αυτόχθων -ων -ον [aftóxθon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) ANT ετερόχθων. α. που γεννήθηκε και κατοικεί στον ίδιο τόπο με τους προγόνους του, που ούτε ο ίδιος ούτε οι πρόγονοί του ήρθαν από άλλο τόπο· ιθαγενής, ντόπιος: Aυτόχθονες κάτοικοι / πληθυσμοί. || (ως ουσ.) ο αυτόχθων. β. που γεννήθηκε, αναπτύχθηκε και υπάρχει στον ίδιο τόπο: Aυτόχθονες αντιλήψεις.
[λόγ. επίθ. < αρχ. ουσ. αὐτόχθων]
(πηγή: διαδικτυακό λεξικό της κοινής νεοελληνικής)
Η αναζήτησή μας ξεκίνησε από τα σχολικά μας βιβλία Γλώσσας και Ιστορίας και συνεχίστηκε στην αίθουσα Πληροφορικής, όπου ερευνήσαμε την έννοια του αυτόχθονα και μελετήσαμε τους ιθαγενείς ανά τον κόσμο. Αυτό μας έδωσε τη δυνατότητα να συγκρίνουμε, μα και να συγκριθούμε ως πληθυσμοί του δυτικού κόσμου, που αυτό αποτελεί θεματική άλλης συζήτησης.
Μοιραζόμαστε μαζί σας τον καρπό της έρευνάς μας!
Πρόσφατα σχόλια