kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΈΛΛΗΝΕΣ ΣΟΦΟΥΣ.

Συγγραφέας: kantonopou στις 17 Ιουλίου, 2008

Απόσπασμα από το ΝΕΟΠΑΓΑΝΙΣΜΟΣ (Η απειλή από το παρελθόν), εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2003.

Αυτά βλέποντας οι μεγάλοι σοφοί της αρχαιότητας απέρριψαν επιδεικτικά την αρχαιοελληνική θρησκεία, την οποία χαρακτήρισαν απαράδεκτη, παράλογη και εν πολλοίς επικίνδυνη για την ανθρώπινη κοινωνία! Όλα σχεδόν τα μεγάλα πνεύματα της αρχαιότητας άσκησαν κριτική και αρνήθηκαν την αρχαιοελληνική ειδωλολατρία. «Κατά τους έξ π.Χ. αιώνας προσεπάθησαν να υπερβούν την πολυθεΐαν, να διαμορφώσουν μίαν ύψηλοτέραν ιδέαν περί πνευματικού θεού, να καθάρουν την έννοια του θείου από όλα εκείνα τα στοιχεία τα όποια είχαν επισωρεύσει ή μυθολογία, ή δεισιδαιμονία και ή πρωτόγονος μαγική σκέψης των μαζών» (Κ. Σπετσιέρη, «Εικόνες Ελλήνων Φιλοσόφων», Αθήνα 1964, σελ. 75). «Οι μεγάλοι “Έλληνες φιλόσοφοι άντιτάχθησαν στην ειδωλολατρική πολυθεΐα και ήγωνίσθησαν, ώστε να καθαρθεί ή έννοια του θείου από το μη θεοπρεπές στοιχείων» (Ν. Βασιλειάδη «Ό Ανθρωπισμός του Χριστιανισμού», Αθήναι 1986, σελ. 48).

Πρώτος ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος (570-480 π.Χ.) τόλμησε να αρνηθεί την κρατούσα ειδωλολατρική θρησκεία της εποχής του και να διακηρύξει επίσημα: «Εις θεός, εν τε θεοίσι και άνθρώποισι μέγιστος ούτε δέμας θνητοϊσι όμοιος ουδέ νόημα». Όμως «πάντα θεοϊσ’ άνέθηκαν Ομηρος θ’ Ησίοδος τε… όσσα παρ’ άνθρώποισιν όνείδεα και ψόγος εστίν, κλέπτειν, μοιχεύειν τε και αλλήλους άπατεύειν» (Ξενοφ. Απ., 11)! Τους θεούς θεωρούσε εξ ολοκλήρου αποκυήματα της ανθρώπινης φαντασίας, ανάρμοστα για τη θεία φύση. Υποστήριζε μάλιστα πως όσοι πιστεύουν ότι οι θεοί γεννήθηκαν, ασεβούν το ίδιο με όσους λένε ότι οι θεοί πεθαίνουν!

Ο Ηράκλειτος (540-480 π.Χ.) επιζητούσε «εξαγνισμό από τα είδωλα» και πνευματική λατρεία του θείου (Αποστ. 5, DIELS). Συνέλαβε την έννοια του ενός θεού, υποστηρίζοντας πως «”Εν πάντα… εκ πάντων εν και εξ ενός πάντα… ταυτό τε ζων και τεθνηκος και έκγρηγορος και καθεϋδον και νέον και γηραιόν… αγαθόν και κακόν -εν και ταυτόν-» (Β’ 50, 10, 88, 58). Καθιέρωσε την πνευματική έννοια του Λόγου ως την υπέρτατη αιτία των πάντων και ως τον πάνσοφο νου που συγκροτεί τον κόσμο και προνοεί γι’ αυτόν (Α 16). Υποστήριζε ότι ο Όμηρος και ο Ησίοδος, αποδίδοντας στους θεούς κακίες και ανηθικότητες είχαν ολέθρια επίδραση στα ήθη των ανθρώπων. Ακόμα στηλίτευσε τον ανόητο ανθρωπομορφισμό, τόνισε την απόλυτη διαφορά ανθρώπου και θεού (Αποσπ. 88) και απειλούσε όσους έκαναν ανίερες τελετές (Βακχισμός, ιερά όργια, ιερή πορνεία κ.λπ.).

Ο Αναξίμανδρος (610-564 π.Χ.) αποφάνθηκε πως το θείον είναι «άθάνατον και άνόλεθρον», «περιέχει δε άπαντα και πάντα κυβερνά» (Αριστ., Μεταφ. 203Β).

Ο Εμπεδοκλή5 (493-433 π.Χ.) καταδίκασε έντονα τον ανθρωπομορφισμό της αρχαιοελληνικής θρησκείας και όρισε ότι το θείον είναι πνεύμα (Β’ 134).

Ο Παρμενίδη5 (5ος αιών π.Χ.) αρνήθηκε μετά βδελυγμίας τις απαράδεκτες αντιλήψεις της εποχής του για το θείο και αποφάνθηκε πως αυτό είναι πέρα από κάθε φυσικό φαινόμενο και ανθρώπινη σύλληψη. Το θείον είναι «άτεμές» και «άκίνητον» (Β’ 23, 24, 26).

Ο Αναξαγόρας (490-427 π.Χ.) απεφάνθη ότι ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα, δεν είναι θεοί, όπως πρέσβευε η ειδωλολατρική θρησκεία και η οποία απαιτούσε λατρεία γι’ αυτά, αλλά πύρινες υλικές μάζες. Το ίδιο είχαν υποστηρίξει και ο Αναξίμανδρος, ο Αναξιμένης, ο Θαλής, ο Λεύκιππος, ο Δημόκριτος.

Ο Μητρόδωρος (5ος αιών π.Χ.), μαθητής του Αναξαγόρα, διακήρυξε πως «οι θεοί δεν είναι εκείνο που νόμιζαν όσοι τους έχτιζαν ναούς και τους προσκυνούσαν» (Ρ. DECHARME «Ελληνική Μυθολογία» τόμ. Α’, σελ. 286).

Ο Πρωταγόρας (480-411 π.Χ.) θεμελίωσε την έννοια της απόλυτης υπερβατικότητας του θείου και σατίρισε την παιδαριώδη θρησκευτικότητα της εποχής του, γι’ αυτό οι φανατικοί αθηναίοι ειδωλολάτρες αποφάσισαν να τον σκοτώσουν (Θ .Η .Ε., τόμ. 10,692).

Ο Ηρόδοτος (480-421 π.Χ.) δε δίστασε να ασκήσει κριτική στο Μαντείο των Δελφών για ψεύτικους χρησμού 5 και στηλίτευσε την απαράδεκτη ιερή πορνεία (Ιστ. Ι. 199).

Ο Αριστόδημος και ο Δημοσθένης περιγελούσαν επίσης τις ανόητες μαντείες του δελφικού μαντείου (Ρ. DECH., ό.π.).

Επίσης ο Επίχαρμος (530-440 π.Χ.) λοιδορούσε την αρχαία ειδωλολατρία, διότι αυτή θεωρούσε «τού5 θεούς είναι ανέμους, ύδωρ, γήν, ήλιον, πυρ, αστέρες» (Στοβ. Ανθ. 91,92).

Ο Πίνδαρος (522-446 π.Χ.) στα περίφημα ποιήματα του απογύμνωσε τους θεούς από τις μυθολογικές γελοιότητες που προσβάλλουν το θείο, (Πίνδ. Ολυμ. θ’ 35 και (Ρ. DECH, ό.π., σελ. 7) και δεν έκρυβε τις μονοθείζουσες ιδέες του (Θ .Η .Ε., τόμ. 10, 393).

Ο Πρόδικος (5ος αιών π.Χ.) υποστήριξε με πάθος πως οι άνθρωποι της αρχαιότητας, λόγω πλάνης, θεώρησαν ως θεούς ό,τι ήταν χρήσιμο για τη ζωή τους, όπως ο ήλιος, η σελήνη, τα ποτάμια, οι πηγές, τα ζώα, κ.λπ. (Ξενοφ. Απομν. 11,3).

Ο Αντισθένης (414-365 π.Χ.) διακήρυξε πως ο Θεός είναι ένας και απόλυτα υπερβατικός για τον ανθρώπινο νου. Αποκήρυξε τη θρησκεία της εποχής του διότι οι θεοί της ήταν θεοποιηθέντες άνθρωποι! (CICERO DE NAT. DEOR. I II 13).

Ο Θεόφραστος (372-287 π.Χ.) ζήτησε να πάψουν οι ανόητες ζωοθυσίες, αφενός μεν από σεβασμό προς τα ζώα και αφετέρου, επειδή ο θεός δεν έχει ανάγκη από τέτοιες ταπεινές πράξεις (Θ .Η .Ε., τόμ. 6,415).

Ο Ευριπίδης (480-406 π.Χ.) χαρακτήρισε τις γελοίες για τους θεούς διηγήσεις των ποιητών «αοιδών δυστήνους λόγους» (Ευρ., Ηρακλ. Μαιν. 1346) και υποστήριξε πως «ει οι θεοί εισι κακοί ουκ είσί θεοί» (Ευρ., Βαλλεροφ. 23) με αποτέλεσμα να γίνει στόχος του φανατικού ειδωλολατρικού όχλου και να καταφύγει στη Μακεδονία!

Ο Σωκράτης (469-399 π.Χ.) υπήρξε σαφώς μονοθεϊστής. Κατά κανόνα ομιλούσε για θεό και σπανιότατα ομιλούσε για θεούς. Στους μαθητές του δίδασκε διαφορετική θρησκευτική πίστη, γι’ αυτό καταδικάστηκε σε θάνατο ως «ετέρα καινά δαιμόνια είσφέρων».

Ο Πλάτων (428-347 π.Χ.) φυγάδευσε κυριολεκτικά τον Όμηρο από την «Πολιτεία» του, διότι θεώρησε ότι οι ανήθικοι μύθοι για τους θεούς αποτελούν επιζήμια πρότυπα για τους νέους. Τόνισε εμφαντικά ότι ο ‘Ομηρος και ο Ησίοδος έπλασαν ψευδείς και ανάξιους μύθους για τους θεούς (Πολιτ. 368Α-3830). Αρνήθηκε ουσιαστικά την πατρώα ειδωλολατρική θρησκεία και προσηλώθηκε στη δική του ιδεατή θεότητα, το «Όντως Όν». Χαρακτηριστικά είναι τα εξής αποφθέγματα του μεγάλου φιλοσόφου, τα οποία προδίδουν τις μονοθεϊστικές αντιλήψεις του: «Ό δη Θεός ημίν πάντων χρημάτων μέτρον αν εϊη μάλιστα» (Νομ. IV 716βε), «Όμοιούσθαι θεώ» (Πολ. 613Β), «Ο Θεός έχει ταις χερσίν αυτού την αρχήν, το μέσον και το πέρας πάντων των όντων» (Νομ. Δ’ 713ε).     Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) όρισε το θείον ως «το πρώτον κινούν άκίνητον», ως «Νόησιν Νοήσεως» και ως «Ζώον αΐδιον άριστον» (Μεταφ. 1072, Β’ 29) ορίζοντας έτσι την πίστη του σε μια υπερβατική αρχή. Υπεράσπισε την ενότητα της θείας ουσίας ως εξής: «ουκ πολυκοιρανιη εις κοίρανος» (Μεταφ. 1076Α). Αρνήθηκε κατηγορηματικά τις ανόητες περί θεών πίστεις της αρχαιοελληνικής θρησκείας και γι’ αυτό κατηγορήθηκε για αθεϊσμό!

Οι Στωικοί, ακολουθώντας τη διδασκαλία του Ζήνωνα καθιέρωσαν την πίστη στον ένα θεό και ερμήνευσαν τους μύθους του Ομήρου αλληγορικά (Ρ. NILSSON Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής θρησκείας, Αθήναι 1977, σελ. 304).

Αρνητές της αρχαιοελληνικής ειδωλολατρικής θρησκείας υπήρξαν ακόμα ο Καρνεάδης, ο Θεόδωρος ο Κυρηναίος, ο Λεύκιππος, ο Δημόκριτος, ο Επίκουρος και όλοι οι σοφιστές, οι κυνικοί και οι στωικοί φιλόσοφοι.

Το τελειωτικό κτύπημα στην αρχαία ειδωλολατρική θρησκεία, το έδωσε ο Ευήμερος ο Μεσσήνιος (317-297 π.Χ.) ο οποίος διατύπωσε τη θεωρία, η οποία έγινε τελικά ευρέως αποδεκτή, πως οι θεοί της αρχαιοελληνικά θρησκείας ήταν κάποιοι επιφανείς άνθρωποι της πολιάς αρχαιότητας, τους οποίους οι άνθρωποι λόγω αμάθειας θεοποίησαν!

Έχοντας όλα αυτά υπόψη του ο άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυρας (|165 μ.Χ.) έγραψε πως «Οι μετά λόγου βιώσαντες χριστιανοί είσί, καν άθεοι ένομίσθησαν, οίον εν Ελλησι μεν Σωκράτης και Ηράκλειτος και οι όμοιοι αυτοίς» (Ίουστ. Α’ Άπολ. α’ 46,3, ΒΕΠΕΣ 3,186) και «Ούχ αλλότρια εστί τα του Πλάτωνος διδάγματα του Χρίστου, όσα ούν παρά πάσι καλώς εϊρηται ημών των Χριστιανών εστί» (Ίουστ. Β’ Άπολ. 13, 2-4, ΒΕΠΕΣ 3, 207)! Ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας επίσης μίλησε περί «ειδικής αποκαλύψεως» από το θεό στους αρχαίους Έλληνες σοφούς (Προτρεπτ. VI, ΒΕΠΕΣ 7, 52)!

Αργότερα, με το έπος και την σπουδή των κλασικών ο βυζαντινός αναλαμβάνει την ελληνική του καταγωγή, χωρίς να αισθάνεται πως κάτι τέτοιο βλάπτει την χριστιανικότητά του, συνδυάζοντας φιλοσοφία και θεολογία και ανακηρύσσοντας θαρραλέα τους σοφούς της αρχαιότητας χριστιανούς προ του γράμματος! Συναρμόζοντας τους αρχαίους με τους μέσους αιώνες στην ψυχή τους, οι άνθρωποι εκείνης της εποχής απεργάζονται δυναμικά την ιστορική του Έθνους συνέχεια, το δε όραμα τους θα ζωντανέψει στους νάρθηκες των Εκκλησιών, όπου ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και άλλοι μεγάλοι του προχριστιανικού ελληνισμού θα ιστορηθούν με αμφίεση προφητών.

Ο νεώτερος ελληνισμός, όπως άλλωστε και ο βυζαντινός που τον γέννησε, δεν συνιστούν παράλληλα ή προδρομικά φαινόμενα των νεώτερων χρόνων της Ευρώπης, αλλά συνιστούν, και εδώ έγκειται η εθνική μας ιδιορρυθμία, ανάπλαση και μεταστοιχείωση ενός και του αυτού λαού, από εσωτερική περίσσεια και όχι από εξάντληση.

Αφήστε μια απάντηση