Εγώ θα θυμάμαι

 

 

Ήταν καλοκαίρι. Το ήξερα, επειδή κάθε καλοκαίρι ο κύριος έπαιρνε την οικογένεια και την πήγαινε στην παραλία. Τα παιδιά κουβαλούσαν τα παιχνίδια τους, η κυρία ένα μεγάλο καλάθι με κολατσιό που είχε ετοιμάσει το ίδιο πρωινό και ο κύριος το μωρό. Πάντα του άρεσε να κρατάει το μωρό, επειδή του έφτιαχνε την διάθεση. Γέλαγε και έπαιζε στην αγκαλιά του προσπαθώντας να αγγίξει τα γένια του πατέρα του με τα μικρά χεράκια του. Όλοι ήταν χαμογελαστοί, γιατί λάτρευαν την βόλτα στην παραλία. Συνήθως γυρνούσαν το βράδυ, αλλά δεν με πείραζε, διότι ήξερα ότι περνούσαν καλά.

Σήμερα, όπως κάθε μέρα, ήταν έτοιμοι από νωρίς γι’ αυτήν την εκδρομή. Τα παιδιά τσίριζαν από ανυπομονησία παρά τις προσπάθειες της κυρίας να τα ηρεμήσει. Ο κύριος είχε ξεχάσει το καπέλο του στην κρεβατοκάμαρα και πήγε να το φέρει. Καθώς γυρνούσε, ακούστηκε ένας δυνατός ήχος και ένιωσα έναν φοβερό πόνο. Η ξύλινη εξώπορτα κειτόταν στο δάπεδο διαλυμένη σε χίλια κομμάτια. Ένοπλοι Τούρκοι στρατιώτες φορώντας κράνη, ζωσμένοι με όπλα όρμησαν μέσα από το άνοιγμα και τους αιχμαλώτισαν όλους.

Ο κύριος αντιστάθηκε γενναία. Για μια στιγμή κατάφερε να ξεφύγει όμως η ελευθερία του δεν κράτησε ούτε ένα λεπτό, καθώς ο στρατιώτης που βρισκόταν κοντά του σήκωσε το όπλο του και χωρίς να διστάσει, τον πυροβόλησε στο κεφάλι. Το σώμα του έπεσε νεκρό στο πάτωμα και ένιωσα το αίμα του να απλώνεται σε κάθε πτυχή της ύπαρξής μου. Η κυρία έβγαλε μια κραυγή και ένα δευτερόλεπτο αργότερα το άψυχο κορμί της κειτόταν δίπλα στου κυρίου. Το μωρό ούρλιαζε και το κορίτσι έκλαιγε βουβά, σε αντίθεση με το αγόρι που το μίσος αλλοίωνε το παιδικό του πρόσωπο. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στους στρατιώτες. Εκείνοι, αντί να το πυροβολήσουν, άρχισαν να το χτυπάνε βίαια με κλοτσιές στο στομάχι. Όταν το αγόρι λιποθύμησε, σκότωσαν το μωρό και το κορίτσι με την ίδια ευχαρίστηση που σκοτώνει ένας κυνηγός το θήραμά του. Τέλος με ένα θριαμβευτικό χαμόγελο αφαίρεσαν και τη ζωή του αγοριού. Έφυγαν αφήνοντας τις νεκρές σωρούς να σαπίσουν. Αυτά τα δέκα λεπτά μου φάνηκαν αιώνας. Δεν τολμούσα να αφήσω τον εαυτό μου να συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα. Απέμεινα να κοιτάζω τα μάτια του κοριτσιού. Το πρωί γεμάτα χαρά, ενθουσιασμό και τώρα ψυχρά, παγωμένα, σαν γυάλινα. Κάθε συναίσθημα, κάθε ζωντάνια να έχει εξαφανιστεί. Προσπάθησα να φωνάξω. Φώναζα και ξαναφώναζα όσο δυνατότερα μπορούσα, αλλά κανείς δεν άκουγε, κανείς δεν ήρθε, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για την οικογένειά μου! Μόνο εγώ! Ήθελα να βοηθήσω, αλλά δεν μπορούσα. Προσπάθησα, συγκέντρωσα όλες μου τις δυνάμεις, αλλά δεν τα κατάφερα. Ξέσπασα σε λυγμούς και δεν σταμάτησα παρά μόνο όταν δύο άντρες ντυμένοι στα άσπρα τοποθέτησαν τα πτώματα σε ένα σιδερένιο καρότσι. Δεν ξέρω πού τους πήγαν, ούτε θέλω να μάθω.

Είχα χάσει τελείως την αίσθηση του χρόνου, όταν μια νέα οικογένεια εμφανίστηκε. Ο άντρας φορούσε ένα περίεργο κόκκινο καπέλο και ένα παχύ μουστάκι σκίαζε τα χείλη του. Η γυναίκα είχε καλυμμένο το κεφάλι της με ένα πολύχρωμο μαντίλι. Φαινόντουσαν καλοί άνθρωποι. Είχαν έναν γιο που μόλις με είδε, άρχισε να με περιεργάζεται.

“Κοίτα τι όμορφο που είναι! Δεν έχω ξαναδεί τόσο μεγάλο! Ωραίο χρώμα έχει!” έλεγε. Για μια στιγμή χαμογέλασα, ώσπου θυμήθηκα τους στρατιώτες.

Μπορεί να μην με είχαν σκοτώσει, αλλά μου είχαν στερήσει την μιλιά, είχαν μείνει μόνο τα μάτια. Ήθελα να πω πολλά αλλά το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να κοιτάω. ” Όχι ” σκέφτηκα. “Δεν είμαι όμορφο χωρίς μιλιά, δεν είμαι μεγάλο χωρίς αγάπη και το χρώμα μου σίγουρα δεν είναι ωραίο χωρίς χαρά”. Οι στρατιώτες φρόντισαν να ποτίσουν κάθε τοίχο, κάθε παράθυρο, κάθε επιφάνειά μου με αίμα. Μπορεί για τους ανθρώπους να είμαι ένα άψυχο σπίτι χωρίς σκέψεις και συναισθήματα, αλλά αν κάποτε αυτοί ξεχάσουν, εγώ θα θυμάμαι…

 

Ελπίδα Κόλλια, Γ΄ Γυμνασίου, Σχ. Έτος 2019-2020
Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Ειρήνη Νικολοπούλου