Αρχείο ετικέτας Τάκης Θεοδωρόπουλος

Η γηραλέα εκπαίδευση

Γράφει ο ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

Νεαρόν Έθνος; Ή γηραιόν Έθνος; Αν υπολογίσουμε τα μόλις διακόσια χρόνια της κρατικής μας υπόστασης μάλλον θα πρέπει να αποδεχθούμε το νεαρόν της ηλικίας μας, με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται, ελαφρυντικό ή επιβαρυντικό. Αν όμως θέλουμε να μετρήσουμε την εμβέλεια της αυτοσυνειδησίας μας, τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας μάλλον θα κλίνουμε προς τη δεύτερη εκδοχή. Η εκπαίδευση δίνει το στίγμα της πορείας μας μέσα σ’ αυτά τα διακόσια χρόνια. Μια συνεχής αναζήτηση της σύνθεσης ανάμεσα στο νεαρόν της ύπαρξής μας και το γηραιόν της συνείδησής μας. Ανάμεσα στη νεανική ορμή και το βάρος της κόπωσης.

Στα τρία τελευταία κυριακάτικα άρθρα μου επιχείρησα να αναδείξω την κόπωση της ελληνικής εκπαίδευσης. Με στόχο τη Μέση Εκπαίδευση. Αδυναμία κατανόησης κειμένου μέσω της διδασκαλίας της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, απώθηση των κλασικών σπουδών, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίον διδάσκονται τα Λατινικά αλλά και τα Αρχαία Ελληνικά, και φυματική αντίληψη της Ιστορίας, ελληνικής ή ευρωπαϊκής, εξαιτίας του τρόπου που διδάσκεται η Ιστορία. Να θυμίσω απλώς ότι Ιστορία διδάσκουν φιλόλογοι, ή καθηγητές Αγγλικών ή Γαλλικών, που για να σταθούν μέσα στην τάξη είναι υποχρεωμένοι να αποστηθίσουν χωρία του εγχειριδίου. Η αποστήθιση είναι μέθοδος διδασκαλίας. Και δεν περιορίζεται στα λεγόμενα «φιλολογικά» μαθήματα. Καθηγητής Μαθηματικών μου είπε ότι πολλοί από τους αριστούχους ξέρουν να λύνουν τις εξισώσεις, όμως αδυνατούν να εξηγήσουν «με δικά τους λόγια» τη μέθοδο που ακολούθησαν για να τις λύσουν.

Σύμπτωμα γήρανσης; Ας αποφανθούν οι ειδικοί. Εγώ αυτό που θέλω να εντοπίσω είναι η αδυναμία της εκπαίδευσης να παρακολουθήσει την πορεία της ελληνικής κοινωνίας. Μας αρέσει να λέμε ότι η ελληνική κοινωνία κάνει άλματα που ξεπερνούν την πολιτική της εκπροσώπηση. Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για την εκπαίδευση, κυρίως τη μέση εκπαίδευση που διαμορφώνει τις μελλοντικές ελίτ.

Γηρασμένη εκπαίδευση; Τα παιδιά μας αισθάνονται ανίσχυρα όταν καλούνται να κατανοήσουν ένα κείμενο. Τα παιδιά μας δεν έχουν τον εξοπλισμό για να διατυπώσουν τον συλλογισμό που τους επέτρεψε να λύσουν την εξίσωση. Τα χλευάζουμε επειδή μπερδεύουν τον Κολοκοτρώνη με τον Λεωνίδα; Μάλλον τον εαυτό μας πρέπει να χλευάσουμε που τα έμαθε ότι η διαφορά του ενός από τον άλλον είναι η απόσταση στις σελίδες του εγχειρίδιου.

Η εκπαίδευση είναι γηρασμένη. Κουράστηκε διακόσια χρόνια τώρα να προσπαθεί να αποδείξει τη θαλερή νεότητά της, πότε με το γλωσσικό, πότε με την υποταγή της στον «προοδευτικό συνδικαλισμό» των λειτουργών της, πότε με τις συντηρητικές αγκυλώσεις των «καθαρών» της. Την κούρασαν, την εξάντλησαν όλ’ αυτά δεκαετίες τώρα. Ναι, πρόκειται για δεκαετίες, και το συσσωρευμένο γήρας δεν σβήνει με νομοθετικά διατάγματα.

Διαβάζω με ενδιαφέρον τα σχέδια του υπουργείου Παιδείας. Πολλαπλό βιβλίο, εκ των ων ουκ άνευ, νέα βιβλία, απαραίτητα. Και μένω με την απορία. Πώς θα τα διδάξουν όσοι θα κληθούν να τα διδάξουν; Όσοι έχουν εθισθεί στο ένα βιβλίο της αποστήθισης και έχουν ταυτίσει την εκπαίδευση με αυτό; Και πώς θα επιλέξουν από το «πολλαπλό» βιβλίο αυτό που θεωρούν καταλληλότερο;

Κλείνω την εορταστική χρονιά σχολιάζοντας την εκπαίδευση, τη μέση εκπαίδευση. Επειδή πιστεύω ότι οι δυσπλασίες της και οι αντιφάσεις της αναδεικνύουν με τον πιο εύγλωττο τρόπο τις αντιφάσεις της πορείας των διακοσίων ετών. Κυρίως τη σύγκρουση ανάμεσα στο «νεαρόν» του Έθνους και το «πολιτισμικό» του γήρας. Θα είχε ενδιαφέρον αν άλλοι, αρμοδιότεροι εμού, ιστορικοί διάβαζαν τα διακόσια αυτά χρόνια της κρατικής μας ύπαρξης μέσα απ’ αυτήν την προοπτική αντίθεση, το «νεαρόν» του πολιτικού Έθνους και το «γηραλέον» του πολιτισμικού Έθνους. Χωρίς να είμαι ιστορικός θεωρώ ότι αυτή είναι η βασική αντίθεση της σύγχρονης ύπαρξής μας. Και γι’ αυτό δεν πρέπει να την απωθούμε. Ας σταθούμε απέναντί της. Είναι η εικόνα μας στον καθρέφτη.

Καλή χρονιά και μη φοβόμαστε τις αντιφάσεις μας. Ας τις κοιτάξουμε κατάματα. Έχουμε τόσα να φοβηθούμε που αυτές μοιάζουν με πολυτέλεια. Την πολυτέλεια της μιας εβδομάδας αργίας που δικαιούμαι.

ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

ΚΑΙ ΕΔΩ: 

Κοραής: Βοηθήστε μας, ευτυχείς Αμερικανοί

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

«Βοηθήστε μας, ευτυχείς Αμερικανοί. Δεν είναι ελεημοσύνη που ζητάμε. Αλλά σας προσφέρουμε κι εμείς ένα τρόπο να αυξήσετε τη δική σας ευτυχία». Eτσι καταλήγει η επιστολή του Αδαμάντιου Κοραή στον Τόμας Τζέφερσον. Την έχει γράψει από το Παρίσι στις 10 Ιουλίου του 1823. Ο Κοραής είναι 75 ετών. Έχει εκδώσει ήδη πολλούς τίτλους στην «Ελληνική Βιβλιοθήκη» του, βιβλιοθήκη κειμένων της κλασικής ελληνικής γραμματείας, από τον Πλούταρχο ώς τον Αριστοτέλη και τον Ιπποκράτη. Σε επόμενη επιστολή του θα παραπονεθεί για τον κάματο της υγείας του. Ο Τζέφερσον είναι 80. Εχει αποσυρθεί από την πολιτική από το 1809. Αφού εξάντλησε τη δεύτερη προεδρική του θητεία ως τρίτος πρόεδρος των ΗΠΑ. Το 1823 τον απασχολεί το πανεπιστήμιο που ο ίδιος έχει ιδρύσει στη Βιρτζίνια. Είναι το πρώτο εκπαιδευτικό ίδρυμα στην πολιτεία του όπου ισχύει η αρχή της ανεξιθρησκίας. Οι φοιτητές δεν υποχρεούνται να ορκισθούν σε κάποια από τις κυρίαρχες προτεσταντικές σέχτες για να γίνουν δεκτοί. Αρκεί να έχουν «λειτουργική» γνώση των αρχαίων ελληνικών και των λατινικών. Κοινώς αρκεί να μπορούν να διαβάσουν ένα κείμενο στα λατινικά ή στα αρχαία ελληνικά.

Τις πληροφορίες τις αντλώ από το τελευταίο τεύχος της επιθεώρησης Athens Review of Books. Σ’ αυτό ο ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας Περικλής Βαλλιάνος παρουσιάζει για πρώτη φορά μεταφρασμένη στα ελληνικά την αλληλογραφία του Αδαμάντιου Κοραή με τον Τόμας Τζέφερσον, συνοδεύοντάς τη με εκτενή σχολιασμό για τον ελληνικό Διαφωτισμό και το πνευματικό κίνημα του «αντι-κοραϊσμού» που τον συνόδευσε. Και βέβαια, αναφερόμενος στον ελληνικό Διαφωτισμό, δεν μπορεί να μην αναφέρει τον πιο έγκυρο μελετητή του, τον Πασχάλη Κιτρομηλίδη: «Πώς άραγε συνέβη η έκλειψη από το ευρωπαϊκό προσκήνιο μιας μορφής στην οποία αναφερόταν διαρκώς ο 19ος αιώνας; Μια απάντηση θα ήταν: ο εξοστρακισμός της από την ίδια της την πατρίδα». Όντως, έχοντας εμπειρία από τις εκδόσεις των αρχαίων στα γαλλικά «Belles Lettres», οι αναφορές των σχολιαστών στον Κοραή είναι στην ημερήσια διάταξη. Ας πούμε όμως ότι όλ’ αυτά ανήκουν στην Ιστορία μας. Δεν το λέω για να υποβαθμίσω τη σημασία τους. Το λέω για να τα βάλω στη θέση τους. Το ζητούμενο δεν είναι ο Κοραής. Το ζητούμενο είναι ο τρόπος που ένας Ελληνας βλέπει τη χώρα του, η οποία, όταν γράφει τις επιστολές του, δεν υπάρχει ακόμη. Η Ελλάδα του Κοραή είναι μια εν δυνάμει πραγματικότητα, σε αντίθεση με την εμπράγματη Ελλάδα του Μακρυγιάννη. Για τον Κοραή η δύναμη που θα οδηγήσει την Ελλάδα στο «εν δυνάμει» της είναι η παιδεία της. Ως παιδεία, δε, αντιλαμβάνεται την κλασική σκέψη, απ’ τα Νικομάχεια Ηθικά του Αριστοτέλη ώς τον Ιπποκράτη.

Όποιος ενδιαφέρεται για την αλληλογραφία Κοραή με τον Τζέφερσον ας ανατρέξει στο τελευταίο τεύχος της επιθεώρησης Athens Review of Books. Έχει ενδιαφέρον από πολλές απόψεις. Φαντασθείτε σήμερα έναν  Έλληνα λόγιο που συναντάει σ’ ένα δείπνο στο Παρίσι έναν πρόεδρο των ΗΠΑ και στη συνέχεια του στέλνει επιστολές για να του ζητήσει να τον βοηθήσει στην οργάνωση του πολιτεύματος της πατρίδας του. Και εκείνος του απαντάει. Αδιανόητο; Μάλλον αδιανόητο.

Δεν ήταν όμως αδιανόητο ούτε για τον Κοραή ούτε για τον Τζέφερσον. Κι όταν ο Τζέφερσον παίρνει τις επιστολές του Κοραή που τον γνώρισε στο Παρίσι μπορεί να τις διαβάσει και να τις καταλάβει, διότι το αίτημά τους έχει κοινή αναφορά με τα δικά του αιτήματα: «Φόρο τιμής προς τα Πνεύματα του Ομήρου σας, του Δημοσθένους σας και προς τον λαμπρό αστερισμό των Σοφών και των Ηρώων των οποίων το αίμα τρέχει ακόμη στις φλέβες σας».

Και πάνω στην κοινή αναφορά στήνει το οικοδόμημα της διαφοράς. Ελευθερία της θρησκείας, ελευθερία του προσώπου, ελευθερία του Τύπου. Στην εκπνοή των άπνοων εορτασμών για τα διακόσια χρόνια, η αλληλογραφία Κοραή και Τζέφερσον αναδεικνύει την πνοή μιας δυναμικής Ελλάδας, της Ελλάδας του Διαφωτισμού.

ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Τα κεφτεδάκια της αξιολόγησης

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Ο Στέφανος Μάνος, έμπειρος πολιτικός παλαιάς κοπής, σε άρθρο του στην «Κ» της περασμένης Κυριακής, πρότεινε μια ανέξοδη λύση για την αξιολόγηση των λυκείων. Μ’ έναν απλό λογαριασμό, η κάθε σχολική μονάδα να αξιολογείται βάσει των αποτελεσμάτων των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Λύση οικονομική, αφού δεν απαιτεί παρά ελάχιστες εργατοώρες – όσο για να βγει ο λογαριασμός. Λύση χωρίς πολιτικό κόστος αφού οι Πανελλαδικές είναι «αδιάβλητος» θεσμός. Κανείς δεν αμφισβητεί τα αποτελέσματά τους. Γλιτώνουμε απεργίες, ΟΛΜΕ και λοιπά ζαρζαβατικά. Ας αφήσουμε το προφανές, την παράμετρο «φροντιστήριο», θεσμός ο οποίος μπορεί να μην είναι αδιάβλητος, όμως είναι απαραίτητος για όσους επιθυμούν να επιτύχουν στις Πανελλαδικές. Είναι γνωστό τοις πάσι ότι τα τελευταία δύο χρόνια του λυκείου το απογευματινό φροντιστήριο έχει μεγαλύτερη αξία από το πρωινό λύκειο. Μπορεί να μην αμφισβητούνται τα αποτελέσματα των Πανελλαδικών, όμως θα μου επιτρέψετε να πω ότι αμφισβητείται η εκπαιδευτική τους αξία. Βάση τους η αριστεία της παπαγαλίας. Οι σχολικές μονάδες θα αξιολογούνται βάσει των επιδόσεών τους στον τομέα της παπαγαλίας. Ό,τι γίνεται ατύπως έως σήμερα, όπου η αξία του σχολείου κρίνεται από το ποσοστό επιτυχίας του στις Πανελλαδικές. Κι ας περνούν παιδιά στη Φιλοσοφική χωρίς να ξέρουν ορθογραφία, ή εκείνος ο εύελπις που ρώτησε τον καθηγητή του τι θα πει η λέξη «απόβαση».

Και ας πούμε ότι μια σχολική μονάδα παίρνει κακό βαθμό διότι παρουσίασε χαμηλό ποσοστό επιτυχίας. Πώς θα βοηθήσει αυτού του τύπου η αξιολόγηση στη βελτίωσή της; Ίσως με περισσότερη προπόνηση στο άθλημα της αποστήθισης και της απομνημόνευσης σελίδων από κακογραμμένα βιβλία. Η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς υποθέτω ότι θα πρέπει να περιλαμβάνει και θέματα εκτός διδακτέας ύλης. Όπως, ας πούμε, το επίπεδο της πειθαρχίας – λέω τώρα. Δίνει επίσης και την εικόνα του πώς αντιλαμβάνονται οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί το έργο τους. Κι αυτό νομίζω έχει τεράστια σημασία για οποιαδήποτε προσπάθεια βελτίωσης. Πάντως, αν κατάλαβα καλά, οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί συμφωνούν με την αξιολόγηση που τους προτείνει το υπουργείο και γυρνούν την πλάτη τους στους αγκυλωμένους συνδικαλιστές.

Το ελληνικό λύκειο πάσχει. Γιατί έχει μετατραπεί σε μια μηχανή παραγωγής υποψηφίων για τις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Οποιαδήποτε θεραπεία του πρέπει να στοχεύει στην απελευθέρωσή του απ’ αυτή τη δουλεία. Δεν ξέρω αν η αξιολόγηση που προτείνει η κ. Κεραμέως είναι η καλύτερη δυνατή. Εκείνο που ξέρω είναι ότι το να προτείνεις ως κριτήριο αξιολόγησης τις Πανελλαδικές είναι σαν να λες ότι δεν χρειάζεται να γίνει τίποτε. Θα συνεχίσουμε να αξιολογούμε την κρεατομηχανή από την ποιότητα του κιμά για τα κεφτεδάκια μας, απολυτήρια, πτυχία, γενικώς χαρτιά.

ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Αποθηρίωση

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Οι αρχαίοι Αρκάδες φοβούνταν την αποθηρίωση. Από τον Λυκάονα έως την Καλλιστώ, η μυθολογία τους είναι γεμάτη με ιστορίες ανθρώπων που μεταμορφώθηκαν σε θηρία. Ο Πολύβιος γράφει πως η τραχύτητα του τόπου αλλοίωνε τη συμπεριφορά τους. Το αντίδοτο που είχαν επινοήσει ήταν η μουσική. Αυτή καλλιεργούσε την πραότητα του ήθους. Το «αρκαδικό κοινό», ο αρχαιότερος συνασπισμός ελληνικών πόλεων, δεν στηριζόταν σε νόμους, γραπτούς ή προφορικούς. Η κοινή συνθήκη που υπηρετούσαν ήσαν οι μουσικοί αγώνες που οργάνωναν κάθε χρόνο οι πόλεις. Την ιστορία τη θυμήθηκα όταν είδα προχθές ένα μικρό βίντεο στο Διαδίκτυο. Μια ομάδα Ταλιμπάν που παίζουν σαν μικρά παιδιά με τα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια σε ένα λούνα παρκ. Κρατάνε τα όπλα στα χέρια τους και οι φυσιογνωμίες τους δεν διαφέρουν από τις φωτογραφίες με τα περιστατικά φρίκης. Το βίντεο είναι η πιο εύγλωττη καταγραφή της ψυχολογίας των θηρίων. Ένα υπόβαθρο παιδικής ανεμελιάς, πρωτογενούς μωρίας, που ο λόγος των μουλάδων το μετατρέπει σε εύφλεκτη ύλη μίσους. Όταν σκοτώνουν ή λιθοβολούν γυναίκες η ανεμελιά δεν τους εγκαταλείπει. Διασκεδάζουν όπως διασκεδάζουν με τα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια στο λούνα παρκ. Αποθηρίωση που δεν βγαίνει από τη μυθολογία, αλλά από την πραγματικότητα του σύγχρονου κόσμου.

Μπορούμε να πούμε πολλά για το Αφγανιστάν. Για την αποτυχία των υπερδυνάμεων, ΕΣΣΔ και ΗΠΑ, να τιθασεύσουν τους πληθυσμούς του. Για την ιδεοληπτική ανοησία του Μπους του νεότερου, για τον κυνισμό του Τραμπ, που αποφάσισε να το εγκαταλείψει σαν να ήταν μια επιχείρηση που ξόδευε περισσότερα από όσα έβγαζε, για τη μικρότητα του Μπάιντεν, που υλοποίησε την απόφαση. Αφήστε και εκείνες τις μυστικές υπηρεσίες που τις έχουμε μυθοποιήσει και διαβεβαίωναν πως οι Ταλιμπάν χρειάζονται τρεις μήνες για να μπουν στην Καμπούλ, τον αφγανικό στρατό που έφευγε τρέχοντας μπροστά στους πολεμιστές που προήλαυναν με μηχανάκια ντελιβεράδων, τον πρόεδρο που το έσκασε σαν καταληψίας. Αφήστε και την αιώνια αμηχανία της Ευρώπης. Μπορούμε να κατηγορήσουμε για πολλά τον Δυτικό κόσμο και την πίστη του στη δύναμη της τεχνολογίας του, που τον έκανε να παραμελήσει το κύτταρο της υπεροχής του, την πολιτισμική του ισχύ, τη «μουσική» των αρχαίων Αρκάδων.

Στο Αφγανιστάν ηττήθηκε η Δύση. Γεωπολιτική ήττα, χωρίς αμφιβολία. Πολιτική ήττα, χωρίς αμφιβολία. Όμως, η ήττα θα ήταν στρατηγική αν ήταν και πολιτισμική. Και όσο δεν είναι πολιτισμική, ο Δυτικός κόσμος μπορεί να την αξιοποιήσει ως ευκαιρία αυτοσυνειδησίας και αναδιάταξης. Αρκεί να πετάξει στα σκουπίδια όλες τις σαχλαμάρες των τελευταίων δεκαετιών. Αυτές τον κάνουν να συμπεριφέρεται σαν αποβλακωμένος γέρων που βρίσκει χαριτωμένο ό,τι δεν του μοιάζει, γιατί έχει βαρεθεί τον εαυτό του. Αλλιώς θα απορεί πάντα πώς και την πάτησε έτσι με τους εκάστοτε Ταλιμπάν.

ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Μετανάστες, Αριστερά και πολιτική ορθότητα

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Οι επίμονες προσπάθειες ορισμένων ιστορικών να χαρακτηρίσουν την Επανάσταση του 1821 «φιλελεύθερη» επανάσταση δεν ξέρω τι επιστημονικό υπόβαθρο έχουν. Είναι όμως εμφανής η ιδεολογική τους πρόθεση. Και μόνον από την άποψη ότι απομονώνουν την παράμετρο του φιλελευθερισμού από την πολυπλοκότητα του φαινομένου. Όπως στην περίοδο της αριστερής ηγεμονίας προσπαθούσαν διάφοροι Κορδάτοι να αποδείξουν ότι η Επανάσταση υπήρξε ταξική.

Οι παράπλευρες απώλειες είναι εξίσου εμφανείς. Αν η Επανάσταση ήταν φιλελεύθερη τότε ο Σταυρός που βρίσκεται σε όλα τα λάβαρα και τις σημαίες της οφείλεται μάλλον σε λάθος των προγόνων μας που δεν ήξεραν για ποιον λόγο έχυναν το αίμα τους. Δεν έχει σημασία αν όλοι ορκίζονταν στην Αγία Τριάδα. Ούτε αν ζητούσαν την ευλογία του παπά. Υπάρχει και μια δεύτερη απώλεια. Σαν εμείς οι Έλληνες να προσπαθούμε να ξεχάσουμε ότι αποκτήσαμε την ελευθερία μας πολεμώντας εναντίον μουσουλμάνων. Και ότι οι οπλαρχηγοί στις αναμνήσεις τους άπιστους τους ανεβάζουν και άπιστους τους κατεβάζουν. Για να μην πω πόσες φορές εμφανίζεται η λέξη «αράπης» στα γραπτά τους.

Δυστυχώς για τους υπερασπιστές της πολιτικής ορθότητας η ελληνική Επανάσταση δεν ήταν πολιτικώς ορθή. Αυτά έχει η Ιστορία. Σε μπερδεύει. Θρησκευόμενοι δεν ήσαν μόνον οι αναλφάβητοι αγωνιστές. Θρησκευόμενος ήταν και ο Σολωμός και ο Παπαρρηγόπουλος που έχτισαν το οικοδόμημα της εθνικής συνείδησης. Και ο ένας και ο άλλος αποτύπωσαν στο έργο τους τα ίχνη ενός πολέμου κατά των Οθωμανών.

Η αποσιώπηση του ρόλου της θρησκείας δεν αφορά μόνον την Εκκλησία. Μας αφορά όλους, είτε είμαστε θρησκευόμενοι, είτε όχι. Είναι μια ιδεολογική παραμόρφωση που απευθύνεται περισσότερο στο σήμερα παρά στην Ιστορία. Σαν να θέλουμε να ξεχάσουμε ότι ο εχθρός, ο τύραννος εν προκειμένω, ήταν μουσουλμάνος. Και γιατί να το ξεχάσουμε; Μα γιατί εμείς οι Έλληνες είμαστε προορισμένοι να συμβιώσουμε με τους μουσουλμάνους. Δεν έχω αντίρρηση. Ούτε υποστηρίζω ότι το 2021 είναι ίδιο με το 1821. Εκείνο που υποστηρίζω είναι ότι δεν μπορείς να γράφεις την Ιστορία όπως σε βολεύει. Χλευάζουμε τον αγράμματο Πολάκη που εξίσωσε τον Κολοκοτρώνη με τον Βελουχιώτη. Δεν κάνει τίποτε διαφορετικό από τον εγγράμματο κ. Χατζή που τον εξισώνει με τον φιλελευθερισμό. Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο συναντήθηκαν στην υπεράσπιση του Κουφοντίνα.

Την πολιτική ορθότητα την ξεβολεύει η Ιστορία. Οι αριστεροί απ’ την άλλη έχουν πρόβλημα με το παρόν. Εχοντας χάσει το βάθρο της ιδεολογίας τους, το προλεταριάτο, ψάχνουν όπου γης κολασμένους για να σταθούν στα πόδια τους. Και οι μεν και οι δε συναντιούνται στον κόσμο του Ισλάμ. Οι μεν τον χρησιμοποιούν ως υποκατάστατο του προλεταριάτου που τους έχει εγκαταλείψει. Οι δε ως ενσάρκωση του «άλλου» που πρέπει να ανεχθείς ως διαφορετικό για να αποδείξεις ότι οι πολιτισμοί δεν έχουν σύνορα.

Τόσο απλά.

Οι μεγάλες ευρωπαϊκές κοινωνίες, όπως η γαλλική ή η αγγλική, αποδέχθηκαν τη μετανάστευση ως ιστορική συνέπεια της αποικιοκρατίας. Στην Ελλάδα είναι ένα φαινόμενο που δεν συνδέεται με την Ιστορία μας. Και δεν αναφέρομαι στη μετανάστευση από τις χώρες του ανατολικού μπλοκ. Αναφέρομαι στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς που συρρέουν τα τελευταία χρόνια από την Ασία και την Αφρική. Μας βρήκαν ανέτοιμους, και ανίκανους να τους υποδεχθούμε. Και τότε ξεκίνησε μια εργώδης προσπάθεια της Αριστεράς για να πείσει την ελληνική κοινωνία να δεχθεί τον βιασμό ως ευκαιρία.

Το 2015 η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου κατάργησε τα θαλάσσια σύνορα. Το αποτέλεσμα ήταν να κλείσουν τα σύνορα προς την Ευρώπη. Δημιουργήθηκε το αίσχος της Μόριας από τους ανθρωπιστές και οι ΜΚΟ υποκατέστησαν το ελληνικό κράτος. Οργανώθηκε ο εποικισμός του κέντρου της Αθήνας. Και όσο η αριστεροδεξιά μας κυβέρνηση υποδεχόταν ταλαίπωρους για να λιαστούν, με τις ευλογίες της Ευρώπης, η κεντροδεξιά παρακολουθούσε σιωπηλή. Όσοι τολμούσαν να μιλήσουν χρίζονταν πάραυτα ακροδεξιοί. Η Αριστερά έβλεπε στις ροές των μεταναστών υποψήφιους ψηφοφόρους. Με την αφρόκρεμα της ελληνικής νεολαίας να μεταναστεύει στο εξωτερικό στην πολιτική σκηνή το νέο προλεταριάτο θα μπορούσε να γίνει η κρίσιμη μάζα. Σύμμαχοι των υπολογισμών της Αριστεράς οι μαχητές της πολιτικής ορθότητας. Κι ας ξέρουν ότι το Ισλάμ που υπερασπίζονται μισεί όχι μόνον τις ιδέες τους αλλά και τον τρόπο της ζωής τους.

Στη Γαλλία έχει ξεκινήσει μια δημόσια συζήτηση για τον «ισλαμοαριστερισμό» και τη διείσδυσή του στο πανεπιστήμιο. Μήπως ήρθε η ώρα να ξεκινήσει μια συζήτηση για τον τρόπο που μπορούμε να συμβιώσουμε με όλους αυτούς τους πληθυσμούς; Για να ανοίξει όμως η συζήτηση θα πρέπει πρώτα να απαλλαγούμε από τα ιδεολογήματα της πολιτικής ορθότητας και τον καιροσκοπισμό της Αριστεράς. Δύσκολο, το ξέρω, όμως μην ξεχνάμε ότι και αυτή η συμμαχία, όπως όλες οι παράταιρες συμμαχίες, στηρίζεται μόνον στη σιωπή όσων βλέπουν τις άγαρμπες ραφές τους.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Μπαμπινιώτη έχουμε, τον Παπαδιαμάντη χάσαμε

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Ο κ. Μπαμπινιώτης στο άρθρο του της περασμένης Κυριακής –«Γλωσσική ακηδία, ένα μείζον θέμα»– περιορίστηκε στο ζήτημα της χρήσης ξένων λέξεων. Προσωπικά, δεν έχω αντίρρηση στις ελληνοποιήσεις, αρκεί να μη σου βγάζουν το μάτι με την επιτήδευσή τους. Προτιμώ να χρησιμοποιώ τη λέξη διαδίκτυο αντί για ιντερνέτ, για παράδειγμα, λέξη που τη χρωστάμε στον κ. Μπαμπινιώτη. Το θέμα, όμως, δεν είναι εκεί.

Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τους δύο αιώνες του νεοελληνικού κράτους για γλωσσική «ακηδία». Αντιθέτως· ήταν τέτοιο το ενδιαφέρον μας για τους τύπους της γλώσσας, που ώς και νεκρούς είχαμε. Μπορεί να πέφτω έξω, αλλά δεν ξέρω άλλο ευρωπαϊκό έθνος που να επιδόθηκε με τέτοιο πείσμα σε γλωσσικό εμφύλιο όπως εμείς με την καθαρεύουσα και τη δημοτική. Μόνο για ακηδία δεν μπορείς να κατηγορήσεις τον Μιστριώτη. Όμως πόση ζημιά έκανε στην καθαρεύουσα και κατ’ επέκταση στα ελληνικά; Ο Συκουτρής αποκαλούσε τον Παναγή Λορεντζάτο «Μιστριώτη της δημοτικής». Εννοούσε πολύ απλά ότι το ζήτημα δεν είναι η δημοτική ή η καθαρεύουσα. Το ζήτημα είναι οι τυπολάτρες που τις υπηρετούν. Η ρυθμιστική τυπολατρία που στεγνώνει τη γλώσσα απ’ τους χυμούς του αισθητηρίου και του αισθήματος. Όπως έλεγε και πάλι ο Συκουτρής: Ο 19ος αιώνας έβγαλε φιλολόγους. Φιλόσοφους δεν έβγαλε. Παραφράζοντάς τον να πω: Λεξικά έχουμε. Τη γλώσσα ψάχνουμε.

Πρόσφατο παράδειγμα. Μια βουλευτής η οποία αποκάλεσε τον κ. Μητσοτάκη «επιδειξία» ενώ ήθελε να τον αποκαλέσει «επιδειξιομανή». Το λεξικό Μπαμπινιώτη, όπως και το λεξικό Δημητράκου τις δίνουν συνώνυμες. Το «Χρηστικό λεξικό της Ακαδημίας» ξεχωρίζει τον επιδειξία ως ψυχιατρικό όρο, που σημαίνει όποιον αρέσκεται να επιδεικνύει τα όργανά του. Πέρα από τα λεξικά, όμως, υπάρχει και το γλωσσικό αισθητήριο. Αυτό που σου επιτρέπει να διαχωρίζεις τον έναν από τον άλλο. Και οι δύο μπορεί να φορούν «γκαμπαρντίνα». Ο επιδειξιομανής τη φοράει για να επιδείξει την κομψότητά του – κάτι ευγενές και μάλλον συμπαθές. Ο επιδειξίας για να επιδείξει ό,τι κρύβεται μέσα της – κάτι αγενές και σαφώς απεχθές. Ε ναι, οι λέξεις δημιουργούν αίσθημα.

Στο λεξικό Μπαμπινιώτη, στη λέξη «φιλέλληνας» αναφέρονται οι σημασίες της. Στο τέλος υπάρχει το σχόλιο που δίνει παράδειγμα λέξεων οι οποίες σχηματίζονται με τον ίδιο τρόπο. Εκεί βλέπουμε τη λέξη «φιλόζωος». Θα μπορούσε να γράψει «φιλότεχνος», «φιλόμουσος» ή «φιλανθής», όμως έγραψε «φιλόζωος». Όσο και αν βιάζεσαι, την ώρα που το γράφεις κάτι σε τσιμπάει. Ε ναι, οι λέξεις δημιουργούν αίσθημα.

Το γλωσσικό αίσθημα μπορεί να είναι άυλη αξία, όμως δεν είναι μεταφυσική. Είναι του κόσμου τούτου. Δημιουργείται και καλλιεργείται από τα έργα των ανθρώπων, τη σκέψη τους και την ευαισθησία τους. Τράπεζά του είναι η λογοτεχνία. Με την ευρεία σημασία της. Όχι μόνον η ποίηση ή η πεζογραφία, αλλά και η ιστορία, η φιλοσοφία, οι επιστήμες, η πολιτική ή η δημοσιογραφία. Τα ελληνικά δεν κινδυνεύουν απ’ το lockdown, το kickboxing ή το τένις, που έχει αντικαταστήσει την αντισφαίριση της εφηβείας μου. Τα ελληνικά κινδυνεύουν από την απονέκρωση των αισθητηρίων τους οργάνων.

Και για την απονέκρωση αυτή ευθύνεται κατά μείζονα λόγο η εκπαίδευση. Διδάσκονται ως άχθος αρούρης. Σαν ένα σύνολο από κανόνες που ρυθμίζουν τη χρήση τους. Από τον Κοραή ώς σήμερα αφορίζουμε για τους κανόνες, αλλά δεν αναρωτιόμαστε για τη χρήση τους. Πώς θα πείσουμε το Ελληνόπουλο ότι χρειάζεται να μάθει ελληνικά όχι μόνον επειδή είναι υποχρέωσή του, αλλά επειδή μπορεί να απολαύσει και κείμενα και σκέψεις για τον εαυτό του και τον κόσμο;

Ο κ. Μπαμπινιώτης έχει καθιερωθεί ως ο λαϊκός ηγέτης της ελληνικής γλώσσας. Φτιάχνει λέξεις, φτιάχνει ορθογραφία και ορίζει δασμούς εισαγωγής. Τα λεξικά του θεωρούνται εργαλείο εκ των ων ουκ άνευ για τους εκπαιδευτικούς. Τους προσφέρει σαφείς οδηγίες συναρμολόγησης για τις εκθέσεις ιδεών. Επιτίθεται στο «Χρηστικό λεξικό της Ακαδημίας» διότι θεωρεί ότι το δικό του έργο έχει κλείσει οριστικά και διά παντός το θέμα.

Η γλώσσα μας έζησε έναν εμφύλιο κοντά δύο αιώνων για να αποφασίσει για την τρίτη κλίση και το απαρέμφατο. Οι τύποι της γλώσσας είναι σημαντικότεροι απ’ την ίδια τη γλώσσα. Και πού βρίσκεται η γλώσσα πέρα από τους τύπους της; Την απάντηση τη δίνει ο Ελύτης: «Όπου κι αν βρίσκεστε αδελφοί μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη».

Ο Μπαμπινιώτης εξαντλεί το κύρος του για να επαναφέρει τη φροντίδα στους τύπους. Ως ταλαντούχος λαϊκός ηγέτης, ξέρει ότι απευθύνεται σε όσους έχουν χάσει το γλωσσικό τους αίσθημα. Και τους ρίχνει σωσίβια. Δεν χρειάζεται να διαβάσεις Παπαδιαμάντη όταν έχεις στο γραφείο σου Μπαμπινιώτη.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Τα πρώτα διακόσια χρόνια είναι δύσκολα ΙΙ

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Οι Εβραίοι άκουσαν τους προφήτες τους. Οι Έλληνες γιατί δεν άκουσαν τους ποιητές τους; Την ερώτηση τη διατύπωσε ο Κώστας Αξελός στη δεκαετία του ’50 (την παραθέτω από μνήμης). Υπάρχουν πολλές απαντήσεις. Η πρώτη που μου έρχεται στο μυαλό είναι ότι η ελληνική παιδεία εξόρισε τους ποιητές της, τους λογοτέχνες της.

Μπορεί να αισθανόμαστε υπερήφανοι για τα δύο ποιητικά Νομπέλ μας, όμως όταν θέλουμε να μιλήσουμε σοβαρά, τα αντιμετωπίζουμε λίγο ώς πολύ ως είδος πολυτελείας, ένα υποχρεωτικό βάρος. Δεν έχουμε αναρωτηθεί ποτέ στα σοβαρά γιατί για τους λογοτέχνες μας δεν υπήρξε ποτέ γλωσσικό ζήτημα. Ο Σολωμός έγραψε στα δικά του ελληνικά, ο Κάλβος στα δικά του. Κι εμείς τρέχαμε στους Μιστριώτηδες και στους Ψυχάρηδες για να μας πουν ποια ελληνικά πρέπει να μιλάμε αν θέλουμε να λεγόμαστε Έλληνες.

Το πρόβλημα εννοείται ότι δεν περιορίζεται στο γλωσσικό. Αν και αναρωτιέμαι σε ποιο άλλο ευρωπαϊκό έθνος η διαμάχη για τη γλώσσα άφησε πίσω της ακόμη και νεκρούς. Υπενθυμίζω τα Ορεστειακά. Αναρωτιέμαι, επίσης, ποιο άλλο έθνος προσέδωσε ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα σε ένα μέρος της γραμματικής, όπως εμείς στην τρίτη κλίση. Η κατάργησή της λειτούργησε σαν πιστοποιητικό προοδευτικών φρονημάτων. Το Ισραήλ που δημιουργήθηκε από Εβραίους της διασποράς, με διαφορετικά γλωσσικά ιδιώματα, αποφάσισε να αναγνωρίσει τον εαυτό του στη γλώσσα των προφητών. Εμείς αναγνωρίσαμε τον εαυτό μας στη Βαβυλωνία, το θεατρικό του Βυζάντιου, και αναθέσαμε στους γραμματικούς και τους φιλόλογους να νομοθετήσουν. Η τυπολατρική νοοτροπία μας θριάμβευσε ακόμη κι εδώ. Στην Ελλάδα υπάρχουν νόμοι για τα πάντα, απλώς δεν μπορούν να μας προστατεύσουν από το χάος που οι ίδιοι οι νόμοι δημιουργούν.

«Τα πρώτα διακόσια χρόνια είναι δύσκολα». Τον τίτλο τον χρωστώ στον φίλο Βασίλη Παπαβασιλείου. Ήταν το αγαπημένο του ρεφρέν στις εκπομπές που κάναμε τον χειμώνα στον ΣΚΑΪ με τον Περικλή Βαλλιάνο και τον Αρη Πορτοσάλτε. Δύσκολα διότι το έθνος βρισκόταν σε μόνιμη αναζήτηση του εαυτού του. Κυρίαρχο ρόλο σ’ αυτήν την αναζήτηση ανέλαβε και το περίφημο «γλωσσικό». Σήμερα μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι. Θεωρούμε ότι το λύσαμε. Η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία επέβαλε την δημοτική ως γλώσσα της εκπαίδευσης. Θύματα η υπέροχη τρίτη κλίση και η «ωραία περισπωμένη» όπως έλεγε ο Εγγονόπουλος. Οι γλωσσολόγοι και οι προοδευτικοί φιλόλογοι θριάμβευσαν. Ηττήθηκαν οι καθαρευουσιάνοι; Λυπάμαι αλλά ηττήθηκε ο Παπαδιαμάντης.

Θυμάμαι ακόμη μια ομιλία του Γιώργου Ιωάννου για τον Παπαδιαμάντη. Ήταν στη δεκαετία του ’70 και μου έχει μείνει ο τρόπος που ο Ιωάννου περιέγραφε την ανάπτυξη της φράσης του Παπαδιαμάντη. Μακροπερίοδος, σαν κύμα που φουσκώνει και ξεσπάει. Η μουσική της συνομιλεί με τα ελληνικά της εκκλησίας, συνομιλεί όμως και με την ανάπτυξη της φράσης του Φλομπέρ ή του Ντοστογιέφσκι που είχε ο ίδιος μεταφράσει. Ο Παπαδιαμάντης οδήγησε τις δυνατότητες της ελληνικής γλώσσας στα εκφραστικά της όρια. Ουπς! Που σου γράφει και το καταραμένο Διαδίκτυο όταν βάλεις λάθος κωδικό. Σήμερα στο σχολείο διδάσκεται ως ένας Σκιαθίτης συγγραφέας, λαϊκός άνθρωπος, μεράκλωνε ψέλνοντας στον Άγιο Ελισαίο, του άρεσε το κρασί, κάπνιζε και πληρωνόταν με τη λέξη από τις εφημερίδες του καιρού εκείνου. Ηθογράφος μιας Ελλάδας ξεπερασμένης, μάλλον γραφικής, όπως γραφική είναι και η γλώσσα του. Τα ελληνικά τού Παπαδιαμάντη, και η λογοτεχνία του, για το Ελληνόπουλο που πάει σήμερα σχολείο είναι «έθνικ». Κάτι σαν ιστορικό κειμήλιο που φιλοξενείται στο κακότεχνο μουσείο του εγχειρίδιου της Νέας Ελληνικής.

Δεν είμαι ιστορικός, δεν είμαι φιλόλογος, δεν είμαι πολιτικός. Είμαι, όμως, αναγνώστης λογοτεχνίας, και μάλιστα συντηρητικός αναγνώστης. Σε πείσμα των καιρών θεωρώ ότι η κλασική λογοτεχνία δεν είναι απλώς διακοσμητικό έπιπλο στο καθιστικό της δημοκρατίας. Σήμερα αναφέρθηκα στη μουσική του Παπαδιαμάντη, σ’ αυτήν την καθαρεύουσα που μας φαίνεται εξωτική. Θα μπορούσα να αναφερθώ και στη μουσική του Βαλτινού, στον αντίποδα της μακροπεριόδου φράσης του Σκιαθίτη. Πώς μια γλώσσα που έζησε τόσους αιώνες μπορεί ακόμη να βγάζει τέτοια μουσική;

Ασχέτως επισήμων εορτασμών, η συμπλήρωση διακοσίων ετών από την έναρξη της Επανάστασης, είναι μια ευκαιρία να ακούσουμε τη φωνή των ποιητών μας. Καιρός να καταλάβουμε ότι η εθνική μας ταυτότητα, και η αδυναμία μας να την προσδιορίσουμε, για τους λογοτέχνες μας υπήρξε έναυσμα δημιουργίας. Παραθέτω από μνήμης και πάλι τον Παπαδιαμάντη, στον «Βαρδιάνο στα Σπόρκα» όπου γράφει ότι η Ελλάδα απέκτησε την ανεξαρτησία της για να αποδείξει ότι δεν μπορεί να αυτοκυβερνηθεί.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Τα πρώτα διακόσια χρόνια είναι δύσκολα

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Σκέφτομαι πολλές φορές πως η ελληνική λογοτεχνία ελάχιστα, αν όχι καθόλου, έχει ασχοληθεί με τη Μεσόγειο. Το λέω σε σύγκριση με τη γαλλική λογοτεχνία, για παράδειγμα, τον Βαλερύ ή τον Καμύ, που έγραψαν για τον «μεσογειακό πολιτισμό» αντιπαραθέτοντάς τον στους τρόπους του Βορρά. Για εμάς, η Μεσόγειος είναι σαν να μην υπάρχει. Για τον Ελύτη, η θάλασσα είναι το Αιγαίο. Για τον Καβάφη, είναι ο ορίζοντας της Αλεξάνδρειας. Αναρωτιέμαι αν σε όλη του την ποίηση εμφανίζεται κάπου η λέξη. Μπορεί να κάνω και λάθος. Δεν χρειάζεται να αναφερθώ στον κατ’ εξοχήν θαλασσινό πεζογράφο μας, τον Παπαδιαμάντη. Ο τρόπος της λογοτεχνίας του είναι νησιωτικός. Βλέπει τη θάλασσα γύρω του και τον ορίζοντά του τον κλείνει η σκιά του διπλανού νησιού. Διότι πάντα υπάρχει ένα διπλανό νησί στον ελληνικό ορίζοντα. Θυμάμαι πάντα τη φαντασίωση κάποιου Μπουεντία στα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Μάρκες. Πίστευε πως στο Αιγαίο τα νησιά είναι τόσο κοντά που μπορείς να πηδήξεις από το ένα στο άλλο.

Θα μπορούσε κανείς να δει κάτω απ’ αυτό το πρίσμα τα πρώτα διακόσια χρόνια της νεοελληνικής ύπαρξης – βρεφική, παιδική ηλικία, εφηβεία, αποφοίτηση, ενηλικίωση. Αν θέλουμε να καταλάβουμε ποιος είναι ο πηλός της ψυχής κάτω από τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, αφήνοντας κατά μέρος τους εμφυλίους, τους πολέμους, τις πολιτικές ανατροπές. Το βλέμμα μας δεν έβλεπε τη Μεσόγειο. Μια ψυχική ροπή που ενδεχομένως να εξηγεί και το γεγονός ότι η ελληνική πολιτεία αναπτύχθηκε εις βάρος του μείζονος ελληνισμού που ήταν απλωμένος στη Μεσόγειο. Από την Αίγυπτο ώς την Κωνσταντινούπολη και την τραγική Σμύρνη.

Δεν βλέπουμε τη Μεσόγειο, ίσως επειδή την έχουμε στα πόδια μας. Ποιος σκέφτεται ότι ο Σαρωνικός είναι στον μυχό της; Για τον Καμύ, το ηλιοβασίλεμα στον Σαρωνικό μπορεί να είναι μια στιγμή του «τραγικού» στη Μεσόγειο, όταν οι σκιές αντικαθιστούν το φως. Για τη δική μας ευαισθησία είναι ένα ηλιοβασίλεμα στον Σαρωνικό.

Δεν βλέπουμε τη Μεσόγειο, επειδή το βλέμμα μας, από την πρώτη στιγμή που αντίκρισε τη λάμψη της σύγχρονης ζωής, ήταν στραμμένο αλλού. Ελάτε τώρα. Η Ελληνική Επανάσταση, εκτός όλων των άλλων, είναι και η υπόθεση ενός λαού που γοητεύθηκε από τον κόσμο της εποχής του και ήταν έτοιμος να θυσιάσει και τη ζωή του ακόμη για να βρει τη θέση του σε αυτόν. Πέστε το Διαφωτισμό, πέστε το ό,τι θέλετε. Το ζήτημα είναι ότι το βλέμμα μας ήταν στραμμένο προς την πηγή της λάμψης, σαν εκείνον τον δεσμώτη στο πλατωνικό σπήλαιο που αντικρίζει το φως του ήλιου.

Το δικό μας ιστορικό σπήλαιο ήταν η βαλκανική ενδοχώρα. Δεσμώτες της γεωγραφίας που μας χώριζε από τη Δυτική Ευρώπη, δεσμώτες όμως και της ιστορίας που μας κράτησε για τέσσερις αιώνες εκτός ευρωπαϊκού πολιτισμού. Εδώ εμφανίζεται μια αντίφαση που διατρέχει τη νεοελληνική ύπαρξη έως σήμερα ακόμη. Η υπέρβαση της βαλκανικής ταυτότητας οδηγούσε στην υπέρβαση της οθωμανικής «εξορίας», όμως δεν μπορούσε να μετατραπεί σε απόρριψη της βαλκανικής μας ταυτότητας, αφού μέρος αυτής ήταν η καταλυτική για την εθνική ταυτότητα ορθοδοξία. Στη «Σύγκρουση των πολιτισμών» ο Χάντιγκτον μας κατατάσσει στο ανατολικό τόξο λόγω ορθοδοξίας. Η ιστορία της Ελλάδας μέχρι στιγμής δεν τον έχει δικαιώσει. Πλην όμως η τοποθέτησή του καταδεικνύει τη δυναμική αντίφαση που σημάδεψε τα πρώτα διακόσια χρόνια της νεοελληνικής ύπαρξης. Μια εργώδης προσπάθεια απαλλαγής από το βάρος της βαλκανικής ενδοχώρας από τη μια, κι από την άλλη μια προσπάθεια συμφιλίωσης με αυτό το βάρος αφού η ορθοδοξία εμψύχωσε την απελευθέρωσή του.

Ο εθνικός μας ποιητής, ο Σολωμός, ήταν Ζακυνθινός, άρα εκτός οθωμανικού τόξου. Ο εθνικός μας ιστορικός όμως, ο Παπαρρηγόπουλος, ήταν Κωνσταντινουπολίτης με καταγωγή από την Πελοπόννησο. Τους συνέδεε η ορθοδοξία. Ο Καποδίστριας ήρθε για να οικοδομήσει ένα κράτος σύγχρονο, με πρότυπα Δυτικής Ευρώπης, όμως υπήρξε υπουργός Εξωτερικών του τσάρου. Η σύνθεση ήταν δύσκολη. Ε ναι. Τα πρώτα διακόσια χρόνια είναι δύσκολα.

Παρακαλώ τους απαιτητικούς αναγνώστες, ευτυχώς είναι πολλοί, να μη βιαστούν να μου προσάψουν βιασύνη ή συνειρμική ευκολία. Επειδή δεν πρόκειται να σταματήσω να γράφω όλον τον Αύγουστο, δεσμεύομαι για τη συνέχεια και ελπίζω να συμμετάσχω με τον τρόπο μου στην προετοιμασία για την επέτειο των διακοσίων ετών. Στην πραγματικότητα, πιστεύω ότι είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την αναζήτηση της εθνικής μας ταυτότητας. Μια ευκαιρία ώστε η χώρα του περίπου να αναζητήσει το ακριβώς της, και, αν είναι να το βρει στο «περίπου», χαλάλι της.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Το «ξέπλυμα» της Εκκλησίας

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Πετούν σαν γλάροι στο αφρισμένο πέλαγος της προόδου. Θαυμάζω την ανεμελιά τους, την άνεση της πτήσης τους στον αιθέρα του Διαδικτύου. Μετεωρίζονται με τα φτερά τους απλωμένα και το βλέμμα καρφωμένο στη λεία τους. Μυρίζονται από μακριά τις ξεπερασμένες ιδέες και χιμούν να τις καταβροχθίσουν με την αυταρέσκεια του κατακτητή των καιρών. Είχα καιρό να ακούσω το κρώξιμό τους πάνω από τη χωματερή της κεφαλής μου. Είχα αρχίσει να ανησυχώ. Μήπως τα συντηρητικά μου σκουπίδια δεν αξίζουν πια τον κόπο; Την περασμένη Κυριακή, στο άρθρο μου με τίτλο «Το “παπαδαριό” και οι αμβλώσεις», έγραψα ότι ευτυχώς υπάρχει και η Εκκλησία, για να μπορούν οι προοδευτικοί να θυμούνται πόσο προοδευτικοί είναι. Και τα κοπάδια των γλάρων μυρίστηκαν σκουπίδι και μου όρμησαν, όπως τα «Πουλιά» στην ομώνυμη ταινία του Χίτσκοκ. Αυτή τη φορά με κατηγορούν ότι προσπαθώ να «ξεπλύνω» την Εκκλησία, έχοντας το θράσος να υποστηρίξω ότι οφείλει να είναι κατά των αμβλώσεων. Υποστηρίζω δε ότι μια σοφία 2.000 ετών δεν μπορούμε να την ξεπετάξουμε στο όνομα του αντικληρικαλισμού, που πολλοί θεωρούν ότι είναι η μόνη πραγματική σοφία. Προφανώς, διότι δεν γνωρίζουν άλλη. Αν δεν είσαι αμόρφωτος, είτε είσαι θρησκευόμενος είτε όχι, ξέρεις ότι τα Ευαγγέλια και οι Πατέρες παράγουν σοφία. Αν δεν την αποδέχεσαι, τότε δεν μπορείς να καταλάβεις τη μισή Αναγέννηση, που σκηνοθετεί τη Βίβλο. Και δεν μπορείς να καταλάβεις ούτε γιατί θεωρήθηκε αιρετικός «Ο τελευταίος πειρασμός» του Καζαντζάκη. Θα μου πείτε, τι να την κάνεις την Αναγέννηση όταν έχεις στα χέρια σου τις Εντολές της πολιτικής ορθότητας σε υπερσύγχρονες χολιγουντιανές σκηνοθεσίες. Και ο Καζαντζάκης, τι μισογύνης κι αυτός!

Η Εκκλησία δεν είναι εγκληματική οργάνωση για να χρειάζεται «ξέπλυμα». Έχει πολλά προβλήματα, προκαλεί άλλα τόσα, όμως είναι ένας από τους θεσμούς που στηρίζουν το κοινωνικό οικοδόμημα. Τα αναθέματα του αντικληρικαλισμού δεν διαφέρουν από τα αναθέματα των φανατικών χριστιανών. Ο φιλελεύθερος δογματισμός συναντά το μαρξιστικό «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού».  Με αφορμή τις αντιδράσεις στο άρθρο μου της Κυριακής, μπόρεσα για ακόμη μία φορά να διαπιστώσω το βασικό πρόβλημα της παιδείας μας. Έχουμε μάθει να διαβάζουμε με όρους έκθεσης ιδεών. Τι το «ορθόν», τι «μη ορθόν» και τι το ανάμεσό τους. Όπου το ανάμεσο είναι το ίδιο το κείμενο. Αρπάζουμε σαν τους γλάρους ό,τι θεωρούμε θρεπτικό για το στομάχι των απόψεών μας. Πώς λέγεται αυτό; Αδυναμία κατανόησης κειμένου. Θα έλεγα πως είναι πρόβλημα της ελληνικής παιδείας αν δεν υπήρχαν τα αμερικανικά πανεπιστήμια ή η βέβηλη γραφή του Ουελμπέκ. Και πάλι το κοινότοπον. Μόνον η ανάγνωση της κλασικής λογοτεχνίας μπορεί να μας θεραπεύσει από την αδυναμία κατανόησης κειμένου, την κερκόπορτα του πολιτισμού μας.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Το «παπαδαριό» και οι αμβλώσεις

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Ευτυχώς υπάρχει η Ιερά Σύνοδος που δίνει την ευκαιρία στις κοινότητες των προοδευτικών να αποδεικνύουν ότι είναι προοδευτικοί. Τελευταίο σουξέ το θέμα των αμβλώσεων. «Παπαδαριό» τους ανεβάζει και τους κατεβάζει το επαναστατικό Διαδίκτυο, αναθεματίζοντάς τους, εξορίζοντάς τους στον Μεσαίωνα επειδή τόλμησαν να ταχθούν κατά των αμβλώσεων και να κηρύξουν την «ημέρα του αγέννητου παιδιού».

Η Εκκλησία, και όχι μόνον η Εκκλησία της Ελλάδος, είναι από τη φύση της οργανισμός συντηρητικός. Στηρίζει την ύπαρξή της στην υπεράσπιση αξιών που αποτελούν τον κορμό της σκέψης της και της συμπεριφοράς της. Αν δεν ανταποκρίνεται πάντα σε αυτές τις αρχές αυτό είναι άλλο ζήτημα. Την αποτελούν άνθρωποι και αυτοί οι άνθρωποι έχουν αδυναμίες. Όταν πιστεύεις και κηρύσσεις πως η ζωή είναι δώρο του Θεού θα ήταν παράλογο να υποστήριζες πως είσαι υπέρ των αμβλώσεων. Είναι άλλο να διαφωνείς με τη στάση της Εκκλησίας και άλλο να την απαξιώνεις επειδή υπερασπίζεται την πίστη της.

Να υπενθυμίσω στους κήρυκες της προοδευτικής σκέψης πως στη δεκαετία του ’70, όταν η Καθολική Εκκλησία είχε προτείνει δημοψήφισμα για το θέμα, ο Πιερ Πάολο Παζολίνι είχε ταχθεί κατά της νομιμοποίησης των αμβλώσεων. Οι αριστεροί φίλοι τού είχαν επιτεθεί. Κάποιος ψυχαναλυτής είχε αποφανθεί πως επειδή ήταν ομοφυλόφιλος ταυτιζόταν με το έμβρυο μέσα στη μήτρα. Ποιος είπε ότι η ψυχανάλυση σε απαλλάσσει από τον φόρο της βλακείας; Επικαλούμαι τη στάση του εμβληματικού Παζολίνι επειδή αποδεικνύει ότι το ζήτημα δεν εντάσσεται στον μανιχαϊσμό που χωρίζει το ανθρώπινο σύμπαν σε προοδευτικούς και συντηρητικούς. Είναι ζήτημα πολυπλοκότερο από τη γραβάτα.

Όσο για τον όρο «αγέννητο παιδί» που τους φαίνεται τόσο παράλογος και σκοταδιστικός, παραπέμπω στη συγκίνηση των γονιών όταν στο πρώτο υπερηχογράφημα ακούσουν τους χτύπους της καρδιάς του ασχημάτιστου ακόμη πλάσματος. Δεν έχουν δει το πρόσωπό του, δεν το έχουν πιάσει στα χέρια τους, όμως είναι το παιδί τους.

Έχει ταυτότητα και ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο κόσμο. Εξάλλου αν ο γυναικολόγος έχει επιστημονική συνείδηση, όσο προοδευτικός κι αν είναι, θα κάνει ό,τι μπορεί για να μεταπείσει τη μητέρα ακόμη κι αν είναι ο ίδιος που θα δεχθεί να πραγματοποιήσει την άμβλωση.

Η στάση της Εκκλησίας αναδεικνύει ένα σοβαρό ζήτημα. Η αποδοχή της άμβλωσης δεν είναι προφανής, όπως θέλει να μας την παρουσιάσει η κυρίαρχη προοδευτική σκέψη. Και η αλήθεια είναι ότι σε έναν κόσμο που θεωρεί προφανή, αν όχι αναγκαία, κάθε υπέρβαση ορίων και αξιών που έχει κληρονομήσει, κάποιοι πρέπει να μας υπενθυμίζουν πως η αλόγιστη κατάργηση των ορίων οδηγεί στη βαρβαρότητα.

Ανήκω στη γενιά της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Ήταν τα ωραία αυτά χρόνια που τα παραδοσιακά αφροδίσια είχαν καταπολεμηθεί από τα αντιβιοτικά και ο τρόμος του AIDS δεν είχε κάνει την εμφάνισή του. Κενό αναστολών. Οι προφυλάξεις θεωρούνταν περιττές, όταν δεν αντιμετωπίζονταν ως ενοχλητικές. Το αποτέλεσμα είναι ότι μια ολονυχτία παρά θίν’ αλός μπορούσε να οδηγήσει τη γυναίκα στο μαιευτήριο δύο μήνες μετά για να «ρίξει» ό,τι περίσσεψε από την απόλαυση. Ο,τι πιο απλό το θεωρούσαμε τότε, ώσπου ήρθε η ώρα να κάνουμε κι εμείς παιδιά και να διαπιστώσουμε ότι δεν ήταν δα και τόσο απλό.

Δεν έχω αντίρρηση ότι ιεράρχες υποτιμούν με τη στάση τους την Εκκλησία. Όπως εκείνος που συνέδεσε την ομοφυλοφιλία με τον πρωκτικό έρωτα κατά τη διάρκεια της κύησης. Δεν εξηγεί βέβαια τη γυναικεία ομοφυλοφιλία, όμως αυτή μάλλον δεν τον απασχολεί. Για περισσότερες πληροφορίες τον παραπέμπω στον λόγο του Αριστοφάνη στο πλατωνικό «Συμπόσιο». Είναι αφελής ο άνθρωπος, είναι πονηρός ή απλώς αγράμματος; Ένα είναι το βέβαιο. Οι ανοησίες τέτοιου τύπου υποβαθμίζουν την Εκκλησία και τη ρίχνουν βορά στη χλεύη του αντικληρικαλισμού.

Ισχυρό ταμπού της γενιάς μου ο αντικληρικαλισμός. Συμβαδίζει με τις υποχρεώσεις που μας επέβαλε η σεξουαλική απελευθέρωση. Ταυτίσαμε το ράσο με το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» και το εξορίσαμε σ’ ένα παρελθόν που δεν θέλαμε να ξαναζήσουμε. Όμως η Ελλάδα ευτυχώς ξεπέρασε την εποχή που ο Χριστόδουλος διοργάνωνε συλλαλητήρια για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Ο αντικληρικαλισμός είναι εξίσου παρωχημένος με τους ζηλωτές που κάποτε διαδήλωναν για την προβολή του έργου «Ο τελευταίος πειρασμός». Μας περισσεύουν και οι δύο εκδοχές του φανατισμού.

Πρόπερσι ήταν η διδασκαλία των Θρησκευτικών. Τώρα είναι οι αμβλώσεις. Κάποτε θα πρέπει να αρχίσει να μας απασχολεί η ευκολία με την οποία διαδηλώνουμε την ανωτερότητά μας απέναντι σε μια σοφία που έχει δύο χιλιάδες χρόνια ζωής. Και να πάψουμε να περιφρονούμε την γιαγιούλα που ανάβει κεράκι επειδή φοβάται τον θάνατο.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ