Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο “Ω, μη με βλέπετε που κλαίω” – Γενιά του ’20

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ (1902-1930)

  Ω, μη με βλέπετε που κλαίω…
Ω, μη με βλέπετε που κλαίω,
δεν έχω θλίψη στην ψυχή μου.
Ό,τι είχα στη ζωή μου ωραίο
χάθηκε κ᾿ είμαι μοναχή μου.
Είναι η ζωή μου χωρίς χάρη,
χωρίς χαρά και χωρίς λύπη.
Κι᾿ αν τη ματιά δε μου ’χουν πάρει,
ο λογισμός μου πάντα λείπει.
Με τις σκιές μαζί γυρίζω.
Η μοναξιά πλατιά με ζώνει.
Τους τόπους πια δεν τους γνωρίζω.
Νιώθω πυκνό να πέφτει χιόνι.
Τίποτε εδώ δε με πλανεύει.
Τίποτε εκεί δε μ᾿ οδηγάει.
Η σκέψη μου όλο και στενεύει,
ενώ η καρδιά μου όλο λυγάει.
Ω, μη με βλέπετε που κλαίω,
κάποια παλιά συνήθεια θα ’ναι.
Τα μυστικά μου όλα σας λέω,
τώρα που πια δε με μεθάνε.
Ηχώ στο χάος, 1929

Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Νέα Αθηναϊκή Σχολή – 1 “Η κερένια κούκλα”

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΗΣΤΟΜΑΝΟΣ (1867-1911)
                                                       Η κερένια κούκλα (απόσπασμα)
…Ήτον τεχνίτης ξυλογλύπτης ο Νίκος κι έβγαζε ταχτικά ίσαμε οχτώ δραχμές την ημέρα. Είχε πάρει μια δουλειά αποκοπή για δυο χιλιάδες κι ο μάστορας που του δούλευε του ᾿δωσε ένα πεντακοσάρικο μπροστάντζα κι έτσι αποφάσισε να κάνη αυτό που του ᾿λεγε η καρδιά του, να στεφανωθεί τη Βεργινία. Είχε κι η Βεργινία κοντά μια χιλιαδούλα και κάτι ρουχαλάκια απ’ τη μητέρα της, που την είχε αφήσει ολάρφανη σε μια δεύτερή της αξαδέρφη, που ᾿χε μια φορά κι’ αυτή τον τρόπο της, μα σαν απόμεινε χήρα έκανε τη σιδερώστρα. Ο πατέρας της, που ᾿ταν απόστρατος ανθυπομοίραρχος, είχε πεθάνει όταν ήτον πολύ μικρή ..
Καθόντουσαν τότε με τη θεία της στο Μεταξουργείο κι ο Νίκος έτυχε να περνάει μια μέρα με κάτι φίλους που ᾿χαν τα σπίτια τους στη γειτονιά κ’ είδε τη Βεργινία στην πόρτα. Από τότες περνούσε καθεμέρα κ’ «επιμόνως» κι αυτή τον καλοκύτταζε γιατί τα μάτια του της είχαν κάνει μάγια. Το βράδυ τής έκανε ταχτικά καντάδες με τους φίλους, στεκούμενοι όλοι μαζί μπουλούκι στην αγκωνή1, κάτω απ’ το φανάρι· μέσ’ απ όλες τις φωνές, τις μπάσσες και τις τσιριχτές και τις τρεμουλάντες, αυτή ξεχώριζε τη δική του που ᾿ταν γλυκειά .. και σαν κύτταζε απ’ τη μισανοιγμένη γρίλλια του παντζουριού, θάρρευε πως ξάνοιγε2 τα μάτια του να λάμπουν κάτω απ᾿ τη φλόγα του φαναριού που χοροπηδούσε.
Έτσι παντρεύτηκαν κ’ εκάμανε το σπιτικό τους.…
(εκδ. Ελευθερουδάκης , Αθήνα 1925)
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Γενιά του ’20 (1)

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ (1888-1944)
Χειμωνιάτικο τοπίο
Έν’ αλλόκοτο φεγγάρι, σαν ένα κομμάτι πάγου,
πεθαμένο, και στημένο μέσ’ στη μέση του πελάγου,
μια βουβή, μεγάλη ξέρα, πιο γυμνή κι’ από παλάμη,
μ’ ένα γέρικο, θλιμμένο, τραγικό μικρό καλάμι,
κ’ ένας ίσκιος – ένα κάτι, που δεν ξαίρω τι έχει χάσει,
κι’ από τότε φέρνει γύρα, μη μπορώντας να ησυχάσει,
–παγωμένο, το γραμμένο κι’ όλο φως εκείνο τρίο,
σιωπούσε, κι’ αγρυπνούσε, μέσ’ στη νύχτα, μέσ’ στο κρύο…
Στο περιοδικό Νέα Εστία, τεύχ. 197, 1935.

Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Πεζογραφία της Γενιάς του ’30 (1)

ΤΟ ΚΑΤΙΝΑΚΙ

 

Του Άγγελου Τερζάκη

 

Το βασίλειό της, φυσικά, ήταν η σκάλα της υπηρεσίας. Ένα κλουβί ψηλό-ψηλό, τετράγωνο, αρματωμένο γύρω-γύρω με σίδερα. Όταν σήκωνες ανάσκελα το κεφάλι, μα τόπο πολύ που να σου πονέσει ο σβέρκος, έβλεπες, εκεί, ψηλά, πολύ ψηλά, ένα κομμάτι γαλάζιον ουρανό, κομμένο στις τέσσερες πλευρές σα με το μαχαίρι. Γυάλιζε η τετράγωνη πλάκα τ΄ ουρανού ολοκάθαρη, σμαλτωμένη, –  ψυχή μου! –  λες και την είχανε σφουγγαρίσει με μανία αποβραδίς οι άγγελοι. Αχ, τι ωραία που ήταν! Όμως κι όταν η πλάκα θάμπωνε από συννεφιά, κι όταν μελάνιαζε κακιωμένη από το μπουρίνι, κι όταν η βροντή κυλιότανε μουγκά, φοβερίζοντας – μάννα μου! – πάλι το Κατινάκι τραγουδούσε.

– Μπιτ ξεμυαλισμένο είναι, π΄ ανάθεμά το, αυτό το δουλάκι του δεύτερου!

Ήτανε ξεμυαλισμένο, ούτε λόγος. Χαιρότανε και τη λιακάδα και τη μπόρα. Μέσα στα νερά της βροχής, που κρουνελιάζανε σαν καταρράχτες από τα λούκια και τα σιδερένια πλατύσκαλα, εκείνο πλατσούριζε ξεμυαλισμένο, μπήγοντας ψηλές-ψηλές φωνούλες σα γαρδέλι που το μπουχίσανε και ξαφνιάστηκε. Και πάλι το τραγούδι, τ΄ άσωστο τραγούδι.

 

Αθήνα και πάλι Αθήνα

Αθήνα μ΄ αρέσεις πολύ! …

 

Της άρεσε η Αθήνα, αυτό ν΄ ακούγεται. Ήξερε απ΄ έξω κι ανακατωτά το μπακάλη, το μανάβη, το φούρναρη. Ήξερε και τα τρία παιδιά της κυρίας Παρασκευής του μοίραρχου, αντίκρυ.

Ήξερε και τον συνοικιακό κινηματογράφο, τρία τετράγωνα πιο πέρα. Εκεί έτρεχε, με την ψυχή στο στόμα, κάθε δεκαπέντε, που είχε την έξοδο. Αχ, και που να ήταν από πουθενά η μάνα της να τη βλέπει πόσο μορφωμένη είχε γίνει τώρα, εδώ στην Αθήνα!

Στην είσοδο, όταν συναντιότανε με τον καθηγητή της Γαλλικής που καθότανε στο ισόγειο, θα ’βρισκε πάντα την ευκαιρία να του πει «μερσί». – Πες-πες, συλλογιζόταν, να ιδείς που μια μέρα θα τα καταφέρνω και στα Γαλλικά. Αμ τι νόμισες!

– Κατίνα!  Βρε θεοσκοτωμένη, που είσαι;

Πάει, ξεχάστηκε! Η κυρά της, με τα μούτρα γυαλιστερά σαν αυγό λαδωμένο, πασαλειμμένη κρέμες, έφερνε βόλτα τις κάμαρες να τη βρει.

– Άνοιξε, μωρέ, η γη και σε κατάπιε;

– Έφτασα, έφτασα! έμπηξε μια τσιριχτή φωνούλα, για να κερδίσει καιρό, και φρρτς! έχωνε βιαστικά στο μπαουλάκι το κομμάτι από τον καθρέφτη και το χτένι. Αχ, κρίμα, κι ό,τι πήγαινε να το πετύχει αυτό το καινούργιο χτένισμα!

– Έφτασα!

Τσακίζεται να κατέβει, όμως είναι, βλέπεις, κι αυτή η ψηλοκρεμαστή σκαλίτσα, που τρέμει ολάκαιρη σαν πατάς, και πιάνεται η πνοή σου.

Κούρνιαζε σ΄ ένα είδος πατάρι, πάνω από την κουζίνα, αντάμα με μια παλιά κασέλα όπου χώνανε τ΄ άπλυτα. Δεν της ερχόταν άσχημα. Φλωριά να της δώσεις ν΄ αλλάξει κάμαρα, δε θα θελήσει. Την έχει τόσο αγαπήσει αυτήν εδώ! Ίσα-ίσα στα μέτρα της, κι ας μη μπορείς να σταθείς παρά μονάχα καθισμένος. Όμως τι έχει να κάνει; Εδώ, νιώθει τον εαυτό της μόνον, ήσυχο, ασφαλισμένο. Έχει το μπαουλάκι της, το κομμάτι του καθρέφτη, το χτένι, τρία-τέσσερα γράμματα, κάμποσα εικονογραφημένα περιοδικά και – Θε μου, ναι! – κι ένα μπουκαλάκι κολώνια. Μάλιστα! Κολώνια αληθινή. Όταν τη βλέπει να παραλιγοστεύει, της βάζει μέσα νερό.

Όχι, όχι, καθόλου δεν είναι δυσαρεστημένο το Κατινάκι. Η κυρά της έχει τις ώρες της, όπως όλες οι κυράδες, όμως είναι καλή. Συχνά τυχαίνει, την ώρα που κάθεται στην τουαλέτα της και μακιγιάρεται, να έρθει πίσω της να σταθεί και το Κατινάκι, τεντώνοντας τα μάτια από θαυμασμό. Ζητάει εξηγήσεις, λεπτομέρειες. Της δίνουν. Ύστερα ξεθαρρεύεται:

– Κυρία, σήμερα, που πήγαινα στο μπακάλη, ένας, μου είπε στο δρόμο: «Κουκλίτσα μου, τι ωραίο σωματάκι που έχεις!» Αλήθεια, κυρία έχω ωραίο σωματάκι;

– Ωραίο έχεις, Κατινίτσα, ωραίο.

Η κυρά της ξεκαρδίζεται στα γέλια χωρίς αυτό να το πάρει η Κατινίτσα από κακό. Ρίχνει μια ματιά μονάχα στον ψηλό καθρέφτη και κορδώνεται. Άλλοτε πάλι:

– Κυρία, μου είπανε πως έχω ωραία μαλλιά. Αλήθεια;

–Αλήθεια, ου! Θαύμα!

Και δώστου γέλια. Και το Κατινάκι είναι ευτυχισμένο.

– Μπιτ ξεμυαλισμένο είναι τ΄ αφιλότιμο, γκρίνιασε πάλι τ΄ απόγεμα ο κύριος Παντελής. Μέσα στον καφέ που μου έφερε βρήκα μια μύγα.

– Είναι για το διάολο πεσκέσι, συμφώνησε εμπιστευτικά η κυρία Ντίνα, όμως ας κάνουμε καμιά φορά και τον κουτό. Με τόσα που της δίνουμε, πού θα βρούμε άλλη;

– Δε σου λέω…

– Έπειτα, έχει ένα καλό: Είναι πρόθυμη. Ό,τι της πεις, τσακίζεται. Κι αγαπάει το σπίτι σα να ’ναι δικό της. Όσο για τις αδυναμίες της, τι σε νοιάζει εσένα; Της περνάει η ιδέα πως είναι όμορφη. Άσε την να νομίζει. Κόρη μας είναι για να της βάλουμε μυαλό;

– Μωρέ τι όμορφη, που είναι σωστή μαϊμού! Το τακουνάκι της έλειψε και το τσαντάκι, σαν έχει έξοδο. Δεκατριών χρονών πράμα!

– Ε λοιπόν εγώ τι να σου πω: Το κάνω γούστο!

Και γέλασαν μαζί, καλόκαρδα.

Η προθυμία της Κατινίτσας έλαμψε σ΄ όλη την αίγλη της τις ημέρες που άρχισε κάτω στο δρόμο το σύμπυκνο τουφεκίδι. Έμοιαζε πολιορκημένο το σπίτι. Ο δρόμος, που άλλοτε άρχιζε να ζει χαρούμενα με το πρωί τραγουδιστός από τις φωνές του γαλατά, της χορταρούς, του μανάβη, ερημώθηκε. Έβλεπες, εκεί στη γωνιά, ταμπουρωμένους ανθρώπους να γεμίζουνε τα όπλα τους, να φερμάρουν για ώρα με προσοχή, κ΄ ύστερα, σκύβοντας γοργά, ν΄ αμολάνε το σμπάρο. Τις νύχτες, το πράμα ήταν ακόμα πιο άγριο, τα όπλα τινάζανε γλώσσες φλόγινες κι΄ αντιφέγγιζαν οι τοίχοι.

Τις πρώτες ημέρες, τις περάσανε με προμήθειες. Ύστερα, κι ενάντια σ΄ όλες τις προβλέψεις, το πράμα παρατράβηξε, το κελάρι άρχισε ν΄ αδειάζει.

– Παντελή, είπε η κυρία Ντίνα νευριασμένη, πρέπει να φροντίσουμε κι εμείς για κανένα ψώνιο. Από τ΄ άλλα πατώματα, αρχίσανε να βγαίνουν. Χτες είδα τον καθηγητή της Γαλλικής που έφερνε πρωί-πρωί δυο ωραιότατα κουνουπίδια.

– Δεν πιστεύω να νομίζεις, αγαπητή μου, πως θα πάω να σκοτωθώ για ένα κουνουπίδι! Αυτό δεν ήταν ούτε καν ηρωικό.

– Να πάω εγώ, κυρία! πετάχτηκε το Κατινάκι.

Ο αφέντης κι η κυρά της κοιτάχτηκαν.

– Η αλήθεια είναι, είπε εκείνος ήσυχα, πως όλες οι κοπέλες της γειτονιάς αρχίσανε να βγαίνουν. Βέβαια, αυτό μπορεί να βαστάξει κι ένα μήνα…

Και το Κατινάκι βγήκε. Την πρώτη μέρα έφερε κουνουπίδια και ξύλα για τη φωτιά. Τη δεύτερη, κονσέρβες. Παραφύλαγε την πρωινή ώρα, που το ντουφεκίδι δεν είχε ακόμα ανάψει για καλά. Τραβούσε τρέχοντας, τοίχο-τοίχο. Σαν έφτανε σε μια γωνιά. στεκότανε, παραμόνευε. Ύστερα, γοργά, έπαιρνε τη βουτιά του, μπήγοντας μια τάχα τρομαγμένη φωνούλα. Και συνέχιζε την τρεχάλα, χοροπηδώντας χαρούμενα, παίζοντας κούνια το κρεμασμένο στο μπράτσο δίχτυ.

– Η άγνοια του κινδύνου! Παρατήρησε δογματικά ο κύριος Παντελής που είχε ενδιαφερθεί μια μέρα να παρακολουθήσει την έξοδο από το παράθυρο.

– Μωρέ αυτή μου λες; είπε η κυρία Ντίνα. Δώσ΄ της δρόμο και παρ΄ της την ψυχή! Σπίτι μονάχα μη της λες να κάθεται. Είναι ο μεγαλύτερος της εχθρός.

Γύριζε γεμάτη ανέκδοτα, περίεργα, ειδήσεις. Στο φούρνο είπανε τούτο και τ΄ άλλο. Είδε δυο σκοτωμένους. Τα φύλλα έγραφαν πως αύριο πρωί θα γίνει ανακωχή.

Η ανακωχή όμως δεν γινόταν, και το Κατινάκι αλώνιζε τους δρόμους, τρέχοντας σύρριζα στους τοίχους σαν ποντίκι, δρασκελώντας τα σταυροδρόμια χοροπηδητό. Το έκανα πολύ χάζι αυτό το κυνήγι με τις σφαίρες. Τις άκουγε να βιτσίζουνε τον αέρα σα χρυσόμυγες ζαλισμένες από το λιοπύρι. Έσκυβε το κεφάλι, καθώς όταν έπιανε η μπόρα, άλλοτε. Φτάνοντας σπίτι, είχε γοργή την ανάσα, τα μάγουλα κόκκινα, και τα μάτια της άστραφταν θριαμβικά.

– Δε φοβάσαι, βρε Κατινάκι; τη ρώτησε μια μέρα η κυρία μοιράρχου που τη βρήκε ταμπουρωμένη στην πόρτα της.

– Α μπα! τι να φοβηθώ καλέ; Δε με πιάνουν εμένα στο σημάδι.

Καθώς όμως η κατάσταση χρόνιζε, ο κύριος Παντελής θυμήθηκε και τους γονιούς του. Ήτανε γέροι, απομονωμένοι σε μια συνοικία μακρινή, ένα μήνα τώρα δεν ήξερε τι γίνονταν: ζούνε, πέθαναν, έχουνε να φάνε;

– Πρέπει να πεταχτώ ως εκεί, δήλωσε ένα πρωί δραματικά.

– Αυτό μας έλειπε! τον αποπήρε η κυρία Ντίνα. Να πας να σκοτωθείς για δυο γέρους ανθρώπους. Αυτοί, την έζησαν πια τη ζωή τους. Ενώ, εσύ, έχεις ακόμα υποχρεώσεις.

– Ας είναι! το μόνο που μ΄ εμποδίζει να βγω είναι που δεν θα ξέρω στο μεταξύ τι γινόσαστε σεις εδώ πέρα.

– Καλά που το λες! Κάτσε στ΄ αυγά σου.

– Ναι, βρε παιδί μου, αλλά πώς να σου πω: Ανησυχώ και για κείνους…

Φυσικά, το Κατινάκι, πετάχτηκε πάλι στη μέση, προπετέστατο:

– Να πάω εγώ, κύριε! Θέλετε:

– Πας, μωρέ;

– Άκου λέει! Πως δεν πάω!

Και πήγε. Άργησε κάπως να γυρίσει. Αυτό τους έβαλε σ΄ έγνοιες, αρχίσανε να έχουνε τύψεις.

– Τώρα θέλω να πάθει τίποτα, ο μη γένοιτο, είπε νευριασμένη η κυρία Ντίνα, και να σε κυνηγάει η μάννα του. Που φαγώθηκες πια σήμερα με τους γέρους σου κι εσύ:

Ο κύριος Παντελής έκοβε βόλτες σε μεγάλη ψυχικήν αγωνία.

Ευτυχώς γύρισε το Κατινάκι· γύρισε γελαστό, όμως χλωμότατο. Κρατούσε ένα μαντήλι και κάθε τόσο έσκυβα να σκουπίζει τη δεξιά του γάμπα.

– Τι έπαθες, ρε θεοπάλαβο;

Αχ, άστε τα: Εκεί που έφτανε στο σπίτι των γέρων, να ’σου και σκάει μπροστά στα πόδια του ένα πράμα, Θε μου, ξέρω κι εγώ τι ήταν; Έκανε μια φωτιά μεγάλη, πολύ μεγάλη. Θεόρατη. Και κρότο! Την πήρανε στη γάμπα, ξώφαρσα ευτυχώς τα «βλήματα».

– Θραύσματα! θραύσματα θέλεις να πεις φώναξε απελπισμένος ο κύριος Παντελής. Φέρτε το οινόπνευμα! Βρε που να πάρει η οργή! Τι ήθελα εγώ που σ΄ έστελνα;

– Εσύ την έστειλες; στρίγγλισε υστερικά η κυρία Ντίνα. Αυτό το ξεμυαλισμένο φταίει, που δε μπορεί να μαζευτεί από τους δρόμους! Παιχνίδι το πέρασε.

– Καλέ δεν είναι τίποτα, κυρία! γέλασε το Κατινάκι. Να, σταμάτησε κιόλας το αίμα.

– Ο Θεός να μας φυλάει μόνον από καμιά μόλυνση, είπε ταραγμένος ο κύριός της καθώς της έβαζε οινόπνευμα με το βαμπάκι. Που έπιασες κι έβαλες αμέσως απάνω το βρωμομάντηλό σου! Ωχ, Θε μου, μπελάδες!

Η κυρία Ντίνα όμως είχε πολύ ταραχτεί. Το έστρωσε το Κατινάκι σ΄ ένα βρισίδι άγριο, πρωτοφανέρωτο, για να ξεθυμάνουνε τα νεύρα της. Σκουπίδι το έκανε. Και το έστειλε να πλαγιάσει στο πατάρι.

Ούτε μόλυνση, ούτε τίποτα. Την άλλη μέρα, κόκορας πάλι πρωί-πρωί, το Κατινάκι. Μόνον που ήταν ακόμα χλωμό, πολύ χλωμό. Τα μάτια του, κρατούσαν ένα εκστατικό τέντωμα τρόμου. Δεν τραγουδούσε πια.

Τρεις μέρες αργότερα, όλα τελείωσαν κατ΄ ευχή. Ο κανονικός ρυθμός της ζωής ξανάρθε στο σπίτι. Μπορούσανε τώρα να βγαίνουν ελεύθερα, να περνάνε το δρόμο. Ήτανε πολύ καλοδιάθετος ο κύριος Παντελής.

–Χωρίς τα ψέματα, δήλωσε της γυναίκας του εμπιστευτικά. Το παιδί αυτό, το Κατινάκι, μας είναι πολύ χρήσιμο κι αφοσιωμένο. Πρέπει να το περιποιηθούμε.

Πάνω σ΄ αυτά, η πόρτα ανοίγει και το Κατινάκι παρουσιάζεται. Είναι στολισμένο για έξω, τακουνάκι, γοβάκι, όλα στην εντέλεια. Έχει και μια στάλα κολώνια πάνω του, ξεθυμασμένη. Κάτω από το λιγνό μπράτσο σφίγγει ένα μπογαλάκι.

– Για πού, Κατινάκι: Έχεις σήμερα έξοδο;

– Όχι, κυρία.

– Αμ τότε;

Κατέβασε τα μάτια του.

– Θα φύγω, κυρία. Θα φύγω από το σπίτι σας.

Ο κύριος Παντελής κ΄ η κυρία Ντίνα αλληλοκοιτάχτηκαν.

– Γιατί, βρε Κατινάκι;

– Έτσι κυρία.

Δε μπόρεσε να δώσει άλλες εξηγήσεις. Δεν ήξερε ούτε κι αυτό. Το μόνο που ήξερε, ήτανε πως δε μπορούσε πια να μείνει εδώ, όχι.

Βάλανε τα δυνατά τους να το πείσουν, στάθηκε αδύνατο. «Θα φύγω, κυρία» αποκρινότανε στερεότυπα, «θα φύγω», τίποτ΄ άλλο. Τα μάτια του ήτανε τεντωμένα πάντοτε και σα γεμάτα τρόμους.

Κι έφυγε. Κάτω στο δρόμο, ακούστηκε το τακουνάκι του να τυμπανίζει το πεζοδρόμιο, ρυθμικά, σοβαρά, γεμάτο αξιοπρέπεια. Ήτανε τώρα πια το βάδισμα ενός ώριμου ανθρώπου.

 

 

Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Μέλπω Αξιώτη (1905-1973), “Δύσκολες νύχτες”

ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ (1905-1973)
Δύσκολες νύχτες (απόσπασμα)
[…] Σήμερα όμως επερίμενα ένα σουβριάλι1. Ήτανε της πρωτοχρονιάς παραμονή και με πήρε μαζί του ο πατέρας στα μαγαζιά για να διαλέξω τα παιχνίδια μου. Δε μ’ άρεσε τίποτα. Οι πουλητάδες απελπισμένοι ξαναβάζουνε πίσω πάλι στη θέση τους τα πράματα που μου έδειξαν. Τι να τα κάνω εγώ … Τα ’ξερα όλα. Οι κούκλες όλες είχαν πάντα τα ίδια ματόφυλλα που παίζανε ανοιγοσφαλώντας, τα ξύλινα σπιτάκια απόξω γράφανε “Φαρμακείον”, αλλά πού ήτανε λοιπόν τώρα τα φάρμακα κι ο φαρμακοποιός; ή γράφανε “Σιδηροδρομικός Σταθμός” κι άδικα θα περίμενες εσύ τα τρένα από την πόρτα τους να μπαινοβγούνε. “Δύσκολη, κύριε, η μικρή …” Και τότε εξέφευγε του πατέρα αγανάχτηση για τα χαϊδεμένα παιδιά που με το να ’χουνε απ’ όλα, δεν επιθυμούνε πια τίποτα. – Τόσα και τόσα σήμερα φτωχά που θα γιορτάσουνε με τίποτα τον άι – Βασίλη. Καθόλου εγώ δεν καταλάβαινα γιατί σήμερα να μην έχουν όλα τα παιδιά καινούρια παιχνίδια… Τάχατες, δεν είμαι κι εγώ, όσο κι εκείνα, πολύ δυστυχισμένη … Ό,τι δεν είχα, εκείνο πάντα ήθελα, κι αφού ό,τι ήθελα δεν είχα…
Σήμερα θέλω λοιπόν ένα σουβριάλι. Να μην ξέρω αν είναι μεγάλο, αν είναι γυαλιστερό, να πάω στο σπίτι να το περιμένω όλη μέρα, έτσι – όχι, καλύτερο θα ήταν έτσι… να ιδρώνουν τα χέρια μου από την αγωνία, να περιμένω καρφωμένη ακούνητη δίπλα στο τζάμι του παραθυριού που βλέπει πέρα, απέναντι, μακριά, για να μη μου ξεφύγει ο άνθρωπος που θα ’ρχεται και θα το φέρνει, κι όλοι θα παραμερίζουνε να περνά, να το φέρνει, και ν’ ανεβαίνει τη σκάλα, ν’ ανοίγει την πόρτα της κάμαρας που κάθομαι και περιμένω και να μου το δίνει στα χέρια, ποτέ να μην είναι ακριβώς εκείνο που επερίμενα και τότε μόνο να το πιάνω μόνο για μια στιγμή κι αμέσως να το εγκαταλείπω χάμω, για να μην το ξαναγγίξω ποτέ πια.
“Ετοίμασε τη μικρή να την πάρω μαζί μου”, έλεγε η γιαγιά πολλές φορές. Είχα μια χαρά! Μου ’βαζε η νταντά τα ναυτικά με τα άσπρα σειρήτια και τις βαθιές καλοσιδερωμένες πιέτες γύρω που, όταν έστριβα το κορμί, ανοίγανε ψηλά ψηλά κι εφούσκωναν σαν τεντωμένη ομπρέλα. Τα βαριόμουνα εκείνα τα σκούρα ολόιδια μπλε φουστάνια πάντοτε το χειμώνα κι ολόιδια κάτασπρα το καλοκαίρι. Τ’ άλλα παιδιά φορούσανε χρωματιστά, ένα σωρό φιόγκους και κορδέλες και πράματα … Όλοι όμως λέγαν πως τα δικά μου ήτανε πάντα τα καλύτερα, αγορασμένα πάντα παραγγελιά απ’ τον “Παράδεισο των Παίδων” που δεν βρίσκονταν φαίνεται πολλοί να μπορούν να μπουν εκειμέσα. Πάλι δεν καταλάβαινα γιατί να ’μαι υπερήφανη έπρεπε δηλαδή, επειδή το φουστάνι μου ήταν αγορασμένο από κειμέσα, ενώ εγώ εκοίταζα πάντα με ζήλια τα κόκκινα της εγγονής της μαγέρισσας που ’ρχότανε την Κυριακή να πάρει το πακέτο με τα πράματα που της είχαν μαζέψει μες στη βδομάδα. Είχε και μαύρα γοβάκια που γυάλιζαν. Γύριζα κι έβλεπα τότε τις εδικές μου μπότες κάτασπρες από γάντι πετσί και τις σιχαινόμουνα. Με παίρναν όμως στην άλλη κάμαρα και λέγανε, σιγά σιγά να μην ακούσει το κοριτσάκι, πως όλα τούτα που φορούσε ήτανε πρόστυχα2, κι εγώ δεν έκανε να τα βάλω. Τότε προσπάθησα πάρα πολύ θυμούμαι να τους εξηγήσω ότι εμένα μ’ αρέσανε εκείνα καλύτερα… Την εδικιά μου γνώμη ωστόσο δε φάνηκε ποτέ κανένας να την παίρνει στα σοβαρά.[…]

 

Εκδόσεις Κέδρος, 1988.

 

 

1πνευστό μουσικό όργανο, σουραύλι

Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Αρχαϊκή Εποχή-σχεδιάγραμμα

2.2. Αρχαϊκή εποχή (750‐480 π.Χ.)
Χρονικά όρια. Από τα μέσα του 8ου αι. ως την α΄ εικοσαετία του 5ου αι. π.Χ.
Χαρακτηρισμός: Περίοδος προετοιμασίας∙ απαρχές της οικονομικής, πολιτικής και
πολιτιστικής εξέλιξης του ελληνικού κόσμου.
Χαρακτηριστικά (κατά χρονολογική σειρά):
1. Οργάνωση πόλεων – κρατών και ίδρυση αποικιών (Β΄ ελληνικός αποικισμός) για να
αντιμετωπιστεί η οικονομική και κοινωνική κρίση του τέλους της ομηρικής εποχής
(μέσα 8ου αι.).
2. Πνευματικές αναζητήσεις και διαμόρφωση του χαρακτήρα του αρχαίου πολιτισμού
(7ος και 6ος αι.).
3. Νικηφόροι αγώνες των Ελλήνων ενάντια στους «βαρβάρους» (Περσικοί Πόλεμοι) →
ενίσχυση της εθνικής συνείδησης και του θεσμού της πόλης – κράτους (αρχή 5ου αι).

Η γένεση της πόλης – κράτους: Η πόλη – κράτος περιλαμβάνει τις έννοιες του χώρου και
της διοικητικής οργάνωσης.
χώρος → μία πόλη με ή χωρίς την ευρύτερη περιοχή
διοικητική οργάνωση → ενιαία εξουσία για όλους όσους υπάγονται στην πόλη ή/και στην
ευρύτερη περιοχή, με στόχο την αντιμετώπιση των κοινών προβλημάτων
Συστατικά στοιχεία της πόλης – κράτους:
1. Ένας τειχισμένος χώρος, κέντρο άσκησης της εξουσίας, η πόλις / το άστυ + η
ευρύτερη περιοχή, δηλ. καλλιεργήσιμες εκτάσεις με μικρούς οικισμούς (κώμες), η
ύπαιθρος χώρα. (γεωγραφικό συστατικό)
2. Συμμετοχή των κατοίκων της πόλης – κράτους, δηλ. των πολιτών στη διαχείριση των
κοινών και στη λήψη των αποφάσεων → συγκρότηση ανάλογων τρόπων άσκησης
της εξουσίας, δηλ. δημιουργία πολιτευμάτων. Εντοπίζονται 3 βασικές επιδιώξεις
των πολιτών – προϋποθέσεις ύπαρξης για την πόλη – κράτος: α) η ελευθερία, β) η
αυτονομία και γ) η αυτάρκεια. (οργανωτικό συστατικό)

Η σημασία του θεσμού της πόλης – κράτους. Σημαντική καινοτομία, μεγάλες συνέπειες για
την εξέλιξη του πολιτισμού. Όλα τα σημαντικά επιτεύγματα του ελληνικού πολιτισμού
δημοκρατία, ποίηση, θέατρο, φιλοσοφία, ρητορική, επιστήμη) γεννήθηκαν μέσα από τη
λειτουργία του θεσμού της πόλης – κράτους. Γιατί;
Οι πολίτες των ελληνικών πόλεων – κρατών αγωνίζονταν συνεχώς για την εξασφάλιση της
ελευθερίας, της αυτονομίας και της αυτάρκειας της πόλης τους. Άρα:
 Δημιουργήθηκε μία μορφή πατριωτισμού με έντονο τοπικιστικό χαρακτήρα,
τονίζονταν οι διαφορές μεταξύ των ελλήνων (όχι οι ομοιότητες), προκαλούνταν
εμφύλιες συγκρούσεις και δεν διαμορφώνονταν οι προϋποθέσεις για τη
συγκρότηση ενιαίου ελληνικού κράτους.
 Ωστόσο, η τριπλή βάση (ελευθερία, αυτονομία, αυτάρκεια) μετέτρεψε τον απλό
κάτοικο της πόλης σε πολίτη, με πολιτική δραστηριότητα α) για την αντιμετώπιση
των κοινών προβλημάτων και β) για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του. Αυτό
αποτέλεσε τη γενεσιουργό δύναμη των επιτευγμάτων και της πολιτισμικής πορείας
των Ελλήνων.

Η οικονομική και κοινωνική οργάνωση. Όλες οι πόλεις – κράτη δεν οργανώθηκαν
συγχρόνως και με τον ίδιο τρόπο:
1. Οι διαφορετικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες κάθε περιοχής
κατά την ομηρική εποχή οδήγησαν στη συγκρότηση διαφορετικών πόλεων –
κρατών.
2. Εξελικτική πορεία στη Μικρά Ασία: μετακίνηση ελληνικών φύλων, αυτονόμηση
κάποιων πληθυσμών, μόνιμη εγκατάσταση σε περιοχές με ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά (π.χ. χωροταξικά ή λατρευτικά), πιθανή ανάμειξη με τμήματα
άλλων φύλων → πόλη – κράτος .
3. Εξελικτική πορεία στον ελλαδικό χώρο (εναλλακτικά):
α) τμήματα διαφορετικών φύλων ανεξαρτητοποιήθηκαν + οργανώθηκαν μεταξύ
τους → πόλη – κράτος
β) γειτονικές κοινότητες ενώθηκαν σε ενιαίο χώρο → πόλη – κράτος (συνοικισμός)
γ) απόσπαση ομάδων ανθρώπων από τις κώμες και συγκρότηση ενιαίας διοίκησης
→ πόλη – κράτος (συνοικισμός).

Η κρίση του ομηρικού κόσμου. Χαρακτηριστικά:
1. Σταδιακή επιδείνωση των οικονομικών όρων / συνθηκών λόγω α) αύξησης του
πληθυσμού, β) περιορισμένων καλλιεργήσιμων εκτάσεων, γ) συγκέντρωσης της γης
σε λίγους, δ) απουσίας εργασιακής ειδίκευσης και ε) έλλειψης άλλων πόρων.
2. Περιορισμός της βασιλικής εξουσίας και αύξηση της δύναμης των ευγενών που
ήταν γνωστοί και με τα ονόματα αγαθοί, άριστοι, ευπατρίδες, εσθλοί, ιππείς.
3. Ύπαρξη της πολυπληθούς τάξης των μικρών ή μεσαίων καλλιεργητών ή και
ακτημόνων (πλήθος, όχλος, κακοί). Στο πλαίσιο της πόλης – κράτους πολλοί από
αυτούς ασχολήθηκαν με το εμπόριο, τη ναυτιλία ή τη βιοτεχνία και πλούτισαν.
4. Ανάπτυξη του θεσμού της δουλείας. Ιδεολογική στήριξη: ο πολίτης πρέπει να
απαλλαγεί από το βάρος της εργασίας για να μπορεί να ασχοληθεί μόνο με τα

κοινά.

Πρακτικές πολλαπλασιασμού των δούλων: υποδούλωση λόγω χρεών
(Αθήνα) και κατακτητικοί πόλεμοι (Σπάρτη).
Η αντιμετώπιση της κρίσης. Τα οικονομικά προβλήματα δεν μπορούσαν να επιλυθούν με
το υπάρχον σύστημα της κλειστής αγροτικής οικονομίας. Οι λύσεις:
1. ανάπτυξη βιοτεχνίας και εμπορίου (Αθήνα)∙
2. κατακτητικοί πόλεμοι και εδαφική επέκταση (Σπάρτη, Άργος, Ήλιδα)∙
3. ίδρυση αποικιών (Κόρινθος, Μέγαρα, Χαλκίδα, Μίλητος συνδύασαν και τα 3).
Τα απομονωμένα τμήματα του ελληνικού κόσμου (Αρκάδες, Αιτωλοί, Ακαρνάνες,
Ηπειρώτες, Μακεδόνες) διατήρησαν τη φυλετική οργάνωση.
Ο δεύτερος ελληνικός αποικισμός (8ος – 6ος αι. π.Χ.)
Ορισμός → Η αναγκαστική μετακίνηση ομάδας ανθρώπων, η εγκατάστασή τους σε άλλη
περιοχή και η δημιουργία νέας πόλης – κράτους.
Διαφορές από τον α΄ αποικισμό → α) Η επιχείρηση ήταν οργανωμένη από τη μητρόπολη, β)
η νέα πόλη – κράτος ήταν αυτόνομη και αυτάρκης, γ) οι σχέσεις με τη μητρόπολη ήταν
χαλαρές ως ανύπαρκτες (σπάνια εχθρικές).
Αίτια δεύτερου ελληνικού αποικισμού.
1. Η στενοχωρία (αύξηση πληθυσμού + περιορισμένες καλλιεργήσιμες εκτάσεις).
2. Η έλλειψη μετάλλων και λοιπών πρώτων υλών.
3. Η αναζήτηση νέων αγορών.
4. Οι εσωτερικές πολιτικές κρίσεις, οι οποίες συνεπάγονταν την απομόνωση ομάδος
πολιτών.
5. Η συσσώρευση γνώσεων για τις θαλάσσιες οδούς και τις περιοχές εγκατάστασης.
6. Ο ριψοκίνδυνος χαρακτήρας των Ελλήνων.
Χαρακτηριστικά δεύτερου ελληνικού αποικισμού.
1. Εξάπλωση των Ελλήνων στα όρια του τότε γνωστού κόσμου (Μεσόγειος + Εύξεινος
Πόντος).
2. Περιορισμός της δραστηριότητας άλλων λαών (π.χ. των Φοινίκων).
3. Σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία, την κοινωνία και την πολιτιστική εξέλιξη.
Οικονομία → α) Επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας εκτός των ορίων των πόλεων –
κρατών ∙ β) ανάπτυξη του δευτερογενούς και του τριτογενούς τομέα της οικονομίας
(μεταποίηση, εμπόριο και υπηρεσίες) ∙ γ) εμπόριο με κοπή και χρήση νομίσματος, δηλ.
συναλλαγές με εμπορευματοχρηματικό χαρακτήρα.
Κοινωνία → Κοινωνικές συνέπειες λόγω οικονομικών μεταβολών: α) κρίση της
αριστοκρατικής κοινωνίας και εξουσίας λόγω ανάρρησης των πολιτών που πλούτισαν από
το εμπόριο ∙ β) αύξηση της δουλείας λόγω ανάγκης για περισσότερα και φτηνότερα
εργατικά χέρια (οι αργυρώνητοι δούλοι ως παράγων οικονομικής ανάπτυξης).
Πολιτισμός → α) Οι άποικοι μετέφεραν τα στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού στις νέες
τους πατρίδες, π.χ. η διάδοση της γραφής και ειδικά του χαλκιδικού αλφαβήτου στους
ιταλικούς λαούς∙ β) οι άποικοι αντάλλαξαν πολιτιστικά στοιχεία με τους γηγενείς
πληθυσμούς (πολιτιστικοί πειραματισμοί).

Τα πολιτεύματα. Χαρακτηριστικά.
1. Η πόλη – κράτος ήταν ο βασικός θεσμός πολιτικής οργάνωσης.
2. Στο εσωτερικό της αναπτύχθηκαν ισχυρές κοινωνικές τάξεις, οι οποίες άσκησαν
εξουσία.
3. Σε κάθε πόλη – κράτος ήταν διαφορετική η εξέλιξη του πολιτεύματος.
4. Θεωρητικά η εξέλιξη του πολιτεύματος ακολουθεί την εξής πορεία: α) βασιλεία →
β) αριστοκρατία → γ) ολιγαρχία → δ) τυραννίδα → ε) δημοκρατία.
α) βασιλεία → Παρακμή και πτώση της με την ίδρυση πόλεων ‐ κρατών∙ παρέμεινε
μόνο εκεί που διατηρήθηκε ο φυλετικός τρόπος οργάνωσης (π.χ. Ήπειρος, Μακεδονία).
β) αριστοκρατία → Η εξουσία στα χέρια των αρίστων (ευγενική καταγωγή + κατοχή
γης)∙ η εγκαθίδρυση αριστοκρατικών πολιτευμάτων συνδέεται με τη συγκρότηση των
πόλεων – κρατών.
γ) ολιγαρχία → 1) Κρίση των αριστοκρατικών πολιτευμάτων επειδή

α) ήρθαν στην επιφάνεια νέες κοινωνικές τάξεις λόγω ανάπτυξης του εμπορίου και της βιοτεχνίας,

β) αυτές οι κοινωνικές τάξεις διεκδίκησαν μερίδιο στην εξουσία και

γ) εμφανίστηκε το καινούργιο στρατιωτικό σώμα της οπλιτικής φάλαγγας, διά του οποίου καλλιεργήθηκε η
έννοια της ισότητας σε όλα τα επίπεδα.
2) Όξυνση των κοινωνικών διαφορών και των συγκρούσεων μεταξύ ευγενών και
πλουσίων και πλήθους (τέλη του 7ου και αρχές του 6ου αι. π.Χ.).
3) Αντιμετώπιση της κατάστασης με την κωδικοποίηση του άγραφου, εθιμικού
δικαίου, η οποία ανατέθηκε σε πρόσωπα κοινής αποδοχής από την τάξη των ευγενών
(νομοθέτες / αισυμνήτες: Λυκούργος, Δράκων, Σόλων, Πιττακός, Ζάλευκος, Χαρώνδας κ.λπ.)
4) Συνέπεια: Συμμετοχή στη διακυβέρνηση της πολιτείας ανάλογα με την
οικονομική κατάσταση των πολιτών, δηλ. με βάση το εισόδημα, άρα διεύρυνση της
πολιτικής βάσης → μεταβολή του πολιτεύματος από αριστοκρατικό σε ολιγαρχικό /
τιμοκρατικό.

δ) τυραννίδα → 1) Η ολιγαρχία δεν έδωσε λύση στα προβλήματα του πλήθους.
2) Οι αντιθέσεις υποδαυλίστηκαν από συγκεκριμένα πρόσωπα
(ευγενείς) που ήθελαν να επιβάλουν τη δική τους εξουσία.
3) Τα πρόσωπα αυτά αναδείχτηκαν σε ηγέτες των κατώτερων
κοινωνικών ομάδων, στην υποστήριξη των οποίων βασίστηκαν για να καταλάβουν την
εξουσία → εγκαθίδρυση τυραννίδος / τυραννικού καθεστώτος με «προσωπικό» χαρακτήρα
(Πολυκράτης / Σάμος, Περίανδρος / Κόρινθος, Θεαγένης / Μέγαρα, Πεισίστρατος / Αθήνα).
4) Ορισμένοι τύραννοι φρόντισαν για την ανάπτυξη της πόλης τους
και για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των πολιτών.
5) Οι περισσότεροι είχαν βίαιο τέλος (δολοφονήθηκαν).
ε) δημοκρατία

1) Εμφανίζεται μετά τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. και στις λιγότερες (όχι
στις περισσότερες) περιοχές, π.χ. στην Αθήνα, με τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη.
2) Βασικό πολιτειακό όργανο γίνεται η συνέλευση όλων των
ενηλίκων κατοίκων που είχαν πολιτικά δικαιώματα, δηλ. η εκκλησία του δήμου

3) Καθιερώνονται τα δικαιώματα της ισηγορίας (= κάθε πολίτης να
εκφράζει ελεύθερα τη γνώμη του για τη διαχείριση των κοινών) και της ισονομίας (= κάθε
πολίτης να συμμετέχει στη διαμόρφωση και την ψήφιση των νόμων).

Γενικά: Κάθε πόλη – κράτος παγίωσε ένα συγκεκριμένο σύστημα διακυβέρνησης, π.χ.
Σπάρτη (7ος – 2ος αι. π.Χ.) → ολιγαρχικό πολίτευμα
Αθήνα (7ος – 6ος αι. π.Χ.) → όλο το φάσμα των πολιτευμάτων μέχρι τη θεμελίωση της
δημοκρατίας.

Ο πολιτισμός. Οι πρώτες πνευματικές και καλλιτεχνικές αναζητήσεις εντοπίζονται στην
Ιωνία, αλλά γρήγορα διαδίδονται και στον υπόλοιπο ελληνικό χώρο.
Ποίηση: Προσωπικό ύφος, εκφράζει βιώματα και συναισθήματα.
Πεζογραφία: Γεννιέται η φιλοσοφία (φυσικοί φιλόσοφοι) και η ιστορία (λογογράφοι,
Ηρόδοτος).
Τέχνη: Μετά την πρώτη «ανατολίζουσα» φάση, διαμόρφωσε χαρακτηριστικά τυπικά των
ελληνικών αισθητικών αντιλήψεων. Καλλιεργήθηκε η αρχιτεκτονική (δωρικός και ιωνικός
ρυθμός), η γλυπτική (κούροι και κόρες) και η κεραμική τέχνη (μελανόμορφος και
ερυθρόμορφος ρυθμός).
Θρησκεία: Έχουν αποκρυσταλλωθεί οι θρησκευτικές δοξασίες και ο τρόπος λατρείας κάθε
θεού ∙ τα χαρακτηριστικά της μορφής κάθε θεού γίνονται κοινά για όλους τους Έλληνες ∙
ορισμένα ιερά αποκτούν πανελλήνια σημασία (π.χ. οι Δελφοί, η Ολυμπία, η Δήλος).
Οι περσικοί πόλεμοι. Κατά την α΄ εικοσαετία του 5ου αι. π.Χ. οι Έλληνες αντιμετωπίζουν
επιτυχώς τον περσικό επεκτατισμό.
Αφορμή → Η ατυχής ιωνική επανάσταση (499‐494 π.Χ.).
Α΄ απόπειρα περσικής επέκτασης στον ελλαδικό χώρο → Ολοκληρωτική καταστροφή του
περσικού στόλου στον Άθω ∙ υποταγή της Θράκης και της Μακεδονίας.
Α΄ οργανωμένη περσική εκστρατεία → Ναυτική επιχείρηση, με στόχο την τιμωρία των
Αθηναίων και των Ερετριέων για τη βοήθεια προς τους Ίωνες ∙ στον Μαραθώνα δόθηκε το
τέλος (490 π.Χ., Μιλτιάδης).
Β΄ οργανωμένη περσική εκστρατεία → Τεράστιες χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις με στόχο
την κατάκτηση ολόκληρου του ελλαδικού χώρου ∙ μετά από τη σειρά των γνωστών
συγκρούσεων – Θερμοπύλες (Λεωνίδας), Αρτεμίσιο, Σαλαμίνα (Θεμιστοκλής), Πλαταιές
(Παυσανίας), Μυκάλη – οι Πέρσες εγκαταλείπουν με τα υπολείμματα του στρατού τους τον
ελλαδικό χώρο (480‐479 π.Χ.).
Ταυτόχρονα → Οι Έλληνες αναχαιτίζουν τους Καρχηδόνιους στη Σικελία (μάχη της Ιμέρας,
480 π.Χ.).
Σημασία των περσικών πολέμων.
1. Σύγκρουση όχι μόνο δύο αντιπάλων, αλλά δύο διαφορετικών τρόπων ζωής, δύο
συστημάτων αξιών, δύο πολιτισμών.
2. Προβολή του δυναμισμού της πόλης – κράτους ως προς τον οργανωτικό τομέα.
3. (Το σημαντικότερο): Δημιουργία κοινής εθνικής συνείδησης και κοινής ιστορικής
μνήμης όλων των Ελλήνων ∙ οι περσικοί πόλεμοι ήταν οι πρώτοι εθνικοί πόλεμοι
των Ελλήνων στην ιστορία.

 

 

 

Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Η πόλη-κράτος της αρχαϊκής εποχής

Περιήγηση στην αρχαία Μίλητο

Ελληνικές πόλεις-κράτη

 

Η πόλη-κράτος κατά την αρχαιότητα

 

Τοπογραφικοί χάρτες από την αρχαία Αθήνα

 

Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Ομηρική εποχή

2.1 Ομηρική Εποχή (1100 – 750 π.Χ.)

 

Ορισμός:

  • Πότε: μετά την παρακμή των μυκηναϊκών κέντρων (1100 π.Χ.)
  • Διάρκεια: για περίπου τρεις αιώνες à περίοδος αναστατώσεων και συνεχών μετακινήσεων ελληνικών φύλων à απόκτηση μόνιμων εγκαταστάσεων
  • Κύριες πηγές πληροφοριών:
    • η αρχαιολογική έρευνα
    • τα ομηρικά έπη (ονομαστηκε από αυτά η εποχή «ομηρική εποχή»
  • Παλαιότεροι χαρακτηρισμοί: «ελληνικός μεσαίωνας» / «σκοτεινοί χρόνοι», δηλ. εποχή άγνωστη και παρακμιακή σε σχέση με τον λαμπρό μυκηναϊκό πολιτισμό.
  • Σύγχρονος χαρακτηρισμός: Περίοδος ανασυγκρότησης, οργανωτικής δημιουργίας και θεμελίωσης του ελληνικού πολιτισμού

 

Οι μετακινήσεις (11ος– 9οςαι. π. Χ.) (Περίληψη)

 

  • Η Κάθοδος των Δωριέων: η απουσία αντίστασης διευκολύνει την επικράτηση τους και οδηγεί σε ανακατατάξεις των ελληνικών πληθυσμών και στη δημιουργία μεταναστευτικού ρεύματος στις ακτές της Μ. Ασίας
  • (1η θεωρία διείσδυσης Δωριέων)
  • 11ος αι. π.Χ. : διείσδυση Δωριέων στη Β Δ. Ελλάδα,

Μετακίνηση στην Πελοπόννησο: στρατιωτική επιχείρηση και υποταγή μυκηναϊκών πληθυσμών- εγκατάσταση στη Λακωνία.

  • ( 2η θεωρία διείσδυσης Δωριέων):
  • Οι Δωριείς ήταν ελληνικό φύλο που ζούσε σε ορεινές περιοχές της Ελλάδας και μετακινήθηκε στα πεδινά.
  • (Δωριείς : δωρίμαχος / δορύμαχος : δεινός χειριστής του δόρατος)

 

Ο πρώτος ελληνικός αποικισμός

Ορισμός : Οι μεταναστευτικές κινήσεις των ελληνικών φύλων από την ηπειρωτική Ελλάδα προς τις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας, μέσω των νησιών του Αιγαίου, από τα μέσα του 11ου ως τον 9ο αι. π.Χ..

Ειδικότερα:

  1. Αιολείς (αιολική διάλεκτος): μετακίνηση από Θεσσαλία àβορειοανατολικό Αιγαίο, Λέσβος, Τένεδος, απέναντι παράλια της Μ. Ασίας («Αιολίς»).
  2. Ίωνες (+ πολλά άλλα φύλα: Δρύοπες, Μολοσσοί, Αρκάδες, Φωκείς, Μάγνητες): μετακίνηση από βορειοανατολική Πελοπόννησος, Αττική, Εύβοια à Κυκλάδες, Σάμος, Χίος, απέναντι ακτές της Μ. Ασίας· à ίδρυση 12 νέων πόλεων + θρησκευτική ένωση του Πανιωνίου· τεράστια εξάπλωση, εις βάρος των άλλων φύλων. Όλη η δυτική ακτή της Μ. Ασίας έμεινε στην ιστορία με το όνομα Ιωνία.
  3. Δωριείς: μετακίνηση από Λακωνία, Επίδαυρος, Τροιζήνα à Μήλος, Θήρα, Κρήτη à Ρόδος, Κως, νοτιοδυτικές ακτές της Μ. Ασίας· μετακίνηση όχι αναγκαστική, αλλά στα πλαίσια της εξάπλωσης των Δωριέων· πρώτη επαφή τους με τη Θάλασσα. Αργότερα συγκροτείται η θρησκευτική ένωση της δωρικής εξάπολης (Ιαλυσός, Κάμιρος, Λίνδος, Κως, Κνίδος, Αλικαρνασσός).
  • Κατάληξη : Μόνιμη εγκατάσταση στους νέους τόπους, επέκταση στην ενδοχώρα, ενίοτε ανάμειξη μεταξύ των διαφόρων ελληνικών φύλων αλλά και με τους γηγενείς πληθυσμούς.

Οικονομική, κοινωνική και πολιτική οργάνωση

α) Η οικονομία

  • Κύρια πηγή οικονομικής ανάπτυξης: η γη
  • Κλειστή αγροτική οικονομία
  • Ο ομηρικός οίκος: τα μέλη μιας οικογένειας μαζί με άλλα άτομα με οικονομική εξάρτηση από την οικογένεια και επιτελούσαν όλες τις παραγωγικές εργασίες.
  • Απουσία εργασιακής ειδίκευσης à απουσία βιοτεχνικής ανάπτυξης
  • Τα γεωργικά και κτηνοτροφικά παραγόμενα προϊόντα καταναλώνονται μέσα στον οίκο.
  • Τρόποι αναπλήρωσης αγαθών:
  • περιορισμένο ανταλλακτικό εμπόριο
  • ανταλλαγή δώρων
  • πόλεμος
  • πειρατεία
  • Μέτρα αξιολόγησης ανταλλασσόμενων αγαθών : βόδι, δέρματα ζώων, μέταλλα, δούλοι
  • Το εξωτερικό εμπόριο (μέταλλα και δούλοι)στα χέρια των Φοινίκων

 

β) Η κοινωνία

  • Ο οίκος = βασική μονάδα κοινωνικής συγκρότησης
  • Οικονομική εξέλιξη του οίκου: τερματισμός των μετακινήσεων των ελληνικών φύλωνà μόνιμη εγκατάσταση àκατοχή γης àοικονομική ισχύς
  • Την κοινωνική και οικονομική μονάδα του οίκου αποτελούσαν οι:
  • Άριστοι (ευγενείς):
  • μέλη του οίκου που συνδέονταν με συγγενικούς δεσμούς
  • κάτοχοι της γης
  • με οικονομική ισχύ (διηγήσεις ομηρικών επών)
  • Πλήθος:
  • πολυάριθμη κοινωνική ομάδα
  • χωρίς άμεσους συγγενικούς δεσμούς με τους ευγενείς
  • ζούσαν σε καθεστώς εξάρτησης από τον οίκο
  • Δημιουργοί:
  • ειδικευμένοι τεχνίτες (π.χ. ξυλουργοί, αγγειοπλάστες κ.λπ.)
  • οικονομικά εξαρτώμενοι από τον οίκο/ τους οίκους μιας ευρύτερης περιοχής

 

  • Δούλοι:
  • περιουσιακό στοιχείο του οίκου
  • από πολέμους ή πειρατεία

 

γ) Η πολιτική οργάνωση

 

Οι πρώτες ελληνικές κοινωνίες: κράτη φυλετικά (βλ. ερμηνευτικό πίνακα όρων στο σχολικό βιβλίο σελ. 122)

Φυλετικό κράτος: πρώτη μορφή ελληνικής πολιτικής οργάνωσης.

Εσωτερική διάρθρωση φυλετικού κράτους:

α’ δυνατότητα: φυλή / φυλές  – φατρίες  – γένη (βάσει συγγένειας)

β’ δυνατότητα: διάσπαση ενός ευρύτερου φύλου

γ’ δυνατότητα: ένωση περισσότερων φυλών του ιδίου φύλου.

Εξέλιξη του φυλετικού σε πολιτικά οργανωμένο κράτος: φυλετικοί αρχηγοίàκληρονομικοί βασιλείς.

 

  • Ο βασιλιάς:
  • ο αρχηγός του στρατού επί πολέμου
  • ο κυβερνήτης με θρησκευτική και δικαστική εξουσία επί ειρήνης
  • Η βουλή των γερόντων:
  • ο αρχηγοί των ισχυρών γενών («βασιλείς»), συμβούλιο του βασιλιά
  • περιόρισαν την εξουσία του βασιλιά

 

  • Η εκκλησία του δήμου:
  • το πλήθος, κυρίως οι πολεμιστές·
  • γνωμοδοτεί για σημαντικά θέματα

Συμπέρασμα: Την ομηρική περίοδο διαμορφώθηκαν όλοι εκείνοι οι θεσμοί που οδήγησαν από τα μέσα του 8ου αι. π.Χ. στην πολιτική συγκρότηση των ελληνικών κοινωνιών

Ο πολιτισμός

 

  • Γραφή:
  • μετά από 3 αιώνες χωρίς γραφή εμφανίζεται ένα σύστημα που αποδίδει φθόγγους (τέλη 9ου – αρχές 8ου αι. π.Χ.)·
  • προσαρμογή των συμβόλων του φοινικικού αλφαβήτου στις φωνητικές αξίες της ελληνικής γλώσσας + προσθήκη φωνηέντων à ελληνική αλφαβητική γραφή, η πρώτη αλφαβητική γραφή στην ιστορία.

 

  • Θρησκεία:
  • δημιουργία των πρώτων ιερών à πανελλήνιος χαρακτήρας
  • παγίωση θρησκευτικών αντιλήψεων àολυμπιακό δωδεκάθεο.

 

  • Λογοτεχνία:
  • Συγκρότηση της πρώτης μεγάλης μορφής ποίησης των Ελλήνων, της προφορικής επικής ποίησης που είχε ως υπόβαθρο τα μυκηναϊκά τραγούδια με ηρωικό περιεχόμενο. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Όμηρος θεωρείται ποιητής των επών (Ιλιάδα και Οδύσσεια).

 

  • Τέχνη:
  • «Γεωμετρική» ονομάστηκε λόγω των γεωμετρικών σχεδίων στη διακόσμηση των αγγείων και στην κατασκευή των έργων μικροτεχνίας.

 

Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Μυκηναϊκός πολιτισμός

1.2 Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

 

  • Ορισμός – Η χώρα
  • Διαμορφώθηκε (ορισμός):

Πού; στην ηπειρωτική Ελλάδα

Πότε; Ύστερη εποχή του χαλκού, 1600-1100 π.Χ.

Προέλευση ονομασίας; Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός είχε ως σπουδαιότερο κέντρο , όπως αναφέρουν τα ομηρικά έπη, την «πολύχρυσο Μυκήνη», απ’ όπου πήρε συμβατικά και το όνομά του.

  • Πώς προέκυψε; Εγκατάσταση των ελληνικών φύλων (Αχαιοί, Δαναοί, Ίωνες, Αργείοι κ.ά.) στην ηπειρωτική χώρα, εξάπλωση στον αιγαιακό χώρο, στην Κρήτη, στη Μ. Ασία, και άλλοτε στην Κύπρο και τις ανατολικές ακτές Μεσογείου.
  • Σπουδαία μυκηναϊκά κέντρα; Μυκήνες, Άργος, Τίρυνθα (στην Αργολίδα),Πύλος(στη Μεσσηνία), Αμύκλες (στη Λακωνία), Ορχομενός, Θήβα, Γλας (στη Βοιωτία), Αθήνα, Ελευσίνα, Μαραθώνας (στην Αττική), Ιωλκός (στη Θεσσαλία).

 

  • Οι πηγές
  • Α) Ομηρικά Έπη: οι πρώτες πληροφορίες για το μυκηναϊκό κόσμο (μέχρι τον 19ο αι, οι μελετητές πίστευαν ότι ο Όμηρος γράφει βάσει της φαντασίας του!)
  • Β) Οι πρώτες ανασκαφές στις Μυκήνες (1876) από τον Ερρίκο Σλήμαν έδωσαν ιστορική υπόσταση σε όσα ανέφερε ο Όμηρος – πολλές αρχαιολογικές έρευνες έκτοτε.
  • Γ) Αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β΄ από τους Μ. Ventris και Chadwick (1952)
  • Η Γραμμική Β΄ :

Χρησιμοποιήθηκε από ειδικευμένους γραφείς στα μυκηναϊκά ανάκτορα

Είναι συλλαβική γραφή (τα σύμβολά της αποδίδουν λέξεις στα ελληνικά)

Πινακίδες

  • έχουν λογιστικό περιεχόμενο
  • είναι κατάλογοι αντικειμένων και περιουσιακών στοιχείων ηγεμόνων ή εμπόρων της εποχής
  • αναγράφονται ονόματα θεών και ανθρώπων γνωστών από τα έπη
  • δεν αναγράφουν συνεχές κείμενο

Συμπέρασμα: Η ιστορική επιστήμη εντάσσει τον μυκηναϊκό πολιτισμό στην ελληνική προϊστορία, ακριβέστερα όμως στην ελληνική πρωτο-ιστορία.

  • Οικονομική, κοινωνική και πολιτική οργάνωση του μυκηναϊκού κόσμου

Η οικονομία

  • Εμπορική ανάπτυξη: μετά το 1500 π.Χ. έξοδος Μυκηναίων στο Αιγαίο
  • Μέγαρα οικοδομημένα σε οχυρωμένες ακροπόλεις

Η κοινωνική οργάνωση

  • Μέγαρο: το επίκεντρο των οικονομικών δραστηριοτήτων
  • Ηγεμόνας :διαχειριζόταν τον πλούτο της περιοχής που εξουσίαζε

àείχε πολιτική, στρατιωτική, δικαστική και θρησκευτική εξουσία

  • Ιερείς και στρατός (επαγγελματίες στρατιώτες)
  • Έμποροι και ναυτικοί: πολυπληθής ομάδα
  • Ειδικευμένοι τεχνίτες (κεραμουργοί, ξυλουργοί, ναυπηγοί κ. ά)
  • Γεωργοί- κτηνοτρόφοι: Η πλειονότητα των υπηκόων, ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία
  • Δούλοι: εργάζονταν για τον ηγεμόνα, τους αξιωματούχους, τους ιερείς και τους απλούς πολίτες
  • Πολιτιστική συνοχή (κοινά χαρακτηριστικά του μυκηναϊκού κόσμου σε όλο το χώρο εξάπλωσής του).
  • Απουσία ενιαίου κράτους – η χώρα ήταν χωρισμένη σε ομοσπονδιακά κράτη.
  • Τα επιμέρους μυκηναϊκά κράτη ήταν πιθανόν υποτελή στο μεγαλύτερο ανακτορικό κέντρο, τις Μυκήνες.

Η πολιτική οργάνωση

  • Πληροφορίες από τις πινακίδες στο ανάκτορο της Πύλου.
  • Η πολιτική ιεραρχία ήταν η εξής:
  • Άναξ (κύριος του ανακτόρου, ανώτατος άρχοντας από τον οποίο πήγαζαν όλες οι εξουσίες)
  • Λααγέτας (>λαός + ηγουμαι) (τοπικός άρχοντας, διοικητής περιφέρειας)
  • Επέτες (>έπομαι) (ευγενείς, ακόλουθοι)
  • Τελεστές (σημαντικά πρόσωπα στην περιφερειακή διοίκηση)
  • Βασιλεύς (επικεφαλής ομάδας, αρχιτεχνίτης – στους επόμενους αιώνες η λέξη αυτή δήλωνε τον ανώτατο άρχοντα)

 

  • Η εξάπλωση
  • Τέλη 15ου αι.π.Χ. οι Μυκηναίοι:
  • κυριαρχούν στην Κρήτη και καταλαμβάνουν την Κνωσό
  • κυριαρχούν στο Αιγαίο εκτοπίζοντας τους Κρήτες
  • 14ος – 13ος αι: εξάπλωση και πέρα από το Αιγαίο
  • 13ος αι. π.χ.: ίδρυση αποικιών (Κύπρος, Ουγκαρίτ, Αίγυπτος – Παλαιστίνη)

Μαρτυρίες:

  • Πινακίδες χεττιτικές αναφέρουν τον βασιλιά των Χετταίων να αποκαλεί αδελφό τον βασιλιά των «Αχιγιάβα» (πιθανόν αναφέρεται στους Αχαιούς!) – Άλλοτε ο βασιλιάς των Χετταίων κάνει παράπονα για τις επιδρομές των Αχιγιάβα στη χώρα του.
  • Αιγυπτιακές επιγραφές αναφέρονται στους «Αχαϊβάσα» (πιθανόν Μυκηναίοι!) που εισβάλλουν με τους λαούς της θάλασσας στην Αίγυπτο στις αρχές του 12ου αι.
  • Επέκταση – εμπόριο: Δυτική Μεσόγειος (Σικελία, Σαρδηνία, ανατολικές ακτές Ισπανίας)
  • Εύξεινος Πόντος: (πρώτες ύλες και μέταλλα), τρωϊκή εκστρατεία με πανελλήνιο χαρακτήρα για τον έλεγχο των στενών του Ελλησπόντου κατά τα τέλη του 13ου αι. π.Χ. – αν και η παράδοση την τοποθετεί στα 1184 π.Χ. – χωρίς μόνιμη εγκατάσταση στην περιοχή καθώς για λόγους ανασφάλειας δεν υπήρχε μυκηναϊκή εγκατάσταση στην περιοχή της Τρωάδας.
  • Ο ιστορικός Θουκυδίδης χαρακτήρισε πάντως την τρωική εκστρατεία ως την πρώτη πανελλήνια επιχείρηση των Ελλήνων, κάτι που συνηγορεί υπέρ της ελληνικότητας του μυκηναϊκού πολιτισμού!

 

  • Η παρακμή
  • Αρχές 12ου αι. π.Χ.
  • Αίτια:
    • Πολεμικές επιδρομές των λαών της θάλασσας στις χώρες της Εγγύς Ανατολής (Χετταίοι – Αίγυπτος – Κύπρος) à απώλεια οικονομικών αγορών της Ανατολής à κλονισμός της οικονομίας των ανακτόρων, εξασθένηση της δύναμής τους
    • Εσωτερικές διενέξεις , δυναστικές έριδες και συγκρούσεις ολοκλήρωσαν την καταστροφή

 

  • Ο πολιτισμός

Πολιτιστική συνοχή του μυκηναϊκού κόσμου βάσει χαρακτηριστικών:

  • Η κοινή γλώσσα (πρώιμη μορφή της Ελληνικής)
  • Οι κοινές θρησκευτικές δοξασίες (λατρείες και ονόματα ελληνικών θεοτήτων)
  • Η ομοιομορφία σε όλες τις πτυχές του υλικού βίου (έργα τέχνης, πολεμικός εξοπλισμός, ενδυμασία, καλλωπισμός κ.λπ.)
  • Η τέχνη
  • Χαρακτηριστικά:
  • Αυστηρή συγκρότηση
  • Εξάρτηση των τεχνιτών από τα ανάκτορα
  • Κάλυψη αισθητικών και ιδεολογικών αναγκών των ανακτόρων.

 

  • Μυκηναϊκή αρχιτεκτονική
  • Οχυρωμένες ακροπόλεις με ανάκτορα και ταφικές κατασκευές
  • Τα ανάκτορα:
  • Οικοδομούνταν σε επιλεγμένες θέσεις
  • Περιβάλλονταν από ισχυρά τείχη
  • Πυρήνας ήταν το μέγαρο, ορθογώνιο οικοδόμημα που αποτελείται από τρία μέρη:
    • ένα μεγάλο χώρο – επικοινωνία με μεγάλη αυλή
    • τον πρόδομο – προθάλαμο
    • το κυρίως μέγαρο: εστία με τέσσερις κίονες που στήριζαν την οροφή
    • στη δεξιά πλευρά της αίθουσας ο θρόνος
    • γύρω από την αυλή του μεγάρου υπήρχαν πολλά διαμερίσματα
  • Ταφικές κατασκευές: θολωτοί τάφοι
    • θάλαμος κτιστός σε σχήμα κυψέλης
    • μεγάλη είσοδος με τριγωνική απόληξη
    • μακρύς διάδρομος που οδηγεί στην είσοδο
    • τάφος και διάδρομος καλύπτονται από χώμα ώστε να μοιάζει με λοφίσκο
  • Τοιχογραφίες και αγγειογραφικές παραστάσεις: πολεμικές σκηνές ή σκηνές κυνηγιού.

 

  • Μυκηναϊκή ζωγραφική: τοιχογραφίες και αγγειογραφίες υψηλής ποιότητας
  • μινωική επιρροή με λιγότερη έμφαση στα μοτίβα από τη φύση
  • τελετουργίες, πολεμικές σκηνές και σκηνές κυνηγιού
  • σχηματοποίηση φυτικών και ζωικών θεμάτων και μετατροπή τους σε απλά διακοσμητικά σχέδια (12ος αι.).

Συμπέρασμα: Ιδιαίτερο, μυκηναϊκό καλλιτεχνικό ύφος.

 

Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Μετάφραση 2.1. παρ. 20-24 Ξενοφώντος Ελληνικά
Μετάφραση § 20 – 24
Οἱ δ’ Ἀθηναῖοι Οι Αθηναίοι εξάλλου,
πλέοντες κατὰ πόδας πλέοντας από κοντά
ὡρμίσαντο ἐν Ἐλαιοῦντι αγκυροβόλησαν στον Ελαιούντα
τῆς Χερρονήσου της Χερσονήσου
ναυσίν ὀγδοήκοντα καὶ ἑκατόν. με εκατόν ογδόντα πλοία.
Ἐνταῦθα δὴ Εκεί, λοιπόν,
αὐτοῖς ἀριστοποιουμένοις ενώ γευμάτιζαν,
ἀγγέλλεται τὰ περὶ Λάμψακον, τους ήρθε αγγελία για όσα έγιναν στη Λάμψακο
καὶ εὐθὺς ἀνήχθησαν εἰς Σηστόν. και αμέσως βγήκαν στο πέλαγος με κατεύθυνση τη Σηστό
ἐκεῖθεν δ’ ευθὺς ἐπισιτισάμενοι από εκεί, αφού εφοδιάστηκαν αμέσως,
ἔπλευσαν εἰς Αἰγὸς ποταμούς έπλευσαν στους Αιγός Ποταμούς,
ἀντίον τῆς Λαμψάκου· απέναντι από τη Λάμψακο·
διεῖχε δἐ ὁ Ἑλλήσποντος ταύτῃ ο Ελλήσποντος είχε πλάτος σ’ αυτό το μέρος
ὡς  πεντεκαίδεκα σταδίους. περίπου δεκαπέντε στάδια.
Ἐνταῦθα δὴ ἐδειπνοποιοῦντο. Εκεί, λοιπόν, δειπνούσαν.
Λύσανδρος δὲ τῇ ἐπιούσῃ νυκτί, Ο Λύσανδρος, λοιπόν, την επόμενη νύκτα,
ἐπεὶ ὄρθρος ἦν, καθώς ξημέρωνε,
ἐσήμανεν έδωσε σήμα (στους στρατιώτες)
εἰσβαίνειν εἰς τὰς ναὺς να μπουν στα πλοία
ἀριστοποιησαμένους, αφού γευματίσουν,
παρασκευασάμενος δὲ πάντα και όταν προετοιμασε τα πάντα
ὡς εἰς ναυμαχίαν σαν να επρόκειτο να ναυμαχήσει
καὶ παραβάλλων τὰ παραβλήματα, και αφού έβαλε στα πλευρά των πλοίων τα παραπετάσματα
προεὶπεν προειδοποίησε
ὡς μηδείς κινήσοιτο  ἐκ τῆς τάξεως να μη κινηθεί κανείς  από την παράταξη (των πλοιων)
μηδὲ ἀνάξοιτο. ούτε να εξέλθει στο πέλαγος.
Οἱ δὲ Ἀθηναῖοι Οι Αθηναίοι από την άλλη μεριά,
ἅμα τῷ ἡλίῳ ἀνίσχοντι με την ανατολή του ήλιου
παρετάξαντο ἐπί τῷ λιμένι παρατάχθηκαν στην άκρη του λιμανιού
ἐν μετώπῳ κατά μέτωπο
ὡς εἰς ναυμαχίαν. για ναυμαχία.
Ἐπεὶ δὲ Λύσανδρος Επειδή, όμως, ο Λύσανδρος
οὐκ ἀντανήγαγε, δεν έπλευσε εναντίον τους
καὶ ἦν ὀψὲ τῆς ἡμέρας, και ήταν περασμένη η ώρα
ἀπέπλευσαν πάλιν έπλευσαν πάλι πίσω
εἰς τοὺς Αἰγός ποταμούς. στους Αιγός Ποταμούς.
Λύσανδρος δὲ ἐκέλευσε Ο Λύσανδρος τότε διέταξε
τὰς ταχίστας τῶν νεῶν τα ταχύτερα από τα πλοία του
ἕπεσθαι τοῖς Ἀθηναῖοις, να ακολουθήσουν τους Αθηναίους
ἐπειδὰν δὲ ἐκβῶσι, και όταν αυτοί βγουν στη στεριά,
κατιδόντας ὅ τι ποιοῦσιν αφού παρακολουθήσουν τι κάνουν,
ἀποπλεῖν καὶ ἐξαγγεῖλαι αὐτῷ. να επιστρέψουν και να τον πληροφορήσουν.
Καὶ οὐκ ἐξεβίβασεν  ἐκ τῶν νεῶν Και δεν επέτρεψε τον αποβιβασμό  από τα πλοία
πρότερον πρὶν αὗτοι ἦκον. πριν αυτά φτάσουν.
Ἐποίει δὲ ταῦτα τέτταρας ἡμέρας, Και αυτά τα έκανε επί τέσσερες ημέρες
καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἐπανήγοντο. και οι Αθηναίοι έπλεαν πάλι εναντίον του.