Ο Διάκος και το «Για ιδές καιρόν που διάλεξε…»

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ

Στις «Εκλογές από τα τραγούδια του ελληνικού λαού» που εξέδωσε το 1914 ο Ν. Γ. Πολίτης, αποθησαυρίζεται και ένα «εις άγουρον» μοιρολόι από τη Λάστα της Γορτυνίας, πρωτοδημοσιευμένο λίγα χρόνια νωρίτερα από τον Νικόλαο Λάσκαρη, στο έργο «Η Λάστα και τα μνημεία της». Εδώ ο μοιρολογητής δοκιμάζει το ανέφικτο: να συγκινήσει με το παράπονό του τον βαρήκοο δρεπανιστή, μήπως τον πείσει να αναστείλει τη δράση του λόγω της ανθισμένης ηλικίας του θηράματός του: «Για ιδές καιρό που διάλεξες, Χάρε μου, να τον πάρεις, / στα έβγα του καλοκαιριού, στα έμπα του χειμώνα, / να πάρεις τ’ άνθη οχ τα βουνά, λελούδια από τους κάμπους, / να πάρεις τον αμάραντο, να τον μαράν’ η πλάκα».

Λίγες σελίδες παρακάτω στις «Εκλογές», στο κεφάλαιο «Μοιρολόγια του Κάτω Κόσμου και του Χάρου», ο ανθολόγος δημοσιεύει ένα πασίγνωστο πλέον δίστιχο, καταγράφοντας ως πηγή του το βιβλίο του Στ. Ραζέλου «Προοίμια μοιρολογίων λακωνικών» (1870): «Για ιδές καιρόν που διάλεξε ο Χάρος να σε πάρει, / τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά και βγάζει η γης χορτάρι». Επιφυλακτικός ο Πολίτης όσον αφορά την πατρότητα του διστίχου, και με τη γνώση ότι η πατρότητα και η ιδιοκτησία στον δημοτικό λόγο είναι έννοιες δίχως αντίκρισμα, αν όχι μειωτικές για την ίδια την υπόσταση του λόγου αυτού, προτάσσει το εξής σχόλιο: «Μοιρολόι εις νέον αποθανόντα την άνοιξιν. Τούτο λέγεται ότι ετραγούδησε και ο Διάκος απαγόμενος εις τον τόπον της καταδίκης του».

Οι κρίσιμες λέξεις στο λιγόλογο σχόλιο είναι ο σύνδεσμος «και» («ετραγούδησε κ α ι ο Διάκος») και το ρήμα «λέγεται». Το «λέγεται» –και τα συνώνυμά του– το συναντάμε συχνά στην αρχαιοελληνική ιστοριογραφία, και ιδίως στον Ηρόδοτο, όποτε ο αφηγητής δεν διαθέτει ασφαλείς πληροφορίες για κάποιο γεγονός ή πρόσωπο και δεν θα ήθελε να τον επικρίνουν σαν παραμυθά, ψευδολόγο ή διασπορέα ανυπόστατων φημών. Το «λέγεται», που παραπέμπει συνήθως στην προφορική παράδοση, το υιοθέτησαν και νεότεροι ιστοριογράφοι. Ο Μιχαήλ Οικονόμου λ.χ., στο έργο του «Ιστορία της εθνικής παλιγγενεσίας ή ο ιερός αγών» (1873), γράφει για τον Διάκο: «Ότι δ’ ελυπήθη διά το πρόωρον εξάγεται εκ του απαγγελθέντος υπ’ αυτού διστίχου, δημώδους μοιρολογίου, όπερ τότε ετραγούδησεν, ως λέγεται».

Περίπου έναν αιώνα μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Αθανασίου Διάκου, του πρώτου μεγάλου νεκρού της Επανάστασης, ο Ν. Γ. Πολίτης γνωρίζει φυσικά πώς τον απαθανάτισαν οι ιστορικοί, Έλληνες και ξένοι, και πώς τον έκλαψε και τον τραγούδησε ο λαός. Οι «Εκλογές» άλλωστε περιέχουν και το συγκλονιστικό πολύστιχο δημοτικό «Του Διάκου», το οποίον «εποιήθη μήνάς τινας μετά τον θάνατον» του αγωνιστή, παραδίδει δε στην αθανασία, έξοχα ιστορημένη, την αγέρωχη λεβεντιά του ήρωα, που «στρίβει το μουστάκι» ειρωνικά όταν του προτείνουν να αλλαξοπιστήσει για να σωθεί. Γνωρίζει επίσης ο Πολίτης πώς δόξασε τον πολεμιστή της Αλαμάνας η επώνυμη ποίηση, και πρώτα πρώτα ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης με το δραματικό ποίημά του «Αθανάσης Διάκος», του 1867. Εκεί, στα «Προλεγόμενά» του, ο Λευκαδίτης ποιητής θέτει μότο το δίστιχο που μας απασχολεί, και γράφει:

«Το εύοσμον, το αειθαλές τούτο άνθος ομολογουμένως εβλάστησεν εκ των σπλάγχνων του Αθανασίου Διάκου, ουχί διότι βεβαιούται παρά των ιστορικών, ούτε διότι η κοινή συνείδησις επεκύρωσε την παράδοσιν, αλλά διότι προς τους τα τοιαύτα μεμυημένους εν ταις ολίγαις εκείναις λέξεσι διασώζεται φωτογραφημένος ο ήρως, ο θεοσεβής αθλητής, το πρότυπον του ηθικού και φυσικού κάλλους, ο αληθής και γνήσιος γόνος του μεσαιωνικού αρματωλισμού, ο σεμνός μαχητής, ο απόστολος, ο αποδεχόμενος εν πλήρει πνεύματος ηρεμία τας βασάνους του μαρτυρίου, αλλά και ομολογών πάσαν την πικρίαν, ην παρήγεν εν αυτώ η συναίσθησις του θανάτου εν στιγμή, καθ’ ην μετά της ανθοστεφούς ανοίξεως ήρχοντο αναφυόμενοι και οι πρώτοι βλαστοί της εθνικής αναγεννήσεως. Η διάγνωσις αύτη είναι ακράδαντος, ίσταται δε υπεράνω της μαρτυρίας των χρονογράφων και του κύρους της κοινής γνώμης. […] Ουδεμία λοιπόν αμφιβολία περί της γνησιότητος του βραχυτάτου, αλλά απεράντου εκείνου θρήνου». Ο ποιητής προκρίνει τη διαίσθησή του, ή την εσώτερη επιθυμία και ανάγκη του, θεωρώντας την ασφαλέστερη από την ιστοριογραφία και τη συλλογική πεποίθηση.

Γνωρίζουμε μαζί με τον Νικόλαο Πολίτη, και οπωσδήποτε χάρη και στον δικό του μόχθο, ότι δεν υπάρχουν αδιαπέραστοι φραγμοί και «τείχη υψηλά» ανάμεσα στην ανώνυμη ποίηση και στην προσωπική· τα μοτίβα κυκλοφορούν ελεύθερα, ιδίως όταν αφορούν κορυφαία συμβάντα του ανθρώπινου βίου, όπως ο θάνατος ενός παλικαριού ή μιας λυγερής, που συγκίνησαν την ποίηση ήδη από τη αρχαιότητα. Γνωρίζουμε επίσης ότι συχνά η ποίηση επιβάλλει τη δική της εκδοχή των πραγμάτων, ως «φιλοσοφώτερη και σπουδαιότερη της ιστορίας», σύμφωνα και με την απόφανση του Αριστοτέλη στην «Ποιητική» του. Ο οπλαρχηγός Γεώργιος Βαρνακιώτης, για παράδειγμα, παραμένει προδότης στη μερικώς ενήμερη συλλογική συνείδηση, επειδή έτσι τον αναθεμάτισε η «Εις τον προδότην» ωδή του Ανδρέα Κάλβου, και έτσι τον κατέκρινε ένα δημοτικό που τον αποκαλεί «Τουρκο-Γιωργάκη», καθώς και το δημώδες «απλούν ποίημα» «Ιστορία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος» (αποδίδεται στον Στασινό Μικρούλη), που τυπώθηκε στο Μεσολόγγι το 1824. Μολαταύτα, τον Δεκέμβριο του 1827 ο Βαρνακιώτης αποκαταστάθηκε με απόφαση του Βουλευτικού Σώματος και ονομάστηκε χιλίαρχος από τον Ιωάννη Καποδίστρια. Ο Κάλβος όμως δεν θήτευε πια στην ποίηση και, ακόμα κι αν πληροφορήθηκε την αποκατάσταση του Βαρνακιώτη, δεν προχώρησε στη συγγραφή κάποιας «παλινωδίας», όπως ο Στησίχορος τον παλιό καιρό. 

Η λαϊκή μούσα, όπως συμβατικά την αποκαλούμε, δούλεψε και ξαναδούλεψε τα αισθήματα του διστίχου που αποδίδεται στον Διάκο, σε κάθε περιοχή όπου μιλιόταν η ελληνική. Το συναντάμε λοιπόν αποθησαυρισμένο σε πολλές ανθολογίες, σε ποικίλες παραλλαγές, συντονισμένες ωστόσο και ομόλογες. Δύο δείγματα μόνο εδώ. Μια ηπειρώτικη παραλλαγή του, δημοσιευμένη το 1880 από τον Παναγιώτη Αραβαντινό στη «Συλλογή δημωδών ασμάτων της Ηπείρου»: «Σε τι καιρόν εδιάλεξεν ο χάρος να με πάρει, / τώρα που φύτρωσε στη γης χίλιων λογιών χορτάρι». Και μια κρητική, που δημοσίευσε η Ελπίς Μέλαινα (ψευδώνυμο της Marie Esperance von Schwartz) στην «Κρητική Μέλισσα» (1883): «Για δε ίντα ώρα γύρευε ο Χάρων να με πάρει, / τώρα που πρασινίζει η γη και βγαίνει το χορτάρι». Ο καιρός της καταγραφής ή της δημοσίευσης κάποιου τραγουδιού κάθε άλλο παρά ταυτίζεται με τον καιρό της δημιουργίας του. Το παράπονο του δίστιχου είναι διαχρονικό και πανανθρώπινο.

Το είπε – δεν το είπε ο Διάκος, το έφτιαξε αυτός ή το ανακάλεσε, είναι μια ενδιαφέρουσα φιλολογική ιστορία, στη σκιά πάντως του κορυφαίου έμψυχου και ένσαρκου ποιήματός του: του μαρτυρίου του. Το άντεξε κι ας ήταν (ή επειδή ήταν) από ύλη αποφασισμένου ανθρώπου, όχι αγίου ή θρύλου. Αυτό λέει το τραγούδι.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

π. Εμμανουήλ Κλάψης: «Η μαρτυρία της Εκκλησίας στην δημόσια σφαίρα υπό την σκιά της πανδημίας»

Γιατί τόση βία;

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΣΑΒΒΙΔΗ

1. Η εικόνα του πεσμένου, και χτυπημένου βάναυσα, αστυνομικού είναι σοκαριστική. Η αντίδραση που δημιουργεί στην κοινή γνώμη είναι αγανάκτηση και η αγανάκτηση αυτή δεν, νομίζω, πως θα δικαιώσει τους διαδηλωτές. Η προσωπική βίαιη εμπειρία είτε διαδηλωτή, είτε αστυνομικού μας ενδιαφέρει. Αλλά, ένα γενικό ερώτημα που προβάλει είναι γιατί τόση βία;

2. Η απάντηση στο ερώτημα είναι θέμα έρευνας ειδικών επιστημόνων. Η δική μου προσέγγιση είναι πολιτική.

3. Όχι, μόνο, δεν έχει επέλθει το τέλος της Μεταπολίτευσης αλλά, προσωπικά πιστεύω, πως δεν επήλθε ούτε καν το τέλος του Εμφύλιου διχασμού. Του διχασμού της δεκαετίας του ’40. Διότι ο παλαιότερος διχασμός, ο διχασμός του ’16, εξέλιπε, ίσως, διότι εξέλιπαν και οι πολιτικοί χώροι που τον εξέφραζαν.

4. Η διάσταση του Εμφυλίου επηρέασε καθοριστικά μια κοινωνία που δεν ανέχεται και πολλές, διαφορετικές τάσεις. Ίσως και δεν μπορεί και να τις διαμορφώσει. Η πολιτική της παιδεία είναι ενστικτώδης. Από ένστικτο, κυρίως, και από οικογενειακή παράδοση τοποθετείται πολιτικά. Μια κοινωνία που δεν έχει συνειδητοποιήσει, ακόμη, τι συνέβη το 1989 και ένα μέρος της ζει με φανταστικούς μύθους περί χαμένου παραδείσου.

Το μετεμφυλιακό κράτος, η δεκαετία του ΄60, τα αναφομοίωτα ευρωπαϊκά κινήματα, η δικτατορία και ένας, εκ του ασφαλούς, «επαναστατισμός» μεταπολιτευτικός διαμόρφωσαν ένα πολιτικό υποσυνείδητο που ακόμη είναι ενεργό. Σταλινικά, μαοϊκά φιλοχοτζεικά, ακόμη και επαναστατικά κινήματα, μπορεί να μην υπάρχουν στη Ρωσία, την Κίνα, την Αλβανία ή τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, πυρήνες, όμως, (σέχτες στην αριστερή ορολογία) υπάρχουν στην Ελλάδα.

Αυτό το πολιτικό υποσυνείδητο που διαμορφώθηκε στην Ελλάδα μετά τον εμφύλιο μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά. Ο λόγος, κατά την άποψή μου είναι η αδυναμία παραγωγής πολιτικής θεωρίας και σοβαρών πολιτικών σχηματισμών στην Ελλάδα. Ακόμη και οι αντιλήψεις του ευρωκομμουνισμού δεν είχαν απήχηση στην ελληνική κοινωνία. Οι όποιοι αναθεωρητές του κομμουνισμού που διψούσαν για εξουσία έπρεπε να αλλάξουν πολιτική για να την δουν. Να γίνουν, δηλαδή, ΣΥΡΙΖΑ. Τον οποίο, ΣΥΡΙΖΑ, ευνόησε η συγκυρία της οικονομικής χρεοκοπίας και η αγανάκτηση από ένα ανίκανο πολιτικό σύστημα που δεν μπορεί να διασφαλίσει ούτε την αναπαραγωγή του.

5. Υπήρξε ενεργοποίηση εμφυλιακών αντανακλαστικών και από την άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος. Της ακροδεξιάς. Δεν βρήκε απήχηση και διότι η κύρια μήτρα μέσα στην οποία λειτουργούσε εγκατέλειψε τα “κακά της παιδιά” και διότι οι ιδεολογικές της αναφορές είναι ξεπερασμένες.

6. Το “αριστερό υποσυνείδητο” της κοινωνίας τρέφεται από τις εξής παραμέτρους:

  • Μια αίσθηση ότι το κράτος πρέπει να φροντίζει για τα πάντα.
  • Την οικονομική κρίση
  • Την κρίση της πανδημίας
  • Την αίσθηση πως η εκτόνωση δικαιολογεί οποιαδήποτε συμπεριφορά
  • Την χρησιμοποίηση των ΑΕΙ από τα αριστερά κόμματα για αλίευση μελών και στελεχών. Πουθενά στην πραγματική ζωή οι συνθήκες δεν επηρεάζουν τα ενεργά κοινωνικά άτομα να αναζητήσουν πολιτικές διεξόδους στην αριστερά. Ούτε η μαρξιστική της μορφή που έχει αιχμή την οικονομία, ούτε η κοινωνική της που υποστηρίζει κάθε είδους μειονότητες και είναι, συνήθως, εθνομηδενιστική βρίσκουν απήχηση. Στα πανεπιστήμια η πρώτη επαφή των νέων με την πραγματικότητα τους καθιστά εύκολα θύματα μιας ψευδούς ιδεολογίας που όπου εφαρμόστηκε ως πολιτική πράξη ευνόησε τις νομενκλατούρες και όχι την κοινωνία.
  • Την ψευδαίσθηση ότι έχουμε να κάνουμε με μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση. Και, φυσικά, την δαιμονοποίηση του νεοφιλελευθερισμού.
  • Την έκλειψη του μεσαίου χώρου. Ο μανιχαϊσμός της κοινωνίας δεν ανέχεται μετριοπάθεια. Η κοινωνία τάσσεται με τους δύο ακραίους πόλους του πολιτικού φάσματος. Δεν είναι τυχαίο ότι έχουν επιβιώσει η Δεξιά και η Αριστερά. Και ότι οποιαδήποτε μετριοπαθής προσπάθεια δεν έχει καμιά τύχη.
  • Την κομματική αξιοποίηση του κράτους.

7. Οι παρενέργειες όλων αυτών είναι, σε ένα αστικό, κοινοβουλευτικό σύστημα η αξιωματική αντιπολίτευση να μην πιστεύει ούτε στους κανόνες του, ούτε στη λειτουργία του. Ορθότερα, η αξιωματική αντιπολίτευση “ψαρεύει” στην αριστερά αλλά δεν έχει ιδεολογία. Διότι σήμερα ιδεολογίας στερείται η αριστερά, πλην της μαρξιστικής της εκδοχής (που έχει μείνει στη μαρξιστική θεωρία και στις πρακτικές εφαρμογές της, κυρίως, τις λενινοσταλινικές).

8. Συντιθέμενη από στελέχη που επιζητούν πάση θυσία την εξουσία, αντί οιουδήποτε τιμήματος, αυτή η αριστερή αξιωματική αντιπολίτευση δέχεται στους κόλπους της οποιαδήποτε τάση μπορεί να της φέρει ψήφους και να την νομιμοποιήσει στους μικροχώρους της. Ακόμη και μορφές που υποστηρίζουν βίαιες και επαναστατικές δραστηριοποιήσεις. Αντιεξουσιαστές τους οποίους φρόντισε κατά την άσκηση της εξουσίας και βίαια αναρχικά ρεύματα..

9. Γνωρίζοντας πως δεν μπορεί να επιβιώσει πολιτικά και πολύ περισσότερο να διεκδικήσει την εξουσία στο πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να διαμορφώσει ιδιαίτερες συνθήκες, όπως αυτές που τον έφεραν στην εξουσία την πρώτη φορά. Τότε εκμεταλλεύτηκε μια κοινωνική δυσαρέσκεια σήμερα προσπαθεί να ενεργοποιήσει ανάλογα αντανακλαστικά.

Αυτό επιχειρεί τις τελευταίες ημέρες. Προφανώς, θα γνωρίζει καλά, αν όχι όλος ο ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον, κάποια στελέχη του πως η “Αραβική Άνοιξη” ξεκίνησε με τη βάναυση συμπεριφορά τυνήσιων αστυνομικών προς έναν μικροπωλητή.

10. Τόσο στη Νέα Σμύρνη όσο και στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τα χαρακτηριστικά που περιέγραψα παραπάνω είναι εμφανή.

11. Το φαινόμενο της κοινωνικής αντίδρασης είναι περίπλοκο και χαοτικό και αυτά που ανέφερα είναι πλευρές, μόνο, της εκδήλωσής του. Ας μην ληφθούν γραμμικά. Στους κόλπους όσων αντιδρούν υπάρχουν και άνθρωποι που δεν επηρεάζονται από κόμματα αλλά σε αντιδράσεις τους ωθούν οι αντιλήψεις που έχουν διαμορφώσει ή το ένστικτό τους. Δεν είναι όλα ούτε προδιαγεγραμμένα, ούτε οργανωμένα. Αυτόν τον πολύ κόσμο που αντιδρά αυθόρμητα επιχειρούν, και θα επιχειρήσουν απο δω και πέρα να χειραγωγήσουν, τα πολιτικά κόμματα που έχουν επιλέξει αυτού του είδους την πολιτική συμπεριφορά και πρακτική. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα από αυτά.

12. Ας πάμε, τώρα, σε δύο άλλες παραμέτρους. Ο ένας είναι η κυβέρνηση και ο άλλος οι διαμορφωτές του πολιτικού συστήματος.

13. Η κυβέρνηση δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί τι έρχεται. Η αποσταθεροποίηση ξεκίνησε από την υπόθεση Κουφοντίνα και, τόσο τα κυβερνητικά στελέχη όσο και οι υποστηρικτές της αναπαρήγαγαν στο δημόσιο λόγο το στερεότυπο πως “η Δημοκρατία δεν εκβιάζεται, ούτε απειλείται, ούτε κινδυνεύει”.

Και, όμως, η Δημοκρατία και απειλείται και εκβιάζεται και αποσταθεροποιείται. Για να τα αποφύγει, χρειάζεται καλή διαχείριση της ύπαρξής της. Όχι, απλώς, ικανοποίηση του λαϊκού αισθήματος. Και, τώρα, μπορεί να υπάρχουν οπαδοί της αντίληψης πως πρέπει να οδηγηθεί η πολιτεία σε μια ακραία ρήξη με τις ομάδες που προκαλούν τις ταραχές. Είναι αυτή λύση; Μήπως εμβαθύνει η επιλογή αυτή τις πληγές; Είναι αυτό, εκείνο που έχει ανάγκη η χώρα αυτήν τη στιγμή;

14. Ενθαρρυμένη από τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης η κυβέρνηση δεν φρόντισε να είναι προσεκτική στη διαχείριση της αστυνομικής συμπεριφοράς. Η δικαιολογία ότι και οι αστυνομικοί άνθρωποι είναι, δεν στέκει Άνθρωποι είναι αλλά ειδικά εκπαιδευμένοι. Υπάρχουν στιγμές που μια σπίθα αρκεί για να αποσταθεροποιήσει τη χώρα.

15. Βεβαίως, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση είναι πολλά και σύνθετα και η ικανότητα των μελών της πεπερασμένη. Αλλά, πριν έρθεις σε μια τέτοια κατάσταση φροντίζεις τις εφεδρείες σου.

16. Τις μεγαλύτερες ευθύνες, όμως, τις έχει αυτό που αποκαλούμε “Σύστημα”. Το οποίο, για μια χούφτα δολάρια είναι διατεθειμένο να πουλήσει ακόμη και τη μάνα του. Όχι να ενδιαφερθεί για τη χώρα.

17. Ελέγχοντας τα Μέσα Ενημέρωσης, τα πολιτικά κόμματα και την όποια οικονομική ζωή απέμεινε, το “Σύστημα” δεν επιτρέπει να αναδιαμορφωθεί το πολιτικό σκηνικό. Αλλά ένα αστικό, κοινοβουλευτικό πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να έχει αξιωματική αντιπολίτευση ένα μόρφωμα σαν το ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, υπάρχει μια αναντιστοιχία πολιτικού φάσματος και αναγκών της κοινωνίας και μια αναντιστοιχία λειτουργίας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με αξιωματική αντιπολίτευση τύπου ΣΥΡΙΖΑ.

18. Το αδιέξοδο που δημιουργείται στην πολιτική συνείδηση ενός ανθρώπου που δεν θέλει ούτε το ΣΥΡΙΖΑ, ούτε την κυβερνώσα παράταξη, μπορεί να είναι εκρηκτικό.

19. Οι διαχειριστές των πολιτικών υποθέσεων μπορεί να πιστεύουν και να υπηρετούν οποιαδήποτε ιδεολογία και πολιτική επιθυμούν. Δεν επιτρέπεται, όμως, να μην έχουν διαβάσει όχι τον Μαρξ αλλά τους μαρξιστές. Επειδή έχουν ασχοληθεί με τον εργάτη (εργαζόμενο) ως υποκείμενο έχουν αναλύσει τις επιδράσεις και χειραγωγήσεις του. Εκεί θα ανακαλύψουν, οι σημερινοί διαμορφωτές των πολιτικών υποθέσεων, τι σημαίνει και πως λειτουργούν οι ιδεολογικοί μηχανισμοί. Δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που επιχειρεί η σημερινή κυβέρνηση.

Προϋπόθεση για να κερδίσεις την πολιτική εξουσία είναι να κυριαρχήσεις πρώτα ιδεολογικά. Αλλά και προϋπόθεση για να χάσεις την εξουσία είναι να απωλέσεις την ιδεολογική ηγεμονία.

ΠΗΓΗ

ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΙΣ

Η γραφή και ο λησμονημένος γραφικός χαρακτήρας που χάνεται

Του Δημήτρη Ελέα (*)

Ένα χειρόγραφο από μόνο του δείχνει πως πίσω του είναι ο άνθρωπος, που ξεκίνησε χωρίς τη γλώσσα. Που άκουσε προσεχτικά τους ήχους τριγύρω του, δημιούργησε τα γράμματα του αλφαβήτου πάνω στους ήχους αυτούς με τεχνική και δωρικότητα (τα γράμματα είναι η σκαλωσιά για τις λέξεις), και εν συνεχεία, με τα γράμματα σχημάτισε συλλαβές και βαθμηδόν τις λέξεις. Το μόνο ον που το έπραξε. Σαφώς, δείχνει την ικανότητά του να γράφει, χρησιμοποιώντας τα δάκτυλά του (και η γραφή να είναι ακριβής). Άνθρωπος με νόηση και όχι «κτηνώδης» οντότητα. Κουλτούρα, ιδέες και πολιτισμός είναι, εν μέρει, και αποτελέσματα της διαδικασίας της γραφής.

Οι λέξεις είναι «θεϊκά» εργαλεία, και οι καταγεγραμμένες λέξεις, είναι ένα κομμάτι της προσωπικότητας του κάθε ανθρώπου. Και δη, στην περίπτωσή μας, που παίρνουμε σαν παράδειγμα δείγματα από τις χειρόγραφες επιστολές, των: Κορνήλιου Καστοριάδη (1922-1997), Παναγιώτη Κονδύλη (1943-1998), Ηλία Πετρόπουλου (1928-2003) και Κώστα Αξελού (1924-2010). Και τι διαπιστώνουμε αμέσως; Η κάθε λέξη στις χειρόγραφες επιστολές τους, σαν να κρύβει μέσα της, έναν κίονα, μία πένα, ένα φακό, ένα κλαδί ασημόφυλλης ελιάς, μία καραβίδα, ένα σφυρί, ένα άλογο που καλπάζει, τη σιλουέτα ενός ανεμόμυλου, ένα σύννεφο που ήρθε πίσω, μία λυγερόκορμη γυναίκα, και μία χειραψία μεταξύ δύο ανθρώπων. Κάθε χειρόγραφο γράμμα, είναι συνάμα, και μία σημαντική επιβεβαίωση του ελληνικού νου και του ελληνικού φιλότιμου που δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν χωρίς το στρατηγείο του, την ελληνική γλώσσα που κρύβει θαυμαστό πλούτο, διάρκεια χιλιάδων χρόνων και «μαθηματική δομή». Και για την οποία δε, ίσως και με μία μικρή δόση υπερβολής, μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως είναι «Σταλμένη από τον Θεό» (στα Λατινικά: «Ex Caelis Oblatus»).

(*) O Δημήτρης Ελέας σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Λονδίνο και είναι συγγραφέας, ερευνητής και πολιτικός ακτιβιστής που ζει στη Νέα Υόρκη. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με θέματα, όπως: το Ολοκαύτωμα, ο Ελληνισμός, η σύγχρονη Αμερική, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, η καστοριαδική σκέψη και «το εστιατόριο ως χώρος». Το email του είναι: dimitris.eleas@gmail.com  

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου: εδώ

Η προσπάθεια απαξίωσης των αγωνιστών του 1821 συνεχίζεται

Του ΧΡΟΝΗ ΒΑΡΣΟΥ· Φιλολόγου

Η φετινή επέτειος των 200 χρόνων από την Ελληνική  Επανάσταση  του 1821, ήταν βέβαιο ότι θα αποτελέσει ευκαιρία για ποικίλες συζητήσεις,  οξείες  αντιπαραθέσεις, προβληματισμούς,  διαφορετικές προσεγγίσεις, αλλά και καινοφανείς απόψεις, εντασσόμενες στον γνωστό κύκλο της εθνοαποδομητικής σχολής,  προεξαρχούσης της γνωστής επιτροπής «Ελλάδα 2021». Μια τέτοια περίπτωση είναι και αυτή της αναπληρώτριας  καθηγήτριας  στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ, κας Μαρίας Ευθυμίου, πρόσφατα  παραιτηθείσας  από την «Ελλάδα 2021».

Στις  26  Ιανουαρίου σε συνέντευξή της στο InsideStory απαντώντας στο ερώτημα: «Ποια είναι τα 10 πράγματα  που θα έπρεπε οπωσδήποτε να πει σε κάποιον που δεν γνωρίζει απολύτως τίποτα για την Ελληνική Επανάσταση», διαβάζουμε την άποψη που έχει για τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον «καλό» όπως λέει για τον λαό (που προφανώς ως αμαθής δεν ξέρει…) σε αντιπαραβολή με τον «κακό» (όπως πιστεύει ο αδαής  μέσος  Έλληνας…) Mαυροκορδάτο (!) Σύμφωνα μ’ αυτήν, ο Γέρος του Μοριά είναι ο κατεξοχήν «υπεύθυνος» (!) για τους δύο εμφυλίους πολέμους μέσα στην Επανάσταση (Νοέμβριος  1823-Φεβρουάριος 1825), λόγω «της επιδίωξής του να την ελέγξει πολιτικά» και να «ιδρύσει γκοβέρνο μιλιτάρε δηλαδή στρατιωτική κυβέρνηση». Κατά τα λεγόμενά της, «χειρίστηκε αφρόνως το πράγμα και τελικά απέτυχε την ώρα που ο Ιμπραήμ και οι Αιγύπτιοι συνέτριβαν την Επανάσταση». Και συμπληρώνει τον χαρακτηρισμό του ήρωα, λέγοντας ότι «ένας άνθρωπος ο οποίος πράγματι στα Δερβενάκια έσωσε την Επανάσταση, δρα μετά με τρόπο βλαπτικό γι’ αυτήν»(!)

Αυτή λοιπόν την εικόνα θα αποκτούσε όποιος δεν γνώριζε τίποτα για το 1821, μαθαίνοντας για τη «φιλαρχία»  της  πλέον εμβληματικής μορφής της Επανάστασης, και «τη δίψα του για εξουσία» ενώ μάλιστα η Επανάσταση «δεχόταν τα χτυπήματα του Ιμπραήμ»! Απευθυνόμενος κανείς σε κάποιον αθώο και ευκολόπιστο Καναδό, Νεοζηλανδό, ιθαγενή του Αμαζονίου ή Εσκιμώο ενδεχομένως και να τον είχε πείσει. Όμως, δυστυχώς, για κάποιες απόψεις οι πηγές βοούν και η ιστορική αλήθεια κραυγάζει για τις ευθύνες της πολιτικής ηγεσίας, του Α. Μαυροκορδάτου, του  Θ. Νέγρη, του  Ι. Κωλέττη, του Γ. Κουντουριώτη που εξώθησαν τα πράγματα σε εμφύλια σύγκρουση φέρνοντας την Επανάσταση στο χείλος της καταστροφής και έστρωσαν τον δρόμο στην ξένη παρέμβαση με τα δάνεια και τα ξενικά κόμματα.

 Τι να σχολιάσει κανείς για τις απόπειρες δολοφονίας του Οδυσσέα Ανδρούτσου στη Στερεά την άνοιξη του 1822, την καθαίρεση, επικήρυξή του ως ληστή και καταδίκη του ερήμην εις θάνατον τον Ιούνιο, την απόπειρα δολοφονίας του τον Μάιο του 1824 στο Ναύπλιο, τη σύλληψή του τελικά τον Απρίλιο του 1825 και τη δολοφονία του στην Ακρόπολη τον Ιούνιο; Την απόπειρα δολοφονίας του ιδίου του Κολοκοτρώνη στην Τρίπολη τον Ιανουάριο του 1824 ή τη δίκη του Καραϊσκάκη στο Αιτωλικό, τον Απρίλιο του ίδιου έτους για «προδοσία» με ποινή «ισόβιας εξορίας»; Τι να πει για τις εγκληματικές ευθύνες της κυβέρνησης αναφορικά με την απόλυτη κατάρρευση της ελληνικής άμυνας στη Μεσσηνία, όταν έφτασε ο Ιμπραήμ τον Φεβρουάριο του 1825, που κρατούσε τον Κολοκοτρώνη  φυλακισμένο  στην Ύδρα και τον απελευθέρωσε, κάτω από το βάρος των συνεχών ηττών από τους Αιγυπτίους, μόλις 3 μέρες πριν τη μάχη στο Μανιάκι (20 Μαΐου 1825);

Αλλά και στο ΚΡΗΤΗ TV, καλεσμένη στην εκπομπή του Γιώργου  Σαχίνη,  «ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ»  στις 15/1/2021, με τον τίτλο «Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 – Άξονες Εθνικής Αυτοσυνειδησίας 200 χρόνια μετά», η κα Ευθυμίου στην ημίωρη παρέμβασή της μας κατέστησε γνωστές και άλλες από τις απόψεις της για το 1821. Στην τοποθέτησή της  (1:18:00 λεπτό) για το θέμα του ρόλου και της προσφοράς των φιλελλήνων, διατυπώθηκε η άποψη ότι κατά την πολιορκία των τουρκικών κάστρων από τους Έλληνες, υπήρξαν διαφωνίες σε επίπεδο τακτικής οπλαρχηγών – φιλελλήνων. Μάλιστα  όπως χαρακτηριστικά  είπε «οι  φιλέλληνες έλεγαν ότι αν μας αφήσετε μόνους μας σε λίγες μέρες θα τα πάρουμε λόγω τεχνικής»(!) Προφανώς ο συγκεκριμένος ισχυρισμός είναι έωλος αφού είναι γνωστό τοις πάσι, ότι λόγω έλλειψης πυροβολικού ήταν πρακτικά αδύνατο να καταληφθούν κάστρα όπως η Τρίπολη, η Πάτρα, το Ναύπλιο ή ο Ακροκόρινθος εξ εφόδου, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα των φιλελλήνων. Αλλά, αλήθεια, πώς μπορεί να σταθεί μια τέτοια άποψη, όταν είναι γνωστό ότι μόλις 500 περίπου φιλέλληνες ήρθαν στην επαναστατημένη Ελλάδα την περίοδο 1821-1822; Και αυτοί θα μπορούσαν να φέρουν σε πέρας ένα τέτοιο εγχείρημα, όταν η φρουρά της Τρίπολης ήταν περίπου 14.000 το καλοκαίρι του 1821 και η αντίστοιχη της Πάτρας περίπου 7.000 την άνοιξη του 1822, σε περιόδους δηλαδή στενής πολιορκίας  από  τους  Έλληνες;  Είναι δυνατόν να λοιδορείται η τακτική του ασφυκτικού αποκλεισμού σε συνδυασμό με την παρεμπόδιση ανεφοδιασμού τους από τον οθωμανικό στόλο (με στόχο την παράδοση λόγω πείνας), με δεδομένο τον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων;

Στο  αμέσως  επόμενο  λεπτό (1:19:00) υποστηρίχθηκε  ότι  στη μάχη του Πέτα (4 Ιουλίου 1822) «οι φιλέλληνες και το τακτικό πεζικό υπονομεύτηκαν από τους οπλαρχηγούς των ατάκτων, επίτηδες, για να μην γίνει τελικά τακτικός στρατός»(!) Φυσικά για τον ελλιπή σχεδιασμό, την όλη κακή διαχείριση και εκτέλεση της επιχείρησης στην Ήπειρο και τα εξόφθαλμα λάθη σε τακτικό επίπεδο του αρχηγού της εκστρατείας Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου ούτε λόγος(!) Ενός δηλαδή ανθρώπου που στερούνταν παντελώς οποιασδήποτε  στρατιωτικής γνώσης και εκπαίδευσης αλλά κινούμενος καθαρά από φιλαρχία και μωροφιλοδοξία επεδίωξε μια στρατιωτική νίκη στο μέτωπο της Ηπείρου, υπονομεύοντας  πρώτα  απροκάλυπτα τις επιχειρήσεις του Θ. Κολοκοτρώνη στην Πάτρα (Μάρτιος-Ιούνιος 1822) και των Οδ. Ανδρούτσου, Νικηταρά και Δ. Υψηλάντη στην περιοχή της Λαμίας (Απρίλιος 1822). Όλες οι ευθύνες λοιπόν της ήττας στο Πέτα βαρύνουν τους αρχηγούς των ατάκτων, τον Βαρνακιώτη δηλαδή και τον Μ. Μπότσαρη…(!)

Στο τελευταίο λεπτό της παρέμβασής  της  (1:23:00)  διατυπώθηκε και το καινοφανές και ανιστόρητο σχόλιο ότι ο ελληνικός στόλος «εγκατέλειψε» το Μεσολόγγι στην τελευταία φάση «αφήνοντάς το μετέωρο διότι οι Υδραίοι ναύτες αρνήθηκαν να πάνε λόγω μη καταβολής μισθών»(!) Για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, ο ελληνικός στόλος, παρά τις δυσκολίες χρηματοδότησης, κατέβαλε πραγματικά υπεράνθρωπες προσπάθειες απέναντι στον  αντίστοιχο τουρκοαιγυπτιακό στον Πατραϊκό κόλπο, έναν υπερμεγέθη αντίπαλο, με 90 πολεμικά πλοία μετά τις 6/11/1825 και ανεξάντλητες δυνατότητες ανεφοδιασμού από τη σχεδόν απρόσβλητη γραμμή Αλεξάνδρειας – Σούδας – Μεθώνης – Πάτρας. Στα πλαίσια της ναυτικής υποστήριξης και του ανεφοδιασμού  του  πολιορκημένου Μεσολογγίου (Απρίλιος 1825 – Απρίλιος 1826) διεξήχθησαν συνολικά 5 ναυτικές εκστρατείες· και στο τέλος, καθώς ήταν πρακτικά αδύνατον πλέον να διοχετευθούν εφόδια και τρόφιμα στους «Ελεύθερους  Πολιορκημένους»,  λόγω  της κατοχής της λιμνοθάλασσας από τις τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις αλλά και της ισχύος του αντιπάλου, ο ελληνικός στόλος αποσύρθηκε την επομένη της  πτώσης  της  ηρωικής πόλης.

Αυτά τα απίθανα και κακεντρεχή  ακούστηκαν  και  το  2011  στη γνωστή σειρά του ΣΚΑΙ, στην 6η εκπομπή του ντοκιμαντέρ «Η γέννηση ενός έθνους», για τη δήθεν ηχηρή «απουσία» του ελληνικού ναυτικού από την πολιορκία του Μεσολογγίου και την εγκατάλειψη της πόλης λόγω «βουλιμίας» των πληρωμάτων για μισθούς(!) Για τους στοιχειωδώς γνωρίζοντες, ένα πολεμικό μπρίκι της εποχής (με 16 πυροβόλα και 108 άτομα πλήρωμα), κόστιζε σε μισθούς, τροφές, συντήρηση, επισκευές και φόρτο πυρομαχικών περίπου 15.000 γρόσια για πλου ενός μηνός. Δηλαδή για την κινητοποίηση μόλις μιας μοίρας 20 πλοίων απαιτούνταν σχεδόν 300.000 γρόσια, χρήματα που δεν υπήρχαν, διότι η κυβέρνηση κατασπατάλησε τα δάνεια για τη διεξαγωγή των εμφυλίων πολέμων.

Δυστυχώς,  η  τάση  απαξίωσης της πολεμικής δράσης των αγωνιστών,  επιφανών  ηγητόρων  και  απλών  μαχητών,  σε  αντιπαραβολή με τους «ικανούς» πολιτικούς, τη διπλωματία και τους ξένους που μας «έσωσαν», είναι σαφέστατα έκδηλη όχι μόνο στα μέλη της επιτροπής «Ελλάδα 2021» (γνωστές πλέον οι απαράδεκτες απόψεις που εξεφράσθησαν δημοσίως για τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη και τον Καποδίστρια) αλλά και σε τοποθετήσεις όπως οι ανωτέρω. Η κυριαρχία των απόψεων του εθνομηδενισμού είναι δεδομένη στα πανεπιστημιακά ιδρύματα και τα ΜΜΕ. Στην πλειοψηφία όμως του ελληνικού λαού ήταν και θα παραμείνουν πάντα απελπιστικά  μειοψηφικές, όσο τουλάχιστον η συλλογική μνήμη θα συντηρεί μέσα της το αντιστασιακό ήθος του Ελληνισμού και τις μορφές των ηρώων που έδωσαν τα πάντα για την Ελευθερία μας.

ΠΗΓΗ

ΑΡΔΗΝ

Αφορμή η άρνηση του εμβολίου

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Μεγάλο μέρος του ιατρικού προσωπικού των δημόσιων νοσοκομείων στην Ελλάδα και μεγαλύτερο (ίσως) του νοσηλευτικού προσωπικού αρνούνται να εμβολιαστούν για προστασία από τον εφιάλτη του κορωνοϊού – ο Τύπος και τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ έδωσαν έμφαση στην πληροφορία. Τα ερωτήματα που γεννώνται από αυτή την εντυπωσιακή, αυθόρμητη άρνηση είναι πολύ δύσκολο να βρουν ξεκάθαρη, πειστική απάντηση.

Φοβίζει, ασφαλώς, η διαπλοκή της ιδιοφυούς υπερσύγχρονης εργαστηριακής έρευνας με ένα ιλιγγιώδες οικονομικό κόστος, αλλά και με μια μυθώδη κερδοφορία, που ασφαλώς θα προκύψει από τέτοιας εμβέλειας εμπόρευμα. Φοβούνται οι έμπειροι των «επιστημών υγείας», γιατροί και νοσηλευτές, μήπως ένας τέτοιος εξωφρενικός πλουτισμός ξεστρατίσει την έρευνα (και τις βιομηχανικές εφαρμογές της) σε προτεραιότητες κυρίως ορέξεων πλούτου και δευτερευόντως στόχων δημόσιας υγείας.

Από την πρώτη κιόλας στιγμή, τα πανίσχυρα, μεγάλα στρατόπεδα που περίπου μοιράζονται τον πλανήτη σε επιρροή ισχύος «μοίρασαν» αυτονοήτως και την εκμετάλλευση της επιστημονικής έρευνας και των αποτελεσμάτων της σε τρία προϊόντα του ανταγωνισμού τους: κινέζικο εμβόλιο, ρώσικο, γερμανο-αμερικανικό. Τώρα η κυρία Μέρκελ, με τον απαιτούμενο «ανέμελο» ενθουσιασμό, συνδιαλέγεται, επιδιώκοντας κάτι σαν επανασχεδιασμό της παραγωγής και κατανομής των εμβολίων. Είναι μια κίνηση που μάλλον σχετικοποιεί τον ιατρικό και νοσηλευτικό σχεδιασμό, για χάρη της εξισορρόπησης παγιωμένων φιλοδοξιών ισχύος.

Φυσικά, οι διεθνείς πρωτοβουλίες, από μόνες τους, δεν δικαιολογούν γιατρούς και νοσηλευτές να παραγνωρίζουν τον εξ ορισμού φιλάνθρωπο (ακόμα και με αφελή νοο-τροπία «ανθρωπισμού») χαρακτήρα του εμβολίου. Ισως παραμονεύει η καχύποπτη πάντοτε φοβία όλων μας για τους ραγδαία πλουτίζοντες: Πρέπει να εμβολιαστεί περίπου το 60% του πληθυσμού της γης, για να δημιουργηθεί «ανοσία αγέλης» και ο γήινος πληθυσμός υπερβαίνει τα επτάμισι δισεκατομμύρια ατόμων. Επομένως, η παραγωγή και η διάθεση του εμβολίου σε τέτοιες ποσότητες ιλιγγιώδεις εύκολα θα καταστήσουν κάποιες μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες ισχυρότερες οικονομικά από ένα κράτος –ικανές να εκβιάσουν οργανωμένα κράτη.

Ασφαλώς υπάρχουν ήδη σήμερα ιδιώτες που η περιουσία τους ξεπερνάει το ΑΕΠ κρατών. Αυτή η υπεροχή καθεαυτήν δεν συνιστά οπωσδήποτε απειλή, ακυρώνει ωστόσο προκλητικά την κοινωνική λειτουργία και σκοποθεσία του χρήματος. Κοινωνία συγκροτείται, είχε ορίσει ο Αριστοτέλης, όταν η «χρεία» των ανθρώπων καλύπτεται με αμοιβαία αλληλεξυπηρέτηση των αναγκών τους («το αντιπεπονθός κατ’ αναλογίαν»): Οι ανάγκες μπορούν να κοινωνούνται, όταν συγκρίνονται και η σύγκριση – μέτρηση αποτυπώνεται σε κοινό νόμισμα (το νόμισμα μετράει «πόσα παπούτσια έχουν ίση αξία με ένα σπίτι ή με συγκεκριμένη ποσότητα τροφίμων»). Όταν το συγκεκριμένο νόμισμα-χρήμα αυτονομηθεί από την αμοιβαία αλληλεξυπηρέτηση (από μεγέθη πραγματικών αναγκών – την ανταλλαγή και τη δοσοληψία), αναιρείται το κοινωνικό γεγονός, η κοινωνία της χρείας, οι σχέσεις κοινωνίας της ζωής.

Στον 21ο αιώνα, όπου βρισκόμαστε, είναι πια φανερό ότι η λειτουργία της οικονομίας έχει αυτονομηθεί από τον στόχο της κοινωνίας των αναγκών. Ο κοινός τρόπος του βίου (πολιτισμός μας) καυχάται που είναι ατομοκεντρικός, πολιτισμός του cogito. Σκέπτομαι άρα υπάρχω, και υπάρχω σημαίνει κατέχω, κυριαρχώ, απολαμβάνω. Η χαρά της ζωής αντλείται από την κατοχή, κυριαρχία, ηδονή, όχι από τη σχέση, τη δημιουργική αυτοπροσφορά, τον αυθυπερβατικό έρωτα.

Ασφαλώς και συντηρούμε τη χρηστική ανάγκη να τιθασεύεται η εγωτική απληστία με συμβάσεις, «συντάγματα», νομοθεσίες. Συντηρούμε προσχήματα «δημοκρατίας», δήθεν «ελεύθερων επιλογών», κοινής χρησιμότητας θεσμών, αλλά ταυτόχρονα η ατομική κατασφάλιση θωρακίζεται με την απόλυτη προτεραιότητα του «ατομικού δικαιώματος». Για να υπάρξει και να λειτουργήσει «κοινωνία» σχέσεων, αναγκών, ελπίδας, χρειάζεται άλλη λογική, όχι ο εγωτισμός του ενστίκτου αυτοσυντήρησης. Στον σημερινό πολιτισμό του «δικαιώματος» ο άνθρωπος λογαριάζεται απρόσωπο άτομο, ουδέτερη μονάδα ομοειδούς συνόλου – δεν παράγει μοναδικότητα μέσα από τη δυναμική σχέσεων κοινωνίας, αντλεί χρηστική μοναδικότητα από έναν Αριθμό Δελτίου Ταυτότητας, Αριθμό Φορολογικού Μητρώου, ΑΜΚΑ ή όποια άλλη σύμβαση. Επαρκεί ως ταυτότητα η συμβατικά αριθμημένη διαφορά, η νομική (κρατική) υπηκοότητα. Και «υπήκοος» σημαίνει: υποταγή σε όποιο κράτος (εξουσία) μας αντιπαρέχει ταυτότητα.

Η ίδια χρηστική λογική παρέχει στο άτομο και πολλαπλή υπηκοότητα – η ταυτότητα δεν απηχεί υπαρκτική μοναδικότητα, μόνο επιλογή αυτοκαθορισμού. Η ισχύς του «δικαιώματος» υπερβαίνει το πεδίο επιλογών συμπεριφοράς, διεκδικεί και το πεδίο της ύπαρξης: η εξουσία θεσμοποιεί πολλαπλούς γάμους, επιλογή αλλαγής του φύλου, αλλαγή της επωνυμίας. Τίποτε σήμερα, σε πανανθρώπινη κλίμακα, δεν προϋποθέτει τον άνθρωπο ως «ζώον κοινωνικόν». Ο ατομισμός είναι ο αυτονόητος υποχρεωτικός άξονας της λογικής του βίου. Το άτομο ξέρει μόνο να επιλέγει, όχι να κοινωνεί.

Το ατομοκεντρικό μας, σήμερα, ακοινωνησίας «παράδειγμα» είναι παγιδευμένο στον αυγουστίνειο και προτεσταντικό νομικισμό (ατομική αξιομισθία, ατομική σωτηρία) – αυτόν κηρύττουν (προπαγανδίζουν) σχεδόν η ολότητα επισκόπων και ιεροκηρύκων μας. Το προσδοκώμενο δεν είναι ένας χαρισματικός πρωθυπουργός, αλλά ίσως κάποιοι εκκλησιαστικής αυθεντικότητας επίσκοποι. Ίσως.

ΠΗΓΗ

Χρῆστος Γιανναρᾶς. ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ: Χάρισμα Φίλων

Ας πορευθούν οι κληρικοί προς τους πιστούς

Του Ι. Μ. Κονιδάρη / Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

Τώρα που πέρασαν τα Θεοφάνεια και τα δαιμόνια, οι «καλικάντζαροι», κατά τη λαϊκή δοξασία, επέστρεψαν και πάλι στα υποχθόνια κελιά τους, κρίνω πως είναι κατάλληλη η στιγμή να διατυπωθούν ψύχραιμα μερικές σκέψεις σχετικά με την πρόσφατη αιφνίδια κρίση στις σχέσεις της διοικούσας Εκκλησίας της Ελλάδος και της πολιτείας με αφορμή τον εορτασμό των Φώτων.

Την ασυνεννοησία των δύο πλευρών, για πρώτη φορά μετά την έναρξη της πανδημίας, ακολούθησε δημόσια συζήτηση που μόνον με τον όρο βαττολογίες μπορεί να χαρακτηρισθεί. Άσκοπες φλυαρίες, οι οποίες αναμάσησαν όλο τα φάσμα των απόψων που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί για αλλαγή στο καθεστώς σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, απόψεων που ποτέ δεν πήραν σάρκα και οστά, καθώς μεταξύ της διοικούσας Εκκλησίας και όλων των πολιτικών δυνάμεων ισχύει αυτό που λέει ο λαός μας, «μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε»…

Ιδιαίτερα θλιβερή, βέβαια, υπήρξε η σύγκριση, από συγκεκριμένες πλευρές, της λειτουργίας των Ναών με το άνοιγμα του λιανεμπορίου, πράγμα που έδωσε λαβή σε κάποιους να ισχυρισθούν ότι όλα αυτά γίνονται για «το παγκάρι». Θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου…

Εξίσου θλιβερή υπήρξε η προσωπική αναφορά, από προβεβλημένους Μητροπολίτες, σε συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα ως υπαίτια των κυβερνητικών αποφάσεων, οι οποίες προφανώς πρέπει να τηρούνται ανεξαιρέτως από όλους. Θυμίζω, ότι κατά τη «διαβεβαίωσή» τους, ενώπιον του/της Προέδρου της Δημοκρατίας, οι Αρχιερείς δηλώνουν «υπακοήν εις το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους»…

Γεγονός είναι ότι η πανδημία συνεχίζεται, θεραπεία δεν έχει βρεθεί, οι συνέπειες του συγχρωτισμού λόγω των εορτών δεν έχουν ακόμη οριστικά αποτιμηθεί, τα κρούσματα αυξάνονται, ιδίως στην Αττική, οι θάνατοι έχουν ξεπεράσει τους 5.300, που δεν είναι ένας αριθμός, αλλά ψυχές, άνθρωποι, με συγγενείς και κοινωνικό περίγυρο, ενώ οι εμβολιασμοί, τουλάχιστον προ το παρόν, καρκινοβατούν, οι αρνητές, τόσο του ιού όσο και του εμβολίου, επιπολάζουν και η επίτευξη μιας μερικής έστω ανοσίας του πληθυσμού δεν προβλέπεται πριν από το Πάσχα…

Από την άλλη πλευρά το εκκλησιαστικό εορτολόγιο προχωρά κανονικά, μετά ένα μήνα ανοίγει το Τριώδιο, ακολουθούν οι Απόκριες και η εορτή του Ευαγγελισμού, αναζωπυρώσεις είναι πιθανές και νέες συγκρούσεις δεν πρέπει να αποκλείονται…

Εκτιμώ, λοιπόν, ότι ίσως θα πρέπει να επιχειρηθεί από την πλευρά της διοικούσας Εκκλησίας μια ρηξικέλευθη ανατροπή που δεν θίγει την εκκλησιολογία της. Ενώ δηλ. έως τώρα η Εκκλησία, με το ειδικό βάρος της, επιμένει στη διευκόλυνση της μετάβασης των πιστών στους ναούς, ας έλθει αυτή τη φορά εκείνη προς τους πιστούς, προς τα μέλη της, ασκώντας την ενισχυτική και παρηγορητική αποστολή της.

Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι η Εκκλησία εκτός από το ποίμνιό της εν ζωή (στρατευομένη Εκκλησία) διατηρεί τα μέλη της στους κόλπους της και μετά το θάνατό τους (θριαμβεύουσα Εκκλησία), γιαυτό και τελούνται τρισάγια και μνημόσυνα γι αυτούς.

Ας μεταβούν, λοιπόν, όλοι οι Αρχιερείς, Μητροπολίτες και Επίσκοποι, στα νεκροταφεία των περιοχών τους και ας τελέσουν τρισάγια μπροστά στους φρεσκοσκαμμένους τάφους, όπου τα μέλη της τοπικής Εκκλησίας έχουν ενταφιασθεί, συχνά σε ξεχωριστές ζώνες και υπό μακάβριες συνθήκες.

Ας μεταβούν και οι πολλές χιλιάδες κληρικοί μας (Αρχιμανδρίτες, πρεσβύτεροι, διάκονοι) στους ενορίτες τους, σε εκείνους που γνωρίζουν ότι έχασαν δικούς τους ανθρώπους, που δεν μπόρεσαν να τους αποχαιρετήσουν, που δεν τους πένθησαν καν, καθώς τα φέρετρα των νεκρών από κορωνοϊό τυλιγμένα σε διπλούς αδιάβροχους σάκκους ενταφιάζονται, πολλές φορές χωρίς να επιτραπεί η εξόδιος ακολουθία εντός του ναού, αλλά μόνο πάνω στον τάφο, για λόγους υγειονομικούς, για μια δεκαετία.

Ας παρηγορήσουν, λοιπόν, οι κληρικοί τους άτυχους συνανθρώπους μας που έχασαν γονείς και αδέλφια, συντρόφους και παιδιά, ας τους επισκεφθούν στα σπίτια τους, ας τους δείξουν έμπρακτα τη χριστιανική αλληλεγγύη.

Όλα αυτά δεν χρειάζεται να γίνουν εντός των ναών, είναι όμως εξίσου σημαντικά, καθώς ο λόγος και η αποστολή της Εκκλησίας μας δεν είναι μόνον ευχαριστιακός και διδακτικός, αλλά και ενισχυτικός και παρηγορητικός. ‘Αλλωστε αυτή είναι η μεγάλη ανάγκη όσων κτυπήθηκαν οι ίδιοι από τον ιό και όσων έχασαν τους ανθρώπους τους από αυτή τη μάστιγα της ανθρωπότητας, καθώς η ψυχική υγεία τους έχει βαρύτατα επιβαρυνθεί.

Και για να μη θεωρηθούν όλα αυτά ακαδημαϊκές αδολεσχίες, ας μου επιτρέψει ο αναγνώστης, όλως εξαιρετικώς, την κατάθεση μιας προσωπικής μαρτυρίας.

Από μικρό παιδί έβλεπα στο σπίτι μας τις φωτογραφίες το διάκου – παππού μου και της γιαγιάς μου, από την πατρική πλευρά, και γνώριζα ότι πέθαναν στην Κεφαλονιά στη διάρκεια της πανδημίας της «ισπανικής», όπως αποκλήθηκε, γρίππης του 1918/1919. Μαζί τους πέθαναν και τα τέσσερα από τα οκτώ παιδιά τους. Αυτά που επέζησαν κατέληξαν στο ορφανοτροφείο, που σημάδεψε την υγεία τους. Η οικογένεια ρήμαξε.

Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι εκατό χρόνια μετά θα ζούσα μια παρόμοια πανδημία, είχα συνειδητοποιήσει, όμως, πολύ ενωρίς, πως και οι κληρικοί δεν είναι άτρωτοι.

ΤΟ ΒΗΜΑ

Η χαμένη ευκαιρία της Webex

Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Ο ιός άλλαξε τα πάντα. Και την εκπαίδευση. Σίγουρα;

Θα μπορούσε, αλλά δεν…

Τόσος εγκλεισμός, μακριά από τα σχολεία, με νέα «κανονικότητα». Είχαμε νέα δεδομένα και τόσο χρόνο να το δούμε σαν ευκαιρία για κάποια αλλαγή, αλλά δεν…

Κέντρο της σχολικής μας ζωής οι εξετάσεις και η αριθμητική βαθμολογία. Και δορυφόροι η στείρα απομνημόνευση και παπαγαλία. Μη μάς πειράζετε τα ιερά και τα όσια!

Η τηλεκπαίδευση δεν είναι «φτιαγμένη» για να υπηρετεί το επί χρόνια αμετακίνητο «σύστημα εκπαίδευσης». Είναι σαν να προσπαθείς να χωρέσεις ένα φουσκωμένο μπαλόνι σε ένα μικρό κουτί. Θα το στριμώξεις από εδώ, θα το ζουλήξεις από εκεί… θα χωρέσει. Δεν είναι και τόσο… μπαλόνι, αλλά χώρεσε!

Who cares? Το Υπουργείο στον κόσμο της δικής του «κανονικότητας» (όλα βαίνουν καλώς…) ζητάει τα γνωστά διαγωνίσματα και τους γνωστούς βαθμούς τετραμήνου. Στη λογική του «τι webex, τι τάξη, το ίδιο είναι…».

Κι εμείς σπεύδουμε να ανταποκριθούμε, καθώς – ως γνωστόν – η υπέρβαση (με στόχο την ανάδειξη ποιοτικών χαρακτηριστικών μιας πραγματικής παιδείας και όχι το υπαλληλικό «όλο και λιγότερο») δεν ευδοκιμεί και πολύ στα καθ’ ημάς. Κι αν στα μαθήματα που εξετάζονται στις Πανελλαδικές υπάρχει ένας ισχυρός αντίλογος, στα άλλα;

– «Καλημέρα, παιδιά. Καλή χρονιά και καλό μήνα. Πολύ χαίρομαι που σάς βλέπω μετά από 3 μήνες. Έτοιμοι για το σημερινό διαγώνισμα;»

Το βασικότερο πρόβλημα με το στριμωγμένο στο κουτάκι μπαλόνι δεν είναι ότι είναι τσαλακωμένο. Είναι ότι δεν μπορεί να πετάξει…

ΠΗΓΗ

Εκπαιδευτικές και Θεολογικές Αταξίες

Το δίλημμα: υποτέλεια ή συντριβή

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Αν υπάρχει ένα ακαταμάχητο τεκμήριο της παρακμής μας των σημερινών Ελλήνων, δεν είναι η ολοκληρωτική οικονομική χρεοκοπία του κωμικού μας κρατιδίου ούτε η ανίατη, μικροπρεπέστατη συμφεροντολαγνεία όσων διαχειρίζονται την εξουσία και όσων τη διεκδικούν. Δεν είναι η κατακόρυφη πτώση επιπέδου της κατά κεφαλήν καλλιέργειας, μέσα σε ελάχιστα χρόνια, ο εξωφρενικός πρωτογονισμός της δημόσιας «πληροφόρησης» και «ψυχαγωγίας», η ανυποληψία του σχολείου, ο ιλιγγιώδης εκπεσμός των πανεπιστημίων. Δεν είναι ο αδίστακτος σε αναισχυντία αμοραλισμός, η διαστροφή ως «δικαίωμα», η αρνησιπατρία ως κορδακισμός, η ατιμία ως προϊόν. Ούτε είναι το ξέφρενο ξεπούλημα κάθε στοιχείου κοινωνικής περιουσίας – οδικών δικτύων, λιμανιών, αεροδρομίων, σιδηροδρόμων, ηλεκτροδότησης, τηλεπικοινωνιών, υποδομών τουρισμού – δεν απομένει τίποτε από αυτά και από ανάλογα απειράριθμα «τζιβαϊρικά πολυτίμητα». Το εφιαλτικότερο τεκμήριο παραίτησής μας των Ελλήνων από τη μετοχή στην Ιστορία είναι ότι παρακάμψαμε απεγνωσμένες προειδοποιήσεις για τον επερχόμενο εφιάλτη του ιστορικού μας τέλους.

Ποιος από τους επαγγελματίες της εξουσίας έδειξε ποτέ ότι γνωρίζει και παίρνει στα σοβαρά τις εκκλήσεις για πολιτική εντιμότητα, ανιδιοτέλεια και σωφροσύνη, που κατέθεταν οι Νέστορες του δημόσιου βίου; Σύμβολα ελληνοπρέπειας και χαρισματικής ωριμότητας, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Πικιώνης, ο Θεοτοκάς, ο Λορεντζάτος, ο Τσαρούχης, ο Μάνος Χατζιδάκις και όσοι ανάλογοι. Δεν έχει ακουστεί ένας πολιτικός (ένας, για δείγμα) να δείξει ότι τους πρόσεξε ή, τουλάχιστον, ότι έχει διαβάσει τον μάλλον κορυφαίο της διαγνωστικής οξυδέρκειας που γνώρισε στις μέρες μας η ελληνική κοινωνία: τον Παναγιώτη Κονδύλη.

Θα περίμενε κανείς, όσοι φιλοδοξούν σήμερα να ασκήσουν πολιτική στην Ελλάδα, να κυκλοφορούν έχοντας παραμάσχαλα τη «Θεωρία πολέμου» του Κονδύλη και έχοντας αποστηθίσει, τουλάχιστον, το «Επίμετρο: Γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου». Το 1997 εκδεδομένο το βιβλίο, και μέσα σε δεκαπέντε μόλις χρόνια οι προβλέψεις του επαληθεύονται με απίστευτη ακρίβεια. Έγραφε: «Η Ευρωπαϊκή Ένωση (και πάντως τα ισχυρότερα μέλη της), μη μπορώντας να δώσει στην Τουρκία όλα όσα επιθυμεί, θα επιδιώκει να την κατευνάσει με ελληνικά έξοδα, πιέζοντας δηλαδή την Ελλάδα να δεχθεί τις τουρκικές αξιώσεις στο Αιγαίο και στην Κύπρο…

Θα δούμε μια ακόμη από τις τραγικές ειρωνείες, τις οποίες τόσο συνηθίζει η Ιστορία: Ενώ δηλαδή η Ελλάδα προσανατολίστηκε ψυχή τε και σώματι στην Ευρώπη για να διασφαλισθεί από τον τουρκικό κίνδυνο, ακριβώς ο ευρωπαϊκός της προσανατολισμός θα μεταβληθεί σε όργανο de facto μετατροπής της σε δορυφόρο της Τουρκίας». ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΠΡΩΤΗ, επαληθευμένη εκπληκτικά.

«Δεν αποκλείεται η ελληνική πλευρά… να αρχίσει κάποτε να θεωρεί κι η ίδια τις υποχωρήσεις έναντι της Τουρκίας ως αυτονόητο μέρος και καθήκον του “εξευρωπαϊσμού” της – αφού μάλιστα οι “πολιτισμένοι άνθρωποι” που έχουν ξεπεράσει τους “εθνικιστικούς αταβισμούς”, δεν ξεκινούν πολέμους… για κυριαρχικά δικαιώματα»! ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ, ψηλαφητά επαληθευμένη.

«Η ελληνική πλευρά πρέπει να κατανοήσει έμπρακτα ότι… οι σύμμαχοι αξίζουν για σένα τόσο, όσο αξίζεις εσύ γι’ αυτούς. Καμιά συμμαχία και καμιά προστασία δεν κατασφαλίζει, όποιον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Τα “δίκαια” της Ελλάδας δεν εντυπωσιάζουν κανέναν, όσο πίσω τους βρίσκεται ένας παρίας με διαρκώς απλωμένο το χέρι, κάποιος που ζει από δάνεια, επιδοτήσεις και “προγράμματα στήριξης”». ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ – ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΤΡΙΤΗ, ανατριχιαστικά ρεαλιστική.

«Σε ορισμένους κρίσιμους τομείς, όπως ο δημογραφικός, το παιχνίδι, ξέρουμε από τώρα ότι είναι χαμένο… Η Ελλάδα μεταβάλλεται σταθερά σε χώρα με περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα… αποδεικνύοντας πόσο είναι πιθανό να μετατραπεί σε δορυφόρο της Τουρκίας, ακριβώς μέσω του “ευρωπαϊκού δρόμου”… Στον βαθμό όπου η Ελλάδα θα καθίσταται, ανεπαίσθητα, γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας, ο κίνδυνος πολέμου θα απομακρύνεται, οι ψευδαισθήσεις θα αβγατίζουν και η παράλυση θα γίνεται ακόμα ηδονικότερη, εφόσον η υποχωρητικότητα θα αμείβεται με αμερικανικούς και ευρωπαϊκούς επαίνους, που τους χρειάζεται κατεπειγόντως ο εκσυγχρονιζόμενος Βαλκάνιος – αρκεί να χρηματοδοτείται ο παρασιτικός καταναλωτισμός». ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗ, επαληθευμένη χειροπιαστά.

«Την κάμψη της ελληνικής αντίστασης κάτω από την πίεση του υπέρτερου τουρκικού δυναμικού, οι Έλληνες θα συνηθίσουν σιγά σιγά να την ονομάζουν “πολιτισμένη συμπεριφορά”, “υπέρβαση του εθνικισμού”, “εξευρωπαϊσμό”… Το σημερινό δίλημμα είναι αντικειμενικά τρομακτικό και ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοριοποίηση και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή. Η υπέρβαση του διλήμματος αυτού… απαιτεί την επιτέλεση ηράκλειου άθλου, για τον οποίο η ελληνική κοινωνία, έτσι όπως είναι, δεν διαθέτει τα κότσια. Οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους… Βρισκόμαστε σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας». ΠΕΜΠΤΗ ΠΡΟΓΝΩΣΗ αυτή, και τελεσίγραφο.

Τι μπορεί να προσφέρει οποιοσδήποτε δημόσιος λόγος, όταν δεκαπέντε χρόνια μετά από ένα τέτοιο κείμενο, οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα εξακολουθούν να στελεχώνονται με τη λογική της συλλογικής ευφραντικής ασχετοσύνης.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Το χρέος του Λόγου (2)

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ

«Αδύνατο και αδιανόητο να υπάρξει Άουσβιτς μετά το Άουσβιτς»; Μακάρι. Επειδή όμως οι εκπλήξεις που μας επιφυλάσσει ο χρόνος είναι πάντα οδυνηρές, ας μην αφήσουμε την ευχή, την επιθυμία, την ελπίδα να μας ναρκώσουν γλυκά, αυτοσυστηνόμενες σαν νόμος της Ιστορίας. Ναι, η «Κόλαση της Τρεμπλίνκα», έτσι όπως την ιστόρησε ο Ρώσος συγγραφέας Βασίλι Γκρόσμαν, σαν ένα εργοστάσιο παραγωγής θανάτου ή σαν σφαγείο-ιμάντα παραγωγής (η συγκλονιστική μαρτυρία του, η πρώτη για στρατόπεδο συγκέντρωσης, κυκλοφορεί στις εκδόσεις Άγρα, μεταφρασμένη από την Αλεξάνδρα Ιωαννίδου), δεν θα ξαναϋπάρξει με πιστό αντίγραφο. Κι ωστόσο… 

Κι ωστόσο, τη στερεότυπη απάντηση περί «αδυνάτου και αδιανοήτου» έδιναν οι Σύμμαχοι, φενακίζοντας και αυτοφενακιζόμενοι, όταν πρωτόμαθαν, από φυγάδες Εβραίους, για τα στρατόπεδα εφαρμογής της «Τελικής Λύσης». «Αδύνατο και αδιανόητο» επαναλάμβαναν και όταν αποκαλύφθηκαν πλήρως οι διάσπαρτες κολάσεις, προτιμώντας να πιστεύουν ότι δεν υπήρχε επιστημονικά οργανωμένο σχέδιο εξολόθρευσης φυλών ολόκληρων, αλλά κάποιος φονικός αυθορμητισμός. «Αδύνατο και αδιανόητο» έλεγαν, ακόμη και μετά τη Νυρεμβέργη, όσοι από τους ηττημένους Γερμανούς ένιωθαν την ανάγκη να κρατηθούν έστω από ένα ψέμα, άλλου τύπου από το χυδαίο ψέμα «εγώ απλώς εκτελούσα εντολές». 

Οι ηττημένοι δεν τόλμησαν επί δεκαετίες να αναψηλαφήσουν τα εγκλήματά τους. Η «ανοικοδόμηση» χρειαζόταν χέρια, ας ήταν σαν εκείνα του «βαρύθυμου» Ες Ες της Τρεμπλίνκα που, όπως ιστορεί ο Γκρόσμαν, «παρηγορούσε τη μελαγχολία του με το να κάθεται στη χωματερή του στρατοπέδου, παραμονεύοντας τους κρατούμενους που έρχονταν κρυφά να φάνε τις πατατόφλουδες και ύστερα να τους ανοίγει το στόμα και να πυροβολεί μέσα». Όσο για τους νικητές Συμμάχους, Δυτικούς και Σοβιετικούς, αυτοί χρειάζονταν επιστημονικά μυαλά. Ας ήταν και ναζιστικά. Γι’ αυτό και αποφασίστηκε να χαμηλώσουν οι τόνοι, ακόμη και να καταχωνιαστούν κινηματογραφημένες μαρτυρίες της φρίκης. 

Για παράδειγμα, το ντοκιμαντέρ που επιμελήθηκε το 1945 ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, για το στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέργκεν-Μπέλζεν, βρέθηκε στο Πολεμικό Μουσείο του Λονδίνου το 1985 και πρωτοπαρουσιάστηκε ακέραιο μόλις το 2015. Όταν ο αναθεωρητισμός είχε θεριέψει και τα λεπενοειδή που αρνούνταν το Ολοκαύτωμα διεκδικούσαν προεδρίες κρατών.

Από ντροπή, φόβο, κουτοπονηριά ή συμφέρον, δεν μιλήσαμε για το Ολοκαύτωμα στον καιρό του και αμέσως έπειτα. Γι’ αυτό και δεν θα ’χουμε μιλήσει ποτέ αρκετά.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ