Βαρκαρόλα
Στρωτό μετάξι η θάλασσα μακρυά φεύγει και πάει
σ΄ αγέρινα βουνά.
Σα συλλογή π’ ανάλαφρη του φεγγαριού η χλωμάδα
ν΄ απλώνεται αρχινά.
Πάρε βαρκάρη τα κουπιά και πήγαινέ με κάπου
στεριά να μη θωρώ,
μόνο λίγα άστρα απάνωθες, ολόγυρα και κάτω
το διάφανο νερό.
Γι΄ άσ΄ τα βαρκάρη τα κουπιά κι ωσάν ισκιά απογύρε
βουβός στην κουπαστή
κ΄ εγώ όπως σκύβω στα νερά μες στη σιγή που λάμνει
ονείρατα μεστή,
Μαργαριτάρι αχνόφωτο ψαρεύω την ψυχή μου
κει που καλεί ο βυθός
κι ως άγιο δισκοπότηρο υψώνω την απάνω
στου φεγγαριού το φως!
Κλεαρέτης Δίπλα-Μαλάμου