Στήβεν Ράνσιμαν, ένας άνθρωπος που ποτέ δεν βαρέθηκε
Συγγραφέας: kantonopou στις 31 Μαρτίου, 2012
Λαΐου Αγγελική
Λαμπερές προσωπικότητες, όπως ο Στήβεν Ράνσιμαν, είναι σπάνιες. Ακόμη σπανιότερα τέτοιοι άνθρωποι γίνονται ιστορικοί. Σπάνια,τέλος, αποσπούν την αγάπη και το σεβασμό όχι μόνο των ειδικών του κλάδου τους, αλλά και του ευρέος κοινού, και δη σε ξένη χώρα. Στην Ελλάδα,ο Στήβεν Ράνσιμαν ήταν πολύ αγαπητός, και για πολλούς ανθρώπους Ράνσιμαν σημαίνει Βυζάντιο. Αυτό έχει τη σημασία του στη χώρα μας, γιατί ούτε το Βυζάντιο είναι από όλους αποδεκτό ως μία σημαντική περίοδος στην ιστορία του ελληνισμού, ούτε η ιστορία γενικά έχει πια την αίγλη που την περιέβαλε, και τη διδακτική ικανότητα που της απέδιδαν στο παρελθόν. Ο Στήβεν Ράνσιμαν όμως έσπασε τα πολλαπλά φράγματα.
Η προσωπικότητά του και η πλούσια και ιδιόρρυθμη ζωή του τον έκαναν έναν άνθρωπο που από την πρώτη γνωριμία εντυπωσίαζε και προκαλούσε το ενδιαφέρον του συνομιλητή του. Τον θυμάμαι σε μία σκηνή που θα μου μείνει αξέχαστη. Έτυχε να βρισκόμαστε μαζί, επισκέπτες σε ένα αμερικανικό πανεπιστήμιο κάπου στο γεωγραφικό κέντρο της Αμερικής. Οι φοιτητές που άκουγαν τις διαλέξεις μας ήταν όλοι προπτυχιακοί, έξυπνα παιδιά, αλλά με ελάχιστες γνώσεις περί Βυζαντίου. Ο Ράνσιμαν τους μάγεψε. Θυμάμαι να κάθονται στο πάτωμα, γύρω από την καρέκλα του, και να κρέμονται από το στόμα του, μαγεμένοι από τις ιστορίες που τους έλεγε για το Βυζάντιο, για τα Βαλκάνια, για την Ιστορία. Είναι πολύ δύσκολο να συναρπάσει κανείς ένα τέτοιο ακροατήριο με τέτοια θέματα.
Όταν πέθανε ο Στήβεν Ράνσιμαν, οι νεκρολογίες που δημοσιεύθηκαν τόσο στις ελληνικές όσο και στις αγγλικές εφημερίδες ανέφεραν, μεταξύ άλλων, την αριστοκρατική του καταγωγή και τις επαφές του όχι μόνο με τις βασιλικές οικογένειες ευρωπαϊκών κρατών αλλά και με τον τελευταίο αυτοκράτορα της Κίνας, με τον οποίο έπαιζε ντουέτα στο πιάνο. Μίλησαν για τις σχέσεις του με ολόκληρη την ανώτερη τάξη της Αγγλίας -την κοινωνική και την ακαδημαϊκή- και τη γνωριμία του με προσωπικότητες όπως ο Τζον Μ. Κέυνς η ο Γκάι Μπέρτζες. Έγραψαν, ακόμη, για τα ταξίδια του και για τη σχεδόν απίστευτη σύμπτωση, αν ήταν σύμπτωση, να βρίσκεται σε διάφορες χώρες σε στιγμές όπου διαδραματίζονταν επικίνδυνα αλλά, φυσικά, σημαντικά γεγονότα: στην Κίνα το 1924, όταν η χώρα βρισκόταν σε εμφύλιο πόλεμο. Το 1940 στη Σόφια, όπου κατέληξε μετά από μακρύ ταξίδι (Λονδίνο-Κέιπ Τάουν-Κάιρο, Βουλγαρία) και όπου έμεινε ως τη στιγμή που έφθασαν οι Γερμανοί, τον Μάρτιο του 1941. Στην Κωνσταντινούπολη, όπου δίδαξε Βυζαντινή Ιστορία και Τέχνη από το 1942 ως το 1945. και όπου εθεωρείτο πράκτορας των Άγγλων. Στην Αθήνα, από το 1945 ως το 1947, ως διευθυντής του Βρετανικού Συμβουλίου και μέλος της δυναμικής τριανδρίας Ράνσιμαν, Όσμπερτ Λάνκαστερ (στην πρεσβεία) και Πάτρικ Λη Φέρμορ (στο Βρετανικό Ινστιτούτο). Για όλες αυτές τις στιγμές μιας ζωής που ήταν γεμάτη περιπέτειες είχε να πει ιστορίες που μάγευαν τον συνομιλητή του.
Δεν είναι όμως αυτός ο λόγος που αναφέρθηκα στο συγκεκριμένο κομμάτι της ζωής του. Ο λόγος είναι ότι η ζωή του και η επιστήμη του ήταν στενά συνδεδεμένες σε μίαν ωραία και δημιουργική αρμονία. Ενδιαφερόταν βαθιά για κάθε τι ανθρώπινο, από τα αντικείμενα της καλλιτεχνικής δημιουργίας μέχρι τις διεργασίες της ανθρώπινης συναναστροφής. Από τις ιδέες και αξίες του πνεύματος μέχρι την καθημερινή ζωή. Ζούσε τη ζωή ως ιστορικός και η ιστορία που συνέγραφε ήταν ζωντανή, και γραμμένη πάντα με βαθύ ενδιαφέρον για την εποχή και για τους ανθρώπους που τη δημιούργησαν. Ένας άλλος μεγάλος μεσαιωνολόγος του 20ου αιώνα, ο Ανρί Πιρέν, έλεγε:«J’aime l’histoire parce que j’aime la vie». Νομίζω ότι αυτό περιγράφει ακριβώς τον Στήβεν Ράνσιμαν. Ήταν ένας άνθρωπος που ποτέ δεν βαρέθηκε στη ζωή του. Και αυτή η ζωντάνια χαρακτήριζε τόσο την κουβέντα του όσο και τις διαλέξεις του και το γράψιμό του. Το είπε,άλλωστε, και ο ίδιος σε μίαν ενδιαφέρουσα συνέντευξή του στο New Yorker: «Πάντα αγαπούσα τις ιστορίες και τους ανθρώπους, και πάντα μου άρεσε να προσπαθώ να καταλάβω τις ωραίες ιστορίες του παρελθόντος».
Ο Στήβεν Ράνσιμαν ήταν ένας από τους τελευταίους μεγάλους ιστορικούς της αφηγηματικής σχολής. Η ιστορία, για τον Ράνσιμαν, είναι η αφήγηση σημαντικών γεγονότων, σημαντικών θεσμών και σημαντικών ανθρώπων που άλλαξαν την ανθρώπινη μοίρα, με σκοπό τη βαθύτερη κατανόηση της ανθρωπότητας. Τα θέματα που διάλεγε ήταν μεγάλα: η Ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας υπό οθωμανική κατοχή, ο βυζαντινός πολιτισμός, η ιστορία των Σταυροφοριών -από την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τον Ομάρ, το 638, ως την πτώση του βασιλείου της Άκρας το 1291. Σίγουρα, καθοριστικές στιγμές στην ιστορία της Ανατολικής Ευρώπης και της Εγγύς Ανατολής. Τα επεξεργαζόταν με την πρόθεση και το σκοπό να συγγράψει την ιστορία με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια. Διάβαζε όλες τις πηγές χρησιμοποιώντας, για την Ιστορία των Σταυροφοριών,για πρώτη φορά ολόκληρο το υλικό -πηγές βυζαντινές, δυτικοευρωπαϊκές, αραβικές, αρμενικές, συριακές. Ο ίδιος έλεγε ότι δεν πρέπει ο ιστορικός να πνίγεται σε λεπτομέρειες η να περιορίζεται σ’ αυτές. Στα μεγάλα έργα του Ράνσιμαν η αφήγηση των γεγονότων είναι λεπτομερής. Όμως, ποτέ δεν χάνεται μέσα στη λεπτομέρεια ο ιστορικός, δουλειά και καθήκον του οποίου είναι να συνθέτει: να βλέπει, πέρα από τα συγκεκριμένα γεγονότα, τη μεγάλη και πολυσύνθετη εικόνα,τις ρίζες της στο παρελθόν, τη σημασία της για το μέλλον.
Η αφηγηματική ιστορία, η ιστορία του Ηροδότου και του Θουκυδίδη, δεν ήταν της μόδας στη διεθνή Ιστοριογραφία επί πολλές δεκαετίες μετά τον πόλεμο. Άλλες ιστορικές σχολές, η σχολή των Annales, η οικονομική σχολή με μία βραχύβια παρέκκλιση στην οικονομετρία, η στρουκτουραλιστική σχολή, η αποδομητική σχολή ήταν πολύ περισσότερο στη μόδα. Μόνο σχετικά πρόσφατα έχουν αρχίσει οι ιστορικοί να επανέρχονται στην αφηγηματική ιστορία, που σιγά σιγά αποκτά πάλι ενδιαφέρον, θα δούμε με τι αποτελέσματα. Ο Στήβεν Ράνσιμαν γνώριζε τα νέα ρεύματα, όμως ο ίδιος παρέμενε πιστός στο είδος της Ιστορίας που θεωρούσε το πιο αποτελεσματικό.
Η καλή αφηγηματική ιστορία έχει ορισμένες προδιαγραφές, εκτός από αυτές που ήδη ανέφερα, δηλαδή τη βαθιά γνώση των πηγών και των γεγονότων. Απαιτεί αφηγηματικό ταλέντο και ωραία γλώσσα. Στην αγγλική ιστοριογραφική παράδοση, μεγάλοι ιστορικοί που έγραφαν ωραία, γλαφυρά και λόγια αγγλικά υπήρξαν αρκετοί. Για το Βυζάντιο και τη γνώση των Αγγλοσαξόνων περί αυτού ήταν δυστύχημα που ο Έντουαρντ Γκίμπον, ο οποίος απεχθανόταν βαθύτατα το Βυζάντιο, ήταν μεγάλος στιλίστας που χειριζόταν την αγγλική γλώσσα σχεδόν σαν μουσικό όργανο. Έτσι, το έργο του «Η παρακμή και η πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» έγινε κλασικό, διαβάστηκε από περίπου όλους τους αγγλόφωνους λογίους και διαμόρφωσε μίαν αρνητική εικόνα για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Είναι μία εικόνα που εξακολουθεί να σαγηνεύει -παρ’ όλο που είναι απολύτως ξεπερασμένη επιστημονικά- γιατί είναι γραμμένη σε θαυμάσια αγγλικά. Αντίστοιχα, μεγάλο ευτύχημα για την ιστορία του Βυζαντίου υπήρξε το γεγονός ότι ο Στήβεν Ράνσιμαν ήταν και αυτός συγγραφέας που έγραφε με κομψότητα λόγου και γλαφυρότητα. Ο Ράνσιμαν ανήκει στη σχολή των ιστορικών που θεωρούν την ιστορία όχι μόνον επιστήμη αλλά και τέχνη, και χειρίζονται τη γλώσσα με δύναμη και χάρη. Τον έχω αποκαλέσει αντί-Γκίμπον,γιατί έχει αφήσει κείμενα αξέχαστα, που με τη σίγουρη πένα του ταλαντούχου συγγραφέα αποτυπώνουν στη συνείδηση του αναγνώστη εικόνες εντελώς διαφορετικές από του Γκίμπον. Η Ιστορία των Σταυροφοριών είναι ένα αριστούργημα της αφηγηματικής γραφής, εφάμιλλο των καλύτερων Ιστορικών κειμένων στην αγγλική γλώσσα. Ο ίδιος αναγνώριζε τη σημασία της καλής γραφής, και έλεγε ότι όταν συνέθετε ένα κείμενο, το διάβαζε μουρμουριστά, για να βεβαιωθεί ότι ο ρυθμός της γλώσσας ήταν σωστός και το κείμενο έρρεε. Ίσως είναι κακία να προσθέσω εδώ ότι ένας από τους λόγους που η αφηγηματική ιστορία γνώρισε ύφεση είναι ακριβώς το ότι οι ιστορικοί με ευρεία παιδεία και με βαθιά γνώση των σπουδαίων λογοτεχνικών κειμένων έχουν λιγοστέψει.
Έγραφε, λοιπόν, ο Στήβεν Ράνσιμαν με μία γλαφυρότητα που έκανε τα βιβλία του ευχάριστα στην ανάγνωση. Συγχρόνως,ήταν από τους ιστορικούς του Βυζαντίου που αγαπούσαν και σεβόντουσαν το αντικείμενο της επιστημονικής τους ενασχόλησης. Δυστυχώς, η αγγλοσαξονική σχολή των βυζαντινολόγων έχει να επιδείξει σοβαρούς επιστήμονες, με τίτλους και με πειστικότητα, οι οποίοι μισούσαν το Βυζάντιο -είτε επειδή το έβλεπαν σκοταδιστικό, είτε επειδή θεωρούσαν τη θρησκεία αρνητικό φαινόμενο, είτε γιατί το Βυζάντιο δεν ήταν η Αρχαία Ελλάδα η, αντιστρόφως, η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ας μην προσθέσω εδώ και τα αμαρτήματα της «φιλελεύθερης» ιστοριογραφίας, και ας αναφερθώ μόνο ακροθιγώς στο γεγονός ότι και στη νεότερη Ελλάδα υπάρχει μία βαθύτατα αρνητική θεώρηση του Βυζαντίου, όχι από τους ειδικούς, αλλά από σημαντικό μέρος του μορφωμένου κοινού.
Ο Ράνσιμαν, αντίθετα, καταλάβαινε πολύ καλά το Βυζάντιο. Το θεωρούσε την πιο πολιτισμένη και φωτισμένη κοινωνία του Μεσαίωνα και, κατά τη γνώμη μου, είχε δίκιο. Ήταν επίσης ένας από τους λίγους μη Έλληνες ιστορικούς που έβλεπαν στο Βυζάντιο τη μεσαιωνική φάση του ελληνισμού -όπως άλλωστε έβλεπε και τη συνέχεια με τον ελληνισμό υπό οθωμανική κατοχή. Αυτή ήταν η μεγάλη συμβολή του στην ιστοριογραφία του Βυζαντίου. Ήταν ένας ιστορικός άμεμπτος από τη δυτικοευρωπαϊκή σκοπιά, διότι δεν ήταν Έλληνας και δεν μπορούσε να κατηγορηθεί για ελληνοκεντρισμό. Συγχρόνως ήταν ιστορικός με βαθιά γνώση των πηγών, ο οποίος έγραψε για το Βυζάντιο με αγάπη και εκτίμηση, σε μία γλώσσα σαγηνευτική. Τα βιβλία του ανατυπώνονται και διαβάζονται με ευχαρίστηση από τους φοιτητές, τους ειδικούς και το κοινό. Και αυτό είναι μία συμβολή σπουδαία, που έχει αντέξει στο χρόνο.
Δεν αναφέρθηκα στο σπουδαιότερο έργο του Στήβεν Ράνσιμαν,την «Ιστορία των Σταυροφοριών». Έχω μιλήσει επανειλημμένα γι’ αυτό, κι έτσι θεώρησα ότι αλλού έπρεπε να εστιάσω τη σύντομη παρουσίασή μου. Δεν μπορεί, όμως, να μείνει αμνημόνευτο αυτό το μεγαλόπνοο έργο, το οποίο για πρώτη φορά παρουσίασε τις Σταυροφορίες ως μία κοσμοϊστορική συνάντηση και σύγκρουση τριών κόσμων -του βυζαντινού, του ισλαμικού και της Δυτικής Ευρώπης. Ο Ράνσιμαν κατανόησε τη σημασία των Σταυροφοριών ως ενός διεθνούς κινήματος που κατέληξε στην καταστροφή του σπουδαιότερου μεσαιωνικού πολιτισμού, του πολιτισμού των Χριστιανών της Ανατολής, οι οποίοι ήταν, όπως λέει ο ίδιος, τα κύρια θύματα. Είναι από τους λίγους δυτικοευρωπαίους μελετητές των Σταυροφοριών που καταδίκασε το κίνημα σαφώς και κατηγορηματικώς. Το καταδίκασε «ως μία μακρόχρονη πράξη μισαλλοδοξίας εν ονόματι του Θεού, που συνιστά αμαρτία κατά του Αγίου Πνεύματος». Είδα με ενδιαφέρον ότι η νεκρολογία στους “Times” του Λονδίνου βρίσκει στα λόγια αυτά, με τα οποία καταλήγει η Ιστορία των Σταυροφοριών, ένα είδος αυτοτιμωρίας, αυτομαστιγώματος της Δύσης. Πράγμα που σημαίνει ότι η ετυμηγορία του Ιστορικού για τις Σταυροφορίες βρήκε το στόχο της και εξακολουθεί να ενοχλεί.
Ο Ράνσιμαν έλεγε ότι, όταν πρωτοήρθε στην Ελλάδα, το Βυζάντιο ήταν μία παραμελημένη εποχή. Το έργο του αλλά και η παρουσία του, η φιλία του με τόσους έλληνες λογίους, λογοτέχνες και ιστορικούς, η πειστικότητα του λόγου του, ο ενθουσιασμός του για το Βυζάντιο έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός σοβαρότερου ενδιαφέροντος για τη μεγαλειώδη αυτήν εποχή τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.