακεία και ειδικά καταστήματα χημικών παρελκομένων. Με τη βοήθειά του ρίχνεις όσο ακριβώς οξύ χρειάζεται για να κάνεις τη δουλειά σου. Θεωρείται πως ένα pH γύρω στο 4 είναι μια χαρά, αλλιώς δίδεται σαν βάση μια αναλογία 1 μέρος ξίδι – 4 μέρη νερό, αλλά ο καθένας μπορεί να κάνει τις δικές του δοκιμές (μισό κουταλάκι του τσαγιού ξίδι σε ένα φλιτζάνι του τσαγιού δίνει pH 5 και δύο κουταλάκια ξίδι δίνουν pH 4, εκτός και αν το νερό είναι από τη βρύση και τυχαίνει να έχει pH μεγαλύτερο από 7, οπότε μειώνεται η οξύτητα).
Και κάτι ακόμη. Σε κάποια κείμενα στο Διαδίκτυο μπερδεύουν οι συγγραφείς τα στερεωτικά με τις βαφικές ουσίες. Για παράδειγμα, αναφέρουν ότι χρησιμοποίησαν σουμάκ και δεν έβαψε. Αυτό έγινε διότι το σουμάκ είναι ένα όξινο υλικό που πιο πολύ είναι για τη στερέωση της βαφής και όχι για χρωματισμό. Επίσης, αν αρχίσει κάποιος να ρίχνει σόδα στο διάλυμα της βαφής, θα αλλάζει κάπως και το χρώμα.
http://www.tovima.gr//science

 19 Απρ. 2014

Ἀπό το περιοδ. «Ἑλληνικὴ Δημιουργία», ἔτος Β’ τόμος Τρίτος, τεῦχος 29

Ὁ μπάρμπα-Πύπης, γηραιὸς φίλος μου, εἶχεν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ καπέλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων καὶ μεγεθῶν, ὅλα ἐκ παλαιοῦ χρόνου καὶ ὅλα κατακαίνουργα, τὰ ὁποῖα ἐφόρει ἐκ περιτροπῆς μετὰ τοῦ εὐπρεποῦς μαύρου ἱματίου τοῦ κατὰ τὰς μεγάλας ἑορτὰς τοῦ ἑνιαυτοῦ, ὁπόταν ἔκαμνε δυὸ ἢ τρεῖς περιπάτους ἀπὸ τῆς μιᾶς πλατείας εἰς τὴν ἄλλην διὰ τῆς ὁδοῦ Σταδίου. Ὁσάκις ἐφόρει τὸν καθημερινὸν κοῦκον του, μὲ τὸ σάλι του διπλωμένον εἰς ὀκτὼ ἢ δεκαὲξ δίπλας ἐπὶ τοῦ ὤμου, ἐσυνήθιζε νὰ κάθηται ἐπί τινας ὥρας εἰς τὸ γειτονικὸν παντοπωλεῖον, ὑποπίνων συνήθως μετὰ τῶν φίλων, καὶ ἦτο στωμύλος καὶ διηγεῖτο πολλὰ κ” ἐμειδία πρὸς αὐτούς.

Ὅταν ἐμειδία ὁ μπάρμπα-Πύπης, δὲν ἐμειδίων μόνον αἱ γωνίαι τῶν χειλέων, αἱ παρειαὶ καὶ τὰ οὖλα τῶν ὀδόντων του, ἀλλ” ἐμειδίων οἱ ἱλαροὶ καὶ ἥμεροι ὀφθαλμοί του, ἐμειδία στίλβουσα ἡ σιμὴ καὶ πεπλατυσμένη ρίς του, ὁ μύσταξ του ὁ εὐθυσμένος μὲ λεβάνταν καὶ ὡς διὰ κολλητοῦ κηροῦ λελεπτυσμένος, καὶ τὸ ὑπογένειόν του τὸ λευκὸν καὶ ἐπιμελῶς διατηρούμενον, καὶ σχεδὸν ὁ κοῦκος του ὁ στακτερός, ὁ λοξὸς κ” ἐπικληνὴς πρὸς τὸ οὕς, ὅλα παρ” αὐτῶ ἐμειδίων.

Εἶχε γνωρίσει πρόσωπα καὶ πράγματα ἐν Κερκύρᾳ• ὅλα τὰ περιέγραφε μετὰ χάριτος εἰς τοὺς φίλους του. Δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ σεμνύνεται διὰ τὴν προτίμησιν τὴν ὁποίαν εἶχε δείξει ἀείποτε διὰ τὴν Κέρκυραν ὁ βασιλεύς, καὶ ἔζησεν ἀρκετὰ διὰ νὰ ὑπερηφανευθῇ ἐπὶ τῇ ἐκλογῇ, ἥν ἔκαμε τῆς αὐτῆς νήσου πρὸς διατριβὴν ἡ ἐφτακρατόρισσα τῆς Ἀούστριας. Ἐνθυμεῖτο ἀμυδρῶς τὸν Μουστοξύδιν, μὰ δότο, δοτίσσιμο κὲ ταλέντο! Εἶχε γνωρίσει καλῶς τὸν Μάντζαρον, μὰ γαλαντουόμο! τὸν Κερκύρας Ἀθανάσιον, μὰ μπράβο! τὸν Σιορπιέρρο, κὲ γκρὰν φιλόζοφο! Τὸ τελευταῖον ὄνομα ἔδιδεν εἰς τὸν ἀοίδιμον Βράϊλαν, διὰ τὸν τίτλον ὅν τοῦ εἶχαν ἀπονείμει, φαίνεται οἱ Ἄγγλοι. (Sir Pierro = Sir Peter).

Εἶχε γνωρίσει ἐπίσης τὸν Σόλωμο (κὲ ποέτα!), τοῦ ὁποίου ἀπεμνημόνευε καὶ στίχους τινάς, ἀπαγγέλων αὐτοὺς κατὰ τὸ ἑξῆς ὑπόδειγμα:

Ὡσὰν τὴ σπίθα κρουμμένη στὴ στάχτη
ποῦ ἐκρουβόταν γιὰ μᾶς λευτεριά;
Εἰσὲ πᾶσα μέρη πετιέται κι” ἀνάφτει
καὶ σκορπιέται σὲ κάθε μεριά.

Ὁ μπάρμπα-Πύπης ἔλειπεν ὑπὲρ τὰ εἴκοσιν ἔτη ἐκ τοῦ τόπου τῆς γεννήσεώς του. Εἶχε γυρίσει κόσμον κ” ἔκαμεν ἐργασίας πολλάς. Ἔστειλε πότε καὶ εἰς τὴν Παγκόσμιον ἔκτεσι, διότι ἦτο σχεδὸν ἀρχιτέκτων, καὶ εἶχε μάλιστα καὶ μίαν ἰνβεντσιόνε. Ἐμίσει τοὺς πονηροὺς καὶ τοὺς ἰδιοτελεῖς, ἐξετίμα τὸν ἀνθρωπισμὸν καὶ τὴ τιμιότητα. Ἀπετροπιάζετο τοὺς φαύλους.

«Ἲλ τραδιτόρε νὸν ἃ κομπασσιόν» -ὁ ἀπατεώνας δὲν ἔχει λύπησι. Ἐνίοτε πάλι ἐμαλάττετο κ” ἐδείκνυε συγκατάβασιν εἰς τὰς ἀνθρωπίνας ἀτελείας. «Οὐδ” ἡ γῆς ἀναμάρτητος -ἄγκε λὰ τέρρα νὸν ἒ ἰμπεκάμπιλε.» Καὶ ὕστερον, ἀφ” οὗ ἡ γῆ δὲν εἶναι, πῶς θὰ εἶναι ὁ Πάπας; Ὅταν τοῦ παρετήρει τὶς ὅτι ὁ Πάπας δὲν ἐψηφίσθη ἰμπεκάμπιλε, ἀλλὰ ἰνφαλίμπιλε, δὲν ἤθελε ν” ἀναγνωρίσει τὴν διαφοράν.

Δὲν ἦτο ἄμοιρος καὶ θρησκευτικῶν συναισθημάτων. Τὰς δυὸ ἢ τρεῖς προσευχάς, ἅς εἴξευρεν τὰς εἴξευρεν ἑλληνιστί. «Τὰ πατερμά του εἴξευρε ρωμέϊκα». Ἔλεγεν: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος κύριος Σαβαώθ… ὡς ἐνάντιος ὑψίστοις» Ὅταν μὲ ἐρώτησε δὶς ἢ τρὶς τί σημαίνει τοῦτο, τὸ ὡς ἐνάντιος, προσεπάθησα νὰ διορθώσω καὶ ἐξηγήσω τὸ πράγμα. Ἀλλὰ μετὰ δυὸ ἢ τρεῖς ἡμέρας ὑποτροπιάζων πάλιν ἔλεγεν: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος… ὡς ἐνάντιος ὑψίστοις!»

Ἕν μόνον εἶχεν ἐλάττωμα, ὅτι ἐμίσει ἀδιαλλάκτως πᾶν ὅ,τι ἐκ προκαταλήψεως ἐμίσει καὶ χωρὶς ν” ἀνέχηται ἀντίθετον γνώμην ἢ ἐπιχείρημα. Πολιτικῶς κατεφέρετο πολὺ κατὰ τῶν Ἄγγλων, θρησκευτικῶς δὲ κατὰ τῶν Δυτικῶν. Δὲν ἤθελε ν” ἀκούση τὸ ὄνομα τοῦ Πάπα, καὶ ἦτο ἀμείλικτος κατήγορος τοῦ ρωμαϊκοῦ κλήρου…

Τὴν ἑσπέραν τοῦ Μεγάλου Σαββάτου τοῦ ἔτους 188… περὶ ὥραν ἐνάτην, γερόντιόν τι εὐπρεπῶς ἐνδεδυμένον, καθόσον ἠδύνατο νὰ διακρίνη τὶς εἰς τὸ σκότος, κατήρχετο τὴν ἀπ” Ἀθηνῶν εἰς Πειραιὰ ἄγουσαν, τὴν ἁμαξιτήν. Δὲν εἶχεν ἀνατείλει ἀκόμη ἡ σελήνη, καὶ ὁ ὁδοιπόρος ἐδίσταζε ν” ἀναβῇ ὑψηλότερον, ζητῶν δρόμον μεταξὺ τῶν χωραφίων. Ἐφαίνετο μὴ γνωρίζων καλῶς τὸν τόπον. Ὁ γέρων θὰ ἦτο ἴσως πτωχός, δὲν θὰ εἶχε 50 λεπτὰ διὰ νὰ πληρώση τὸ εἰσιτήριον τοῦ σιδηροδρόμου ἢ θὰ τὰ εἶχε κ” ἔκαμνεν οἰκονομίαν.

Ἀλλ” ὄχι δὲν ἦτο πτωχός, δὲν ἦτο οὔτε πλούσιος, εἶχε διὰ νὰ ζήσῃ. Ἦτο εὐλαβὴς καὶ εἶχε τάξιμο νὰ καταβαίνη κατ” ἔτος τὸ Πάσχα πεζὸς εἰς τὸν Πειραιά, ν” ἀκούη τὴν Ἀνάστασιν εἰς τὸν Ἅγιον Σπυρίδωνα καὶ ὄχι εἰς ἄλλην Ἐκκλησίαν, νὰ λειτουργῆται ἐκεῖ, καὶ μετὰ τὴν ἀπόλυσιν ν” ἀναβαίνη πάλιν πεζὸς εἰς τὰς Ἀθήνας.

Ἦτο ὁ μπάρμπα-Πύπης, ὁ γηραιὸς φίλος μου, καὶ κατέβαινεν εἰς τὸν Πειραιὰ διὰ ν” ἀκούση τὸ Χριστὸς Ἀνέστη εἰς τὸν ναὸν τοῦ ὁμωνύμου καὶ προστάτου του, διὰ νὰ κάμη Πάσχα ρωμέϊκο κ” εὐφρανθῇ ἡ ψυχή του.

Καὶ ὅμως ἦτο… δυτικός!

Ὁ μπάρμπα-Πύπης, Ἰταλοκερκυραῖος, ἁπλοϊκός, Ἑλληνίδος μητρός. Ἕλλην τὴν καρδίαν, καὶ ὑφίστατο ἄκων ἴσως, ὡς καὶ τόσοι ἄλλοι, τὸ ἄπειρον μεγαλεῖον καὶ τὴν ἄφατον γλυκύτητα τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἑλληνικῆς. Ἐκαυχᾶτο ὅτι ὁ πατήρ του, ὅστις ἦτο στρατιώτης τοῦ Ναπολέοντος Α” «εἶχε μεταλάβει ρωμέϊκα» ὅταν ἐκινδύνευσε ν” ἀποθάνη, ἐκβιάσας μάλιστα πρὸς τοῦτο, διά τινων συστρατιωτῶν του, τὸν ἱερέα τὸν ἀγαθόν. Καὶ ὅμως ὅταν, κατόπιν τούτων, φυσικῶς, τοῦ ἔλεγε τίς: «Διατὶ δὲν βαπτίζεσαι μπάρμπα-Πύπη;» ἡ ἀπάντησίς του ἦτο ὅτι ἅπαξ ἐβαπτίσθη καὶ ὅτι εὑρέθη ἐκεῖ.

Φαίνεται ὅτι οἱ Πάπαι τῆς Ρώμης μὲ τὴν συνήθη ἐπιτηδείαν πολιτικήν των, εἶχον ἀναγνωρίσει εἰς τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς τῶν Ἰονίων νήσων τινὰ τῶν εἰς τοὺς Οὐνίτας ἀπονεμομένων προνομίων, ἐπιτρέψαντες αὐτοῖς νὰ συνεορτάζωσι μετὰ τῶν ὀρθοδόξων ὅλας τὰς ἑορτάς. Ἀρκεῖ νὰ προσκυνήση τις τὴν ἑβδομάδα τοῦ Ποντίφηκος• τὰ λοιπὰ εἶναι ἀδιάφορα.

Ὁ μπάρμπα-Πύπης ἔτρεφε μεγίστην εὐλάβειαν πρὸς τὸν πολιοῦχον Ἅγιον τῆς πατρίδος του καὶ πρὸς τὸ σεπτὸν αὐτοῦ λείψανον. Ἐπίστευεν εἰς τὸ θαῦμα τὸ γενόμενον κατὰ τῶν Βενετῶν, τολμησάντων ποτὲ νὰ ἰδρύσωσιν ἴδιον θυσιαστήριον ἐν αὐτῷ τῷ ὀρθοδόξῳ ναῷ, (il santo Spiridion ha fatto questo caso), ὅτε ὁ Ἅγιος ἐπιφανὴς νύκτωρ ἐν σχήματι μοναχοῦ, κρατῶν δαυλὸν ἀναμμένον, ἔκαυσεν ἐνώπιον τῶν ἀπολιθωθέντων ἐκ τοῦ τρόμου φρουρῶν τὸ ἀρτιπαγὲς ἀλτάρε. Ἀφοῦ εὐρίσκετο μακράν της Κερκύρας, ὁ μπάρμπα-Πύπης ποτὲ δὲν θὰ ἔστεργε νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα μαζὶ μὲ τσοὺ φράγκους.

Τὴν ἑσπέραν λοιπὸν ἐκείνην τοῦ Μεγάλου Σαββάτου ὄτε κατέβαινεν εἰς Πειραιὰ πεζός, κρατῶν εἰς τὴν χείρα τὴ λαμπάδα του, ἢν ἔμελλε ν” ἀνάψῃ κατὰ τὴν Ἀνάστασιν, μικρὸν πρὶν φθάσῃ εἰς τὰ παραπήγματα τῆς μέσης ὁδοῦ, ἐκουράσθη καὶ ἠθέλησε νὰ καθίσῃ ἐπ” ὀλίγον ν” ἀναπαυθῆ. Εὗρεν ὑπήνεμον τόπον ἔξωθεν μιᾶς μάνδρας, ἐχούσης καὶ οἰκίσκον παρὰ τὴν μεσημβρινὴν γωνίαν, κ” ἐκεῖ ἐκάθησεν ἐπὶ τῶν χόρτων, ἀφοῦ ἐπέστρωσε τὸ εἰς πολλᾶς δίπλας γυρισμένο σάλι του. Ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν τσέπην τὴν σιγαροθήκην του, ἤναψεν σιγαρέττον κ” ἐκάπνιζεν ἠδονικῶς.

Ἐκεῖ ἀκούει ὄπισθέν του ἐλαφρὸν θροῦν ὡς βημάτων ἐπὶ παχείας χλόης καί, πρὶν προφθάση νὰ στραφῇ νὰ ἴδῃ, ἀκούει δεύτερον κρότον ἐλαφρότερον. Ὁ δεύτερος οὗτος κρότος τοῦ κάστηκε ὅτι ἦτον ὡς ἀνυψουμένης σκανδάλης φονικοῦ ὅπλου.

Ἐκείνην τὴν στιγμὴν εἶχε λαμπρυνθῆ πρὸς ἀνατολὰς ὁ ὁρίζων, καὶ τοῦ Αἰγάλεω αἱ κορυφαὶ ἐφάνησαν πρὸς μεσημβρίαν λευκάζουσαι. Ἡ σελήνη, τετάρτην ἡμέραν ἄγουσα ἀπὸ τῆς πανσελήνου, θ” ἀνέτελλε μετ” ὀλίγα λεπτά. Ἐκεῖ ὅπου ἔστρεψε τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ δεξιά, ἐγγὺς τῆς βορειανατολικῆς γωνίας τοῦ ἀγροτικοῦ περιβόλου, ὅπου ἐκάθητο, τοῦ κάστηκε, ὡς διηγεῖτο ἀργότερα ὁ ἴδιος, ὅτι εἶδε ἀνθρωπίνην σκιάν, εἰς προβολὴν τρόπον τινὰ ἱσταμένην καὶ τείνουσαν ἐγκαρσίως μακρὸν τί ὡς ρόπαλον ἢ κοντάριον πρὸς τὸ μέρος αὐτοῦ. Πρέπει δὲ νὰ ἦτο τουφέκιον.

Ὁ μπάρμπα-Πύπης ἐνόησεν ἀμέσως τὸν κίνδυνον. Χωρὶς νὰ κινηθῆ ἄλλως ἀπὸ τὴν θέσιν του, ἔτεινε τὴν χείρα πρὸς τὸν ἄγνωστον κ” ἔκραξεν ἐναγωνίως.

-Φίλος! Καλός! μὴ ρίχνεις…

Ὁ ἄνθρωπος ἔκαμε μικρὸν κίνημα ὀπισθοδρομήσεως, ἀλλὰ δὲν ἐπανέφερεν τὸ ὅπλον εἰς εἰρηνικὴν θέσιν οὐδὲ καταβίβασε τὴν σκανδάλην.

-Φίλος! καὶ τί θέλεις ἐδῶ; ἠρώτησε μὲ ἀπειλητικὴν φωνήν.
-Τί θέλω; ἐπανέναβεν ὁ μπάρμπα-Πύπης. Κάθουμαι νὰ φουμάρο τὸ τσιγάρο μου.
-Καὶ δὲν πᾶς ἀλλοῦ νὰ τὸ φουμάρης, ρέ; ἀπήντησεν αὐθαδῶς ὁ ἄγνωστος. Ηὖρες τὸν τόπο, ρέ, νὰ φουμάρης τὸ τσιγάρο σου!
-Καὶ γιατί; ἐπανέλαβεν ὁ μπάρμπα-Πύπης. Τί σας ἔβλαψα;
-Δὲν ξέρω “γω ἀπ” αὐτά, εἶπεν ὀργίλως ὁ ἀγρότης• ἐδῶ εἶναι ἀποθήκη, ἔχει χόρτα, ἔχει κι” ἄλλα πράμματα μέσα. Μόνον κόττες δὲν ἔχει, προσέθηκε μετὰ σκληροῦ σαρκασμοῦ. Ἐγελάστηκες.

Ἦτο πρόδηλον ὅτι εἶχεν ἐκλάβει τὸν γηραιὸν φίλον μου ὡς ὀρνιθοκλόπον, καὶ διὰ νὰ τὸν ἐκδικηθῆ τοῦ ἔλεγεν ὅτι τάχα δὲν εἶχεν ὄρνιθας, ἐνῶ κυρίως ὁ ἀγρονόμος διὰ τὰς ὄρνιθάς του θὰ ἐφοβήθη καὶ ὡπλίσθη μὲ τὴν καραβίναν του.

Ὁ μπάρμπα-Πύπης ἐγέλασε πικρῶς πρὸς τὸν ὑβριστικὸν ὑπαινιγμόν.

-Σὺ ἐγελάστηκες, ἀπήντησεν• ἐγὼ κόττες δὲν κλέφτω, οὔτε λωποδύτης εἶμαι• ἐγὼ πηγαίνω στὸν Πειραιὰ ν” ἀκούσω Ἀνάσταση στὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα.

Ὁ χωρικὸς ἐκάγχασε.

-Στὸν Πειραιά; στὸν Ἀϊ-Σπυρίδωνα; κι” ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι;
-Ἀπ” τὴν Ἀθήνα.
-Ἀπ” τὴν Ἀθήνα; καὶ δὲν ἔχει ἐκεῖ ἐκκλησίαις, ν” ἀκούσης Ἀνάσταση;
-Ἔχει ἐκκλησίαις, μὰ ἐγὼ τώχω τάξιμο, ἀπήντησεν ὁ μπάρμπα-Πύπης.

Ὁ χωρικὸς ἐσιώπησε πρὸς στιγμήν, εἴτα ἐπανέλαβε.

-Νὰ φχαριστᾶς, καϋμένε…

Καὶ τότε μόνον κατεβίβασε τὴν σκανδάλην καὶ ὤρθωσε τὸ ὅπλον πρὸς τὸν ὦμον του.

-Νὰ φχαριστᾶς καϋμένε, τὴν ἡμέρα ποὺ ξημερώνει αὔριον, εἰ δὲ μή, δὲν τώχα γιὰ τίποτες νὰ σὲ ξαπλώσω δῶ χάμου. Τράβα τώρα!

Ὁ γέρων Κερκυραῖος εἶχεν ἐγερθῆ καὶ ἠτοιμάζετο νὰ ἀπέλθη, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθη νὰ μὴ δώση τελευταίαν ἀπάντησιν.

-Κάνεις ἄδικα καὶ συχωρεμένος νἆσαι ποὺ μὲ προσβάλλεις, εἶπε. Σ” εὐχαριστῶ ὡς τόσο ποὺ δὲ μ” ἐτουφέκισες, ἀλλὰ νὸν βὰ μπένε.., δὲν κάνεις καλὰ νὰ μὲ παίρνεις γιὰ κλέφτη. Ἐγὼ εἶμαι διαβάτης, κ” ἐπήγαινα, σοῦ λέω στὸν Πειραιά.

-Ἔλα, σκόλα, σκόλα τώρα, ρέ…

Καὶ ὁ χωρικὸς στρέψας τὴν ράχιν εἰσῆλθεν ἀνατολικῶς διὰ τῆς θύρας τοῦ περιβολιοῦ, κ” ἔγινεν ἄφαντος.

Ὁ γέρων φίλος μου ἐξηκολούθησε τὸν δρόμον του.

Τὸ συμβεβηκὸς τοῦτο δὲν ἠμπόδισε τὸν μπάρμπα-Πύπην νὰ ἐξακολουθῇ κατ” ἔτος τὴν εὐσεβῆ του συνήθειαν, νὰ καταβαίνει πεζὸς εἰς τὸν Πειραιά, νὰ προσέρχηται εἰς τὸν Ἅγιον Σπυρίδωνα καὶ νὰ κάμει Πάσχα ρωμέϊκο.

Ἐφέτος τὸ μισοσαράκοστον μοὶ ἐπρότεινεν, ἂν ἤθελα νὰ τὸν συνοδεύσω εἰς τὴν προσκύνησίν του ταύτην. Θὰ προσεχώρουν δὲ εἰς τὴν ἐπιθυμίαν του, ἂν ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν δὲν εἶχα τὴν συνήθειαν νὰ ἑορτάζω ἐκτὸς τοῦ Ἄστεως τὸ Ἅγιον Πάσχα.

Πηγή: myriobiblos.gr

του Αδαμαντίου Κοραή

Τα πρόσωπα του Διαλόγου: Φώτιος, Καλλίμαχος 

Φ. Σ’ ερώτησα και άλλοτε, και δεν ηθέλησες ποτέ να με φανερώσης καθαρά την γνώμην σου.

Κ. Περί τίνος;

Φ. Περί του εις την Ιερουσαλήμ θαυματουργουμένου αγίου φωτός.

Κ. Άγιον φως άλλο εν γνωρίζω παρά το «Φως εκ φωτός», θείον αληθινόν εκ θεού αληθινού» ως το μαρτυρεί το Σύμβολον της πίστεως.

Φ. Ουδ’ εγώ αμφιβάλλω περί τούτου. Αλλ’ εις τούτου του Φωτός τον τάφον, ας πιστεύσωμεν τους αγιοταφίτας, και τους επιστρέφοντας από την Ιερουσαλήμ προσκυνητάς, φαίνεται κατ’ έτος άλλο φως υλικόν, εκ του οποίου ανάπτουν οι προσκυνηταί τας λαμπάδας των.

Κ. Τρόπους και μέσα να φωτίζωσι το σκότος ευρήκασιν οι άνθρωποι πολλά, και η πρόοδος της φυσικής επιστήμης τους εδίδαξε πλειότερα. Εις τα φωτισμένα της Ευρώπης έθνη σήμερον, το πλέον ασθενές παιδάριον, η πλέον χυδαία γυνή, ανάπτουν φως, εις ροπήν οφθαλμού, με τα γνωστά φωσφορικά πυρεία (briquets phosphoriques)Συνεχίστε την ανάγνωση

του Νικου Σαραντακου

Θεοφάνης ο Κρης, «Η Απόνιψη του Πιλάτου» (ΙΜ Αγίου Νικολάου, Μετέωρα)

ΘΕΟΦΑΝΗΣ Ο ΚΡΗΣ,
«Η ΑΠΟΝΙΨΗ ΤΟΥ ΠΙΛΑΤΟΥ» (ΙΜ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΜΕΤΕΩΡΑ)

 

Μια και το φέρνει φέτος η σύμπτωση να γράψω στο πασχαλιάτικο φύλλο, σκέφτηκα, μέρα που είναι, να μην παρακολουθήσω την πολιτική επικαιρότητα, αλλά να μείνω στο κλίμα των ημερών. Το 2010 που είχε συμβεί κάτι ανάλογο, είχα εξετάσει τις λέξεις του Πάσχα, οπότε για να μην επαναλαμβάνομαι είπα σήμερα να φρασεολογήσω, δηλαδή να δούμε μερικές φράσεις που μπήκαν στη φρασεολογία μας από τις λειτουργίες της Μεγάλης Εβδομάδας. Όπως γράφει σε σχετική μελέτη του ο Δημ. Λουκάτος, «η εκκλησιαστική φρασεολογία, πλαισιωμένη από θρησκόληπτο μυστικισμό, έπαιρνε την αίγλη μιας ανώτερης γλώσσας, θεόπνευστης και σοφής. Έτσι, ο λαός μεταχειριζόταν στις συζητήσεις του φράσεις και λέξεις εκκλησιαστικές που του έκαναν ρητορικότερη την ομιλία, έστω κι αν δεν καταλάβαινε πολλές φορές τη σημασία τους.Συνεχίστε την ανάγνωση

Παίζοντας με λάχανα, κρεμμύδια, παντζάρια και κουρκουμά μπορείτε  να βάψετε τα πασχαλινά αβγά. Αξίζει όμως να ξέρετε και τι ρόλο παίζει το ξίδι ή γιατί δεν πρέπει να προτιμήσετε τα έτοιμα προ-βαμμένα αβγά

Αναζητώντας τα χαμένα χρώματα
Αβγά και Επιστήμη.
Γνωρίζετε ότι μπορείτε να χρησιμοποιήσετε ακόμη και ασπιρίνη για το βάψιμο των αβγών, κρεμμύδια, παντζάρια, κόκκινο λάχανο και κουρκουμά, πόσες ημέρες μάξιμουμ διατηρούνται… Δείτε μια βήμα προς βήμα περιγραφή της βαφικής επιχείρησης.
Καλές βαφές!

Υπάρχει λόγος να βάψουμε εμείς τα αβγά που θα καταναλώσουν αυτές τις ημέρες οι δικοί μας άνθρωποι ή θα προσφέρουμε στους δικούς μας φίλους. Διότι εκτός από την αιματηρή ταλαιπωρία των αμνών τις ημέρες του Πάσχα έχουμε και την αναίμακτη μεν αλλά οπωσδήποτε ταλαιπωρία των αβγών. Ιδιαίτερα τις εβδομάδες μετά την Ανάσταση. Τότε που πρέπει να καταναλωθούν όντας στο όριο για να θεωρηθούν ότι κανονικά είναι προς απόσυρση. Και ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα, όπως θα εξηγήσουμε, αν έχουν αγοραστεί όντας ήδη βαμμένα!