1. Γενική εισαγωγή στο έργο
Το έργο Η σκέψη και το κινούμενο (La pensée et le mouvant) είναι το τελευταίο βιβλίο που δημοσίευσε ο Ερρίκος Μπερξόν (Henri Bergson), το 1934, σε ηλικία 75 ετών. Πρόκειται για μία συλλογή δοκιμίων (η δεύτερη μετά την Πνευματική ενέργεια, του 1919), το καθένα από τα οποία έχει την ιδιαίτερη αξία του στο μέτρο που ανακεφαλαιώνει με αποφασιστικό τρόπο τα επιμέρους ζητήματα που ανακινούσε η μπερξονική σκέψη κατά την πορεία της ανάπτυξής της. Λέμε «αποφασιστικό», διότι με την τελευταία φράση της «Ει²» δηλώνεται ότι δεν ήταν στις προθέσεις του συγγραφέα να δημοσιεύσει κάποιο άλλο βιβλίο. Η «Εισαγωγή» βέβαια γράφτηκε τον Ιανουάριο του 1922 και τα υπόλοιπα κείμενα είχαν ήδη δημοσιευθεί νωρίτερα, άρα το βιβλίο ήταν ήδη έτοιμο από τότε. Η έκδοσή του ωστόσο αναβλήθηκε, μεσολάβησε η δημοσίευση των Δύο πηγών της ηθικής και της θρησκείας (1932) και Η σκέψη… ακολούθησε το 1934. Στην επιλογή αυτή της αναβολής διαφαίνεται μάλλον η πρόθεση του φιλόσοφου να ανακεφαλαιώσει τη φιλοσοφική του διαδρομή, ενόψει του τέλους της δραστηριότητάς του. Αυτό σημαίνει ότι επιδιώκει να αποσαφηνίσει και να οριστικοποιήσει τις σκέψεις του πάνω σε σημαντικά ζητήματα που ανακίνησε και επεξεργάστηκε στη διάρκεια της φιλοσοφικής του πορείας.
Η ανασκόπηση στην οποία προβαίνει ο Μπερξόν δεν είναι μια συνοπτική επανάληψη των όσων λέχθηκαν αλλού ούτε μια ταξινόμηση. Σύμφωνα με τον πρόλογο που προτάσσει ο συγγραφέας στο βιβλίο του, γενικός σκοπός του είναι να περιγραφεί η μέθοδος που θεωρεί σκόπιμο να συστήσει στον επερχόμενο φιλόσοφο. Επιλέγοντας αυτόν τον στόχο ο Μπερξόν στρέφει τον προβληματισμό του στην ίδια τη σκέψη που γεννά τον φιλοσοφικό λόγο, και δεν έχει καλύτερο παράδειγμα να επικαλεστεί από τη δική του περίπτωση και τον τρόπο που ο ίδιος ανέπτυξε τη φιλοσοφία του. Η δημιουργική διάσταση του βιβλίου λοιπόν έγκειται εν μέρει σε αυτήν τη συστηματική προσπάθεια αναδίφησης στις δικές του φιλοσοφικές προϋποθέσεις. Από το άλλο μέρος, δεν παραλείπει να ανακινήσει δύο καινούρια ζητήματα, τα οποία αποκτούν έτσι εξέχουσα σημασία για το σύνολο του έργου του ― εξού και η αξία των εν λόγω κειμένων για τη μελέτη της μπερξονικής φιλοσοφίας. Τα ζητήματα αυτά διατυπώνονται στα δύο νέα εισαγωγικά δοκίμια που συντάσσει ο Μπερξόν γι’ αυτό το βιβλίο: α) το ζήτημα της ανάδρομης κίνησης του αληθούς («Ει¹»), και β) το ζήτημα της θέσης των προβλημάτων («Ει²»). Και τα δύο αποτυπώνουν την προσπάθεια να διακρίνει καλύτερα και να αποσαφηνίσει την αφετηρία της σκέψης του, όσο και να περιγράψει την κατεύθυνση που αυτή υπαγορεύει στην έρευνα και τον τρόπο που ξεδιπλώνεται. Παράλληλα προσπαθεί να απαντήσει σε κριτικές που δέχτηκε κατά καιρούς αλλά και να προετοιμάσει για τις νέες προοπτικές που διανοίγονται στο φιλοσοφικό και το επιστημονικό πεδίο. Η άδηλη πρόθεσή του είναι να απωθηθεί ο περίφημος καρτεσιανός Λόγος περί μεθόδου στο πεδίο της επιστήμης και να θεσπιστούν οι όροι μίας διαφορετικής μεθόδου για την άρθρωση φιλοσοφικού λόγου.
Παρά την πολυσχιδία των κειμένων που το αποτελούν, το έργο διαπνέεται από μία βασική ιδέα, αυτή που αποτέλεσε και τη βάση των πλέον πρωτότυπων συλλήψεων του μπερξονισμού, δηλαδή την εμβάθυνση στη διάσταση που διαπιστώνεται ανάμεσα στη «σκέψη» μας, αφενός, και στο φαινόμενο της «κίνησης», αφετέρου ― δες καλύτερα: του κινούμενου (le mouvant), όπως μας προτείνει ο τίτλος. Στους αντίποδες της σκέψης η φιλοσοφία συνήθως τοποθετεί το «πράγμα» ― το «πράγμα καθαυτό», θα έλεγε ο Καντ. Να όμως τώρα που απέναντι στη διανοητική ενέργεια τίθεται μία εν κινήσει πραγματικότητα, στη θέση της υποτιθέμενης υπόστασης που ενεργοποιούσε παραδοσιακά τη διάσταση. «Διάσταση» εδώ σημαίνει, από τη μία πλευρά, αντιπαράθεση, διότι κατά τον Μπερξόν η εννοιολογική σκέψη ― και η φιλοσοφία εν γένει ― αντιβαίνει στην πραγματικότητα της κίνησης, καθώς ρέπει προς τη στατικότητα. Από την άλλη πλευρά, η ίδια η σκέψη ― και κατ’ επέκταση η φιλοσοφία ― είναι και αυτή μία κίνηση πραγματική, η οποία συναντά τις υπόλοιπες πτυχές της ζωής μας, με τη φιλοδοξία μάλιστα της προνομιακής εποπτείας του πραγματικού καθαυτού. Με τις επιτυχίες ή τις αποτυχίες της, με την ενδεχομένως δημιουργική συμβολή της, κάθε φιλοσοφική απόπειρα ξεδιπλώνει την ιστορία της και σ’ αυτήν την ιστορία στρέφεται ο φιλόσοφος για να περιγράψει το μεθοδολογικό της πλαίσιο.
Γι’ αυτό η περιγραφή του Μπερξόν αποκτά αρχικά αυτοβιογραφικό χαρακτήρα και ο αναγνώστης αποκτά το προνόμιο να παρακολουθήσει πώς γεννιέται μια φιλοσοφία. Οι αναζητήσεις του νεαρού Μπερξόν για ακριβέστερη και πιο προφανή θεώρηση της πραγματικότητας τον οδηγούν αρχικά στην εξελικτική φιλοσοφία του Σπένσερ, αλλά εκεί τον περίμενε μία έκπληξη: «Πράγματι, μείναμε κατάπληκτοι βλέποντας πώς ο πραγματικός χρόνος, αυτός που κρατά τον πρώτο ρόλο σε όλη την εξελικτική φιλοσοφία, διαφεύγει από τα μαθηματικά.» («Ει¹»: 2). Η έκπληξη αυτή, ο θαυμασμός, όπως θα έλεγαν οι Έλληνες, δηλώνει ήδη την απόσταση από τη δεδομένη εννοιολόγηση των πραγμάτων και συνεπώς την ύπαρξη μίας διαφορετικής σύλληψης, όχι βέβαια ακόμη εννοιολογημένης, η οποία όμως καλεί προς συνάντηση με το πραγματικό. Πρόκειται θα λέγαμε για τον αρχικό σπινθήρα της ενόρασης (intuition), όπως θα ονομαστεί η πηγαία, προ-εννοιολογική σύλληψη του πραγματικού, η οποία εν προκειμένω αποκαλύπτει το ψεύδος του μαθηματικού χρόνου και δρομολογεί την αναζήτηση της πραγματικής χρονικότητας. Η χρονικότητα αυτή θα ονομαστεί διάρκεια (durée).
Τι συμβαίνει λοιπόν; Διαπιστώνουμε καταρχάς ότι απαιτείται μία κριτική της σκέψης, για να αναθεωρηθεί ο τρόπος που σκεφτόμαστε το πραγματικό, ώστε να αρθούν και οι παραπλανητικές διαμεσολαβήσεις που συσκοτίζουν την πρόσβασή μας στην πραγματικότητα. Κατά δεύτερο λόγο, απαιτείται σωστή ανάπτυξη της σκέψης, ώστε να προσεγγίσουμε περισσότερο άμεσα και εύστοχα την πραγματικότητα και εντέλει να ανορθώσουμε την εμπειρία μας. Έκπληξη, αναθεώρηση, σκέψη προσαρμοσμένη στο πραγματικό, εμπλουτισμένη εμπειρία: να σε τι χρειάζεται η φιλοσοφία στη ζωή μας, κατά τον Μπερξόν.
Αυτές τις δύο μεθοδολογικές φάσεις προσπαθεί να διερευνήσει και να παρουσιάσει ο φιλόσοφος στο βιβλίο στο οποίο στοχεύουμε, και όχι κάποιο πιο συγκεκριμένο φιλοσοφικό πρόβλημα, όπως κάνει στα άλλα του βιβλία (ήγουν: [1889]¹: η ελευθερία, [1896]: η μνήμη, [1900]: το γέλιο, [1907]: η εξέλιξη της ζωής και το [1932]: η ηθική και η θρησκεία). Από τα κείμενα που περιέχονται στο έργο που μας απασχολεί, κάποια αφορμώνται από την οπτική της κίνησης («Δ&Π», «ΑΑ»), ενώ η Εισαγωγή (με τα δύο μέρη της, «Ει¹» και «Ει²»), η «ΦΕ» και η «ΕΜ» εκκινούν από τη σκέψη.