Βασίλης Τασινός
Ιωάννινα 1 Δεκεμβρίου 2015

LPM
Εισαγωγή

Για την πολιτιστική αξία των δημοτικών μας τραγουδιών, τη μεγάλη τους προσφορά στη Νεοελληνική Λογοτεχνία και στο μουσικό γίγνεσθαι του τόπου μας, έχουν μιλήσει με διθυραμβικά λόγια και έχουν γράψει επαινετικά κείμενα μεγάλοι Έλληνες μουσικοί και διανοούμενοι κι όχι μόνο Έλληνες! Παρακάμπτοντας την παράμετρο αυτή, με το παρόν άρθρο, αναφέρομαι στη σύνθεση της ηπειρώτικης κομπανίας στο διάβα του χρόνου (συμβουλεύτηκα το βιβλίο της Βουλής των Ελλήνων: «Μουσικός Χάρτης του Ελληνισμού, Μουσική από την Ήπειρο») και στα προβλήματα που έχουν παρουσιαστεί εδώ και πολλά χρόνια στο χώρο του δημοτικού τραγουδιού της Ηπείρου, τα οποία τα έχω βιώσει, όντας από την Ήπειρο. Ακόμη, αναφέρομαι στην ανάγκη βελτίωσης της μουσικής Παιδείας της χώρας μας – μέσω της οποίας μπορεί να προστατευτεί και η μουσική μας παράδοση – καθώς και στο θετικό ρόλο τού YouTube στη διάσωση και διάδοση των δημοτικών τραγουδιών.

Η μουσική κομπανία της Ηπείρου

Στην ηπειρώτικη κομπανία έως την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα κυριαρχούν στα πνευστά όργανα η φλογέρα και ο ζουρνάς (έχουν αντικαταστήσει τη τζαμάρα, ξύλινη «φλογέρα» μήκους ενός μέτρου), στα έγχορδα το βιολί, το λαούτο και σε πολύ λίγες περιοχές το σαντούρι, το κανονάκι και το ούτι (δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια τα προγενέστερα έγχορδα) και στα κρουστά το ντέφι (έχει αντικαταστήσει τα νταούλια και τα τύμπανα).
Στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, έρχεται από την Ευρώπη το κλαρίνο, ένα όργανο, το οποίο έμελλε να διαγράψει λαμπρή περίοδο στην ηπειρώτικη κομπανία, αλλά και στις κομπανίες της υπόλοιπης στεριανής Ελλάδας.
Σταδιακά, και ως τα τέλη του 19ου αιώνα, όπως δείχνουν και οι σχετικές φωτογραφίες της εποχής εκείνης, το κλαρίνο, το βιολί, το λαούτο και το ντέφι, θα αποτελέσουν τη σταθερή σύνθεση της ηπειρώτικης κομπανίας που θα κρατήσει έως και τα μέσα του 20ου αιώνα, οπότε νέα όργανα θα παρεισφρήσουν στην κομπανία και θα αλλάξουν τη δομή της.
Συγκεκριμένα, από τη δεκαετία του 1950 το ακορντεόν θα ενταχθεί σε λίγες κομπανίες, ενώ προς τις αρχές του 1960, με την έξαρση της μουσικής τεχνολογίας, σταδιακά, στα περισσότερα μουσικά σχήματα της Ηπείρου θα ενταχθούν το συνθεσάιζερ (αντικατέστησε το βιολί), η ηλεκτρική κιθάρα (αντικατέστησε το λαούτο) και το ντραμς (αντικατέστησε το ντέφι)! Η τεχνολογία εδώ, δεν χρησιμοποιήθηκε θετικά, γιατί τα νέα όργανα που εισήχθησαν στις κομπανίες από τους οργανοπαίχτες, με εξαίρεση το ακορντεόν, παράγουν ήχους ασύμβατους με την παραδοσιακή μουσική.
Δεν μπορεί από μόνο του το κλαρίνο – το μοναδικό συμβατό με την παράδοση όργανο που έχει απομείνει στις περισσότερες κομπανίες – να εκφράσει αυθεντικά τη χαρά, τον πόνο, τον καημό, το ντέρτι, την αγάπη, τον έρωτα, την ξενιτιά και τόσα άλλα συναισθήματα που εμπεριέχουν τα δημοτικά μας τραγούδια. Δεν μπορώ ποτέ να φανταστώ ένα κρητικό συγκρότημα να αντικαταστήσει το λαούτο με την ηλεκτρική κιθάρα ή ένα αιγαιοπελαγίτικο συγκρότημα να αντικαταστήσει το βιολί με το συνθεζάιζερ! Κι όμως, οι Ηπειρώτες οργανοπαίχτες τα μεγάλα αυτά λάθη τα έκαναν!
Ένα καινούριο μουσικό όργανο για να ενταχθεί στην κομπανία και να γίνει αποδεκτό από τον κόσμο, πολύ δε περισσότερο για να αντικαταστήσει ένα παλιό όργανο, πρέπει ο ήχος του να είναι συμβατός με το ντόπιο μουσικό ιδίωμα και με τους ήχους των υπολοίπων οργάνων της κομπανίας, αλλά και να μπορεί να παράγει νέες μελωδίες• όπως ακριβώς έγινε με το κλαρίνο• ένα «δυτικό» όργανο, που λόγω αυτών των ιδιοτήτων του, έδεσε, ρίζωσε και ταυτίστηκε με τη δημοτική μας παράδοση, καταλαμβάνοντας σχεδόν αμέσως την πρώτη θέση στην κομπανία, όπου πρωτοστατούσε το βιολί. Οι πρακτικοί λαϊκοί οργανοπαίχτες των πνευστών οργάνων σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα κατάφεραν να μεταφυτέψουν στο κλαρίνο την τεχνική τού παιξίματος του ζουρνά και της φλογέρας, και να μπολιάσουν τα νέα ηχοχρώματά του με το ντόπιο μουσικό ιδίωμα, επιβεβαιώνοντας και τη δύναμη της Ελληνικής Παράδοσης να μεταπλάθει τις ξένες επιδράσεις! Έτσι, αβίαστα και φυσιολογικά, το κλαρίνο, με τις πολλές μελωδικές και τεχνικές δυνατότητες που έχει, αντικατέστησε το ζουρνά και τη φλογέρα, που κυριαρχούσαν τότε σε όλες τις κομπανίες της Ηπειρωτικής Ελλάδας και αγκαλιάστηκε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό από τους Ηπειρώτες και όχι μόνο!
Δεν υπήρξε, όμως, καμιά μουσική ανάγκη – και ούτε υπάρχει – να παραμεριστούν από την ηπειρώτικη κομπανία το βιολί, το λαούτο και το ντέφι! Εξάλλου… δεν ανακαλύφθηκαν ακόμη τα όργανα εκείνα που θα μπορέσουν να τα αντικαταστήσουν, δίχως να πλήξουν το μουσικό ηχόχρωμα της Ηπείρου!
Είναι δυνατόν ποτέ η γνωστή πεντατονία, που κυριαρχεί στα μουσικά χρώματα της Ηπείρου, να είναι απολαυστική, χωρίς την απαρτία των παραδοσιακών οργάνων! Είναι δυνατόν το βιολί, κατά πολλούς ο βασιλιάς των οργάνων, που συμπληρώνει με το δικό του χρώμα τη μελωδία του κλαρίνου και σολάρει εκπληκτικά σε πολλά δημοτικά τραγούδια (ας μην ξεχνάμε ότι πριν εμφανιστεί το κλαρίνο είχε την πρώτη θέση στην ορχήστρα) να αντικατασταθεί από τα πλήκτρα! Είναι δυνατόν το λαούτο, που συνοδεύει ρυθμικά τα μελωδικά όργανα και τον τραγουδιστή, και με τα δικά του σόλα γεμίζει και χρωματίζει την ορχήστρα να αντικατασταθεί από την ηλεκτρική κιθάρα! Είναι δυνατόν το ντέφι, που εδώ και πάρα πολλά χρόνια συγχρονίζει τα όργανα της ηπειρώτικης κομπανίας και κρατάει τη συνοχή της με το χαρακτηριστικό του ήχο να αντικατασταθεί από το ντραμς! Το κλαρίνο, το βιολί, το λαούτο και το ντέφι, έχουν δέσει τόσο πολύ μεταξύ τους στην ηπειρώτικη κομπανία, που δεν έχουν ανάγκη τους ηλεκτρικούς και ντραμιστικούς ήχους οι οποίοι δεν έχουν καμία συνάφεια με το δημοτικό μας τραγούδι.
Βλέπουμε σήμερα πολύ καλούς κλαριντζήδες, οι οποίοι μάλιστα έπαιξαν τη δημοτική μουσική της Ηπείρου – με τη συνοδεία παραδοσιακών οργάνων – στο Μέγαρο Μουσικής, παραδόξως, όταν παίζουν στους γάμους και τα πανηγύρια να συνυπάρχουν με οργανοπαίχτες που παίζουν συνθεζάιζερ, ηλεκτρική κιθάρα και ντραμς. Πώς είναι δυνατόν να μην ενοχλείται το καλλιτεχνικό τους αυτί από τα όργανα που τους συνοδεύουν, τα οποία είναι φτιαγμένα για άλλου είδους μουσικές; Δεν καταλαβαίνουν, οι καλοί αυτοί οργανοπαίχτες, ότι παίζοντας σε ένα τέτοιο ανομοιογενές σχήμα, κάνουν κακό και στον ίδιο τους τον εαυτό;
Συνεπώς, για την παρακμή του δημοτικού τραγουδιού ευθύνονται, κυρίως, οι ίδιοι οι οργανοπαίχτες, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους εδώ και αρκετές δεκαετίες, όχι μόνο δεν αντιστάθηκαν στον εκφυλισμό της μουσικής μας παράδοσης, αλλά με τα νέα όργανα που παίζουν στις διάφορες μουσικές εκδηλώσεις – με την ανοχή ή την άγνοια κάποιων υπευθύνων των εκδηλώσεων αυτών – συνέβαλαν και συμβάλλουν στην αλλοίωση της. Οι εκδηλώσεις αυτές, πολλές φορές, αναπαράγονται και από τις τοπικές ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες, δυσφημίζοντας περεταίρω το δημοτικό τραγούδι της Ηπείρου. Και `δω δεν πρόκειται για διασκευή των δημοτικών τραγουδιών, αλλά για κακοποίηση της ηπειρώτικης μουσικής παράδοσης! Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μουσικός για να διαπιστώσει την κακοποίηση αυτή• αρκεί να ακούσει την εκτέλεση ενός δημοτικού τραγουδιού με τα παραδοσιακά όργανα και στη συνέχεια με τα νέα.
Καιρός είναι οι οργανοπαίχτες να κάνουν την αυτοκριτική τους και να (ξανα)πιάσουν στα χέρια τους το βιολί, το λαούτο και το ντέφι και έτσι να βοηθήσουν να αντιστραφεί η υπάρχουσα θλιβερή κατάσταση! Εκτός των άλλων, η επιστροφή στα παραδοσιακά όργανα, θα έχει αντίκτυπο και στο δικό τους επαγγελματικό συμφέρον, γιατί είναι νομοτέλεια ότι το ωραίο θα επικρατήσει σε βάθος χρόνου! Και το «βάθος χρόνου» είναι πλέον κοντά!
Παρατηρούμε ακόμη σε τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά κανάλια να παρουσιάζονται από μερικούς «καλλιτέχνες» τα «νεοδημοτικά» τραγούδια, με γελοίους στίχους και κλεμμένες μουσικές από τα παραδοσιακά μας τραγούδια. Είναι όμως γεγονός, και ευρύτερα γνωστό, ότι εκείνο που χαρακτηρίζει τη δημοτική μας μουσική εδώ και 150 περίπου χρόνια, δεν είναι η δημιουργία νέων τραγουδιών – οι κοινωνικές συνθήκες, άλλωστε, δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο – αλλά η επεξεργασία των παλιών δημοτικών τραγουδιών.
Όμως, υπάρχουν και συγκροτήματα στην Ήπειρο – δυστυχώς λίγα – που σέβονται την παράδοση, χρησιμοποιούν μόνο τα παραδοσιακά όργανα και δεν παραποιούν τους στίχους των δημοτικών τραγουδιών, σύνηθες φαινόμενο σε πολλά συγκροτήματα.
Δεν μπορώ να μην αναφερθώ στους «Λαλητάδες», ένα πολύ καλό μουσικό σχήμα της Ηπείρου με αξιόλογους μουσικούς και καλλιεργημένους ανθρώπους, που από το 2004 που εμφανίστηκαν στη δισκογραφία, προσφέρουν μοναδικά μουσικά ακούσματα με μεγάλο σεβασμό στην παράδοση και μάλιστα το ρεπερτόριο τους περιλαμβάνει και παραδοσιακά τραγούδια από πολλά μέρη της Ελλάδας, εκεί που τα όργανά τους το επιτρέπουν• η εποχή μας έχει ανάγκη από τέτοια μουσικά σχήματα• κι από τέτοιους ανθρώπους!
Από τα νέα όργανα μόνο το ακορντεόν έγινε αποδεκτό, και εντάχτηκε σε λίγες ηπειρώτικες κομπανίες. Τα υπόλοιπα (συνθεζάιζερ, ηλεκτρική κιθάρα και ντραμς) εξακολουθούν να είναι ξένο σώμα με την ηπειρώτικη μουσική παράδοση και για το λόγο αυτό δεν έγιναν, και ούτε πρόκειται να γίνουν, αποδεκτά από τους Ηπειρώτες.
Τα παραδοσιακά όργανα, που πριν τα μέσα του 20ου αιώνα αντηχούσαν απ` άκρη σ` άκρη σε όλη την Ήπειρο, και τα απολαμβάναμε ζωντανά οι Ηπειρώτες σε κοινωνικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις, σήμερα έχουμε τη δυνατότητα να τα ακούμε περισσότερο στο Διαδίκτυο και σπανίως σε ζωντανή εκτέλεση.
Υπάρχουν όμως και κάποια χωριά στην Ήπειρο, που οι υπεύθυνοι των πολιτιστικών εκδηλώσεων απαιτούν από τα συγκροτήματα που πλαισιώνουν το πρόγραμμά τους να παίζουν τη δημοτική μουσική μόνο με τα παραδοσιακά όργανα, και μάλιστα σε μικρούς κλειστούς χώρους δεν τους επιτρέπουν να χρησιμοποιούν τα ηλεκτρικά μηχανήματα που πολλαπλασιάζουν τον ήχο για να απολαμβάνουν την αυθεντικότητα των τραγουδιών.
Είμαι σίγουρος ότι κάποια στιγμή – που δεν θα αργήσει – στα περισσότερα ηπειρώτικα συγκροτήματα, κατόπιν λαϊκής απαίτησης, θα επιστρέψουν το βιολί, το λαούτο και το ντέφι! Ήδη η τάση άρχισε να διαφαίνεται! Και έτσι, θα δοθεί η ευκαιρία σε όλους μας να (ξανα)απολαύσουμε τα δημοτικά μας τραγούδια!

Οι γλεντιστές σήμερα

Οι μερακλήδες της Ηπείρου δυσκολεύονται πλέον να μπουν στο χορό, γιατί, γαλουχημένοι με την παραδοσιακή μουσική, δεν μπορούν να συντονιστούν και να επικοινωνήσουν με τα νέα όργανα. Έχει περιοριστεί σημαντικά η ζωντανή διάδραση των χορευτών – και κυρίως του πρωτοχορευτή – με τους οργανοπαίχτες, που στο παρελθόν ήταν ιδιαιτέρως δημιουργική, και πολλές φορές η διάθεση της στιγμής γεννούσε εξαίρετες μουσικές και τραγούδια.
Θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια στο πανηγύρι του χωριού μου, τα Δολιανά, αλλά και σε άλλα πανηγύρια διπλανών χωριών της επαρχίας Πωγωνίου, εξαίρετους χορευτές που επικοινωνούσαν εκπληκτικά με την ορχήστρα και προκαλούσαν το θαυμασμό των παρευρισκομένων εντός και εκτός του χορού. Ακόμη και σήμερα μνημονεύονται με νοσταλγία στο καφενείο του χωριού τα ονόματα των πρωτοχορευτών και των οργανοπαιχτών της εποχής εκείνης και ειδικά του μεγάλου κλαριντζή Φίλιππα Ρούντα.
Σπάνια βλέπεις στα σημερινά συγκροτήματα έναν οργανοπαίχτη παραδοσιακού οργάνου να αυτοσχεδιάζει σε συνεργασία με τα υπόλοιπα όργανα της ορχήστρας, και με το παίξιμό του να απογειώνει τους χορευτές. Οι περισσότεροι παίζουν με τον ίδιο τρόπο, και δεν αφήνουν πλέον το δικό τους στίγμα στην επικοινωνία με τους γλεντιστές και το δικό τους χρώμα στην ορχήστρα• κι αν κάποιος παίξει και κάτι το «διαφορετικό», χάνεται κι αυτό μέσα στο βόμβο των ηλεκτρικών ήχων. Εξάλλου, όπως προανέφερα, στις περισσότερες ορχήστρες το μόνο συμβατό με την παράδοση όργανο που έχει απομείνει είναι το κλαρίνο! Τι μπορεί να περιμένεις από μια ορχήστρα που δεν απαρτίζεται στο σύνολό της από τα παραδοσιακά όργανα!

Ο σφετερισμός των δημοτικών τραγουδιών

Κάτι ακόμη δυσάρεστο στα μουσικά δρώμενα της Ηπείρου είναι ότι ορισμένοι καλλιτέχνες, εδώ και αρκετές δεκαετίες, έχουν σφετεριστεί τους στίχους και τη μουσική πολλών δημοτικών τραγουδιών και τα παρουσιάζουν σε δίσκους που έχουν ηχογραφήσει ως δικά τους δημιουργήματα. Είναι κωμικό και συνάμα τραγικό να διαπιστώνεις ότι πασίγνωστα δημοτικά τραγούδια, όπως: Γιάννη μου το μαντήλι σου, Δέλβινο, Τζαβέλαινα, Αλεξάνδρα, Στης πικροδάφνης τον ανθό, Μια ωραία βοσκοπούλα, Άιντε Μάρω στο πηγάδι, Ξύπνα περδικομάτα μου, Ροδιά, Βασιλαρχόντισσα, Κλεφτόπουλα….. και πολλά άλλα (ο κατάλογος, δυστυχώς, είναι πολύ μακρύς), να τα υπογράφουν ως συνθέτες και στιχουργοί, οργανοπαίχτες και τραγουδιστές που δεν είχαν γεννηθεί, όχι μόνον οι ίδιοι αλλά ούτε και οι παππούδες τους, όταν ο λαός τα τραγουδούσε! Οι καλλιτέχνες αυτοί, που διέπραξαν την ύβριν αυτή, καλούνται και σε μουσικές εκπομπές μεγάλης ακροαματικότητας και κανένας από τους παρουσιαστές δεν τους επισημαίνει την πνευματική κλοπή που διέπραξαν! Γιατί; Μήπως δεν το γνωρίζουν, ενώ θα όφειλαν από τη στιγμή που τους καλούν στις εκπομπές τους; Μήπως το γνωρίζουν και σιωπούν;
Αλλά πέραν της πνευματικής κλοπής, δόθηκε η δυνατότητα στις δισκογραφικές εταιρείες που είχαν υπογράψει τα συμβόλαια με τους συγκεκριμένους καλλιτέχνες, να διεκδικούν «δικαιώματα» από τη δημόσια προβολή και εκτέλεση των τραγουδιών αυτών! Πού είναι το Λαογραφικό Αρχείο, που σίγουρα έχει καταγράψει εδώ και εκατό χρόνια όλα αυτά τα δημοτικά τραγούδια, να επέμβει, και δικαστικά αν χρειαστεί, για να προστατεύσει τα πνευματικά δικαιώματα του λαού; Όσο ζούσε ο λαογράφος και καθηγητής πανεπιστημίου Νικόλαος Πολίτης – ιδρυτής της Ελληνικής Λαογραφίας και του Λαογραφικού Αρχείου, και διασώστης πολλών δημοτικών τραγουδιών – αλλά και πολλοί άλλοι μεταγενέστεροι και αξιόλογοι λαογράφοι που συνέχισαν το έργο του, τέτοιες κλοπές κανείς δεν διανοήθηκε να διαπράξει!
Σήμερα οι εταιρείες δίσκων, αντί να λογοδοτήσουν στο Λαογραφικό Αρχείο αλλά και στο Υπουργείο Πολιτισμού για την ολοφάνερη συνέργεια στην κλοπή και στην παρεμπόδιση της διάδοσης των δημοτικών τραγουδιών, ζητάνε και τα ρέστα! Αν υπήρχε πολιτιστικό δικαστήριο οι δισκογραφικές αυτές εταιρίες θα είχαν δικαστεί με την ποινή του ισοβίου αποκλεισμού από τα πολιτιστικά δρώμενα της χώρας μας!
Οφείλουν οι καλλιτέχνες που καπηλεύτηκαν με τη συνεπικουρία των δισκογραφικών εταιριών τους στίχους και τη μουσική των δημοτικών τραγουδιών, να αποκαταστήσουν την πατρότητά τους – που ούτως ή άλλως δεν χάνεται – και να ζητήσουν δημοσίως συγγνώμη, προστατεύοντας εκτός των άλλων και την υστεροφημία τους, γιατί μερικοί συνάδελφοί τους δεν πρόλαβαν, αφού εγκατέλειψαν το μάταιο τούτο κόσμο.
Αλλά πέραν του τι θα κάνουν αυτοί οι καλλιτέχνες, οφείλει το Λαογραφικό Αρχείο με το Υπουργείο Πολιτισμού να βάλουν τάξη στο χώρο της δισκογραφίας των δημοτικών τραγουδιών, παίρνοντας όλα εκείνα τα αναγκαία μέτρα για την αποκατάσταση της αλήθειας και την προστασία της μουσικής μας παράδοσης.
Σήμερα στη Γερμανία, που έχει αυστηρή νομοθεσία στο μουσικό χώρο, και δεν ξέρω και σε ποιες άλλες ακόμη χώρες, οι ελληνικές εταιρείες δίσκων έχουν μπλοκάρει στο YouTube αρκετά δημοτικά τραγούδια, λόγω «δικαιωμάτων», και στερούν από τους Έλληνες που ζουν εκεί την παρακολούθησή τους μέσω του Διαδικτύου.
Είναι ανεξήγητο που η ελληνική πολιτεία αδιαφορεί για τόσα πολλά χρόνια και δεν έχει δώσει λύση στη δυσάρεστη αυτή κατάσταση που δημιούργησαν οι εταιρείες δίσκων με τους συγκεκριμένους καλλιτέχνες!

Το παράπονο της Δόμνας

Με βαθιά θλίψη σκέφτομαι, ότι το ελληνικό κράτος δεν διέθεσε στην εξαίρετη τραγουδίστρια και μουσικολόγο, Δόμνα Σαμίου, ένα αυτοκίνητο βαν που είχε ζητήσει, για το μουσικό οδοιπορικό της στους Νομούς της Ελλάδας (ήδη είχε πραγματοποιήσει για λογαριασμό της Ε.Ρ.Τ. αξιόλογα μουσικά ντοκιμαντέρ από πολλά μέρη της Ελλάδας και είχε δώσει δείγματα γραφής), προκειμένου να καταγράψει και να διαδώσει, όσο το δυνατόν περισσότερα δημοτικά τραγούδια! Το είχε παράπονο αυτό η Δόμνα και το εξέφρασε δημοσίως• όμως, ήταν μεγάλη ψυχή, δεν απογοητεύτηκε, και με αυταπάρνηση «όργωσε» πολλά χωριά της Ελλάδας που είχαν μουσικό ενδιαφέρον, μόνη κι αβοήθητη, ταμένη στο εθνικό έργο που αυτοβούλως είχε αναλάβει!!! Και ως το θάνατό της δεν σταμάτησε ποτέ να τραγουδά, να ερευνά και να καταγράφει τα δημοτικά τραγούδια• της χρωστάμε πολλά, ως Έθνος, για τη συνολική προσφορά της στην ελληνική παραδοσιακή μουσική!!!

Η αναβάθμιση της μουσικής Παιδείας

Η προστασία του δημοτικού τραγουδιού αλλά και του ελληνικού τραγουδιού γενικότερα, περνάει υποχρεωτικά μέσα από την αναβάθμιση της μουσικής Παιδείας. Δεν αρκεί τα δημοτικά τραγούδια να διδάσκονται μόνο στο Μουσικό Σχολείο• πρέπει να περάσουν και στο Γενικό Σχολείο• και όχι μόνο τα δημοτικά τραγούδια, αλλά και οι δημοτικοί χοροί. Σε όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης θα πρέπει τα αναλυτικά προγράμματα των σχολείων να υποχρεώνουν τους εκπαιδευτικούς της Μουσικής και Φυσικής Αγωγής να διδάσκουν στους μαθητές μας τα παραδοσιακά τραγούδια και τους παραδοσιακούς χορούς απ` όλη την Ελλάδα. Ακόμη τα προγράμματα της Εκπαιδευτικής Τηλεόρασης θα πρέπει να συμβάλλουν στον τομέα αυτό. Μόνο έτσι θα αντισταθούμε αποτελεσματικά στα μουσικά υποπροϊόντα, εγχώρια και ξένα, που με τόση αφθονία προβάλλονται από τις ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες!

Ευτυχώς υπάρχει και το YouTube

Ευτυχώς το Διαδίκτυο, μέσω του YouTube, δίνει τη δυνατότητα στους λάτρες της παραδοσιακής μουσικής να αναρτούν βίντεο από το προσωπικό τους αρχείο, και έτσι πολλοί νέοι να έρχονται σε επαφή με το γνήσιο παραδοσιακό τραγούδι και τους παραδοσιακούς χορούς.
Δεν είναι υπερβολικό να ισχυριστούμε ότι το YouTube, σήμερα, είναι ο βασικός φορέας διάσωσης και διάδοσης των δημοτικών τραγουδιών!
Όπως, δεν είναι υπερβολικό να ισχυριστούμε ότι και άλλα εξαίρετα ελληνικά τραγούδια (ρεμπέτικα, λαϊκά, έντεχνα), ξεχασμένα και αδικημένα από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, αναβίωσαν και έγιναν ευρύτερα γνωστά στους νέους μέσω του Διαδικτύου.
Τη διαχρονική, λοιπόν, αδιαφορία και απραξία της πολιτείας για το μουσικό γίγνεσθαι του τόπου μας, ήρθε να διαταράξει η προσπάθεια αξιόλογων και εμπνευσμένων ανθρώπων, που με τη βοήθεια του Διαδικτύου, πρόσφεραν και προσφέρουν πολλά στο μουσικό πολιτισμό της πατρίδας μας!

Εν κατακλείδι

Τα δημοτικά τραγούδια, πέραν της ηχητικής απόλαυσης, λειτουργούν ως πηγή έμπνευσης για αναδημιουργία, εθνική γνώση και αυτογνωσία!
Σήμερα, στην παγκοσμιοποιημένη εποχή που ζούμε, έχουμε χρέος να προστατεύσουμε τη μουσική μας παράδοση, που βάλλεται εδώ και πολλά χρόνια από τα ντόπια, κυρίως από τα ντόπια, αλλά και τα ξένα ιδιοτελή συμφέροντα! Έτσι, προστατεύοντας τη μουσική μας παράδοση, θα προστατεύσουμε και την εθνική μας ταυτότητα, γιατί μόνο ως Έλληνες που γνωρίζουμε που πατάμε, θα μπορέσουμε να πορευτούμε με επιτυχία στο μέλλον!
Θα ήθελα να κλείσω το άρθρο τούτο με την άποψη του μεγάλου Γερμανού λογοτέχνη, διανοητή και επιστήμονα Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε για τα δημοτικά μας τραγούδια, όπως αυτή αποτυπώθηκε σε γράμμα που έστειλε στο γιο του, τον Ιούλιο του 1815: «… ειπέ εις τον Riener ότι με επεσκέφθη ένας φίλος των νεωτέρων Ελλήνων που έχει μαζί του δημοτικά τραγούδια του λαού αυτού, το πολυτιμότατον από ό,τι γνωρίζομεν ως λυρικήν, δραματικήν και επικήν ποίησιν. Και όμως είναι δημοτικά τραγούδια»1

_________________
1. Βλ. Νεοελληνική Λογοτεχνία, Τόμος 1ος , σελίδα 21, Μαρίας Μιράσγεση δ.φ. καθηγήτριας της Νεοελληνικής Φιλολογίας.