Αρχείο ετικέτας Γιάννης Τσαρούχης

Το δίλημμα: υποτέλεια ή συντριβή

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Αν υπάρχει ένα ακαταμάχητο τεκμήριο της παρακμής μας των σημερινών Ελλήνων, δεν είναι η ολοκληρωτική οικονομική χρεοκοπία του κωμικού μας κρατιδίου ούτε η ανίατη, μικροπρεπέστατη συμφεροντολαγνεία όσων διαχειρίζονται την εξουσία και όσων τη διεκδικούν. Δεν είναι η κατακόρυφη πτώση επιπέδου της κατά κεφαλήν καλλιέργειας, μέσα σε ελάχιστα χρόνια, ο εξωφρενικός πρωτογονισμός της δημόσιας «πληροφόρησης» και «ψυχαγωγίας», η ανυποληψία του σχολείου, ο ιλιγγιώδης εκπεσμός των πανεπιστημίων. Δεν είναι ο αδίστακτος σε αναισχυντία αμοραλισμός, η διαστροφή ως «δικαίωμα», η αρνησιπατρία ως κορδακισμός, η ατιμία ως προϊόν. Ούτε είναι το ξέφρενο ξεπούλημα κάθε στοιχείου κοινωνικής περιουσίας – οδικών δικτύων, λιμανιών, αεροδρομίων, σιδηροδρόμων, ηλεκτροδότησης, τηλεπικοινωνιών, υποδομών τουρισμού – δεν απομένει τίποτε από αυτά και από ανάλογα απειράριθμα «τζιβαϊρικά πολυτίμητα». Το εφιαλτικότερο τεκμήριο παραίτησής μας των Ελλήνων από τη μετοχή στην Ιστορία είναι ότι παρακάμψαμε απεγνωσμένες προειδοποιήσεις για τον επερχόμενο εφιάλτη του ιστορικού μας τέλους.

Ποιος από τους επαγγελματίες της εξουσίας έδειξε ποτέ ότι γνωρίζει και παίρνει στα σοβαρά τις εκκλήσεις για πολιτική εντιμότητα, ανιδιοτέλεια και σωφροσύνη, που κατέθεταν οι Νέστορες του δημόσιου βίου; Σύμβολα ελληνοπρέπειας και χαρισματικής ωριμότητας, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Πικιώνης, ο Θεοτοκάς, ο Λορεντζάτος, ο Τσαρούχης, ο Μάνος Χατζιδάκις και όσοι ανάλογοι. Δεν έχει ακουστεί ένας πολιτικός (ένας, για δείγμα) να δείξει ότι τους πρόσεξε ή, τουλάχιστον, ότι έχει διαβάσει τον μάλλον κορυφαίο της διαγνωστικής οξυδέρκειας που γνώρισε στις μέρες μας η ελληνική κοινωνία: τον Παναγιώτη Κονδύλη.

Θα περίμενε κανείς, όσοι φιλοδοξούν σήμερα να ασκήσουν πολιτική στην Ελλάδα, να κυκλοφορούν έχοντας παραμάσχαλα τη «Θεωρία πολέμου» του Κονδύλη και έχοντας αποστηθίσει, τουλάχιστον, το «Επίμετρο: Γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου». Το 1997 εκδεδομένο το βιβλίο, και μέσα σε δεκαπέντε μόλις χρόνια οι προβλέψεις του επαληθεύονται με απίστευτη ακρίβεια. Έγραφε: «Η Ευρωπαϊκή Ένωση (και πάντως τα ισχυρότερα μέλη της), μη μπορώντας να δώσει στην Τουρκία όλα όσα επιθυμεί, θα επιδιώκει να την κατευνάσει με ελληνικά έξοδα, πιέζοντας δηλαδή την Ελλάδα να δεχθεί τις τουρκικές αξιώσεις στο Αιγαίο και στην Κύπρο…

Θα δούμε μια ακόμη από τις τραγικές ειρωνείες, τις οποίες τόσο συνηθίζει η Ιστορία: Ενώ δηλαδή η Ελλάδα προσανατολίστηκε ψυχή τε και σώματι στην Ευρώπη για να διασφαλισθεί από τον τουρκικό κίνδυνο, ακριβώς ο ευρωπαϊκός της προσανατολισμός θα μεταβληθεί σε όργανο de facto μετατροπής της σε δορυφόρο της Τουρκίας». ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΠΡΩΤΗ, επαληθευμένη εκπληκτικά.

«Δεν αποκλείεται η ελληνική πλευρά… να αρχίσει κάποτε να θεωρεί κι η ίδια τις υποχωρήσεις έναντι της Τουρκίας ως αυτονόητο μέρος και καθήκον του “εξευρωπαϊσμού” της – αφού μάλιστα οι “πολιτισμένοι άνθρωποι” που έχουν ξεπεράσει τους “εθνικιστικούς αταβισμούς”, δεν ξεκινούν πολέμους… για κυριαρχικά δικαιώματα»! ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ, ψηλαφητά επαληθευμένη.

«Η ελληνική πλευρά πρέπει να κατανοήσει έμπρακτα ότι… οι σύμμαχοι αξίζουν για σένα τόσο, όσο αξίζεις εσύ γι’ αυτούς. Καμιά συμμαχία και καμιά προστασία δεν κατασφαλίζει, όποιον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Τα “δίκαια” της Ελλάδας δεν εντυπωσιάζουν κανέναν, όσο πίσω τους βρίσκεται ένας παρίας με διαρκώς απλωμένο το χέρι, κάποιος που ζει από δάνεια, επιδοτήσεις και “προγράμματα στήριξης”». ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ – ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΤΡΙΤΗ, ανατριχιαστικά ρεαλιστική.

«Σε ορισμένους κρίσιμους τομείς, όπως ο δημογραφικός, το παιχνίδι, ξέρουμε από τώρα ότι είναι χαμένο… Η Ελλάδα μεταβάλλεται σταθερά σε χώρα με περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα… αποδεικνύοντας πόσο είναι πιθανό να μετατραπεί σε δορυφόρο της Τουρκίας, ακριβώς μέσω του “ευρωπαϊκού δρόμου”… Στον βαθμό όπου η Ελλάδα θα καθίσταται, ανεπαίσθητα, γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας, ο κίνδυνος πολέμου θα απομακρύνεται, οι ψευδαισθήσεις θα αβγατίζουν και η παράλυση θα γίνεται ακόμα ηδονικότερη, εφόσον η υποχωρητικότητα θα αμείβεται με αμερικανικούς και ευρωπαϊκούς επαίνους, που τους χρειάζεται κατεπειγόντως ο εκσυγχρονιζόμενος Βαλκάνιος – αρκεί να χρηματοδοτείται ο παρασιτικός καταναλωτισμός». ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗ, επαληθευμένη χειροπιαστά.

«Την κάμψη της ελληνικής αντίστασης κάτω από την πίεση του υπέρτερου τουρκικού δυναμικού, οι Έλληνες θα συνηθίσουν σιγά σιγά να την ονομάζουν “πολιτισμένη συμπεριφορά”, “υπέρβαση του εθνικισμού”, “εξευρωπαϊσμό”… Το σημερινό δίλημμα είναι αντικειμενικά τρομακτικό και ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοριοποίηση και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή. Η υπέρβαση του διλήμματος αυτού… απαιτεί την επιτέλεση ηράκλειου άθλου, για τον οποίο η ελληνική κοινωνία, έτσι όπως είναι, δεν διαθέτει τα κότσια. Οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους… Βρισκόμαστε σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας». ΠΕΜΠΤΗ ΠΡΟΓΝΩΣΗ αυτή, και τελεσίγραφο.

Τι μπορεί να προσφέρει οποιοσδήποτε δημόσιος λόγος, όταν δεκαπέντε χρόνια μετά από ένα τέτοιο κείμενο, οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα εξακολουθούν να στελεχώνονται με τη λογική της συλλογικής ευφραντικής ασχετοσύνης.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Η «Παναγιά της Νίκης» του Γιάννη Τσαρούχη

Η «Παναγιά της Νίκης». Η διάσημη εικόνα που ζωγράφισε ο Γιάννης Τσαρούχης μετά το όραμα ενός στρατιώτη στο μέτωπο. Τι απέγινε το εκκλησάκι που χτίστηκε στο σημείο με έρανο του στρατεύματος. Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου δεν ήταν λίγοι οι στρατιώτες που ανέφεραν ότι σε δύσκολες στιγμές στο μέτωπο, αναζήτησαν στήριγμα στο θεό και προσευχήθηκαν στην Παναγία για να τους προστατεύσει.  Κάποιοι από αυτούς που βρέθηκαν σε μεγάλη δοκιμασία, ανέφεραν ότι είχαν δει ακόμα και οράματα με την μορφή της Παναγίας. Η διήγησή τους εκείνες τις δύσκολες ώρες του πολέμου, διαδόθηκαν σαν αστραπή μέσα στο στράτευμα. Μία τέτοια αναφορά έγινε η αφορμή για να εμπνευστεί και να ζωγραφίσει ο Γιάννης Τσαρούχης την περίφημη «Παναγία της Νίκης».

Η ιστορία του εικονίσματος ξεκίνησε όταν ένας στρατιώτης έγραψε αναφορά στο στρατηγό Κατσιμήτρο για το όραμά του  Ο ανθυπασπιστής Νίκος Γκάτζαρος είχε βγει για ένα περίπατο και περιγράφει την ασυνήθιστη εικόνα που αντίκρισε: «ο αήρ είχε πάψει να φυσά, ο ουρανός ήταν αστεροειδής και κατά την επιστροφή, ούτε 10 βήματα δεν είχε κάνει, του εμφανίζεται και του κόβει το δρόμο μια γυνή μαυροφόρα, έχουσα σεμνή την εμφάνισή της». Το πρόσωπο της διακρινόταν στο ημίφως. Εκείνος αιφνιδιάστηκε από το θέαμα και έπεσε στα γόνατα στο έδαφος. Πήγε να την ασπαστεί, ενώ τα μάτια του ήταν συγκινημένα, τα πόδια και τα χέρια του έτρεμαν. Τότε άκουσε φωνές:  «Είμαι η Παναγία. Μη φόβισε παιδί μου. Εγώ ενεμφανίσθη να σου είπω τρεις λόγους. Τους οποίους να μη λησμονήσεις». Του είπε ότι πρώτον η Ελλάδα θα βγει νικηφόρα από τον πόλεμο, δεύτερον ότι ο πόλεμος κηρύχθηκε εναντίον της Ελλάδος για να γνωρίσει ο κόσμος ότι αφορμή είναι η απομάκρυνσή του από την χριστιανική θρησκεία και τρίτον ότι το δίκαιο πάντα υπερισχύει της βίας. Ο Κατσιμήτρος μόλις έμαθε για την αναφορά του στρατιώτη έδωσε εντολή να βρεθεί ζωγράφος. Ο Τσαρούχης ζωγράφισε τη εικόνα. Αρχικά ο ανθυπασπιστής ανέφερε ότι πέρασε την παρουσία για κάποια Αλβανή κατάσκοπο και ύψωσε το ρεβόλβερ του για να την πυροβολήσει, όμως τότε η γυναίκα ύψωσε την παλάμη της και του είπε: «Μη χτυπάς, έχω να σου πω κάτι: τη Λαμπρή θα είσαστε σπίτι σας». Ο στρατιώτης κατευθύνθηκε προς τη σκηνή του, το αναφέρει στον στρατηγό Κατσιμήτρο και ο ανθυπασπιστής Νίκος Γκάτζαρος διέταξε αμέσως να γίνει έρανος γιατί θεώρησε ότι στο σημείο που εμφανίστηκε η Παναγία της θα πρέπει να γίνει μικρός ναός.

Η ιστορία του στρατιώτη διαδόθηκε γρήγορα στο στράτευμα. Ένας λοχαγός φώναξε κάποιον φαντάρο που ήξερε να ζωγραφίζει. Ήθελε μια εικόνα που θα κοσμούσε το εκκλησάκι που θα χτιζόταν στο Γκολέμι. Εκεί, δηλαδή που ο ανθυπασπιστής ανέφερε, ότι είχε δει την Παναγία. Ο στρατιώτης που ζωγράφισε την εικόνα, ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος στρατεύθηκε το 1939 και υπηρέτησε στο Κούτσι, στην Αλβανία. «Μπογιές είχε μαζί του ο λοχαγός μου, ο μακαρίτης Γεωργόπουλος, με την ελπίδα ότι θα μπορέσω να κάνω σκηνές από μάχες. Αυτές οι μπογιές εχρησίμευσαν στην αρχή του πολέμου για να καμουφλαριστούν τα νίκελ του αυτοκινήτου του διοικητού», αφηγήθηκε ο Τσαρούχης στο βιβλίο «Μαρτυρίες ’40-’41» του Κ. Χατζηπατέρα. Καμβά για να ζωγραφίσει δεν είχε και έψαχνε να βρει απεγνωσμένα. Σε γράμμα του, μαρτυρεί ο ίδιος, βρήκε ένα καπάκι από ένα κιβώτιο ρέγκας, το οποίο μύριζε έντονα. Πάνω σε αυτό ζωγράφισε την περίφημη «Παναγιά της Νίκης». Ως πρότυπο είχε μια κακοζωγραφισμένη Παναγία που κυκλοφορούσε σε δελτάρια. Η εικόνα παρίστανε την Παναγία με το Χριστό και στο κάτω μέρος τα θαύματά της. Αριστερά έδειχνε τον ανθυπασπιστή που πάει να πυροβολήσει την Παναγία και δεξιά τους στρατιώτες που χτίζουν το εκκλησάκι. Επειδή ο λοχαγός έμενε μακριά από το σημείο που ο Τσαρούχης ζωγράφισε την εικόνα έστειλε ένα μοτοσικλετιστή για να τον παραλάβει και να πάρει την εικόνα. Το έργο είχε ήδη αποκτήσει φήμη θαυματουργής εικόνας.

Η μαρτυρία του Τσαρούχη: «Καθώς πηγαίναμε προς τον διοικητή, έφραξαν σχεδόν τον δρόμο Έλληνες στρατιώτες από την Άρτα, που είχαν στρατοπεδεύσει εκεί κι είχαν πληροφορηθεί για την ύπαρξη της εικόνας. Ήδη το ταπεινό μου έργο, που δεν είχε στεγνώσει ακόμα, είχε αποκτήσει την φήμη θαυματουργής εικόνας και οι στρατιώτες οι Αρτινοί, σε έξαλλη θρησκευτική έκσταση, απαιτούσαν η θαυματουργή εικόνα να μείνει ένα βράδυ τουλάχιστον στην κατασκήνωσή τους. Άκουγες φωνές, από παντού. Όλοι οι στρατιώτες φωνάζανε: «Η Παρθένα, η Παρθένα. Να την αφήσετε μια βραδιά». Εκείνη την ώρα βάρεσε συναγερμός, δηλαδή ένας στρατιώτης με μια σάλπιγγα τυλιγμένη με ιμάντες από γκέτες από χακί ύφασμα εσάλπισε. Εγώ και ο μοτοσυκλετιστής πέσαμε μπρούμυτα σύμφωνα με τις διαταγές που είχαμε. Κανένας Αρτινός δεν έκανε το ίδιο. «Βρε συνάδελφε», μου είπε ένας, «βαστάς την Παρθένα και φοβάσαι;»

Το συνολικό ποσό που συγκεντρώθηκε από τον έρανο υπολογίστηκε γύρω στις 800 χιλιάδες δραχμές, ένα τεράστιο ποσό αν λάβει κανείς υπ’ όψιν τα οικονομικά δεδομένα των στρατιωτών του μετώπου. Η εκκλησία χτίστηκε στο Γκολεμί, στο σημείο που ο στρατιώτης είδε το όραμα με την Παναγία, η οποία όπως έχουν καταθέσει μάρτυρες καταστράφηκε επί Χότζα. H αρχική φωτογραφία  επιχρωματίστηκε από τον Χρήστο Καπλάνη και δημοσιεύτηκε στη σελίδα  Past in Color. Χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες από την βιογραφία του Τσαρούχη «Μάτην ωνείδισαν την ψυχήν μου», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1993.

ΠΗΓΗ
ΜΗΧΑΝΗ του ΧΡΟΝΟΥ

Νεολαία και Επανάσταση

«Είναι ωραίο να βλέπουμε τη νεολαία να επαναστατεί, αλλά μην ξεχνάμε ότι ο επαναστάτης πρέπει να διασώζει κάθε τι το παλιό που κινδυνεύει και ν’ ανοίγει δρόμο σε ό,τι καινούργιο θάρθει. Δεν πιστεύω στην επανάσταση που μόνο καταστρέφει».

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ. (1987). «Ευτυχία είναι η γη, ο έρωτας, η ποίηση και η φιλοσοφία», στο: Ως στρουθίον μονάζον επί δώματος. Αθήνα: Καστανιώτης, σ. 52.