«Κάποτε έναν Ιούλιο…» σελίδες ημερολογίου

 

Στις 20 Ιουλίου 1974, σαράντα περίπου χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες εισέβαλαν παράνομα και κατά παράβαση του καταστατικού χάρτη του Συμβουλίου ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών στις βόρειες ακτές της Κυπριακής Δημοκρατίας . Αυτό το απόσπασμα που ακολουθεί είναι γραμμένο από ένα παιδί που αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του και να γίνει μετανάστης λόγω πολέμου.

19-9-1974
Η δυσκολότερη ίσως μέρα της ζωής μου. Έξω από το σπίτι μας μάχες. Προσπαθώ να σωθώ από τα πυρά των Τούρκων εισβολέων, φοβάμαι! Φοβάμαι πολύ , όχι τόσο για εμένα αλλά για την οικογένειά μου. Προσπαθώ να μην κάνω κακές σκέψεις, αλλά δεν γίνεται . Η μητέρα σήμερα άρχισε να πακετάρει κάποια πράγματα. Μάλλον θα φύγουμε! Θα γλιτώσουμε! Πόσο περίμενα αυτήν την μέρα ,να φύγουμε όλοι μαζί!….
Τα νέα όμως δεν ήταν τόσο καλά.Το πακετάρισμα τελικά ήταν για μένα και τον μόλις 8 μηνών αδελφό μου. Μα πώς είναι δυνατόν να καταφέρω να μεγαλώσω μόνος μου, χωρίς βοήθεια, ένα τόσο μικρό μωρό; Δεν καταλαβαίνω. Πού θα πάω, γιατί δεν έρχεται και η μαμά μαζί μου; Τι συμβαίνει; Πάντως μόνο καλά δεν είναι τα πράγματα. Τρομερά όσα ζω, όσα θα ζήσω!

20-9-1974
Η μαμά μου μού έδωσε τον αδελφό μου και τις βαλίτσες βιαστικά! Μου είπε να προσέχω και να τρέξω γρήγορα στο λιμάνι. Το πλοίο μού είπε λέγεται «Πάτρα» και σαλπάρει για Πειραιά. Φοβόμουν. Την αποχαιρέτησα, αλλά ένιωθα πως δεν θα την ξανάβλεπα! Εκείνη είπε πως θα ΄ρθει να μας βρει αργότερα και πως ό,τι λέει το κάνει. Πώς θα ξεφύγει όμως; Θα ζήσουμε πάλι όλοι μαζί όπως παλιά;

21-9-1974
Σήμερα ξύπνησα πρωί πρωί από το δυνατό βουητό που έκανε το πλοίο. Ο αδελφός μου ξύπνησε κι αυτός τσιρίζοντας και φωνάζοντας μαμά. Τι να του δώσω, αφού δεν έχουμε τίποτα; Το μόνο πράγμα που έχουμε είναι κάτι λιγοστά ρούχα. Ο καπετάνιος ήρθε και μας είπε ότι φτάσαμε στο λιμάνι του Πειραιά και πως ήταν η ώρα να κατέβουμε!….
Κατεβήκαμε. Γύρω μου δεν υπήρχε τίποτα, ούτε πόλεμος αλλά ούτε και κάποιο γνωστό πρόσωπο. Όλα ήρεμα, μα και τόσο άγνωστα. Εδώ οι περισσότεροι άνθρωποι χαμογελούσαν! Μα πώς; Κάποιοι έκλαιγαν, μα κι αυτοί από χαρά! Ήταν οι συγγενείς των παιδιών.

Μια στιγμή! Μια στιγμή ήταν αρκετή για να διακρίνω τα χρυσαφένια μαλλιά της θείας Ελένης. Πώς ήξερε ότι ήμασταν εκεί ; Πώς μας αναγνώρισε; Απ’ ό,τι θυμάμαι δύο φορές την έχουμε δει όλες κι όλες και τέλος πάντων πώς μας αναγνώρισε μ΄ αυτά τα κουρέλια; Ούτε εγώ ο ίδιος δεν θα με αναγνώριζα!

22-9-1974
Σήμερα ξύπνησα πολύ πιο αργά απ΄ ό,τι συνήθως. Η μαμά με ξύπναγε πρωί για να πάω σχολείο κι εγώ γκρίνιαζα! Πόσο μου λείπουν αυτές οι στιγμές!

Το σπίτι της θείας είναι αρκετά ζεστό και ευρύχωρο. Καιρό έχω να δω ένα τέτοιο σπίτι. Πάνω στο τραπέζι υπάρχουν ολοκαίνουρια βιβλία της Γ’ Δημοτικού και ζεστό γάλα με κουλουράκια! Πολύ ζεστό και φιλόξενο σπίτι, όμως αυτά δεν είναι αρκετά για να φύγει η πίκρα που ΄χω μέσα μου. Κι όμως τα έφαγα για να μην προσβάλω την θεία Ελένη.
Ο μικρός μου αδελφός δεν έχει ξυπνήσει ακόμα! Οπότε έχω χρόνο να χαζέψω λίγο τα καινούρια μου βιβλία και το σπίτι. Τα βιβλία είναι πολύ όμορφα και καθαρά, και το σπίτι τακτοποιημένο! Πάνω απ΄ το τζάκι υπάρχει ένας παλιός χάρτης της Ελλάδας. Ψάχνω στον χάρτη να βρω το νησί μου! Δίπλα ακριβώς κάθεται η καφετιά γατούλα της θείας και παραδίπλα υπάρχει ένα τραπεζάκι με τρεις κατακόκκινες τουλίπες μέσα σε ένα κρυστάλλινο βάζο. Τα αγαπημένα λουλούδια της μαμάς! Πόσο χαιρόταν, όταν της τα φέρναμε! Κι εκείνη μας γέμιζε φιλιά και αγκαλιές. Λέω φέρναμε, γιατί της έλεγα πάντα ότι ήταν και απ ΄τον μικρό.

[ΑΠΟΓΕΥΜΑ] Η θεία ήρθε αναστατωμένη στο δωμάτιο κλαίγοντας. Το κλάμα της ήταν σαν λυγμός. Με κοίταξε και….. και κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά. Ο αδελφός μου ήταν καλά ,η θεία Ελένη δόξα τω θεώ καλά , εγώ ας τα λέμε καλά , ποιος άλλος μένει; Η μαμά. Τι έπαθε;……….

Η θεία μού εξήγησε και με παρακάλεσε να πάρω ψύχραιμα αυτό που θα μου πει! Αλλά δεν ήταν τόσο εύκολο ! Έχασα την μητέρα μου και για τον πατέρα μου δεν ξέρω αν ζει ή πέθανε . Τι νόημα θα έχει η ζωή μου απ΄ δώ και πέρα; Δεν αντέχω ούτε στην ιδέα ότι έμεινα μόνη με τον αδελφό μου. Γιατί Παναγίτσα μου σε εμένα; Συγγνώμη, δεν μπορώ να γράψω άλλο. Ένας κόμπος μου πνίγει τον λαιμό……

 

Γούλα Κυριακή, Γ΄ Γυμνασίου          Σχ. Έτος 2019-2020
Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Ειρήνη Νικολοπούλου