Λάθρα αποβιώσας


ο ήλιος πύρινος βρόγχος

αποχρωμάτιζε τις σημαίες

κι ο άνεμος γλυκά παραπλανούσε

τα κύματα

στοιβαγμένα στην τρύπια βάρκα

κάτω απ’ το μεσημεριανό λιοπύρι

λαθραία όνειρα που γίνονται εφιάλτες

καθρεφτίζονται στα βαθυγάλανα νερά

πίσω μια ζωή κλεμμένη

μπρος ο θάνατος ξαγρυπνά

καβάλα στ’ ακρόπρωρο

η στεριά απομακρύνεται διακριτικά

η θάλασσα καταπίνει την τελευταία

ελπίδα…

M.K.