ΟΙ ΠΟΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Κώστας Βάρναλης «Οι πόνοι της Παναγιάς»
Το ποίημα ανήκει στο πρώτο μέρος της ποιητικής σύνθεσης Σκλάβοι Πολιορκημένοι, η οποία εκδόθηκε το 1927. Ο ποιητής, ακολουθώντας τη δημοτική μας παράδοση, χρησιμοποιεί τη μορφή της Παναγιάς, για να εκφράσει τον ανθρώπινο πόνο της μάνας· η Παναγιά κατέχεται από τα τρυφερότερα συναισθήματα για το παιδί που πρόκειται να γεννήσει, αλλά και από κακά προαισθήματα για την τύχη που το περιμένει.
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
Συ θα ‘χεις μάτια γαλανά, θα ‘χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή και από κακό καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ’ υστέρα απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι…
Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σου χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μη την πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
– Ω! πώς βελαζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσιο…-
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!
και τ’ άδικο φωνάξεις: να φωνάξεις, να αποκαλύψεις.
βρόχια: θηλιά, παγίδα.
νυχοπατώ: πατώ στα νύχια των ποδιών, περπατώ αθόρυβα.
ακώ: ακούω.
τα φρένα: οι σκέψεις, ο νους.
αψιθιά: αρωματικό φυτό με πικρή γεύση, που χρησιμοποιείται και για ζεστό ρόφημα.
Η Παναγία λειτουργεί ως διαχρονικό σύμβολο της μητρικής αγάπης, αλλά και του πόνου που βιώνει μια μητέρα όταν βλέπει το παιδί της να θυσιάζει τη δική του ύπαρξη για το καλό των άλλων. Σύμβολο που επιλέγει ο Βάρναλης προκειμένου να αποδώσει το πλήθος των ανησυχιών που διακατέχουν κάθε μητέρα για το μέλλον και την ασφάλεια του παιδιού της.
Που να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποιαν κορφήν ερημική;
Τα στοιχεία του ποιητικού μονολόγου της Παναγίας υποδηλώνουν πως βρισκόμαστε λίγο προτού γεννήσει, πως γνωρίζει ήδη ότι πρόκειται να φέρει στον κόσμο γιο, αλλά και το φρικτό του τέλος. Ακούμε, έτσι, την Παναγία να εκφράζει όλη της την τρυφερότητα απέναντι στο αγέννητο ακόμη παιδί της, μα και τις προθέσεις της να κάνει ό,τι μπορεί για να το προστατεύσει από το δεινό του μέλλον.
Τα εισαγωγικά ερωτήματα του ποιήματος υποδηλώνουν πως η Παναγία δεν θέλει να βρεθεί αντιμέτωπο το παιδί της με τη φονική κακία των ανθρώπων, γι’ αυτό και αναρωτιέται που θα μπορούσε να κρύψει τον γιο της προκειμένου να τον γλιτώσει. Τοποθετεί, μάλιστα, τις πιθανές κρυψώνες είτε σε κάποιο νησί του Ωκεανού, μακριά από τους ανθρώπους, είτε αντιστοίχως σε κάποια ερημική κορυφή βουνού, καλύπτοντας κατά αυτό τον τρόπο τα συνήθη δυσπρόσιτα μέρη∙ τον ωκεανό και τα ψηλά βουνά.
Είναι εμφανές πως η Παναγία δεν μιλά εδώ ως το ιερό πρόσωπο που γνωρίζει καλά την άφευκτη μοίρα του θεϊκού γιου που θα φέρει στον κόσμο, αλλά ως μητέρα που θέλει με κάθε τρόπο να προφυλάξει το παιδί της από κάθε πιθανό κακό.
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.
Ξέρω, πως θα ‘χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
Η Παναγία γνωρίζοντας πως ο γιος της μέλλεται να κηρύξει τη δικαιοσύνη και τον τερματισμό της εκμετάλλευσης των ανθρώπων, προκαλώντας έτσι την οργή των ισχυρών του κόσμου, βεβαιώνει το παιδί της πως δεν θα του μάθει να μιλά. Με αυτό τον τρόπο η φιλόστοργη μητέρα θέλει να αποτρέψει το γιο της από το να ξεκινήσει μελλοντικά την προσπάθειά του να εναντιωθεί στην αδικία και να αποκαλύψει το πλήθος των αδικιών που συμβαίνουν στον κόσμο.
Η Παναγία ξέρει καλά, πως ο γιος της θα έχει μια καρδιά τόσο αγαθή και τόσο γλυκιά, ώστε θα του είναι δύσκολο να μη συμπαρασταθεί στους αδικημένους και στους αδύναμους. Ξέρει, όμως, εξίσου καλά, πως αυτή ακριβώς η αγαθή του προαίρεση θα τον φέρει αντιμέτωπο με τους δυνατούς, και πως τελικά θα βασανιστεί αφού θα πιαστεί στην παγίδα της οργής τους.
Τα μηνύματα ανθρωπισμού και καλοσύνης που θα φέρει ο Χριστός στον κόσμο, θα σταθούν ο λόγος για τον οποίο οι έχοντες και οι ισχυροί θα θελήσουν να τον σκοτώσουν, προκειμένου να θέσουν τέρμα στην προσπάθεια αφύπνισης των φτωχών και των ανίσχυρων που εκείνος θα επιχειρήσει.
Συ θα ‘χεις μάτια γαλανά, θα ‘χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Η Παναγία μοιάζει να γνωρίζει ήδη ακόμη και στοιχεία της εμφάνισης του γιου της, ο οποίος θα έχει μάτια γαλανά -χρώμα συμβολικό για την αγνότητα και την καθαρότητα του βλέμματος του Χριστού-, και το κορμί του θα είναι τρυφερό, αντανακλώντας έτσι την αγαθότητα και την απλότητα της ψυχής του.
Πρόθεσή της είναι να προφυλάξει το παιδί της από την κακή ματιά του ζηλόφθονου κόσμου, αλλά κι από τις κακές περιστάσεις, λειτουργώντας ως ακαταπόνητος προστάτης του αγαπημένου της πλάσματος. Η Παναγία, μάλιστα, θέλει να προφυλάξει το παιδί της κι από το πρώτο εκείνο ξάφνιασμα που προκαλείται στους νέους -στους εφήβους- μόλις συντελείται μέσα τους η αφύπνιση της νεότητας κι αρχίζουν να βλέπουν τον κόσμο τελείως διαφορετικά και να επιθυμούν για πρώτη φορά μια διαφορετική βίωση της ζωής. Η Παναγία, επομένως, θα ήθελε να προφυλάξει το παιδί της, όχι μόνο από τους άλλους ανθρώπους και τις κακές συγκυρίες, αλλά κι από τον ίδιο του τον εαυτό, προκειμένου να μη γνωρίσει τις πικρίες του έρωτα και της επιθυμίας που γνωρίζει τη διάψευση ή τη ματαίωση.
Η Παναγία μιλά στο μελλοντικό της γιο λαμβάνοντας υπόψη της την ανθρώπινη φύση του και όχι τη θεϊκή του υπόσταση, εφόσον ως μητέρα ανησυχεί για εκείνον και θέλει να τον γλιτώσει από κάθε πιθανό ανθρώπινο πόνο, όπως η ίδια τους έχει βιώσει και γνωρίσει κατά τη διάρκεια της ζωής της.
Δεν είσαι συ για μαχητές, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.
Η Παναγία γνωρίζει την αποστολή του θεϊκού γιου της και γνωρίζει τον μαρτυρικό θάνατο που του αναλογεί. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει πως επιθυμεί να δει το παιδί της να περνά έναν τόσο σκληρό βίο. Γι’ αυτό και οι συμβουλές που του δίνει, τώρα που είναι ακόμη αγέννητος, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την πορεία που θα ακολουθήσει ο Χριστός. Η Παναγία δεν θέλει να δει το γιο της να εμπλέκεται σε αγώνες, έστω κι αν αυτοί θα αποσκοπούν στη σωτηρία των ανθρώπων, διότι γνωρίζει πως το τίμημα για το παιδί της θα είναι ο θάνατος πάνω στο σταυρό. Έτσι, η δική της θέληση είναι να δει το παιδί της νοικοκύρη, με μια φιλήσυχη ζωή, χωρίς να γίνεται σκλάβος κανενός και χωρίς να προδίδει κανέναν.
Ο Χριστός με τη δράση του θα αποτελέσει το πρότυπο του ενεργού πολίτη, που θέτει τον εαυτό του σε δεύτερη μοίρα και παλεύει με όλες του τις δυνάμεις για να δει τον κόσμο να αλλάζει προς το καλύτερο. Ο Χριστός δεν θα γίνει, όπως θα το ήθελε η μητέρα του, ένας νοικοκύρης, θα γίνει ένας άφοβος αγωνιστής, που θα έρθει αντιμέτωπος με την αδικία των ισχυρών∙ γεγονός, βέβαια, που θα το πληρώσει με την ίδια του τη ζωή.
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…
Στη στροφή αυτή αποδίδεται ένα κομμάτι της αμιγώς ανθρώπινης ζωής του Χριστού, της βρεφικής και παιδικής του ηλικίας, όπου η Παναγία έχει την ευκαιρία να εκδηλώσει όλη της την τρυφερότητα απέναντί του.
Η Παναγία θα σηκώνεται τη νύχτα, περπατώντας σιγά και πατώντας στα νύχια, προκειμένου να μην ενοχλήσει τον ύπνο του βρέφους και θα σκύβει για ν’ ακούσει την ανάσα του μωρού της. Κι ύστερα θα του ετοιμάζει στη φωτιά το ζεστό του γάλα και χαμομήλι για να το ταΐσει. Εικόνες μιας θαλπωρής οικείας σε κάθε οικογένεια, που έχει την ευλογία να μεγαλώσει ένα μικρό παιδί και να γευτεί την ευδαιμονία που προσφέρουν στον άνθρωπο όλες εκείνες η φροντίδες που απευθύνονται σ’ ένα μωρό και σ’ ένα μικρό παιδί. Μια γαλήνη που συνιστά περίοδο αγνής ευτυχίας.
Η επόμενη εικόνα μας μεταφέρει σ’ ένα ελαφρώς μεταγενέστερο χρονικό σημείο, με την Παναγία να κοιτά με καρδιοχτύπι το μικρό της παιδί να πηγαίνει στο σχολείο του, κρατώντας την πλάκα και το κοντύλι του, για να μάθει να γράφει και να διαβάζει.
Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά οι άνθρωποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Το κλίμα της ανέφελης ευτυχίας που αποδίδεται στην προηγούμενη στροφή αλλάζει, καθώς το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην εφηβική και κατόπιν στη νεανική θα σημάνει και την αφύπνιση του Χριστού, ο οποίος θα είναι πια σε θέση να αντιληφθεί τις έννοιες του Δικαίου και της Αλήθειας. Η συμβουλή, πάντως, της Παναγίας προς το παιδί της είναι πως όταν κάποια στιγμή η σκέψη του φωτιστεί από τις έννοιες αυτές, να μη τις εκφράσει, να μη μιλήσει γι’ αυτές. Διότι οι άνθρωποι είναι θηρία και δεν αντέχουν να σηκώνουν το φως∙ δεν αντέχουν να βλέπουν την αλήθεια της ζωής τους και της κοινωνίας τους. Έτσι, παρά το γεγονός ότι ο Χριστός θα μπορεί πια να αντιληφθεί τι είναι Δίκιο και τι είναι Αλήθεια, αφού θα έχει φωτιστεί ο νους του με τη δύναμη μιας αστραπής, εντούτοις είναι προτιμότερο -σύμφωνα με την επιθυμία της Παναγίας- να κρατηθεί μακριά από την επισήμανση αυτών των εννοιών και καταστάσεων, καθώς θα εξοργίσει τους ανθρώπους γύρω του.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Η συμβουλή της Παναγίας απηχεί εδώ το γνωστό ρητό σχετικά με τη σιωπή, η οποία είναι χρυσός, εφόσον γλιτώνει το άτομο από το να προκαλεί εντάσεις και να έρχεται σε σύγκρουση με τους άλλους ανθρώπους. Η πιο χρυσή αλήθεια, άρα, είναι η αλήθεια της σιωπής, αφού είναι η μόνη που επιτρέπει στους ανθρώπους να ζουν φιλήσυχα και να μην στρέφουν εναντίον τους όλους εκείνους που θίγονται απ’ όσα θα μπορούσαν ενδεχομένως να λεχθούν.
Η Παναγία έχοντας πάντοτε κατά νου τη βασική της επιθυμία, την προφύλαξη δηλαδή του παιδιού της από την οργή των ανθρώπων, τον συμβουλεύει πως ακόμη κι όταν θα είναι σε θέση να αντιληφθεί το Δίκαιο και την Αλήθεια, να επιλέξει τη σιωπή. Καθώς, αν επιλέξει να μιλήσει γι’ αυτά κι αν επιλέξει να στραφεί ενάντια σ’ εκείνους που αδικούν και ψεύδονται τότε εκείνοι θα τον σταυρώσουν. Κατάληξη τόσο δεδομένη, ώστε η Παναγία δηλώνει στο γιο της πως και χίλιες φορές αν γεννηθεί, αν επιλέξει να μιλήσει για τις αρετές της Αλήθειας και του Δικαίου, και τις χίλιες φορές οι άλλοι άνθρωποι θα τον σταυρώσουν.
Η συμβουλή της Παναγίας στον Χριστό να επιλέξει τη χρυσή σιωπή, είναι φυσικά εντελώς αντίθετη με τον ιερό σκοπό που έχει εκείνος να επιτελέσει, αλλά είναι απολύτως λογική από την οπτική της μητέρας που θέλει με κάθε τρόπο να προστατεύσει το παιδί της.
Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
Καθώς προχωρά ο μονόλογος της Παναγίας μετατίθεται χρονικά σε όλο και μεταγενέστερα χρονικά σημεία της ζωής του Χριστού, έτσι από τις γαλήνιες στιγμές της βρεφικής του ηλικίας φτάνει εδώ στη στιγμή της σταύρωσής του, η οποία γίνεται εμφανής από τα συναισθήματα που εκφράζονται. Η Παναγία, και μόνο στη σκέψη της θανάτωσης του παιδιού της, νιώθει σαν να της μπήγουν χίλια μαχαίρια και σπαθιά στην καρδιά, ενώ το σάλιο της ξεραίνεται στη γλώσσα της κι είναι πικρό, σαν δηλητήριο. Είναι, δίχως άλλο, σαφές πως η Παναγία δεν μπορεί να δει στη θυσία του γιου της μια προσφορά αγάπης και ελέους προς τους ανθρώπους∙ βλέπει μόνο το θάνατο του μονάκριβου παιδιού της κι αυτό της προκαλεί ανείπωτο πόνο.
– Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσο…-
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!
Με μια έξοχη αντίθεση ανάμεσα στο ήσυχο κοπάδι του βουνού και τους μοχθηρούς λύκους που καραδοκούν, η Παναγία παρουσιάζει το φόβο της πως τη στιγμή που εκείνη ετοιμάζεται να φέρει στον κόσμο ένα απολύτως αγαθό βρέφος υπάρχουν ήδη εκείνοι που θέλουν να το βλάψουν. Στρέφεται, έτσι, στις ουράνιες δυνάμεις, στον Θεό, και ζητά να ανοίξουν για χάρη της την πιο βαθιά άβυσσο, προκειμένου να γεννήσει στα κρυφά, μακριά από τους λύκους, μακριά από τους αδίστακτους ανθρώπους που θα θελήσουν να της στερήσουν την παρουσία και την ύπαρξη του παιδιού της.
Η μητέρα Παναγία, έστω κι αν γνωρίζει καλά το ιδιαίτερο της πορείας που πρόκειται να ακολουθήσει ο γιος της, δεν είναι διατεθειμένη να αποδεχτεί το γεγονός πως το παιδί που θα μεγαλώσει εκείνη με τόση αγάπη, θα το σταυρώσουν οι άνθρωποι για να απαλλαγούν από τα κηρύγματα της αγάπης και της δικαιοσύνης. Υποφέρει μ’ αυτή τη σκέψη και αναζητά τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να προφυλάξει το παιδί της από την οργή των ανθρώπων.