Αρχείο ετικέτας Εκκλησία και Πολιτεία

π. Εμμανουήλ Κλάψης: «Η μαρτυρία της Εκκλησίας στην δημόσια σφαίρα υπό την σκιά της πανδημίας»

Oι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επταετίας (1967-1974)

Διάλεξη του Δρος Εκκλησιαστικής Ιστορίας Χάρη  Ανδρεόπουλου στο Τμήμα Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών 

Στο θέμα των σχέσεων Πολιτείας – Εκκλησίας κατά την περίοδο της επτάχρονης δικτατορίας 1967-1974 αναφέρθηκε ο Δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου Θεολόγων Στερεάς Ελλάδος Χάρης Ανδρεόπουλος, σε διδασκαλία – διάλεξή του στους τελειοφοίτους φοιτητές του Τμήματος Θεολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του υποχρεωτικού μαθήματος (Ζ΄ εξαμήνου) της Εκκλησιαστικής Ιστορίας της Ελλάδος. 

Ο κ. Ανδρεόπουλος έχει ασχοληθεί με την περίοδο της Επταετίας στο πλαίσιο της διδακτορικής του διατριβής και είναι συγγραφέας του βιβλίου “Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967-1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση” (εκδ. Επίκεντρο, με Πρόλογο του Καθηγητή Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Αθηνών κ. Ιωαν. Μ. Κονιδάρη) το οποίο έχει από διετίας συγκαταλεχθεί στην κατηγορία των επιστημονικών συγγραμμάτων (υπηρεσία διαχείρισης συγγραμμάτων “ΕΥΔΟΞΟΣ” ) ως εγχειρίδιο διδασκαλίας σε ΑΕΙ (στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθηνών / Τμήμα Ιερατικών Σπουδών, ανάμεσα στα επιλεγόμενα συγγράμματα για το μάθημα του 6ου – εαρινού – εξαμήνου «Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος»). Πραγματοποίησε τη δίωρη διδασκαλία του στο Τμήμα Θεολογίας του ΕΚΠΑ μετά από πρόσκληση της διδάσκουσας το μάθημα, επίκουρης καθηγήτριας του Ιστορικού τομέα του Τμήματος κ. Δέσποινας Μιχάλαγα, παρουσιάζοντας τις ποικίλες διαστάσεις και προεκτάσεις που είχε η προβληματική αυτή σχέση στη διοίκηση και στη ζωή της ελλαδικής Εκκλησίας καθ΄ όλη τη διάρκεια της Επταετίας (1967-1974) και σε αμφότερες τις φάσεις της, ήτοι τόσο επί αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου Κοτσώνη (Μάιος 1967 – Δεκέμβριος 1973), όσο και επί αρχιεπισκοπείας Σεραφείμ Τίκα (Ιανουάριος 1974 – Ιούλιος 1974, κ.ε.). 

Ο κ. Ανδρεόπουλος ανέλυσε ζητήματα της εν λόγω περιόδου που αφορούσαν την νομοκανονική αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας και τον βαθύ τραυματισμό της (σήμερα κατοχυρωμένης) αυτοδιοικήσεώς της ο οποίος εκδηλώθηκε με σωρεία απροκαλύπτων παρεμβάσεων της δικτατορίας στα εσωτερικά της, παρεμβάσεων που αποσκοπούσαν στον έλεγχο της εκκλησιαστικής διοικήσεως προκειμένου να υπηρετηθούν ιδεολογικές σκοπιμότητες του καθεστώτος. Ως ιδιαίτερης σημασίας ζητήματα αναλύθηκαν στους φοιτητές τα θέματα αφ΄ ενός μεν της διαταραχθείσας κατά το διάστημα της πρώτης φάσης της δικτατορίας (1967 – 1973) νομοκανονικής σχέσεως της ελλαδικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αφ΄ ετέρου δε των δώδεκα (12) εκπτώτων – “ιερωνυμικών” λεγομένων – Μητροπολιτών που δημιουργήθηκε στη δεύτερη φάση της δικτατορίας (Ιούνιος – Ιούλιος 1974) και το οποίο – ως απότοκο της Επταετίας πρόβλημα – ταλαιπώρησε τη ζωή της Εκκλησίας μέχρι και τα πρόσφατα χρόνια (1990 – 1996). Επίσης, ο κ. Ανδρεόπουλος αναφέρθηκε και ανέλυσε τις πολιτικές με τις οποίες στα πρώτα κρίσιμα χρόνια της μεταπολιτεύσεως, επί πρωθυπουργίας Κων/νου Καραμανλή (1974 – 1980), αντιμετωπίσθηκε και εξομαλύνθηκε η κρίση στην Εκκλησία, αλλά και θεμελιώθηκε ο εκδημοκρατισμός της με σειρά συνταγματικών διατάξεων και νομοθετημάτων που ρύθμισαν θετικά τόσο την εσωτερική της λειτουργία, όσο και τις σχέσεις της με την Πολιτεία. 

Τέλος, απάντησε σε ερωτήματα και τοποθετήθηκε σε προβληματισμούς που κατέθεσαν οι φοιτητές γύρω από το θέμα τόσο της περιόδου της Επταετίας, όσο και ευρύτερα των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας.

ΠΗΓΗ

ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ

Επανεκκίνηση και μεγάλη σύνεση

 

Η συνάντηση Πρωθυπουργού και Αρχιεπισκόπου και η επανεκκίνηση του διαλόγου για θέματα που αφορούν τις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας είναι καταρχήν θετική στο μέτρο που γενικά ο διάλογος είναι χρήσιμος για τη λύση προβλημάτων. Ωστόσο, τη διαδικασία αυτή, που ξεκίνησε μ’ αυτή τη μορφή με πρωτοβουλία της προηγούμενης κυβέρνησης, πρέπει να τη διαχειρισθούν και οι δύο πλευρές με μεγάλη σύνεση και αίσθηση των διακριτών ρόλων.

Ο κλήρος σε όλες τις βαθμίδες πρέπει να ζει με εργασιακή ασφάλεια αλλά πρέπει και να λειτουργεί στο νομικό πλαίσιο ενός σύγχρονου κράτους δικαίου (διαφάνεια, λογοδοσία, αναμόρφωση της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης). Αυτό θα πρέπει να πρυτανεύει ως αρχή και στην εκκλησιαστική ιεραρχία και στην κυβέρνηση.

Η εκκλησιαστική περιουσία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν λάφυρο από κανέναν, αλλά ως παρακαταθήκη εμπιστοσύνης γενεών πιστών Χριστιανών που ήθελαν να εξασφαλίσουν την άμυνα της Εκκλησίας απέναντι στην εκκοσμίκευση. Αυτό θα πρέπει να απασχολεί πάντοτε και τις δύο πλευρές σε οποιεσδήποτε προσπάθειες αξιοποίησης ή ανταλλαγών.

Το μάθημα των Θρησκευτικών υφίσταται μια εκτεταμένη αναμόρφωση επί μια δεκαετία (και όχι επί ΣΥΡΙΖΑ, όπως γράφεται συχνά) με στόχο να απευθύνεται σε όλους τους μαθητές και να αποτρέψει τον κατακερματισμό της τάξης μεταξύ Ορθοδόξων και μη. Συμπύκνωσε την παιδαγωγική αγωνία και την προεργασία πολλών κύκλων θεολόγων εκπαιδευτικών τουλάχιστον από το 2000. Παρά τα όσα διατυμπανίζονται (κυρίως από ακραίους οπαδούς της θεολογίας ως θρησκόληπτης καταστολής), οι αποφάσεις (660/2018 και 926/2018) του ΣτΕ για το πώς πρέπει να διδάσκεται, δεν είναι οριστικές, καθώς αναμένονται νέες αποφάσεις του ΣτΕ για τις υπουργικές αποφάσεις Γαβρόγλου έπειτα από προσφυγές εναντίον τους θεολόγων, της Μητρόπολης Πειραιώς, αλλά και της Ενωσης Αθέων. Αυτές παρουσιάσθηκαν στην Ολομέλεια του Συμβουλίου τον Σεπτέμβριο του 2018 και η εκδίκασή τους ακόμα εκκρεμεί. Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει λογικά να περιμένει πρώτα αυτή την απόφαση.

Σε μια πληγωμένη από την κρίση κοινωνία, που ακόμη στοιχειώνουν αντανακλαστικά απομονωτισμού, αισθήματα αγανάκτησης, ή φόβοι απέναντι σε οποιεσδήποτε αλλαγές, ο πειρασμός της καλλιέργειας μια ναρκωτικής θρησκοληψίας για να καμφθούν ενοχλητικές (είτε για την Εκκλησία είτε για την Πολιτεία) αντιδράσεις μπορεί να φέρει κάποια βραχυπρόθεσμα μικροπολιτικά οφέλη, αλλά μακροπρόθεσμα θα υπονομεύσει την οποιαδήποτε ελπίδα σοβαρής αναζήτησης νοήματος στη ζωή κάθε ανθρώπου (Χριστιανού ή μη) με ολέθριες συνέπειες και για το έργο της Εκκλησίας και την επιβίωση της κοινωνίας και της δημοκρατίας. Γι’ αυτό, ο όποιος διάλογος δεν επιτρέπεται με κανέναν τρόπο να εκφυλισθεί σε συναλλαγή εξουσιών.

ΠΗΓΗ: ΤΑ ΝΕΑ

Έθνος, Κράτος & Εκκλησία· Ανοιχτή Εκδήλωση – Συζήτηση του ΑΡΔΗΝ (14 Νοεμβρίου 2018)

Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος: «Όποιος υπονομεύει τον διάλογο μεταξύ Εκκλησίας – Πολιτείας εξυπηρετεί ιδιοτελή συμφέροντα»

Τη θέση του για τη σημασία του Μαθήματος των θρησκευτικών σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία, καθώς και τον ρόλο του διαλόγου μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, αναλύει σε επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και τους Συνοδικούς Αρχιερείς ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος.

 Διαβάστε την επιστολή εδώ: ORTHODOXIA INFO

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ, Η Εκκλησία της Ελλάδος στα χρόνια της Δικτατορίας

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Παρουσιάζεται στη Θεσσαλονίκη το βιβλίο του Θεολόγου Καθηγητή Χάρη Ανδρεόπουλου «Η Εκκλησία κατά τη Δικτατορία 1967-1974. Ιστορική και Νομοκανονική προσέγγιση», σε εκδήλωση της εφημερίδας «Χριστιανική» στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ.

Η εφημερίδα «Χριστιανική», σε συνεργασία με τις εκδόσεις «Επίκεντρο», διοργανώνει ανοικτή εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη με θέμα «Η Εκκλησία στα χρόνια της δικτατορίας 1967-1974» στο πλαίσιο της οποίας θα γίνει η παρουσίαση του βιβλίου του Χαράλαμπου Μ. Ανδρεόπουλου, θεολόγου καθηγητή, Δρος Εκκλησιαστικής Ιστορίας του ΑΠΘ, «Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967-1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση» το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Επίκεντρο» (σειρά «Ιστορία και Κοινωνία») της Θεσσαλονίκης.

Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την 25η Απριλίου 2018,  ημέρα Τετάρτη και ώρα 7 μ.μ. στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ (Α΄ αμφιθέατρο, 2ος όροφος).

Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι:

–   Ανδρέας Νανάκης, Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ

Μανώλης Μηλιαράκης, Φυσικός, επίτιμος Πρόεδρος της «Χριστιανικής Δημοκρατίας»

Κλήμης Πυρουνάκης, Θεολόγος, συντονιστής Δικτύου Στήριξης Φυλακισμένων και Αποφυλακισμένων Γυναικών

–   Ανδρέας Αργυρόπουλος, Θεολόγος καθηγητής, M.Th., Δ/ντής Γυμνασίου, και ο συγγραφέας.

Θα ακολουθήσουν ελεύθερες παρεμβάσεις και διάλογος. Την εκδήλωση θα συντονίσει ο Μανώλης Τασόγλου, μέλος της Κ.Ε. της «Χριστιανικής Δημοκρατίας».

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Λίγα λόγια για το βιβλίο (σημείωμα του εκδοτικού οίκου):

«Σε μια από τις πλέον σκοτεινές και δυσερμήνευτες περιόδους της σύγχρονης εκκλησιαστικής ιστορίας αναφέρεται το παρόν βιβλίο που έρχεται να ρίξει φώς στις σχέσεις της διοικούσας Εκκλησίας και της Πολιτείας της περιόδου 1967 – 1974, όπως αυτές διαμορφώθηκαν υπό το κράτος της εγκαθιδρυθείσας την 21η Απριλίου 1967 επτάχρονης δικτατορίας. Με ενδελεχή έρευνα πηγών και βιβλιογραφίας ο Χάρης Ανδρεόπουλος πραγματεύεται το πρόβλημα, εξετάζοντας και αναλύοντας ζητήματα της εν λόγω περιόδου που αφορούσαν την νομοκανονική αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας και τον βαθύ τραυματισμό της (σήμερα συνταγματικά κατοχυρωμένης) αυτοδιοικήσεώς της από σωρεία παρεμβάσεων της δικτατορίας στα εσωτερικά της, που αποσκοπούσαν στον έλεγχο της εκκλησιαστικής διοικήσεως ώστε να υπηρετηθούν οι ιδεολογικές σκοπιμότητες του καθεστώτος.

Προσεγγίζοντας το όλο ζήτημα επί τη βάσει ιστορικών και νομοκανονικών κριτηρίων, ο συγγραφέας αναδεικνύει, αξιολογεί και ερμηνεύει τις ποικίλες διαστάσεις και προεκτάσεις που είχε η προβληματική αυτή σχέση στη διοίκηση και στη ζωή της ελλαδικής Εκκλησίας καθ΄ όλη τη διάρκεια της Επταετίας και σε αμφότερες τις φάσεις της, ήτοι τόσο επί Γ. Παπαδοπούλου (και αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου Κοτσώνη, Μάϊος 1967- Δεκέμβριος 1973) όσο και επί Δ. Ιωαννίδη (και  αρχιεπισκοπείας Σεραφείμ Τίκα, Ιανουάριος 1974 – Ιούλιος 1974).

 Ως ιδιαίτερης σημασίας ζητήματα αντιμετωπίζονται το θέμα της διαταραχθείσας κατά το διάστημα της πρώτης φάσης της δικτατορίας (1967 – 1973) νομοκανονικής σχέσης της ελλαδικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το θέμα των δώδεκα εκπτώτων – «ιερωνυμικών» λεγομένων – Μητροπολιτών που δημιουργήθηκε στη δεύτερη φάση της δικτατορίας (Νοέμβριος 1973 – Ιούλιος 1974).  

Στο βιβλίο παρουσιάζονται, επίσης, και αναλύονται οι πολιτικές με τις οποίες στα πρώτα κρίσιμα χρόνια της μεταπολίτευσης, επί πρωθυπουργίας Κων/νου Καραμανλή (1974 – 1980), αντιμετωπίσθηκε και εξομαλύνθηκε η κρίση στην Εκκλησία, αλλά και θεμελιώθηκε ο εκδημοκρατισμός της με σειρά συνταγματικών διατάξεων και νομοθετημάτων που ρύθμισαν θετικά τόσο την εσωτερική της λειτουργία, όσο και τις σχέσεις της με την Πολιτεία. Μία σημαντική μελέτη που βοηθά στην εξέταση, κατανόηση και ανάδειξη των αιτίων και των διαδικασιών μέσω των οποίων η Εκκλησία της Ελλάδος επηρεάσθηκε, συμμετείχε, έδρασε και επέδρασε στις πολιτικές εξελίξεις υπό το κράτος της επτάχρονης δικτατορίας 1967-1974». (Από την αναφορά στο οπισθόφυλλο και στην ιστοσελίδα των Εκδόσεων Επίκεντρο).

* Το βιβλίο προλογίζει ο ομ. Καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης, σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι «..έως σήμερα, έχουν γραφεί πολλά και από πολλούς για όψεις και ζητήματα της περιόδου αυτής. Το πρώτον όμως επιχειρείται με την παρούσα διατριβή η συνολική και συστηματική περιγραφή και αποτίμηση της περιόδου αυτής. Η άρτια και λεπτολόγος συγκέντρωση του υλικού, η αναλυτική εκδίπλωσή του, η παρουσίαση όλων των έως σήμερα εξενεχθεισών απόψεων επιμέρους ζητημάτων και η κριτική θεώρησή τους, με οξυδέρκεια και ευθυκρισία, αποτελούν ένα εγχείρημα το οποίο απαιτεί μεγάλη επιμέλεια, άριστη γνώση του πλήθους των πηγών και της βιβλιογραφίας, εδραία επιστημονική κατάρτιση και αντικειμενική κρίση. Τα προαπαιτούμενα αυτά πληροί η συγγραφή του κ. Ανδρεόπουλου έτσι, ώστε η μετά χείρας διατριβή όχι μόνο να αποτελεί ένα έργο-σταθμό για την εκκλησιαστική ιστορία, αλλά και εφαλτήριο για περαιτέρω αναζητήσεις σε συναφείς κλάδους, όπως το εκκλησιαστικό δίκαιο ή/και η πολιτική ιστορία του τόπου μας» (από τον Πρόλογο του βιβλίου ).

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ

Για το βιβλίο έχουν γράψει:

«Το βιβλίο αυτό απευθύνεται πέρα από τον νομικό, τον ιστορικό, τον θεολόγο, τον κληρικό, τον ερευνητή και τον κάθε ειδικώς (και όχι μόνο) ενδιαφερόμενο περί τα θέματα αυτά, εξάπαντος και εξόχως στον Nεοέλληνα και δη τον ορθόδοξο χριστιανό, που θέλει να εγκύψει στα δύσκολα και σκανδαλώδη αυτά προβλήματα της εκκλησιαστικής μας ιστορίας χωρίς φόβο και πάθος, με ωριμότητα και πνευματική νηφαλιότητα, προκειμένου να πατήσει πιο γερά στα πόδια της πίστεώς του, μακριά από φανατισμούς, μονομέρειες και ημιμάθειες ή ωραιοποιήσεις της πραγματικότητας (…) Η παράθεση και ανάλυση των πηγών είναι τω όντι εξονυχιστική. Κείνο που έχει επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι, πέρα από τον βασικό ιστορικό κορμό του πονήματος, η πλούσια παράθεση σχολίων και υποσημειώσεων, οι οποίες αποκαλύπτουν την καθημερινότητα και τα «πάθη» των εκκλησιαστικών και πολιτικών προσωπικοτήτων που εξετάζονται στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο», (Κώστας Νούσης, φιλόλογος – θεολόγος (Μ.Τh.) καθηγητής και συγγραφέας, στο επίσημο περιοδικό της Εκκλησίας της Ελλάδος ΘΕΟΛΟΓΙΑ, τομ. 88, τχ. 2/2017 και στο Αmen.gr, 16.11.2017 ).

«Η ενδιαφέρουσα, εστιασμένη στην εποχή της δικτατορίας, μελέτη του Χαράλαμπου Ανδρεόπουλου προσφέρει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να προβληματιστεί για μια από τις πλέον σκοτεινές και δυσερμήνευτες περιόδους της σύγχρονης εκκλησιαστικής ιστορίας. Με τη βαθύτατη γνώση των γεγονότων της οχληρής εκείνης περιόδου, των περίπλοκων διοικητικών ζητημάτων και της εν γένει εκκλησιαστικής πραγματικότητας, ο συγγραφέας αποκαλύπτει αναλυτικά μια σωρεία απροκάλυπτων παρεμβάσεων του δικτατορικού καθεστώτος στα εσωτερικά της Εκκλησίας που αποσκοπούσαν στον έλεγχό της και κατά συνέπεια στην πρόσβαση στη μεγάλη κοινωνική επιρροή της, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την προώθηση των ιδεολογικών σκοπιμοτήτων της απεχθούς δικτατορίας. Μέσα από μια απολύτως τεκμηριωμένη μελέτη, ο συγγραφέας ερευνά και διατυπώνει τους προβληματισμούς και τα συμπεράσματά του που σχετίζονται με τη φυσιογνωμία της σύγχρονης Εκκλησίας, αναδεικνύοντας την παθογένεια αλλά και την υποκριτική και καιροσκοπική μεταβολή των πεποιθήσεων ιερωμένων και λαϊκών ανάλογα με τη συγκυρία» (Ξενοφών Μπρουντζάκης, δημοσιογράφος – συγγραφέας, εφημερίδα “Το Ποντίκι”, 28.09.2017 ).

«Ο Χαράλαμπος Ανδρεόπουλος, θεολόγος καθηγητής, μας παρουσιάζει μια εξαιρετικά παραστατική εικόνα των γεγονότων που ταλάνισαν την Εκκλησία την εποχή της δικτατορίας (…) Είναι φανερό ότι τον συγγραφέα βασάνισαν επί μακρόν θέματα που σχετίζονται με τη φυσιογνωμία της σύγχρονης Εκκλησίας και την καιροσκοπική μεταβολή των πεποιθήσεων ιερωμένων και λαϊκών ανάλογα με τη συγκυρία. Όλα αυτά παρουσιάζονται τεκμηριωμένα με άπειρες σημειώσεις, παραπομπές, κανονισμούς του εκκλησιαστικού δικαίου και ιστορικές αναφορές από ένα πλήθος πηγών που καθιστούν τη μελέτη του πραγματικά πρωτοποριακή» (Απόστολος Σπυράκης, καθηγητής και συγγραφέας, στην ιστοσελίδα βιβλίου και τέχνης Diastixo.gr , 16.08.2017 ).

«…Η προκείμενη πραγματεία αποτελεί μία πρωτότυπη εργασία δεδομένου ότι δεν διστάζει να καταπιαστεί με ένα θέμα που πενήντα χρόνια μετά εξακολουθεί να αποτελεί «σημείον αντιλεγόμενον» και να παρουσιάζεται συνήθως μονομερώς και ανεπαρκώς προκειμένου να εξωραϊστούν ή να καταδικαστούν πρόσωπα, καταστάσεις και ενέργειες της περιόδου αυτής. Ο συγγραφέας με την εναργή και λεπτομερή από νομοκανονικής και θεολογικής πλευράς ανάπτυξη του υλικού του αφενός μεν δεν διεκδικεί δάφνες απόλυτης και αποκλειστικής αλήθειας, αφετέρου δε προσφέρει εφαλτήριο περαιτέρω αναζητήσεων για όποιον επιθυμεί να εμβαθύνει με μεθοδικότητα και επιστημονική συνέπεια, όπως και ο ίδιος πράττει, σε μία περίοδο της νεότερης εκκλησιαστικής και πολιτικής ιστορίας μας η οποία αφήνει, όσο μάλιστα παρέρχεται ο χρόνος, πολλά περιθώρια ακόμη για να αποκωδικοποιηθούν και να προβληθούν πτυχές της, που έως σήμερα παραμένουν ανέγγιχτες» (Γεώργιος Κ. Ιατρού, δικηγόρος, Δρ. Εκκλησιαστικού Δικαίου στην Επιθεώρηση Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου «ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΑ» (τχ. 2/2017) και στην εφημερίδα “Ελευθερία” Λαρίσης, 04.01.2018

«….ο συγγραφέας περιγράφει το εύρος των παρεμβάσεων που υπέστη η Εκκλησία από το καθεστώς της Επταετίας με αντικειμενική ματιά, με εξονυχιστική παράθεση πηγών, χωρίς διάθεση «ουδετεροποίησης» ή αντιθέτως πρόθεση «δίκης» – πολλώ δε μάλλον «καταδίκης» – εκπροσώπων της θεσμικής Εκκλησίας για τις πράξεις ή τις παραλείψεις τους. Το ζητούμενο για τον συγγραφέα είναι η ιστορική αλήθεια η οποία φωτίζεται και αποτιμάται από την ίδια την παράδοσης της Εκκλησίας. Στο πλαίσιο αυτό ο συγγραφέας κρίνει τις κανονικές εκτροπές (και τα έκτροπα) τόσο κατά την πρώτη περίοδο της δικτατορίας, επί αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου Κοτσώνη, όσο και κατά την δεύτερη επί αρχιεπισκοπείας Σεραφείμ Τίκα, με κριτήρια θεολογικά και εκκλησιολογικά» (Φωτεινή Οικονόμου, καθηγήτρια θεολόγος [M.Th.] και συγγραφέας, στο περιοδικό “Σύναξη” , τχ. 145, Μαρτίου 2018)

Αξίζει να σημειωθεί ότι το βιβλίο συγκαταλέχθηκε από την τρέχουσα ακαδημαϊκή χρονιά (2017-2018) στην κατηγορία των επιστημονικών συγγραμμάτων (υπηρεσία διαχείρισης συγγραμμάτων «ΕΥΔΟΞΟΣ») ως εγχειρίδιο διδασκαλίας σε ΑΕΙ (στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθηνών / Τμήμα Ιερατικών Σπουδών, ανάμεσα στα επιλεγόμενα συγγράμματα για το μάθημα του 4ου – εαρινού – εξαμήνου “Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος” ).

Αποτέλεσμα εικόνας για Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967-1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση

Ο Χαράλαμπος Μ. Ανδρεόπουλος γεννήθηκε και ζει με την οικογένειά του στη Λάρισα. Υπηρετεί στη Β/θμια εκπαίδευση ως θεολόγος καθηγητής. Είναι διδάκτωρ Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Α.Π.Θ. και μέλος της Εταιρείας Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στη μελέτη θεμάτων της σύγχρονης πολιτικής και εκκλησιαστικής ιστοριογραφίας. Αρθρογραφεί στην «Ελευθερία» Λαρίσης, στο «Amen.gr » και στο προσωπικό του ιστολόγιο.

Θεολογικός λόγος, εθνική υπόσταση, κοινωνικός ιστός

Γράφει ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ / Θεολόγος Καθηγητής

Εθνικιστικές αντιλήψεις, φασιστικός κοινωνικός λόγος και φοβικές δοξασίες ήρθαν για να μείνουν αρκετά. Μεγάλη είναι η αδυναμία μέρους του εκκλησιαστικού σώματος να λειτουργήσει πέρα από τα συνήθη όρια του «πάω στην Εκκλησία και ανάβω το κερί μου». Να λειτουργήσει εκκλησιαστικά στα φλέγοντα θέματα της καθημερινότητάς του, ως μέλος κοινωνίας και έθνους.

Σε συζητήσεις, διαδικτυακές αψιμαχίες και καθημερινές γνωριμίες συναντάς και διθυράμβους, αλλά και λιβέλους από ανθρώπους που συνήθως συναντιούνται κάτω από τον ίδιο τρούλο με τον Παντοκράτορα να ευλογεί. Μπορεί να είναι ο παπάς και ο καντηλανάφτης της ίδιας ενορίας, ο κατηχητής και ο θεολόγος του σχολείου, η κυρία που σταυροκοπιέται συνεχώς και ο ψάλτης που επιδεικνύει τα τεριρέμ.

Προφανώς και θα έπρεπε η θεολογία να μάς έχει εμποτίσει πριν από τα γεγονότα. Προφανώς και κατόπιν εορτής θα έπρεπε να μάς είχε συνεφέρει. Προφανώς και η βία, το εθνικιστικό μίσος, οι κοινωνικοί αποκλεισμοί και τα πάσης φύσεως φοβικά σύνδρομα καταδικάζονται δημοκρατικά, λογικά και θεολογικά. Αυτό όμως που διαπιστώνω με έκπληξή μου είναι κάτι εξίσου επικίνδυνο. Και εξηγούμαι:

Στη ρηχή, επικίνδυνη και αθεολόγητη συνθηματολογία «να πετάξουμε όλους τους ξένους έξω από την Ελλάδα» και «να τσακίσουμε τους εχθρούς του έθνους», οι έχοντες αντίθετο σκεπτικό επικαλούνται χωρία που δείχνουν την ενότητα όλης της κτίσης στο Ευαγγέλιο του Χριστού, την αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων της εποχής τους από Πατέρες της Εκκλησίας, τη νέα πραγματικότητα που ευαγγελίζεται ο ερχομός του Θεού της Αγάπης. Κι ως εδώ άριστα και εννοείται ότι όλοι μας, πιστοί και άπιστοι, υπερθεματίζουμε, συμφωνούμε και προβάλλουμε τα χρυσά κοσμήματα της Εκκλησίας έναντι του κατακλυσμού της λάσπης και του γκρίζου της εποχής μας.

Το πρόβλημα ξεκινά όταν χρησιμοποιείται η θεολογία της Εκκλησίας για ανεφάρμοστες και λυρικές εκθεσούλες ιδεών. Μια σειρά από «ενοχλητικά» ερωτήματα μάλλον θα φωτίσει το εύρος του προβληματισμού.

Καταδικαστέος ο εθνικισμός και το μίσος για τους μη Έλληνες. Σίγουρα, ο διαχωρισμός της υφηλίου σε έθνη και κράτη, η δημιουργία στρατών, η ύπαρξη και τιμή της εθνικής σημαίας είναι σχήματα του αιώνος τούτου που θα παρέλθουν στη Βασιλεία των Ουρανών. Αυτό σημαίνει αυτομάτως ότι όποιος τιμά την ελληνική σημαία και συγκινείται στη θέα της και στο άκουσμα του εθνικού ύμνου παραβαίνει τα ευαγγελικά λόγια ότι ο Χριστός ήρθε στον κόσμο για να γίνουν όλοι ένα; Όποιος αγωνίζεται για την προάσπιση των εθνικών συνόρων είναι πιο μακριά από το πρότυπο του Χριστιανού σε σχέση με αυτόν που αγωνίζεται για τη συνεκμετάλλευση του Αιγαίου με τους Τούρκους; Η ορθότατη λογική ότι η ορθόδοξη πίστη είναι πάνω από σύνορα, έθνη και κράτη επιβάλλει την ταυτόχρονη διάλυση της εθνικής συνείδησης και ιστορικής μνήμης και της κρατικής υπόστασης των λαών, αρχής γενομένης από τον ελληνικό;

Γιατί άραγε τα παλιά μοναστήρια, παράλληλα με τη θεολογία της αποδοχής του άλλου, είχαν και πύργους και οχυρωματικά έργα εναντίον κουρσάρων και ληστών; Μήπως είναι τουλάχιστον υποκριτικό και ανήθικο να έχεις συναγερμό στο σπίτι και στο αυτοκίνητο και να επικαλείσαι τους αγίους που τα έδιναν όλα ακόμη και για τους ληστές, απλά και μόνο για να επιπλήξεις τον αγανακτισμένο που του άνοιξαν το μαγαζί και του κλέψανε το σπίτι; Εν κατακλείδι, μήπως είναι απαράδεκτο να χρησιμοποιούμε κατά το δοκούν τη θεολογία της Εκκλησίας για να καταδείξουμε όλους τους άλλους ως αμαρτωλούς και ως χαμηλού επιπέδου και για τη δημιουργία απλώς και μόνο ενός δικού μας “φιλανθρώπου” (πλην όμως κενού) image making;

Εάν τα γράφω αυτά είναι επειδή από μικρό παιδί έχω χορτάσει από θεολογικές ωραιολογίες. Εάν η ορθόδοξη θεολογία δεν έχει να πει στο σύγχρονο άνθρωπο και πέντε πρακτικές και εφαρμόσιμες κουβέντες, τότε είναι για τα αραχνιασμένα σεντούκια του ακαδημαϊσμού. Καλό κατευόδιο.

ΠΗΓΗ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΤΑΞΙΕΣ

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση