Ο Διάκος και το «Για ιδές καιρόν που διάλεξε…»

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ

Στις «Εκλογές από τα τραγούδια του ελληνικού λαού» που εξέδωσε το 1914 ο Ν. Γ. Πολίτης, αποθησαυρίζεται και ένα «εις άγουρον» μοιρολόι από τη Λάστα της Γορτυνίας, πρωτοδημοσιευμένο λίγα χρόνια νωρίτερα από τον Νικόλαο Λάσκαρη, στο έργο «Η Λάστα και τα μνημεία της». Εδώ ο μοιρολογητής δοκιμάζει το ανέφικτο: να συγκινήσει με το παράπονό του τον βαρήκοο δρεπανιστή, μήπως τον πείσει να αναστείλει τη δράση του λόγω της ανθισμένης ηλικίας του θηράματός του: «Για ιδές καιρό που διάλεξες, Χάρε μου, να τον πάρεις, / στα έβγα του καλοκαιριού, στα έμπα του χειμώνα, / να πάρεις τ’ άνθη οχ τα βουνά, λελούδια από τους κάμπους, / να πάρεις τον αμάραντο, να τον μαράν’ η πλάκα».

Λίγες σελίδες παρακάτω στις «Εκλογές», στο κεφάλαιο «Μοιρολόγια του Κάτω Κόσμου και του Χάρου», ο ανθολόγος δημοσιεύει ένα πασίγνωστο πλέον δίστιχο, καταγράφοντας ως πηγή του το βιβλίο του Στ. Ραζέλου «Προοίμια μοιρολογίων λακωνικών» (1870): «Για ιδές καιρόν που διάλεξε ο Χάρος να σε πάρει, / τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά και βγάζει η γης χορτάρι». Επιφυλακτικός ο Πολίτης όσον αφορά την πατρότητα του διστίχου, και με τη γνώση ότι η πατρότητα και η ιδιοκτησία στον δημοτικό λόγο είναι έννοιες δίχως αντίκρισμα, αν όχι μειωτικές για την ίδια την υπόσταση του λόγου αυτού, προτάσσει το εξής σχόλιο: «Μοιρολόι εις νέον αποθανόντα την άνοιξιν. Τούτο λέγεται ότι ετραγούδησε και ο Διάκος απαγόμενος εις τον τόπον της καταδίκης του».

Οι κρίσιμες λέξεις στο λιγόλογο σχόλιο είναι ο σύνδεσμος «και» («ετραγούδησε κ α ι ο Διάκος») και το ρήμα «λέγεται». Το «λέγεται» –και τα συνώνυμά του– το συναντάμε συχνά στην αρχαιοελληνική ιστοριογραφία, και ιδίως στον Ηρόδοτο, όποτε ο αφηγητής δεν διαθέτει ασφαλείς πληροφορίες για κάποιο γεγονός ή πρόσωπο και δεν θα ήθελε να τον επικρίνουν σαν παραμυθά, ψευδολόγο ή διασπορέα ανυπόστατων φημών. Το «λέγεται», που παραπέμπει συνήθως στην προφορική παράδοση, το υιοθέτησαν και νεότεροι ιστοριογράφοι. Ο Μιχαήλ Οικονόμου λ.χ., στο έργο του «Ιστορία της εθνικής παλιγγενεσίας ή ο ιερός αγών» (1873), γράφει για τον Διάκο: «Ότι δ’ ελυπήθη διά το πρόωρον εξάγεται εκ του απαγγελθέντος υπ’ αυτού διστίχου, δημώδους μοιρολογίου, όπερ τότε ετραγούδησεν, ως λέγεται».

Περίπου έναν αιώνα μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Αθανασίου Διάκου, του πρώτου μεγάλου νεκρού της Επανάστασης, ο Ν. Γ. Πολίτης γνωρίζει φυσικά πώς τον απαθανάτισαν οι ιστορικοί, Έλληνες και ξένοι, και πώς τον έκλαψε και τον τραγούδησε ο λαός. Οι «Εκλογές» άλλωστε περιέχουν και το συγκλονιστικό πολύστιχο δημοτικό «Του Διάκου», το οποίον «εποιήθη μήνάς τινας μετά τον θάνατον» του αγωνιστή, παραδίδει δε στην αθανασία, έξοχα ιστορημένη, την αγέρωχη λεβεντιά του ήρωα, που «στρίβει το μουστάκι» ειρωνικά όταν του προτείνουν να αλλαξοπιστήσει για να σωθεί. Γνωρίζει επίσης ο Πολίτης πώς δόξασε τον πολεμιστή της Αλαμάνας η επώνυμη ποίηση, και πρώτα πρώτα ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης με το δραματικό ποίημά του «Αθανάσης Διάκος», του 1867. Εκεί, στα «Προλεγόμενά» του, ο Λευκαδίτης ποιητής θέτει μότο το δίστιχο που μας απασχολεί, και γράφει:

«Το εύοσμον, το αειθαλές τούτο άνθος ομολογουμένως εβλάστησεν εκ των σπλάγχνων του Αθανασίου Διάκου, ουχί διότι βεβαιούται παρά των ιστορικών, ούτε διότι η κοινή συνείδησις επεκύρωσε την παράδοσιν, αλλά διότι προς τους τα τοιαύτα μεμυημένους εν ταις ολίγαις εκείναις λέξεσι διασώζεται φωτογραφημένος ο ήρως, ο θεοσεβής αθλητής, το πρότυπον του ηθικού και φυσικού κάλλους, ο αληθής και γνήσιος γόνος του μεσαιωνικού αρματωλισμού, ο σεμνός μαχητής, ο απόστολος, ο αποδεχόμενος εν πλήρει πνεύματος ηρεμία τας βασάνους του μαρτυρίου, αλλά και ομολογών πάσαν την πικρίαν, ην παρήγεν εν αυτώ η συναίσθησις του θανάτου εν στιγμή, καθ’ ην μετά της ανθοστεφούς ανοίξεως ήρχοντο αναφυόμενοι και οι πρώτοι βλαστοί της εθνικής αναγεννήσεως. Η διάγνωσις αύτη είναι ακράδαντος, ίσταται δε υπεράνω της μαρτυρίας των χρονογράφων και του κύρους της κοινής γνώμης. […] Ουδεμία λοιπόν αμφιβολία περί της γνησιότητος του βραχυτάτου, αλλά απεράντου εκείνου θρήνου». Ο ποιητής προκρίνει τη διαίσθησή του, ή την εσώτερη επιθυμία και ανάγκη του, θεωρώντας την ασφαλέστερη από την ιστοριογραφία και τη συλλογική πεποίθηση.

Γνωρίζουμε μαζί με τον Νικόλαο Πολίτη, και οπωσδήποτε χάρη και στον δικό του μόχθο, ότι δεν υπάρχουν αδιαπέραστοι φραγμοί και «τείχη υψηλά» ανάμεσα στην ανώνυμη ποίηση και στην προσωπική· τα μοτίβα κυκλοφορούν ελεύθερα, ιδίως όταν αφορούν κορυφαία συμβάντα του ανθρώπινου βίου, όπως ο θάνατος ενός παλικαριού ή μιας λυγερής, που συγκίνησαν την ποίηση ήδη από τη αρχαιότητα. Γνωρίζουμε επίσης ότι συχνά η ποίηση επιβάλλει τη δική της εκδοχή των πραγμάτων, ως «φιλοσοφώτερη και σπουδαιότερη της ιστορίας», σύμφωνα και με την απόφανση του Αριστοτέλη στην «Ποιητική» του. Ο οπλαρχηγός Γεώργιος Βαρνακιώτης, για παράδειγμα, παραμένει προδότης στη μερικώς ενήμερη συλλογική συνείδηση, επειδή έτσι τον αναθεμάτισε η «Εις τον προδότην» ωδή του Ανδρέα Κάλβου, και έτσι τον κατέκρινε ένα δημοτικό που τον αποκαλεί «Τουρκο-Γιωργάκη», καθώς και το δημώδες «απλούν ποίημα» «Ιστορία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος» (αποδίδεται στον Στασινό Μικρούλη), που τυπώθηκε στο Μεσολόγγι το 1824. Μολαταύτα, τον Δεκέμβριο του 1827 ο Βαρνακιώτης αποκαταστάθηκε με απόφαση του Βουλευτικού Σώματος και ονομάστηκε χιλίαρχος από τον Ιωάννη Καποδίστρια. Ο Κάλβος όμως δεν θήτευε πια στην ποίηση και, ακόμα κι αν πληροφορήθηκε την αποκατάσταση του Βαρνακιώτη, δεν προχώρησε στη συγγραφή κάποιας «παλινωδίας», όπως ο Στησίχορος τον παλιό καιρό. 

Η λαϊκή μούσα, όπως συμβατικά την αποκαλούμε, δούλεψε και ξαναδούλεψε τα αισθήματα του διστίχου που αποδίδεται στον Διάκο, σε κάθε περιοχή όπου μιλιόταν η ελληνική. Το συναντάμε λοιπόν αποθησαυρισμένο σε πολλές ανθολογίες, σε ποικίλες παραλλαγές, συντονισμένες ωστόσο και ομόλογες. Δύο δείγματα μόνο εδώ. Μια ηπειρώτικη παραλλαγή του, δημοσιευμένη το 1880 από τον Παναγιώτη Αραβαντινό στη «Συλλογή δημωδών ασμάτων της Ηπείρου»: «Σε τι καιρόν εδιάλεξεν ο χάρος να με πάρει, / τώρα που φύτρωσε στη γης χίλιων λογιών χορτάρι». Και μια κρητική, που δημοσίευσε η Ελπίς Μέλαινα (ψευδώνυμο της Marie Esperance von Schwartz) στην «Κρητική Μέλισσα» (1883): «Για δε ίντα ώρα γύρευε ο Χάρων να με πάρει, / τώρα που πρασινίζει η γη και βγαίνει το χορτάρι». Ο καιρός της καταγραφής ή της δημοσίευσης κάποιου τραγουδιού κάθε άλλο παρά ταυτίζεται με τον καιρό της δημιουργίας του. Το παράπονο του δίστιχου είναι διαχρονικό και πανανθρώπινο.

Το είπε – δεν το είπε ο Διάκος, το έφτιαξε αυτός ή το ανακάλεσε, είναι μια ενδιαφέρουσα φιλολογική ιστορία, στη σκιά πάντως του κορυφαίου έμψυχου και ένσαρκου ποιήματός του: του μαρτυρίου του. Το άντεξε κι ας ήταν (ή επειδή ήταν) από ύλη αποφασισμένου ανθρώπου, όχι αγίου ή θρύλου. Αυτό λέει το τραγούδι.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ