(ένα από τα πολλά σχόλια μαθητών-μαθητριών που πήραν μέρος στο πρόγραμμα/παραστάσεις “Μονόλογοι απ τη Γάζα” τον Οκτώβριο 2010. περισσότερα σχόλια)
Μεγαλώνοντας, σιγά-σιγά ήθελα να αρχίσω να παίρνω μέρος σε όσες δραστηριότητες μου δινόταν η ευκαιρία να συμμετάσχω. Θεωρούσα πως έτσι δεν θα έχανα την ευκαιρία να ανακαλύψω με κάποιο τρόπο αυτή τη ζωή που σε λίγο θα πρέπει πιο σοβαρά να αντιμετωπίσω – και η οποία είναι, σίγουρα, πολύ περισσότερα πράγματα από τη ρουτίνα του «ξυπνάω-πάω σχολείο-γυρίζω-τρώω-διαβάζω-ασχολούμαι με κάτι που με ηρεμεί-κοιμάμαι». Άρχισα λοιπόν να παίρνω μέρος σε διάφορες δράσεις, σχετικές με τις θετικές επιστήμες, την τέχνη ή ακόμη και με πιο απλά πράγματα, όπως είναι, ας πούμε, οι εκπαιδευτικές εκδρομές. Η αλήθεια είναι πως, ενώ μάθαινα ενδιαφέροντα πράγματα (και γι’ αυτό, άλλωστε, δεν έπαψα να πιστεύω πως αξίζει τον κόπο να συνεχίσω), δεν με είχε ώς τότε ενθουσιάσει κάτι.
Όταν, χωρίς πολλή σκέψη, με άλλα πέντε παιδιά του σχολείου μου ακολουθήσαμε την καθηγήτριά μας στους Μονολόγους από τη Γάζα, το αντιμετώπισα αρχικά σαν μία ακόμη ευκαιρία να προσπαθήσουμε λίγο για κάτι εναλλακτικό, και ίσως να εισπράξουμε κάτι απ’ αυτό. Μπορώ να πω πως αρχικά, μολονότι δεν ήμουν γενικά δυσαρεστημένη, δεν ήμουν ούτε ενθουσιασμένη, μια και θα χάναμε ώρες μαθημάτων της Κατεύθυνσης, θα μέναμε περισσότερες ώρες στο σχολείο και θα συναναστρεφόμασταν κυρίως παιδιά μικρότερά μας, κάτι που έμοιαζε βαρετό. Καθώς όμως οι πρόβες προχωρούσαν, όλο και περισσότερο ήθελα να είμαι μέσα σ’ αυτό που συνέβαινε, όλο και περισσότερο ευχαριστιόμουν το ότι μοιραζόμουνα την εμπειρία αυτή με τους μικρότερους συμμαθητές μου, που αποδεικνύονταν κάθε άλλο παρά βαρετοί. Οι ιστορίες, οι μονόλογοι των παιδιών από τη Γάζα, είχαν κάτι το μαγικό: το να συνειδητοποιεί κανείς τη δυστυχία, ενώ παράλληλα καταλαβαίνει βαθιά πόσο απίστευτα τυχερός είναι, είναι δύσκολο να συμβεί, ακόμη κι αν είναι αρκετά εύκολο να ειπωθεί.
Όταν τελικά έφτασε η παραμονή της παράστασης, οπότε ήρθαμε για πρώτη φορά σε επαφή με όλους τους μαθητές της Αττικής που είχαν πάρει την ίδια απόφαση με εμάς, να δώσουν δηλαδή, την ευκαιρία σε μια τέτοια δράση να τους «παρασύρει», η εμπειρία ήταν καταπληκτική! Κάθε 10λεπτο, κάθε παρουσίαση μονολόγου απ’ τα παιδιά, ήταν καθηλωτική. Τόσο στην πρόβα, όσο και την επομένη, στην παράσταση, όπου η επανάληψη (για μας) των κειμένων δεν φάνηκε να μετριάζει τη συγκίνηση, η αίσθηση ήταν ξεχωριστή. Όλα αυτά τα παιδιά του Δυτικού κόσμου, παιδιά με τις βασικές ανάγκες τους καλυμένες (συχνά και με το παραπάνω), με προβλήματα που τα παιδιά της Γάζας προσεύχονται να έχουν, ενώθηκαμε σαν μια μικρή μεγάλη παρέα, ανατριχιάσαμε όλοι μαζί, βουρκώσαμε όλοι μαζί, χορέψαμε, φωνάξαμε, τραγουδήσαμε όλοι μαζί, και τελικά, χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε, καταφέραμε για κάποιες μικρές (ή μήπως μεγάλες;) στιγμές να δείξουμε τον πόνο, να δείξουμε πως αφού κάτι μικρό μπορεί να γίνει από εμάς που είμαστε μικροί, τότε μπορεί πραγματικά να γίνει ΚΑΤΙ. Και, άμα μπορεί να γίνει κάτι, τότε αυτό είναι ένα βήμα, που δίνει τη δύναμη να γίνει το επόμενο, και τελικά ναι, ο κόσμος, δηλαδή εμείς, ενδιαφέρεται, θέλει, τρέμει μαζί με τα παιδιά στη λωρίδα της Γάζας, φοβάται και μισεί μαζί τους τις βόμβες. Φωνάζει. Φωνάζει στη μικρή αίθουσα ενός θεάτρου στην Αθήνα, κι αυτή η φωνή βγαίνει από βαθιά μέσα του και φτάνει στην άλλη άκρη της γης, και με κάποιο μαγικό τρόπο, κάνει τον κόσμο πιο όμορφο… .
Και για πρώτη φορά, η ευκαιρία που έδωσα σ’ αυτή τη δράση, αυτή η ευκαιρία που άρπαξα, με γέμισε ολόκληρη, καθώς κοιτούσα το κοινό ανάμεσα σε όλους τους άλλους μικρούς ηθοποιούς, με έναν τόσο μεγάλο συνδυασμό συναισθημάτων, χαρά, ελπίδα, θυμό, αγανάκτηση, πάθος, τόσο μεγάλο που δε χωρούσε μέσα μου. Αφού λοιπόν δε χωράει μέσα μου, θα τον μοιραστώ με όλους όσους μιλώ, όσους αγγίζω, όσους κοιτάζω. Και, αυτό το κάτι που ψάχναμε, το πρώτο βήμα, ΘΑ ΓΙΝΕΙ.
Άννα, μαθήτρια Λυκείου, Αθήνα Οκτώβριος 2010