Η κοίμηση του Αγίου και Μεγάλου Κωνσταντίνου- (Ν. Κ. Δρατσέλλα, Θεολόγου, Μ. ΤΗ.)
Συγγραφέας: kantonopou στις 20 Μαΐου, 2009
Με την ευκαιρία της εορτής του Μεγάλου Κωνσταντίνου θα αναφερθούμε στο γεγονός της κοίμησης του. Θα εκθέσομε το ανωτέρω ιστορικό γεγονός, πως το παραδίδει ο ιστορικός Ευσέβιος. Καθώς παρατηρεί ο καθηγητής κ. ΣΤ. Γ. Παπαδόπουλος, «οι δύο άνδρες είχαν την πρώτη επαφή τους στην Σύνοδο της Νίκαιας (325) -που ο Ευσέβιος, μολονότι εμφανίστηκε υπόδικος, κέρδισε με την παιδεία και την ευελιξία τον την εύνοια τον Κωνσταντίνου» (Στ. Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β’, Αθήνα 1990, σελ. 124-125). Όπως αναφέρει ο Ευσέβιος, όταν ο αυτοκράτορας αντελήφθη ότι πλησίαζε το τέλος του, ζήτησε να μετανοήσει για όσες αμαρτίες είχε διαπράξει και να βαπτιστεί. Γι’ αυτό ικέτευσε τον Θεό γονατιστός και εξομολογήθηκε, εκεί που προηγουμένως είχε αξιωθεί τις ευχές με χειροθεσία (πρβλ. ΒΕΠΕΣ τ. 24, σελ. 195, 19-25). Στην συνέχεια μετέβη στην Νικομήδεια και κάλεσε τους Επισκόπους. Στους παραπάνω ο Κωνσταντίνος εξεδήλωσε την επιθυμία να βαπτιστεί με τα εξής λόγια: «Έφτασε η στιγμή να γευτώ την σωτηρία. Ήρθε η ώρα να λάβω το Βάπτισμα, το οποίο και ο Ιησούς Χριστός έλαβε και το οποίο απετέλεσε τύπο του δικού μας. «Αν ο Κύριος θελήσει να αποφύγω τον θάνατο και να παραμείνω στην ζωή, πρέπει να οριστεί να ανήκω στον πιστό λαό του Θεού και να μετέχω στις ευχές της Εκκλησίας» (πρβλ. ΒΕΠΕΣ τ. 24, σελ. 195, 28-38).(πρβλ. ΒΕΠΕΣ τ. 24, σελ. 196, 2-4). Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος υπήρξε ο πρώτος αυτοκράτορας, ο οποίος έγινε χριστιανός και, καθώς αναγεννάτο δια των μυστηρίων αισθανόταν πνευματική αγαλλίαση και πλημμύριζε από Θείο Φως έχοντας χαρά στην ψυχή του εξ αιτίας της πίστης. Από τότε φορούσε τα λαμπρά, σαν βασιλικά, ενδύματα του βαπτίσματος, τα οποία έλαμπαν από φως, αναπαυόταν σε ένα λευκό στρώμα και δεν ξαναφόρεσε την βασιλική πορφύρα Στην συνέχεια προσευχήθηκε λέγοντας ότι τώρα θεωρεί τον εαυτό του ευτυχισμένο πραγματικά, άξιο να γευτεί την αθάνατη ζωή και να μετάσχει του Θείου Φωτός (πρβλ. ΒΕΠΕΣ τ. 24, σελ. 196, 6-9). Θεωρούσε ως δυστυχισμένους όλους όσοι στερούνταν τα αγαθά της Θείας Μακαριότητας. Στα στρατόπεδα οι ηγεμόνες έκλαιγαν, επειδή θα απέμεναν έρημοι χωρίς την παρουσία του και παρακαλούσαν να ζήσει αρκετά χρόνια ακόμα. Εκείνος όμως αποκρίθηκε ότι ζητούσε μόνον να αξιωθεί την αληθινή ζωή και να γνωρίσει τα αγαθά, των οποίων ήδη είχε λάβει εμπειρία. Παρακαλούσε να σπεύσει και να μην αναβάλει την πορεία του προς τον Θεό. Έπειτα διέταξε να εκτελεστούν ορισμένες υποχρεώσεις του, τίμησε τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης πληρώνοντας τους ετήσιες οικονομικές επιχορηγήσεις και διαμοίρασε στα παιδιά του την κληρονομιά της αυτοκρατορίας. Όλα τα παραπάνω έγιναν κατά την περίοδο της σεβάσμιας εορτής της Πεντηκοστής και, ενώ μεσουρανούσε ο ήλιος, εκοιμήθη κατά την ημέρα της Πεντηκοστής (πρβλ. Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία του ελληνικού Έθνους, τόμος δεύτερος, Μέρος Β’, Εκδοτικός Οίκος «Ελευθερουδάκης», εν Αθήναις 1925, σελ. 148) αφήνοντας στους ανθρώπους το σώμα του, ενώ η ψυχή του ενωνόταν με τον Θεό. Έτσι επήλθε το τέλος του Μεγάλου Κωνσταντίνου.Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει ο Ευσέβιος τα γεγονότα, τα οποία ακολούθησαν την κοίμηση του αυτοκράτορα. Ο παραπάνω ιστορικός αναφέρει ότι όλοι οι σωματοφύλακες του Κωνσταντίνου, αφού έσχισαν τα ρούχα τους και έπεσαν στο έδαφος έκλαιγαν και φώναζαν δυνατά, σαν να μην έχαναν τον βασιλιά τους, αλλά τον πατέρα τους (ΒΕΠΕΣ τ. 24, σελ. 196, 31-35). Οι ταξίαρχοι και οι λοχαγοί έκλαιγαν τον ευεργέτη τους. Οι δήμοι ήταν κατσουφιασμένοι και κάθε κάτοικος της Κωνσταντινούπολης πενθούσε, σαν να έχανε το κοινό αγαθό.Αφού οι στρατιωτικοί τοποθέτησαν το σκήνωμα τού αγίου σε χρυσή λάρνακα, το μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη και το τοποθέτησαν σε βάθρο στον βασιλικό οίκο. Μέσα στο παλάτι σε υψηλή λάρνακα βρισκόταν το σκήνωμα τού αυτοκράτορα στολισμένο με πορφύρα και διάδημα και το φρουρούσαν συνεχώς κάθε ημέρα και νύχτα. Οι αρχηγοί τού στρατού, για τους οποίους ήταν νόμος να προσκυνούν τον αυτοκράτορα, ακόμα και όταν ζούσε εκείνος, ασπάζονταν γονατιστοί. Μαζί με αυτούς γονάτιζαν οι συγκλητικοί και πολύς λαός με τις γυναίκες και τα παιδιά. Τα παραπάνω γίνονταν για μακρό χρονικό διάστημα, ενώ οι στρατιωτικοί φύλαγαν το σκήνωμα, έως του έλθουν τα παιδιά του, για να τιμήσουν με την παρουσία τους την κηδεία τού πατέρα τους (πρβλ. ΒΕΠΕΣ τ. 24, σελ. 197, 18-21). Οι τιμές οι οποίες απονεμήθηκαν στον άγιο ήταν τόσες, σαν να βασίλευε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος μετά τον θάνατο του μόνος από όλους τους θνητούς (πρβλ. ΒΕΠΕΣ τ. 24, σελ. 197, 21-24). Μόνον σ’ αυτόν χαρίστηκε από τον Θεό η τιμή αυτή σε όλους τους αιώνες, γιατί μόνος αυτός όσο κανένας άλλος αυτοκράτορας τίμησε τον Θεόν και τον Χριστόν Αυτού με κάθε είδους πράξεις. Ήταν λοιπόν φυσικό να θελήσει ο επί πάντων Θεός να βασιλεύει στους ανθρώπους και ως θνητός ο Κωνσταντίνος δείχνοντας έτσι την ατελεύτητη βασιλεία της ψυχής του σ’ αυτούς που δεν είχαν νου σαν σκληρή πέτρα. Αυτό υπήρξε το τέλος τού πρώτου χριστιανού αυτοκράτορα, ο οποίος από την Ιστορία ονομάστηκε Μέγας και το σπουδαιότερο κατατάχτηκε μεταξύ των αγίων από την Εκκλησία, η οποία τού έδωσε και τον τίτλο τού «Ισαποστόλου». (ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ ΜΑΪΟΣ 2005)
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.