Το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο συγκέντρωσε το σύνολο των νομοθετικών κειμένων (νόμοι, διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις) της περιόδου 1899 – 1999 που αφορούν ωρολόγια και αναλυτικά προγράμματα και τα παρουσιάζει ταξινομημένα με βάση την ημερομηνία έκδοσής τους στον ιστότοπό του. Η προσπάθεια είναι από μόνη της εξαιρετικά σημαντική καθώς δίνει τη δυνατότητα όχι μόνο στους ερευνητές αλλά και σε κάθε ενδιαφερόμενο να ανατρέξει σε κείμενα που προσδιόρισαν εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές σ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα.
“Με τη συλλογή αυτή του Π.Ι.”, όπως σημειώνει στο εισαγωγικό του σημείωμα ο Σωτήριος Γκλαβάς, “δίνεται η δυνατότητα μιας ολικής εικόνας και γενικής εκτίμησης των κατά καιρούς αλλαγών στα προγράμματα σπουδών με τις οποίες επισφραγίζονται αλλά και οριοθετούνται σημαντικές προσπάθειες για εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τα τέλη του 20ού, όσον αφορά την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Επιπλέον ανοίγεται δρόμος στην έρευνα επιμέρους θεματικών ενοτήτων, ενώ υπάρχει πλέον ένα γενικό και ολοκληρωμένο κείμενο αναφοράς αλλά και προσφυγής σε κάθε αναγκαία μελλοντική αναμόρφωση ή αλλαγή των ωρολογίων και αναλυτικών προγραμμάτων”.
Όμως, ο τρόπος που επιλέχτηκε για την “ψηφιοποίηση” του υλικού μάλλον ακυρώνει την προσπάθεια παρά διευκολύνει την πρόσβαση σ’ αυτή. Κάθε σελίδα φωτογραφήθηκε χωριστά και παρουσιάζεται ως αρχείο εικόνας (jpg ή tiff) και μάλιστα χαμηλής ανάλυσης. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία τεράστιων αρχείων zip που περιέχουν το σύνολο των σελίδων σε μορφή εικόνας. Πχ., το ΠΔ217 του 1985, που αναφέρεται στα ωρολόγια και αναλυτικά προγράμματα των τεχνικών και επαγγελματικών Λυκείων της εποχής, αποτελείται από 158 (!) εικόνες συμπιεσμένες σ’ ένα αρχείο 50 Mb.
Κατανοώ ασφαλώς ότι η “πραγματική” ψηφιοποίηση απαιτεί χρόνο και εξειδικευμένο προσωπικό καθώς τα προγράμματα OCR (Οπτικής Αναγνώρισης Χαρακτήρων) ψηφιοποιούν πολυτονικά κείμενα, που μάλιστα προέρχονται από εκτυπώσεις όχι ιδιαίτερα ευκρινείς, παράγοντας πολλά λάθη που πρέπει να διορθωθούν και να ελεχθούν ένα προς ένα. Δεν κατανοώ όμως, στο βαθμό που το ψηφιακό υλικό υπάρχει, γιατί δεν επιλέχθηκε να μετατραπούν οι αρχικές φωτογραφίες σε αρχεία pdf για παράδειγμα, που θα πρόσφεραν τη δυνατότητα μελέτης του κειμένου χωρίς να απαιτείται το συνεχές άνοιγμα δύσχρηστων αρχείων ανά σελίδα.
Βεβαίως, όπως αναφέρει ο κ. Γκλαβάς στο εισαγωγικό του σημείωμα, έχει κατατεθεί στην ΕΥΔ/ΕΠΨΣ πρόταση για ψηφιοποίησή τους. Ποιος ο λόγος όμως, να γίνεται δυο φορές η ίδια δουλειά;