Αγγλικά στην Α΄ Δημοτικού: έχει χάριν το γοργόν;

Το άρθρο δημοσιέυτηκε στην εφημερίδα Πανευβοϊκό Βήμα (16 Σεπτ. 2010, σ.16)

Αν και είναι γνωστές από χρόνια οι θέσεις της Υπουργού Παιδείας κ. Διαμαντοπούλου που υποστήριζε ότι η Ελλάδα «…πρέπει να ορίσει ως δεύτερη επίσημη γλώσσα τα Αγγλικά…» (Καθημερινή, 18-11-2001) θα αποφύγω να «εκτρέψω» την κουβέντα σε πολιτικολογίες και ιδεολογήματα και θα περιοριστώ σε στοιχεία που αφορούν τη διδακτική της ξένης γλώσσας. Για λόγους οικονομίας χώρου επίσης δε θα αναφερθώ σε θέματα που αφορούν τη διαπολιτισμική διάσταση της ξένης γλώσσας.

Από το νέο σχολικό έτος, πέραν των άλλων αλλαγών, θα ενταχθεί σε αρκετά σχολεία το μάθημα των Αγγλικών στο πρόγραμμα της A’ δημοτικού. Η βασική θέση πάνω στην οποία στηρίζεται η «πρώιμη» εισαγωγή των Αγγλικών είναι ότι τα μικρά παιδιά μαθαίνουν πολύ πιο εύκολα από τους μεγάλους μια ξένη γλώσσα. Η θέση αυτή φαίνεται να επιβεβαιώνεται από την εμπειρία όλων μας: τα παιδιά των μεταναστών μαθαίνουν πολύ ευκολότερα Ελληνικά από τους ενήλικους γονείς τους. Το συμπέρασμα εξάγεται εύκολα: όσο πιο μικρός ξεκινάς να μαθαίνεις μια ξένη γλώσσα, τόσο καλύτερα! Είναι όμως πάντα έτσι;

Τα παιδιά των μεταναστών μαθαίνουν γρήγορα Ελληνικά γιατί «εκτίθενται» σε ελληνόφωνο περιβάλλον για πολύ χρόνο την ημέρα και μέσα από μια μεγάλη ποικιλία ερεθισμάτων και καταστάσεων: κάνουν τα μαθήματά τους, παίζουν, δημιουργούν φιλίες, βλέπουν τηλεόραση και ακούν τους γείτονες να συνομιλούν με τους γονείς τους στα Ελληνικά. Με λίγα λόγια «βομβαρδίζονται» συνεχώς με στοιχεία της γλώσσας ενώ ταυτόχρονα τη χρησιμοποιούν συνεχώς στην καθημερινή τους επικοινωνία (τουλάχιστον εκτός σπιτιού).

Είναι φανερό ότι τα παραπάνω δεν έχουν καμία σχέση με τη σχολική διδασκαλία των δύο ή τριών ωρών την εβδομάδα όπου ο κάθε μαθητής θα έχει (;) στη διάθεσή του μόνο μερικά λεπτά για ουσιαστική χρήση της ξένης γλώσσας. Σύμφωνα με τη διεθνή ερευνητική εμπειρία, μάλιστα, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα το παιδί που διδάσκεται για πολλά χρόνια μια ξένη γλώσσα να βαρεθεί. Επιπλέον, από τις έρευνες προκύπτει ότι ένα παιδί που ξεκινά την ξένη γλώσσα σε ηλικία οχτώ ή δέκα ετών είναι πολύ πιθανό να φτάσει ή και να ξεπεράσει σύντομα εκείνο που ξεκίνησε στα έξι του. Τέλος, να προσθέσουμε τη σύγχυση που μπορεί να προκληθεί σε ένα παιδί έξι χρόνων αν του ζητήσουμε να μάθει ταυτόχρονα δύο αλφάβητα.

Είναι, λοιπόν, σε κάθε περίπτωση λανθασμένη η διδασκαλία των Αγγλικών στα έξι; Η ερώτηση δεν μπορεί να απαντηθεί με ένα ναι ή ένα όχι. Σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που διαθέτει πλούσιο ξενόγλωσσο υλικό, επιμορφωμένους εκπαιδευτικούς, θεσμούς αξιολόγησης, ελέγχου και διόρθωσης των προβλημάτων και των λανθασμένων πρακτικών, θα ήταν δύσκολο να στραφείς κατά του μέτρου. Εδώ όμως μιλάμε για ένα εκπαιδευτικό σύστημα με αντιλήψεις και υποδομές τριτοκοσμικές, με χαμηλή αποτελεσματικότητα ακόμα και όταν οι μαθητές ξεκινούν στα οχτώ… Δεν θα ήταν καλύτερα να διορθώναμε τα προβλήματα που υπάρχουν στην υπάρχουσα κατάσταση και μετά να προχωρήσουμε σε ποιο απαιτητικά σχήματα;

Συμπερασματικά, θα έλεγα ότι η έναρξη της διδασκαλίας των Αγγλικών στην Α’ δημοτικού δε φαίνεται να έχει μελετηθεί και προετοιμαστεί σε όλες τις διαστάσεις της. Η εισαγωγή τής ξένης γλώσσας από μικρή τάξη δεν εξασφαλίζει αυτόματα θετικά αποτελέσματα, ενώ δημιουργεί αυξημένες πιθανότητες μαθησιακών «επιπλοκών». Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, με τον τρόπο που λειτουργεί, δε δίνει τα εχέγγυα για την επιτυχή έκβαση της πρωτοβουλίας. Δυστυχώς, αντί να μαθαίνουμε από τα λάθη του παρελθόντος, συνεχίζουμε να πειραματιζόμαστε και να εξαγγέλλουμε μέτρα και πολιτικές που ίσως έχουν «την χάριν του γοργού», μοιάζουν όμως περισσότερο με το φερετζέ της Μαριωρής…

Ενδεικτική βιβλιογραφία
P. M. Lightbown, N. Spada (2004), How Languages are Learned, Oxford University Press (σ. 60-68)
M. Saville-Troike (2008), Introducing Second Language Acquisition, Cambridge University Press (σ. 82-84 & 177-180)

Κατηγορίες: Διδακτική, Εκπαιδευτικά άρθρα. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση