Τι;
Τι μπορεί να κρατήσει λιγότερο απ’ την αλλόκοτη σκέψη της αιωνιότητας
Τι πιο αιώνιο απ’ τη στιγμιαία αναλαμπή ενός διάττοντα
στα πευκοσκίαστα αλμυρά νερά του συμπαντικού ορίζοντα;
…………………………………………………..
Προσμένω με δασύφυλλες σκέψεις
και διάτρητες έξεις
της αντινομίας το σύνδρομο να διαχύσω
της αντιγνώσης το ράσο να σχίσω
Κι ο ψίθυρος στα θρανία της μοναξιάς
ότι πιο ερωτικό
ότι πιο αντιαυταρχικό
ότι πιο ανθρώπινο
διαχέεται, κυλάει στις τρύπιες φλέβες των παιδιών
κολλάει στα σχισμένα βιβλία
διακοσμεί τα ζωγραφισμένα τετράδια και τους τοίχους
καρφωμένος σ’ ένα βλέμμα χαμένο
στο σβησμένο όνειρο
στο χαμένο αύριο
Στην άδεια αίθουσα της ουτοπίας το κελί
απέμεινε ο αγέρας που γέρασε
ο αγέρας που γέλασε ειρωνικά
πίσω απ’ τον αλλήθωρο πίνακα
Κι η άσπρη σκόνη έντυσε χειμωνιάτικο
το πιο ανθισμένο κομμάτι της ζωής μας
Η ομολογία του λόγου της τέχνης
η ανομολόγητη κυριαρχία του φαύλου
της ανίερης συμμαχίας
των κραταιών λογολάγνων
άναρχα βάλλει
………………………………………………………………………
Στα συρτάρια ενός περιοδεύοντα ψιθυροσυλλέκτη,
λογοκόπου και παθητικού οιωνοσκόπου
μια λέξη αιωρείται
μ’ ένα τεράστιο ερωτηματικό στο τέλος…
Τι;
Μ.Κ.