Πρωτοπρ. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Το Πατερικό φρόνημα στην θεολογία
Συγγραφέας: kantonopou στις 15 Ιουλίου, 2012
Ήταν συνηθισμένο στην αρχαία Εκκλησία τα δογματικά κείμενα να αρχίζουν με φράσεις σαν κι αυτήν. Ό μεγάλος όρος τής Χαλκηδόνος αρχίζει μ’ αυτές τις ίδιες ακριβώς λέξεις. Ή Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδος αρχίζει την περί τών αγίων εικόνων απόφασή της με ακόμα πιό σαφή και έπεξεργασμένο τρόπο: «Επόμενοι τη θεόθεν δοθείση διδασκαλία των αγίων ήμων Πατέρων και τη παραδόσει της καθολικής Εκκλησίας».
Προφανώς, ήταν κάτι περισσότερο από μια έκκληση πρός τήν «αρχαιότητα». Πράγματι, ή Εκκλησία πάντοτε τονίζει τήν ταυτότητα τής πίστεως της δια μέσου τών αιώνων. Αύτη ή ταυτότητα και ή σταθερότητα, από τούς αποστολικούς χρόνους, είναι ή πιό ολοφάνερη απόδειξη και το πιό ολοφάνερο τεκμήριο τής ορθής πίστεως…
Όμως, παρ’ όλα αύτά, ή «αρχαιότης» μόνη της δεν είναι έπαρκής απόδειξη τής αληθινής πίστεως. Αρχαϊκά σύμβολα μπορεί να μας παραπλανήσουν τελείως. Ή αρχαιότητα και μόνον αρχαίων εθίμων δεν εξασφαλίζει τήν αλήθεια/Όπως το διατυπώνει ό “Άγιος Κυπριανός, «Αρχαιότητα χωρίς αλήθεια είναι παλαιότητα πλάνης» ( Έπιστ. 74). Και αλλού «Ό Κύριος είπε “εγώ ειμί ή αλήθεια”. Δεν είπε “εγώ ειμί ή συνήθεια”». (Γνώμαι επισκόπων, αριθμ. 87, κεφ. 30).
Ή αληθινή παράδοση είναι μόνο ή παράδοση τής αληθείας, traditio veritatis. Και αύτη ή «αληθινή παράδοση», κατά τόν αγιο Ειρηναίο, στηρίζεται επάνω εις, και εξασφαλίζεται άπό, εκείνο το charisma veritatis certum, πού έχει άποταμιευθη άπό τήν άρχή μέσα στήν Εκκλησία και έχει διαφυλαχθη στήν αδιάσπαστη αποστολική διαδοχή.
‘Έτσι, «παράδοση» στήν Εκκλησία δεν είναι απλώς ή συνέχεια της ανθρώπινης μνήμης, η ή σταθερότητα τών τελετουργικών τύπων και εθίμων. Τελικά, «παράδοση» είναι ή συνέχεια της θείας άρωγης, ή διαρκής παρουσία τού Αγίου Πνεύματος. Ή Εκκλησία δεν δεσμεύεται από «το γράμμα». Καθοδηγείται σταθερά από «το Πνεύμα». Το ίδιο το Πνεύμα, το Πνεύμα της Αληθείας, «το λαλήσαν δια των Προφητών», πού καθοδήγησε τούς Αποστόλους, πού φώτισε τούς Ευαγγελιστές, παραμένει ακόμα στην Εκκλησία και την οδηγεί σε πληρέστερη κατανόηση της θείας αληθείας, από δόξα σε δόξα.
«Επόμενοι τοις Αγίους Πατράσιν…». Τούτο δεν είναι παραπομπή σε μιά άφηρημένη παράδοση, σε δογματικά σύμβολα και προτάσεις. Είναι πρώτα – πρώτα μιά άναφορά σε πρόσωπα, σε αγιους μάρτυρες. Ή μαρτυρία των Πατέρων άνήκει, καθ’ ολοκληρίαν και κατ’ ούσίαν, στην ϊδια τή δομή της ορθοδόξου πίστεως. Ή Εκκλησία είναι εξίσου αφοσιωμένη στο κήρυγμα των Αποστόλων και στα δόγματα των Πατέρων. Και τα δύο πηγαίνουν μαζί αχώριστα. Ή Εκκλησία είναι πράγματι «αποστολική». Άλλ’ είναι επίσης και «πατερική». Και μόνο με το να είναι «πατερική» είναι και συνεχώς «αποστολική». Οι Πατέρες επιβεβαιώνουν την υποτονικότητα της παραδόσεως. Υπάρχουν δύο βασικά στάδια στή διάδοση της χριστιανικης πίστεως. Ή άπλή πίστη μας έπρεπε να προσλάβη συστηματοποιημένη μορφή. Ύπηρχε μιά εσωτερική τάση, μιά εσωτερική λογική, μιά εσωτερική άναγκαιότητα σ’ αύτή τή μετάβαση – από το κήρυγμα στο δόγμα. Πράγματι, τα δόγματα των Πατέρων είναι κατ’ ούσίαν το ίδιο «άπλό» κήρυγμα, πού κηρύχθηκε γιά μιά φορά και διαφυλάχθηκε από τούς Αποστόλους μιά φορά γιά πάντα. Άλλά τώρα έχει – το ίδιο αύτό κήρυγμα – συστηματοποιηθη και άναπτυχθη σε ένα αρμονικό σώμα άλληλοσυμπληρουμένων μαρτυριών. Το άποστολικό κήρυγμα όχι μόνο διαφυλάχθηκε στην Εκκλησία: ζη μέσα στην Εκκλησία, σάν ένα depositum juvenescens, κατά τή φράση τού άγίου Ειρηναίου. Μ’ αύτήν την έννοια ή διδασκαλία των Πατέρων είναι μιά μόνιμη λογική κατηγορία της χριστιανικης πίστεως, ένα σταθερό και άπόλυτο μέτρο η κριτήριο της όρθης πίστεως.
Μ’ αύτήν την έννοια, ακόμα, οί Πατέρες δεν είναι άπλώς μάρτυρες της παλιάς πίστεως, άλλά πάνω άπ’ όλα και πριν άπ’ όλα, είναι μάρτυρες της ορθής πίστεως. Συνεπώς, ή σύγχρονη έκκληση προς τούς Πατέρες είναι πολύ περισσότερο από μια ιστορική άναφορά – στο παρελθόν. «Το πνεύμα των Πατέρων» είναι ένας ουσιαστικός όρος αναφοράς στην ορθόδοξη θεολογία, όχι μικρότερης σημασίας από το λόγο της Αγίας Γραφής, και στην πραγματικότητα δεν χωρίζεται ποτέ άπ’ αύτόν. Οι ίδιοι οι Πατέρες ήταν πάντοτε υπηρέτες τού λόγου και ή θεολογία τους ήταν κατ’ ούσίαν εξηγητική. Έτσι, όπως ωραία τονίσθηκε από τον Louis Bouyer, «ή καθολική Εκκλησία όλων των εποχών δεν είναι απλώς ένα τέκνο των Πατέρων, άλλα είναι κα) παραμένει ή Εκκλησία των Πατέρων».
Το πιό χαρακτηριστικό γνώρισμα της πατερικής θεολογίας ήταν ό «υπαρξιακός» της χαρακτήρας.
Οι Πατέρες έθεολόγησαν, όπως λέγει ό Γρηγόριος ό Ναζιανζηνός, κατά τον τρόπο των Αποστόλων, όχι τού Αριστοτέλους, «άλιευτικώς ουκ άριστοτελικώς»( Όμιλία κγ’, 12).
Ή διδασκαλία τους ήταν ακόμα ένα «μήνυμα», ένα κήρυγμα. Ή θεολογία τους ήταν μια «κηρυγματική θεολογία», ακόμα και όταν διατυπωνόταν λογικά και ενισχυόταν με λογικά επιχειρήματα. Ή τελική άναφορά γινόταν ακόμα στην πίστη, στην πνευματική κατανόηση. Αρκεί να μνημονεύσουμε σ’ αυτό το σημείο τα ονόματα τού Αγίου Αθανασίου, τού Αγίου Γρηγορίου τού Ναζιανζηνού, τού άγίου Μαξίμου τού Όμολογητού. Ή θεολογία τους ήταν μια μαρτυρία.
Μακράν της έν Χριστώ ζωής ή θεολογία δεν πείθει καθόλου, και, αν χωρισθη από τή ζωή της πίστεως ή θεολογία μπορεί εύκολα να έκφυλισθη σε κενή διαλεκτική, σε μια μάταιη πολυλογία, χωρίς καμμιά πνευματική βαρύτητα.
Ή πατερική θεολογία θεμελιωνόταν στην άποφασιστική άποδοχή της πίστεως. Δεν ήταν άπλώς μια αύτοεξηγούμενη «διδασκαλία», πού θά μπορούσε να προσφερθη με έπιχειρήματα, δηλαδή άριστοτελικώς, χωρίς να προηγηθη το δόσιμο της ψυχης.
Αύτή ή θεολογία θά μπορούσε μόνο να «κηρυχθη» η να «έκφωνηθη» και όχι άπλώς να «διδαχθη» κατά ένα σχολικό τρόπο· να «κηρυχθη» από τον άμβωνα, να έκφωνηθη επίσης με τούς λόγους της προσευχής και με τις ιερές τελετές, και πράγματι να φανερωθη στην όλη δομή της χριστιανικής ζωής.
Αυτού τού είδους ή θεολογία ποτέ δεν μπορεί να άποχωρισθη από τή ζωή της προσευχής και από την άσκηση της αρετής. «Ή κλίμαξ της καθαρότητος είναι ή άρχή της θεολογίας», κατά τή φράση τού άγίου Ιωάννου της Κλίμακος.
Άφ’ ετέρου, ή θεολογία πάντοτε είναι, τρόπον τινά «προπαιδευτική», αφού τελικός της στόχος και σκοπός είναι να δώση μαρτυρία γιά το μυστήριο του ζώντος Θεού, λόγω και έργω. Ή «θεολογία» δεν είναι αυτοσκοπός.
Είναι πάντοτε μόνο μια οδός.
Ή θεολογία παρουσιάζει μόνο ένα «εννοιολογικό περίγραμμα» της αποκαλυφθείσης αληθείας, μια «νοητική» (noetic) μαρτυρία γι’ αύτήν. Μόνο μέσα σε μια πράξη πίστεως αύτό το περίγραμμα πληρούται με ζωντανό περιεχόμενο. Κι όμως και το «περίγραμμα» είναι επίσης απαραίτητο.
Τα χριστολογικά σύμβολα έχουν στην πραγματικότητα νόημα μόνο γιά τους πιστούς, γιά κείνους πού συνάντησαν τον ζώντα Χριστό και τον έχουν αναγνωρίσει ως Θεό και Σωτηρα, γιά κείνους πού κατοικούν με την πίστη έν Αύτω, στο σώμα Του, στην Εκκλησία.
Μ’ αύτήν την έννοια, ή θεολογία ποτέ δεν είναι μια αύτοεξηγούμενη διδασκαλία. Επικαλείται συνεχώς την όραση της πίστεως. «Ο έωράκαμεν και ακηκόαμεν, τούτο καταγγέλομεν ύμίν». Χωριστά από αύτήν την «καταγγελία» οι θεολογικές διατυπώσεις δεν έχουν καμμιά συνέπεια.
Γιά τον ίδιο λόγο αύτά τα σύμβολα δεν θά έπρεπε να λαμβάνωνται έξω από το πνευματικό τους κλίμα. Είναι πολύ επικίνδυνο να άπομονώνης ορισμένες δογματικές προτάσεις και να τις άφαιρής από την όλη προοπτική μέσα στην οποία και μόνο έχουν σημασία και άξία. Είναι επικίνδυνη συνήθεια να χρησιμοποιης απλώς «χωρία» από τούς Πατέρες και άκόμη από την Αγία Γραφή, έξω από την όλη δομή της πίστεως, μέσα στην οποία και μόνο είναι πραγματικά ζωντανά.
Το «επεσθαι τοις Πατράσιν» δεν σημαίνει απλώς να παραθέτης τις προτάσεις τους. Σημαίνει να άποκτήσης το πνεύμα τους, το φρόνημα τους.
Ή Ορθόδοξη Εκκλησία ισχυρίζεται ότι έχει διαφυλάξει αυτό το πνεύμα (φρόνημα) και ότι έχει θεολογήσει ad mentem Patrum (κατά το πνεύμα των Πατέρων).
Σ’ αυτό άκριβώς το σημείο μια σπουδαία απορία μπορεί να δημιουργηθη.
Ό όρος «εκκλησιαστικοί Πατέρες» περιορίζεται κανονικά στους διδασκάλους της αρχαίας Εκκλησίας. Και πιστεύεται συνήθως ότι ή αυθεντία τους, αν γίνει δεκτό ότι υπάρχει καθόλου, οφείλεται στην «αρχαιότητα» τους, δηλαδή στην κάποια χρονολογική εγγύτητα τους προς την «πρώτη Εκκλησία», προς την αρχική η αποστολική «εποχή» της χριστιανικής ιστορίας.
Ήδη, όμως, ό άγιος Ιερώνυμος αισθάνθηκε την υποχρέωση να άντικρούση αυτόν τον ισχυρισμό: το Πνεύμα πνέει πραγματικά σ’ όλες τις εποχές. Πράγματι, δεν υπήρξε καμιά ελάττωση στην «αυθεντία» και καμιά ελάττωση στην αμεσότητα της πνευματικής γνώσεως μέσα στον ρουν της Εκκλησιαστικής Ιστορίας – φυσικά πάντοτε υπό τον έλεγχο της πρώτης μαρτυρίας και αποκαλύψεως.
Δυστυχώς το σχήμα της «ελαττώσεως»,αν όχι μιας ολικής «παρακμής», έχει γίνει ένα από τα συνήθη λογικά σχήματα της ιστορικής σκέψεως. Πιστεύεται από πολλούς συνειδητά η υποσυνείδητα, ότι ή πρώτη Εκκλησία ήταν, τρόπον τινά, πλησιέστερα στην πηγή της αληθείας. Κατά την χρονολογική σειρά, φυσικά, τούτο είναι φανερό και αληθινό.
Αλλά σημαίνει τούτο ότι ή πρώτη Εκκλησία πράγματι γνώρισε και κατανόησε το μυστήριο της αποκαλύψεως, τρόπον τινά, «καλύτερα» και «πληρέστερα» από όλες τις επόμενες εποχές, ούτως ώστε τίποτα άλλο δεν απόμεινε για τις «μελλοντικές εποχές» παρά μόνο ή «επανάληψη»;
Πραγματικά, ή εξιδανίκευση του παρελθόντος, σαν παραδοχή της δικής μας ανεπαρκείας και αποτυχίας, σαν πράξη ταπεινόφρονης αυτοκριτικής, μπορεί να είναι σωστή και υγιής ενέργεια. Αλλά είναι επικίνδυνο να την θέλουμε ως αφετηρία της θεολογίας της Εκκλησιαστικής μας Ιστορίας η ακόμα της θεολογίας της Εκκλησίας μας.
Πολλοί πιστεύουν ότι ή «εποχή των Πατέρων» έχει τερματισθη και συνεπώς θά πρέπει να θεωρηται άπλώς «σαν μια παλιά δομή», άρχαϊκή και άπηρχαιωμένη. Το χρονικό όριο της «πατερικής έποχης» ορίζεται κατά ποικίλους τρόπους. Συνήθως ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός θεωρείται ως ό «τελευταίος Πατήρ» της Ανατολής και ό άγιος Γρηγόριος ό Μέγας η ό Ισίδωρος Σεβίλλης ως ό τελευταίος της Δύσεως. Αυτό το χρονικό όριο έχει προκαλέσει περισσότερες από μια αντιρρήσεις. Π.χ., δεν θά έπρεπε ό άγιος Θεόδωρος ό Στουδίτης να συγκαταριθμηθη μεταξύ των Πατέρων; Αφ’ ετέρου, μπορεί να ύποστηριχθη ότι «ή εποχή των Πατέρων» έχει πράγματι φθάσει στο τέλος της πολύ νωρίτερα ακόμα και από τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Αρκεί άπλώς να θυμηθούμε την περίφημη φόρμουλα της Consensus quinquesaecularis πού περιόρισε την «αύθεντική» περίοδο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας στην πραγματικότητα μέχρι της έποχης της Χαλκηδόνος. Βέβαια, ή φόρμουλα αύτή ήταν προτεσταντική.
Αλλά και ή συνήθης άνατολική φόρμουλα των «έπτά οικουμενικών συνόδων» δεν είναι στην πραγματικότητα πολύ καλύτερη, αφού τείνει, όπως πρόσφατα κάνει, να περιορίζη την πνευματική αυθεντία της Εκκλησίας στους οκτώ αιώνες, σαν να έχη ήδη περάσει ή «χρυσή εποχή» της Εκκλησίας και μπαίνουμε τώρα ίσως σε μια σιδηρά εποχή, πολύ κατώτερη από άπόψεως πνευματικής δυνάμεως και αύθεντίας.
Ψυχολογικά, αύτή ή τάση είναι άπόλυτα κατανοητή, άλλά δεν μπορεί να δικαιωθη θεολογικά. Ασφαλώς, οι Πατέρες του Δ’ και Ε’ αιώνος είναι πολύ πιό έπιβλητικοΐ από τούς μεταγενέστερους και ή μοναδικότητα του μεγαλείου τους δεν μπορεί να άμφισβητηθη. Έν τούτοις, ή Εκκλησία παρέμεινε όλοζώντανη και μετά την Χαλκηδόνα. Και στην πραγματικότητα, ό ύπερτονισμός «των πρώτων πέντε αιώνων»
διαστρεβλώνει επικίνδυνα την θεολογική όραση κα! εμποδίζει την ορθή κατανόηση κα! αυτού του δόγματος της Χαλκηδόνος.
Ή απόφαση της “Έκτης Οικουμενικής Συνόδου τότε θεωρείται απλώς ένα είδος «παραρτήματος» στον όρο της Χαλκηδόνος κα! ή αποφασιστική θεολογική συνεισφορά του αγίου Μαξίμου του Όμολογητού συνήθως παραγνωρίζεται τελείως. Ό υπερτονισμός των «οκτώ αιώνων» αναπόφευκτα αμαυρώνει την κληρονομία του Βυζαντίου. Υπάρχει ακόμα μια έντονη τάση να θεωρήται ό «Βυζαντινισμός» σαν μια κατώτερη συνέχεια, η ακόμα σαν ένας παρηκμασμένος επίλογος, στην πατερική εποχή. Ίσως, είμαστε προετοιμασμένοι, τώρα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να δεθούμε την αυθεντία των Πατέρων. Αλλά οι «βυζαντινοί θεολόγοι» δεν συγκαταριθμοϋνται ακόμα μεταξύ των Πατέρων.
Στην πραγματικότητα, εν τούτοις, ή βυζαντινή θεολογία είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια δουλική «επανάληψη» της διδασκαλίας των Πατέρων. “Ήταν μια οργανική συνέχεια της πατερικής προσπάθειας. Άρκεί να θυμηθούμε τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, κατά τον ενδέκατο αιώνα, και τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, κατά τον δέκατο τέταρτο. Μια αποκλειστική προσήλωση στις επτά οικουμενικές συνόδους πράγματι αντιτίθεται προς τή βασική αρχή της ζώσης παραδόσεως μέσα στην Εκκλησία. Ασφαλώς, οι επτά, αλλά όχι μόνον οι επτά.
Ό ΙΖ’ αιώνας υπήρξε, πράγματι, μια κρίσιμη εποχή στην ιστορία της ανατολικής θεολογίας. Ή διδασκαλία της θεολογίας είχε αποκλίνει εκείνους τούς χρόνους από το παραδοσιακό πατερικό πλαίσιο κα! είχε υποστώ επίδραση από τή Δύση, μάλλον κατ’ επιλογήν, κα! από τον μεταγενέστερο ρωμαιοκαθολικό σχολαστικισμό των μετά την εν Τριάντα Συνοδών χρόνων και από τις διάφορες θεολογίες της Μεταρρυθμίσεως. Αυτά τα δάνεια επηρέασαν βαθύτατα τή θεολογία των λεγομένων «συμβολικών βιβλίων» της Ανατολικής Εκκλησίας, τα όποτε δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αυθεντική φωνή της χριστιανικής Ανατολής. Το ύφος της θεολογίας άλλαξε. Παρά ταύτα, αυτό δεν σημαίνει ότι επήλθε καμιά δογματική μεταβολή. Ήταν στην πραγματικότητα, μια ανιαρή κα! αμφίβολη ψευδομόρφωση της ανατολικής θεολογίας, πού ακόμα κα! στα δικά μας χρόνια δεν έχει ύπερνικηθή. Αυτή ή ψευδομόρφωση πράγματι φανέρωσε ένα κάποιο διχασμό μέσα στή ψυχή της Ανατολής για να δανειστούμε μια από τις προσφιλείς εκφράσεις του Arnold Toynbee.
Πράγματι, στή ζωή της Εκκλησίας ή παράδοση των Πατέρων ποτέ δεν έχει διακοπή. Ή όλη δομή της ανατολικής λειτουργίας, με μια ευρύτερη σημασία του όρου, είναι ακόμα εξ ολοκλήρου πατερική. Ή ζωή της προσευχής κα! της πνευματικής περισυλλογής ακόμα ακολουθεί τα παλιά πρότυπα. Ή Φιλοκαλία, αυτή ή περίφημη εγκυκλοπαίδεια της ανατολικής ευσέβειας και του ανατολικού ασκητισμού, πού περιλαμβάνει κείμενα πολλών αιώνων, από τον άγιο Αντώνιο τον Αιγύπτιο μέχρι των Ησυχαστών του ΙΔ’ αιώνος, γίνεται όλο κα! περισσότερο το εγχειρίδιο πνευματικής καθοδηγήσεως για όλους εκείνους πού είναι πρόθυμοι να ζήσουν την Ορθοδοξία στις μέρες μας. Το κύρος του συνθέτου της αγίου Νικοδήμου του Άγιορείτου έχει πρόσφατα ξανατονισθή καί ενισχυθή με την επίσημη ανακήρυξή του είς άγιον από την Ελληνική Εκκλησία.
Μ’ αυτήν την έννοια, μπορεί να ύποστηριχθή, ότι «ή εποχή των Πατέρων» εξακολουθεί ακόμα να ζή στην «προσευχομένη Εκκλησία». Δεν θά έπρεπε να συνεχίζεται επίσης κα! στις σχολές, στην περιοχή της θεολογικής έρευνας και διδασκαλίας; Δεν θά έπρεπε να επανακτήσουμε «το πνεύμα των Πατέρων» και στή θεολογική μας επίσης σκέψη και στο περιεχόμενο της πίστεως; «Να επανακτήσουμε», πράγματι, όχι σαν ένα αρχαϊκό τρόπο σκέψεως κα! συμπεριφοράς, ούτε απλώς σαν ένα αξιοσέβαστο λείψανο, αλλά σαν μια υπαρξιακή στάση, σαν ένα πνευματικό προσανατολισμό. Πράγματι, ήδη ζούμε σε μια εποχή αναγεννήσεως και αποκαταστάσεως.
Εν τούτοις δεν αρκεί να διατηρήσουμε μια «βυζαντινή λειτουργία», να αποκτήσουμε ένα «βυζαντινό ρυθμό» στην εικονογραφία και στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, να χρησιμοποιούμε βυζαντινούς τρόπους προσευχής και ασκήσεως. Πρέπει κανείς να πάη πίσω στις ίδιες τις ρίζες αυτής της παραδοσιακής «ευσέβειας» πού πάντοτε αγαπήθηκε σαν ιερή κληρονομιά. Πρέπει να επανακτήσει κανείς το πατερικό πνεύμα. Άλλοις θά κινδυνεύει να είναι ακόμα εσωτερικά διχασμένος – μεταξύ του «παραδοσιακοί» προτύπου «ευσέβειας» και του μη παραδοσιακοί προτύπου της λογικής.
Ως «προσευχόμενοι» οι Ορθόδοξοι πάντοτε παρέμειναν στην «παράδοση των Πατέρων». Πρέπει να παραμείνουν στην ίδια παράδοση επίσης και ως «θεολόγοι». Με κανένα άλλο τρόπο δεν μπορεί ή ακεραιότητα της ορθοδόξου υπάρξεως να διατηρηθή καi να εξασφαλισθή.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.