Μάης του…
Γυμνά σώματα
αντικείμενα που απορροφούνται
στο ημίφως των διαδρόμων,
καρέκλες και τραπέζια
και ποτήρια που φυλάσσουν
λίγη ακόμα κουβέντα
και μια στάλα κρασί στο βάθος?
Πάνω σ? αυτά τα γυάλινα χείλη
πόση δίψα σβήσαμε
πόσες λέξεις σκορπίσαμε
μιλώντας για επαναστάσεις κι έρωτα
για ποίηση, για όνειρα,
με διάπλατα χαμόγελα?
Πού πήγαν όλες αυτές οι αναλύσεις,
που τόσο όμορφα διατυπώναμε όταν ήμασταν νέοι
πού έχουν πάει,
πού έχουν κρυφτεί,
τώρα που συνθηκολογούμε
μέρα με τη μέρα περισσότερο
καθώς διαπιστώνουμε
τις ανίερες συμμαχίες εκείνων που προπορεύονταν
τις υποχωρήσεις, τα ψεύδη?
Πώς συνεχίζουμε,
πώς επιμένουμε να επιζητάμε το αυτονόητο
τώρα που ξέρουμε
και ίσως δικαιολογούμε;
Τόσες θεωρίες,
τόσες αλήθειες, πού ξεχάστηκαν
πού θάφτηκαν και πώς θα συνεχίσουμε γνωρίζοντας
ή υποθέτοντας,
το αύριο που μας ανοίγεται
με τις προδομένες υποσχέσεις που μας δόθηκαν
σε καιρό ειρήνης για τον καιρό πολέμου
που μας ξημερώνει;
Έμειναν άραγε τα λόγια
όνειρα μόνο δυο ?σχεδόν? μεσηλίκων εραστών,
που επιμένουν να τριγυρνούν στο μισοσκότεινο σπίτι
και αναδεύουν τη μνήμη τους για να κρατήσουν ζωντανή
την ανάμνηση της ζέσης της νιότης,
όπου όλα αντιμετωπίζονταν ως ανυπόφορα κοινότυπα
ή μήπως προετοιμάζονται ακονίζοντας σχολαστικά
τα ξεθαμμένα τσεκούρια της εξέγερσης
που δεν έγινε ποτέ, αλλά ελπίζουν πως θα γίνει μια μέρα
που θα επιστρέψει η ιδέα,
ο ρομαντισμός μιας εποχής
που δυστυχώς για τους ρεαλιστές έχει παρέλθει,
ανεπιστρεπτί?
Δ.Τ.