Αρχείο ετικέτας Χρήστος Γιανναράς

A-νόητη ύπαρξη και συνύπαρξη

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Η ευρωπαϊκή Νεωτερικότητα πέτυχε να χωρίσει την κοινωνία από τη θρησκεία. Αιώνες ολόκληρους (τους «μέσους» ή «σκοτεινούς» αιώνες) οι κοινωνικοί θεσμοί, ο πολιτικός βίος, κάθε μορφή οργάνωσης της συλλογικότητας στη Δύση, είχε αυτονόητα υποταχθεί στην κυρίαρχη θρησκευτική ιδεολογία – συχνά και στη θεσμική εκπροσώπηση της θρησκείας. Ήταν για τον δυτικό άνθρωπο μια ιστορική εμπειρία άκρως αρνητική, πρώτη εμπειρία ολοκληρωτισμού (: αστυνόμευσης των ηθών και των πεποιθήσεων).

Από αντίδραση σε αυτή την εμπειρία, η θρησκεία στη δυτική νεωτερικότητα έγινε ιδιωτική υπόθεση. Είναι ατομική επιλογή, αφορά σε ατομικές πεποιθήσεις, ατομική ηθική, ατομικές συναισθηματικές ικανοποιήσεις. Δεν έχει τίποτα να κάνει με την οργάνωση της συλλογικότητας, δεν πρέπει να επηρεάζει, ούτε στο ελάχιστο, τους κοινωνικούς θεσμούς, τον πολιτικό βίο. Βασικό γνώρισμα των δυτικού τύπου κοινωνιών είναι ο χωρισμός θρησκείας και εξουσίας, Εκκλησίας και κράτους, «ιερού» και «κοσμικού».

Αποτέλεσμα του χωρισμού και συνέπεια της ιδιωτικοποίησης είναι η ραγδαία παρακμή των θρησκειών στα πλαίσια των δυτικού τύπου κοινωνιών. Ειδικά ο Χριστιανισμός, που ήταν η κυρίαρχη στη Δύση θρησκεία, εμφανίζει δραματική συρρίκνωση. Δεν πρόκειται για θριαμβευτική νίκη του αθεϊσμού, πρόκειται για πλημμυρίδα αδιαφορίας: για το φαινόμενο «θρησκευτικού αποχρωματισμού των μαζών», όπως χαρακτηριστικά ονομάστηκε.

Οι θρησκευτικοί θεσμοί προσπάθησαν πανικόβλητοι να αντιδράσουν. Δεν διανοήθηκαν, βεβαίως, να αντισταθούν στην ιδιωτικοποίηση της θρησκείας – ο δυτικός Χριστιανισμός, με πρωτοπόρους τον Αυγουστίνο, τον Αλκουίνο, τον Άνσελμο, είχε «εσωτερικεύσει» την πίστη, δηλαδή την είχε μεταβάλει από εκκλησιαστικό (κοινωνούμενων σχέσεων) γεγονός σε ατομοκεντρικών επιτευγμάτων (ορθοφροσύνης και αυτοκυριαρχίας) επίτευγμα. Ήταν αγωνιώδης η προσπάθεια να προσαρμοστεί και ο Χριστιανισμός, ως ατομική θρησκευτική επιλογή, στους όρους της Νεωτερικότητας: Να εξορθολογιστεί, να βάλει στην άκρη τα «μυθολογικά» του στοιχεία (Entmythologisierung), να αποδείξει τη χρηστική του ωφελιμότητα.

Έτσι, ο λόγος του νοήματος της ύπαρξης και της ελευθερίας που γνωρίζεται ως ερωτική αυθυπέρβαση και αυτοπροσφορά, αλλοτριώθηκε σε χρησιμοθηρικό κήρυγμα, σε υστερικά «πρέπει» και «οφείλεις», δηλαδή σε ουτοπική δεοντολογία. Έγινε λόγος ραδιοφωνικός, τηλεοπτικός, καταιγισμός έντυπης προπαγάνδας στην υπηρεσία διόρθωσης των κοινωνικώς εσφαλμένων. Αγνοήθηκε προκλητικά κάθε εμπειρικό έρεισμα της μεταφυσικής ελπίδας.

Φυσικά, ο «εκσυγχρονισμός» του κηρύγματος δεν ανέκοψε τη ραγδαία επέκταση του ορθολογικού μηδενισμού και αμοραλισμού, την περιφρόνηση της θρησκείας. Ποιος αξιοπρεπής άνθρωπος δέχεται να παρηγορήσει την υπαρξιακή του αγωνία με το γεγονός ότι η «θρησκεία» του έχει θαυμαστή φιλανθρωπική δραστηριότητα και ηθικοπλαστικές πρωτοβουλίες; Ποιος δέχεται να εξαρτήσει την εντιμότητά του και το ήθος του από την «καθοδήγηση» ιδεόληπτων προπαγανδιστών; Ποιο νέο παιδί θα δεχθεί να «ψυχαγωγηθεί» τραγουδώντας γλυκερά θρησκευτικά ασμάτια σε μουσική ροκ;

Στην Ελλάδα, την πραγματικότητα του θρησκευτικού αποχρωματισμού, πραγματικότητα της «εκκοσμίκευσης», τη συσκοτίζει και την αποκρύβει μια εθνικιστική ρητορεία, τελευταίο απομεινάρι του επίσημου κρατικού μας πατριωτισμού. Αποτύχαμε ολοφάνερα στο πρόταγμα, να έχει ο αρχαίος και ο μεσαιωνικός Ελληνισμός οργανική συνέχεια ιστορικής ύπαρξης στη Νεωτερικότητα. Μπήκαμε στη Νεωτερικότητα συναινώντας στη ριζική και ολοκληρωτική αλλαγή της ιστορικής μας υπόστασης και ταυτότητας – αρνηθήκαμε την πόλη-κράτος και τη μεσαιωνική της συνέχεια: τις αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες, δεχθήκαμε να υποκατασταθεί η πολιτική κοινωνία των σχέσεων με τις συμβατικές κατασφαλίσεις των «ατομικών δικαιωμάτων».

Οι «ηγετικές» κοινωνικές ομάδες (πολιτικοί, δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί, καλλιτέχνες) δείχνουν να ξέρουν για την «εκκλησία του δήμου» και την «εκκλησία των πιστών» μόνο αφελείς παιδαριωδίες ή τυποποιημένα ιδεολογήματα, που τους άφησε ως ανάμνηση ένα ανιαρό μάθημα «θρησκευτικών» στο σχολείο. Αλλά, μια σοβαρή μελέτη των φαινομένων τόσο του «θρησκευτικού αποχρωματισμού» της κοινωνίας όσο και της παράλληλης «εκκοσμίκευσης» των εκκλησιαστικών θεσμών, μπορεί να γίνει με βάση το υλικό του «επίσημου» κηρυγματικού και κατηχητικού λόγου. Να μελετηθούν, λ.χ., οι εγκύκλιοι και τα επίσημα περιοδικά της Ιεράς Συνόδου και των επιμέρους επισκοπών και «μητροπόλεων», συνεντεύξεις και αρθρογραφία επισκόπων, προγράμματα εκκλησιαστικών ραδιοφωνικών σταθμών.

Ίσως μια δημοσκόπηση, με προκλητικά ερωτήματα, ειδικά στους επισκόπους, θα μπορούσε να καταδείξει το πραγματικό μέγεθος της αλλοτρίωσης: «Τι ακριβώς σημαίνει για σας η “αιώνια ζωή” που κηρύττετε; Σημαίνει μιαν επ’ άπειρον παράταση κάθε ατομικής ύπαρξης; Δεν νιώθετε πανικό στη σκέψη να υπάρχετε ατελεύτητα, για δισεκατομμύρια χρόνια, έστω πανευτυχής; Γιατί κάποτε η Εκκλησία μιλούσε για “αλλαγή” του “τρόπου της ύπαρξης”; Ποια εμπειρία του χρόνου και ποια του χώρου προεικονίζει η εκκλησιαστική λατρεία και Τέχνη; Ποια η διαφορά του εκκλησιαστικού γεγονότος της “σωτηρίας” από την ατομική σωτηρία της θρησκευτικής φλυαρίας; Τι είδους “σωτηρία” θα απολαμβάνει μια μάνα αν το παιδί της κολάζεται;».

Τα κηρύγματα σήμερα μιλάνε μόνο για κανόνες συμπεριφοράς και όχι για πληρότητα της ύπαρξης;

ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Για τον «γρίφο θάνατο»

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Ό,τι ονομάζουμε σήμερα «κοινωνικό» γεγονός, πραγματικότητα και τρόπο συνύπαρξης, συλλογικότητας των ανθρώπων, μοιάζει απήχημα της βιβλικής εικόνας του «Πύργου της Βαβέλ»: Υπάρχει ολοφάνερη μια σύγχυση γλωσσών, οι λέξεις και οι έννοιες δεν παραπέμπουν σε σημαινόμενα της κοινής – κοινωνούμενης εμπειρίας, απηχούν τη νοητική του καθενός ατομική επιλογή, μια εγωτική ή ομαδικών συμφερόντων προτίμηση. Ο καθένας ονομάζει «δημοκρατία» ή «φιλοπατρία» ή «πολιτισμό» ή «έρωτα» ή «Tέχνη» τόσο διαφορετικές πραγματικότητες, ώστε αποκλείεται ο ρεαλισμός της συν-εννόησης, η κοινή παραδοχή σήμανσης του αληθινού – πραγματικού. Οι λέξεις παραπέμπουν σε τόσες ανόμοιες βεβαιότητες όσες και τα άτομα που διεκδικούν την «ορθή» κατανόησή τους.

Παραδείγματα ενδεικτικά σύγχυσης γλωσσών, ασυνεννοησίας τύπου Βαβέλ, προσφέρονται πάμπολλα κάθε μέρα. Η γλώσσα είναι αμπέλι ξέφραγο, κανένας δεν μπορεί να εμποδίσει τον δολοφόνο που έπνιξε την «αγαπημένη» του να μιλάει για το πόσο «ερωτευμένος» ήταν μαζί της και κανένας δεν μπορεί να εμποδίσει έναν «βιβλιοκριτικό» να λιβελογραφεί για βιβλίο, του οποίου τη γλώσσα (εκφραστική) ολοφάνερα δεν κατανοεί. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο μύθος της Βαβέλ και η «σύγχυση γλωσσών» φωτίζουν εναργέστατα ένα καίριο ανθρωπολογικό πρόβλημα συχνό, δυστυχώς και επίκαιρο.

Σκεφθείτε π.χ. τι θα πει «σύγχυση γλωσσών» στο πεδίο του φιλοσοφικού – ανθρωπολογικού προβληματισμού: Να θέλει κάποιος να ερμηνεύσει – παρουσιάσει βιβλίο του Βιτγκενστάιν με τη γλώσσα (ορολογία και «λογική») του Καντ ή βιβλίο του Λακάν με τη γλώσσα του Χέγκελ. Λάθος που δεν αντιμετωπίζεται ούτε με κριτικές υποδείξεις ούτε με «κανονιστικές αρχές» της εκφραστικής.

Πρόσφατο, ανάμεσα σε πολλά, παράδειγμα, το τεύχος 695 (23.7.2021) του περιοδικού, ελεύθερης διανομής, LIFO. Δημοσίευσε εκτενή κατάκριση του βιβλίου που εξέδωσα, στις αρχές του καλοκαιριού, στις εκδόσεις «Ικαρος», με τίτλο Γρίφος θάνατος. Αυτουργός της βιβλιοκρισίας ο συγγραφέας και κριτικός Δ. Δημητριάδης. Η ανάγνωση του Δ.Δ. συνιστά εγχείρημα παγιδευμένο, από την αρχή ώς το τέλος, κατά τη γνώμη μου (την δίχως εγκυρότητα – ως κρινομένου) σε καταφανή σύγχυση γλωσσών.

Γρίφος θάνατος - BookTown.gr

Τολμώ να σχολιάσω αυτή τη μηδενιστική βιβλιοκρισία (μηδενίζει a priori το κρινόμενο βιβλίο με αφορισμούς, δεν το αντιμάχεται), επειδή με συν-εκίνησε. Όχι συναισθηματικά, προφανώς. Ενεργοποίησε ο Δ.Δ. την ανάγκη μου για διασάφηση του ανοιχτού ερωτήματος της πανανθρώπινης εμπειρίας: Γιατί η ενστικτώδης οργή για τον θάνατο γεννάει νομοτελειακά έναν απερίσκεπτο μηδενισμό; Γιατί ο κηρυγματικός – ιδεολογικός «χριστιανισμός» τρέφει την οργή του ανθρώπου για τον θάνατο παίζοντας χαμένο παιχνίδι στο γήπεδο των «πεποιθήσεων» και της ψυχολογίας, ενώ το «σώμα» της κοινωνίας των σχέσεων, το εκκλησιαστικό γεγονός, παραμένει περιθωριακός «κόκκος σινάπεως» και «ελάχιστη ζύμη»;

Τέτοια ερωτήματα δεν μπορούν να τίθενται σήμερα, δεν μπορούν, γιατί δεν γεννιώνται, και δεν γεννιώνται, επειδή στον παγκοσμιοποιημένο «τρόπο» ή «πολιτισμό» της Νεωτερικότητας, μοιάζει να έχουν εξαλειφθεί οι εμπειρικές προϋποθέσεις τέτοιων ερωτημάτων. Θα έλεγα, με επικίνδυνη σχηματοποίηση, ότι ο σημερινός «πολιτισμός» μας ταυτίζει τη γνώση (οποιαδήποτε) με την ατομική κατανόηση, άλλοι πολιτισμοί άλλων εποχών (ο ελληνικός π.χ. αρχαίος και μεσαιωνικός) λογάριαζαν τη γνώση ως προϊόν της εμπειρίας των σχέσεων. Η κατανόηση είναι ατομικό κεκτημένο, εξουσιαστικό και εμπορεύσιμο, ενώ η σχέση είναι άθλημα που κερδίζεται ή χάνεται – συλλογικό («πολιτικόν») άθλημα, μήτρα που γεννάει την πόλιν και την εκκλησία.

Αυτός ο εγκλωβισμός της γνώσης στη μονοτροπία και στεγανότητα της κατανόησης μεταστοιχειώνει τον σύνολο βίο της συλλογικότητας, την οριστική της ταυτότητα: Δεν μιλάμε πια για «κοινωνία», μιλάμε για societas, δηλαδή «εταιρισμόν επί κοινώ συμφέροντι», όχι για κοινό άθλημα αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς, που θέλει τη ζωή να κοινωνείται, να «μετέχεται υπό πάντων ενικώς». Η κοινωνία γεννάει την πόλιν, την πολιτική, τον πολιτισμό, δηλαδή στόχους «ποιότητας» τού υπάρχειν, η societas παράγει νομικές συμβάσεις, κώδικες Δικαίου, χρησιμοθηρία που θωρακίζει το εγώ και νομιμοποιεί τις απαιτήσεις του, στο πλαίσιο της αγέλης.

Φυσικά και δεν έχει κανένα ρεαλιστικό αποτέλεσμα η νομική κατασφάλιση ατομικών και συλλογικών συμβάσεων – αυτή είναι η τραγωδία της societas. Αλλά ταυτόχρονα μοιάζει πια χαμένη και κάθε «αίσθηση» (εμπειρική γνώση) του κοινού αθλήματος της κοινωνίας των σχέσεων (η γνώση του έρωτα, της πολιτικής, της λειτουργικής, αυτοδιαχειριζόμενης κοινότητας, του σχολείου που παιδαγωγεί στη χαρά της φιλίας και της άμιλλας, όχι στον καταναγκασμό της χρησιμότητας). Έχει χαθεί η εκκλησιαστική ενορία, που μας μαθαίνει τη σχέση, όχι σαν ατομική κατασφάλιση εγωκεντρικής αξιομισθίας, αλλά σαν αιτία και στόχο υπαρκτικής πληρότητας. Όλες αυτές οι απώλειες συνοδεύουν την απάρνηση ή ολοσχερή άγνοια της ελληνικής εμπειρίας και παράδοσης.

Η αλογία του θυμού για τον «χριστιανισμό» που παρήγαγε ο «εξευρωπαϊσμός» μας των Ελλήνων, είναι δικαιολογημένη και φυσιολογική. Για να δούμε «με άλλο μάτι», εμείς που πιθηκίζουμε την ανθελληνική δύση «Νεοέλληνες», τον γρίφο – θάνατο, ίσως χρειαζόμαστε γερή δόση Ντοστογιέφσκι και T. S. Eliot.

ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Διαβάστε την έωλη και «μηδενιστική βιβλιοκρισία» του κ. Δημήτρη Δημητριάδη εδώ.

Πόση δημοκρατία αντέχουμε

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Η λογική λέει ότι ένας πρωθυπουργός στην Ελλάδα μπορεί να αλλάξει τα πάντα, να κατεβάσει τα αστέρια στη γη – είναι απόλυτος, ανεξέλεγκτος μονάρχης. Η εμπειρία λέει ότι ένας πρωθυπουργός στην Ελλάδα, ο ικανότερος, ο «καθαρότερος», ο πιο επιδέξιος και χαρισματικός, δεν μπορεί, αν και απόλυτος, ανεξέλεγκτος μονάρχης, να αλλάξει τίποτα. Ούτε τον κλητήρα που του ανοίγει κάθε πρωί την πόρτα στο ασανσέρ.

Που να πάρει η ευχή, ένας ηλικιωμένος Έλληνας έχει γνωρίσει (άθελά του, αλλά «στο πετσί» του) απειράριθμους πρωθυπουργούς. Τους έχει γνωρίσει πιο καλά από όσο γνωρίζει τον πατέρα του και τη μάνα του. Δεν είδε ποτέ τους πρωθυπουργούς με τα νυχτικά ή τις πιτζάμες. Αλλά τα νυχτικά και οι πιτζάμες δεν χαρίζουν γνώση του χαρακτήρα, της ευφυΐας ή της μικρόνοιας, της οξυδέρκειας ή της μυωπίας, της γενναιότητας ή της θρασυδειλίας. Πάντοτε, όσο πίσω φτάνει η μνήμη, η υποτέλεια στη Δύση ήταν αυτονόητη, συμφιλιωμένοι οι Νεοέλληνες με την εξάρτηση, με το «ανήκομεν». Με ποιες πρακτικές, ποια δολώματα, ποια αδιαφανή κανάλια, γίνονταν οι ελλαδικές κυβερνήσεις υποχείρια ξένων κέντρων, που αποφάσιζαν για το παρόν και το μέλλον των Ελλήνων; Από πότε, ο ελλαδίτης πολιτευτής άρχισε να θεωρεί αυτονόητο να είναι μαριονέτα, να προσαρμόζεται στα θελήματα Πρεσβειών, από πότε έπαψε να υπάρχει ενοχή για την υποτέλεια;

Σίγουρα, η μετάπλαση – μεταστοιχείωση του Ελληνισμού, από πανανθρώπινη πρόταση τρόπου του βίου (πολιτισμού) σε ορθολογική (χρηστική) οργάνωση «έθνους – κράτους», ήταν γεγονός μοναδικό, δίχως προηγούμενο στην Ιστορία. Ήταν ένας απρόσμενος θρίαμβος του συμπλεγματικού, μανιασμένου αντιπάλου της ελληνικής «οικουμένης»: της Δύσης του Καρλομάγνου και των διαδόχων του.

Το απελευθερωμένο από τους Τούρκους (με πολύ αίμα) ελάχιστο κομμάτι γης και θάλασσας, πριν διακόσια χρόνια, παγιδεύτηκε, από καταβολής του, στην ολοκληρωτική εξάρτηση και ταπεινωτική πειθάρχηση στους κυρίως αντιπάλους του Ελληνισμού (ασύγκριτα εμπαθέστερους των Τούρκων) Δυτικοευρωπαίους. Διακόσια χρόνια μετά, και αφού εξασφάλισε η Δύση τη γενοκτονία του μικρασιατικού, ποντιακού και θρακικού Ελληνισμού, ίσως είναι ευκολότερο να ερευνήσουν οι μελετητές πώς, παράλληλα με τους κατευθυνόμενους εμφυλίους και τις αποτελεσματικότατες τουρκικές σφαγές, λειτουργούσε και η αλίευση ελλαδιτών πολιτικών ως ευρωπαίων πρακτόρων.

Προέκυψε ένας, περίπου, καινούργιος ανθρωπολογικός τύπος, που επιβιώνει ως σήμερα και που διεκπεραιώνει εντολές, θελήματα και επιθυμίες της ηγεσίας δυτικό-ευρωπαϊκών κρατών, πιστεύοντας ότι όχι απλώς δεν προδίδει, αλλά ωφελεί την πατρίδα του. Το πώς χάθηκε οριστικά για τον Ελληνισμό ο τόπος – τρόπος του πολιτισμού του (Μικρασία, Πόντος, Θράκη) ήταν το δυναμικό αποκύημα της πειθήνιας υποταγής στην αγγλοφιλία – γαλλοφιλία – γερμανοφιλία: περιώνυμων Ελλήνων πολιτικών ανδρών.

Είναι περισσότερο από φανερό ότι η συντελεσμένη πια και παγιωμένη, αυτονόητη για τους πολλούς μεταλλαγή της ταυτότητας των Ελλήνων δεν αναχαιτίζεται ούτε, βέβαια, «βελτιώνεται» η ιστορικά δεδομένη αλλοτρίωση με υπουργικές αποφάσεις που αντιπαλεύουν περιπτωσιολογία. Έχει οριστικά χαθεί, μέσα σε σαράντα μόλις χρόνια (Βερυβάκης, 1981) η συνέχεια της γλώσσας (εφοδιασμένος σήμερα ο Ελλαδίτης με πτυχίο και μεταπτυχιακά, ακούει τον στίχο «τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια» και δεν «πιάνει νόημα», ενώ ο αγράμματος προπάππος του ριγούσε). Ακούει ο σημερινός για άμεση δημοκρατία «αυτοδιαχειριζόμενων κοινοτήτων» και ανακαλεί προσλαμβάνουσες γελοιωδών συνελεύσεων πολυκατοικίας!

Ασφαλώς και υπάρχει ακόμα μια ελάχιστη μερίδα Ελλήνων, ασήμαντη περιθωριακή μειονότητα, που συντηρεί (με τεχνητή αναπνοή) τη βιβλιαγορά, ντρέπεται με οδύνη για την κυρίαρχη παντού φτήνια και χυδαιότητα, κυρίως για το διανοητικό και ηθικό επίπεδο πολιτικών και δημοσιογράφων. Αηδιάζει και φρίττει με την καφρίλα ιδιωτικών καναλιών. Νιώθουμε παραδομένη την άλλοτε ελληνική κοινωνία σε συνθήκες έσχατης παρακμής. Υπάρχει αυτή η ελάχιστη κοινωνική ομάδα, περιθωριακή, ανίκανη να επαναστατήσει. Και ελαττώνεται ραγδαία. Στον κοινωνικό στίβο λογαριάζεται ανύπαρκτη, πεθαμένη.

Αν υπήρχε μια σπίθα ζωής, θα είχε τολμηθεί τουλάχιστον ένα «επιστημονικό» (αποκλειστικά) συνέδριο. Με μία και μόνο θεματική: Περιπτώσεις κατάφωρης κατάλυσης της δημοκρατίας από την κομματοκρατία, ποιος θα τις αντιπαλέψει; Ποιος θα κρίνει αν μια στρατιωτική αυθαιρεσία καταλύει τη δημοκρατία ή αποκαθιστά τη δημοκρατία; Είναι «δημοκρατία» το καθεστώς, όπου ο κομματάρχης πρωθυπουργός «διορίζει» (μόνος και αυθαίρετα) τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρόεδρο της Βουλής, τους Προέδρους των Ανώτατων Δικαστηρίων, την Ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων; Πώς μπορεί να ελεγχθεί, σε μια «τύποις» δημοκρατία, ο ρόλος ξένων πρεσβειών στην ανάδειξη πρωθυπουργού και υπουργών της χώρας;

Η παρακμή κρίνεται από το πόση αλήθεια και πόση δημοκρατία αντέχουμε.

ΠΗΓΗ

Christos Yiannaras

Πότε «βεβαία η ελπίς»

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Σχηματικά και συμβατικά οριοθετούμε: άλλο το πεδίο της ύπαρξης και άλλο το πεδίο της συμπεριφοράς. Στο πεδίο της συμπεριφοράς ανήκει η συναλλαγή, η ρουτίνα, το συμφέρον, το συνοικέσιο, το ξεφάντωμα. Στο πεδίο της ύπαρξης ανήκει η γενναιοδωρία, το καινούργιο, η δημιουργία, ο έρωτας, η γιορτή.

Ο Δημόκριτος αποφάνθηκε: «βίος ανέορτος, μακρά οδός απανδόχευτος»: Χωρίς εόρτιες παρεμβάσεις, ο ανθρώπινος βίος είναι πεζοπορία μακρά, χωρίς ανάπαυλα σε πανδοχείο. Ποιος μπορεί να μας ποδηγετήσει στη χαρά – πού και ποιο το πανδοχείο της γιορτής; Μάλλον έχουμε χάσει, όχι ξεχάσει, τα σημαινόμενα. Οι μετρήσεις και πιστοποιήσεις αποκρύβουν την πραγματικότητα, παρά τη φανερώνουν.

Έτσι, ο εθισμός μας είναι να αξιολογούμε συμπεριφορές, όχι την ποιότητα (γνησιότητα ή πλαστότητα) της ύπαρξης. Μετράμε, ποιος είναι «καλός» και ποιος «κακός», ποιος ωφέλιμος και ποιος βλαβερός, ποιος αποδοτικός και ποιος λιγόφερνος. Αυτή τη δραματική έκπτωση από την ύπαρξη στη συμπεριφορά την υπέστη η ελληνική κοινωνία με τον εκπροτεσταντισμό της Εκκλησίας της – χάθηκε κάθε ρεαλιστική αναφορά στην ελευθερία από τον θάνατο, αιωρούνται μόνο ρητορεύματα δεοντολογίας του εφήμερου.

Γιορτή του Πάσχα σήμερα και ο αναγνώστης μπορεί να κρίνει, αν ο εορτασμός εγγίζει, έστω ελάχιστα, το πεδίο της ύπαρξης ή αν παγιδεύεται, αποκλειστικά και στεγανά, στο πεδίο της συμπεριφοράς. Εθιμικό γλεντοκόπι το Πάσχα, παραδοσιακές γεύσεις, καλό κρασί, ξέγνοιαστο γέλιο και η «γιορτή» χάνεται στο κενό υπαρκτικού αντικρίσματος, «νοήματος» της ύπαρξης και της συνύπαρξης, του σήμερα και της αχρονίας.

Τα κηρύγματα και οι εόρτιες εγκύκλιοι μιλάνε γλώσσα τόσο ξύλινη όσο κάποτε και η προπαγάνδα του σοβιετικού «παραδείσου». Γλώσσα που προϋποθέτει ατομική κατανόηση, ίσως και «κατ’ επιταγήν» παραδοχή – δηλαδή κενολογία, νοησιαρχικό ιδεολόγημα, το εμπειρικό τίποτα. Ζούμε σαν ξιπασμένοι ολιγογράμματοι, που δεν έχουν τις εμπειρικές προσλαμβάνουσες για να ξεχωρίσουν τη γνώση από την απλή κατανόηση, να βιώσουν και βεβαιώσουν την ύπαρξη όχι με τη σκέψη («σκέπτομαι άρα υπάρχω») αλλά με τη σχέση (γνωρίζω επειδή αγαπώ).

Αν η εμπειρία μάς έπειθε, τους σημερινούς απλώς ελληνώνυμους, για τη διαφορά της γνώσης από την κατανόηση, της αλήθειας από τη χρηστική ορθότητα (διαφορά που συνιστούσε πάντοτε την ταυτότητα των Ελλήνων), η ευτυχία μας δεν θα ήταν αδιέξοδη συνάρτηση μίμησης και πιθηκισμού του υπόκοσμου των χρηματιστηρίων και των νταβατζήδων. Μην ξεχνάμε τη δραματική, άκρως επώδυνη, γι’ αυτό και αποσιωπημένη σύγκριση: Οτι κάτω από τον ζυγό των Τούρκων οι Έλληνες είχαν συνείδηση και αξιοπρέπεια άρχοντα, σήμερα δεχόμαστε αδιάντροπα να μας εξευτελίζει ο κάθε τυχαίος Σόιμπλε, Ντάισελμπλουμ ή Τραμπ βυθισμένους σε χρέη και υποθήκες, με συνείδηση ολοκληρωτικά εξαρτημένων τριτοκοσμικών. Κάποτε δεν υπήρχε ανάγκη να εξηγήσει ο Έλληνας, τι είναι γι’ αυτόν η μητρική αγάπη, η πατρική ευθύνη, η θυσία για την πατρίδα, η προτίμηση της φτώχειας με έρωτα, όχι του πλούτου με μοναξιά – σήμερα, όσες εξηγήσεις κι αν παπαγαλίσει, θα είναι ιδεολογήματα. Από τη στιγμή που και στην εκκλησία πηγαίνει για να καταλάβει και να διδαχθεί, όχι για να γιορτάσει, η ελληνικότητα έχει χαθεί.

Ξέρω ότι είναι μάταιες όλες αυτές οι «διευκρινίσεις». Η προτεραιότητα της γνωστικής εμπειρίας έναντι της ορθολογικής πληροφορίας είναι πια ένα χαμένο παιχνίδι – η γνώση ταυτίζεται με την κατανόηση, όχι με τη μετοχή στην εμπειρία της σχέσης. Μοναδική, ίσως, παρηγορία για την απώλεια είναι η βραδύτητα των μεταλλάξεων στο πεδίο της ύπαρξης, σε σύγκριση με την ταχύτητα των αλλαγών στο πεδίο της συμπεριφοράς.

Ακόμα και χαμένο το παιχνίδι μπορεί να λειτουργήσει αφυπνιστικά, αν είναι θαρραλέα επώδυνο. Ό,τι ζωντανό, προϋποθέτει ωδίνες τοκετού για να γεννηθεί, ό,τι είναι προτεστάντικη δεοντολογία συμπεριφοράς ή αυγουστίνειος (Αυγουστίνου της Ιππώνος) ατομοκεντρισμός, προκύπτει ευκολότερα, επειδή κολακεύει τον ναρκισσισμό μας. Εμπειρική ζωντάνια γεννάει η συμμετοχή σε κοινές και κοινωνούμενες «παραδόσεις»: νηστεία, αναμμένο καντήλι, σταυροκόπημα, η ομορφιά κάποιας Εικόνας, ζύμωμα του πρόσφορου – απαιτεί πράξη η ερωτική σημαντική, όχι διδακτικές παρλαπίπες. Γι’ αυτό και χαοτική η διαφορά της μετοχής στο εκκλησιαστικό γεγονός, σε σύγκριση με την ατομική («αξιόμισθη») πειθάρχηση σε οποιαδήποτε θρησκευτική τυπολογία.

Γιορτή του Πάσχα σήμερα, με την πανδημία του κορωνοϊού να γυμνώνει αδυσώπητα τη Γιορτή από τις φολκλορικές γραφικότητες και τα ψυχολογικά αναπληρώματα. Δεν αφήνει περιθώρια η απειλή του θανάτου για διδακτισμό, δεοντολογίες και αξιολογήσεις της συμπεριφοράς. Καθόλου τυχαία, η εκκλησιαστική γλώσσα της Γιορτής, τόσο της Μεγάλης Παρασκευής όσο και η αναστάσιμη, είναι η μελουργημένη ποίηση, το τραγούδι. Η νίκη καταπάνω στον θάνατο, η προσδοκώμενη «ανάστασις νεκρών», δεν σημαίνεται με τη γλώσσα της Φυσικής Πειραματικής – αυτό ίσως δεν το έχει αντιληφθεί ούτε ο σεβάσμιος αρχιμανδρίτης του καθεδρικού των Αθηνών, που σε κάθε λειτουργία, την ώρα του «κοινωνικού», στήνει αναλόγιο και διαβάζει την ιδεολογική του διακήρυξη που τη λογαριάζει κήρυγμα εκκλησιαστικό.

Ευτυχώς, η δική μας παρακμή δεν υποβιβάζει όσα πολύτιμα διαχειριζόμαστε.

Christos Yiannaras

Επίσημη απώλεια ιστορικής μνήμης

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Οι σημερινοί Ελληνώνυμοι μοιάζει να μην έχουμε μνήμη. Είναι ουσιώδες το υστέρημα, κυρίως επειδή η μνήμη διδάσκει και συντηρεί την αξιοπρέπεια. Σήμερα, για την πλειονότητα των Ελληνωνύμων, τόσο η εμπειρία σχέσεων όσο και οι ειδήσεις – πληροφορίες υποκαθίστανται, παθητικά και αυτονόητα, από συγκεχυμένο συνονθύλευμα τηλεοπτικών εντυπώσεων. Ο βομβαρδισμός με «εντυπώσεις», νομοτελειακά ατομικές, και η ευκολία ψυχολογικής τους επιβολής έχουν καταστήσει την πληροφόρηση μια τεχνική προπαγάνδας και τους χειριστές αυτής της μαστορικής opinion makers. Το ναρκισσιστικό του καθενός μας εγώ επιλέγει φιγουράτα δόγματα, από κανάλια και έντυπα της ψυχολογικής μας προτίμησης, υπακούοντας σε πολυποίκιλα απωθημένα. Με τέτοιο εξοπλισμό κάποιοι, ίσως, να φτάνουν και σε έδρα πανεπιστημιακή – βεντέτες, με καλοστημένη προβολή, αφού (κατά σύμπτωση) οι «πεποιθήσεις» τους εξυπηρετούν κόμματα ή και κάποια ξένη πρεσβεία.

Ασεβώ, ίσως, στον νηφάλιο αναγνώστη μου, τον κουρασμένο από τη μακρόσυρτη απογοήτευση και ανελπιστία για την πατρίδα του, αν συνδέσω τη χαμένη μας μνήμη με τον εορτασμό, πριν από δέκα ακριβώς ημέρες, διακοσίων χρόνων από την έναρξη του απελευθερωτικού των Ελλήνων αγώνα. Προκαλούσε ο εορτασμός το οδυνηρό ερώτημα, αν οι σημερινοί Ελληνώνυμοι σώζουμε ακόμα ιστορική μνήμη, επομένως και συλλογική αξιοπρέπεια.

Ο σοφός Κωστής Παπαγιώργης είχε πει (ή γράψει) ότι: «το ελληνικό 1821 ήταν η μόνη στην Ιστορία επανάσταση, όπου άλλοι πολέμησαν και άλλοι κυβέρνησαν»! Γιατί επαναστάτησε ο Ελληνισμός, στη Μολδοβλαχία πρώτα και στον Μοριά αμέσως μετά; Για να ελευθερωθούν οι Έλληνες από τους Τούρκους. Πώς καταλάβαιναν αυτή την απελευθέρωση οι επαναστατημένοι; Να «πάρουνε την Πόλη και την Αγια-Σοφιά», να απαλλαγεί από τον τουρκικό ζυγό η ελληνική αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής. Δηλαδή, ο στόχος των επαναστατών ήταν ό,τι ακριβώς φοβόταν και απεχθανόταν η Δύση.

Η πρώτη αντίδραση των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων στην πολυμερισμένη και ασυντόνιστη εξέγερση των Ελλήνων ήταν οργή και απειλές. Όταν οι θυσίες και ο ηρωισμός των Ελλήνων άρχισαν να γεννάνε φιλελληνισμό στις κοινωνίες της Δύσης, η στρατηγική μεταβλήθηκε: άρχισε η μεθοδική δολιότητα να διχαστούν οι Έλληνες –αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό κόμμα– ο φατριασμός να κυριολεκτείται.

Το όραμα που ταύτιζε την απελευθέρωση με την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας (ο «μαρμαρωμένος βασιλιάς», η συνέχιση της Λειτουργίας στην Αγια-Σοφιά εκεί που τη σταμάτησαν οι Τούρκοι) έσβησαν όλα οριστικά με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Είχε επιβληθεί, μακρόσυρτη και απατηλή, η νέα «τάξη πραγμάτων» που κατεδάφιζε, οριστικά και αμετάκλητα, την ταυτότητα των Ελλήνων: την αυτοκρατορία. Η λέξη είχε πολύ συγκεκριμένη ιστορική σάρκα. Σήμαινε τον Ελληνισμό, όχι σαν εθνοφυλετική, αλλά ως πολυεθνική συλλογικότητα, δηλαδή ως τρόπο βίου, ως νοο-τροπία και γλώσσα, ως πολιτισμό.

Τον πολιτισμό τον γεννάει ένα «νόημα» της ύπαρξης και του κόσμου: μια αφομοιωμένη στη γλώσσα και στους θεσμούς μεταφυσική, μια «πίστη» – εμπιστοσύνη – και όχι κάποιο ιδεολόγημα. Οι Έλληνες του 1821 πολεμούσαν «για του Χριστού την πίστη την αγία» ταυτόσημη με «της πατρίδος (του πολιτισμού – τρόπου ζωής) την ελευθερία». Οι Δυτικοί τούς παραχώρησαν την ευφραντική ψευδαπάτη: ένα κρατίδιο, με θεσμούς και λειτουργίες που πιθήκιζαν το ζητούμενο της μετα-μεσαιωνικής Ευρώπης, τις «ελευθερίες», όσες υπόσχεται ο συνεπής μηδενισμός.

Παραχώρηση συγκαταβατική, με όρους εξοντωτικά ταπεινωτικούς: Οικονομία βασισμένη στη λογική της δανειοληψίας, κρατική και περιφερειακή οργάνωση ριζικά αντίθετη στην ελληνική εμπειρία του κοινοτισμού και της αυτοδιαχείρισης, τερατώδικη μεταμόρφωση του λαϊκού εκκλησιαστικού γεγονότος σε «επικρατούσα θρησκεία», οργανισμό κηρυγματικής, ατομοκεντρικής ηθικολογίας.

Παρά τον εξοντωτικό πνιγμό της ελληνικής ιδιαιτερότητας από τη δυτική «φιλελληνική» προστασία, η ευγενική και αρχοντική πολιτική ιδιοφυΐα του Καποδίστρια επιχείρησε να συγκεράσει τα ουσιώδη της ελληνικότητας με την απόλυτη κυριαρχία της Δύσης στη Νεωτερικότητα. Η γαλλική στρατιωτική αποστολή οργάνωσε τη δολοφονία του.
Έτσι, ο εξευρωπαϊσμός του ελλαδικού κρατιδίου πήρε τον χαρακτήρα βίαιης καθυπόταξης. Ορίζεται Γερμανός (Βαυαρός) βασιλιάς των Ελλήνων, ανήλικος, την απόλυτη δικτατορική εξουσία ασκεί τριμελής «αντιβασιλεία». Αυτή στήνει, εκ θεμελίων, έναν κρατικό μηχανισμό χωρίς ίχνος της πολιτιστικής παράδοσης και χαρακτηρολογικής ιδιαιτερότητας των Ελλήνων, κράτος μέχρι σήμερα εχθρικό, αντίπαλο, βασανιστή του πολίτη.

Οι δυτικές «Προστάτιδες Δυνάμεις» θα απεργαστούν με υπομονή τη μονιμοποίηση της καταγωγικής (προαποφασισμένης) καχεξίας και ευτέλειας του κράτους των Ελλήνων: Θα προσφέρουν μεθοδικά στην Τουρκία τον πολυαίμακτο ξεριζωμό του Ελληνισμού από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη, την Κύπρο, την Ίμβρο, την Τένεδο, την Κωνσταντινούπολη.

Την Πέμπτη, 25 Μαρτίου 2021, γιορτάσαμε. Με φανφάρες, ακραίας επαρχιωτίλας, δηλώσαμε την απώλεια της ιστορικής μας μνήμης.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Αφορμή η άρνηση του εμβολίου

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Μεγάλο μέρος του ιατρικού προσωπικού των δημόσιων νοσοκομείων στην Ελλάδα και μεγαλύτερο (ίσως) του νοσηλευτικού προσωπικού αρνούνται να εμβολιαστούν για προστασία από τον εφιάλτη του κορωνοϊού – ο Τύπος και τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ έδωσαν έμφαση στην πληροφορία. Τα ερωτήματα που γεννώνται από αυτή την εντυπωσιακή, αυθόρμητη άρνηση είναι πολύ δύσκολο να βρουν ξεκάθαρη, πειστική απάντηση.

Φοβίζει, ασφαλώς, η διαπλοκή της ιδιοφυούς υπερσύγχρονης εργαστηριακής έρευνας με ένα ιλιγγιώδες οικονομικό κόστος, αλλά και με μια μυθώδη κερδοφορία, που ασφαλώς θα προκύψει από τέτοιας εμβέλειας εμπόρευμα. Φοβούνται οι έμπειροι των «επιστημών υγείας», γιατροί και νοσηλευτές, μήπως ένας τέτοιος εξωφρενικός πλουτισμός ξεστρατίσει την έρευνα (και τις βιομηχανικές εφαρμογές της) σε προτεραιότητες κυρίως ορέξεων πλούτου και δευτερευόντως στόχων δημόσιας υγείας.

Από την πρώτη κιόλας στιγμή, τα πανίσχυρα, μεγάλα στρατόπεδα που περίπου μοιράζονται τον πλανήτη σε επιρροή ισχύος «μοίρασαν» αυτονοήτως και την εκμετάλλευση της επιστημονικής έρευνας και των αποτελεσμάτων της σε τρία προϊόντα του ανταγωνισμού τους: κινέζικο εμβόλιο, ρώσικο, γερμανο-αμερικανικό. Τώρα η κυρία Μέρκελ, με τον απαιτούμενο «ανέμελο» ενθουσιασμό, συνδιαλέγεται, επιδιώκοντας κάτι σαν επανασχεδιασμό της παραγωγής και κατανομής των εμβολίων. Είναι μια κίνηση που μάλλον σχετικοποιεί τον ιατρικό και νοσηλευτικό σχεδιασμό, για χάρη της εξισορρόπησης παγιωμένων φιλοδοξιών ισχύος.

Φυσικά, οι διεθνείς πρωτοβουλίες, από μόνες τους, δεν δικαιολογούν γιατρούς και νοσηλευτές να παραγνωρίζουν τον εξ ορισμού φιλάνθρωπο (ακόμα και με αφελή νοο-τροπία «ανθρωπισμού») χαρακτήρα του εμβολίου. Ισως παραμονεύει η καχύποπτη πάντοτε φοβία όλων μας για τους ραγδαία πλουτίζοντες: Πρέπει να εμβολιαστεί περίπου το 60% του πληθυσμού της γης, για να δημιουργηθεί «ανοσία αγέλης» και ο γήινος πληθυσμός υπερβαίνει τα επτάμισι δισεκατομμύρια ατόμων. Επομένως, η παραγωγή και η διάθεση του εμβολίου σε τέτοιες ποσότητες ιλιγγιώδεις εύκολα θα καταστήσουν κάποιες μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες ισχυρότερες οικονομικά από ένα κράτος –ικανές να εκβιάσουν οργανωμένα κράτη.

Ασφαλώς υπάρχουν ήδη σήμερα ιδιώτες που η περιουσία τους ξεπερνάει το ΑΕΠ κρατών. Αυτή η υπεροχή καθεαυτήν δεν συνιστά οπωσδήποτε απειλή, ακυρώνει ωστόσο προκλητικά την κοινωνική λειτουργία και σκοποθεσία του χρήματος. Κοινωνία συγκροτείται, είχε ορίσει ο Αριστοτέλης, όταν η «χρεία» των ανθρώπων καλύπτεται με αμοιβαία αλληλεξυπηρέτηση των αναγκών τους («το αντιπεπονθός κατ’ αναλογίαν»): Οι ανάγκες μπορούν να κοινωνούνται, όταν συγκρίνονται και η σύγκριση – μέτρηση αποτυπώνεται σε κοινό νόμισμα (το νόμισμα μετράει «πόσα παπούτσια έχουν ίση αξία με ένα σπίτι ή με συγκεκριμένη ποσότητα τροφίμων»). Όταν το συγκεκριμένο νόμισμα-χρήμα αυτονομηθεί από την αμοιβαία αλληλεξυπηρέτηση (από μεγέθη πραγματικών αναγκών – την ανταλλαγή και τη δοσοληψία), αναιρείται το κοινωνικό γεγονός, η κοινωνία της χρείας, οι σχέσεις κοινωνίας της ζωής.

Στον 21ο αιώνα, όπου βρισκόμαστε, είναι πια φανερό ότι η λειτουργία της οικονομίας έχει αυτονομηθεί από τον στόχο της κοινωνίας των αναγκών. Ο κοινός τρόπος του βίου (πολιτισμός μας) καυχάται που είναι ατομοκεντρικός, πολιτισμός του cogito. Σκέπτομαι άρα υπάρχω, και υπάρχω σημαίνει κατέχω, κυριαρχώ, απολαμβάνω. Η χαρά της ζωής αντλείται από την κατοχή, κυριαρχία, ηδονή, όχι από τη σχέση, τη δημιουργική αυτοπροσφορά, τον αυθυπερβατικό έρωτα.

Ασφαλώς και συντηρούμε τη χρηστική ανάγκη να τιθασεύεται η εγωτική απληστία με συμβάσεις, «συντάγματα», νομοθεσίες. Συντηρούμε προσχήματα «δημοκρατίας», δήθεν «ελεύθερων επιλογών», κοινής χρησιμότητας θεσμών, αλλά ταυτόχρονα η ατομική κατασφάλιση θωρακίζεται με την απόλυτη προτεραιότητα του «ατομικού δικαιώματος». Για να υπάρξει και να λειτουργήσει «κοινωνία» σχέσεων, αναγκών, ελπίδας, χρειάζεται άλλη λογική, όχι ο εγωτισμός του ενστίκτου αυτοσυντήρησης. Στον σημερινό πολιτισμό του «δικαιώματος» ο άνθρωπος λογαριάζεται απρόσωπο άτομο, ουδέτερη μονάδα ομοειδούς συνόλου – δεν παράγει μοναδικότητα μέσα από τη δυναμική σχέσεων κοινωνίας, αντλεί χρηστική μοναδικότητα από έναν Αριθμό Δελτίου Ταυτότητας, Αριθμό Φορολογικού Μητρώου, ΑΜΚΑ ή όποια άλλη σύμβαση. Επαρκεί ως ταυτότητα η συμβατικά αριθμημένη διαφορά, η νομική (κρατική) υπηκοότητα. Και «υπήκοος» σημαίνει: υποταγή σε όποιο κράτος (εξουσία) μας αντιπαρέχει ταυτότητα.

Η ίδια χρηστική λογική παρέχει στο άτομο και πολλαπλή υπηκοότητα – η ταυτότητα δεν απηχεί υπαρκτική μοναδικότητα, μόνο επιλογή αυτοκαθορισμού. Η ισχύς του «δικαιώματος» υπερβαίνει το πεδίο επιλογών συμπεριφοράς, διεκδικεί και το πεδίο της ύπαρξης: η εξουσία θεσμοποιεί πολλαπλούς γάμους, επιλογή αλλαγής του φύλου, αλλαγή της επωνυμίας. Τίποτε σήμερα, σε πανανθρώπινη κλίμακα, δεν προϋποθέτει τον άνθρωπο ως «ζώον κοινωνικόν». Ο ατομισμός είναι ο αυτονόητος υποχρεωτικός άξονας της λογικής του βίου. Το άτομο ξέρει μόνο να επιλέγει, όχι να κοινωνεί.

Το ατομοκεντρικό μας, σήμερα, ακοινωνησίας «παράδειγμα» είναι παγιδευμένο στον αυγουστίνειο και προτεσταντικό νομικισμό (ατομική αξιομισθία, ατομική σωτηρία) – αυτόν κηρύττουν (προπαγανδίζουν) σχεδόν η ολότητα επισκόπων και ιεροκηρύκων μας. Το προσδοκώμενο δεν είναι ένας χαρισματικός πρωθυπουργός, αλλά ίσως κάποιοι εκκλησιαστικής αυθεντικότητας επίσκοποι. Ίσως.

ΠΗΓΗ

Χρῆστος Γιανναρᾶς. ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ: Χάρισμα Φίλων

Το δίλημμα: υποτέλεια ή συντριβή

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Αν υπάρχει ένα ακαταμάχητο τεκμήριο της παρακμής μας των σημερινών Ελλήνων, δεν είναι η ολοκληρωτική οικονομική χρεοκοπία του κωμικού μας κρατιδίου ούτε η ανίατη, μικροπρεπέστατη συμφεροντολαγνεία όσων διαχειρίζονται την εξουσία και όσων τη διεκδικούν. Δεν είναι η κατακόρυφη πτώση επιπέδου της κατά κεφαλήν καλλιέργειας, μέσα σε ελάχιστα χρόνια, ο εξωφρενικός πρωτογονισμός της δημόσιας «πληροφόρησης» και «ψυχαγωγίας», η ανυποληψία του σχολείου, ο ιλιγγιώδης εκπεσμός των πανεπιστημίων. Δεν είναι ο αδίστακτος σε αναισχυντία αμοραλισμός, η διαστροφή ως «δικαίωμα», η αρνησιπατρία ως κορδακισμός, η ατιμία ως προϊόν. Ούτε είναι το ξέφρενο ξεπούλημα κάθε στοιχείου κοινωνικής περιουσίας – οδικών δικτύων, λιμανιών, αεροδρομίων, σιδηροδρόμων, ηλεκτροδότησης, τηλεπικοινωνιών, υποδομών τουρισμού – δεν απομένει τίποτε από αυτά και από ανάλογα απειράριθμα «τζιβαϊρικά πολυτίμητα». Το εφιαλτικότερο τεκμήριο παραίτησής μας των Ελλήνων από τη μετοχή στην Ιστορία είναι ότι παρακάμψαμε απεγνωσμένες προειδοποιήσεις για τον επερχόμενο εφιάλτη του ιστορικού μας τέλους.

Ποιος από τους επαγγελματίες της εξουσίας έδειξε ποτέ ότι γνωρίζει και παίρνει στα σοβαρά τις εκκλήσεις για πολιτική εντιμότητα, ανιδιοτέλεια και σωφροσύνη, που κατέθεταν οι Νέστορες του δημόσιου βίου; Σύμβολα ελληνοπρέπειας και χαρισματικής ωριμότητας, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Πικιώνης, ο Θεοτοκάς, ο Λορεντζάτος, ο Τσαρούχης, ο Μάνος Χατζιδάκις και όσοι ανάλογοι. Δεν έχει ακουστεί ένας πολιτικός (ένας, για δείγμα) να δείξει ότι τους πρόσεξε ή, τουλάχιστον, ότι έχει διαβάσει τον μάλλον κορυφαίο της διαγνωστικής οξυδέρκειας που γνώρισε στις μέρες μας η ελληνική κοινωνία: τον Παναγιώτη Κονδύλη.

Θα περίμενε κανείς, όσοι φιλοδοξούν σήμερα να ασκήσουν πολιτική στην Ελλάδα, να κυκλοφορούν έχοντας παραμάσχαλα τη «Θεωρία πολέμου» του Κονδύλη και έχοντας αποστηθίσει, τουλάχιστον, το «Επίμετρο: Γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου». Το 1997 εκδεδομένο το βιβλίο, και μέσα σε δεκαπέντε μόλις χρόνια οι προβλέψεις του επαληθεύονται με απίστευτη ακρίβεια. Έγραφε: «Η Ευρωπαϊκή Ένωση (και πάντως τα ισχυρότερα μέλη της), μη μπορώντας να δώσει στην Τουρκία όλα όσα επιθυμεί, θα επιδιώκει να την κατευνάσει με ελληνικά έξοδα, πιέζοντας δηλαδή την Ελλάδα να δεχθεί τις τουρκικές αξιώσεις στο Αιγαίο και στην Κύπρο…

Θα δούμε μια ακόμη από τις τραγικές ειρωνείες, τις οποίες τόσο συνηθίζει η Ιστορία: Ενώ δηλαδή η Ελλάδα προσανατολίστηκε ψυχή τε και σώματι στην Ευρώπη για να διασφαλισθεί από τον τουρκικό κίνδυνο, ακριβώς ο ευρωπαϊκός της προσανατολισμός θα μεταβληθεί σε όργανο de facto μετατροπής της σε δορυφόρο της Τουρκίας». ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΠΡΩΤΗ, επαληθευμένη εκπληκτικά.

«Δεν αποκλείεται η ελληνική πλευρά… να αρχίσει κάποτε να θεωρεί κι η ίδια τις υποχωρήσεις έναντι της Τουρκίας ως αυτονόητο μέρος και καθήκον του “εξευρωπαϊσμού” της – αφού μάλιστα οι “πολιτισμένοι άνθρωποι” που έχουν ξεπεράσει τους “εθνικιστικούς αταβισμούς”, δεν ξεκινούν πολέμους… για κυριαρχικά δικαιώματα»! ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ, ψηλαφητά επαληθευμένη.

«Η ελληνική πλευρά πρέπει να κατανοήσει έμπρακτα ότι… οι σύμμαχοι αξίζουν για σένα τόσο, όσο αξίζεις εσύ γι’ αυτούς. Καμιά συμμαχία και καμιά προστασία δεν κατασφαλίζει, όποιον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Τα “δίκαια” της Ελλάδας δεν εντυπωσιάζουν κανέναν, όσο πίσω τους βρίσκεται ένας παρίας με διαρκώς απλωμένο το χέρι, κάποιος που ζει από δάνεια, επιδοτήσεις και “προγράμματα στήριξης”». ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ – ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΤΡΙΤΗ, ανατριχιαστικά ρεαλιστική.

«Σε ορισμένους κρίσιμους τομείς, όπως ο δημογραφικός, το παιχνίδι, ξέρουμε από τώρα ότι είναι χαμένο… Η Ελλάδα μεταβάλλεται σταθερά σε χώρα με περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα… αποδεικνύοντας πόσο είναι πιθανό να μετατραπεί σε δορυφόρο της Τουρκίας, ακριβώς μέσω του “ευρωπαϊκού δρόμου”… Στον βαθμό όπου η Ελλάδα θα καθίσταται, ανεπαίσθητα, γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας, ο κίνδυνος πολέμου θα απομακρύνεται, οι ψευδαισθήσεις θα αβγατίζουν και η παράλυση θα γίνεται ακόμα ηδονικότερη, εφόσον η υποχωρητικότητα θα αμείβεται με αμερικανικούς και ευρωπαϊκούς επαίνους, που τους χρειάζεται κατεπειγόντως ο εκσυγχρονιζόμενος Βαλκάνιος – αρκεί να χρηματοδοτείται ο παρασιτικός καταναλωτισμός». ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗ, επαληθευμένη χειροπιαστά.

«Την κάμψη της ελληνικής αντίστασης κάτω από την πίεση του υπέρτερου τουρκικού δυναμικού, οι Έλληνες θα συνηθίσουν σιγά σιγά να την ονομάζουν “πολιτισμένη συμπεριφορά”, “υπέρβαση του εθνικισμού”, “εξευρωπαϊσμό”… Το σημερινό δίλημμα είναι αντικειμενικά τρομακτικό και ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοριοποίηση και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή. Η υπέρβαση του διλήμματος αυτού… απαιτεί την επιτέλεση ηράκλειου άθλου, για τον οποίο η ελληνική κοινωνία, έτσι όπως είναι, δεν διαθέτει τα κότσια. Οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους… Βρισκόμαστε σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας». ΠΕΜΠΤΗ ΠΡΟΓΝΩΣΗ αυτή, και τελεσίγραφο.

Τι μπορεί να προσφέρει οποιοσδήποτε δημόσιος λόγος, όταν δεκαπέντε χρόνια μετά από ένα τέτοιο κείμενο, οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα εξακολουθούν να στελεχώνονται με τη λογική της συλλογικής ευφραντικής ασχετοσύνης.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Το τέλος της ελληνικής διαφοράς

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Είπε κάποτε ο Διονύσης Σαββόπουλος: «Λένε (ορισμένοι πολιτικοί) ότι θέλουν να χωρίσουν την Εκκλησία από το κράτος. Αν μπορούσαν να χωρίσουν και τον λαό από το κράτος θα ήταν το τέλειο!» (η παράθεση από μνήμης).

Είναι φανερό, από σωρεία ενδείξεων, ότι το 1821 οι Έλληνες δεν ξεσηκώθηκαν για να ιδρύσουν έθνος – κράτος ευρωπαϊκού τύπου. Στόχος αυτονόητος ήταν «να πάρουνε την Πόλη και την Αγιά-Σοφιά». Ο ίδιος ο Όθωνας, με την είδηση θανάτου του σουλτάνου Μαχμούτ (1839), ήταν έτοιμος να πάει στην Κωνσταντινούπολη και να στεφθεί αυτοκράτορας! Όμως το κατεπείγον, από την πρώτη κιόλας Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, ήταν να διακηρυχθεί, με την ορολογία της εποχής, η συγκρότηση πολιτειακού σχήματος που να πραγματώνει την επανένταξη των Ελλήνων στην κοινωνία των εθνών.

Η καθολικευμένη στην Ευρώπη ορολογία-γλώσσα της εποχής έλεγε «θρησκεία» και εννοούσε Ρωμαιοκαθολικισμό και Προτεσταντισμό – η Ορθοδοξία αφορούσε στα σλαβικά φύλα, όχι στην κυρίως Ευρώπη, όπου διεκδικούσαν θέση οι Έλληνες. Επιπλέον, όταν τα «Συντάγματα» των εξεγερμένων Ελλήνων χρησιμοποιούσαν την έκφραση «Η επικρατούσα εν Ελλάδι θρησκεία είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας», ήταν αδύνατο να έχουν διαγνώσει τον αντιθετικό νοηματικό χαρακτήρα που εύστοχα προσδόθηκε στις λέξεις «εκκλησία» και «θρησκεία» περίπου στα μέσα του 20ού αιώνα.

Ας μου επιτραπούν τηλεγραφικές διευκρινίσεις: Η λέξη «θρησκεία» παραπέμπει σε ένα απολύτως ατομοκεντρικό γεγονός: ατομικές πεποιθήσεις, ατομική πειθάρχηση σε ηθικές εντολές, ατομική συμμετοχή στη λατρεία, τελικά και ατομική «σωτηρία»: συνέχιση της ατομικής ύπαρξης σε έναν «υπερβατικό», αέναο χρόνο. Η λέξη «εκκλησία» σήμαινε αρχικά τη σύναξη, μάζωξη, συνάθροιση των πολιτών, που αποφάσιζε για τον συλλογικό βίο. Και, στη συνέχεια, έναν τρόπο ύπαρξης και βίου, που πραγματώνει τη ζωή ως σχέση, ως κοινωνία αναγκών, ελπίδων, στόχων. Μια αληθινή σχέση που ελευθερώνει την ύπαρξη από τον χρόνο, όπως την ελευθερώνει και ο έρωτας.

Διακόσια χρόνια τώρα, το μικρό κομμάτι του Ελληνισμού που ελευθερώθηκε, ζει μέσα σε ένα ψέμα αυτοκαθορισμού του. Αποτυπωμένο το ψέμα σε όλα τα Συντάγματα, από το πρώτο, της Επιδαύρου (1822), ως τον σημερινό πασοκικό τραγέλαφο, επαναλαμβάνουν το ίδιο «θεμελιώδες» άρθρο: «Επικρατούσα θρησκεία εις την ελληνικήν επικράτειαν είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας».

Το «επικρατούσα θρησκεία» κραυγάζει ότι είναι δάνειο από τη Δύση. Σημαίνει μια ατομική επιλογή που υπερτερεί αριθμητικά, δεν σχετίζεται με την ταυτότητα του Έλληνα.

Γι’ αυτό και στα τρία πρώτα Συντάγματα (Επιδαύρου, Άστρους, Τροιζήνας) είναι σαφής η ανάγκη να καθοριστεί ποιος είναι ο Έλληνας – τι κάνει τον Έλληνα να είναι Έλληνας: η φυλή, η γεωγραφία, μια κοινή ιδεολογία; Ορίζουν λοιπόν και τα τρία πρώτα Συντάγματα ότι:

«Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες και απολαμβάνουν άνευ τινός διαφοράς όλων των πολιτικών δικαιωμάτων» (Επίδαυρος, 1822).

– Ακριβής επανάληψη και στο Σύνταγμα του Άστρους (1823).

«Έλληνες είναι, όσοι αυτόχθονες της Ελληνικής Επικρατείας πιστεύουσιν εις Χριστόν. Όσοι από τους υπό τον Οθωμανικόν ζυγόν, πιστεύοντες εις Χριστόν, ήλθαν και θα έλθωσιν εις την Ελληνικήν Επικράτειαν διά να συναγωνισθώσιν ή να κατοικήσωσιν εις αυτήν. Όσοι εις ξένας Επικρατείας είναι γεννημένοι από πατέρα Ελληνα» (Τροιζήνα, 1827).

Η λέξη «πολιτισμός» σημαίνει τον «τρόπο βίου στην πόλη» και κατά προέκταση τον κοινό «τρόπο βίου». Σήμερα η σημασία των λέξεων (δηλαδή, η νοο-τροπία, ο τρόπος-του-νοείν) έχει αλλάξει ριζικά. Όταν τότε οι Έλληνες έλεγαν πιστεύω, έχω πίστη, εννοούσαν: εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη. Η πίστη δεν ήταν εγωτική πεποίθηση, ατομική επιλογή ιδεολογίας και ηθικού κώδικα, ήταν τρόπος ζωής, τρόπος σχέσεων. Όπως αγαπάς τη μητέρα σου ή η μητέρα το παιδί της, όπως η φιλία, όπως ο έρωτας δεν είναι επιλογές «πεποιθήσεων» ή καλλιέργεια συναισθημάτων, έτσι και η μετοχή στην Εκκλησία ήταν σχέσεις, τρόπος ύπαρξης, πράξη αυθόρμητη, καθημερινή – σταυροκόπημα, αναμμένο καντήλι, κοινή όλων νηστεία, διάλογος με τους αγίους (όπως ο Μακρυγιάννης με τον Αϊ-Γιάννη), μετοχή στη γιορτινή χαρά της Κυριακής και κάθε πανηγύρεως.

Ζούμε σε άλλη κοινωνία από αυτήν που έσωζε κάποτε ελληνική ιδιαιτερότητα, αυτήν που προϋπέθεταν τα πρώτα Συντάγματα της ανεξαρτησίας. Σήμερα έχει αλλάξει και η σημασία των λέξεων, η νοο-τροπία (τρόπος-του-νοείν). Με απλοϊκό ορθολογισμό πρέπει να παραδεχτούμε ότι γι’ αυτό το σαφέστατο ιστορικό τέλος της Ελληνικής Διαφοράς, τέλος της Ελληνικότητας, ευθύνη καίρια έχει ο ελλαδικός κλήρος, οι επίσκοποι.

Ανέχθηκαν και ανέχονται να χαρακτηρίζεται στο Σύνταγμα η Εκκλησία σαν «επικρατούσα θρησκεία». Αυτή τη θρησκειοποίηση τη θέλουν, τους βολεύει. Είναι υπάλληλοι του κράτους, τους μισθοδοτεί, για τις δικές του σκοπιμότητες, το επίσημα και υποχρεωτικά άθεο κράτος. Η επισκοπική ηγεσία της Εκκλησίας συνήθως από κοινωνικά στρώματα πολύ χαμηλής καλλιέργειας, ζουν σαν μαικήνες και άρχοντες, με στόλο ιδιωτικών αυτοκινήτων, επαύλεις, παραθαλάσσια θέρετρα, σωρεία υποκόμων – κάποιοι απαιτούν μέχρι και 4.000 ευρώ για να λειτουργήσουν σε ενορία της επισκοπής τους! Ίσως οι λιγότεροι. Αλλά οι υπόλοιποι σιωπούν.

Το χειρότερο από όλα: Έχουν αλλοτριώσει το περιεχόμενο της εκκλησιαστικής ζωής και αλήθειας σε, χυδαία χρησιμοθηρικό, κηρυγματικό ηθικισμό. Κήρυγμα, ιδεολογική προπαγάνδα, ωφελιμολογία – ούτε λέξη για το νόημα της ζωής και του θανάτου.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

«Τι θα πη πατρίδα, τι θα ειπή φιλοτιμία, αρετή, τιμιότη»

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Μάλλον θα συμφωνούσαμε όλοι με την απλοϊκή διαπίστωση ότι «θα είναι κρίσιμη η καινούργια χρονιά». Η γενίκευση γίνεται εύκολα παραδεκτή, ο καθένας μας έχει στον νου του και μια διαφορετική πιστοποίηση κρισιμότητας. Δυσκατάποτος είναι ο ρεαλισμός του συγκεκριμένου και η ιεράρχηση προτεραιοτήτων.

Πρέπει να γίνεται όλο και περισσότερο φανερό ότι έχουν μεταλλαχθεί οι όροι (προϋποθέσεις) και οι τρόποι (θεσμικές λειτουργίες) του ανθρώπινου βίου. Κάποτε η ανθρώπινη ύπαρξη λειτουργούσε στο πεδίο των σχέσεων (οικογένεια, κοινότητα, πόλις, πατρίδα), σήμερα επιβιώνει, πρωταρχικά, με θωράκιση του εγώ (χαλαρή έως ανύπαρκτη οικογενειακή συνοχή, χρηστική εκδοχή του σχολείου και της μάθησης, απρόσωπη συνύπαρξη σε πολυκατοικίες και μεγαλουπόλεις, κράτος που εξυπηρετεί πρωτίστως συμφέροντα εξουσιαστικής ολιγαρχίας).

Αυτονόητη και με ακαταμάχητη δυναμική η προτεραιότητα του ατομοκεντρισμού, ως καθολικευμένου τρόπου του βίου. Οι άλλοτε κοινωνίες μεταλλάσσονται σε μάζες, οι λειτουργίες συνοχής αλλοτριώνονται σε θωρακισμένες με «δικαιώματα» αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές. Η άλλοτε αστυνομία έχει μετασχηματιστεί σε στράτευμα ενδοαστικό και με εχθρό εντόπιο, νεολαίο συμπολίτη, με νυχθήμερο το πείσμα του για φονικό.

Θα έλεγε κανείς ότι ζούμε, διασωληνωμένοι όλοι, στην «κάψουλα» της εγωτικής, απρόσωπα συλλογικής αυτοάμυνας, έρμαια του ακοινώνητου φόβου, θύματα κάθε παρανοϊκής διαστροφής των «δικαιωμάτων του ατόμου». Και αγωνιώδες το ερώτημα: Υπάρχει δυνατότητα να αντισταθούμε, περιθώριο άμυνας στην καθολικευμένη πια αυτοκαταστροφική υστερία;

Οι γενικολογίες είναι άγονες, τόσο ως διαπιστώσεις όσο και ως υποδείξεις. Να εστιάσουμε λοιπόν την αναζήτηση ελπίδας στη δική μας χώρα, στις δυνατότητες και προοπτικές της.

Ρεαλιστικό δεδομένο της ελλαδικής πραγματικότητας, η ιδιαιτερότητά της: Διακόσια χρόνια τώρα, παλεύει απεγνωσμένα να γίνει κάτι άλλο από αυτό που είναι, και δεν τα καταφέρνει, βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στη σύγχυση, στην παραλυτική ανημπόρια, στην ντροπή της ανικανότητας. Γιατί και πού μπερδευόμαστε, πού «μπλοκάρουμε»;

Οι επαναστάτες του 1821 μοιάζει να ήξεραν πολύ καλά ποιοι είναι και τι θέλουν: Ήταν πολίτες – οπλίτες του «μαρμαρωμένου βασιλιά», στόχο είχαν να ξαναπάρουνε την Πόλη και την Αγιά-Σοφιά. Ο Ελληνισμός για τους τότε Έλληνες δεν ήταν «εθνικότητα», ήταν άλλος πολιτισμός, ριζικά άσχετος με τον νομικισμό του θρησκειοποιημένου Χριστιανισμού της Δύσης και την παιδαριώδη μεταφυσική του Ισλάμ. Το πώς διολισθήσαμε οι νεωτερικοί Ελληνώνυμοι από την εμπειρία της πολιτισμικής διαφοράς στα αφελή ιδεολογήματα του εθνικισμού και από την εκκλησιαστική εόρτια κοινωνία στον ηθικισμό και νομικισμό του Αυγουστίνου και του Ακινάτη, ήταν το μεθόδευμα, εκπληκτικό και δόλιο, των «Μεγάλων Δυνάμεων» της Ευρώπης.

Κάθε πτυχή και βήμα αυτής της διολίσθησης απαιτεί κοπιώδη σπουδή, το τελικό κατόρθωμα παραποίησης της Ιστορίας ήταν κατάληξη ευφυέστατης στρατηγικής. Θα άξιζαν ίσως μια απόπειρα τιτλοφόρησης οι πτυχές και τα βήματα: Η αρχική, οργισμένη αντίδραση της ευρωπαϊκής «Ιερής Συμμαχίας» σε μια ακόμα εξέγερση των Ελλήνων. Η ταυτόχρονη έκρηξη σε Μολδοβλαχία και Πελοπόννησο, που βεβαίωνε τη συνοχή του ενιαίου ελληνικού χώρου. Οι πρώτες νίκες των εξεγερμένων, παρά τη φρικωδία της οθωμανικής αντεκδίκησης. Πώς άρχισε να τεχνουργείται, σαν αυτονόητος, ο διχασμός των Ελλήνων – «να πάρουμε την Πόλη και την Αγιά-Σοφιά» ή να μιμηθούμε «τα πεφωτισμένα και λελαμπρυσμένα της Εσπερίας έθνη-κράτη»;

Τα βαρβαρικά στίφη, που είχαν εισβάλει στην Ευρώπη, από τον 4ο κιόλας μ.Χ. αιώνα, διεκδικούσαν, όχι μόνο τους τίτλους της άλλοτε ρωμαϊκής κυριαρχίας και της εκκλησιαστικής πρωτοκαθεδρίας, αλλά και το κύρος των συνεχιστών της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς. Με αυτή την αξίωση σχεδίασαν λύση συμβιβασμού με τους εξεγερμένους «Γραικούς»: Να γίνει ανεκτό ένα ελληνώνυμο κρατίδιο, τυπικά ανεξάρτητο, στην πραγματικότητα υποτελές (οικονομικά, πολιτικά, ιδεολογικά) προτεκτοράτο της Δύσης. Να περιλαμβάνει τις ένδοξες αρχαιοελληνικές τοπωνυμίες: Αθήνα, Ελευσίνα, Κόρινθο, Αργος, Μυκήνες, Σπάρτη, Ολυμπία, Θήβα, Δελφούς, Χαιρώνεια κ.λπ.

Καταγωγικά εξαρτημένο από ευρωπαϊκά δάνεια.

Επιλέγεται ο Καποδίστριας ως πρώτος Κυβερνήτης, αποδείχνεται δύσχρηστος, η αγγλική στρατιωτική αποστολή οργανώνει άψογα τη δολοφονία του. Επόμενη κίνηση είναι η ωμή και απροσχημάτιστη καθυπόταξη του κρατιδίου σε βαυαρική διακυβέρνηση – η Ελλάδα παραδίνεται στη δυναστεία των Βίττελσμπαχ αρχικά, των Γλύκσμπουργκ στη συνέχεια.

Εδαφικά καθηλωμένο στη δυτική όχθη του Αιγαίου, το παντελώς μεταπρατικό, ελληνώνυμο κρατίδιο, αποκύημα της ευρωπαϊκής αυθαιρεσίας και κάποιων αιώνων αχαλίνωτου φθόνου, θα γιορτάσει φέτος (2021) τα διακόσια χρόνια από το πηγαίο θαύμα του 1821. Θα γίνουν εορτασμοί, με κατασκευασμένο το «εόρτιο» κλίμα από διάσημους, χρυσοπληρωμένους τεχνουργούς του εντυπωσιασμού – το πόπολο, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ, κυρίως χωρίς περίσκεψιν, θα καταναλώνει «εθνική περηφάνια». Αν γινόταν ένα θαύμα, και σε κάθε έκφανση του πανηγυριώτικου εορτασμού να υπήρχε ένα χαμίνι, όπως στο παραμύθι του Άντερσεν, να φωνάξει την αλήθεια – «ο βασιλιάς είναι γυμνός»! Κοντολογίς, να επαναλάβει τον σπαραγμό του Μακρυγιάννη: «Αν μας έλεγε κανένας αυτήνη τη λευτεριά οπού θα γευόμαστε, θα περικαλούσαμε τον Θεόν να μας αφήσει εις τους Τούρκους άλλα τόσα χρόνια, να γνωρίσουν οι άνθρωποι τι θα πη πατρίδα, τι θα ειπή θρησκεία, τι θα ειπή φιλοτιμία, αρετή, τιμιότη».

ΠΗΓΗ

Χρήστος Γιανναράς. Ιστοσελίδα: Χάρισμα Φίλων

«Οι τρεις δυνάμεις του κακού»

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Ο κορωνοϊός, απειλή εφιαλτική για την ανθρωπότητα σύμπασα, χωρίς εξαιρέσεις. Αγγιξε τον πλανητάρχη, καταπόνησε τον Βρετανό πρωθυπουργό, ταπείνωσε πολλές διεθνείς διασημότητες. Και θερίζει κάθε μέρα χιλιάδες ανθρώπινες, μοναδικές και ανεπανάληπτες υπάρξεις. Ούτε ο πλούτος, ούτε η εξουσιαστική ισχύς, ούτε η φήμη και οι επιφανείς τίτλοι μπορούν να αναχαιτίσουν την άγρια επιβουλή. Εφιάλτης θανάτου βασανιστικού και προθανάτιας, ανελέητης μοναξιάς, της πιο απόλυτης. Ούτε βλέμμα ούτε νεύμα για να ακουμπήσει κάπου η (έτσι και αλλιώς ασυντρόφευτη) αγωνία του τέλους.

Η πανανθρώπινη εμπειρία του άγριου τρόμου της απειλής δικαιολογεί ως επιγέννημα (διαχρονικό και πανανθρώπινο) την πλασματική θρησκευτικότητα. Είναι αδήριτη αναγκαιότητα, ορμέμφυτη στη φύση του ανθρώπου, η θρησκεία: Να γαντζωθεί ο άνθρωπος σε μια υπερβατική ελπίδα ότι μπορεί και να νικηθεί η νομοτέλεια, να γίνει πιθανό το αδύνατο.

Ποια είναι τα όπλα της θρησκείας, πώς επιβάλλεται στον άνθρωπο; Όπλα της είναι «το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος», βεβαιώνει ο Ντοστογιέφσκυ. Και τα τρία μαζί μπορούν να χαρίσουν στον άνθρωπο ελπίδα, πέρα από τη λογική και τις αισθητές βεβαιότητες. Γιατί όμως ο Χριστιανός Ντοστογιέφσκυ, καύχημα της Εκκλησίας, βεβαιώνει ταυτόχρονα ότι «το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος» είναι «οι τρεις δυνάμεις του κακού» στον κόσμο και στην Ιστορία; Γιατί «δυνάμεις του κακού» τα όπλα της θρησκείας;

Επειδή, εξηγεί ο Ντοστογιέφσκυ, «μόλις ο άνθρωπος αρνηθεί το θαύμα, θα αρνηθεί παρευθύς και τον Θεό… Δεν ζητάει τόσο τον Θεό όσο τα θαύματα… δεν έχει τη δύναμη να μείνει δίχως θαύματα, δημιουργεί αμέσως για τον εαυτό του θαύματα τσαρλατάνων».

Και προχωράει την ανάλυσή του ο Ντοστογιέφσκυ: «Δεν κατέβηκε ο Χριστός από τον σταυρό όταν τον προκαλούσαν περιγελώντας τον και λοιδορώντας τον οι σταυρωτές του. Δεν κατέβηκε, επειδή δεν θέλησε να υποδουλώσει τον άνθρωπο με το θαύμα. Ήθελε την ελεύθερη πίστη – εμπιστοσύνη του ανθρώπου… Αξία έχει η ελευθερία της απόφασης: η αγάπη, όχι το μυστήριο ούτε το κύρος. Στο μυστήριο και στο κύρος υποτάσσεσαι τυφλά, υποχρεωτικά, ακόμα και ενάντια στη συνείδησή σου». («Αδελφοί Καραμάζοφ» 2, 5, V).

Αν ο Χριστός κατέβαινε από τον σταυρό, θα έπαυε να υπάρχει άνθρωπος, ύπαρξη ελεύθερη να πει «ναι» ή «όχι» στην Αιτιώδη Αρχή της, στον πλαστουργό της. Η ιλιγγιώδης μεγαλοσύνη του ανθρώπου είναι, ακριβώς, η υπαρκτική ελευθερία του, η αυτοπροαίρετη κατάφαση ή απόρριψη του τριαδικού πρωτοτύπου της ζωής – του Θεού που δεν «έχει» αγάπη, αλλά «είναι» αγάπη, υπάρχει όχι ως αιτιώδης αναγκαιότητα, αλλά ως ελευθερία προσώπου, «πατρική», «υική», «παρακλητική».

Ο Ντοστογιέφσκυ είναι ακατανόητος στη σημερινή ελλαδική κοινωνία, διότι η Εκκλησία έχει πάψει, πολλές δεκαετίες τώρα, να είναι τρόπος της ύπαρξης και θέλει να είναι μόνο μια διδαχή συμπεριφοράς. Υποκύπτοντας στον κυρίαρχο εκπροτεσταντισμό (στα πλαίσια του μικρονοϊκού, μιμητικού «εξευρωπαϊσμού» της ελλαδικής κοινωνίας) η ελλαδική Εκκλησία σαρκώνει έναν διδακτισμό και νομικισμό, που κραυγάζει τη μακάβρια αλλοτρίωσή της, την ολοκληρωτική θρησκειοποίησή της. Παντού κήρυγμα, κήρυγμα, ιδεολογικές ντιρεχτίβες και δεοντολογία συμπεριφοράς, πανομοιότυπα όπως στο ΚΚΕ. Μοιάζει να έχει ολότελα ξεχαστεί ότι η γνώση στην Εκκλησία κατορθώνεται με την εμπειρία μετοχής, «ανεπαισθήτως»: όπως η γνώση της μητρικής αγάπης, της πατρικής προστασίας, της συναρπαγής του έρωτα, όπως η εκ-στατική προφάνεια της Τέχνης. Στην Εκκλησία δεν έχει θέση η κατοχύρωση του εγώ με αρεταλογική ορθοπραξία, με βαθμολογούμενη – μετρητή πειθάρχηση σε νόμους και εντολές, η καμουφλαρισμένη έπαρση του τηρητή νομικών διατάξεων. Είναι «βασιλεία του Θεού» η Εκκλησία, όπου μας «προάγουν» (χειραγωγούν) οι τελώνες, οι πόρνες, οι ληστές, πρωτοπόροι της αυτοπαραίτησης, όχι προσκοπάκια της «καλής πράξης κάθε μέρα».

Ζούμε μια δραματική δοκιμασία σήμερα, στους ναούς της ελλαδικής επικράτειας, πληρώνουμε τίμημα ακριβό θρησκειοποίησης του εκκλησιαστικού γεγονότος:

Πολλοί, πάρα πολλοί από τους εκκλησιαζόμενους, έχουν αρράγιστη την (ψυχολογική) βεβαιότητα ότι ο άρτος και ο οίνος της Ευχαριστίας δεν είναι δυνατό να μεταδίδουν τον θανατηφόρο ιό COVID-19, τον «κορωνοϊό». Έχουν ακούσει αναρίθμητα κηρύγματα «χριστιανικής» συμπεριφοράς, αλλά μάλλον δεν άκουσαν ποτέ τίποτα για τον τρόπο ύπαρξης που συνιστά την Εκκλησία.

Δεν πληροφορήθηκαν ποτέ ότι ο «καθαγιασμός» του άρτου και του οίνου στην Ευχαριστία δεν μεταβάλλει την κτιστή φύση σε άκτιστη, αλλάζει τον τρόπο της ύπαρξης. Το υλικό σώμα (σάρκα και αίμα) του ιστορικού Ιησού δεν «μετουσιώθηκε» σε άκτιστο – τη θεωρία της «μετουσίωσης» (transubstantiatio) την εφεύρε η φιλοσοφικά υπανάπτυκτη, πρώιμη μεσαιωνική Δύση, που έκανε από τον άρτο «όστια». Η Εκκλησία πάντοτε μαρτυρεί και κηρύττει ότι το υλικό σώμα του Χριστού σάρκωσε τον τρόπο της υπαρκτικής ελευθερίας του Ακτίστου. Ο άρτος και ο οίνος της Ευχαριστίας δεν «μεταλλάσσονται» μαγικά σε άφθαρτη ύλη. Πραγματώνουν, ως φθαρτή ύλη, τον τρόπο (αγαπητική κένωση) της υπαρκτικής ελευθερίας.

Αυτά με τη γραφίδα ενός αναρμόδιου, χωρίς το παραμικρό κύρος, με το ρίσκο να αδικεί ή να ζημιώνει τα όσα τον υπερβαίνουν. Θα προσθέσω ωστόσο, μια έκκληση: Ας βρισκόταν ένας, έστω μοναδικός και ασυντρόφευτος επίσκοπος, όχι «παιδαγωγός», που να επαναφέρει τη λειτουργική πρακτική των πρώτων χριστιανικών αιώνων: Να κοινωνούν οι πιστοί με τεμάχιο εμβαπτισμένου στον οίνο άρτου, που ο λειτουργός θα αποθέτει με λαβίδα στην παλάμη τους.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ