Ανεπίκαιρος επίλογος
«φιλοσοφικού λόγου»*
ή
Κριτικά σχόλια στην εξέταση των
Αρχαίων Ελληνικών για τους φετινούς
πανελλαδικούς διαγωνισμούς.
Πρόθεσή μας στο παρόν κείμενο είναι να αποτιμήσουμε τον τρόπο εξέτασης των Αρχαίων Ελληνικών στις περιβόητες «πανελλαδικές εξετάσεις» για τους τελειόφοιτους των ημερησίων γενικών λυκείων, συμβάλλοντας ενδεχομένως στον προβληματισμό για τους στόχους και το περιεχόμενο του συγκεκριμένου μαθήματος. Οι όποιες επισημάνσεις στις οποίες θα προβούμε σκοπεύουν κυρίως να αναδείξουν αδυναμίες στις υφιστάμενες διδακτικές συνθήκες ή και προβλήματα εγγενή στο γενικότερο παιδαγωγικό πλαίσιο του μαθήματος. Γι’ αυτό παρακαλείται προκαταβολικά ο αναγνώστης να οπλιστεί με επιείκεια και να ανεχθεί υφολογικά, ελέω της βραχύτητας του κειμένου, μία κατ’ επιλογή μίξη αρχαιότροπων αφενός και αφετέρου δημωδών τρόπων έκφρασης, η οποία κατ’ άλλους προδίδει άγνοια και κατ’ άλλους σκωπτική διάθεση έναντι της υπάρχουσας κατάστασης. Σημειωτέον ότι το κείμενο είχε ολοκληρωθεί ήδη από τον Ιούνιο του 2018, προτού ανακοινωθούν οι τελευταίες τροποποιήσεις στη διαδικασία της εξέτασης, οι οποίες πάντως λαμβάνονται υπόψη.
Αφετηρία της επιθεώρησης που προτείνουμε ας είναι η πρόσφατη εμπειρία από την αποπεράτωση της βαθμολόγησης 125 μαθητικών δοκιμίων για το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών, το οποίο εξετάστηκε στο πλαίσιο των φετινών πανελλαδικών μαθητικών διαγωνισμών (Ιούνιος 2018). Η πλειονότητα των 125 γραπτών ― εφεξής «125» ― κυμάνθηκε ανάμεσα στους 50 έως 70 βαθμούς της εκατοντάβαθμης κλίμακας, με ελάχιστα γραπτά να κυμαίνονται ανάμεσα στο 70 και το 80, ενώ κατά τι περισσότερα αξιολογήθηκαν πάνω από το 80. Οι υπόλοιποι ήταν απλοί περαστικοί. Σημειωτέον ότι δεν επισημάνθηκαν στον υποφαινόμενο προβλήματα ή αποκλίσεις στη βαθμολόγηση εκ μέρους των συντονιστών βαθμολόγησης. Η εμπειρική αυτή σκευή ας συμπληρωθεί με την ήδη 18χρονη εμπλοκή του γράφοντα, ως διδάσκοντα και βαθμολογητή, στα εκπαιδευτικά πράγματα του λυκείου. Ίσως είναι σκόπιμο εξάλλου να προσθέσουμε στα παραπάνω και κάποια κατάρτιση στον φιλοσοφικό λόγο, προκειμένου να δώσει βάση ο δύσπιστος αναγνώστης στο εύλογο της ανάλυσης που ακολουθεί.
Ας υποθέσουμε προκαταβολικά ότι οι υποτιθέμενοι αναγνώστες μας ανήκουν στην κατηγορία των ενήμερων Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι γνωρίζουν, όχι μόνο το δέος που περιβάλλει τον θεσμό των «πανελλαδικών εξετάσεων», αλλά και το οικονομικό και γνωστικό καθεστώς το οποίο έχει από χρόνια συσταθεί γύρω από τον θεσμό αυτό, με τη σύμπραξη των εκάστοτε πολιτικών ηγεσιών, εκμεταλλευόμενο κυρίως τη δυνατότητα πρόσβασης που παρέχει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και τη συναφή κοινωνική ανάγκη για απόκτηση επαγγελματικής ειδίκευσης. Είναι ήδη εμφανές ότι ο γράφων δεν θεωρεί τη διαδικασία των «πανελλαδικών» τόσο εξεταστική όσο διαγωνιστική, με την έννοια ότι το βασικό ζητούμενο απ’ αυτή είναι να προκύψει μία κατάταξη εισαγωγής των υποψήφιων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ο ανυποψίαστος αναγνώστης μάλιστα θα πρέπει να έχει επιπλέον υπόψη του ότι τα θέματα και οι απαιτήσεις των «εξετάσεων» αυτών επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τη διδασκαλία και τη λειτουργία των εκπαιδευτικών και μέσα και έξω από τις λυκειακές τάξεις. Με το δεδομένο ότι πλέον η προετοιμασία των μαθητών για τις περιβόητες «εξετάσεις» ξεκινά κατά τη διάρκεια της Β΄ λυκείου στα διάφορα φροντιστηριακά κέντρα και εις βάρος του σχολικού αναλυτικού προγράμματος, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό πόσο εκτεθειμένος καταλήγει να είναι ο εκπαιδευτικός του δημόσιου λυκείου και πόση απαξίωση εισπράττει, κυρίως υπό τη μορφή γενικής αδιαφορίας των μαθητών για τη σκοπιμότητα του σχολείου. Θα πρέπει λοιπόν πλέον να θεωρούμε δεδομένο στη χώρα μας ένα έντονα ανταγωνιστικό, ιδιωτικό καθεστώς εκπαιδευτικών παροχών, το οποίο μονίμως και συστηματικά θα υπερφαλαγγίζει την εκπαιδευτική προσπάθεια στο δημόσιο σχολείο. Έστωσαν αυτά τα οικεία και επάρατα δεινά.
Περνώντας στην αξιολόγηση των συγκεκριμένων θεμάτων, θα έλεγε κανείς εκ πρώτης όψεως ότι ήταν ευχής έργο που το φετινό διαγώνισμα περιλάμβανε αποκλειστικά κείμενα φιλοσοφικού στοχασμού, τόσο όσον αφορά τον γραμματειακό όσο και τον γλωσσικό έλεγχο (διδαγμένο και αδίδακτο κείμενο). Το πρώτο μέρος ρωτούσε σχετικά με την Πολιτεία του Πλάτωνα (ενότητα 519A-520B) και το δεύτερο μέρος πρότεινε στους μαθητές κείμενο του Αριστοτέλη, από τον πρόλογο της Ρητορικής (Α΄ 1-2). Θα προσπαθήσουμε βέβαια στη συνέχεια να επισημάνουμε προβλήματα παιδαγωγικής και επιστημονικής υφής σε καθένα από τα δύο μέρη της εξέτασης.
* * *
Ας εξετάσουμε καταρχάς τι συμβαίνει όσον αφορά το διδαγμένο κείμενο.
Ένα πάγιο πρόβλημα στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών είναι ο τρόπος διδασκαλίας και εξέτασης της απόδοσής του στα νέα ελληνικά ― ο Γ. Σεφέρης θα προέκρινε τον όρο «μεταγραφή». Καλώς ή κακώς, παλαιόθεν τα σχολικά εγχειρίδια του λυκείου δεν περιλαμβάνουν μεταφράσεις των αρχαίων κειμένων που διδάσκονται από το πρωτότυπο. Κατ’ εξαίρεση στην Α΄ λυκείου μόνον και για τη διδασκαλία αποσπασμάτων από αρχαίους ιστοριογράφους χορηγήθηκαν για κάποια χρόνια (και φέτος) σε ξεχωριστό τευχίδιο δύο διαφορετικού ύφους μεταφράσεις. Ούτε βέβαια ο καθηγητής του δημόσιου σχολείου είναι υποχρεωμένος να παραδίδει στα χέρια των μαθητών του κάποια γραπτή μετάφραση. Υποτίθεται ότι ο ρόλος του είναι να καθοδηγήσει τον μαθητή στην κατανόηση και την ανάπτυξη μιας αυτοτελούς ικανότητας στην κατανόηση και μετάφραση ενός ― συνήθως πολύ απαιτητικού ― πρωτότυπου κειμένου. Οπότε η πλειονότητα των ταλαίπωρων μαθητών καλύπτει την έλλειψη αυτή αναζητώντας κάποια έτοιμη μετάφραση από άλλη πηγή, η οποία συνήθως ανευρίσκεται στα βοηθήματα του εμπορίου ή στα φροντιστήρια. Νομίζω πως όλοι οι πάλαι ποτε μαθητές είμαστε εξοικειωμένοι με το ταπεινό αυτό έθιμο… Μερικές φορές μάλιστα οι ταλαίπωροι μαθητεύοντες, ως καλοί ψιττακοί, αναπαράγουν μεταφράσεις από τις οποίες δεν βγαίνει κανένα νόημα.
Στην περίπτωση των πανελλαδικών διαγωνισμών όμως τίθεται το ζήτημα πώς θα βαθμολογήσει ο βαθμολογητής (ας τον αποκαλέσουμε χυδαϊστί ο «μικροσφήκας»), χωρίς κάποιον έγκριτο μεταφραστικό μπούσουλα; Κάπως παράξενη ανάγκη, αλλά γι’ αυτήν προνοούν οι υπεύθυνοι εισηγητές του μαθήματος στα βαθμολογικά κέντρα (ας τους αποκαλέσουμε, κατά τι σεπτότερον, οι «αρχισφήκες»), οι οποίοι φέτος, για να είναι καλυμμένοι, διένειμαν ως προτεινόμενη τη μετάφραση που παρέχεται από την ιστοσελίδα των Ψηφιακών Εκπαιδευτικών Βοηθημάτων (www.study4exams.gr). Ενδιαφέρον είναι ότι η συγκεκριμένη ιστοσελίδα έχει δημιουργηθεί στα πλαίσια ευρωπαϊκού προγράμματος (2010-2013) και έχει εγκριθεί επίσημα από το Υπουργείο Εκπαίδευσης. Βέβαια οι συμβαλόντες στην επεξεργασία των αρχαίων κειμένων της Γ΄ λυκείου δεν εμφανίζουν ούτε κάποια ιδιαίτερη κατάρτιση ούτε και άλλη ενασχόληση με τον φιλοσοφικό λόγο. Η παρεχόμενη μετάφραση πάντως φέρει την υπογραφή της κυρίας Β. Μάνιου, πτυχιούχου Φιλολογίας, η οποία θαρρώ ότι απασχολείται πλέον στην ιδιωτική φροντιστηριακή εκπαίδευση.
Παράδοξη και ίσως παράλογη κατάσταση… Στα χέρια του μαθητή δεν υπάρχουν εγκεκριμένες μεταφράσεις, και όλοι αντλούν από πλάγιες πηγές. Είναι χαρακτηριστικό ότι ούτε καν οι εισηγητές του μαθήματος, έμπειροι ως επί το πλείστον φιλόλογοι, δεν μπαίνουν καν στον κόπο να αναφερθούν σε δόκιμους μεταφραστές της Πολιτείας, όπως ο Ε. Παπανούτσος ή ο Ν. Σκουτερόπουλος, επαναπαυόμενοι στη μετάφραση του ψηφιακού βοηθήματος. Πρέπει να ομολογήσω ότι μέχρι στιγμής δεν έχει έλθει στην αντίληψή μου κάποιο μεταφραστικό ατόπημα στη συγκεκριμένη ιστοσελίδα. Θα πρέπει όμως επίσης να παρατηρήσει κανείς πόσο αποκομμένη είναι η καθαυτό επιστημονική εργασία από την εκπαίδευση και πώς η παράπλευρη εργασία καταλήγει να γίνεται σημείο αναφοράς, προφανώς επειδή καλύπτει καλύτερα (!) τις εξεταστικές απαιτήσεις.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, η πρόσφατη απόφαση να καταργηθεί ο έλεγχος της μετάφρασης του διδαγμένου κειμένου κρίνεται μάλλον θετική, εφόσον αναπληρούται από ασκήσεις κατανόησης του κειμένου. Δεν θεραπεύει βέβαια τη γενικότερη συνθήκη «περιχαράκωσης» της γνωστικής ύλης και απεμπόλησης του επιστημονικού-κριτικού χαρακτήρα της γνώσης, συνθήκη στην οποία συμβάλλουν όλοι οι εμπλεκόμενοι. Εφόσον έτσι εξελίχθηκε η κατάσταση, θα έπρεπε εφεξής να παρέχεται έγκυρη μετάφραση των κειμένων που διδάσκονται, κατ’ αντιπαράθεση με το πρωτότυπο κείμενο, ώστε να διδάσκεται η συνεργασία αρχαίας και νέας ελληνικής.
Ας εξετάσουμε στη συνέχεια τα δύο ερμηνευτικά ζητούμενα. Το πρώτο ζητούμενο (Β1) είναι και το πιο προβληματικό, γι’ αυτό δεν αιφνιδιάζει το γεγονός ότι σ’ αυτό σημειώθηκε η μεγαλύτερη αποτυχία στο δείγμα των «125». Η διατύπωση του ζητούμενου έχει ως εξής: «Ο Πλάτων, για να παρουσιάσει το αγαθό και την πορεία προς την κατάκτησή του, χρησιμοποιεί, μεταξύ άλλων, και τις παρακάτω φράσεις: α) “ἀφικέσθαι πρὸς τὸ μάθημα ὃ ἐν τῷ πρόσθεν ἔφαμεν εἶναι μέγιστον”, β) “ἰδεῖν τε τὸ ἀγαθὸν”, γ) “ἀναβῆναι ἐκείνην τὴν ἀνάβασιν”. Να αναλύσετε το νόημα αυτών των φράσεων στο κείμενο του Πλάτωνα.»
Όπως αντιλαμβανόμαστε, ούτε λίγο ούτε πολύ, οι τελειόφοιτοι του λυκείου καλούνται να ερμηνεύσουν την ιδέα που έχει ο Πλάτων για το «Αγαθόν», απάντηση η οποία θα καθορίσει εν μέρει τη μετέπειτα εκπαιδευτική και επαγγελματική τους πορεία! Σημειωτέον ότι πάνω στις πενιχρές αναφορές γύρω από τη διδασκαλία αυτή έχει στηρίξει η σχολή της Τυβίγγης την ερμηνευτική θεωρία της περί «άγραφων δογμάτων» στην πλατωνική φιλοσοφία, με αποτέλεσμα να υπάρχει ακόμη και σήμερα διαμάχη γύρω από αυτό το θέμα.1 Εφόσον λοιπόν εδώ έχουμε ένα θεωρητικά αμφιλεγόμενο σημείο, εύλογα εγείρονται δύο απορίες: η πρώτη ρωτά γιατί θα έπρεπε να εστιάσει σ’ αυτό το σημείο ο έλεγχος, και η δεύτερη, πώς άραγε το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα υποστηρίζει την όποια γνωστική προσπάθεια των μαθητών στο συγκεκριμένο ζήτημα, ώστε να έχει έπειτα την αξίωση αυτό το ίδιο να αποτελέσει αντικείμενο ελέγχου, και μάλιστα στο πλαίσιο μίας τόσο κρίσιμης διαδικασίας; Καλό είναι, πότε-πότε, να στέκεται για λίγο ο δάσκαλος στη θέση κάποιου φιλότιμου μαθητή, και ειδικά εν όψει διαγωνιστικών συνθηκών.
Το μόνο βέβαιο εφόδιο που διαθέτει ο μαθητής μας, για να αντιμετωπίσει το ζητούμενο, είναι τα σχόλια του σχολικού εγχειριδίου, τα οποία αναφέρουν για τον όρο του Αγαθού τα εξής: «Ο Πλάτωνας δεν δίνει μια σαφή ερμηνεία για αυτόν τον όρο που είναι από τους βασικότερους στο φιλοσοφικό του σύστημα παρά αρκείται σε ορισμένους υπαινιγμούς. Αγαθόν πάντως είναι α) το εἶναι και ό,τι διατηρεί το εἶναι· β) η τάξη, ο κόσμος και η ενότητα που διαπερνά και συνέχει την πολλαπλότητα· γ) ό,τι παρέχει την αλήθεια και την επιστήμη (Πολ. 509a). Η έκφραση αὐτὸ τὸ ἀγαθὸν φαίνεται να δηλώνει την ύψιστη αρχή και την πηγή του όντος και της γνώσης. Βλ. Πολιτεία 508e: «Τοῦτο τοίνυν τὸ τὴν ἀλήθειαν παρέχον τοῖς γιγνωσκομένοις καὶ τῷ γιγνώσκοντι τὴν δύναμιν ἀποδιδὸν τὴν τοῦ ἀγαθοῦ ἰδέαν φάθι εἶναι». Πάντως ήδη στην αρχαιότητα το Πλάτωνος ἀγαθὸν ήταν παροιμιακή έκφραση για κάτι το ασαφές και σκοτεινό. Πρβλ. Ἄμφις (στον Διογ. Λαέρτιο ΙΙΙ 27)…» ― και ακολουθεί το σχετικό παράθεμα (Ενότητα 12, σελ. 120, έκδ. 2012). Στο σχολικό βιβλίο επίσης σχολιάζεται η φράση «ἀναβῆναι ἐκείνην τὴν ἀνάβασιν» ως εξής: «πολύ συχνά στον Πλάτωνα λέξεις που σημαίνουν το ἄνω και την ἀνάβαση χρησιμοποιούνται μεταφορικώς για την παιδεία και τα αγαθά που προσφέρει» (ό.π.). Η παράθεση των σχολίων από μέρους μας είναι επακριβής.
Καταρχάς είναι μάλλον εύλογο να παρατηρήσει κανείς ότι ο βοηθητικός σχολιασμός που προσφέρει το σχολικό εγχειρίδιο είναι ανεπαρκής για ένα τόσο δυσνόητο σημείο και μάλλον συσκοτίζει την κατανόηση. Οι μαθητές δεν διαθέτουν την απαραίτητη φιλοσοφική προπαιδεία από το μάθημα της Φιλοσοφίας στη Β΄ λυκείου, ώστε να μπορούν να κατανοήσουν το οντολογικό νόημα που αποδίδει το στοιχείο α) του σχολίου ούτε είναι ευνόητο ότι οι όροι «τάξη», «κόσμος» (στην αρχαία του σημασία) και «ενότητα» στο στοιχείο β) είναι συνώνυμοι και ούτε είναι σαφές γιατί πρέπει το Αγαθόν να παρέχει την αλήθεια και την επιστήμη, κατά το στοιχείο γ). Η επόμενη δε φράση του σχολίου επιστρατεύει τη διατύπωση «αὐτὸ τὸ ἀγαθὸν», η οποία περνά απαρατήρητη με την πλαγιογράμματη γραφή της ― γι’ αυτό και αγνοήθηκε από το σύνολο σχεδόν των «125» ―, για να συνοψίσει μάλλον ό,τι ειπώθηκε προηγουμένως. Όσο για το σχόλιο περί ἀναβάσεως, μάλλον δεν διαφωτίζει τι σχέση έχει το «ανέβασμα» με την παιδεία, παρά προσθέτει μία πλεονάζουσα πληροφορία. Η εικόνα δε της ανταπόκρισης που αποκομίζει κανείς από τη διδασκαλία του σχολίου στις τάξεις είναι συνήθως απογοητευτική, δηλωτική πάντως της παραίτησης των μαθητών, οι οποίοι διαθέτουν ήδη αχώνευτες στα κεφάλια τους τις εύστοχες ή άστοχες κατευθύνσεις για την ερμηνεία της πλατωνικής αλληγορίας του σπηλαίου, και επιτέλους είναι ήδη προετοιμασμένοι να τις αναπαραγάγουν όπου δει, σαν απεχθές φάρμακο. Τα υπόλοιπα θεωρώ ότι περιττεύουν εδώ για να τα αναφέρω.2
Όποιος υποθέσει ότι ο εκπαιδευτικός του σχολείου, ο οποίος μπορεί να τυγχάνει φιλόλογος ή ιστορικός-αρχαιολόγος, ή έστω φιλόσοφος-παιδαγωγός-ψυχολόγος, θα μπορέσει να φωτίσει με επάρκεια το συγκεκριμένο θεωρητικό σημείο, θα πρέπει να είναι πολύ αισιόδοξος άνθρωπος. Επισημάναμε άλλωστε προηγουμένως πόσο αποκομμένοι είναι και οι πλέον έμπειροι εκπαιδευτικοί από τη φιλοσοφική έρευνα που συντελείται και θησαυρίζεται στη χώρα. Ας προσθέσουμε σ’ αυτά ότι το Βιβλίο του εκπαιδευτικού για το συγκεκριμένο μάθημα ― που και αυτό πλέον διατίθεται μόνο σε ψηφιακή μορφή ― δεν διαφωτίζει διόλου επί του προκειμένου ζητήματος τον εκπαιδευτικό, καθώς δεν περιλαμβάνει συστηματικό σχολιασμό. Παραθέτει απλώς πρόσθετες πληροφορίες και κείμενα, εν προκειμένω για τον πολιτικό χαρακτήρα της φιλοσοφικής ανάλυσης, ο οποίος κυριαρχεί στην ενότητα (σελ. 62 και εξής). Γι’ αυτό και κατά κανόνα οι εκπαιδευτικοί δεν ασχολούνται καθόλου με το Βιβλίο του εκπαιδευτικού.
Είμαι λοιπόν της άποψης ότι η συγκεκριμένη κακοτοπιά θα έπρεπε να αποφευχθεί, διότι απαιτεί έναν «δήλιο κολυμβητή», για να την αντιμετωπίσει. Όχι ότι δεν υπάρχουν και τέτοιοι μαθητές, ευτυχώς, μπροστά στους οποίους οι διδάσκοντες καμιά φορά ωχριούμε. Η ένστασή μου αφορά το κατά πόσον το εκπαιδευτικό σύστημα εκπληρώνει πρωτίστως τις υποχρεώσεις του παρέχοντας τα απαιτούμενα γνωστικά εφόδια, για να τα απαιτήσει κατόπιν ως εξεταζόμενη ύλη, και δεν εξωθεί εντέλει τον μαθητή σε άλλες βοήθειες. Εντούτοις οι μαθητές κλήθηκαν να απαντήσουν στο ζητούμενο Β1 ερμηνεύοντας το πιο δυσνόητο και ασαφές σημείο της πλατωνικής φιλοσοφίας, οπότε, όσοι ήταν καλοί ψιττακοί, αναπαρήγαγαν επακριβώς τα σχόλια του βιβλίου, δηλαδή μυρίκασαν ένα εξίσου δυσνόητο κείμενο, προβληματικό τόσο στην οργάνωση όσο και τη διατύπωσή του. Με βάση τις οδηγίες των «αρχισφηκών», κάθε φράση του σχολίου μετρούσε στη βαθμολόγηση μία μονάδα (!).
Η επόμενη απορία που αναδύεται στο ανήσυχο πνεύμα είναι, τι να προσδοκούσε άραγε η Επιτροπή Εξετάσεων (η «σφηκομάνα») να απαντήσει ο μαθητής στο ζητούμενο Β1; Για το Β1α) η Επιτροπή ζητούσε: «Ο μαθητής να αναλύσει τον όρο “μέγιστον μάθημα” και τον όρο “ἀφικέσθαι”, δηλαδή τη διαδικασία την οποία προϋποθέτει η κατάκτησή του» ― η κατάκτηση του μαθήματος, και όχι η «κατάκτηση του Αγαθού», όπως ειπώθηκε. Ας υποθέσουμε ότι εδώ ζητείται να δειχθεί η αναγκαιότητα της νοητικής ενέργειας που απομακρύνεται από τις αισθήσεις για να στραφεί προς τις Ιδέες-έννοιες. Για το Β1β), ζητήθηκε: «Ο μαθητής να αναλύσει “το αγαθόν” ως Ιδέα, δηλαδή ως αντικείμενο νόησης.» Εδώ μάλλον προκύπτει απορία για το τι ακριβώς ζητείται. Και για το Β1γ) ζητήθηκε: «Ο μαθητής να αναλύσει την κοπιώδη και επίπονη προσπάθεια που απαιτείται για την προσέγγιση/θέαση του Αγαθού.» Προς επικουρία, οι οδηγίες των τοπικών εισηγητών διευκρινίζουν ότι στο α) ζητείται να ερμηνευθεί το «μέγιστον μάθημα» ως «ύψιστη γνώση / θέαση του Αγαθού / γνώση της Αλήθειας / ταύτιση με το αγαθό και το “ἀφικέσθαι” ως «προσέγγιση μέσω της νόησης και όχι των αισθήσεων». Στο β) ζητείται το προαναφερθέν σχόλιο του βιβλίου περί του «αγαθού» και στο γ) το προαναφερθέν σχόλιο του βιβλίου για το «ἀναβῆναι ἐκείνην τὴν ἀνάβασιν» (1 μον.) και επιπλέον ― προφανώς επειδή το σχόλιο του βιβλίου είναι ανεπαρκές ―, να αναφερθεί η «ανοδική πορεία» (2 μον.) και το πόσο «επίπονη» είναι (2 μον.) ― αντιγράφω επακριβώς από τις οδηγίες βαθμολόγησης των «αρχισφηκών», που κρατώ ανά χείρας.
Αναρωτιέται έπειτα κανείς εάν αυτά που περιγράφουν οι εισηγητές αντιστοιχούν με αυτά που ζητά η Εξεταστική Επιτροπή ή μήπως έχουμε χαθεί στη μετάφραση; Ας συγκρίνει κάποιος τις οδηγίες στο β) υποερώτημα, για τη διατύπωση «ἰδεῖν τε τὸ ἀγαθόν»: η Επιτροπή ζητά να αναλυθεί το «ἀγαθόν» ως Ιδέα, οι εισηγητές ζητούν το σχόλιο του βιβλίου. Όπως μπορεί να διαπιστώσει ο αναγνώστης, το σχόλιο του βιβλίου αποφεύγει να περιγράψει με σαφήνεια το «ἀγαθόν» ως «ιδέα», χαρακτηρίζεται όμως έτσι η έννοια στο απόσπασμα από το χωρίο 508e της Πολιτείας, το οποίο παρατίθεται αυτούσιο στο σχόλιο του βιβλίου. Τι θα έπρεπε να αποφασίσει άραγε ο μαθητής; Η απάντηση τέλος στο υποερώτημα γ), όπως την περιγράφουν οι εισηγητές, καταλήγει να είναι αναπαραγωγή της μεταφοράς με περισσότερα λόγια, δηλαδή μία ρητορική κενολογία, προσφιλής μέθοδος απάντησης στους καθ’ ημάς φιλολογάδες.
Τι θα έπρεπε να απαντήσει κανείς κατά τη γνώμη μου; Χωρίς να είμαι ο ειδικός επί του θέματος, θεωρώ καταρχάς ότι θα έπρεπε να έχει συστηματοποιηθεί η γραφή του «Αγαθού» με Α, ως σχήματος «κατεξοχήν», προκειμένου να τονιστεί το απόλυτο και υπερβατικό καθεστώς της φύσης του. Δεύτερον, θα έπρεπε να ζητηθεί η ερμηνεία όλων των πλατωνικών μεταφορών που περιέχονται στις ζητούμενες διατυπώσεις και να εξασφαλιστεί ο αποκλεισμός των νοηματικών επικαλύψεων. Τρίτον, απαραίτητη θα έκρινα την επισήμανση του νοητικού χαρακτήρα της γνωστικής διαδικασίας, εις βάρος των αισθήσεων, σύμφωνα βέβαια με τον Πλάτωνα. Από εκεί και πέρα ο μαθητής θα όφειλε να μιλήσει για τη διαδικασία της ανάμνησης, μέσα από την οποία ο μελετητής οδηγείται σταδιακά, με την άσκηση της επιστήμης και αργότερα της διαλεκτικής, να διακρίνει τους αναβαθμούς της γνώσης και να προχωρήσει στη θεωρητική σύλληψη των γενικότερων αρχών του όντος, έως και τη νόηση του Αγαθού ως απώτατης αιτίας για την ύπαρξη (ουσία) και την αλήθεια. Πρόκειται για μία πορεία που γνωσιολογικά οδηγεί από το γνωστικό επίπεδο της δόξας σε εκείνο της νόησης. Η μεταφορά της ανάβασης στο πλαίσιο της αλληγορίας του σπηλαίου, εξάλλου, δύσκολα θα μπορούσε να ερμηνευθεί διαφορετικά παρά ως αυτή ακριβώς η γνωστική περιπέτεια, που σηματοδοτεί την προσπάθεια θεωρητικής σύλληψης των γενικότερων αιτιών των όντων. Κάτι τέτοιο θα λέγαμε ότι θεωρεί ο Πλάτων ως παιδεία.
Ωραία όλ’ αυτά αλλά οι σχετικές γνώσεις δεν θεματοποιούνται πουθενά στα σχολικά εγχειρίδια, απουσιάζουν τα σχετικά αποσπάσματα, ενώ κάποιες πληροφορίες διατίθενται μόνον εν είδει ψηγμάτων στην Εισαγωγή του σχολικού βιβλίου καθώς και στα σχόλια των ψηφιακών βοηθημάτων, αλλά μάλλον με τρόπο ανεπαρκή. Δεν παρέχεται στον μαθητή έγκυρος σχολιασμός της αλληγορίας του σπηλαίου! Μία εξήγηση γι’ αυτό το φαινόμενο είναι ότι το σχολικό βιβλίο δεν αξιοποιεί την Πολιτεία για να διδάξει πλατωνική οντολογία και γνωσιολογία αλλά στοχεύει σε στοιχεία πολιτικής επιστήμης, όπως φαίνεται και από το Βιβλίο του εκπαιδευτικού. Υποθέτω όμως ότι δεν γίνεται ο εκπαιδευτικός να ερμηνεύσει σωστά την αλληγορία του σπηλαίου χωρίς αυτές τις αναφορές ― χωρίς αναφορά, για παράδειγμα, στην οντολογική και γνωσιολογική περιγραφή της «διαιρεμένης γραμμής» (Πολιτεία, Ζ΄ 509a). Το αποτέλεσμα αυτής της ασυνεννοησίας είναι το παιδαγωγικό κενό που παρατηρούμε στη μελέτη των συγκεκριμένων αποσπασμάτων του διαλόγου. Προφανώς επομένως το σχολικό εγχειρίδιο είναι ανεπαρκές για τη συνθήκη για την οποία προορίζεται.
Όταν, κατά την ενδεικτική βαθμολόγηση, επισήμανα τη γνώμη μου επ’ αυτού στους φιλολόγους εισηγητές, αυτή απορρίφθηκε ασυζητητί. Παράξενο καθεστώς σφηκοφωλιάς, που προκαλεί αποστροφή και βούισμα στη σκέψη. Απορρίφθηκε, φαντάζομαι, υπό το καθεστώς της φιλολογικής αυθεντίας, εξαιτίας της ενδοσυνεννόησης με τους «αρχισφήκες» στα υπόλοιπα βαθμολογικά κέντρα, προς εξομοίωση των βαθμολογικών κριτηρίων ― σκοπιμότητα η οποία ελέγχεται ως συντεχνιακή. Αυτό βέβαια σε βάρος, θεωρώ, της επιστημονικής και παιδαγωγικής ακεραιότητας. Αλλά σε όλη αυτήν τη διαδικασία, ίσως εθίζεται κανείς να αποδέχεται συχνά ελλείψεις στην επιστημονική και την παιδαγωγική ακεραιότητα, όπως καταλήγει να αποδέχεται το επίμονο ζουζούνισμα της οχλαγωγίας στο κεφάλι του. Και να λοιπόν που κάποιοι νοήμονες από τους «125» μαθητές με τους οποίους εμμέσως συσκέφθηκα, αναφέρθηκαν στην αναγωγή από την κατάσταση της εικασίας και της πίστης σ’ εκείνη της διάνοιας και της νόησης, διαδικασία που καταλήγει στη θέαση του υπέρτατου Αγαθού ― κάποιοι μάλιστα νεοπλατωνίζοντες και ευλαβείς μαθητές περιέγραψαν το Αγαθόν ως τον Θεό και πίστεψαν ότι τοιουτοτρόπως άγγιξαν την παράδεισον. Κάτι τέτοια όμως θα θεωρήθηκαν αναφορές εκτός θέματος και πιθανότατα θα αγνοήθηκαν, υποθέτω, από τους υπόλοιπους «μικροσφήκες». Να που η αδικία εμφανίζεται εντέλει.
Έστωσαν τα παραπάνω για το Β1. Δεν θα μακρηγορήσουμε εξίσου και για το θέμα Β2, διότι είναι περισσότερο ξεκάθαρο και ουσιαστικά ζητά μία παράφραση του κειμένου. Η εκφώνηση έχει ως εξής: «Αφού διαβάσετε το χωρίο: “Ἐπελάθου… τῆς πόλεως”, να απαντήσετε με βάση αυτό στα δύο επόμενα ερωτήματα: α) Ποιος είναι ο σκοπός του νόμου; (μονάδες 3) και β) Με ποιους τρόπους προσπαθεί να τον επιτύχει; (μονάδες 12)».
Και πάλι δεν δίνονται σαφή σχόλια από το βιβλίο, αυτή τη φορά όμως όλα τα στοιχεία της απάντησης ενυπάρχουν στο κείμενο, και το μόνο που χρειάζεται να κάνει ο μαθητής είναι να αναγνωρίσει το επαναληπτικό σχήμα των τριών τροπικών μετοχών (συναρμόττων, ποιῶν, ἐμποιῶν) και το νόημα που αποδίδουν, προκειμένου να το παρουσιάσει με τρόπο συστηματικό. Άσκηση σχολιαστικής ρητορικής βέβαια, αλλά σε πιο σωστή βάση. Γι’ αυτό και η αποτυχία των μαθητών στο συγκεκριμένο θέμα ήταν σαφώς μικρότερη. Η σύγκριση όμως του Β2 με το προηγούμενο ζητούμενο (Β1) μάς επιτρέπει να δούμε την αυξημένη δυσκολία εκείνου και τα στοιχεία που συνιστούν ακατάλληλη την απαίτησή του από τους μαθητές: εντατική χρήση μεταφορικών και αλληγορικών στοιχείων, απουσία ερμηνευτικών λαβών στο δοσμένο κείμενο, έλλειψη βοηθητικών σχολίων, απαίτηση κατανόησης ενός locus obscurissimus της πλατωνικής φιλοσοφίας, εξώθηση προς την αποστήθιση.
Ας επισημάνουμε εν κατακλείδι ότι η αξιολογική μετατόπιση του τελικού διαγωνίσματος προς την κατεύθυνση της κατανόησης είναι θετικό μέτρο, στο οποίο συμβάλλει και η καθιέρωση της διακειμενικής άσκησης με το παράλληλο κείμενο. Τα βασικά προβλήματα ωστόσο δεν επιλύονται, και αυτά εντοπίζονται στα ελλιπή εφόδια που παρέχει η Πολιτεία για την υποστήριξη της μελέτης του μαθητή, στην «κλειστή» και στερεότυπη εξεταστέα ύλη, η οποία ευνοεί το φροντιστηριακό καθεστώς, στην ανεπάρκεια των φιλολόγων που καλούνται να χειριστούν φιλοσοφικά κείμενα.
* * *
Ας περάσουμε στη συνέχεια στα ζητούμενα του αδίδακτου κειμένου, το οποίο είναι το πλέον κρίσιμο για την τελική επίδοση στα αρχαία ελληνικά.
Το απόσπασμα που προτείνεται συνιστά τις πρώτες γραμμές της μελέτης του Αριστοτέλη για τη ρητορική (τέχνη). Ας παραδεχθούμε καταρχήν ότι οι μαθητές θα πρέπει να είναι πολύ εξοικειωμένοι με το ύφος του φιλόσοφου, εξαιτίας της τριβής τους με τα Ηθικά και τα Πολιτικά, γεγονός που λειτουργεί υπέρ τους. Δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν συντρέχει: το γεγονός ότι η Εξεταστική Επιτροπή έδωσε τόσες επεξηγηματικές υποσημειώσεις (6) σε όρους που χρησιμοποιούνται στο κείμενο, μας υποψιάζει για μια υφιστάμενη δυσκολία, στοιχείο που πιθανόν να δικαιώνει την τοποθέτηση της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων, η οποία μίλησε εν προκειμένω για «άγνωστη ορολογία». Κατά τα λοιπά, ούτε η σύνταξη του κειμένου είναι εύκολη ούτε οι εναπομείναντες όροι είναι πάντοτε διάφανοι νοηματικά. Η ανερμήνευτη έκφραση «ὑπέχειν λόγον» αποτέλεσε σκόπελο για τους περισσότερους από τους «125», όσο και η έκφραση «ταὐτόματον», η οποία εντούτοις έπρεπε να είναι γνωστή από τα οικεία φιλοσοφικά κείμενα.
Η μεγαλύτερη δυσκολία ωστόσο θα εντοπιζόταν στο νοηματικό περιεχόμενο και στο γεγονός ότι το κείμενο δεν είναι αφηγηματικού τύπου αλλά αναπτύσσει κατά βάση δύο αλληλένδετους συλλογισμούς, εκ των οποίων ο δεύτερος είναι αρκετά απαιτητικός για να τον παρακολουθήσει ο μέσος μαθητής. Ο φιλόσοφος ισχυρίζεται ότι ο ποικιλότροπος χειρισμός του λόγου μπορεί να γίνεται «εἰκῇ» από κάποιους ή να αναπτύσσεται ως συνήθεια με την εξάσκηση. Προσωπικά θα μετέφραζα το «εἰκῇ» ως «αυθόρμητα», διότι είναι όρος που χρησιμοποιείται στην παράδοση της σχολής του Γοργία και δη από τον Αλκιδάμαντα, ο οποίος εφάρμοζε στις αγορεύσεις του τον αυτοσχεδιασμό (πρβλ. ΜΦ, Α΄ 3. 984b 17), δυστυχώς όμως δίνεται στους μαθητές η ερμηνεία «τυχαία».
Επειδή λοιπόν ενδέχεται να συμβεί και με τους δύο τρόπους, θεωρείται εμφανές ότι θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ποιο είναι το αίτιο της επιτυχίας και να προσαρμοστεί σ’ αυτό με μεθοδικότητα και προσπάθεια, οπότε έτσι καταλήγουμε να έχουμε μία τέχνη. Το ζήτημα αυτό που απασχολεί τον Αριστοτέλη απαιτεί γνώση ή πολλή οξυδέρκεια, για να γίνει κατανοητό.
Η αποτυχία στην απόδοση του δεύτερου συλλογισμού από τους «125» ήταν συντριπτική, αν και όχι καθολική. Δείχνει πρώτα-πρώτα πόσο ελάχιστα εξοικειωμένοι είναι οι ταλαίπωροι οι μαθητές με τον λογικό/αποδεικτικό λόγο και έπειτα την αδυναμία τόσο των ίδιων των μαθητών όσο και των εκπαιδευτών τους, δημόσιων και ιδιωτικών, να τους εισαγάγουν με επιτυχία στον φιλοσοφικό προβληματισμό. Πιθανότατα εδώ να φαίνεται και η γύμνια ενός εκπαιδευτικού προγράμματος το οποίο προτείνει τη μελέτη απαιτητικών φιλοσοφικών κειμένων στο πρωτότυπο, χωρίς κατάλληλη προετοιμασία και τριβή των μαθητών στα σχετικά ζητήματα αλλά και στους στοιχειώδεις τρόπους της λογικής.3
Όσον αφορά την απόδοση του κειμένου στα νέα ελληνικά (Γ1), δόθηκε στους βαθμολογητές μία προτεινόμενη μετάφραση από την Επιτροπή Εξετάσεων, η οποία κατά το πνεύμα συμφωνεί με την απόδοση του Δ. Λυπουρλή (εκδόσεις Ζήτρος). Οπότε θα λέγαμε ότι δεν υπάρχει ουσιαστική αντίρρηση για την επιλογή του συγκεκριμένου κειμένου, με το σκεπτικό ότι, παρά τις δυσκολίες του, είναι και διαβαθμισμένο και κάπως οικείο στους μαθητές. Αναρωτιέται ωστόσο κανείς εάν θα έπρεπε αυτού του τύπου οι επιλογές αποσπασμάτων να συνοδεύονται και από κάποιον νοηματικό σχολιασμό, προκειμένου να εισάγεται με καλύτερες προϋποθέσεις ο μαθητής στο σκεπτικό του κειμένου. Για παράδειγμα, στην προκείμενη περίπτωση, μία συνοπτική πληροφορία, διατυπωμένη στην εκφώνηση της άσκησης Γ1, θα μπορούσε να έχει ως εξής: «Στο παραπάνω απόσπασμα από τη Ρητορική (τέχνη) του Αριστοτέλη, ο φιλόσοφος προσπαθεί να καθορίσει εάν η ρητορική (η τέχνη του λόγου) μπορεί να αποτελέσει μία αυτοτελή τέχνη. Να γράψετε στο τετράδιό σας τη μετάφραση…» κλπ. Θα διευκολυνόταν ίσως κατ’ αυτόν τον τρόπο η ολιστική κατανόηση του κειμένου, χωρίς να θίγονται οι καθαρά γλωσσικές απαιτήσεις. Το σημειώνω αυτό υπό το φως της παιδαγωγικής αντίληψης ότι κάθε διαδικασία ελέγχου δεν παύει να είναι διαδικασία μελέτης και μάθησης. Διότι ενδέχεται στο πέρας της εξέτασης ο μαθητής να έχει κερδίσει έναν μικρό παράδεισο, χωρίς να το γνωρίζει ούτε ο ίδιος ούτε ο αξιολογητής του, παρότι φαινομενικά μπορεί να έχει αποτύχει στην αξιολόγηση. Ευτυχώς η δυσχέρεια αυτή φαίνεται να θεραπεύεται με τις τελευταίες ρυθμίσεις.
Κάποια αμηχανία στο 2ο μέρος εντοπίζεται στα τελευταία ζητούμενα, και ιδιαίτερα στην άσκηση Γ3, η οποία αναλύεται σε τρία υποερωτήματα. Πρόκειται για τον έλεγχο της γνώσης του συντακτικού, όπου θεωρούμε ότι προβλήματα εντοπίζονται σε δύο περιπτώσεις: η Γ3α είναι η κλασσική άσκηση αναγνώρισης της συντακτικής λειτουργίας όρων, όπως εμφανίζεται και σε προηγούμενα διαγωνίσματα. Παραδόξως όμως εδώ η άσκηση αυτή επαναλαμβάνεται και στο Γ3γ υποερώτημα. Συνήθως τα προηγούμενα χρόνια το υποερώτημα Γ3γ κορύφωνε τη συντακτική δυσκολία εστιάζοντας σε κάποιο πιο σύνθετο συντακτικό φαινόμενο, όπως είναι η αναγνώριση και η μετατροπή υποθετικού ή πλάγιου λόγου ή κάποιας μετοχής. Καλούσε δηλαδή τον μαθητή να επιστρατεύσει τις γνώσεις του για τον ενεργητικό χειρισμό της γλώσσας στην αρχαία ελληνική. Αυτή η διάσταση τώρα εκλείπει, μία από τις ασκήσεις επαναλαμβάνεται, τουλάχιστον όμως μ’ αυτόν τον χειρισμό οι μαθητές μάλλον διευκολύνονται.
Η ένστασή μας βέβαια δεν αφορά εδώ τη διευκόλυνση των μαθητών. Αφορά περισσότερο το έργο που καλούνται οι εκπαιδευτικοί να φέρουν σε πέρας κατά τη διάρκεια της χρονιάς, αφιερώνοντας αρκετό χρόνο σε δύσκολα σημεία της διδακτέας ύλης, τα οποία βλέπουν εντέλει να μη ζητούνται προς εξέταση. Και αυτό δυστυχώς δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο στο διαγώνισμα των αρχαίων ελληνικών. Αφορά και το διαγώνισμα της Νεοελληνικής Γλώσσας, απ’ όσο δύναμαι να γνωρίζω, ενδεχομένως δε και άλλα εξεταζόμενα μαθήματα. Στα διαγωνίσματα της Ν. Γλώσσας, για παράδειγμα, άτυπα έχει πάψει να εξετάζεται το επιχείρημα, η δομή και η αξιολόγηση του συλλογισμού. Καλό θα ήταν λοιπόν να μας ξεκαθαρίσει το Υπουργείο Εκπαίδευσης γιατί κάποιο μέρος της ύλης της Γ΄ λυκείου μένει εντέλει ανεξέταστο, προκειμένου να προσαρμόσουμε κι εμείς τα μέτρα μας αναλόγως. Ειδάλλως καταλήγουμε να ταλαιπωρούμαστε και να ταλαιπωρούμε και τους μαθητές μας χωρίς λόγο, αισθανόμενοι επιτέλους ακόμη πιο γελοίοι απ’ ό,τι μας θέλει το ισχύον καθεστώς.
* * *
Για να ολοκληρώσουμε την επισκόπηση αυτή, θα συνοψίσουμε εν συνεχεία τα συμπεράσματά μας.
Μέσα στα ανησυχητικά χαρακτηριστικά της ισχύουσας εκπαίδευσης εμπίπτει δυστυχώς και ο τρόπος που διδάσκεται και εξετάζεται το μάθημα των Αρχαίων ελληνικών στη μέση εκπαίδευση και ειδικά στην Γ΄ λυκείου. Διότι πρώτον, τα βιβλία και τα βοηθήματα που παρέχονται αποδεικνύονται αφενός ξεπερασμένα από τις ανάγκες και αφετέρου επιστημονικά ανεπαρκή για να εισαγάγουν σωστά και να εξασκήσουν κατάλληλα τους μαθητές στη γνωριμία τους με τον φιλοσοφικό λόγο. Είναι προφανές ότι δεν είναι δυνατό η σύγχρονη εκπαίδευση να στηρίζεται σε εγχειρίδια τα οποία παραμένουν αποσβολωμένα από τον καιρό της γέννησής τους και δεν υποβάλλονται τακτικά σε αναθεώρηση με γνώμονα την τεκμηριωμένη κριτική. Προσωπικά θα έλεγα ότι ίσως το καλύτερο θα ήταν η πλαισίωσή τους τους και με άλλα, επιστημονικά εγκεκριμένα συγγράμματα, στη λογική της ελεύθερης επιλογής εγχειριδίου αναφοράς από δασκάλους και μαθητές. Προς αυτήν την κατεύθυνση πιστεύω ότι θα όφειλε από καιρό να έχει κινηθεί και ο τρόπος με τον οποίο ορίζεται η διδακτέα ύλη των φιλολογικών μαθημάτων, με σκοπό να καταπολεμηθεί ο εθισμός στη νοητική υποτέλεια που προκύπτει από την προσήλωση στον έναν και μοναδικό, τον αυθεντικό λόγο της γνώσης. Να είναι άραγε υπερβολική η απαίτηση;
Δεύτερον, η προηγούμενη παρατήρηση ανακινεί και το ζήτημα του κατά πόσο όσοι καλούνται να διδάξουν τα φιλοσοφικά κείμενα στην Γ΄ λυκείου είναι ικανοί να αναπληρώσουν την έλλειψη ερμηνευτικών αναφορών και να αναδείξουν ενώπιον των μαθητών τους τούς προβληματισμούς και τα διακυβεύματα του φιλοσοφικού λόγου. Ο έλεγχος της γνωστικής και παιδαγωγικής επάρκειας των εκπαιδευτικών παραμένει ακόμη και σήμερα ένα ζήτημα απροσδιόριστο και δύσβατο, πόσο μάλλον η αξιοποίηση του κατάλληλου προσωπικού με παραγωγικό τρόπο. Ας υποθέσουμε ότι ενδεχομένως να έκρινε κανείς ωφέλιμη τη στελέχωση των νευραλγικών εκπαιδευτικών διαδικασιών με πιο εξειδικευμένο προσωπικό. Αμέσως όμως προκύπτει το πρόβλημα ότι το Υπουργείο Εκπαίδευσης δεν γνωρίζει ποιο είναι το ειδικευμένο προσωπικό που διαθέτει στις δύο πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης, ώστε να το αξιοποιήσει κατάλληλα, αλλά ούτε και ενδιαφέρεται να το μάθει…(!)
Εντέλει ο τρόπος που αξιολογείται το μάθημα των αρχαίων ελληνικών σε εθνικό επίπεδο φανερώνει με ανάγλυφο τρόπο τις χαρακτηριστικές αδυναμίες στη στοχοθεσία και την αξιολόγησή του, καθώς πολύ εύκολα οι απαιτήσεις του μαθήματος καταλήγουν να είναι ρητορικού τύπου ― φαινόμενο κατά κανόνα οικείο στα φιλολογικά μαθήματα ― και σ’ αυτό συνυπεύθυνοι είναι και οι εντελλόμενοι με τη διεκπεραίωση της εκπαιδευτικής και εξεταστικής διαδικασίας. Εύλογο εν μέρει, εφόσον επί τρεις δεκαετίες κυριάρχησε το ιδεολογικό πρόταγμα της «γλωσσικής διδασκαλίας», εις βάρος της ολικής πρόσληψης και παραγωγής του λόγου, κυρίως στην κριτική και εννοιολογική του διάσταση. Δυστυχώς οι καθ’ ημάς φιλόλογοι, από καταβολής του εκπαιδευτικού συστήματος, περισσότερο νοιαζόμαστε να χρησιμεύσουμε ως αναμεταδότες των κυρίαρχων κρατικών και ακαδημαϊκών ιδεολογικών σχημάτων, επαναπαυόμενοι είτε στη μηχανιστική διδασκαλία γραμματικοσυντακτικών φαινομένων είτε στη ρητορική κενολογία. Το αποτέλεσμα είναι να αδυνατούμε να κατανοήσουμε γιατί το εκπαιδευτικό σύστημα παραπαίει παγιδευμένο στις αναχρονιστικές ιδεοληψίες και στις αντιφάσεις του, οι οποίες εντούτοις συνιστούν για μας ένα είδος νεφελώδους και παρηγορητικού βαυκαλισμού, συνοδευόμενου από νυσταλέες επωδές «περί της αναγκαιότητος των ανθρωπιστικών σπουδών».
Απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι ελάχιστοι διαμαρτύρονται γιατί ως βασική μας παιδευτική μέριμνα και ως κατ’ εξοχήν γνωστικό διακύβευμα προβάλλεται ακόμη η γλωσσική ικανότητα. Γι’ αυτό και κανείς δεν απαιτεί μέσα από τα σχολικά μαθήματα τον λόγο, στην πιο περιεκτική του σημασία, ως ουσιαστική γνωστική και πολιτική επιδίωξη. Αλλά μέσα σε όλα αυτά τα δεινά που πληθύναν αφάνταστα τα τελευταία χρόνια, αυτό που συνειδητοποιείται εντέλει είναι πως η ποιότητα του θεωρητικού λόγου, όπως διακινείται σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης, αποτελεί έναν πολύ ευαίσθητο και αξιόπιστο δείκτη για να διαπιστωθεί το σφρίγος του πνευματικού πολιτισμού που παράγεται και αξιώνεται καθημερινά τόσο στη δική μας όσο και σε οποιαδήποτε σύγχρονη κοινωνία. Άλλος ένας τομέας λοιπόν στον οποίο η χώρα αποδεικνύεται ότι υστερεί ακόμη δραματικά, τομέας στον οποίο η διάγνωση του ασύμμετρου ελλείμματος δεν έχει καν συνειδητοποιηθεί. Και το έλλειμμα αυτό συσσωρεύεται διαρκώς ως χρέος που βαραίνει τις επόμενες γενιές.
Κατά τα λοιπά είναι μάλλον οφθαλμοφανές ότι ο θεσμός των πανελλαδικών διαγωνισμών, με την πορεία που έχει διαγράψει επί δεκαετίες, έχει από καιρό εμφανίσει έντονα σημάδια παρενεργειών, προκαλώντας την αχρήστευση του δημόσιου γενικού λυκείου και επιτείνοντας τη σύγχυση επιδιώξεων, την αίσθηση της απαξίωσης και την ανασφάλεια που βιώνει μία ολόκληρη κοινωνία. Υποθέτω βέβαια ότι τα αξιότιμα μέλη του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (οι «ιεροσφήκες») θα έχουν ήδη διαγνώσει τη νοσηρότητα της κατάστασης εδώ και καιρό, και ότι θα έχουν ήδη περιέλθει σε οξεία απόγνωση με συμπτώματα κατάθλιψης. Ειδάλλως δεν εξηγείται πώς δεν έρχονται τακτικά σε επαφή με τους εκπαιδευτικούς και δεν διεκδικούν, εφ’ όρου παραίτησης, όχι απλά «εξορθολογισμούς της ύλης», αλλά ριζική εκλογίκευση στη λειτουργία ενός συστήματος το οποίο σήμερα διαιτάται εντέλει από τις σάρκες των παιδιών του, ανακυκλώνοντας γνωστικές και οικονομικές φαυλότητες.
Ας μου επιτραπεί για το τέλος να επιφυλάξω την έκφραση της βαθιάς προσωπικής μου πεποίθησης ότι κανένα μέτρο και καμία μεταρρύθμιση δεν μπορεί να τελεσφορήσει για τη δημόσια εκπαίδευση, εάν πρώτιστα δεν εφαρμοστεί και δεν εξασφαλιστεί κάποιος τρόπος αξιόπιστης επιλογής του εκπαιδευτικού δυναμικού, παράλληλα με την πρόβλεψη για διαρκή και ουσιαστική κατάρτισή του. Γιατί αν το διακύβευμα στην ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης είναι η συνολική δημιουργική ικανότητα της νέας γενιάς, η αρχή μιας οποιασδήποτε αναβάθμισης δεν εντοπίζεται τόσο στον μαθητή όσο στον ίδιο τον δάσκαλο. Αλλά εδώ ξεκινά ένας άλλος λόγος, περισσότερο «σφηκώδης» από τούτονα.
Αγρίνιο, 30-06 και 16-09-2018
Χάρης Ταμπάκης
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας
Φιλόλογος, 6ο Γενικό Λύκειο Αγρινίου
* Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Νέα Παιδεία, τεύχος 168.
Σημειώσεις
1 Η ερμηνεία της «σχολής της Τυβίγγης» αναπτύχθηκε στα μέσα του 20ού αιώνα κυρίως από μελετητές του Πανεπιστημίου του Tübingen (με προεξάρχοντες τους H. J. Krämer και K. Gaiser), οι οποίοι θεωρούν ότι αναφορές από τον Αριστοτέλη και άλλες πηγές στοιχειοθετούν την ύπαρξη στην αρχαιότητα σημαντικών πλατωνικών διδασκαλιών οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στους διαλόγους. Οι διδασκαλίες αυτές θεωρείται ότι τοποθετούσαν το Αγαθόν σε εντελώς υπερβατική σχέση ως προς την ιεραρχία των Ιδεών και την ουσία.
2 Για μία κριτική στις αδυναμίες του σχολικού εγχειριδίου και των σχετικών βοηθημάτων του εμπορίου δες Χ. Ταμπάκης, «Πόσο φυσική είναι κατά τον Πρωταγόρα η “πολιτική αρετή”; Συμβολή στη διδασκαλία του πλατωνικού Πρωταγόρα.» Φιλόλογος, CLIII (2013): 474-487. Για μια γενικότερη κριτική παραπέμπω στην εργασία της Κ. Παπαμανώλη και του Θ. Γκατζάρα, «Αρχαία ελληνικά: Φιλοσοφικός λόγος. Γ΄ Ενιαίου Λυκείου. Κριτική προσέγγιση στη διδασκαλία των πλατωνικών αποσπασμάτων.» Ανακοίνωση στο 8° Πανελλήνιο Συνέδριο του Ελληνικού Ινστιτούτου Εφαρμοσμένης Παιδαγωγικής και Εκπαίδευσης (ΕλλΙΕΠΕκ). Αθήνα, Νοέμβριος 2016. Ευχαριστώ θερμά τους συγγραφείς που έθεσαν την εργασία τους στη διάθεσή μου.
3 Στοιχεία λογικής διδάσκονται στην Α΄ και τη Γ΄ λυκείου στο πλαίσιο του μαθήματος της Ν. Γλώσσας καθώς και στη Φιλοσοφία της Β΄ λυκείου. Όλα αυτά χωρίς σύστημα και κυρίως χωρίς εξάσκηση ― όχι τουλάχιστον πέρα από τις απαιτήσεις των συγκεκριμένων μαθημάτων.