Προυποθέσεις και ωφέλεια εκ της Ευχής. (Αρχιμ. Αρσένιος Κατερέλος)
Συγγραφέας: kantonopou στις 23 Απριλίου, 2014
Ὅπως εἴχαμε παραγγείλει στήν πρώτη μας σύναξι, ἀγαπητοί μου ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, ἀπό σήμερα θά ὁμιλήσωμε γιά τήν προσευχή, καί ἰδιαίτερα γιά ἕναν ξεχασμένο δυστυχῶς τρόπο προσευχῆς. Πρόκειται γιά τήν μονολόγιστη εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν» ἤ, πιό περιληπτικά, πιό συμπεπυκνωμένα, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Πρίν ὅμως ἀναφερθοῦμε σέ αὐτόν τόν ἁπλό, ἀλλά πλέον δραστικό τρόπο προσευχῆς, κρίνομε ἐντελῶς ἀπαραίτητο νά ποῦμε λίγα εἰσαγωγικά περί προσευχῆς, τά ὁποῖα πρέπει στοιχειωδῶς νά γνωρίζωμε, οὕτως ὥστε νά μεγιστοποιήσωμε τήν πολλαπλῆ καί πολυδιάστατη ὠφέλεια, πού θά προέλθη ἀπό τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ εἰδικά.
Μέγιστο προνόμιο στόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ προσευχή. Καί προσευχή σημαίνει ἀνάτασι στόν οὐρανό καί διάλογος καί προσωπική ἐπικοινωνία μας καί κοινωνία μας μέ τόν Θεό. Ὡς πρός τήν ποιότητά της, εἶναι συνουσία μετά τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾽ ὅσον συνάπτεται ὁ ἄνθρωπος μετά τοῦ Θεοῦ, δηλαδή μέ τίς ἄκτιστες θεϊκές ἐνέργειες.
Δέν πρέπει ὅμως νά ξεχνᾶμε ὅτι ἡ προσευχή εἶναι μία ἀπό τίς ἐντολές. Καί βέβαια, εἶναι ἀπό τίς πιό βασικές. Μέ τήν προσευχή βελτιωνόμαστε στήν τήρησι τῶν ἐντολῶν. Ἀλλά καί ἀντίστροφα μέ τήν τήρησι τῶν ἐντολῶν προαγόμαστε στήν προσευχή. Ἡ προσευχή εἶναι ὁ καθρέφτης τῆς ὅλης πνευματικῆς μας πορείας. Καί γιά νά γίνη εὐπρόσδεκτη ἀπό τόν Θεό, πρέπει κατά τό ὀλιγώτερο ἤ περισσότερο, νά τηρηθοῦν ὁπωσδήποτε κάποιες προϋποθέσεις. Διαφορετικά, ἄν δέν τηρηθοῦν, ὄχι μόνο δέν θά φθάνη στόν οὐρανό, δέν θά εἶναι εὐπρόσδεκτη στόν Θεό ἡ προσευχή μας, ἀλλά δέν θά ἀνεβαίνη πάνω ἀπό τό κεφάλι μας, μεταφορικά βέβαια. Δέν θά ξεπερνᾶ σέ ὕψος, ὅπως ἔλεγε χαριτολογῶντας ὁ π. Παΐσιος, οὔτε καί αὐτό τοῦτο τό ἴδιο μας τό κεφάλι.
Ἔλεγε σέ κάποιον ὁ Γέρων Παΐσιος: ”Μέ τήν τακτική πού ἀκολουθεῖς, ἡ προσευχή σου, ὄχι ἁπλῶς δέν φθάνει στόν οὐρανό, ἀλλά μένει, σέ ὕψος, κάτω καί ἀπό τό ἴδιο σου τό κεφάλι”. Κάτι ἀνάλογο ἔλεγε ὁ Γέροντας καί σέ κάποιον ἄλλον, πού ἔλεγε τήν ”εὐχή” ὄχι σωστά, ἀλλά μέ ἕναν τρόπο ἀνάρμοστο, ὄχι ἥρεμο καί νηφάλιο, πού νά χωνεύη τήν προσευχή, τήν ἔλεγε μέ μία μανία, ὄχι κατά Θεόν, μ᾽ ἕναν τρόπο ἀφύσικο, μ᾽ ἕναν τρόπο πού δημιουργοῦσε ἄγχος, πού δημιουργοῦσε ἕνα στύλ μή πνευματικό… Ὡς ἐκ τούτου, οὔτε ”εὐλογεῖτε” ἔλεγε αὐτός ὁ ἄνθρωπος, σέ ἐκείνους πού ἔβρισκε στόν δρόμο, γιά νά μή χάση τήν προσευχή, τήν ἔλεγε δυνατά, πολύ δυνατά, μ᾽ ἕναν τρόπο, τέλος πάντων, ὄχι σωστό. Ὅταν λοιπόν τόν ρώτησε ὁ π. Παΐσιος, ἀπό ἀγάπη βέβαια – ὁ ἄνθρωπος αὐτός, τότε, ἦτο δόκιμος μοναχός – «Τί κάνεις ἐδῶ ἀδελφέ;» Ἐκεῖνος ἀπαντᾶ «Γέροντα, λέω τήν ”εὐχή”». «Ποιά “εὐχή” εὐλογημένε; Ἔτσι λέγεται ἡ ”εὐχή”; Μέ αὐτό πού κάνεις, πρόσεξε, μή δαιμονισθῆς», τοῦ εἶπε ὁ π. Παΐσιος καί τόν συμβούλευσε κάποια σχετικά πράγματα.
Πρέπει νά προσέξωμε λοιπόν, μήπως ἐνῶ προσευχώμαστε ἀρκετή ὥρα, γιά κάποιο λόγο, ἡ προσευχή μας δέν πετάει στόν οὐρανό.
Οἱ προϋποθέσεις τῆς προσευχῆς εἶναι ἀνεξάντλητες, ἀλλά κάποιες ἀπό αὐτές εἶναι οἱ ἑξῆς:
Κατ᾽ ἀρχήν, θά πρέπη νά γίνεται ἡ προσευχή μας μέ πνεῦμα ταπεινώσεως, μέ βαθειά αὐτογνωσία καί αὐτομεμψία, χωρίς δικαιολογίες καίἐξιδανικεύσεις τῶν πτώσεών μας, τῆς ὄχι σωστῆς συμπεριφορᾶς μας. Καί αὐτό, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι μία ἀπό τίς μεγαλύτερές μας προσωπικές τραγωδίες, ὅτι δηλαδή συνεχῶς δικαιολογούμαστε, ὄχι μόνο μέσα μας, ἀλλά καί ἔξω μας, στούς ἄλλους, κι ἔτσι χάνομε καί αὐτόν τόν λίγο κόπο πού καταβάλλομε στόν προσωπικό μας καθημερινό ἀγῶνα.
Μέ μία λοιπόν λέξι, λέμε ὅτι ἡ προσευχή μας θά πρέπη νά εἶναι ”τελωνική”: ”Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ”. Ἔστω κι ἄν δέν καταλαβαίνωμε ἐντελῶς τήν ἐνοχή μας, ἄς κάνωμε μία προσπάθεια, ὥσπου νά μᾶς ἀνοίξη τά μάτια τῆς ψυχῆς ὁ Θεός.
Ἐπίσης, δέν πρέπει νά ὑπάρχη ἐχθρότητα μέ τόν ὁποιονδήποτε συνάνθρωπό μας. Αὐτό, ἐκφράζεται ποικιλλοτρόπως, ἀλλά ἄς ποῦμε μόνο δυό-τρεῖς περιπτώσεις. Ἐκφράζεται διάχυτα στό ”Πάτερ ἡμῶν”. Δηλαδή ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεσις νά μᾶς συγχωρήση ὁ Κύριος εἶναι νά συγχωροῦμε ἐμεῖς τούς ἄλλους, τούς ὁποιουσδήποτε ἄλλους, ἀνεξαρτήτως τί μᾶς ἔκαναν. Καί τοῦτο, γιατί ἀκοῦμε πολλές φορές: «Ξέρεις, πάτερ μου, τί μοῦ ἔκανε αὐτός καί μοῦ λές νά τόν συγχωρήσω, νά τοῦ πῶ ”καλημέρα”;» Ἀνεξαρτήτως τοῦ τί μᾶς ἔκαναν οἱ ἄλλοι, ἐμεῖς πρέπει νά τούς συγχωροῦμε. Ἄλλωστε, ὅπως διαβάζομε καί στήν ἀκολουθία πρό τῆς Θείας Μεταλήψεως, τί λέμε, μεταξύ τῶν ἄλλων; «…Πρῶτον, καταλλάγηθι τοῖς σέ λυποῦσι…», κλπ.
Βέβαια, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὑποχρεούμεθα νά ἔχωμε σχέσι μέ ὅλους. Ἄλλωστε, αὐτό καί πρακτικῶς δέν εἶναι δυνατόν καί δέν ἔχει καμμιά ἔννοια, καί, πολλές φορές εἶναι καί βλαβερό, πάρα πολύ βλαβερό, μάλιστα. Ἐπίσης, δέν εἶναι δυνατόν νά ταιριάζωμε ὅλοι μέ ὅλους. Εἶναι θέμα ἰδιοσυγκρασίας καί ὑπεισέρχονται καί πολλοί ἄλλοι παράγοντες. ”Δικαίωμά τους – ἄς μιλήσωμε μέ μιά σύγχρονη λέξι -, καί δικαίωμά μας”. Ὅμως, ἐκεῖνο πού δέν δικαιούμαστε, μέ τήν πνευματική ἔννοια, εἶναι νά ραδιουργοῦμε, νά κατακρίνωμε, νά περιφρονοῦμε, ὅσους δέν ταιριάζομε ἤ μέ ὅσους δέν ἀναπαυόμαστε. Καί μέ ἄλλα λόγια, ἐπειδή συνέχεια ἐρωτώμεθα γι᾽ αὐτό τό θέμα, μέ ὅποιον ταιριάζομε νά εἴμαστε ἀγαπημένοι ἀπό κοντά. Καί πάλι ὅμως, δέν πρέπει νά ὑπάρχη παρρησία, οἰκειότητα μᾶλλον, γιατί αὐτό δημιουργεῖ πολλές, μετέπειτα, ἄσχημες παρενέργειες, πνευματικές – καί ὄχι μόνον -, κοινωνικές, ψυχολογικές, καί γιατί ὄχι καί ὀργανικές. Λοιπόν, μέ ὅποιον ταιριάζομε νά εἴμαστε ἀγαπημένοι ἀπό κοντά. Καί μέ ὅποιον δέν ταιριάζομε νά εἴμαστε ἀγαπημένοι ἀπό μακρυά, ἀπό μιά δηλαδή κάποια ἀπόστασι ἀσφαλείας, ἀρκούντως ἱκανή, οὕτως ὥστε νά μήν ἔχωμε πλεῖστες ὅσες διαταραχές ποικίλλου περιεχομένου, εἴτε αὐτός εἶναι γείτονας, εἴτε εἶναι συγγενής, εἴτε εἶναι συνάδελφος στήν δουλειά, εἴτε, εἴτε, εἴτε…
Μᾶς ἔλεγε σχετικά ὁ Γέρων Παΐσιος, «Ὅταν θέλης νά ἑνώσης δύο ξύλα μεταξύ τους, ἐάν αὐτά τά ξύλα δέν εἶναι καλά ἐναρμονισμένα, πλανισμένα, τότε, ὅσο τά ἑνώνεις μέ βίδα καί παξιμάδι καί σφίγγεις τήν βίδα, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν εἶναι καλά πλανισμένα, ἐναρμονισμένα μεταξύ τους, ὅσο πιό πολύ τά σφίγγεις καί δέν τά ἔχεις λάσκα, τόσο πιό πολύ πετσικάρουν, κλωτσᾶνε. Ἐνῶ, ἐάν ταιριάζουν, εἶναι ἐναρμονισμένα μέ τό πλάνισμα, λίγη κόλλα νά βάλης, ἑνώνονται θαυμάσια». Καταλαβαίνετε τί ἐννοοῦσε ὁ μακαριστός Γέροντας Παΐσιος, πού πάντα εὕρισκε πολύ πετυχημένα παραδείγματα, μέ τά ὁποῖα μποροῦσε, τόν ὁποιονδήποτε προσκυνητή, νά τόν ὠφελήση καί νά τοῦ δώση νά καταλάβη, πιό ὡραῖα, πιό δυναμικά, τό πνευματικό νόημα τό ὁποῖο ἤθελε νά μεταφέρη.
Ἐπίσης, πρέπει ἡ προσευχή νά συνοδεύεται ἀπό κρυφές ἐλεημοσύνες, ὅπως ἔκανε ὁ Κορνήλιος καί εἰσακούσθηκε ἀπό τόν Θεό. Ὁ Κύριος γενικά ἀρέσκεται πιό πολύ νά βλέπη τόν κρυφό πνευματικό μας ἀγῶνα καί τίς κρυφές ἐλεημοσύνες μας. Καί τί λέγει; Ὁ Κύριος πού βλέπει στό κρυφό… Πρέπει νά ἐλεοῦμε χωρίς ἐμεῖς νά κάνωμε διαφήμισι, δῆθεν γιά νά ὠφεληθοῦν οἱ ἄλλοι, δῆθεν, δῆθεν… Ὅ,τι δικαιολογίες θέλουμε βρίσκουμε καί δέν ἐφαρμόζομε τό εὐαγγελικό λόγιο, ”μή γνώτω ἡ δεξιά τί ποιεῖ ἡ ἀριστερά”. Λοιπόν, ὁ Κύριος ὅταν βλέπη τόν κρυφό μας ἀγῶνα καί τίς κρυφές μας ἐλεημοσύνες, ὅταν κρίνη, θά τό ἀποδώση εἰς τό φανερόν, ἐάν βέβαια αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο, ἄν εἶναι χρήσιμο. Καί, ἔχει ὁ Θεός… Καθόλου νά μή κουραζώμαστε. Ὅσο καί νά κρυβόμαστε ἐμεῖς, πού ἔτσι πρέπει νά κάνωμε, ὁ Θεός, ἄν κρίνη κάποια στιγμή ὅτι εἶναι αὐτό ὠφέλιμο, ἔχει τούς τρόπους νά πληροφορήση τούς ἄλλους.
Ἀλλά, καί γενικώτερα, ὄχι ἁπλῶς ὀφείλομε νά κάνωμε κρυφές ἐλεημοσύνες, ἀλλά νά ἔχωμε καρδίαν ἐλεήμονα. Καρδιά δηλαδή πού νά καίγεται, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος, ἀπό ἀγάπη γιά ὅλην τήν κτίσι, ἀκόμα καί γι᾽ αὐτά τά ἑρπετά, γιά τά ἄλογα δηλαδή ζῶα. Δέν ὑποφέρει λέει ἡ ἐλεήμων καρδία -ἀκοῦστε λόγο τρομακτικό- δέν ὑποφέρει νά βλέπη βλάβη τινά στήν δημιουργία. Καί ἡ πιό παραμικρή βλάβη δημιουργεῖ πόνο καί προσευχή γιά τήν ἐλεήμονα καρδία.
Ἐπίσης, ἀπαραίτητη προϋπόθεσις γιά τήν προσευχή εἶναι ἡ ταπείνωσι τοῦ σώματος μέ νηστεία, μετάνοιες, μέ τήν ποικίλλη ἄσκησι, καί σέ ποσότητα, καί σέ ποιότητα. Καί νά μη ξεχνᾶμε, ὅτι ναί μέν ὁ καιρός τῆς νηστείας εἶναι καθωρισμένος στήν ἁγία μας Ἐκκλησία, ἀλλά ὁ καιρός τῆς ἐγκρατείας εἶναι πάντοτε ἐπιβεβλημένος, ἀνάλογα βέβαια κατά περίστασιν. Δηλαδή, καί τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα εἶναι προτιμώτερο νά κάνωμε κάποια ἐγκράτεια στά φαγητά, παρά νά πέσωμε μέ τά μοῦτρα. Ἤ, τίς παραμονές τῆς Τεσσαρακοστῆς, τρῶμε πάρα-πάρα πολύ γιά νά κάνωμε μετά ἴσως καί τριήμερο. Εἶναι προτιμώτερο νά ὑπάρχη πάντα ἕνα πρόγραμμα πιό σταθερό. Ἀλλά, αὐτό τώρα εἶναι ἕνα ἄλλο θέμα. Πάντως, πρέπει νά ὑπάρχη ἄσκησις. Καί ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἀσκητική.
Ἐπίσης, μία σωστή προσευχή πρέπει νά προβάλλη αἰτήματα πνευματικῆς κυρίως διαστάσεως, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος: ”Ζητεῖτε πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί ταῦτα πάντα – τά ὑπόλοιπα δηλαδή – προστεθήσεται ὑμῖν”. Θά προστεθοῦν σέ σᾶς. Νά μήν εἴμαστε δηλαδή φθηνοί. Ἀκοῦμε δυστυχῶς, κάποια πράγματα καί λυπόμαστε. Λέγουν κάποιοι: «Προσευχήσου πάτερ γιά τό παιδί μου, ἤ γιατί δίνει ἐξετάσεις ἤ γιά τήν ὑγεία του κλπ….». Ναί, ὅλα αὐτά, εἶναι στήν ζωή. Ὁ πόνος εἶναι μεγάλος τῶν γονιῶν καί τῶν παιδιῶν, ναί, ναί, ναί… Ἀλλά, νά μή μένωμε μόνο ἐκεῖ. Ὅταν μένωμε μόνο ἐκεῖ, εἴμαστε φθηνοί καί δείχνωμε τήν πνευματική μας ρηχότητα. Καί λυπόμαστε, καί γιά τήν ἀγωνία τῶν ἀνθρώπων, καί γιά τό ὅτι δέν ἔχουν σωστή πνευματική τοποθέτησι. Γιατί, ἄν εἶχαν σωστή πνευματική τοποθέτησι, καί λιγώτερη ἀγωνία θά εἶχαν, καί πιό πολύ θά πετύχαιναν τά καθημερινά τους, καί, τό κυριώτερο ἀπ᾽ ὅλα, θά εἶχαν μεγαλυτέρα πνευματική προσωπική πρόοδο.
Ἐπίσης, πρέπει νά προσευχώμαστε μέ πίστι. Ὄχι ἁπλῶς νά πιστεύωμε στήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ, πού ἐν προκειμένῳ θεωρεῖται δεδομένη, γιατί διαφορετικά δέν ἔχει ἔννοια νά προσευχώμαστε – πῶς μποροῦμε νά προσευχηθοῦμε σέ κάποιον, ἄν δέν πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχη; Ἀλλά, χρειάζεται καί πλήρης ἐμπιστοσύνη στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὅτι τελικά ὁ Θεός δέν θά μᾶς ἀφήση νά πειρασθοῦμε παραπάνω ἀπ᾽ ὅ,τι μποροῦμε νά ἀντέξωμε καί ὅτι θά δώση, τήν κατάλληλη στιγμή, τήν αἰσία ἔκβασι, ἐάν αὐτή βέβαια εἶναι συμφέρουσα γιά τό αἰώνιο συμφέρον μας, καί ὄχι μόνο γιά τό προσωπικό καίπροσωρινό μας συμφέρον, γιατί, πολλές φορές, αὐτά τά δύο, δυστυχῶς, μοιραίως ἀντικρούονται.
Ἀπαιτεῖται ἐπίσης Ὀρθοδοξότητα μέσα εἰς τήν προσευχή. Εἶναι ἐκεῖνοπού εἶπε ὁ Κύριος: ”Ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν”. Δέν νοεῖται νά εἶσαι αἱρετικός. Κάθε λατρεία προερχομένη ἀπό αἱρετικούς εἶναι ὕβρις κατά τοῦ Θεοῦ.
Ἐπίσης βέβαια, καί ἄλλοι πολλοί παράγοντες εἶναι ἀπαραίτητοι γιά τήν κατά τό δυνατόν μεγίστη καρποφορία τῆς προσευχῆς μας. Ὅπως εἶναι τά δάκρυα, ἡ ἐπιμονή, νά εἴμαστε καρτερόψυχοι δηλαδή, καί ὄχι μόνο νά προσευχώμαστε ὅταν μόνο ἔχωμε ὄρεξι – πλάνη μεγίστη αὐτή. Ὅλοι οἱ μεγάλοι ἀγωνισταί ἀνεδείχθησαν στόν καιρό τῆς ἀκηδίας. Καί, πάνω καί πέρα ἀπ᾽ ὅλα, νά ἐφαρμόζωμε ὅλες τίς ἐντολές.
Ἡ προσευχή δέν εἶνα αὐτοσκοπός, ἀλλά εἶναι ἕνα μέσον νά πλησιάσωμε τόν Θεό. Πρέπει νά ἔχωμε ὡς σκοπό πρώτιστο τήν ἀποβολή, τήν μεταβολή καί τήν μεταστροφή τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Ὄχι νά κάνωμε προσευχή καί νά κρατᾶμε τά χούγια μας, τά πάθη μας καί τίς ἀδυναμίες μας. Αὐτό εἶναι μεγίστη πλάνη. Καί πολλές φορές, ἀπό τέτοιες προσευχές, ὅταν ἐπιμένωμε νά κρατᾶμε καί τά πάθη μας, καί μάλιστα ἐν συνειδήσει, ἀπό τήν προσευχή τελικά πολλές φορές, δέν ὁδηγούμαστε σέ σωστούς δρόμους. Καί, ἄν τό θέλετε, ὅταν ὑπάρχουν αὐτές οἱ ἀδυναμίες καί τά πάθη, πού πολλές φορές δυστυχῶς ὑπάρχουν, ἄν δέν προσέξωμε, μπορεῖ νά πέσωμε ἀκόμη καί σέ πλάνη. Ὁ πρῶτος καρπός τῆς προσευχῆς εἶναι νά φωτισθοῦμε νά ἀποβάλλωμε αὐτές τίς ἀδυναμίες μας.
Μέ αὐτές λοιπόν τίς προϋποθέσεις, ἄς ἐξετάσωμε καί ἄς διερευνήσωμε τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», γιατί, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἡ πιό δραστική καί ταυτόχρονα ἡ πιό ἀποτελεσματική μέθοδος ἐναντίον τῶν τριῶν μεγάλων μας ἐχθρῶν.
Πρώτιστα, ὁ πρῶτος καί κύριος ἐχθρός μας εἶναι ὁ ἴδιος μας ὁ ἑαυτός. Μέ τά χούγια του, τίς ἀδυναμίες του καί τά πάθη του, πού πολλές φορές, ὄχι μόνο ὅλα αὐτά δέν τά ἐντοπίζομε, ἀλλά τά θεωροῦμε καί γιά προτερήματα. Τί νά πρωτοαναφέρωμε… Ὅταν λέμε ”τόν στόλισα”, ”τήν στόλισα”, ”τούς ἔβαλα στήν θέσι τους”, ”τούς τἄψαλα”, ”τούς τακτοποίησα”…. Καί ἕνα σωρό ἀμέτρητα τέτοια πράγματα καί δραματικές καταστάσεις. Ἡ τραγωδία μας καί ἡ μεγίστη ἀδικία πού διαπράττομε κατά τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι ὅτι δέν καταλαβαίνομε, καί δέν κάνομε μία προσπάθεια, δυστυχῶς, νά καταλάβωμε, τήν ἐνοχή μας ἔναντι τοῦ Θεοῦ.
Δεύτερος τώρα ἐχθρός μας εἶναι ὁ διάβολος, πού ὡς λέων ὀρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίει. Σάν λιοντάρι δηλαδή πού βρυχᾶται, μέ τήν πνευματική ἔννοια, ζητᾶ νά δῆ, μέχρι τελευταίας στιγμῆς καί πνοῆς, ποιόν θά καταφέρη νά κατασπαράξη. Ἐννοεῖται, πάντα πνευματικά. Ἡ ψυχολογία τοῦ σατανᾶ, ὅπως ἔχομε ξαναπῆ, μοιάζει, λίγο-πολύ, μέ τήν ψυχολογία ἑνός κακοῦ μαθητῆ. Ὁ ὁποῖος, αὐτός ὁ κακός μαθητής, ἐπειδή ἔμεινε στήν ἴδια τάξι, ὄχι ἀπό κάποια ἀδυναμία ἤ κάποια ἄλλη δικαιολογία σωστή, ἀλλά ἀπό καθαρό πεῖσμα, ἀπό ἀδιαφορία καί ἀμέλεια. Ἀντί λοιπόν, νά κοιτάξη αὐτός ὁ κακός μαθητής, νά βελτιώση τήν θέσι του, δηλαδή νά κοιτάξη νά διαβάση καί νά περάση ἀξίως τήν τάξι του, ὅλως παραδόξως, αὐτός ὁ κακός μαθητής, ἐν προκειμένῳ ὁ διάβολος, ἀγωνίζεται, ἀγωνιᾶ, εὐελπιστεῖ καί παρηγορεῖται προσπαθῶντας, εἰ δυνατόν, νά συμπαρασύρη καί τούς ὑπόλοιπους συμμαθητάς του, νά μείνουν καί ἐκεῖνοι στήν ἴδια τάξι. Ἔ, κάπως ἔτσι μοιάζει νά εἶναι ἡ ψυχολογία τοῦ σατανᾶ, ἄν καί στό βάθος της, ἡ ψυχολογία τοῦ ἑωσφόρου καί τῆς συμμορίας του εἶναι ἀκατανόητη. Ἁπλῶς μέ ὅ,τι κάνει, ἐπιβαρύνει, ἔτι καί ἔτι, ἀκόμη περισσότερο, τήν θέσι του ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Κριτοῦ ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως.
Καί ὁ τρίτος μεγάλος ἐχθρός μας εἶναι ὁ κόσμος, ὁ ὁποῖος κατά τήν Γραφή κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ, μέ ὅλες τίς ἐν γένει ἀντίθεες παραστάσεις τῆς καθημερινότητος. Καί ὅσο περνοῦν τά χρόνια, ἕως τήν ἐποχή τοῦ Ἀντιχρίστου, πάντα ὁ κόσμος θά πηγαίνη ἀπό τό κακό στό χειρότερο. Ὅπου καί νά κοιτάξη κανείς, ὑπάρχει ἁμαρτία, ὑπάρχει τό κακό. Ἀκόμα καί στόν οὐρανό νά κοιτάξη κανείς, ὅπως μᾶς ἔλεγε κάποια ψυχή, ὑπάρχει περίπτωσις καί ἀπό ἐκεῖ νά μή δῆ καλό. Γιατί, κάποιος, λέγει, κοίταξε μιά φορά στόν οὐρανό καί ἔτυχε νά δῆ μία ἄσεμνη διαφήμισι, ἀπό ἕνα ἀεροπλάνο, τό ὁποῖο πετοῦσε χαμηλά καί κάτι διαφήμιζε. Εἶχε μία ἄσεμνη εἰκόνα, ἡ ὁποία ἐφαίνετο διά γυμνοῦ ὀφθαλμοῦ ἀπό τήν γῆ. Παντοῦ δηλαδή κυριαρχεῖ ἡ ἁμαρτία.
Καί στήν περίπτωσι αὐτή θά πῆ κάποιος, τί πρέπει νά κάνωμε; Πρέπει νά ἔχωμε φοβίες, νά κοιτᾶμε, ἤ χαμηλά, ἤ ψηλά; Ἄν καί ψηλά, ποτέ δέν εἴμαστε σίγουρα ἀσφαλεῖς. Ὄχι. Πρέπει νά ἔχωμε ἕνα σύστημα, ἐσωτερικό θά λέγαμε, ἕναν αὐτόματο πνευματικό μηχανισμό, πού ὅ,τι εἶναι σαβούρα, ὅ,τι δέν εἶναι καλό, νά μή τό δεχόμαστε μέσα μας, νά μή ἐντυπώνεται δηλαδή αὐτό εἰς τήν διάνοιά μας, γιατί ἄς μή γελοιόμαστε, δέν φταίει οὔτε τό μάτι, οὔτε ἡ ὅρασι, ἀλλά ”νοῦς ὁρᾶ καί νοῦς ἀκούει”. Δηλαδή ὅ,τι μᾶς ἐκκεντρίζει τόν νοῦ καί ἑστιάζει τήν προσοχή μας, σημαίνει ὅτι ὑπάρχει κάποιο ἐσωτερικό δικό μας κίνητρο καί, ἐν προκειμένῳ, ὑπάρχει κάποιο δικό μας πάθος, τό ὁποῖο ἑστιάζεται σέ κάποιες εἰκόνες. Ἄν δέν ὑπῆρχε τό πάθος, θάβλέπαμε χωρίς νά βλέπαμε. Ὅπως μᾶς ἔλεγε καί ὁ π. Παΐσιος, ”πρέπει νά κοιτᾶμε ἀφηρημένα χωρίς νά εἴμαστε ἀφηρημένοι”. Δηλαδή νά μήν ἐντυπώνωνται αὐτές οἱ ἁμαρτωλές εἰκόνες μέσα εἰς τό εἶναι μας. Γιατί, ἄν ἀποκτήσωμε μία φοβία, ”μή ἐδῶ”, ”μή ἐκεῖ”, παθαίνομε μεγαλύτερη ζημιά ἀπό τόν ἐχθρό.
Στό πρῶτο τμῆμα τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, παραδεχόμαστε τήν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔπαθε ὑπέρ ἡμῶν καί ἀντί ἠμῶν, στήν θέσι μας δηλαδή καί γιά χάρι μας, ἐκπληρώνοντας ἔτσι τήν σχετική προφητεία τοῦ ἀποδιοπομπαίου τράγου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Στόν Χριστό ὑπάρχει ὅλο τό πλήρωμα τῆς Θεότητος καί τῆς ἀνθρωπότητος. Γιατί, ἄν ὁ Χριστός δέν ἦταν Θεός, τότε, ὄχι μόνο δέν θά μποροῦσε νά μᾶς σώση, ἀλλά θά εἶχε καί ὁ ἴδιος πρῶτα ἀνάγκη προσωπικῆς του σωτηρίας. Ὁ Χριστός λοιπόν εἶναι Θεός. Εἶναι τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ ὁποῖος θεληματικά πῆρε καί ἀνθρώπινη μορφή. Βέβαια, αὐτή ἡ Ἐνανθρώπησι ἔγινε μέ τήν ταυτόχρονη θέλησι τοῦ Πατρός. Ὁ Πατήρ ηὐδόκησε, ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο. Καί μέ τήν συνεργεία ἐπίσης, τοῦ τρίτου Προσώπου, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Πρέπει νά χωνέψωμε, ὅτι ἄλλο πρᾶγμα εἶναι οἱ ἐνδοτριαδολογικές ἤ ”ἐνδοοικογενειακές” μεταξύ τους ἄχρονες, ἀΐδιες σχέσεις τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, καί ἄλλο οἱ σωτηριολογικοί ρόλοι τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, γιά τήν σωτηρία τοῦ σύμπαντος κόσμου. Τί ρόλο δηλαδή ἔπαιξε γιά τήν σωτηρία μας, καί ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ἀγγέλων καί τῆς κτίσεως, τό κάθε Πρόσωπο ξεχωριστά.
Ὅμως ὅλα αὐτά χρήζουν, ὅπως θά τό καταλαβαίνετε καί μόνοι σας, ἰδιαιτέρων ὁμιλιῶν καί στήν φάσι αὐτή, νά μήν ἐπιμείνωμε γιά νά μή ξεφύγωμε ἀπό τό κύριό μας θέμα. Τό μόνο πού τώρα λέμε, εἶναι ὅτι δυστυχῶς ὑποτιμοῦμε, ἀγνοοῦμε τήν προσφορά τῶν ἄλλων δύο Προσώπων, τοῦ Πατρός καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὑπάρχει πλήρης ἄγνοια.
Τώρα, στό δεύτερο τμῆμα τῆς εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ, στό ”ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν”, παραδεχόμαστε τήν ἐνοχή μας, ἔστω καί ἄν δέν τήν καταλαβαίνωμε. Καί αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο νά τό κάνωμε. Παραδεχόμενοι λοιπόν τήν ἐνοχή μας, ἐπικαλούμεθα τό θεῖο ἔλεος. Τό ”ἐλέησόν με” θά πῆ ”σπλαγχνίσου με, Κύριε” καί τό ”σπλαγχνίσου με”, μέ τήν σειρά του, μεταφράζεται ποικιλλότροπα, σέ ”φώτισέ με, Κύριε”, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἔλεγε, συνέχεια, ”Κύριε, φώτισον τό σκότος μου”. Ἑρμηνεύεται λοιπόν σέ ”φώτισέ με, Κύριε”, ”ἐνίσχυσέ με, Κύριε”, ”θεράπευσέ με, Κύριε”, καί πρό πάντων, ”συγχώρεσέ με, Κύριε”, σέ κάθε στιγμή. περίστασι καί πειρασμό.
Ὄχι ὅμως ὅπως ἐγώ ὁ ἐμπαθής, πεπερασμένος ἄνθρωπος θέλω καί κρίνω. Ὄχι, τό ξαναλέμε, ὅπως κρίνομε ἐμεῖς, ἀλλά ὅπως θά ἔκρινε ἡ ἀλάνθαστη κρίσι τοῦ Θεοῦ, ὅ,τι δηλαδή εἶναι γιά πνευματικό μας καί αἰώνιο συμφέρον. Γιατί; Ἄς μή κρυβόμαστε. Ἐμᾶς, μᾶς ἐνδιαφέρει νά περνᾶμε καλά, κυρίως σέ αὐτήν τήν ζωή. Τόν Θεό ὅμως, σάν καλός καί πάνσοφος Πατέρας πού εἶναι, δέν τόν ἐνδιαφέρει τόσο αὐτή ἡ πρόσκαιρη ζωή, ἀλλά τί τόν ἐνδιαφέρει; Ἡ κατά τό δυνατόν αἰωνία προσωπική μας βελτίστη πνευματική ἀποκατάστασις. Καί πολλές φορές, μᾶς συμβαίνει κάποια προσωπική, ἐπαγγελματική, ἤ οἰκογενειακή ἀποτυχία, ἤ, πολύ περισσότερο, μιά ἀρρώστεια, ἕνας θάνατος. Ὅσο φυσικά, καί ἄν τά προαναφερθέντα εἶναι ἀναμφισβήτητα πολύ ὀδυνηρά, κανείς δέν ἀντιλέγει, ὅμως, ἐάν ὅλα αὐτά τά ἀξιοποιήσωμε πνευματικά, ἀποτελοῦν σημαντικώτατο ψυχοσωτήριο, σωτηριολογικό μας προσωπικό παράγοντα. Ἄλλο θέμα βέβαια εἶναι τό ὅτι πολλές φορές, κάποιες δικές μας προσωπικές ἀτασθαλεῖες, μέ ὀδυνηρές γιά μᾶς συνέπειες, καί ὑλικές, καί πνευματικές, ἀπό νοσηρή μας ψευτοευλάβεια καί ἀπό καμουφλαρισμένη διάθεσι αὐτοδικαιώσεως, εἴτε τό καταλαβαίνομε, εἴτε ὄχι, τίς ἀποδίδομε στόν Θεό, καί ὄχι στήν δική μας ἀστοχία. Αὐτό, παρακαλῶ, νά τό προσέξωμε πολύ. Τώρα ὅμως, ἄς μή τό ἀναλύσωμε ἄλλο. Κάνομε γκάφες καί λέμε: «Ἔ, ἀφοῦ ἔτσι ἤθελε ἡ Παναγία…”, ἐνῶ ἐμεῖς δέν προσέχωμε τήν ὑγεία μας, τήν οἰκονομία μας, καί ἕνα σωρό ἄλλα πράγματα.
Λέγοντας τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, ζοῦμε τήν ὄντως μακαρία κατάστασι τῆς ταπεινώσεως. Πού, ἡ ταπείνωσις δέν εἶναι ὡραῖα λόγια, δέν εἶναι νά καθόμαστε εὐσεβίστηκα, σάν βρεγμένες γάτες, σάν κολῶνες ἤ ἀγάλματα, ἀφύσικα, ἀλλά εἶναι ἡ πιό ρεαλιστική κατάστασι καί, κατά τόν ἄγιο Μάξιμο, συνίσταται, ἁπαρτίζεται, ἡ ταπείνωσις, ἀπό μιά διπλῆ γνῶσι καί ἐπίγνωσι. Κατ᾽ ἀρχάς, συνίσταται στήν ἐπίγνωσι τῆς δυνάμεως καί τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ καί ταυτόχρονα στήν συναίσθησι τῆς δικῆς μας προσωπικῆς πνευματικῆς ἀδυναμίας. Ἀλλά, γιά νά γνωρίσωμε αὐτές τίς δύο ρεαλιστικώτατες πραγματικότητες καί καταστάσεις, πρέπει νά ἀγωνιζώμαστε. Διαφορετικά, ὅσο καί ἄν εἴμαστε ἔξυπνοι, ἤ διαβασμένοι, τίποτε δέν μποροῦμε νά καταλάβωμε ἀπό αὐτά τά δύο.
Γιά παράδειγμα, πῶς μποροῦμε νά ἐννοήσωμε, νά γνωρίσωμε ἐμπειρικά, τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἐάν ὁ ἴδιος ὁ Θεός δέν μᾶς ἀποκαλύψη, διά τῆς ἐμπειρίας, λίγο ἀπό τήν ἀμέτρητή Του δόξα; Καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι, πάνω στόν ἀγῶνα, ἐκ πείρας, ἐγνώρισαν τήν δύναμι, τήν λύσσα καί τήν μανία τοῦ σατανᾶ καί τῶν δαιμόνων, τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καί ἀσθένεια καί ἀνεπάρκεια, ἀλλά καί τήν ταυτόχρονη λυτρωτική ἐπέμβασι τοῦ Θεοῦ, πού, τίς πιό πολλές φορές, συνωδεύετο μέ κάποια θεοπτία, θεοφάνεια, ἤ τέλος πάντων, καί μέ κάποια ἄμεση ἤ ἔμμεση θεία ἐπέμβασι. Πολλές φορές λέμε, πῶς φέρει τά πράγματα ὁ Θεός καί μᾶς σώζει ἀπό κάτι. Πού αὐτό σίγουρα, δέν εἶναι τυχαῖο.
Γι᾽ αὐτήν τήν προσευχή, ὄχι μόνο στίς δικές μας πονηρές ἡμέρες, ἀλλά καί παλαιότερα, μερικοί, ἀκόμη καί εὐσεβέστατοι ἄνθρωποι, ὑπεστήριζαν καί ὑποστηρίζουν, ὅτι δῆθεν δέν προορίζεται αὐτή ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ γιά τούς λαϊκούς, ἀλλά μόνο γιά τούς μοναχούς, ἀπό τήν ἐποχή ἀκόμα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πού ἦταν ἀπό τούς πιό ἔνθερμους ὑποστηρικτάς τῆς εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ. Βέβαια, τί θά πῆ ”ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς”, πού δυστυχῶς τόν ἀγνοοῦμε, καί δέν εἶναι τῆς παρούσης ὥρας βέβαια νά μιλήσωμε περί αὐτοῦ.
Τοῦτο μόνο νά ἀναφέρωμε, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας τοῦ ἔχει ἀφιερώσει τήν Β´ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, γιατί τήν διδασκαλία του τήν θεωρεῖ σάν πρότυπο Ὀρθοδόξου γνησίας πνευματικότητος. Ἐνῶ δηλαδή τήν πρώτη Κυριακή ἑορτάζωμε τήν νίκη τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος, τήν νίκη τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἐν συνεχείᾳ, τήν Β´ Κυριακή τῶν Νηστειῶν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, προβάλλεται, διά μέσου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἡ σωστή Ὀρθόδοξη πνευματικότητα, ποιά δηλαδή εἶναι ἡ σωστή Ὀρθόδοξη πνευματικότης, ἡ ὁποία πρέπει νά εἶναι βέβαια ἀπόρροια μιᾶς σωστῆς Ὀρθοδόξου πίστεως.
Ἔτσι λοιπόν, στήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅταν τόν ἄκουσε κάποιος ἄλλος ἐνάρετος, κατά τά ἄλλα, μοναχός, ὀνόματι Ἰώβ, ὅταν ἄκουσε τόν ἅγιο Γρηγόριο, τόσο πολύ νά προτείνη αὐτήν τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ σέ ὅλους ἀδιακρίτως, καί λαϊκούς καί μοναχούς, ἐκεῖνος ὁ μοναχός ἀντέδρασε. Ἀρκεῖ νά σκεφθοῦμε ὅτι γιά ἕνα μεγάλο χρονικό διάστημα, καί ὅταν ἦταν στήν Σκήτη Βεροίας, ἀλλά καί ὅταν εὑρίσκετο στό Ἅγιον ὄρος, στό Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἄν καί εἶχε τόσα πολλά καθήκοντα, τά εἶχε ἀναθέσει, σέ ἄλλους ἱκανούς ἀνθρώπους, καί ὁ ἅγιος ἀπό τήν Δευτέρα ἕως καί τήν Παρασκευή, κατεγίνετο μέ τήν νοερά προσευχή τοῦ Ἰησοῦ. Καί μόνο τά Σαββατοκύριακα λειτουργοῦσε, κοινωνοῦσε καί τακτοποιοῦσε τίς λοιπές του ὑποθέσεις.
Ἔτσι λοιπόν, ὅταν ὁ ἐνάρετος κατά τά ἄλλα μοναχός Ἰώβ ἄκουσε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ νά προτείνη τήν εὐχή αὐτή τοῦ Ἰησοῦ καί γιά τούς λαϊκούς, ἀντέδρασε καί, κατά κάποιον τρόπο, διεφώνησε. Ἔφερε ἀντίρρησι στόν ἅγιο Γρηγόριο. Ἐπειδή ὅμως, καί αὐτός ἦταν ἄνθρωπος μεγάλης ἀρετῆς, τοῦ ἐνεφανίσθη, παρακαλῶ, ἄγγελος Κυρίου καί τοῦ εἶπε νά κάνη ὑπακοή στήν θέσι, στήν γνώμη, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιά τό θέμα αὐτό, δηλαδή τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ. Καί μόνο ἀπό αὐτό, πού εἶναι τό ἐλάχιστο βέβαια, ἀποδεικνύεται πόσο θεόσταλτη εἶναι αὐτή ἡ προσευχή.
Ἀλλά, τί λέγω ἐγώ; Ἄλλωστε, καί αὐτός ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν ἐπιστολή του πρός τούς Θεσσαλονικεῖς λέγει τό γνωστό μας ”ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε”. Ἤ, ἀλλοῦ λέγει ”ἐγώ καθεύδω, ἀλλ᾽ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ”. Ἐνῶ ἐγώ κοιμᾶμαι, ἡ καρδιά μου μένει ἄγρυπνη, προσευχομένη. Μέ αὐτά τά λόγια, τί συμπεραίνεται; Ὅτι πρέπει νά προσευχώμαστε ἀδιαλείπτως καί ὅτι αὐτό εἶναι ἐφικτόν, καί ὅτι αὐτό πού λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά τήν προσευχή δέν εἶναι ὑπερβολές, δέν εἶναι σχῆμα λόγου, ἀλλά εἶναι, ἀκατάληπτες μέν, ἀλλά μεγάλες πνευματικές πραγματικότητες, πού εἶναι ἐφικτές εἰς τόν ἄνθρωπον, κατόπιν βέβαια ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος νά κάνη πρῶτα τά ἀνθρώπινα, σέ ὅλους τούς τομεῖς καί στόν τομέα αὐτόν.
Καί, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἀναφέρει σχετικά, ὅτι εἶναι προτιμώτερη καί πιό ἀναγκαία ἡ προσευχή ἀπό τήν ἀναπνοή μας. Οὔτε στιγμή δέν παύομε νά ἀναπνέωμε. Ἔτσι, οὔτε στιγμή δέν πρέπει νά παύωμε νά προσευχώμαστε. Καί, ὅλη μας ἡ ζωή, ὅλες μας οἱ κινήσεις, ὅλες μας οἱ ἐνέργειες, πρέπει νά εἶναι μία προσευχή.
Αὐτά δέν εἶναι, ὅπως ἤδη εἴπαμε, ὡραῖα λόγια, ἀλλά εἶναι ἐντολές. Καί, στήν συνέχεια τῶν συνάξεών μας, πρῶτα θά ἀναφέρωμε ποιά εἶναι τά τρία κύρια στάδια τῆς προσευχῆς, ὅτι στήν ἀρχή δηλαδή πρέπει νά τήν λέμε ψιθυριστά, ἴσα-ἴσα νά ἀκούη τό αὐτί τί λέγει τό στόμα, ἰδιαίτερα ὅταν εἴμαστε μόνοι μας καί δέν γινώμαστε ἀντιληπτοί ἀπό τούς ἄλλους. Ὕστερα, νά τήν λέμε νοερά, νά τήν κρατᾶμε μέ τόν νοῦ μας, καί τέλος, ἐάν ὁ Θεός εὐδοκήση, καί καρδιακά, δηλαδή μέ τήν πνευματική μας καρδιά, μέ ὅλο μας τό εἶναι. Στήν συνέχεια, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τῶν ὁμιλιῶν μας, θά ἐξηγήσωμε, ὅτι ὁ μόνος τρόπος νά ἐπιτευχθοῦν αὐτές οἱ ἐντολές τῆς Ἐκκλησίας μας περί προσευχῆς, ὅπως τό ”ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε”, τό ”ἐγώ καθεύδω καί ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ”, εἶναι ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, τό ”Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”.
Νομίζω, ἀρκετά εἴπαμε γιά σήμερα. Ἄς σταματήσωμε τώρα κάπου ἐδῶ, καί ὅσον ἀφορᾶ γιά τό θέμα τῶν ἐρωτήσεων, προτείνω γιά λόγους πρακτικούς, νά μᾶς τίς δίδετε, εἴτε προφορικῶς, εἴτε γραπτῶς.
Λοιπόν, αὐτά εἴχαμε νά ποῦμε τώρα, εἰς τήν ἀγάπη σας. Θά συνεχίσωμε, ὅπως πάντα, τό ἑπόμενο Σάββατο.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος,
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος,
Ἑσπερινή ὁμιλία στόν Ἱ. Ναό Παναγίας Δεσποίνης Λαμίας κατά τό ἔτος 1999
http://theomitoros.blogspot.gr/
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.