Ήταν πολύ μικρός για να καταλάβει τι γινόταν. Πώς να χωρέσει κάτι τέτοιο ο νους του; Έπρεπε να μάθει, να βρει πληροφορίες . Δεν μπορούσε όμως να ρωτήσει τη μητέρα του. Η αναφορά του στα γεγονότα αυτά θα γέμιζε πάλι τα μάτια της με δάκρυα.
Κάθε φορά που η μητέρα του ετοίμαζε το φαγητό ή διάβαζε ένα βιβλίο, ο Αντώνης έψαχνε στην κάμαρά της. Μια μέρα εκεί, στο πίσω μέρος ενός συρταριού, βρήκε το «πολύτιμο» κουτάκι. Πρώτη φορά το έβλεπε. Το άνοιξε με λαχτάρα και σάστισε από έκπληξη , όταν είδε το περιεχόμενό του.
Είχε μέσα δύο μικρές φωτογραφίες. Η μία απεικόνιζε ένα σπίτι με μια τεράστια, πανέμορφη αυλή. Σ’ αυτήν κυριαρχούσε μια επιβλητική ελιά με πολλούς, μεγάλους καρπούς πάνω της. Γύρω από το δέντρο ξεπετάγονταν κάθε λογής πολύχρωμα λουλούδια. Φαινόταν τόσο περιποιημένη! Η άλλη φωτογραφία έδειχνε έναν νεαρό άντρα και μια γυναίκα πλάι του που έμοιαζε υπερβολικά στην μητέρα του. Φορούσαν ρούχα απλά, καθημερινά και το φαρδύ κίτρινο φόρεμα της μητέρας του δεν μπορούσε να κρύψει τη φουσκωμένη κοιλίτσα της. Έμοιαζαν τόσο ευτυχισμένοι, καθώς ο ένας κρατούσε το χέρι του άλλου!
Στη βάση του κουτιού υπήρχε ένα αποξηραμένο τριαντάφυλλο και ένα χαρτί με το όνομα του πατέρα του «Αγγελής Νικολάου» . Έγραφε και κάτι ακόμη που τον γέμισε με περισσότερα ερωτήματα, «20 Ιουλίου 1974, τουρκική εισβολή , Λευκωσία ». ‘Ήξερε ήδη πως οι γονείς του έζησαν στα παιδικά τους χρόνια στην Κύπρο και πως όταν ο πατέρας του πέθανε, η μητέρα του και η γιαγιά του μετακόμισαν στην Αθήνα. Γιατί όμως μετακόμισαν; Πώς και πότε πέθανε ο πατέρας του; Γιατί τα μάτια της μάνας του γεμίζουν δάκρυα στο άκουσμα του ονόματος του πατέρα του; Γιατί το χαρτί λέει «τουρκική εισβολή»; Όλα αυτά τα ερωτήματα έπρεπε κάποτε να απαντηθούν, κι ίσως να είχε έρθει η ώρα. Ήταν δεκατριών χρονών, μεγάλος πια, ίσως έπρεπε να μάθει κάποια πράγματα για τον πατέρα του, αφού πάντα τον προβλημάτιζαν.
Το βράδυ εκείνο ο Αντώνης δεν κοιμήθηκε. Έμεινε ξάγρυπνος διαβάζοντας εγκυκλοπαίδειες και παλιές εφημερίδες που είχαν ξεμείνει στην βιβλιοθήκη του σπιτιού. Διάβασε πολλά για εκείνη τη μέρα, την 20η Ιουλίου του 1974. Διάβασε φριχτά πράγματα που τον συγκλόνισαν. Τον προβλημάτιζε πολύ ο θάνατος του πατέρα του, ειδικά τώρα που βρήκε αυτό το κουτί . Κάτι μέσα του, του έλεγε πως έπρεπε να μάθει, πως δεν ήταν ένας απλός θάνατος, κάτι τρομερό είχε συμβεί.
Την επόμενη μέρα η μητέρα του τον ενημέρωσε πως θα πήγαιναν στην γιαγιά του την Καλλιόπη. Τότε σκέφτηκε πως θα ήταν μια καλή ευκαιρία να μάθει περισσότερα για τον πατέρα του. Ο Αντώνης αγαπούσε πολύ τη γιαγιά του. ‘Ηταν πάντα με ένα χαμόγελο στα χείλη, όμως στα μάτια της μπορούσες να διακρίνεις ότι είχε περάσει δύσκολα χρόνια και πολλές στενοχώριες.
Το μεσημέρι, την ώρα του φαγητού βρήκε την ευκαιρία . Έβγαλε το «πολύτιμο» κουτάκι από την τσάντα του, το ακούμπησε στην μέση του τραπεζιού και είπε αποφασισμένος «Θέλω να μάθω την αλήθεια» .Η γιαγιά και η μάνα του είχαν μείνει άφωνες. Να είχε έρθει κιόλας η ώρα να αποκαλύψουν κάτι τόσο τρομερό στον Αντωνάκη; Πρώτη άρχισε η μητέρα του που με βουρκωμένα μάτια εξήγησε στον γιο της πως ,όταν έγινε η εισβολή, ο πατέρας του μαζί με τους συμπατριώτες του αγωνίστηκαν γενναία για την πατρίδα χωρίς να φοβηθούν για την ζωή τους. Εναντιώθηκαν στο άδικο, ακόμα κι όταν όλα φαίνονταν πως είχαν τελειώσει. Με τρεμάμενη φωνή του είπε πως ο πατέρας του χωρίς δισταγμό κατέβασε την τουρκική σημαία που κυμάτιζε εχθρική στον τόπο τους και ύψωσε την ελληνική. Ένας σκοπευτής όμως από μακριά τον πυροβόλησε…
Ο Αντώνης συγκλονίστηκε. Είχε έναν τόσο ηρωικό και γενναίο πατέρα! Πόσο περήφανος ήταν! Όσα άκουσε εκείνη την ημέρα ο μικρός Αντώνης τα κράτησε για πάντα στην καρδιά του και σφράγισαν την ζωή του. Πόσο θα ήθελε να κάνει κι αυτός τον πατέρα του το ίδιο περήφανο για τον γιο του! Περήφανο για τις επιλογές του, τις αξίες του και τα όνειρά του.
Δεν σταμάτησε ποτέ να ελπίζει ότι εκείνος και η μαμά του θα πατήσουν και πάλι το χώμα της ελεύθερης πια Κύπρου και θα βρεθούν στο σημείο όπου ο πατέρας του ύψωσε την ελληνική σημαία.
Ιωάννα Λουκαδάκου, Α΄ Γυμνασίου, Σχ. Έτος 2019-2020
Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Ειρήνη Νικολοπούλου